Language of document : ECLI:EU:T:2011:329

Υπόθεση T-258/09

i-content Ltd Zweigniederlassung Deutschland

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος BETWIN – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Περιγραφικός χαρακτήρας – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση – Άρθρο 49 ΕΚ»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Σήματα συνιστάμενα αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν προς δήλωση των χαρακτηριστικών προϊόντος

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Χωριστή εξέταση των λόγων απαραδέκτου ως προς καθένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως της απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1, και 75)

3.      Κοινοτικό σήμα – Αποφάσεις του ΓΕΕΑ – Νομιμότητα – Έλεγχος από τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα – Κριτήρια – Εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω της εκδόσεως από το ΓΕΕΑ αποφάσεως που προσκρούει στην προγενέστερη πρακτική του

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 76 § 1)

1.      Το λεκτικό σημείο BETWIN είναι περιγραφικό, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, από απόψεως του αγγλόφωνου κοινού, όσον αφορά τις υπηρεσίες «σχεδιασμού και οργανώσεως θεαμάτων, παιγνίων, λοταρίας, διαγωνισμών, χορών, κληρώσεων, διαγωνισμών με έπαθλα· παραγωγής και οργανώσεως παιγνίων, λοταρίας, διαγωνισμών, χορών, κληρώσεων, διαγωνισμών κάθε είδους· αίθουσας παιχνιδιών· εκμεταλλεύσεως καζίνο· παροχής υπηρεσιών αθλητικού κέντρου, γραφείου παιγνίων, στοιχημάτων ή λοταρίας, και στο Διαδίκτυο ή μέσω του Διαδικτύου· διαθέσεως αθλητικού εξοπλισμού, εξοπλισμού για παίγνια και στοιχήματα, εξοπλισμού για λοταρίες, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών που παρέχονται εντός ή μέσω του Διαδικτύου· εκμεταλλεύσεως αιθουσών παιχνιδιών· διαθέσεως διαδραστικών ηλεκτρονικών παιχνιδιών· οργανώσεως καζίνο, τυχερών παιγνίων, χαρτοπαιγνίων, στοιχημάτων, στοιχημάτων με αθλητικό περιεχόμενο, παιχνιδιών επιδεξιότητας· υπηρεσιών αυτομάτων μηχανημάτων παιχνιδιών· εκμεταλλεύσεως καζίνο ή αίθουσας παιχνιδιών· εκμεταλλεύσεως γραφείων στοιχημάτων και λοταρίας κάθε είδους», οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 41 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, και όσον αφορά τις υπηρεσίες «σχεδιασμού και οργανώσεως θεαμάτων, παιγνίων, λοταρίας, διαγωνισμών, χορών, κληρώσεων, διαγωνισμών με έπαθλα στους τομείς των εμπορικών υποθέσεων, της οργανώσεως και της διαφημίσεως», οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 35 του εν λόγω Διακανονισμού.

Δεδομένου ότι ο συνδυασμός των δύο αγγλικών λέξεων «bet» (στοιχηματίζω, στοίχημα) και «win» (κερδίζω, κέρδος) υποδηλώνει τη δυνατότητα «στοιχηματισμού και κέρδους» καθίσταται άμεσα αντιληπτός από το ενδιαφερόμενο κοινό. Εξάλλου, υφίσταται στενή σχέση μεταξύ του σημασιολογικού περιεχομένου των δύο λέξεων: στοιχηματίζεις για να κερδίσεις και, για να κερδίσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις στοιχηματίσει κάποιο χρηματικό ποσό. Η παράλειψη της λέξεως «and» ουδόλως μεταβάλλει την προφανή σημασία του σύνθετου όρου «betwin». Πράγματι, ανεξαρτήτως του αν θα νοηθεί ως παράθεση δύο ουσιαστικών, δύο απαρεμφάτων ή δύο ρημάτων σε προστακτική έγκλιση, δεν πρόκειται για ασυνήθη ή αυθαίρετο συνδυασμό, του οποίου το σημασιολογικό περιεχόμενο διαφοροποιείται από το απλό άθροισμα των στοιχείων που τον αποτελούν. Λαμβανομένης υπόψη της αμφίδρομης σχέσεώς τους, οι όροι «bet» και «win» πληροφορούν σαφώς ως προς τον προορισμό των επίμαχων υπηρεσιών και τις συνθήκες χρήσεώς τους, οπότε είναι περιγραφικοί ως προς τα στοιχεία αυτά.

