Language of document : ECLI:EU:T:2011:746

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2011

Υπόθεση T‑563/10 P

Patrizia De Luca

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταναίρεση — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός σε θέση ανώτερης ομάδας καθηκόντων κατόπιν γενικού διαγωνισμού — Έναρξη της ισχύος του νέου ΚΥΚ — Μεταβατικές διατάξεις — Άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, F‑20/06, De Luca κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Οι ανταναιρέσεις απορρίπτονται. Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, F‑20/06, De Luca κατά Επιτροπής αναιρείται. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Ανταναίρεση — Παραδεκτό — Αυτεπάγγελτη εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο

2.      Αναίρεση — Ανταναίρεση — Αντικείμενο — Αντικατάσταση του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως — Απαράδεκτο — Παραπομπή στα επιχειρήματα που προέβαλε άλλος διάδικος προς στήριξη της ανταναιρέσεώς του — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 13 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 48 § 2, 141 § 2 και 142 § 1)

3.      Υπάλληλοι — Διαγωνισμός — Γενικός διαγωνισμός — Τρόπος προσλήψεως μη αμιγώς εξωτερικός

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29 § 1)

4.      Υπάλληλοι — Σταδιοδρομία — Αλλαγή κατηγορίας ή κλάδου κατόπιν της συμμετοχής σε γενικό διαγωνισμό — Ανακατάταξη σε κλιμάκιο — Εφαρμοστέοι κανόνες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 32, εδ. 2, και 46)

5.      Υπάλληλοι — Σταδιοδρομία — Αλλαγή κατηγορίας ή κλάδου κατόπιν της συμμετοχής σε γενικό διαγωνισμό — Ανακατάταξη σε βαθμό — Εφαρμοστέοι κανόνες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρα 1 § 2 και 12 § 3)

1.      Ακόμα και αν ένας αναιρεσείων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτή μια ανταναίρεση, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως όλα τα ζητήματα που άπτονται του παραδεκτού της.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 26 Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Bohringer, Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψη 46· 28 Φεβρουαρίου 2008, C‑17/07 Neirinck κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 38

2.      Είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα τα αιτήματα ανταναιρέσεως που δεν αποσκοπούν στην ολική ή μερική αναίρεση του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά μόνον στην αντικατάσταση ορισμένων σκέψεων που αποτελούν το αναγκαίο έρεισμά του. Τέτοια αιτήματα δεν ανταποκρίνονται στις επιταγές του άρθρου 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αποσκοπεί στην ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το δε Γενικό Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως, είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς επί της διαφοράς, όταν αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Εξάλλου, από το εν λόγω άρθρο 142 καθώς και από το άρθρο 141, παράγραφος 2, και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι κάθε λόγος αναιρέσεως που προβάλλεται κατά της αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και ο οποίος δεν διατυπώνεται επαρκώς με το υπόμνημα αντικρούσεως πρέπει να κρίνεται απαράδεκτος. Δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την επιταγή ακρίβειας και πρέπει, κατά συνέπεια, να απορρίπτονται ως μη επαρκώς εμπεριστατωμένοι και, ως εκ τούτου, ως απαράδεκτοι οι λόγοι ή οι αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη ανταναιρέσεως και στο πλαίσιο των οποίων ένας παρεμβαίνων πρωτοδίκως περιορίζεται απλώς να παραπέμψει στους λόγους που εκτίθενται στο υπόμνημα που κατέθεσε ο καθού πρωτοδίκως προς στήριξη της ανταναιρέσεώς του.

(βλ. σκέψεις 30, 31, 34 και 35)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Ιουλίου 2008, C‑71/07 P, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑5887, σκέψη 41

ΓΔΕΕ, 21 Μαρτίου 2002, T‑231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψη 154· 14 Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5527, σκέψη 54

3.      Η διαδικασία του γενικού διαγωνισμού την οποία προβλέπει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δεν αποτελεί τρόπο προσλήψεως αμιγώς εξωτερικό, καθόσον είναι ανοικτή τόσο σε υποψηφίους εκτός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσο και σε άλλους υποψηφίους που έχουν ήδη την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 5 Δεκεμβρίου 1974, 176/73, Van Belle κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, σ. 557, σκέψη 8

