Language of document : ECLI:EU:T:2021:312

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 2ας Ιουνίου 2021 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Hispano Suiza – Προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης HISPANO SUIZA – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001]»

Στην υπόθεση T‑177/20,

Erwin Leo Himmel, κάτοικος Walchwil (Ελβετία), εκπροσωπούμενος από τον A. Gomoll, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον M. Fischer,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO:

Gonzalo Andres Ramirez Monfort, κάτοικος Βαρκελώνης (Ισπανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 21ης Ιανουαρίου 2020 (υπόθεση R 67/2019-1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ του E. L. Himmel και του G. A. Ramirez Monfort,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, Z. Csehi και G. Steinfatt (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαρτίου 2020,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιουλίου 2020,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση να ορισθεί ημερομηνία για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 18 Φεβρουαρίου 2017, ο Gonzalo Andres Ramirez Monfort, αντίδικος ενώπιον του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), κατέθεσε στο EUIPO αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως είχε τροποποιηθεί [έχει πλέον αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο λεκτικό σημείο Hispano Suiza.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 12, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Αυτοκίνητα».

4        Η αίτηση αυτή δημοσιεύθηκε στο Δελτίο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθ. 2017/038, της 24ης Φεβρουαρίου 2017.

5        Στις 17 Μαΐου 2017, ο προσφεύγων, Erwin Leo Himmel, άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 46 του κανονισμού 2017/1001), κατά της καταχωρίσεως του σήματος που ζητήθηκε για τα προϊόντα τα οποία διαλαμβάνονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης HISPANO SUIZA, το οποίο καταχωρίσθηκε την 1η Αυγούστου 2016 με αριθμό 9184003, για προϊόντα των κλάσεων 14 και 25 τα οποία αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 14: «Είδη ωρολογοποιίας και όργανα χρονομέτρησης»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας».

7        Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής ήταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).

8        Με απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2018, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή για τον λόγο ότι, ελλείψει ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και αυτών που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα, δεν μπορούσε να υπάρξει κανένας κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

9        Στις 10 Ιανουαρίου 2019, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του EUIPO προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, δυνάμει των άρθρων 66 έως 68 του κανονισμού 2017/1001.

10      Με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή.

11      Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, όπως εξήγησε το τμήμα ανακοπών, οχήματα όπως τα αυτοκίνητα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν παρόμοια με ωρολόγια, χρονόμετρα, ενδύματα, υποδήματα και είδη πιλοποιίας (σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Διαπίστωσε ότι τα πρώτα προϊόντα, τα οποία αποτελούν μεταφορικά μέσα, είναι εντελώς διαφορετικά από τα λοιπά προϊόντα, τα οποία συνίστανται σε όργανα χρονομετρήσεως και είδη προοριζόμενα να καλύψουν και να προστατεύσουν το σώμα (σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι δύο αυτές κατηγορίες προϊόντων διαφέρουν όλως προδήλως ως προς τη φύση τους, τον προορισμό τους και τη χρήση τους (σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεν πρόκειται για ανταγωνιστικά μεταξύ τους προϊόντα, δεδομένου ότι ανταποκρίνονται προδήλως σε διαφορετικές ανάγκες, ούτε για προϊόντα συμπληρωματικού χαρακτήρα, στο μέτρο που, μεταξύ άλλων, η οδήγηση αυτοκινήτου δεν είναι απαραίτητη για κάποιον που πρέπει να ενδυθεί ή επιθυμεί να πληροφορηθεί την ώρα (σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν υποστήριξε ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα ήταν παρόμοια ως εκ της φύσεώς τους, του προορισμού τους ή της χρήσεώς τους, ούτε καν ότι βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους ή ότι έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα (σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών απέρριψε τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος κατά τα οποία, πρώτον, υφίσταται «εμπορική πρακτική» συνιστάμενη, για τους κατασκευαστές αυτοκινήτων, στην επέκταση της χρήσεως του παγκοίνως γνωστού σήματός τους σε άλλα προϊόντα, όπως ενδύματα, ωρολόγια και άλλα χρηστικά ή διακοσμητικά αντικείμενα συμπληρωματικού χαρακτήρα (αξεσουάρ), δεύτερον, το ευρύ κοινό γνωρίζει την πρακτική αυτή, τρίτον, το ευρύ κοινό υποθέτει επομένως ότι η χρήση του ίδιου σήματος για τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα υποδηλώνει ότι προέρχονται από την ίδια επιχείρηση και, τέταρτον, τα προϊόντα αυτά εκλαμβάνονται κατά συνέπεια ως «παρόμοια» (σκέψεις 23 και 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά το τμήμα προσφυγών, ο προσφεύγων επιχείρησε κατ’ αυτόν τον τρόπο να αντικαταστήσει με ένα νέο κριτήριο περί ομοιότητας, συγκεκριμένα δε με το σχετικό με τις «εμπορικές πρακτικές», τα κριτήρια που έχει καθιερώσει η νομολογία, δηλαδή τη φύση, τον προορισμό, τη χρήση, τον ενδεχόμενο ανταγωνισμό και τη σχέση συμπληρωματικότητας (σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε όμως ότι, κατ’ εφαρμογήν των τελευταίων αυτών κριτηρίων, τα αυτοκίνητα, αφενός, και τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα, αφετέρου, δεν παρουσίαζαν καμία ομοιότητα (σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Κατά το τμήμα προσφυγών, οι εμπορικές πρακτικές ασκούν επιρροή μόνον προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη «συνδέσμου» μεταξύ των σημάτων και των προϊόντων που αυτά προσδιορίζουν, στο πλαίσιο του λόγου απαραδέκτου του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001, τον οποίο ο προσφεύγων δεν προέβαλε ενώπιον του τμήματος προσφυγών (σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι η χρήση του επίμαχου σήματος για αυτοκίνητα δεν προκαλούσε κίνδυνο συγχύσεως ή συσχετίσεως με προγενέστερο σήμα που είχε καταχωρισθεί για προϊόντα των κλάσεων 14 και 25, οπότε έκρινε ότι η ανακοπή ήταν «προδήλως αβάσιμη».

