Language of document :

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 17ης Ιουλίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑542/13

Mohamed M’Bodj

κατά

État belge

[αίτηση του Cour constitutionnelle (Βέλγιο)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου — Οδηγία 2004/83/ΕΚ — Ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι απάτριδες για την υπαγωγή τους στο καθεστώς επικουρικής προστασίας — Υπήκοος τρίτης χώρας που πάσχει από αναπηρία και διαθέτει άδεια διαμονής για ιατρικούς λόγους στην επικράτεια κράτους μέλους — Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/83 — Άρθρο 2, στοιχείο ε΄ — Ορισμός του “προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία” — Άρθρο 15, στοιχείο β΄ — Ορισμός της “σοβαρής βλάβης” — Πραγματικός κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής — Περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας — Άρθρα 28 και 29 — Παροχές πρόνοιας και ιατρικής περιθάλψεως — Ίση μεταχείριση»





1.        Μπορεί να θεωρηθεί ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ (2), ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια και ο οποίος, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ελλείψει κατάλληλης ιατρικής θεραπείας στη χώρα αυτή; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, οφείλουν τα κράτη μέλη να παρέχουν στον ενδιαφερόμενο τις ίδιες παροχές πρόνοιας και ιατρικής περιθάλψεως με αυτές που προβλέπονται για τους ημεδαπούς και τους πρόσφυγες;

2.        Αυτά είναι, κατ’ ουσίαν, τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο το Cour constitutionnelle [συνταγματικό δικαστήριο] (Βέλγιο).

3.        Τα ερωτήματα αυτά υποβάλλονται στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με την καταβολή αναπηρικού επιδόματος εκ μέρους του Βελγικού Δημοσίου στον M. M’Bodj, Μαυριτανό υπήκοο. Συγκεκριμένα, μετά τη χορήγηση στον ενδιαφερόμενο άδειας διαμονής στην επικράτεια για ιατρικούς λόγους, το εν λόγω κράτος αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω επίδομα με την αιτιολογία ότι η χορήγησή του περιορίζεται, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, στους Βέλγους υπηκόους, στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους Αλγερινούς, Μαροκινούς και Τυνήσιους υπηκόους, καθώς και στους απάτριδες και πρόσφυγες.

4.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται συνεπώς σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση που προβλέπει η εθνική νομοθεσία ως προς τους υπηκόους τρίτων χωρών που πάσχουν από σοβαρή ασθένεια, ανάλογα με το αν οι υπήκοοι αυτοί απολαύουν του καθεστώτος πρόσφυγα σύμφωνα με την οδηγία 2004/83 ή διαθέτουν άδεια διαμονής χορηγηθείσα από το εν λόγω κράτος για ιατρικούς λόγους.

5.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί ιδίως να διευκρινισθεί αν, λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας αυτής και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (3) σχετικά με την απομάκρυνση προσώπων που πάσχουν από σοβαρή ασθένεια, η χορήγηση τέτοιας άδειας διαμονής συνιστά στην πραγματικότητα επικουρική μορφή διεθνούς προστασίας, που συνεπάγεται επομένως δικαίωμα των ενδιαφερομένων να απολαύουν των προβλεπόμενων από την εν λόγω οδηγία οικονομικών και κοινωνικών πλεονεκτημάτων.

6.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/83 σε σχέση με πάσχοντες από σοβαρή ασθένεια και, ειδικότερα, τις προϋποθέσεις που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης για την υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας.

7.        Με τις παρούσες προτάσεις, θα υποστηρίξω ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω της καταστάσεως της υγείας του και της ελλείψεως κατάλληλης ιατρικής θεραπείας στη χώρα αυτή, δεν μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας αυτής.

8.        Συγκεκριμένα, θα υπογραμμίσω ότι, στην περίπτωση αυτή, ελλείπει η ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας στην οποία στηρίζεται το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, δεδομένου ότι η απάνθρωπη μεταχείριση που συνεπάγεται η κατάσταση της υγείας του ατόμου και η έλλειψη επαρκών ιατρικών μέσων στη χώρα καταγωγής δεν προέρχονται από εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη των αρχών της χώρας αυτής ή των ανεξάρτητων οργάνων της. Θα διευκρινίσω ωστόσο ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να επιβληθεί στο κράτος μέλος η υποχρέωση παροχής διεθνούς προστασίας που υπαγορεύεται από επιτακτικούς ανθρωπιστικούς λόγους, στηριζόμενης στα άρθρα 4 και 19, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4) καθώς και στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (5).

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 2004/83

9.        Σκοπός της οδηγίας 2004/83 είναι να ορίσει κοινά για όλα τα κράτη μέλη κριτήρια όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών για να μπορούν να τύχουν διεθνούς προστασίας (6), καθώς και το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω προστασίας (7). Στο πλαίσιο αυτό, με το άρθρο 2, στοιχεία γ΄ και ε΄, της οδηγίας 2004/83 καθορίζονται τα πρόσωπα που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα και στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, στα κεφάλαια II, III και V αυτής ορίζονται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που αυτός πρέπει να πληροί, ενώ στο κεφάλαιο VII τα δικαιώματα που απορρέουν από την υπαγωγή στα εν λόγω καθεστώτα.

10.      Στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, η επικουρική προστασία συμπληρώνει τους κανόνες περί του νομικού καθεστώτος του πρόσφυγα τους οποίους περιλαμβάνει η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων (8).

11.      Πρόκειται για διεθνή προστασία η οποία, κατά το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83, αφορά «τον υπήκοο τρίτης χώρας ή τον ανιθαγενή που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του [...], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 [...], και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας».

