Language of document : ECLI:EU:C:2009:774

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 10ης Δεκεμβρίου 2009 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 39 ΕΚ – Θέσεις εργασίας στη δημόσια διοίκηση – Πλοίαρχοι και υποπλοίαρχοι – Απονομή προνομιών δημόσιας εξουσίας επί του πλοίου – Απαίτηση της ιθαγένειας του κράτους μέλους της σημαίας του πλοίου»

Στην υπόθεση C‑460/08,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 20 Οκτωβρίου 2008,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Rozet και Δ. Τριανταφύλλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από την Ε. Μαμούνα, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, P. Kūris (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2009,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας στη νομοθεσία της την απαίτηση της ελληνικής ιθαγένειας για την πρόσβαση σε θέσεις πλοιάρχου και αξιωματικού (υποπλοιάρχου) σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 ΕΚ.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 12/1993 (ΦΕΚ A΄ 5/1.2.1993) ορίζει τα εξής:

«Υπήκοοι κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που έχουν την ιδιότητα του ναυτικού σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους τους, έχουν την ίδια δυνατότητα προσβάσεως σε θέσεις εργασίας επί ελληνικών εμπορικών πλοίων με εκείνη που επιφυλάσσεται από τις σχετικές διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας για τους Έλληνες ναυτικούς, εξαιρουμένης της θέσεως του πλοιάρχου και του νόμιμου αναπληρωτή του.»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

3        Στις 13 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή. Με την εν λόγω επιστολή, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή του κράτους μέλους αυτού στις αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑405/01, Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española (Συλλογή 2003, σ. I‑10391), και C‑47/02, Anker κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑10447), με τις οποίες κρίθηκε ότι η προϋπόθεση της συγκεκριμένης ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις πλοιάρχου και αξιωματικού (υποπλοιάρχου) στα πλοία που φέρουν τη σημαία του οικείου κράτους μέλους δεν συμβιβάζεται με τους κοινοτικούς κανόνες περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

4        Με την προειδοποιητική επιστολή, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 39, παράγραφος 4, ΕΚ και απέρριψε κάθε επιχείρημα στηριζόμενο στην απλή πιθανότητα να ασκήσουν ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος προνομίες δημόσιας εξουσίας. Κατά την Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 39, παράγραφος 4, ΕΚ, η δε επίμαχη ελληνική νομοθεσία έπρεπε να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στο κοινοτικό δίκαιο. Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της εντός δύο μηνών από της παραλαβής της.

5        Με επιστολή της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, η Ελληνική Κυβέρνηση εξέφρασε την άποψη ότι το ζήτημα θα μπορούσε να διευθετηθεί με τροποποίηση της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, με την προσθήκη, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 12/93, του εξής εδαφίου:

«Η πιο πάνω εξαίρεση ισχύει όταν τα καθήκοντα δημόσιας διοίκησης του πλοιάρχου και, σε περίπτωση απουσίας ή αδυναμίας αυτού, του νόμιμου αναπληρωτή του ασκούνται τακτικά κατά τρόπο συνήθη και δεν αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των συνολικών καθηκόντων τους.»

6        Το κράτος μέλος αυτό υπογράμμισε επίσης ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την εφαρμογή της παρέκκλισης σε συγκεκριμένο ελληνικό εμπορικό πλοίο, σχετικές αποφάσεις θα λαμβάνει η Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, μετά από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού.

7        Με έγγραφο της 24ης Μαΐου 2006, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία συμπληρωματικές πληροφορίες για το είδος των πλοίων στα οποία, για τις θέσεις του πλοιάρχου και υποπλοιάρχου, είχε εφαρμογή η προϋπόθεση ιθαγένειας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και για τα πλοία για τα οποία επρόκειτο να διατηρηθεί η προϋπόθεση ιθαγένειας μετά τη θέσπιση των νέων διατάξεων, καθώς επίσης και για τις διοικητικές διατάξεις που επρόκειτο να θεσπιστούν προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η πρακτική εφαρμογή των νέων διατάξεων θα είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο.

8        Η Ελληνική Δημοκρατία, απαντώντας με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2006, γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η προϋπόθεση ιθαγένειας για τις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου εφαρμόζεται σε όλα τα εμπορικά πλοία που φέρουν ελληνική σημαία, χωρίς διακρίσεις αναλόγως του τύπου του πλοίου ή των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του.