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

16      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση, αφενός, του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο του 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και, αφετέρου, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

18      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας υποβολής της επίμαχης αιτήσεως καταχωρίσεως, ήτοι της 18ης Φεβρουαρίου 2017, η οποία είναι καθοριστικής σημασίας για τον καθορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως διέπονται από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009 (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2014, Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C-591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 12, και της 18ης Ιουνίου 2020, Primart κατά EUIPO, C-702/18 P, EU:C:2020:489, σκέψη 2 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται εν γένει από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, οι παραπομπές στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 2017/1001 τις οποίες έκαναν το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση και ο προσφεύγων και το EUIPO στην επιχειρηματολογία τους πρέπει να νοηθούν ως παραπομπές στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 207/2009, διατάξεις με πανομοιότυπο περιεχόμενο ως προς τις προμνημονευθείσες. Όσον αφορά τους διαδικαστικούς και δικονομικούς κανόνες, καθόσον η ανακοπή ασκήθηκε στις 17 Μαΐου 2017, οι εκ μέρους του προσφεύγοντος παραπομπές στο άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001, ιδίως σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η ανακοπή, πρέπει να νοηθούν ως παραπομπές στο άρθρο 41, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, το οποίο έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο και ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της ανακοπής.

19      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα δεν είναι παρόμοια. Συγκεκριμένα, κατά τον προσφεύγοντα, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες για τη σύγκρισή τους, βάσει των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ούτε εξέτασε όλα τα λυσιτελή επιχειρήματα που ο ίδιος προέβαλε υπέρ της υπάρξεως ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων αυτών.

20      Κατά πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο κατάλογος των παραγόντων που συνάγονται από τη νομολογία για την εκτίμηση περί ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών δεν είναι εξαντλητικός.

21      Κατά τον προσφεύγοντα, από τη σκέψη 23 της αποφάσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon (C-39/97, EU:C:1998:442), προκύπτει ότι, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η φύση των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, ο προορισμός τους, η χρήση τους και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους (στο εξής: κριτήρια της αποφάσεως Canon). Η φράση «μεταξύ άλλων» καταδεικνύει ότι η απαρίθμηση των παραγόντων αυτών είναι καθαρά ενδεικτική, καθόσον είναι δυνατόν άλλοι κρίσιμοι παράγοντες να προστεθούν στους εν λόγω ή να τους αντικαταστήσουν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ομοιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών δεν εξαρτάται από συγκεκριμένο αριθμό κριτηρίων δυνάμενων να καθορισθούν εκ των προτέρων και να εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις.

22      Κατά πάγια νομολογία, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη, πέραν των κριτηρίων της αποφάσεως Canon, και άλλοι παράγοντες, δηλαδή τα δίκτυα διανομής, το ενδιαφερόμενο κοινό, η συνήθης προέλευση των προϊόντων και, ενδεχομένως, η ταυτότητα μεταξύ των παραγωγών ή κατασκευαστών. Κατά την εκτίμηση της ομοιότητας των προϊόντων, η σύγκριση πρέπει να στηρίζεται στον προσδιορισμό των κρίσιμων παραγόντων που χαρακτηρίζουν όλως ιδιαιτέρως τα προς σύγκριση προϊόντα, λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της ιδιαίτερης εμπορικής υποστάσεως ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Κατά τον προσφεύγοντα, η σημασία ενός συγκεκριμένου παράγοντα εξαρτάται, επομένως, από τα κατά περίπτωση συγκρινόμενα προϊόντα. Η συνήθης προέλευση των προϊόντων και μια ορισμένη καθιερωμένη πρακτική της αγοράς μεταξύ των κατασκευαστών αυτοκινήτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, εν προκειμένω, οι καθοριστικής σημασίας παράγοντες. Το τμήμα προσφυγών, όμως, δεν έλαβε υπόψη κανέναν άλλο παράγοντα πέραν των κριτηρίων της αποφάσεως Canon και περιορίσθηκε στη διαπίστωση ότι ο παράγοντας που αφορά την εμπορική πρακτική, τον οποίο επικαλέσθηκε ο προσφεύγων, αποτελεί νέο παράγοντα που δεν μνημονεύεται στην απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon (C-39/97, EU:C:1998:442), και που ως εκ τούτου δεν είναι παραδεκτός.

23      Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η εκτίμηση περί ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων δεν μπορεί, εν προκειμένω, να περιορισθεί αποκλειστικώς στα κριτήρια της αποφάσεως Canon, διότι άλλως θα αγνοηθούν κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση περί ομοιότητας των προϊόντων, όπως η συνήθης πρακτική της πλειονότητας των κατασκευαστών αυτοκινήτων εντός της Ένωσης, η οποία συνίσταται στην παραγωγή και πώληση ενδυμάτων σε μεγάλη κλίμακα, αφενός, και το γεγονός ότι οι καταναλωτές γνωρίζουν τη συγκεκριμένη πρακτική και είναι εξοικειωμένοι με αυτήν, αφετέρου. Επιπλέον, κατά τον προσφεύγοντα, η εν λόγω πρακτική της αγοράς είχε εν προκειμένω ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ορισμένης γνωστικής συμπεριφοράς, μιας ορισμένης νοοτροπίας.

24      Επιπλέον, μια ορισμένη πρακτική της αγοράς σε συγκεκριμένο εμπορικό κλάδο θεωρείται εν γένει καθοριστικής σημασίας παράγοντας, όπως καταδεικνύουν οι αποφάσεις του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 8ης Ιουνίου 2017 (υπόθεση R 1447/2016-5, σκέψη 54), του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 16ης Νοεμβρίου 2017 (υπόθεση R 968/2015-5, σκέψη 49), και του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 15ης Δεκεμβρίου 2017 (υπόθεση R 1527/2017-2, σκέψη 26).