12.      Κατά το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας, «τα κράτη μέλη χορηγούν καθεστώς επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών [...] που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και V».

13.      Το κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας αφορά την «[α]ξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας». Το άρθρο 6 αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης», ορίζει τα εξής:

«Στους φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται:

α)      το κράτος·

β)      ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους·

γ)      μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται υπό στοιχεία α΄ και β΄, περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται με το άρθρο 7.»

14.      Το κεφάλαιο V της οδηγίας 2004/83 έχει ως αντικείμενο την «[α]ναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας». Το άρθρο 15 αυτού ορίζει την έννοια της «σοβαρής βλάβης» ως εξής:

«Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε:

α)      θανατική ποινή ή εκτέλεση· ή

β)      βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του· ή

γ)      σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

15.      Περαιτέρω, στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής, σχετικά με το «[π]εριεχόμενο της διεθνούς προστασίας», ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρινίζει στα άρθρα 28 και 29 της οδηγίας ότι η παροχή διεθνούς προστασίας, είτε πρόκειται για το καθεστώς του πρόσφυγα είτε για το καθεστώς της επικουρικής προστασίας, απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν στον ενδιαφερόμενο την ίδια κοινωνική αρωγή και τους ίδιους όρους προσβάσεως στην υγειονομική περίθαλψη με αυτούς που προβλέπονται για τους ημεδαπούς. Τα κράτη μέλη μπορούν πάντως να διακρίνουν τα δύο καθεστώτα, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές τους επιτρέπουν να περιορίζουν την παρεχόμενη στους δικαιούχους της επικουρικής προστασίας κοινωνική αρωγή στις βασικές παροχές (9).

16.      Τέλος, επισημαίνεται ότι η εν λόγω οδηγία επιδιώκει την καθιέρωση ελάχιστων κανόνων. Συνεπώς, κατά την αιτιολογική σκέψη 8 και το άρθρο 3 αυτής, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για τον καθορισμό των προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την οδηγία.

17.      Ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρινίζει, με την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2004/83, ότι «[ο]ι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι ανιθαγενείς η παραμονή των οποίων στο έδαφος των κρατών μελών επιτρέπεται όχι για λόγους οφειλομένους στην ανάγκη διεθνούς προστασίας, αλλά βάσει διακριτικής ευχέρειας για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους συμπόνιας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας».

2.      Ο Χάρτης

18.      Κατά το άρθρο 4 του Χάρτη, «[κ]ανείς δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση».

19.      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, «[κ]ανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση».

 Β –      Η βελγική νομοθεσία

1.      Ο νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί της εισόδου, της διαμονής και της εγκαταστάσεως αλλοδαπών στη βελγική επικράτεια και περί της απομακρύνσεώς τους από αυτήν

20.      Σκοπός του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί της εισόδου, της διαμονής και της εγκαταστάσεως αλλοδαπών στη βελγική επικράτεια και περί της απομακρύνσεώς τους από αυτήν (10) είναι η μεταφορά της οδηγίας 2004/83 στη βελγική έννομη τάξη.

21.      Το άρθρο 9 ter του εν λόγω νόμου διευκρινίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού έχει ως εξής:

«Ο διαμένων στο Βέλγιο αλλοδαπός που αποδεικνύει την ταυτότητά του σύμφωνα με την παράγραφο 2 και πάσχει από ασθένεια που ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή του ή τη φυσική του ακεραιότητα ή κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως μπορεί να ζητήσει άδεια διαμονής στο Βασίλειο από τον Υπουργό ή από εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο, οσάκις δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπεία στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα στην οποία διαμένει.

Η αίτηση υποβάλλεται με συστημένη επιστολή στον Υπουργό ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο και περιέχει τη διεύθυνση της πραγματικής διαμονής του αλλοδαπού στο Βέλγιο.

Με την αίτηση ο αλλοδαπός κοινοποιεί όλες τις χρήσιμες και πρόσφατες πληροφορίες που αφορούν την ασθένειά του, τις δυνατότητες κατάλληλης θεραπείας και την πρόσβαση σε αυτή στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα στην οποία διαμένει.

Ο αιτών προσκομίζει τυποποιημένο ιατρικό πιστοποιητικό που προβλέπεται από βασιλικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου. Στο εν λόγω πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί τουλάχιστον τρεις μήνες πριν την υποβολή της αιτήσεως πρέπει να διευκρινίζεται η ασθένεια και ο βαθμός σοβαρότητάς της και να ορίζεται η ενδεδειγμένη θεραπεία.

Η εκτίμηση του κινδύνου που προβλέπει [το πρώτο εδάφιο], των δυνατοτήτων θεραπείας, της δυνατότητας προσβάσεως σε αυτές στη χώρα καταγωγής ή διαμονής, και της ασθένειας, του βαθμού σοβαρότητάς της και της ενδεδειγμένης θεραπείας που ορίζονται στο ιατρικό πιστοποιητικό πραγματοποιείται από ιατρό του δημόσιου συστήματος υγείας ή από ειδικώς εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό ιατρό, ο οποίος γνωμοδοτεί σχετικώς. Εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, ο εν λόγω ιατρός δύναται να εξετάσει τον αλλοδαπό και να ζητήσει συμπληρωματική γνωμοδότηση από εμπειρογνώμονες.

[...]»