9        Το κράτος μέλος αυτό διευκρίνισε, με την απάντησή του, ότι οι νέοι κανόνες προβλέπουν ότι η εν λόγω προϋπόθεση θα ισχύει για τις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου στα πλοία ποντοπλοΐας και ακτοπλοΐας, όχι όμως για τα πλοία μικρής χωρητικότητας που εκτελούν βραχείς πλόες εσωτερικού. Όσον αφορά τα τελευταία αυτά πλοία, οι νέοι κανόνες θα εφαρμόζονται λόγω του ότι υφίσταται άμεση πρόσβαση σε λιμένες όπου εδρεύουν δημόσιες αρχές. Το εν λόγω κράτος μέλος διευκρίνισε επίσης ότι δεν ήταν απαραίτητο να θεσπιστούν διοικητικές διατάξεις για την εφαρμογή των νέων κανόνων.

10      Με έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη, υπογραμμίζοντας εκ νέου το ασύμβατο της επίδικης ελληνικής νομοθεσίας με το άρθρο 39 ΕΚ και επικαλούμενη τη νομολογία του Δικαστηρίου (προμνησθείσες αποφάσεις Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española και Anker κ.λπ.).

11      Η Ελληνική Δημοκρατία, με επιστολή της 13ης Μαρτίου 2007, απάντησε ότι είχε ήδη κοινοποιήσει σχέδιο τροποποιήσεως της εν λόγω νομοθεσίας που ευθυγραμμιζόταν με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά το οποίο δεν είχε ακόμα εγκριθεί.

12      Με έγγραφο της 26ης Ιουλίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου από το εν λόγω κράτος μέλος διευκρινίσεις ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της μελλοντικής τροποποιήσεως. Μη διαθέτοντας καμία πληροφορία που να της επιτρέπει να συναγάγει ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε τελικά θεσπίσει τις τροποποιήσεις της ελληνικής νομοθεσίας, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

13      Με την προσφυγή της, η Επιτροπή, στηριζόμενη στις προμνησθείσες αποφάσεις Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española και Anker κ.λπ., καθώς και στις αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 2008, C‑89/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑447/07, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υποστηρίζει ότι η επίδικη ελληνική νομοθεσία δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 39 ΕΚ. Κατ’ αυτήν, η νομοθεσία αυτή πρέπει να τροποποιηθεί ούτως ώστε η ελληνική ιθαγένεια να απαιτείται μόνο για τις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου οι οποίες συνεπάγονται όντως την εκ μέρους των ενδιαφερομένων άσκηση των ανατιθεμένων σ’ αυτούς προνομιών δημόσιας εξουσίας, εφόσον οι προνομίες αυτές ασκούνται κατά τρόπο συνήθη και δεν αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους.

14      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, κατά τη διαδικασία λόγω παραβάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε επιχειρήματα διαφορετικά από εκείνα που είχε προβάλει στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προμνησθείσες αποφάσεις Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española και Anker κ.λπ., επιχειρήματα τα οποία απέρριψε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις αυτές.

15      Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της ότι η Ελληνική Δημοκρατία αναγνώρισε την ανάγκη συμπληρώσεως της νομοθεσίας της, εκτιμά όμως ότι το νομοσχέδιο για την τροποποίηση της επίδικης εθνικής νομοθεσίας, καίτοι υιοθετεί τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο με τις προμνησθείσες αποφάσεις, δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς τον τρόπο εφαρμογής των κριτηρίων αυτών. Καμία διάταξη του νομοσχεδίου αυτού δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο της επιταγής να ασκούνται οι προνομίες δημόσιας εξουσίας του πλοιάρχου και του υποπλοιάρχου κατά τρόπο συνήθη και να μην αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους.

16      Η Ελληνική Δημοκρατία, με το υπόμνημα αντικρούσεως, διατείνεται ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, απάντησε στο αίτημα παροχής πληροφοριών που διατύπωσε το όργανο αυτό με επιστολές της 24ης Μαΐου 2006 και της 26ης Ιουλίου 2007, ότι πραγματοποιήθηκε επίσης συνάντηση με την Επιτροπή και ότι απάντησε στην επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2008.

17      Το κράτος μέλος αυτό φρονεί, εξάλλου, ότι το Δικαστήριο, με τις προμνησθείσες αποφάσεις Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española και Anker κ.λπ., έθεσε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση της παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 39, παράγραφος 4, ΕΚ.

18      Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει, επίσης, ότι η επίδικη εθνική νομοθεσία ρητώς απονέμει στον πλοίαρχο, και σε περίπτωση αδυναμίας αυτού στον υποπλοίαρχο, προνομίες δημόσιας εξουσίας προς τον σκοπό της διαφυλάξεως των γενικών συμφερόντων της χώρας. Η άσκηση των προνομιών αυτών επί των εμπορικών πλοίων συνδέεται με την επιβαλλόμενη από το διεθνές δίκαιο υποχρέωση διατηρήσεως «γνήσιου δεσμού» μεταξύ του πλοίου και του κράτους τη σημαία του οποίου φέρει το πλοίο.