25      Κατά δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, εάν το τμήμα προσφυγών είχε εκτιμήσει την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων με γνώμονα το κριτήριο της γνωστής στους καταναλωτές εμπορικής πρακτικής η οποία συνίσταται στην εκ μέρους των κατασκευαστών αυτοκινήτων της Ένωσης προσφορά όχι μόνον αυτοκινήτων, εξαρτημάτων και εξοπλισμού αυτοκινήτων, αλλά και ευρείας γκάμας ενδυμάτων και αξεσουάρ, θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα αυτά ήταν παρόμοια. Κατά τον προσφεύγοντα, οι πραγματικοί και δυνητικοί αγοραστές ενδυμάτων και αξεσουάρ που φέρουν σήμα το οποίο χρησιμοποιείται επίσης για αυτοκίνητα επιδιώκουν κατά τον τρόπο αυτό να δηλώσουν εν γένει ότι διαθέτουν αυτοκίνητο προερχόμενο από συγκεκριμένο κατασκευαστή ή ότι ενδιαφέρονται για τα αυτοκίνητα που κατασκευάζει ή ότι τα θαυμάζουν και, επομένως, επιδιώκουν να συνδέσουν τις διαφορετικές αυτές κατηγορίες προϊόντων. Επιπλέον, όταν το ίδιο σήμα χρησιμοποιείται τόσο για αυτοκίνητα όσο και για είδη ωρολογοποιίας, όργανα χρονομετρήσεως, ενδύματα, υποδήματα και είδη πιλοποιίας, το ενδιαφερόμενο κοινό είναι πεπεισμένο ότι όλα αυτά τα προϊόντα κατασκευάζονται ή διατίθενται στο εμπόριο υπό τον αποκλειστικό έλεγχο μιας επιχειρήσεως ή, τουλάχιστον, επιχειρήσεων που συνδέονται οικονομικώς, μολονότι τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν είναι μεταξύ τους ούτε ανταγωνιστικά ούτε συμπληρωματικά.

26      Κατά τρίτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα αυτά δεν ήταν παρόμοια επειδή δεν έλαβε υπόψη το ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα προέρχονταν από τους ίδιους κατασκευαστές και πωλούνταν μέσω των ίδιων δικτύων διανομής. Συναφώς, πρώτον, ο προσφεύγων διατείνεται ότι ο πραγματικός τόπος κατασκευής δεν έχει εξίσου καθοριστική σημασία με το ζήτημα αν το ενδιαφερόμενο κοινό λαμβάνει υπόψη ότι η ίδια οντότητα διευθύνει και/ή ελέγχει την παραγωγή ή την προμήθεια των προϊόντων και επισημαίνει ότι το τμήμα ανακοπών διαπίστωσε ότι, σήμερα, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων προσφέρουν επίσης με τα σήματά τους προϊόντα όπως αυτά που εμπίπτουν στις κλάσεις 14 και 25. Κατά τον προσφεύγοντα, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε επίσης ότι τα αυτοκίνητα, τα ενδύματα και τα είδη ωρολογοποιίας συχνά κατασκευάζονται και διατίθενται υπό την ευθύνη των ίδιων κατασκευαστών, δηλαδή των κατασκευαστών αυτοκινήτων. Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι από τις εκτυπώσεις των σελίδων ιστοτόπων που επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι τα ενδύματα και τα αξεσουάρ που διαθέτουν στο εμπόριο οι κατασκευαστές αυτοκινήτων είναι διαθέσιμα στους ιστοτόπους τους, οι οποίοι συχνά περιέχουν και λεπτομερείς πληροφορίες για τα προσφερόμενα προς πώληση αυτοκίνητα. Επιπλέον, πολλοί παραγωγοί προσφέρουν τα ενδύματά τους μέσω των συνήθων αντιπροσώπων τους αυτοκινήτων.

27      Ως εκ τούτου, η ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων προκύπτει επίσης από το ότι προέρχονται από τον ίδιο κατασκευαστή και διατίθενται προς πώληση ή πωλούνται μέσω των ίδιων δικτύων διανομής. Επομένως, η χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για αυτοκίνητα αποτελεί την αιτία προκλήσεως κινδύνου συγχύσεως και συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα που είχε καταχωρισθεί για προϊόντα των κλάσεων 14 και 25.

28      Το EUIPO αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

29      Κατά πρώτον, το EUIPO υποστηρίζει ότι, μολονότι η νομολογία δεν παρέχει εξαντλητικό κατάλογο των κρίσιμων παραγόντων, καθορίζει εντούτοις ορισμένους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται κατά σύστημα υπόψη για την εκτίμηση της ομοιότητας των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, συγκεκριμένα δε τα κριτήρια της αποφάσεως Canon. Αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων κάθε περιπτώσεως, μπορούν επίσης να αποδειχθούν κρίσιμοι «επιπλέον» παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής, το ενδιαφερόμενο κοινό ή η συνήθης προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών.

30      Όπως, όμως, υποστηρίζει το EUIPO, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι από την εφαρμογή των κριτηρίων της αποφάσεως Canon δεν προκύπτει κανενός βαθμού ομοιότητα μεταξύ, αφενός, των αυτοκινήτων και, αφετέρου, των ειδών ωρολογοποιίας, των οργάνων χρονομετρήσεως, των ενδυμάτων, των υποδημάτων και των ειδών πιλοποιίας.