22.      Το άρθρο 48/4 του ίδιου νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας (11). Το εν λόγω άρθρο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 2, στοιχείο ε΄, 15 και 17 της οδηγίας 2004/83 και προβλέπει τα εξής:

«1)      Στο καθεστώς επικουρικής προστασίας υπάγεται ο αλλοδαπός που δεν δύναται να θεωρηθεί πρόσφυγας ούτε να τύχει της μεταχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 9 ter και ως προς τον οποίον πιθανολογείται σοβαρώς ότι εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της συνήθους διαμονής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί τις σοβαρές βλάβες της παραγράφου 2 και ο οποίος δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας, υπό τον όρο ότι δεν τον αφορούν οι ρήτρες εξαιρέσεως του άρθρου 55/4.

2)      Σοβαρές βλάβες θεωρούνται:

a)      θανατική ποινή ή εκτέλεση· ή

b)      βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του· ή

c)      σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

2.      Ο νόμος της 27ης Φεβρουαρίου 1987 περί αναπηρικών επιδομάτων

23.      Κατά τα άρθρα 1 και 2 του νόμου της 27ης Φεβρουαρίου 1987 περί αναπηρικών επιδομάτων (στο εξής: νόμος της 27ης Φεβρουαρίου 1987), τα άτομα με ειδικές ανάγκες έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν επίδομα αντί εισοδημάτων ή επίδομα εντάξεως ή επίδομα βοήθειας ηλικιωμένων ατόμων.

24.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Τα επιδόματα του άρθρου 1 χορηγούνται μόνο σε πρόσωπα που έχουν πράγματι την κατοικία τους στο Βέλγιο και που είναι:

1°      Βέλγοι υπήκοοι·

2°      υπήκοοι κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

3°      Μαροκινοί, Αλγερινοί ή Τυνήσιοι υπήκοοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 [(12)]·

4°      απάτριδες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως σχετικά με το καθεστώς των απατρίδων, που υπεγράφη στη Νέα Υόρκη στις 28 Σεπτεμβρίου 1954 και επικυρώθηκε με τον νόμο της 12ης Μαΐου 1960·

5°      πρόσφυγες κατά το άρθρο 49 του [νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980]·

[...]»

25.      Με το βασιλικό διάταγμα της 9ης Φεβρουαρίου 2009, επεκτάθηκε το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, από τις 12 Δεκεμβρίου 2007, στους εγγεγραμμένους στο μητρώο κατοίκων αλλοδαπούς.

II – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης

 Α –      Η διαδικασία σχετικά με τη χορήγηση άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους βάσει του άρθρου 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980

26.      Στις 4 Ιανουαρίου 2006 ο M. M’Bodj υπέβαλε αίτηση ασύλου στην Office des étrangers (Διεύθυνση αλλοδαπών), η οποία την απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη.

27.      Κατόπιν τούτου ο M. M’Bodj υπέβαλε στις 24 Αυγούστου 2007 αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους ερειδόμενη στο άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980. Ο M. M’Bodj απέκτησε σοβαρή αναπηρία στο μάτι λόγω επιθέσεως που δέχθηκε στο κέντρο του Ερυθρού Σταυρού για αιτούντες άσυλο στο οποίο είχε καταφύγει. Κατ’ αρχάς η Office des étrangers έκρινε απαράδεκτη την αίτηση αυτή και, εν συνεχεία, κατά το πέρας ένδικης διαδικασίας, στις 19 Σεπτεμβρίου 2008 δέχθηκε την εν λόγω αίτηση. Ο M. M’Bodj εγγράφηκε συνεπώς στο μητρώο αλλοδαπών.

28.      Στις 17 Μαΐου 2010 χορηγήθηκε στον αιτούντα άδεια διαμονής Επιτροπή’ αόριστον στην επικράτεια κατ’ εφαρμογή των άρθρων 9 και 13 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980.

 Β –      Η διαδικασία σχετικά με τη χορήγηση αναπηρικού επιδόματος βάσει του άρθρου 4 του νόμου της 27ης Φεβρουαρίου 1987

29.      Στις 19 Φεβρουαρίου 2009 οι αρμόδιες αρχές δέχθηκαν το αίτημα του M. M’Bodj να διαπιστωθεί ιατρικώς η αναπηρία, γεγονός που του παρέχει τη δυνατότητα να απολαύει κοινωνικών παροχών και φορολογικών πλεονεκτημάτων.

30.      Στις 21 Απριλίου 2009, ενώ ο M. M’Bodj είχε ήδη κινήσει ένδικη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας διαμονής βάσει του άρθρου 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως επιδόματος αντί εισοδημάτων και επιδόματος εντάξεως. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2009 με το αιτιολογικό ότι ο ενδιαφερόμενος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του νόμου της 27ης Φεβρουαρίου 1987, το οποίο επιφυλάσσει το δικαίωμα χορηγήσεως των επιδομάτων αυτών στους Βέλγους υπηκόους και στους πολίτες της Ένωσης, στους Μαροκινούς, Αλγερινούς, και Τυνήσιους υπηκόους, καθώς και στους απάτριδες και τους πρόσφυγες.

31.      Στις 31 Δεκεμβρίου 2009 ο M. M’Bodj άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Tribunal du travail de Liège [δικαστήριο εργατικών διαφορών της Λιέγης]. Κατά την εκδίκαση της προσφυγής αυτής, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που πάσχουν από αναπηρία, είτε έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες είτε απέκτησαν άδεια διαμονής για ιατρικούς λόγους, υπάγονται στο καθεστώς διεθνούς προστασίας της οδηγίας 2004/83, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να παρέχουν στα πρόσωπα αυτά την ίδια κοινωνική αρωγή με αυτή που προβλέπεται για τους ημεδαπούς.

