Language of document : ECLI:EU:T:2006:385

Υπόθεση T-95/03

Asociación de Empresarios de Estaciones de Servicio de la Comunidad Autónoma de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις — Νομοθεσία που προβλέπει επείγοντα μέτρα εντατικοποιήσεως του ανταγωνισμού στον τομέα της λιανικής πωλήσεως πετρελαιοειδών — Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων — Παραδεκτό — Νομικά πρόσωπα — Πράξη που τα αφορά ατομικά — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Υποχρέωση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως — Εύλογη προθεσμία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά

(Άρθρα 88 §§ 2 και 3 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

3.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Εξέταση από την Επιτροπή

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Εξέταση από την Επιτροπή — Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 88 §§ 2 και 3 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 4)

1.      Οσάκις η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία εξετάσεως, διαπιστώνει, με απόφαση εκδιδόμενη βάσει της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, τα πρόσωπα υπέρ των οποίων έχουν θεσπισθεί οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου δικονομικές εγγυήσεις μπορούν να επιτύχουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή την απόφαση που στηρίζεται στην παράγραφο 3.

Για τον λόγο αυτό, ο κοινοτικός δικαστής κρίνει παραδεκτή προσφυγή αποσκοπούσα στην ακύρωση αποφάσεως η οποία στηρίζεται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, όταν ασκείται από ενδιαφερόμενο κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, ο οποίος, ασκώντας την προσφυγή του, επιδιώκει να προασπίσει τα δικονομικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη.

Αντιθέτως, αν ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο της αποφάσεως περί εκτιμήσεως της ενισχύσεως ως τοιαύτης, το γεγονός απλώς και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δεν αρκεί για να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, τότε, να αποδείξει ότι τυγχάνει ειδικού καθεστώτος κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από την ενίσχυση που αποτελεί αντικείμενο της επίδικης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 45-46, 48)

2.      Εθνική νομοθεσία που έχει ως σκοπό να διευκολυνθεί η είσοδος των πολυκαταστημάτων στην αγορά της διανομής πετρελαιοειδών, διά της καταργήσεως ορισμένων περιορισμών πολεοδομικής φύσεως και διά της απλοποιήσεως των διοικητικών διαδικασιών που συνδέονται με την εγκατάσταση ενός πρατηρίου καυσίμων, χωρίς, ωστόσο, οι κύριοι των πολυκαταστημάτων να απαλλαγούν οιασδήποτε υποχρεώσεως εκχωρήσεως υπέρ του Δημοσίου, προβλεπομένης από την εφαρμοστέα νομοθεσία ή προκύπτουσας από γενικευμένη διοικητική πρακτική των τοπικών αρχών, δεν περιλαμβάνει άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση.

Πράγματι, ένα κρατικό μέτρο που δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, τούτο δε έστω και αν το εν λόγω μέτρο πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η ως άνω διάταξη.

(βλ. σκέψεις 87, 91, 104)

3.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως.

Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Όσον αφορά ειδικότερα απόφαση της Επιτροπής καταλήγουσα στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται η προσαπτόμενη από καταγγέλλοντα κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή οφείλει να εκθέσει επαρκώς στον καταγγέλλοντα τους λόγους για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν υπήρξαν επαρκή προς απόδειξη της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Πάντως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει θέση επί στοιχείων τα οποία είναι προδήλως άσχετα, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα.