31      Κατά δεύτερον, το EUIPO αμφισβητεί τη σημασία της ιδιαίτερης για τον κλάδο των αυτοκινήτων εμπορικής πρακτικής την οποία επικαλείται ο προσφεύγων. Οι εμπορικές πρακτικές μπορούν να έχουν ορισμένη σημασία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί υπάρξεως συνδέσμου βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009. Ωστόσο, κατά το EUIPO, δεν αποτελούν κρίσιμο και, κατά μείζονα λόγο, καθοριστικής σημασίας παράγοντα στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί ομοιότητας των προϊόντων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει το EUIPO, η έννοια του συνδέσμου, για την απόδειξη του οποίου μπορούν να έχουν σημασία οι εμπορικές πρακτικές, είναι ευρύτερη από εκείνην της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Το EUIPO επισημαίνει, συναφώς, ότι η απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 8ης Ιουνίου 2017 (υπόθεση R 1447/2016‑5), στην οποία στηρίζεται ο προσφεύγων, δεν αφορά την ομοιότητα των προϊόντων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, αλλά την απόδειξη της υπάρξεως συνδέσμου στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν προέβαλε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, το επιχείρημα που αντλεί από την υποτιθέμενη σημασία των εμπορικών πρακτικών ως καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την υπό κρίση υπόθεση πρέπει, κατά το EUIPO, να απορριφθεί.

32      Κατά τρίτον, όσον αφορά, πρώτον, το επιπλέον κριτήριο της συνήθους προελεύσεως των προϊόντων, το EUIPO θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να προκριθεί περιοριστική προσέγγιση προκειμένου να αποφευχθεί αποδυνάμωσή του. Εν προκειμένω, εάν γινόταν δεκτό ότι όλα τα είδη προϊόντων ή υπηρεσιών τα οποία προέρχονται από την ίδια μεγάλη επιχείρηση ή εταιρία έχουν την ίδια προέλευση, το κριτήριο αυτό θα έχανε τη σημασία του. Το EUIPO φρονεί ότι, μολονότι δεν είναι ασύνηθες για τους κατασκευαστές αυτοκινήτων να θέτουν το σήμα του αυτοκινήτου που κατασκευάζουν σε πολλά άλλα προϊόντα, το κοινό έχει πλήρη επίγνωση του ότι πρόκειται εν γένει για δραστηριότητα που αφορά παράγωγα και παρεπόμενα είδη, τα οποία κατασκευάζονται από άλλες επιχειρήσεις με σκοπό την προώθηση του κύριου προϊόντος, δηλαδή των αυτοκινήτων, και όχι για την κύρια εμπορική δραστηριότητα του κατασκευαστή αυτοκινήτων που κατέχει το σήμα. Το κοινό έχει πλήρη επίγνωση του ότι η αγορά ενδυμάτων και ωρολογίων διαφέρει ουσιωδώς από εκείνην των αυτοκινήτων και, κατά συνέπεια, δεν αναμένει εν γένει ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα κατασκευάζονται και προσφέρονται προς πώληση από την ίδια επιχείρηση.

33      Δεύτερον, το EUIPO θεωρεί ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα είναι πράγματι δυνατόν να απευθύνονται άπαντα στους τελικούς καταναλωτές. Τα ωρολόγια ή τα ενδύματα μπορούν επίσης περιστασιακώς να έχουν κοινά δίκτυα διανομής με τα αυτοκίνητα, στο μέτρο που μπορούν να προσφέρονται προς πώληση μέσω των ιστοτόπων αντιπροσώπων αυτοκινήτων ή ακόμη, σε φυσική μορφή, σε καταστήματα αντιπροσώπων αυτοκινήτων ως παράγωγα είδη. Ωστόσο, η ενδεχόμενη αυτή σχέση δεν συνεπάγεται ότι προϊόντα όπως ενδύματα ή ωρολόγια αποτελούν ομοιογενή ομάδα με αυτοκίνητα ή ότι προσφέρονται εν γένει προς πώληση και πωλούνται μαζί με τα αυτοκίνητα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και ενδεχόμενοι σύνδεσμοι όσον αφορά σχετικώς ευαίσθητους παράγοντες συμπληρωματικού χαρακτήρα, όπως το ενδιαφερόμενο κοινό ή τα δίκτυα διανομής, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υπερισχύσουν της ελλείψεως ομοιοτήτων όσον αφορά τη φύση, τον προορισμό και τη χρήση των προϊόντων ή όσον αφορά οποιοδήποτε άλλο κριτήριο της αποφάσεως Canon.

34      Ως εκ τούτου, κατά το EUIPO, καθόσον δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, συγκεκριμένα δε η ομοιότητα μεταξύ προϊόντων, ορθώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη.

35      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, μολονότι ο προσφεύγων επικαλείται, προς στήριξη της προσφυγής του, όχι μόνον το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, αλλά και το άρθρο 41, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν προβάλλει εντούτοις κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα σχετικά με την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία εξάλλου προβλέπει κατ’ ουσίαν ορισμένους κανόνες σχετικούς με την άσκηση ανακοπής κατά της καταχωρίσεως σήματος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως προβάλλεται αποκλειστικώς παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

36      Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, απορρίπτεται το αίτημα καταχωρίσεως σήματος εάν, λόγω του ότι αυτό είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το προγενέστερο σήμα και λόγω του ότι είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσδιορίζονται από τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως για το κοινό της περιοχής εντός της οποίας απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

37      Η έννοια του κινδύνου συσχετίσεως δεν αποτελεί εναλλακτική εκείνης του κινδύνου συγχύσεως, αλλά χρησιμεύει για τη διευκρίνιση του εύρους της. Επομένως, το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της έννοιας του κινδύνου συσχετίσεως εάν δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερομένου κοινού [βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Continental Wind Partners κατά ΓΕΕΑ – Continental Reifen Deutschland (CONTINENTAL WIND PARTNERS), T-185/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:769, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικά συνδεόμενες επιχειρήσεις. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ιδίως ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων και μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα εν λόγω σημεία, καθώς και το εύρος της φήμης και ο βαθμός του εγγενούς ή κτηθέντος διά της χρήσεως διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος [αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2011, Ferrero κατά ΓΕΕΑ, C-552/09 P, EU:C:2011:177, σκέψη 64, και της 8ης Μαΐου 2014, Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C-591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 20· βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T-162/01, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