32.      Το tribunal du travail de Liège εξέφρασε επομένως αμφιβολίες ως προς το συμβατό του άρθρου 4 του νόμου της 27ης Φεβρουαρίου 1987 ιδίως με τις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων οι οποίες κατοχυρώνονται στο βελγικό Σύνταγμα και, ως εκ τούτου, υπέβαλε στο Cour constitutionnelle προδικαστικό ερώτημα.

33.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος, το Cour constitutionnelle διερωτάται αν πρέπει να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που πάσχουν από αναπηρία, ανάλογα με το αν αυτοί υπάγονται στο καθεστώς του πρόσφυγα ή αν διαθέτουν άδεια διαμονής που χορηγήθηκε για ιατρικούς λόγους. Το εν λόγω δικαστήριο θέτει, επομένως, το ερώτημα αν μια τέτοια άδεια διαμονής, ερειδόμενη στον κίνδυνο να υποστεί ο προσφεύγων απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω της καταστάσεως της υγείας του και της ελλείψεως κατάλληλης ιατρικής θεραπείας στη χώρα καταγωγής του, εμπίπτει στο πεδίο της επικουρικής προστασίας που εγγυάται η οδηγία 2004/83.

34.      Όπως προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, καθώς και από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των εθνικών αρχών επί του ζητήματος αυτού.

35.      Όσον αφορά τις δικαστικές αρχές, από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος του tribunal du travail de Liège προκύπτει σαφώς ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στο Βέλγιο δυνάμει άδειας διαμονής που χορηγήθηκε βάσει του άρθρου 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 υπάγεται στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας. Το εν λόγω δικαστήριο αναφέρεται σε απόφαση του Cour constitutionnelle, με την οποία αυτό επιβεβαίωσε ότι «τα άρθρα 9 ter και 48/4 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 συνιστούν, από κοινού, τη μεταφορά στο βελγικό δίκαιο του άρθρου 15 της [οδηγίας 2004/83]» (13).

36.      Όσον αφορά τον εθνικό νομοθέτη, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών του νόμου αυτού σχετικά με τη μεταφορά στο βελγικό δίκαιο της οδηγίας 2004/83 (14), ο εν λόγω νομοθέτης διευκρίνισε τα ακόλουθα:

«Οι αλλοδαποί που πάσχουν από ασθένεια που αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για τη ζωή τους ή τη φυσική τους ακεραιότητα ή από ασθένεια που ενέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστούν απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση εφόσον δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπεία στη χώρα καταγωγής τους ή στη χώρα στην οποία διαμένουν, καλύπτονται από το άρθρο 15, στοιχείο β΄, της οδηγίας [2004/83], συμφώνως προς τη νομολογία του [ΕΔΔΑ] (απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση).»

37.      Κατά την ενώπιον του Cour constitutionnelle διαδικασία, το Υπουργικό Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η νομιμοποίηση της διαμονής για ιατρικούς λόγους «αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της επικουρικής προστασίας», δεδομένου ότι διέπεται από το άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, το οποίο αποτελεί ειδική διάταξη. Το εν λόγω Συμβούλιο εκτιμά ότι τέτοια άδεια διαμονής ερείδεται στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, επισημαίνει ότι πρόκειται για διαδικασία διαφορετική από αυτήν ενώπιον του Commissariat général aux réfugiés et aux apatrides (Γραφείου προσφύγων και ανιθαγενών), διότι εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Υπουργού Εσωτερικών και της Διευθύνσεως αλλοδαπών.

38.      Κατά συνέπεια, το Cour constitutionnelle αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν τα άρθρα 2, [στοιχεία] ε΄ και στ΄, 15, 18, 28 και 29 της οδηγίας 2004/83 [...] την έννοια ότι μπορεί να απολαύει της κοινωνικής αρωγής και της ιατρικής περιθάλψεως που προβλέπουν τα άρθρα 28 και 29 της εν λόγω οδηγίας όχι μόνο το άτομο που, κατόπιν αιτήσεώς του, έχει υπαχθεί στο καθεστώς επικουρικής προστασίας από αρμόδια ανεξάρτητη αρχή του κράτους μέλους αλλά και ο αλλοδαπός στον οποίο έχει χορηγηθεί από διοικητική αρχή κράτους μέλους άδεια διαμονής στην επικράτειά του και ο οποίος πάσχει από ασθένεια που συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο για τη ζωή του ή τη φυσική του ακεραιότητα ή κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως οσάκις δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπεία στη χώρα καταγωγής ή διαμονής του;

2)      Αν στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι οι δύο κατηγορίες προσώπων που προαναφέρθηκαν δικαιούνται την ως άνω κοινωνική αρωγή και ιατρική περίθαλψη, έχουν τα άρθρα 20, παράγραφος 3, 28, παράγραφος 2, και 29, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση ευάλωτων προσώπων, όπως τα άτομα με ειδικές ανάγκες, επιτάσσει τη χορήγηση στα πρόσωπα αυτά των επιδομάτων του νόμου της 27ης Φεβρουαρίου 1987 [...], δεδομένου ότι είναι δυνατό να χορηγηθεί κοινωνική αρωγή στο πλαίσιο της οποίας συνεκτιμάται η αναπηρία, βάσει του οργανικού νόμου της 8ης Ιουλίου 1976 περί δημόσιων κέντρων κοινωνικής αρωγής;»

39.      Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Βελγική, η Γερμανική, η Ελληνική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις.