19      Επιπλέον, λόγω της γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδας και του νησιωτικού χαρακτήρα της, προβλέπεται ότι τα υπό ελληνική σημαία εμπορικά πλοία μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στην άμυνα της χώρας και στην αντιμετώπιση κρίσεων σε καταστάσεις που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας και σημαντικών δημοσίων αγαθών. Κατά το ελληνικό δίκαιο, οι προνομίες δημόσιας εξουσίας που απονέμονται στον πλοίαρχο και στον υποπλοίαρχο συνδέονται με τη διατήρηση της ασφάλειας επί του πλοίου, με την άσκηση αστυνομικών καθηκόντων συνοδευομένων από ανακριτικές εξουσίες, με την άσκηση καταναγκασμού ή την επιβολή κυρώσεων και με την άσκηση αρμοδιοτήτων συμβολαιογράφου και ληξίαρχου.

20      Πάντως, έστω και αν οι προνομίες δημόσιας εξουσίας δεν ασκούνται κατ’ εξαίρεση, δεν αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των δραστηριοτήτων των πλοιάρχων ή των υποπλοιάρχων και προβλέπονται λόγω του νησιωτικού χαρακτήρα της Ελλάδας, η Ελληνική Δημοκρατία κατάρτισε, παρά ταύτα, σχέδιο τροποποιήσεως της επίδικης εθνικής νομοθεσίας.

21      Το κράτος μέλος αυτό διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το αν έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 12/93 παρέκκλιση, προβλέπεται ότι το θέμα θα επιλύεται από τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, μετά από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, στο οποίο μετέχουν εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων της ναυτιλίας. Αν η εν λόγω διαδικασία δεν οδηγήσει στο αναμενόμενο αποτέλεσμα, οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα προσφυγής, βάσει των εθνικών διατάξεων, ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων.

22      Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η έγκριση του νομοσχεδίου για την τροποποίηση της επίδικης εθνικής νομοθεσίας καθυστέρησε λόγω των μακρών διαπραγματεύσεων με την Επιτροπή και όχι από δική του ολιγωρία. Το κράτος μέλος αυτό διευκρινίζει ότι η εν λόγω τροποποίηση αποτελεί το αντικείμενο προεδρικού διατάγματος που έχει ήδη υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

23      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή αναφέρεται στο προεδρικό διάταγμα 12/92, περί προσβάσεως σε θέσεις εργασίας επί ελληνικών εμπορικών πλοίων ναυτικών, υπηκόων κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και περί αναγνωρίσεως θαλασσίας υπηρεσίας που διανύεται από Έλληνες ναυτικούς σε πλοία που φέρουν σημαία κράτους μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και όχι στο προεδρικό διάταγμα 12/93 με το ίδιο αντικείμενο. Η εσφαλμένη μνεία του αριθμού του επίδικου ελληνικού νομοθετήματος, το οποίο ήδη μνημονευόταν εσφαλμένως κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, δεν αμφισβητήθηκε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το σφάλμα αυτό φαίνεται να οφείλεται σε σύγχυση προκληθείσα από την ημερομηνία εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος 12/93, ήτοι την 31η Δεκεμβρίου 1992, ενώ η ημερομηνία δημοσιεύσεώς του είναι η 1η Φεβρουαρίου 1993, εξ ου και ο αριθμός 12/93. Επομένως, το σφάλμα αυτό, το οποίο δεν έχει επιπτώσεις στην εξέλιξη τόσο της προ της ασκήσεως της προσφυγής όσο και της ένδικης διαδικασίας, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως σφάλμα γραφίδας. Το ίδιο σφάλμα είχε σημειωθεί και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Ιουλίου 1996, C‑290/94, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1996, σ. I‑3285, σκέψη 24).

24      Με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι διατήρησε στη νομοθεσία της την προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία.

25      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 39, παράγραφοι 1 έως 3, ΕΚ καθιερώνει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών. Το άρθρο 39, παράγραφος 4, ΕΚ προβλέπει, ωστόσο, ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση.