39      Η σφαιρική αυτή εκτίμηση περί του κινδύνου συγχύσεως συνεπάγεται ορισμένη αλληλεξάρτηση μεταξύ των συνεκτιμωμένων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών. Επομένως, ενδεχόμενος μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από μεγάλο βαθμό ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, και αντιστρόφως (βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Les Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, C‑16/06 P, EU:C:2008:739, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Ωστόσο, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει ταυτόχρονα το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων και το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς [βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2009, Commercy κατά ΓΕΕΑ – easyGroup IP Licensing (easyHotel), T-316/07, EU:T:2009:14, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Επομένως, εξακολουθεί να είναι αναγκαίο, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι πανομοιότυπο με σήμα του οποίου ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ιδιαίτερα έντονος, να αποδειχθεί η ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών (διάταξη της 9ης Μαρτίου 2007, Alecansan κατά ΓΕΕΑ, C-196/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:159, σκέψη 24). Αντιθέτως προς ό,τι προβλέπει, για παράδειγμα, το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, το οποίο αφορά ρητώς τις περιπτώσεις όπου τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες δεν είναι παρόμοια, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, Waterford Wedgwood κατά Assembled Investments (Proprietary) και ΓΕΕΑ, C‑398/07 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:288, σκέψη 34].

42      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν υφίστατο κανένας κίνδυνος συγχύσεως για το ενδιαφερόμενο κοινό αποκλειστικώς βάσει συγκρίσεως των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων, χωρίς να εξετάσει τις λοιπές προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 38 ανωτέρω, μεταξύ των οποίων καταλέγεται ιδίως η ομοιότητα μεταξύ των σημείων, και χωρίς να προβεί σε σφαιρική εκτίμηση περί της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων παραγόντων. Ωστόσο, μια έστω ελαφρά ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων καθιστά αναγκαία την εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εξέταση του ζητήματος αν μια ενδεχομένως έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημείων, ή το πανομοιότυπό τους, μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο συγχύσεως του καταναλωτή ως προς την προέλευση των προϊόντων [απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), T-443/05, EU:T:2007:219, σκέψη 40].

43      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ορθώς ότι δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων που προσδιορίζονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα.

 Επί της σημασίας του κριτηρίου της «εμπορικής πρακτικής»

44      Κατά τη νομολογία που απορρέει από τη σκέψη 23 της αποφάσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon (C-39/97, EU:C:1998:442), προκειμένου να γίνει σύγκριση μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη μεταξύ τους σχέση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση των προϊόντων ή υπηρεσιών, ο προορισμός τους, η χρήση τους και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών ή ακόμη το ότι τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες διατίθενται συχνά προς πώληση στα ίδια εξειδικευμένα σημεία πωλήσεως, στοιχείο δυνάμενο να διευκολύνει τον τρόπο με τον οποίο ο οικείος καταναλωτής αντιλαμβάνεται τους υφιστάμενους μεταξύ τους στενούς δεσμούς και να ενισχύσει την εντύπωση ότι την ευθύνη κατασκευής των προϊόντων αυτών ή της παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών φέρει η ίδια επιχείρηση [αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2016, Hesse κατά ΓΕΕΑ, C-50/15 P, EU:C:2016:34, σκέψεις 21 έως 23, και της 10ης Ιουνίου 2015, AgriCapital κατά ΓΕΕΑ – agri.capital (AGRI.CAPITAL), T‑514/13, EU:T:2015:372, σκέψη 29· βλ., επίσης, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2015, The Tea Board κατά ΓΕΕΑ – Delta Lingerie (Darjeeling), T-627/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:740, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

45      Η διατύπωση κατά την οποία πρέπει «να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων [ή των] υπηρεσιών» και κατά την οποία «οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τη φύση τους, τον προορισμό τους, τη χρήση τους καθώς και τον ανταγωνιστικό ή συμπληρωματικό χαρακτήρα τους» δηλώνει σαφώς, όπως ορθώς υποστηρίζει ο προσφεύγων, ότι ο κατάλογος αυτός κριτηρίων δεν είναι εξαντλητικός. Εξάλλου, ο εν λόγω κατάλογος συμπληρώθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon (C-39/97, EU:C:1998:442), με την προσθήκη άλλων κριτηρίων [απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Ogrodnik κατά EUIPO – Aviário Tropical (Tropical), T-804/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:431, σκέψη 58], μεταξύ των οποίων καταλέγονται η συνήθης προέλευση των οικείων προϊόντων [αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2017, Banca Monte dei Paschi di Siena και Banca Widiba κατά EUIPO – ING-DIBa (WIDIBA), T-83/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:662, σκέψη 64, και της 13ης Νοεμβρίου 2018, Camomilla κατά EUIPO – CMT (CAMOMILLA), T‑44/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:775, σκέψεις 76 και 91] και, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω, τα δίκτυα διανομής τους. Επιπλέον, έχει κριθεί ότι το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά διατίθενται προς πώληση από τα ίδια εξειδικευμένα καταστήματα καθιστά ευχερέστερη την εκ μέρους του ενδιαφερόμενου καταναλωτή αντίληψη περί του ότι υφίστανται μεταξύ τους στενοί δεσμοί και ενισχύει την εντύπωση ότι η ευθύνη της κατασκευής τους απόκειται στην ίδια επιχείρηση [απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Demon International κατά ΓΕΕΑ – Big Line (DEMON), T‑380/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:76, σκέψη 42].

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε, στις σκέψεις 24 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε πλάνη περί το δίκαιο αποκλείοντας a priori την εκτίμηση περί ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων με γνώμονα το κριτήριο των εμπορικών πρακτικών που προέβαλε ο προσφεύγων. Πράγματι, δεν αποκλείεται άλλα κριτήρια εκτός αυτών που διατύπωσε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συγκεκριμένα δε, πέραν των κριτηρίων της αποφάσεως Canon, τα δίκτυα διανομής και η ταυτότητα των σημείων πωλήσεως, να ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών εν γένει, καθώς και μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων ειδικότερα.