III – Ανάλυση

40.      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια και ο οποίος, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ελλείψει κατάλληλης ιατρικής θεραπείας στη χώρα του πρέπει να θεωρηθεί «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83.

41.      Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» νοείται το πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, οριζόμενη στο άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, δεδομένου ότι το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν προτίθεται να επικαλεστεί την προστασία της χώρας αυτής.

42.      Το άρθρο 15 της οδηγίας 2004/83 ορίζει τρεις περιπτώσεις σοβαρής βλάβης μεταξύ των οποίων καταλέγεται, στο στοιχείο β΄, η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του.

43.      Το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο ανάγεται, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με την απόφαση Elgafaji (15) και όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2004/83 (16), στο γεγονός ότι η διάταξη αυτή «αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, [σ]το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ».

44.      Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι η ύπαρξη ασθένειας που οφείλεται σε φυσικά αίτια, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για σωματική ή ψυχική ασθένεια, ενδέχεται να συνιστά απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σε περίπτωση που η ασθένεια επιδεινώνεται ή υφίσταται κίνδυνος επιδεινώσεώς της λόγω πράξεως ή μεταχειρίσεως που απορρέει, μεταξύ άλλων, από συνθήκες κρατήσεως, απελάσεως ή άλλων μέτρων για τα οποία οι αρχές μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες (17).

45.      Συνεπώς, υπό ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις όπως αυτές που διαλαμβάνονται στην απόφαση D. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (18), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εκτέλεση της αποφάσεως περί απελάσεως πάσχοντος από AIDS συνιστά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, καθόσον ο εν λόγω ασθενής διέτρεχε πράγματι τον κίνδυνο να αποβιώσει υπό συνθήκες εξαιρετικά επώδυνες. Με την απόφασή του, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η ασθένεια του ενδιαφερόμενου βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο και ότι η βίαιη διακοπή της ιατρικής περιθάλψεως που του παρεχόταν στο κράτος υποδοχής, σε συνδυασμό με την έλλειψη κατάλληλης ιατρικής θεραπείας στη χώρα καταγωγής του, καθώς και με την έλλειψη κάθε μορφής ηθικής στηρίξεως και κοινωνικής αρωγής, θα μπορούσαν να επισπεύσουν τον θάνατό του και να τον υποβάλουν σε έντονο σωματικό ή ψυχικό πόνο (19).

46.      Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι διαθέτει την απαιτούμενη εξουσία εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στις περιπτώσεις στις οποίες ο κίνδυνος δυσμενούς μεταχειρίσεως στον οποίο εκτίθεται ο ενδιαφερόμενος στη χώρα προορισμού οφείλεται σε παράγοντες που δεν επισύρουν, άμεσα ή έμμεσα, την ευθύνη των δημόσιων αρχών της χώρας αυτής ή που, εξεταζόμενοι αυτοτελώς, δεν συνιστούν παράβαση του άρθρου αυτού (20). Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των ανθρωπιστικών λόγων που κρίνονται επιτακτικοί, τα συμβαλλόμενα κράτη δεν δύνανται να εκτελέσουν την απόφαση τους περί απελάσεως, διότι άλλως θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη τους βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (21).

47.      Το ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο είναι, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον παρόμοιες περιστάσεις μπορούν να εμπίπτουν στην έννοια της «σοβαρής βλάβης», του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/83 και να δικαιολογήσουν, επομένως, την υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας.

48.      Εκτιμώ ότι ένα άτομο που πάσχει από σοβαρή ασθένεια δεν μπορεί, εξ αυτού του λόγου, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

49.      Μολονότι, υπό ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις, η ύπαρξη ασθένειας ενδέχεται να συνιστά απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, εντούτοις ελλείπει ένα από τα ουσιώδη κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, δηλαδή ο προσδιορισμός του φορέα που προκάλεσε τη βλάβη και έναντι του οποίου επιβάλλεται το καθεστώς προστασίας.

50.      Συγκεκριμένα, θεμέλιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου αποτελεί η ανάγκη να διασφαλιστεί η προστασία των ατόμων που έχουν περιέλθει σε κατάσταση φόβου ότι θα διωχθούν λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ή ότι θα βρεθούν αντιμέτωπα με κίνδυνο σοβαρής βλάβης στη χώρα καταγωγής τους, προστασία την οποία η χώρα τους δεν είναι σε θέση ή δεν είναι πλέον σε θέση να διασφαλίσει, διότι εμπλέκεται σκοπίμως στην τέλεση των αδικημάτων αυτών ή είναι ανεπαρκής.

51.      Το καθεστώς παροχής διεθνούς προστασίας από κράτος μέλος, το οποίο περιλαμβάνει το καθεστώς του πρόσφυγα και το καθεστώς της επικουρικής προστασίας, επιδιώκει συγκεκριμένο σκοπό και θεσπίζει ειδικό μηχανισμό προστασίας (22), ενώ προϋποθέτει τη συνδρομή δύο ουσιωδών στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο συνίσταται στην ύπαρξη κινδύνου διώξεων ή σοβαρής βλάβης τις οποίες θα υποστεί ο ενδιαφερόμενος, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Το δεύτερο στοιχείο έγκειται στην άμεση ή έμμεση ευθύνη της χώρας αυτής ως προς την ύπαρξη του κινδύνου αυτού. Επομένως, η υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα ή σε αυτό της επικουρικής προστασίας επιφυλάσσεται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δημόσιες αρχές της χώρας καταγωγής δεν διασφαλίζουν την προστασία αυτή, είτε κινώντας διώξεις είτε ενθαρρύνοντας ή επιτρέποντας τις διώξεις από παραστρατιωτικά σώματα ή άλλες μη κρατικές ομάδες.

