Language of document :

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 5ης Μαρτίου 2024 (*)

«Αγωγή αποζημιώσεως – Εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών – Διαδικασία διευρύνσεως και απόφαση περί ενάρξεως των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Ηθική βλάβη – Αιτιώδης συνάφεια – Προδήλως αβάσιμη αγωγή»

Στην υπόθεση T‑552/23,

Χρήστος Παπασωτηρίου, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα),

Μαρίκα Θωμαδάκη, κάτοικος Αθηνών,

εκπροσωπούμενοι από τους Χ. Παπασωτηρίου και Σ. Βαρελά, δικηγόρους,

ενάγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

εναγομένων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin (εισηγητή), πρόεδρο, P. Škvařilová‑Pelzl και I. Nõmm, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αγωγή τους βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, οι ενάγοντες, Χρήστος Παπασωτηρίου και Μαρίκα Θωμαδάκη, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, να υποχρεώσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφενός, να άρουν τις παράνομες προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους κατόπιν της υιοθέτησης, αποδοχής και εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών, στο μέτρο που η συμφωνία αυτή ενσωματώθηκε στη διαδικασία διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, όπως προκύπτει από το σημείωμα 7002/20 ELARG 20 COWEB 35 της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 2020, με αντικείμενο τη διεύρυνση και τη διαδικασία σταθεροποίησης όσον αφορά τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και τη Δημοκρατία της Αλβανίας (στο εξής: δήλωση για τη διεύρυνση), και, αφετέρου, να παραλείπουν τις εν λόγω προσβολές στο μέλλον. Δεύτερον, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να καταβάλουν εις ολόκληρον σε καθέναν από αυτούς χρηματική ικανοποίηση ύψους 50 000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από τις παράνομες προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 12 Ιουνίου 2018, υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), η Ελληνική Δημοκρατία και η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνήψαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία είναι διεθνής σύμβαση με σκοπό, μεταξύ άλλων, την επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς σχετικά με το όνομα «Μακεδονία».

3        Βάσει της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία καταχωρίστηκε στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών με τον αριθμό I‑55707 και τέθηκε σε ισχύ στις 12 Φεβρουαρίου 2019, το όνομα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας αντικαταστάθηκε από το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας».

4        Στις 25 Μαρτίου 2020 το Συμβούλιο υιοθέτησε τη δήλωση σχετικά με τη διεύρυνση, με την οποία, στηριζόμενο στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 5ης Φεβρουαρίου 2020 με τίτλο «Ενίσχυση της διαδικασίας προσχώρησης – Μια αξιόπιστη προοπτική της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια», επανέλαβε «την αμέριστη στήριξη της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] στην ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων».

5        Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο, αφού ανέφερε ότι οι «σχέσεις καλής γειτονίας και η περιφερειακή συνεργασία παρ[έμεναν] ουσιώδη στοιχεία της διαδικασίας διεύρυνσης, καθώς και της διαδικασίας σταθεροποίησης και σύνδεσης», υπενθύμισε «τη σημασία της επίτευξης απτών αποτελεσμάτων και της εφαρμογής καλή τη πίστει των διμερών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένης της Συμφωνίας των Πρεσπών με την [Ελληνική Δημοκρατία] και της Συνθήκης για τις σχέσεις καλής γειτονίας με τη Βουλγαρία, ως μέρος της διαδικασίας διεύρυνσης», και στη συνέχεια αποφάσισε, «με την επιφύλαξη της έγκρισης των μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, [...] την έναρξη διαπραγματεύσεων προσχώρησης με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας».