47      Το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε, βεβαίως, στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα κρίσιμα κριτήρια για την εκτίμηση της ομοιότητας των προϊόντων, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι μπορούσαν επίσης να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες. Εντούτοις, παρέλειψε να εκτιμήσει την ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων υπό το πρίσμα των άλλων αυτών παραγόντων. Όσον αφορά, ειδικότερα, την εμπορική πρακτική που επικαλείται ο προσφεύγων, το τμήμα προσφυγών εξήγησε, στη σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συλλογιστική του προσφεύγοντος δεν μπορεί να γίνει δεκτή διότι επιχειρεί να αντικαταστήσει με ένα νέο κριτήριο περί ομοιότητας, συγκεκριμένα δε με εκείνο των εμπορικών πρακτικών, τα κριτήρια που έχει καθιερώσει η νομολογία, ήτοι τη φύση, τον προορισμό, τη χρήση, τον ανταγωνισμό και τη σχέση συμπληρωματικότητας. Κατά το τμήμα προσφυγών, δεδομένου ότι δεν υφίσταται ομοιότητα λαμβανομένων υπόψη των τελευταίων αυτών κριτηρίων, το επιχείρημα του προσφεύγοντος που αντλείται από την εμπορική πρακτική έπρεπε να απορριφθεί (σκέψεις 25 και 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά το τμήμα προσφυγών, οι εμπορικές πρακτικές μπορούσαν να ασκούν επιρροή μόνον προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των σημάτων στο πλαίσιο του λόγου απαραδέκτου που διαλαμβάνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 (σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

48      Οι σκέψεις 24 έως 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η εκ μέρους του ανάλυση, η οποία απορρέει από την εφαρμογή των κριτηρίων της αποφάσεως Canon, δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από μόνον τον παράγοντα της εμπορικής πρακτικής. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή θα αντέβαινε στο συμπέρασμα που συνάγεται από τις σκέψεις 21 και 23 της αποφάσεως της 21ης Ιανουαρίου 2016, Hesse κατά ΓΕΕΑ (C-50/15 P, EU:C:2016:34), κατά το οποίο δεν αποκλείεται ένα σχετικό κριτήριο να μπορεί να θεμελιώσει, αυτό καθεαυτό, την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών, μολονότι η εφαρμογή των λοιπών κριτηρίων συνηγορεί υπέρ της απουσίας τέτοιας ομοιότητας. Εν πάση περιπτώσει, είναι αδύνατο να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος ενός επιπλέον κριτηρίου, όπως είναι η εμπορική πρακτική, στην ανάλυση που έχει ήδη πραγματοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν των παραγόντων που απορρέουν από την απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon (C-39/97, EU:C:1998:442), πριν εξετασθεί πραγματικά το κριτήριο αυτό. Το τμήμα προσφυγών, όμως, δεν προέβη σε τέτοια εξέταση.

49      Επιπλέον, ουδόλως συνάγεται από το γράμμα της σκέψεως 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το τμήμα προσφυγών είχε την πρόθεση να περιορίσει την ισχύ της διαπιστώσεως ότι «[ο]ι εμπορικές πρακτικές δύνανται να ασκούν επιρροή μόνον προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη “συνδέσμου” μεταξύ των σημάτων (και των προϊόντων που αυτά προσδιορίζουν), δηλαδή στο πλαίσιο του λόγου απαραδέκτου του άρθρου 8, παράγραφος 5, του [κανονισμού 207/2009]» στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Επομένως, η διαπίστωση αυτή, διατυπωθείσα κατά τρόπο που να την εμφανίζει ως λογικώς αναγκαία συνέπεια και κρίση γενικής ισχύος, δηλώνει σαφώς ότι, κατά το τμήμα προσφυγών, οι εμπορικές πρακτικές δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ασκούν οποιαδήποτε επιρροή κατά την εξέταση της ομοιότητας των προϊόντων στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Επισημαίνεται ότι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, το EUIPO επιβεβαίωσε ότι, κατά την αντίληψή του, οι εμπορικές πρακτικές δεν αποτελούσαν κρίσιμο παράγοντα στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί ομοιότητας των προϊόντων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

50      Είναι μεν αληθές ότι κακώς ο προσφεύγων στηρίζεται σε τρεις συγκεκριμένες αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών του EUIPO προκειμένου να υποστηρίξει ότι στο παρελθόν το EUIPO έχει δεχθεί ότι το κριτήριο αυτό είναι κρίσιμο για την εκτίμηση περί ομοιότητας των προϊόντων στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω). Αφενός, όπως ορθώς υποστηρίζει το EUIPO, η απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 8ης Ιουνίου 2017 (υπόθεση R 1447/2016-5) δεν εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, αλλά βάσει της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού. Αφετέρου, η συνεκτίμηση της εμπορικής πρακτικής στις αποφάσεις του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 16ης Νοεμβρίου 2017 (υπόθεση R 968/2015-5, σκέψη 49) και του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 15ης Δεκεμβρίου 2017 (υπόθεση R 1527/2017-2, σκέψη 26) εντασσόταν στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως περί υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως και όχι στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων.

