Language of document : ECLI:EU:C:2021:878

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 27ης Οκτωβρίου 2021 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Άρθρο 279 ΣΛΕΕ – Αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ανεξαρτησία των δικαστών – Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών – Εξέταση των νομικών ζητημάτων που αφορούν την έλλειψη ανεξαρτησίας των δικαστών – Χρηματική ποινή»

Στην υπόθεση C‑204/21 R,

με αντικείμενο αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, η οποία υποβλήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2021,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann και τον P. J. O. Van Nuffel,

αιτούσα,

υποστηριζόμενη από:

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις M. Jacobs, C. Pochet και L. Van den Broeck,

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τις M. Søndahl Wolff και V. Pasternak Jørgensen,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις H. Shev, C. Meyer-Seitz, M. Salborn Hodgson, H. Eklinder και R. Shahsavan Eriksson, καθώς και από τους O. Simonsson και J. Lundberg,

παρεμβαίνοντα,

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τον B. Majczyna,

καθής,

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα A. M. Collins,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας να καταβάλει ημερήσια χρηματική ποινή στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό να παρακινηθεί το κράτος μέλος αυτό να εκπληρώσει, το συντομότερο δυνατόν, τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑204/21 R, στο εξής: διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, EU:C:2021:593).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, την οποία άσκησε η Επιτροπή την 1η Απριλίου 2021, με αίτημα να διαπιστωθεί ότι:

–        η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 42a, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 55, παράγραφος 4, του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001 (Dz. U. του 2001, αριθ. 98, θέση 1070), όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Δεκεμβρίου 2019 (Dz. U. του 2020, θέση 190, στο εξής: τροποποιητικός νόμος) (στο εξής, από κοινού: τροποποιηθείς νόμος περί των τακτικών δικαστηρίων), το άρθρο 26, παράγραφος 3, και το άρθρο 29, παράγραφοι 2 και 3, του ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. του 2018, θέση 5), όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο (στο εξής: τροποποιηθείς νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), το άρθρο 5, παράγραφοι 1a και 1b, του ustawa – Prawo o ustroju sądów administracyjnych (νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων), όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο (στο εξής: τροποποιηθείς νόμος περί των διοικητικών δικαστηρίων), καθώς και το άρθρο 8 του τροποποιητικού νόμου, βάσει του οποίου απαγορεύεται σε οποιοδήποτε εθνικό δικαστήριο να ελέγχει την πλήρωση των απαιτήσεων της Ένωσης περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης·

–        η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, και το άρθρο 82, παράγραφοι 2 έως 5, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και το άρθρο 10 του τροποποιητικού νόμου, το οποίο προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα του Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych (τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) (στο εξής: τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων) να εξετάζει τις αιτιάσεις και τα νομικά ζητήματα όσον αφορά την έλλειψη ανεξαρτησίας ορισμένου δικαστηρίου ή δικαστή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης·

–        η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων και το άρθρο 72, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πειθαρχικό παράπτωμα» η εξέταση της τηρήσεως των απαιτήσεων της Ένωσης περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ·

–        η Δημοκρατία της Πολωνίας, εξουσιοδοτώντας το Izba Dyscyplinarna Sądu Najwyższego (πειθαρχικό τμήμα) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) (στο εξής: πειθαρχικό τμήμα), του οποίου δεν διασφαλίζονται η ανεξαρτησία και αμεροληψία, να αποφαίνεται επί υποθέσεων που έχουν άμεση επίπτωση στο καθεστώς και την άσκηση των καθηκόντων δικαστή και βοηθού δικαστή, όπως είναι, αφενός, οι αιτήσεις παροχής αδείας για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά δικαστών και βοηθών δικαστών ή για τη σύλληψή τους, καθώς και, αφετέρου, οι υποθέσεις εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων οι οποίες αφορούν τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και οι υποθέσεις περί συνταξιοδοτήσεως των εν λόγω δικαστών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ·

–        η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 88a του τροποποιηθέντος νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, το άρθρο 45, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το άρθρο 8, παράγραφος 2, του τροποποιηθέντος νόμου περί των διοικητικών δικαστηρίων, παραβίασε το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 7 και το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και εʹ, το άρθρο 6, παράγραφος 3, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1).