 Αιτήματα των εναγόντων

6        Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να άρουν τις παράνομες προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και να απέχουν από τη διάπραξη τέτοιων προσβολών στο μέλλον, καθώς και από τη διάπραξη κάθε άλλης συναφούς προσβολής·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να καταβάλουν εις ολόκληρον σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 50 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εντόκως από της ασκήσεως της αγωγής·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

7        Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όταν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή της αγωγής ή όταν η προσφυγή ή η αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

8        Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

9        Οι ενάγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι, αντιθέτως προς τους όρους της Συμφωνίας των Πρεσπών, η λέξη «Μακεδονία» ανήκει στη μακραίωνη και αποκλειστική κληρονομιά της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά τους ενάγοντες, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, ενσωματώνοντας τους όρους της εν λόγω συμφωνίας στο πλαίσιο της διαδικασίας διεύρυνσης, όπως αυτή εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 49 ΣΕΕ, και δηλώνοντας ότι έπρεπε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις προσχώρησης με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, υπέπεσαν σε προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αυτοί αντλούν από τα άρθρα 2 και 9 ΣΕΕ, και ιδίως σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των πολιτών της Ένωσης, η οποία δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε προσβολή του σεβασμού και της προστασίας της εθνικής συνείδησης, της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως τα δικαιώματα αυτά απορρέουν τόσο από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων όσο και από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948 στο Παρίσι.

10      Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι, όπως προβλέπει το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

11      Κατά πάγια νομολογία, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στοιχειοθετείται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων που αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 2018, Spinoit κατά Επιτροπής κ.λπ., T‑711/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:803, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

12      Όταν δεν πληρούται μια από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης (βλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2022, EMCS κατά EUAA, T‑621/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:342, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάζει τις προϋποθέσεις αυτές με συγκεκριμένη σειρά (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 13).

13      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την προϋπόθεση περί του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, ένας κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες όταν συνεπάγεται πλεονέκτημα δυνάμενο να θεωρηθεί ως κεκτημένο δικαίωμα, όταν έχει ως αποστολή την προστασία των συμφερόντων των ιδιωτών ή όταν χορηγεί δικαιώματα στους ιδιώτες το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς (βλ. απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑107/17, EU:T:2019:353, σκέψη 140 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

14      Περαιτέρω, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τη ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση, απαιτείται η ζημία αυτή να είναι πραγματική και βέβαιη, όπερ εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνεπώς, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει το υποστατό και την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑362/95 P, EU:C:1997:401, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όταν προβάλλεται ηθική βλάβη, ο ενάγων φέρει το βάρος, τουλάχιστον, να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά του οικείου θεσμικού οργάνου είναι, λόγω της σοβαρότητάς της, ικανή να του προξενήσει τέτοια βλάβη (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, BAI κατά Επιτροπής, T‑230/95, EU:T:1999:11, σκέψη 39). Εν πάση περιπτώσει, ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι η ζημία τον θίγει προσωπικώς (διάταξη της 20ής Ιουλίου 2023, Baldan κατά Επιτροπής, T‑276/23, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:411, σκέψη 11· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1989, Briantex και Di Domenico κατά ΕΟΚ και Επιτροπής, 353/88, EU:C:1989:415, σκέψη 6).

15      Τέλος, όσον αφορά την προϋπόθεση περί αιτιώδους συνάφειας, υπενθυμίζεται ότι η προϋπόθεση αυτή αφορά την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσης αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης και της ζημίας, σχέση την οποία οφείλει να αποδείξει ο ενάγων και, ως εκ τούτου, η προσαπτόμενη συμπεριφορά πρέπει να αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez, C‑174/17 P και C‑222/17 P, EU:C:2018:1015, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Πρώτον, όσον αφορά την προσαπτόμενη στην Επιτροπή συμπεριφορά, διαπιστώνεται ότι οι ενάγοντες της προσάπτουν απλώς και μόνον ότι εξέδωσε την ανακοίνωση της 5ης Φεβρουαρίου 2020 «Ενίσχυση της διαδικασίας προσχώρησης – Μια αξιόπιστη προοπτική της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια», λαμβάνοντας υπόψη τους όρους της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εντούτοις, το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο η έκδοση της απλής αυτής ανακοινώσεως, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, δεν συνεπάγεται κανένα δεσμευτικό και οριστικό αποτέλεσμα έναντι των εναγόντων και περιέχει, στην καλύτερη περίπτωση, συστάσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων προσχωρήσεως με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε αυτούς.

