Language of document : ECLI:EU:T:2015:186

Υπόθεση T‑378/13

Apple and Pear Australia Ltd

και

Star Fruits Diffusion

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση λεκτικού κοινοτικού σήματος English pink — Προγενέστερο λεκτικό κοινοτικό σήμα PINK LADY και προγενέστερα εικονιστικά κοινοτικά σήματα Pink Lady — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Καθήκον επιμέλειας — Απόφαση δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων — Απουσία δεδικασμένου»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 25ης Μαρτίου 2015

1.      Κοινοτικό σήμα — Δικονομικές διατάξεις — Αιτιολογία των αποφάσεων — Άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 — Περιεχόμενο πανομοιότυπο με αυτό του άρθρου 296 ΣΛΕΕ

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 75, 1η περίοδος)

2.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ — Εξέτασή της από το τμήμα προσφυγών — Περιεχόμενο — Πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής εντός της ταχθείσας προθεσμίας — Συνεκτίμησή τους — Εξουσία εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών — Απουσία αντίθετης διάταξης

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 76 § 2)

3.      Κοινοτικό σήμα — Διαφορές σχετικά με την παραποίηση ή την απομίμηση και το κύρος των κοινοτικών σημάτων — Διεθνής δικαιοδοσία σε περίπτωση παραποιήσεως ή απομιμήσεως σήματος

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 και άρθρα 95 και 96)

4.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Θεραπεία της ελλείψεως αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

5.      Κοινοτικό σήμα — Δικονομικές διατάξεις — Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών — Καθήκον επιμέλειας — Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 76 § 1)

6.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης— Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Μεταρρύθμιση αποφάσεως του ΓΕΕΑ — Προϋποθέσεις — Απόφαση δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων — Απουσία δεδικασμένου

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 και άρθρο 65 § 3)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 22)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 23)

3.      Το άρθρο 95 του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ορίζουν στο έδαφός τους τα εθνικά δικαστήρια τα οποία θα αναλάβουν τον ρόλο του «δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων». Τα δικαστήρια αυτά είναι συνεπώς επιφορτισμένα με την άσκηση των καθηκόντων που τους ανατίθενται από τον εν λόγω κανονισμό. Συναφώς, το άρθρο 96 του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων είναι, μεταξύ άλλων, αρμόδια για τις αγωγές για παραποίηση/απομίμηση και για τις ανταγωγές για έκπτωση ή ακυρότητα του κοινοτικού σήματος.

Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 207/2009, «[ο]ι αποφάσεις περί εγκυρότητας και παραποίησης/απομίμησης των κοινοτικών σημάτων είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της Κοινότητας, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του [ΓΕΕΑ] και να μην προσβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας των κοινοτικών σημάτων». Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 207/2009 τονίζει ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί αγωγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση κοινοτικό σήμα και παράλληλα εθνικά σήματα. Οι μηχανισμοί που προβλέπει ο κανονισμός 207/2009 αποσκοπούν συνεπώς στη διασφάλιση αυτής της ομοιόμορφης προστασίας του κοινοτικού σήματος στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης. Ο νομοθέτης επιβεβαιώνει με τον τρόπο αυτό τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος.

Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων είναι αρμόδιο να επιβάλλει απαγορεύσεις για την εξακολούθηση των πράξεων που παραποιούν/απομιμούνται ή επαπειλούν να παραποιήσουν/απομιμηθούν κοινοτικό σήμα, η ισχύς των οποίων εκτείνεται στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης. Έτσι, το σύστημα που προβλέπει ο κανονισμός 207/2009 επιτρέπει τον περιορισμό μιας τέτοιας ένδικης διαφοράς σε μία και μόνη διαδικασία προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενιαία προστασία του κοινοτικού σήματος στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 24-26)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 35)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 46)

6.      Η εξουσία μεταρρυθμίσεως δεν σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να αποφαίνεται επί ζητήματος ως προς το οποίο το τμήμα προσφυγών δεν έχει ακόμη αποφανθεί. Η άσκηση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως πρέπει επομένως, καταρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του εν λόγω τμήματος, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών.

Πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση εθνικού δικαστηρίου το οποίο δικάζει ως δικαστήριο κοινοτικών σημάτων στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος ουδέν δεδικασμένο παράγει έναντι των οργάνων του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής κατά της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, έστω και αν αυτό είναι πανομοιότυπο με το εθνικό σήμα που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη τέτοιας αποφάσεως, έστω και αν κατέστη τελεσίδικη, δεν αρκεί αυτή καθαυτήν προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει την απόφαση που έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών.

Είναι βεβαίως αληθές ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε, μέσω του κανονισμού 207/2009, μηχανισμούς που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ενιαίας προστασίας του κοινοτικού σήματος στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης, επιβεβαιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος. Στο πλαίσιο αυτό, δημιούργησε δικαστήρια κοινοτικών σημάτων στα οποία απονεμήθηκε η αρμοδιότητα να επιβάλλουν απαγορεύσεις για την εξακολούθηση των πράξεων που παραποιούν/απομιμούνται ή επαπειλούν να παραποιήσουν/απομιμηθούν κοινοτικό σήμα, η ισχύς των οποίων εκτείνεται στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης.

Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά υπό το πρίσμα του κανονισμού 207/2009, όπως έχει ερμηνευθεί από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι με βάση την προγενέστερη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική αυτών, οι δε εκτιμήσεις αυτές ισχύουν επίσης στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής ασκηθείσας βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009. Το αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά το αποτέλεσμα προγενέστερων εθνικών αποφάσεων επί της λύσεως που πρέπει να δοθεί στην υπό κρίση διαφορά. Συγκεκριμένα, το σύστημα του δικαίου των σημάτων της Ένωσης συνιστά αυτοτελές σύστημα, το οποίο αποτελείται από σύνολο κανόνων και επιδιώκει σκοπούς που προσιδιάζουν σ’ αυτό, η δε εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος. Εξ αυτού συνάγεται ότι η άρνηση καταχωρίσεως πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης και οι προγενέστερες εθνικές αποφάσεις δεν μπορούν εν πάση περιπτώσει να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως.

Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι ο κανονισμός 207/2009 δεν περιέχει καμία διάταξη κατά την οποία το ΓΕΕΑ δεσμεύεται από απόφαση δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων εκδοθείσα στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση όταν ασκεί την αποκλειστική αρμοδιότητά του στον τομέα της καταχωρίσεως των κοινοτικών σημάτων και όταν, στο πλαίσιο αυτό, εξετάζει τις ανακοπές κατά των αιτήσεων καταχωρίσεως των κοινοτικών σημάτων. Οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 οι οποίες εφαρμόζουν την αρχή του δεδικασμένου αφορούν, συγκεκριμένα, άλλες καταστάσεις.

Περαιτέρω, η απαίτηση για τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος, όπως υπογραμμίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού 207/2009, δεν συνεπάγεται ότι τα όργανα του ΓΕΕΑ και, κατά συνέπεια, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορούν πλέον, εν ονόματι της αρχής του δεδικασμένου, να εξετάσουν την ενδεχόμενη ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής κατά της καταχωρίσεως ενός νέου κοινοτικού σήματος, ακόμη και όταν το σήμα αυτό είναι πανομοιότυπο με εθνικό σήμα το οποίο κρίθηκε από δικαστήριο κοινοτικών σημάτων ότι προσβάλλει το προγενέστερο κοινοτικό σήμα.

Πρέπει, πράγματι, να υπογραμμιστεί ότι το ΓΕΕΑ αποτελεί το μοναδικό όργανο που έχει εξουσιοδοτηθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης να εξετάζει τις αιτήσεις καταχωρίσεως και, συνεπώς, να επιτρέπει ή να αρνείται την καταχώριση κοινοτικού σήματος. Στο πλαίσιο της αρμοδιότητας αυτής, οι αποφάσεις στις οποίες οδηγούνται τα τμήματα προσφυγών, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 207/2009, σχετικά με την καταχώριση ή την προστασία ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος, εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι της ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά βάσει του κανονισμού αυτού όπως έχει ερμηνευθεί από τον δικαστή της Ένωσης. Ο κανονισμός 207/2009, όμως, δεν προβλέπει διάταξη επιβάλλουσα στο ΓΕΕΑ να συμμορφώνεται, εν ονόματι της αρχής του δεδικασμένου, με απόφαση δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων που διαπιστώνει την παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος από εθνικό σήμα.

(βλ. σκέψεις 56-63)