(βλ. σκέψεις 107-108)

4.      Σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν κοινοποίησε τα επίδικα κρατικά μέτρα σχετικά με την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε προκαταρκτική εξέταση των μέτρων αυτών εντός ορισμένης προθεσμίας. Ωστόσο, όταν τρίτοι ενδιαφερόμενοι έχουν υποβάλει στην Επιτροπή καταγγελίες σχετικές με κρατικά μέτρα που δεν κοινοποιήθηκαν, το κοινοτικό αυτό όργανο οφείλει, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, να προβεί σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών αυτών, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ιδίως, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική εξέταση κρατικών μέτρων που αποτέλεσαν αντικείμενο καταγγελίας, δεδομένου ότι η εξέταση αυτή έχει μόνον ως αντικείμενο να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια πρώτη γνώμη ως προς τον χαρακτηρισμό των υποβληθέντων στην κρίση της μέτρων και ως προς το αν αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

Το εύλογο της διάρκειας μιας προκαταρκτικής διαδικασίας εξετάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που η Επιτροπή οφείλει να ακολουθεί, το περίπλοκο της υποθέσεως καθώς και τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη.

Ωστόσο, καίτοι η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία εφαρμόζεται στο πλαίσιο διαδικασίας εξετάσεως κρατικής ενισχύσεως και της οποίας την τήρηση εξασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής, το γεγονός και μόνον ότι εκδόθηκε απόφαση πέραν της προθεσμίας αυτής δεν αρκεί για να καταστήσει παράνομη απόφαση ληφθείσα από την Επιτροπή κατά την περάτωση προκαταρκτικής εξετάσεως που διεξήχθη δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 121-122, 130)

5.      Από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999 και από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ αν μια πρώτη εξέταση δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν από την εξέταση του ζητήματος αν ένα κρατικό μέτρο που υποβλήθηκε στον έλεγχό της αποτελεί ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, τουλάχιστον όταν, κατά την πρώτη αυτή εξέταση, δεν ήταν σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο μέτρο, αν υποτεθεί ότι αποτελεί ενίσχυση, συμβιβάζεται εν πάση περιπτώσει με την κοινή αγορά.

Η μεσολάβηση προθεσμίας που υπερβαίνει αισθητά την προθεσμία που συνήθως απαιτεί μια πρώτη εξέταση στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ μπορεί, μαζί με άλλα στοιχεία, να οδηγήσει στην αναγνώριση ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες εκτιμήσεως που απαιτούν την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η Επιτροπή διατυπώνει, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, αμφιβολίες ως προς το αν ένα κρατικό μέτρο έχει τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως, ενώ δεν εκφράζει πλέον τις ίδιες επιφυλάξεις μετά τη γνωστοποίηση συμπληρωματικών στοιχείων εκ μέρους των καταγγελλουσών, δεν παρέχει τη δυνατότητα να αναγνωρισθεί ότι η Επιτροπή προσέκρουσε σε σοβαρές δυσχέρειες. Συγκεκριμένα, καίτοι έχει δεσμία αρμοδιότητα όσον αφορά την απόφαση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, όταν διαπιστώνει την ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών, η Επιτροπή διαθέτει πάντως κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την έρευνα και την εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να καθορίσει αν αυτές δημιουργούν σοβαρές δυσχέρειες. Σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και με το καθήκον χρηστής διοικήσεως που υπέχει, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να ανοίξει διάλογο με τις καταγγέλλουσες προκειμένου να υπερβεί, κατά την προκαταρκτική διαδικασία, δυσχέρειες που ενδεχομένως αντιμετωπίζει. Πάντως, η δυνατότητα αυτή προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόζει τη θέση της σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα του διαλόγου που διεξήχθη, χωρίς η προσαρμογή αυτή να πρέπει a priori να ερμηνευθεί ως στοιχειοθετούσα την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών.

Επιπλέον, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να προβεί σε κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με τις καταγγέλλουσες και, ως εκ τούτου, δεν οφείλει να αναφέρει στις τελευταίες το έρεισμα, κατά το εθνικό δίκαιο, επί του οποίου προτίθεται να στηριχθεί με την απόφασή της, ούτε απλώς και μόνον η έλλειψη μιας τέτοιας ενδείξεως συνεπάγεται ότι η Επιτροπή προσέκρουσε σε τέτοιες δυσχέρειες.

(βλ. σκέψεις 134-135, 139-140)