17      Δεύτερον, όσον αφορά την προσαπτόμενη στο Συμβούλιο συμπεριφορά, επισημαίνεται ότι η ηθική βλάβη την οποία οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω του χαρακτηρισμού της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας ως κράτους με το οποίο μπορούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις προσχωρήσεως δεν είναι ικανή να αποτελέσει βλάβη δυνάμενη να αποκατασταθεί. Πράγματι, η ηθική βλάβη η οποία προβάλλεται λόγω προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων των εναγόντων οφειλόμενης, κατ’ ουσίαν, στην παραβίαση μακραίωνου και αποκλειστικού δικαιώματος για τη χρήση του όρου «Μακεδονία», μπορεί, αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται η προσβολή αυτή, να αφορά οποιονδήποτε, στην Ελλάδα ή ακόμη και στην υπόλοιπη Ένωση, και όχι ειδικώς τους ενάγοντες. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω βλάβη δεν μπορεί να συνιστά ηθική βλάβη δυνάμενη να αποκατασταθεί (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen, C‑337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψεις 91 έως 95· και διάταξη της 20ής Ιουλίου 2023, Baldan κατά Επιτροπής, T‑276/23, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:411, σκέψη 13).

18      Εν πάση περιπτώσει, πέραν του ότι η ζημία την οποία προβάλλουν οι ενάγοντες δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την καταβολή αποζημιώσεως εκ μέρους της Ένωσης, επιπλέον οι ενάγοντες δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσεως αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της προσαπτόμενης στο Συμβούλιο συμπεριφοράς και της εν λόγω ζημίας.

19      Πράγματι, κατόπιν της υιοθέτησης από το Συμβούλιο της δήλωσης για τη διεύρυνση, η διαδικασία διεύρυνσης της Ένωσης όσον αφορά τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει ακόμη να εγκριθεί από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως εκτίθεται στην παράγραφο 6 της εν λόγω δήλωσης, και στη συνέχεια μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μετά από διαβούλευση με τα εθνικά πολιτικά όργανα, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 49, παράγραφος 2, ΣΕΕ, «[ο]ι όροι της προσχωρήσεως και οι λόγω [της προσχωρήσεως νέου κράτους μέλους] αναγκαίες προσαρμογές των Συνθηκών που θεμελιώνουν την Ένωση, αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών και του αιτούντος κράτους, [η δε] συμφωνία αυτή υπόκειται σε επικύρωση εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων κρατών, κατά τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες».

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διαδικασία διεύρυνσης θα έχει, εν τέλει, ευνοϊκή έκβαση για τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, τούτο θα μπορούσε να προκύψει μόνον από τελική απόφαση κατόπιν επικύρωσης εκ μέρους των κρατών μελών και όχι από τη δήλωση για τη διεύρυνση.

21      Επομένως, είναι πρόδηλο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης λόγω των συμπεριφορών που προσάπτονται εν προκειμένω στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο.

22      Το αίτημα αποζημιώσεως των εναγόντων πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

23      Δεδομένου ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή παράνομη συμπεριφορά συνισταμένη σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και έχουσα αρκούντως άμεση σχέση αιτίου προς αιτιατό με τη ζημία που προβάλλουν οι ενάγοντες, το αίτημα των εναγόντων να υποχρεωθούν το Συμβούλιο και η Επιτροπή να παύσουν μια τέτοια συμπεριφορά, καθόσον, κατ’ ουσίαν, προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως παντελώς αβάσιμο.

24      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως προδήλως αβάσιμη, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιδοθεί στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή ως εναγομένους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

25      Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την επίδοση του δικογράφου της αγωγής στους εναγομένους και πριν αυτοί υποβληθούν σε έξοδα, αρκεί να αποφασιστεί ότι οι ενάγοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους σύμφωνα με το άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή ως προδήλως αβάσιμη.

2)      Ο Χρήστος Παπασωτηρίου και η Μαρίκα Θωμαδάκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 5 Μαρτίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

V. Di Bucci

 

F. Schalin


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.