(βλ. σκέψεις 26, 32-35, 40)

2.      Η εξέταση των απολύτων λόγων απαραδέκτου πρέπει να περιλαμβάνει έκαστο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος, ενώ η απόφαση με την οποία το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) απορρίπτει την αίτηση καταχωρίσεως σήματος πρέπει καταρχήν να αιτιολογείται για κάθε ένα από τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες. Σε περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος λόγος απαραδέκτου αφορά κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών, το ΓΕΕΑ δύναται να περιορισθεί σε συνολική αιτιολογία για όλα τα σχετικά προϊόντα ή όλες τις σχετικές υπηρεσίες. Η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει πάντως να αντιβαίνει στην ουσιώδη απαίτηση περί του ότι κάθε απόφαση με την οποία δεν γίνεται δεκτή η ύπαρξη δικαιώματος αναγνωρισμένου από το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, ο οποίος σκοπεί να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος αυτού και, ως εκ τούτου, πρέπει να αφορά τη νομιμότητα του σκεπτικού της απορριπτικής αποφάσεως αυτής.

Η δυνατότητα του τμήματος προσφυγών να παραθέσει συνολική αιτιολογία για σειρά προϊόντων ή υπηρεσιών υφίσταται μόνο στην περίπτωση προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία έχουν μεταξύ τους αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση, έτσι ώστε να αποτελούν επαρκώς ομοιογενή κατηγορία προκειμένου το σύνολο των εκτιμήσεων περί των πραγματικών στοιχείων και των νομικών εκτιμήσεων που αποτελούν το σκεπτικό της αποφάσεως, αφενός, να καθιστά επαρκώς σαφή τη συλλογιστική του τμήματος προσφυγών για καθένα από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της κατηγορίας αυτής και, αφετέρου, να αφορά αδιακρίτως καθένα από τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες. Ειδικότερα, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες εμπίπτουν στην ίδια κλάση κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, το γεγονός αυτό δεν αρκεί αφεαυτού για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται ομοιογένεια σε επαρκή βαθμό, δεδομένου ότι οι κλάσεις αυτές περιλαμβάνουν συχνά μεγάλη ποικιλία προϊόντων ή υπηρεσιών που δεν έχουν κατ’ ανάγκη μεταξύ τους αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση.

(βλ. σκέψεις 42-45)

3.      Οι αποφάσεις περί καταχωρίσεως σημείου ως κοινοτικού σήματος, τις οποίες εκδίδουν τα τμήματα προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) βάσει του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, εμπίπτουν στην άσκηση δεσμίας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά βάσει του εν λόγω κανονισμού, όπως αυτός έχει ερμηνευθεί από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, και όχι βάσει προγενέστερης πρακτικής των τμημάτων προσφυγών.

Όσον αφορά τον προβληθέντα ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου λόγο ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από την εκ μέρους του ΓΕΕΑ παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον αυτό απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως συγκεκριμένου σημείου, ενώ προγενέστερα είχε δεχθεί την αίτηση καταχωρίσεως παρεμφερούς σημείου, υφίστανται, ως εκ τούτου, δύο ενδεχόμενα.

Εάν το τμήμα προσφυγών, δεχόμενο σε προγενέστερη υπόθεση ότι ένα σημείο μπορεί να καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα, εφάρμοσε ορθώς τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009 και, σε μεταγενέστερη υπόθεση, παρεμφερή της πρώτης, έλαβε αντίθετη απόφαση, το κοινοτικό δικαστήριο θα ακυρώσει την απόφαση αυτή λόγω παραβάσεως των εφαρμοστέων διατάξεων του κανονισμού 207/2009. Στην πρώτη αυτή περίπτωση, δεν χωρεί, επομένως, επίκληση του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Αντιθέτως, εάν το τμήμα προσφυγών, δεχόμενο σε προγενέστερη υπόθεση ότι ένα σημείο μπορεί να καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα, υπέπεσε σε νομική πλάνη και, σε μεταγενέστερη υπόθεση, παρεμφερή της πρώτης, έλαβε αντίθετη απόφαση, δεν χωρεί λυσιτελώς επίκληση της πρώτης αποφάσεως προς στήριξη αιτήματος ακυρώσεως της δεύτερης. Πράγματι, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να είναι συμβατή με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, βάσει της οποίας κανείς δεν μπορεί να επικαλεσθεί υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου. Επομένως, και στη δεύτερη αυτή περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Επιπλέον, από το άρθρο 76, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 συνάγεται ότι οι εξεταστές του ΓΕΕΑ και, κατόπιν προσφυγής, τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να διακριβωθεί αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής κάποιου από τους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7 του ιδίου κανονισμού. Λαμβανομένης υπόψη της δεσμίας αρμοδιότητας και της αρχής της νομιμότητας, ο έλεγχος αυτός πρέπει να αφορά κυρίως τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, ενώ δεν συνάγεται από τα ανωτέρω ότι τα τμήματα του ΓΕΕΑ δεσμεύονται από τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως προγενέστερων σημάτων.

(βλ. σκέψεις 77-79, 81)