52.      Τα εν λόγω δύο στοιχεία είναι καθοριστικά για την παροχή διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι σε αυτά θεμελιώνεται το αίσθημα φόβου του ατόμου και λόγω αυτών δικαιολογείται η αδυναμία ή η άρνησή του να επικαλεστεί την προστασία της χώρας καταγωγής του.

53.      Όσον αφορά την επικουρική προστασία, τα δύο αυτά στοιχεία προκύπτουν με σαφήνεια από το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης της Ένωσης καθιστά απολύτως σαφές ότι αποτελεί «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» το πρόσωπο που όχι μόνον ενδέχεται να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί τη σοβαρή βλάβη του άρθρου 15 της οδηγίας αυτής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, αλλά και που δεν μπορεί ή δεν προτίθεται, δεδομένου του κινδύνου αυτού, να επικαλεστεί την προστασία της χώρας αυτής.

54.      Εξάλλου, κατά το άρθρο αυτό ως «σοβαρή βλάβη» ορίζεται κάθε πράξη ή περίσταση για την οποία ευθύνονται άμεσα ή έμμεσα οι δημόσιες αρχές της χώρας καταγωγής.

55.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας πρέπει να εξετασθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 6 αυτής.

56.      Όπως προανέφερα, στο άρθρο 15 της οδηγίας 2004/83, ο νομοθέτης προσδιορίζει το υλικό στοιχείο της σοβαρής βλάβης. Πρόκειται για θανατική ποινή ή εκτέλεση, βασανιστήρια, μεταχείριση ή κυρώσεις απάνθρωπες ή εξευτελιστικές τις οποίες ενδέχεται να υποστεί ο ενδιαφερόμενος στη χώρα καταγωγής του, και σοβαρή απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του ως αμάχου, λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις εγχώριας ή διεθνούς ένοπλης συγκρούσεως. Οι πράξεις αυτές προϋποθέτουν την εκ μέρους του δράστη ύπαρξη προθέσεως προκλήσεως σωματικού ή ψυχολογικού πόνου ιδιαίτερης εντάσεως.

57.      Αντιθέτως, στο άρθρο 6 της οδηγίας 2004/83 ο νομοθέτης προσδιορίζει το υποκειμενικό στοιχείο, καθώς απαριθμεί τους «φορείς σοβαρής βλάβης». Ο νομοθέτης της Ένωσης περιορίζει ρητώς το φάσμα των περιπτώσεων βλάβης του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας σε αυτές που τελούνται είτε από το κράτος είτε από ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος αυτό ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του, ή από μη κρατικούς φορείς, αν μπορεί να αποδειχθεί ότι το κράτος ή οι ομάδες ή οι οργανώσεις που το ελέγχουν δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να παρέχουν προστασία έναντι των διώξεων ή της σοβαρής βλάβης.

58.      Κατά συνέπεια, για την αναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας, δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι διατρέχει κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, αλλά επιπλέον απαιτείται να αποδειχθεί ότι ο κίνδυνος αυτός προέρχεται από παράγοντες αποδιδόμενους άμεσα ή έμμεσα στις δημόσιες αρχές της χώρας αυτής, είτε οι απειλές κατά του ενδιαφερόμενου οφείλονται σε υπαιτιότητα των αρχών της χώρας της ιθαγένειάς του ή τυγχάνουν της ανοχής των αρχών αυτών είτε οφείλονται σε υπαιτιότητα ανεξάρτητων ομάδων έναντι των οποίων οι αρχές της χώρας του δεν είναι σε θέση να διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία των υπηκόων τους.

59.      Αντιθέτως, όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της, όταν η κατάσταση της υγείας ατόμου επιβάλλει ιατρική αρωγή και το άτομο αυτό δεν μπορεί να τύχει κατάλληλης θεραπείας στη χώρα καταγωγής του, η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση την οποία υφίσταται κίνδυνος να υποστεί αν επιστρέψει στη χώρα αυτή δεν απορρέει από εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη των δημοσίων αρχών ή των ανεξάρτητων οργάνων του κράτους. Με άλλα λόγια, σε μια τέτοια περίπτωση ελλείπει ένα από τα ουσιώδη κριτήρια του άρθρου 6 της οδηγίας 2004/83 για την αναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας, δηλαδή η άμεση ή έμμεση ευθύνη των δημοσίων αρχών της χώρας καταγωγής στη διάπραξη της σοβαρής βλάβης και η έναντι αυτών επιδίωξη παροχής προστασίας.

60.      Σε μια τέτοια περίπτωση, η προστασία που παρέχεται από το κράτος μέλος δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και επομένως δεν είναι δυνατό να εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.

61.      Σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, in fine, της εν λόγω οδηγίας (23), πρόκειται για «άλλη μορφή προστασίας» που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Η προστασία αυτή παρέχεται για άλλο λόγο, βάσει διακριτικής ευχέρειας και για λόγους συμπόνιας ή για ανθρωπιστικούς λόγους, στηριζόμενους στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και στα άρθρα 4 και 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Στην τελευταία περίπτωση, η εκτέλεση της αποφάσεως περί απελάσεως του ενδιαφερομένου από το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνδυασμό με την έλλειψη κατάλληλου ιατρικού δυναμικού στη χώρα καταγωγής, ενδέχεται να συνιστά απάνθρωπη μεταχείριση.

