Language of document :

Προσφυγή της 4ης Ιουνίου 2010 - Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-257/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωπος: P. Gentili, avvocato dello Stato)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 2010 C(2010) 1711 τελικό, που έχει ως αντικείμενο την κρατική ενίσχυση C 4/2003 (πρώην NN 102/2002),

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 2010 C(2010) 1711 τελικό, που έχει ως αντικείμενο την κρατική ενίσχυση C 4/2003 (πρώην NN 102/2002) και η οποία κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 25ης Μαρτίου 2010 SG Greffe (2010) D/4224. Η απόφαση αυτή, που εκδόθηκε κατόπιν της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση C-496/06 P, Επιτροπή κατά Ιταλίας και WAM, με την οποία απορρίφθηκε η αναίρεση που άσκησε η Επιτροπή κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου με την οποία έγιναν δεκτές οι προσφυγές που άσκησαν η Ιταλία και η εταιρία WAM κατά της αποφάσεως 2006/177/ΕΚ της Επιτροπής, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 4/2003 (πρώην NN 102/2002) την οποία χορήγησε η Ιταλία υπέρ της εταιρίας WAM, η οποία χαρακτήρισε ασύμβατες με την κοινή αγορά τις επιδοτήσεις επιτοκίου που χορηγήθηκαν στη WAM SpA, βάσει του νόμου 394/81, περί των μέτρων ενισχύσεως των ιταλικών εξαγωγών το 1995 και το 2000.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει τους ακόλουθους λόγους:

Πρώτος λόγος. Παράβαση του άρθρου 4, σημείο 5, του κανονισμού 659/99/ΕΚ1 και παραβίαση της αρχής ne bis in idem. Υποστηρίζει συναφώς ότι η προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την ίδια ενίσχυση, που εκδόθηκε το 2004, ακυρώθηκε στο σύνολό της και αναδρομικώς από το Πρωτοδικείο και από το Δικαστήριο. Τούτο καθόρισε τη σιωπηρή συγκατάθεση της Επιτροπής όσον αφορά την ενίσχυση, που απορρέει από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας τον Ιανουάριο του 2003. Εφαρμόζεται επί πλέον η αρχή ne bis in idem.

Δεύτερος λόγος. Παράβαση του άρθρου 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ και των άρθρων 4, 6, 7, 10, 13 και 20 του κανονισμού ΕΚ 659/99. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η νέα απόφαση περιέχει μια εντελώς νέα εξέταση της επίμαχης ενισχύσεως. Συνεπώς, η απόφαση αυτή θα έπρεπε να εκδοθεί κατόπιν κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, στην οποία θα διατύπωναν τις απόψεις τους το κράτος μέλος και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Τρίτος λόγος. Παραβίαση του δεδικασμένου. Κατά την προσφεύγουσα, οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου που αφορούν την προηγούμενη ενίσχυση έχουν παραγάγει δεδικασμένο όσον αφορά, αφενός, το ότι η ενίσχυση δεν ευνοεί τις εξαγωγές, αλλά τις δαπάνες εμπορικής διείσδυσης σε αγορές τρίτων χωρών, και, αφετέρου, το ότι απλές γενικές αναφορές στις αρχές που ισχύουν στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά δεν αρκούν για να αιτιολογήσουν απόφαση περί ενισχύσεως που έχει άμεσο αντίκτυπο σε αγορά τρίτης χώρας και η οποία εξάλλου αφορά μικρά ποσά. Ωστόσο, η νέα απόφαση της Επιτροπής δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο, εφαρμόζοντας ως φαίνεται μόνο τις αρχές αυτές.

Τέταρτος λόγος. Παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού ΕΚ 659/99. Ελαττωματική εξέταση της υποθέσεως. Επί του σημείου αυτού, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι η νέα απόφαση εκδόθηκε με τη χρησιμοποίηση ως στοιχείου έρευνας μιας πανεπιστημιακής μελέτης του 2009 σχετικά με τη δικαιούχο επιχείρηση, την οποία η Επιτροπή δεν κοινοποίησε στα ενδιαφερόμενα μέρη ούτε τη συζήτησε με αυτά πριν από την έκδοση της νέας αποφάσεως.

Πέμπτος λόγος. Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και των άρθρων 1, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, και 2 του κανονισμού ΕΚ 1998/2006. Παραβίαση του δεδικασμένου. Αντιφατικότητα. Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι οι επίμαχες ενισχύσεις ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1998/2006 που αφορά τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας, καθόσον είναι κάτω των 200 000 ευρώ για μια τριετία. Για τον λόγο αυτό, δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις και δεν έπρεπε να κοινοποιηθούν. Ο κανονισμός αυτός εφαρμοζόταν διότι είχε κριθεί ότι δεν επρόκειτο για ενισχύσεις κατά την εξαγωγή.

Έκτος λόγος. Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχεία γ΄ και ε΄, ΣΛΕΕ, και του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 70/2001. Εν πάση περιπτώσει, επρόκειτο για συμβατές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ, καθόσον προορίζονταν να ευνοήσουν τη διεθνοποίηση των κοινοτικών επιχειρήσεων. Η απόφαση παρέλειψε την εξέταση αυτή.

Έβδομος λόγος. Παράβαση του άρθρου 14 του κανονισμού ΕΚ 659/99 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Εν πάση περιπτώσει, το προς ανάκτηση ποσό της ενισχύσεως είναι υπολογισμένο καθ' υπερβολή: η πραγματική ενίσχυση προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς, κατά τη στιγμή της κάθε εκταμίευσης των δόσεων της χρηματοδότησης, και του επιδοτούμενου επιτοκίου, και όχι από τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς, που ίσχυε κατά τον (πολύ προγενέστερο) χρόνο κατά τον οποίο χορηγήθηκαν οι χρηματοδοτήσεις, και του εν λόγω επιδοτούμενου επιτοκίου.

Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει επίσης παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ.1).