51      Εντούτοις, χωρίς να μνημονεύεται ρητώς, το κριτήριο της εμπορικής πρακτικής έχει ήδη ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση περί ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Επί παραδείγματι, το γεγονός ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα και υπηρεσίες διετίθεντο συχνά στο εμπόριο από κοινού ελήφθη υπόψη προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών [απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Yoo Holdings κατά ΓΕΕΑ – Eckes-Granini Group (YOO), T‑562/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:363, σκέψη 27]. Σε άλλες υποθέσεις κρίθηκε επίσης ότι έπρεπε να εκτιμηθεί αν οι καταναλωτές θεωρούσαν σύνηθες τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα να διατίθενται στο εμπόριο υπό το ίδιο σήμα, στοιχείο το οποίο προϋποθέτει, συνήθως, ότι πολλοί από τους αντίστοιχους παραγωγούς ή διανομείς των προϊόντων αυτών είναι οι ίδιοι [αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2015, Nanu-Nana Joachim Hoepp κατά ΓΕΕΑ – Vincci Hoteles (NANU), T-89/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:479, σκέψη 35, και της 10ης Οκτωβρίου 2018, Cuervo y Sobrinos 1882 κατά EUIPO – A. Salgado Nespereira (Cuervo y Sobrinos LA HABANA 1882), T-374/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:669, σκέψη 41· βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Delta-Sport κατά EUIPO – Delta Enterprise (DELTA SPORT), T-387/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:65, σκέψεις 59 και 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Κατά τα λοιπά, αντιθέτως προς ό,τι θα μπορούσε να συναχθεί από τη σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από τα επιχειρήματα του EUIPO που παρατίθενται στη σκέψη 31 ανωτέρω, το γεγονός ότι ένα κριτήριο θεωρείται κρίσιμο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, ότι δεν είναι κρίσιμο στο πλαίσιο της εφαρμογής της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου άρθρου [πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Compagnie des montres Longines, Francillon κατά ΓΕΕΑ – Cheng (B), T-505/12, EU:T:2015:95, σκέψεις 47 και 48].

53      Ομοίως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα του EUIPO ότι, αφενός, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα κριτήρια της αποφάσεως Canon πρέπει να λαμβάνονται κατά σύστημα υπόψη για την εκτίμηση περί ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών, ενώ συμπληρωματικά κριτήρια δύνανται να ασκούν επιρροή αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων κάθε περιπτώσεως και, αφετέρου, ότι τα κριτήρια αυτά είναι «εύθραυστης αξίας», οπότε δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να κατισχύσουν της ελλείψεως ομοιότητας λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων της αποφάσεως Canon. Πράγματι, από την απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Hesse κατά ΓΕΕΑ (C-50/15 P, EU:C:2016:34, σκέψη 23), προκύπτει, πρώτον, ότι καθένα από τα κριτήρια που διατυπώθηκαν από τη νομολογία, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για κάποιο από τα αρχικά κριτήρια ή για τα κριτήρια που προστέθηκαν εκ των υστέρων στα αρχικά, είναι απλώς ένα κριτήριο μεταξύ πλειόνων, δεύτερον, ότι τα κριτήρια είναι αυτοτελή και, τρίτον, ότι η ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί να στηριχθεί σε ένα μόνον από τα κριτήρια αυτά (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω). Επιπλέον, μολονότι το EUIPO υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των οικείων προϊόντων, μπορεί να μη λάβει υπόψη παράγοντες που δεν ασκούν επιρροή στη σχέση μεταξύ των εν λόγω προϊόντων [βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2011, Pukka Luggage κατά ΓΕΕΑ – Azpiroz Arruti (PUKKA), T-483/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:692, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

54      Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι από τις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO σχετικά με την εξέταση των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι μια καθιερωμένη εμπορική χρήση συνιστάμενη στην εκ μέρους των κατασκευαστών διεύρυνση του πεδίου δραστηριότητάς τους ώστε να καταλαμβάνει και παραπλήσιες αγορές έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να γίνει δεκτό ότι προϊόντα και υπηρεσίες διαφορετικής φύσεως έχουν την ίδια προέλευση. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές αυτές, σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται αν η συγκεκριμένη διεύρυνση είναι συνήθης στον οικείο τομέα.

55      Συνεπώς, η ύπαρξη ορισμένης εμπορικής πρακτικής δύναται να αποτελέσει κριτήριο που ασκεί επιρροή κατά την εξέταση της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

56      Ως εκ τούτου, κακώς το τμήμα προσφυγών απέκλεισε a priori ότι το κριτήριο που αφορά την εμπορική πρακτική μπορεί να ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξετάσεως της ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων. Στο μέτρο που, λόγω της πλάνης του, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε συγκεκριμένα τη σημασία και εν συνεχεία, ενδεχομένως, τον αντίκτυπο του κριτηρίου αυτού ως προς την εκτίμηση περί ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί το ίδιο επί του ζητήματος αυτού [αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72, της 12ης Ιουλίου 2018, Lotte κατά EUIPO – Nestlé Unternehmungen Deutschland (Απεικόνιση κοάλα), T-41/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:438, σκέψεις 54 και 55, και της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Idea Groupe κατά EUIPO – The Logistical Approach (Idealogistic Verhoeven Greatest care in getting it there), T-29/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:841, σκέψη 91].

 Επί των κριτηρίων περί ταυτότητας μεταξύ των κατασκευαστών και των δικτύων διανομής

57      Ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα ήταν παρόμοια επίσης και κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων της συνήθους προελεύσεως και ενδεχομένως της ταυτότητας μεταξύ των κατασκευαστών, καθώς και του κριτηρίου των δικτύων διανομής. Μολονότι, όμως, τα δύο αυτά κριτήρια έχουν αναγνωρισθεί τόσο από τη νομολογία (βλ. ιδίως τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 45 ανωτέρω) όσο και από το ίδιο το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ασκούντα επιρροή κατά την εκτίμηση περί ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε εν προκειμένω τα δύο αυτά κριτήρια ούτε, εξάλλου, και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή του, τα συγκεκριμένα κριτήρια στερούνταν σημασίας στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, όπως ορθώς υποστηρίζει ο προσφεύγων (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω).