62.      Ωστόσο, σαφής πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να αποκλείσει τις στηριζόμενες σε ανθρωπιστικούς λόγους περιπτώσεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/83.

63.      Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης διευκρινίζει ρητώς στο πλαίσιο της αιτιολογικής σκέψης 9 της οδηγίας 2004/83 ότι «[ο]ι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι ανιθαγενείς η παραμονή των οποίων στο έδαφος των κρατών μελών επιτρέπεται όχι για λόγους οφειλομένους στην ανάγκη διεθνούς προστασίας, αλλά βάσει διακριτικής ευχέρειας για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους συμπόνιας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της [εν λόγω οδηγίας]» (24).

64.      Εξάλλου, έχει ενδιαφέρον η αναδρομή στις προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση της οδηγίας 2004/83 σε σχέση με τη διατύπωση του άρθρου 15, στοιχείο β΄ (25), στο πλαίσιο των οποίων ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρίνισε τα ακόλουθα:

«Ωστόσο, αν γίνει δεκτό ότι το στοιχείο β΄ πρέπει να συμπεριλάβει το σύνολο της νομολογίας του [ΕΔΔΑ] της σχετικής με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, τότε πρέπει να συμπεριληφθούν οι υποθέσεις που στηρίζονται αποκλειστικά σε ανθρωπιστικούς λόγους, όπως η υπόθεση D κατά Ηνωμένου Βασιλείου (1997), γνωστή επίσης ως υπόθεση Saint-Kitts.

Στην υπόθεση Saint-Kitts, μολονότι η αδυναμία προσβάσεως σε προηγμένο σύστημα ιατρικής περιθάλψεως καθώς και η απουσία στενού περιβάλλοντος δεν θεωρούνται βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση αυτές καθαυτές, εντούτοις η απέλαση στη χώρα αυτή, που συνιστά απειλή κατά της ζωής του οικείου προσώπου, παρουσιάστηκε ως τέτοια.

Επομένως, προκειμένου να μην περιληφθούν υποθέσεις στηριζόμενες σε ανθρωπιστικούς λόγους στο πλαίσιο του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, πράγμα που σαφώς δεν περιλαμβάνεται στους σκοπούς της [οδηγίας 2004/83], η Προεδρία προτείνει τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του στοιχείου β΄, υπό την έννοια ότι πραγματικός κίνδυνος υποβολής σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία πρέπει να υφίσταται στη χώρα καταγωγής» (26).

65.      Μολονότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με την απόφαση Elgafaji (27), το άρθρο 15, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/83 «αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, [σ]το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ» (28), εντούτοις ο νομοθέτης της Ένωσης περιόρισε το πεδίο εφαρμογής του στη μεταχείριση «του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του» (29), πράγμα που προϋποθέτει την άμεση ή έμμεση ευθύνη των δημοσίων αρχών της χώρας αυτής. Ως εκ τούτου, το καθεστώς της διεθνούς προστασίας και ειδικότερα το καθεστώς της επικουρικής προστασίας θεσπίζει αυτοτελή και ειδικό μηχανισμό προστασίας (30), που διακρίνεται από τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα συμβαλλόμενα κράτη βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

66.      Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, φρονώ ότι το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να θεωρεί ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» τον υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια και ο οποίος, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ελλείψει κατάλληλης ιατρικής θεραπείας στη χώρα του.

67.      Επομένως, άδεια διαμονής όπως αυτή που χορηγήθηκε στον M. M’Bodj, στηριζόμενη στο άρθρο 9 ter του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, δεν δύναται να αποτελέσει, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας αυτής, επικουρική μορφή διεθνούς προστασίας.

68.      Κατά συνέπεια, η εν λόγω άδεια διαμονής δεν δύναται να συνιστά «ευνοϊκότερη διάταξη» κατά την έννοια του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας.

69.      Συγκεκριμένα, μολονότι σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για τον καθορισμό, μεταξύ άλλων, των προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, εντούτοις οι διατάξεις αυτές πρέπει να συνάδουν με την οδηγία 2004/83 (31).

70.      Επομένως, για τους λόγους που μόλις εξέθεσα, η εκ μέρους κράτους μέλους υπαγωγή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας ατόμου που βρίσκεται σε κατάσταση όπως αυτή του M. M’Bodj δεν συνάδει με το γράμμα και τον σκοπό της διατάξεως αυτής.

71.      Λαμβάνοντας υπόψη τη δοθείσα στο πρώτο ερώτημα απάντηση, παρέλκει η απάντηση επί του δευτέρου ερωτήματος.

IV – Πρόταση

72.      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Cour constitutionnelle ως εξής:

«Το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να θεωρεί ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» τον υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια και ο οποίος, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ελλείψει κατάλληλης ιατρικής θεραπείας στη χώρα του.»


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      Οδηγία του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ L 304, σ. 12, και διορθωτικό, ΕΕ 2005, L 204, σ. 24).


3 —      Στο εξής: ΕΔΔΑ.


4 —      Στο εξής: Χάρτης.


5 —      Στο εξής: ΕΣΔΑ.


6 —      Βλ. άρθρο 1 της οδηγίας αυτής.


7 —      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση M. (C‑277/11, EU:C:2012:253, σκέψη 19) επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση M. (C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 72).


8 —      Η Σύμβαση αυτή, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Τη Σύμβαση αυτή συμπληρώνει το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, της 31ης Ιανουαρίου 1967, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.