26      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η κατά το άρθρο 39, παράγραφος 4, ΕΚ έννοια της «δημοσίας διοικήσεως» πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ομοιόμορφα στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και δεν μπορεί, συνεπώς, να αφεθεί στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (βλ. προμνησθείσα απόφαση Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Η έννοια αυτή αφορά τις θέσεις εργασίας που συνεπάγονται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας και στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών και οι οποίες προϋποθέτουν, συνεπώς, την ύπαρξη ειδικής σχέσεως αλληλεγγύης των κατόχων τους προς το κράτος καθώς και την αμοιβαιότητα των δικαιωμάτων και καθηκόντων που αποτελούν το θεμέλιο του δεσμού της ιθαγένειας (βλ. προμνησθείσα απόφαση Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Αντιθέτως, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 39, παράγραφος 4, ΕΚ δεν έχει εφαρμογή στις θέσεις εργασίας οι οποίες, ενώ υπάγονται στο κράτος ή σε άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, δεν συνεπάγονται, εντούτοις, καμία συμμετοχή σε καθήκοντα που άπτονται της κατά κυριολεξία δημοσίας διοικήσεως ούτε, κατά μείζονα λόγο, στις θέσεις εργασίας στην υπηρεσία ιδιώτη ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ανεξαρτήτως των καθηκόντων τα οποία καλείται να εκπληρώσει ο εργαζόμενος (βλ. προμνησθείσα απόφαση Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 39, παράγραφος 4, ΕΚ, ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κοινοτικών εργαζομένων και της απαγορεύσεως των εις βάρος τους διακρίσεων, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να περιορίζει την έκταση εφαρμογής του στο απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων τα οποία η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να προστατεύουν (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española, σκέψη 41· Anker κ.λπ., σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Συναφώς, προκειμένου για θέσεις πλοιάρχων και υποπλοιάρχων του εμπορικού ναυτικού καθώς και πλοιάρχων αλιευτικών πλοίων, το Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 44 και 63, αντιστοίχως, των προμνησθεισών αποφάσεων Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española και Anker κ.λπ., ότι η επίκληση της προβλεπομένης στο άρθρο 39, παράγραφος 4, ΕΚ παρεκκλίσεως από τον κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κοινοτικών εργαζομένων και της απαγορεύσεως των εις βάρος τους διακρίσεων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός και μόνον ότι το εθνικό δίκαιο απονέμει στους κατόχους τέτοιων θέσεων προνομίες δημόσιας εξουσίας, αλλά θα πρέπει ακόμα οι προνομίες αυτές να ασκούνται όντως κατά τρόπο συνήθη από τους εν λόγω κατόχους και να μην αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους (προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 16).

31      Έτσι, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τις προμνησθείσες αποφάσεις Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española και Anker κ.λπ., ότι το άρθρο 39, παράγραφος 4, ΕΚ έχει την έννοια ότι δεν παρέχει σε κράτος μέλος τη δυνατότητα να επιφυλάσσει τις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου επί των πλοίων που φέρουν τη σημαία του αποκλειστικά υπέρ των υπηκόων του, παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι προνομίες δημόσιας εξουσίας που τους απονέμονται όντως ασκούνται κατά τρόπο συνήθη και δεν αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους (βλ. προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία, επικαλούμενη το δικαίωμά της να κάνει χρήση της παρεκκλίσεως του άρθρου 39, παράγραφος 4, ΕΚ, οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

33      Όμως, εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε τα απαραίτητα στοιχεία προς απόδειξη του ότι η άσκηση των εν λόγω προνομιών δημόσιας εξουσίας συνδέεται με την επιβαλλόμενη από το διεθνές δίκαιο υποχρέωση να υφίσταται «γνήσιος δεσμός» μεταξύ του πλοίου και του κράτους τη σημαία του οποίου φέρει το πλοίο, ώστε να μπορεί να κάνει χρήση της παρεκκλίσεως του άρθρου 39, παράγραφος 4, ΕΚ.

34      Δεν προκύπτει, επίσης, από τη δικογραφία ότι οι πλοίαρχοι και οι υποπλοίαρχοι όλων των υπό ελληνική σημαία πλοίων διαθέτουν προνομίες δημόσιας εξουσίας λόγω της γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδας και του νησιωτικού χαρακτήρα της. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε, επίσης, ότι οι ενδεχόμενες αυτές προνομίες, για τους ίδιους λόγους που άπτονται της γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδας και του νησιωτικού χαρακτήρα της, ασκούνται όντως κατά τρόπο συνήθη και αποτελούν σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους.

35      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως εκτιμάται με γνώμονα την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, το δε Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη μεταγενέστερες μεταβολές (βλ. προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, οι υπό εκπόνηση τροποποιήσεις της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες, άλλωστε, δεν έχουν ακόμα θεσπιστεί, δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να κριθεί βάσιμη.

37      Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας στη νομοθεσία της την απαίτηση της ελληνικής ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις πλοιάρχου και αξιωματικού (υποπλοιάρχου) σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 ΕΚ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

38      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας στη νομοθεσία της την απαίτηση της ελληνικής ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις πλοιάρχου και αξιωματικού (υποπλοιάρχου) σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 ΕΚ.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.