58      Μολονότι στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως υπάρχει η «συνήθης» υπόμνηση της νομολογίας σχετικά με τους κρίσιμους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της ομοιότητας των προϊόντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στη σκέψη 24 της αποφάσεως αυτής, δηλαδή στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση αυτή παραπέμπει μόνο στα πέντε κριτήρια της αποφάσεως Canon, χωρίς να μνημονεύει εκείνα που ειδικώς προέβαλε ο προσφεύγων. Από τις σκέψεις, ιδίως, 23 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιόν του ο προσφεύγων αποκλειστικώς υπό το πρίσμα του ζητήματος αν η εμπορική πρακτική την οποία επικαλέσθηκε ο προσφεύγων μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως κρίσιμος παράγοντας που έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων.

59      Το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τα κριτήρια της συνήθους προελεύσεως και ενδεχομένως της ταυτότητας μεταξύ των κατασκευαστών, καθώς και το κριτήριο των δικτύων διανομής, κατά την ανάλυση που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνεται επίσης από τη σκέψη 7 της εν λόγω αποφάσεως, όπου συνοψίζονται τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής του. Πράγματι, η σύνοψη αυτή παραλείπει να μνημονεύσει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με τα τελευταία αυτά κριτήρια.

60      Επιπλέον, στις σκέψεις 19 έως 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών προέβη το ίδιο στην εκτίμηση περί ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων, πλην όμως αποκλειστικώς βάσει των κριτηρίων της αποφάσεως Canon, μολονότι το αποτέλεσμα της εκτιμήσεως αυτής δεν είχε αμφισβητηθεί από τον προσφεύγοντα. Υπό τις περιστάσεις αυτές και ελλείψει οποιουδήποτε σχετικού επιχειρήματος του EUIPO, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το τμήμα προσφυγών είχε την πρόθεση να επικυρώσει την απόφαση του τμήματος ανακοπών σε σχέση με τα δύο επίμαχα κριτήρια που προέβαλε ειδικώς ο προσφεύγων, ήτοι, τη συνήθη προέλευση των προϊόντων, ενδεχομένως δε την ταυτότητα μεταξύ των κατασκευαστών, και τα δίκτυα διανομής, αλλά να αναπτύξει συγχρόνως την ανάλυσή του αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των κριτηρίων που δεν μνημονεύονταν στην ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή, χωρίς να προβεί σε δική του ρητή εκτίμηση ακριβώς σε σχέση με τα κριτήρια στα οποία στηριζόταν η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος. Πράγματι, μολονότι το τμήμα προσφυγών, στη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέπεμψε στο τελικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το τμήμα ανακοπών με την απόφασή του, δεν μνημόνευσε κανένα συγκεκριμένο σημείο ή απόσπασμα της αποφάσεως αυτής, στοιχείο το οποίο θα καθιστούσε δυνατόν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πρόθεσή του ήταν να ενσωματώσει τις εκτιμήσεις του τμήματος ανακοπών στη δική του απόφαση, προκειμένου να αποφευχθούν επαναλήψεις.

61      Στο σημείο 19 του υπομνήματος αντικρούσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι οι επιπλέον σε σχέση με τα κριτήρια της αποφάσεως Canon παράγοντες, όπως το κριτήριο των δικτύων διανομής, είναι «σχετικά εύθραυστης αξίας» και δεν μπορούν να κατισχύσουν της διαπιστώσεως ότι κανένα από τα κριτήρια της αποφάσεως Canon δεν πληρούται εν προκειμένω. Αφενός, όμως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, ο κατάλογος των κριτηρίων που μνημονεύονται ρητώς στην απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon (C‑39/97, EU:C:1998:442), δεν είναι εξαντλητικός. Αφετέρου, κάθε κριτήριο που διατυπώθηκε με τη μεταγενέστερη της συγκεκριμένης αποφάσεως νομολογία είναι αυτοτελές, οπότε η εκτίμηση περί ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να στηρίζεται σε ένα μόνον από τα εν λόγω κριτήρια (σκέψη 53 ανωτέρω).

62      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών, παραλείποντας να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν ελήφθησαν υπόψη τα κριτήρια της συνήθους προελεύσεως, ενδεχομένως δε της ταυτότητας μεταξύ των κατασκευαστών, καθώς και το κριτήριο των δικτύων διανομής, δεν παρέθεσε το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και των νομικών κρίσεων που είχαν ουσιώδη σημασία για να αποφανθεί ότι τα προϊόντα δεν ήταν παρόμοια, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει έλλειψη αιτιολογίας (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Tropical, T-804/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:431, σκέψη 178).

63      Το EUIPO προβάλλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διάφορα επιχειρήματα κατά τα οποία η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών δεν οδηγεί, εν προκειμένω, σε διαπίστωση ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων (βλ. σκέψεις 32 και 33 ανωτέρω).

64      Συναφώς, παρατηρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει τέτοια εκτίμηση. Αφενός, όμως, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί, στο πλαίσιο του εκ μέρους του ελέγχου νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε εκτίμηση επί της οποίας δεν αποφάνθηκε το τμήμα προσφυγών (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72), και, αφετέρου, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το EUIPO δεν μπορεί να τεκμηριώσει την προσβαλλόμενη απόφαση με στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψη στην απόφαση αυτή [βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2017, Aldi κατά EUIPO – Rouard (GOURMET), T-572/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:591, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

65      Επομένως, η επιχειρηματολογία αυτή είναι απαράδεκτη [απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Volvo Trademark κατά EUIPO – Paalupaikka (V V‑WHEELS), T-356/18, EU:T:2019:690, σκέψη 49].

66      Η πλάνη περί το δίκαιο και η έλλειψη αιτιολογίας που διαπιστώθηκαν, αντιστοίχως, στις σκέψεις 56 και 62 ανωτέρω συνεπάγονται ότι ο μόνος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.

67      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 21ης Ιανουαρίου 2020 (υπόθεση R 67/2019-1).

2)      Καταδικάζει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Collins

Csehi

Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Ιουνίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.