9 —      Στην απόφαση M. (EU:C:2012:744), το Δικαστήριο τόνισε ότι η φύση των δικαιωμάτων που είναι συμφυή με την ιδιότητα του πρόσφυγα διαφέρει πράγματι από αυτή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το καθεστώς επικουρικής προστασίας (σκέψη 92). Επισημαίνεται πάντως ότι η οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ L 337, σ. 9), η οποία αναδιατυπώνει την οδηγία 2004/83, εξαλείφει τις διαφορές ως προς το επίπεδο των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πρόσφυγες και στους δικαιούχους της επικουρικής προστασίας όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη (άρθρο 30). Ωστόσο, η διαφορά αυτή δεν εξαλείφθηκε ως προς τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας (άρθρο 29).


10 —      Νόμος όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο της 15ης Σεπτεμβρίου 2006 (στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980).


11 —      Το καθεστώς επικουρικής προστασίας επιτρέπει στο πρόσωπο που έχει υπαχθεί σε αυτό να διαθέτει άδεια διαμονής διάρκειας ισχύος ενός έτους, η οποία μπορεί να παραταθεί έως και για πέντε έτη. Μετά την παρέλευση της πενταετούς περιόδου, μπορεί να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο άδεια διαμονής επ’ αόριστον βάσει του άρθρου 49/2, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980.


12 —      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1).


13 —      Βλ. απόφαση 193/2009 της 26ης Νοεμβρίου 2009, B.3.1. Βλ., επίσης, απόφαση 43/2013 της 21ης Μαρτίου 2013, B.4.1.


14 —      Κοινοβουλευτικό έγγραφο, τμήμα, 2005-2006, DOC 51-2478/001, σ. 9.


15 —      C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 28.


16 —      Βλ. το υπόμνημα της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη στρατηγική επιτροπή για τη μετανάστευση, τα σύνορα και το άσυλο, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, 12148/02, σ. 5.


17 —      ΕΔΔΑ, απόφαση Josef κατά Βελγίου της 27ης Φεβρουαρίου 2014, αριθ. 70055/10, § 118. Το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει πάντως ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, οι υπήκοοι τρίτων χωρών στους οποίους επιβλήθηκε μέτρο απομακρύνσεως δεν μπορούν κατ’ αρχήν να προβάλουν δικαίωμα διαμονής στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους προκειμένου να εξακολουθούν να απολαύουν της αρωγής και των υπηρεσιών υγείας, των κοινωνικών υπηρεσιών ή άλλων υπηρεσιών του κράτους απελάσεως. Το γεγονός ότι, σε περίπτωση απελάσεως από το συμβαλλόμενο κράτος, ο προσφεύγων ενδέχεται να υποστεί βαρύτατη επιδείνωση της καταστάσεώς του και, κυρίως, σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής δεν συνιστά, αφεαυτού, παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.


18 —      ΕΔΔΑ, απόφαση D. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 30240/96, Recueil des arrêts et décisions 1997‑III.


19 —      Όπ.π. (§§ 51 έως 54).


20 —      Όπ.π. (§ 49).


21 —      Πάντως, στην προπαρατεθείσα απόφαση Josef κατά Βελγίου, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι μια τέτοια κατάσταση υφίσταται μόνο λόγω επιτακτικών ανθρωπιστικών λόγων, κάνοντας έτσι μνεία των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις N. κατά Ηνωμένου Βασιλείου ([GC] αριθ. 26565/05, Recueil des arrêts et décisions 2008‑III) και Yoh‑Ekale Mwanje κατά Βελγίου (αριθ. 10486/10, 20 Μαρτίου 2012). Στις υποθέσεις αυτές, οι προσφεύγουσες επίσης έπασχαν από AIDS. Εντούτοις, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν η απομάκρυνσή τους να εγείρει ζήτημα υπό το πρίσμα του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ καθόσον, κατά τον χρόνο της απομακρύνσεώς τους, η κατάσταση της υγείας τους ήταν σταθερή, δεν είχαν περιέλθει σε «κρίσιμη κατάσταση» και ήταν σε θέση να ταξιδεύσουν.


22 —      Βλ., συναφώς, απόφαση Diakité (C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 24).


23 —      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση B και D (C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661), προκύπτει από το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, in fine, της οδηγίας 2004/83 ότι αυτή δεν απαγορεύει να ζητήσει κάποιος να προστατευτεί στο πλαίσιο «άλλης μορφής προστασίας», μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της (σκέψη 116).


24 —      Η οδηγία 2004/83, όπως και η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων της 28ης Ιουλίου 1951, εκκινεί από την αρχή ότι τα κράτη μέλη υποδοχής μπορούν να παράσχουν, κατά το εθνικό δίκαιό τους, εθνική προστασία βάσει της οποίας επιτρέπεται στα πρόσωπα των οποίων η υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα έχει αποκλεισθεί δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας να διαμένουν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.


25 —      Βλ. το υπόμνημα της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη στρατηγική επιτροπή για τη μετανάστευση, τα σύνορα και το άσυλο, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, 12148/02, σ. 6.


26 —      Η υπογράμμιση δική μου.


27 —      EU:C:2009:94.


28 —      Όπ.π. (σκέψη 28).


29 —      McAdam, J., «The Qualification Directive: An Overview», The Qualification Directive: Central Themes, Problem Issues, and Implementation in Selected Member States, Wolf Legal Publishers, Nijmegen, 2007, σ. 19.


30 —      Βλ., συναφώς, απόφαση Diakité (EU:C:2014:39, σκέψη 24).


31 —      Βλ., συναφώς, απόφαση B και D (EU:C:2010:661, σκέψεις 114 έως 120).