4.      Ο ΚΥΚ δεν περιέχει γενικές διατάξεις διέπουσες την κατάταξη σε κλιμάκιο υπαλλήλου εν ενεργεία ο οποίος διορίζεται σε άλλη θέση ως επιτυχών γενικού διαγωνισμού. Πράγματι, ένας τέτοιος διορισμός δεν είναι αποτέλεσμα των διαδικασιών τις οποίες ο ΚΥΚ προβλέπει για την προαγωγή των υπαλλήλων· ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσληψη υπό την αυστηρή έννοια του όρου, καθόσον ο εν λόγω υπάλληλος έχει ήδη προσληφθεί προηγουμένως. Η πρόσληψη αφορά την κατάσταση ενός προσώπου το οποίο γίνεται για πρώτη φορά δεκτό στο σώμα των υπαλλήλων της Ένωσης, ενώ η προαγωγή ρυθμίζει την κανονική εξέλιξη της σταδιοδρομίας εντός του σώματος αυτού. Συνεπώς, η εφαρμογή των συναφών διατάξεων, είτε πρόκειται για τους περί προσλήψεως κανόνες του ΚΥΚ είτε πρόκειται για τις διατάξεις του ΚΥΚ και τις γενικές αρχές που διέπουν την κανονική εξέλιξη της σταδιοδρομίας των εν ενεργεία υπαλλήλων εντός του σώματος στο οποίο ανήκουν, είναι δυνατή μόνον κατ’ αναλογίαν, εξυπακουομένου ότι η μεν εφαρμογή των τελευταίων αυτών διατάξεων υποχρεώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να τηρεί πρωτίστως την ίση μεταχείριση μεταξύ του ενδιαφερομένου υπαλλήλου και των λοιπών υπαλλήλων της ίδιας σταδιοδρομίας, η δε εφαρμογή των πρώτων διατάξεων έχει κυρίως ως συνέπεια την εξασφάλιση ίσης μεταχειρίσεως σε όλους τους επιτυχόντες του ίδιου γενικού διαγωνισμού, είτε είναι ήδη υπάλληλοι είτε όχι.

(βλ. σκέψη 46)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 15 Ιανουαρίου 1985, 266/83, Σαμαρά κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 189, σκέψη 13· 29 Ιανουαρίου 1985, 273/83, Michel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 347, σκέψη 18· 19 Απριλίου 1988, 37/87, Sperber κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1988, σ. 1943, σκέψεις 9 και 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 14 Ιουνίου 1988, Lucas κατά Επιτροπής, 47/87, Συλλογή 1988, σ. 3019, σκέψη 11

ΓΔΕΕ, 28 Σεπτεμβρίου 1993, T‑103/92 έως T‑105/92, Baiwir κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑987, σκέψη 34

5.      Όπως ο ΚΥΚ δεν περιέχει γενικές διατάξεις διέπουσες την ανακατάταξη σε κλιμάκιο υπαλλήλου εν ενεργεία ο οποίος διορίζεται σε άλλη θέση ως επιτυχών γενικού διαγωνισμού, δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ΚΥΚ ούτε η ανακατάταξη σε βαθμό υπαλλήλου εν ενεργεία ο οποίος έχει επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό που του επιτρέπει την πρόσβαση σε θέσεις επιπέδου εξ ορισμού ανωτέρου από εκείνο της θέσεως που κατείχε.

Συναφώς, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, που αφορά την κατάταξη των υπαλλήλων που είχαν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και «προσλήφθηκαν» μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, έχει εφαρμογή σε υπάλληλο εν ενεργεία που έχει διοριστεί σε άλλη θέση ως επιτυχών γενικού διαγωνισμού μόνον κατ’ αναλογίαν και στο μέτρο που ο υπάλληλος μπορούσε να αντλήσει από την εφαρμογή της διατάξεως αυτής κάποιο συμφέρον ή όφελος, από πλευράς εξελίξεως της σταδιοδρομίας ή αποδοχών, το οποίο δικαιούνταν καταρχήν μόνον οι υπάλληλοι που «προσλήφθηκαν» μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006.

Πράγματι, καίτοι, ως μεταβατικές διατάξεις ειδικού χαρακτήρα, οι διατάξεις του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αποκλίνουν από τους γενικού χαρακτήρα κανόνες που θα εφαρμόζονταν, εν απουσία των διατάξεων αυτών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το κείμενο του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, δεν μπορεί να συναχθεί ότι, στο πλαίσιο των μεταβατικών μέτρων που ισχύουν για τους υπαλλήλους, ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να ορίσει την έννοια της προσλήψεως, κατά τρόπο ειδικό και παρεκκλίνοντα από το κοινό δίκαιο, ως καλύπτουσα και την περίπτωση υπαλλήλου εν ενεργεία ο οποίος διορίζεται σε άλλη θέση ως επιτυχών γενικού διαγωνισμού. Ο δικαστής της Ένωσης επεξέτεινε την έννοια της προσλήψεως, αυστηρώς νοουμένης, ώστε να καλύπτει την πρόσληψη προσώπου το οποίο είχε ήδη την ιδιότητα του υπαλλήλου, μόνον κατ’ εξαίρεση και στις περιπτώσεις όπου τα πρόσωπα αυτά μπορούσαν να αντλήσουν κάποιο συμφέρον ή όφελος από πλευράς σταδιοδρομίας ή αποδοχών.

(βλ. σκέψεις 46 και 48 έως 52)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, προμνησθείσες αποφάσεις Σαμαρά κατά Επιτροπής, σκέψεις 13 και 15· Michel κατά Επιτροπής, σκέψη 18· Sperber κατά Δικαστηρίου, σκέψεις 9 και 11· Lucas κατά Επιτροπής, σκέψεις 11, 14 και 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, προμνησθείσες αποφάσεις Baiwir κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34· 11 Ιουλίου 2007, Τ‑58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. ΙΙ‑2523, σκέψη 39