3        Με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη Δημοκρατία της Πολωνίας, έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C‑204/21:

α)      να αναστείλει, αφενός, την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημείο 1a, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων το πειθαρχικό τμήμα είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, επί αιτήσεων για τη χορήγηση εγκρίσεως για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά δικαστών και βοηθών δικαστών, για την προσωρινή κράτησή τους, τη σύλληψη ή την κλήτευσή τους, καθώς και, αφετέρου, να αναστείλει τα αποτελέσματα των αποφάσεων τις οποίες έχει ήδη εκδώσει το πειθαρχικό τμήμα βάσει του εν λόγω άρθρου και βάσει των οποίων επιτρέπεται η άσκηση ποινικής διώξεως κατά δικαστή ή η σύλληψή του, ενώ υποχρεούται επίσης να μην παραπέμπει τις διαλαμβανόμενες στο ως άνω άρθρο υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου το οποίο δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας, όπως αυτές καθορίζονται, ιδίως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982)·

β)      να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων το πειθαρχικό τμήμα είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί υποθέσεων σχετικών με το καθεστώς και την άσκηση καθηκόντων των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ιδίως δε επί υποθέσεων εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων, καθώς και επί υποθέσεων που αφορούν τη συνταξιοδότηση των δικαστών αυτών, και να μην παραπέμπει τις συγκεκριμένες υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου το οποίο δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας, όπως αυτές καθορίζονται, ιδίως, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982)·

γ)      να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί τακτικών δικαστηρίων, καθώς και του άρθρου 72, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών λόγω του ότι εξέτασαν την τήρηση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ του άρθρου 47 του Χάρτη·

δ)      να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42a, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και του άρθρου 55, παράγραφος 4, του τροποποιηθέντος νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, του άρθρου 26, παράγραφος 3, καθώς και του άρθρου 29, παράγραφοι 2 και 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του άρθρου 5, παράγραφοι 1a και 1b, του τροποποιηθέντος νόμου περί των διοικητικών δικαστηρίων, και του άρθρου 8 του τροποιητικού νόμου, καθόσον απαγορεύουν στα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν την τήρηση των απαιτήσεων της Ένωσης περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη·

ε)      να αναστείλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, και του άρθρου 82, παράγραφοι 2 έως 5, του τροποποιηθέντος νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και του άρθρου 10 του τροποποιητικού νόμου, βάσει των οποίων το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να εξετάζει τις αιτιάσεις περί ελλείψεως ανεξαρτησίας δικαστή ή δικαστηρίου, και

στ)      να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021, όλα τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.

 Τα αιτήματα των διαδίκων

4        Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας να καταβάλει στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερήσια χρηματική ποινή ύψους δυνάμενου να παρακινήσει το εν λόγω κράτος μέλος να διασφαλίσει την εφαρμογή, το συντομότερο δυνατόν, των διατασσόμενων με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 προσωρινών μέτρων·

–        να κρίνει ότι η ημερήσια χρηματική ποινή οφείλεται από της εκδόσεως της διατάξεως επί της υπό κρίση αιτήσεως προσωρινών μέτρων έως τη λήψη, από το κράτος μέλος αυτό, όλων των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να συμμορφωθεί προς το σύνολο των προσωρινών μέτρων που διατάσσονται με τη διάταξη αυτή ή έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C‑204/21, και

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

5        Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε την 1η Οκτωβρίου 2021, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε να εξεταστεί η υπόθεση αυτή από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου και να απορριφθεί η αίτηση της Επιτροπής.

 Επί του αιτήματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας περί παραπομπής της υποθέσεως ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου

 Επιχειρήματα

6        Η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 ως νομολογιακού προηγούμενου και του petitum [αιτητικού] της αιτήσεως της Επιτροπής, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να εξεταστεί από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής σε κράτος μέλος δεν μπορεί να λαμβάνεται από μονομελή δικαστικό σχηματισμό, ιδίως σε υπόθεση στην οποία διατυπώνονται αντιρρήσεις επί της αρχής όσον αφορά την αρμοδιότητα της Ένωσης.

7        Επισημαίνει επίσης ότι η υπό κρίση υπόθεση συνιστά την πρώτη αίτηση της Επιτροπής με αντικείμενο την επιβολή χρηματικής ποινής ως προσωρινού μέτρου συνεπεία της μη εκτελέσεως προγενέστερης διατάξεως και ότι η αίτηση αυτή είναι ασαφής. Επιπλέον, η διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας (C‑121/21 R, EU:C:2021:752), η οποία αποτελεί τη μόνη απόφαση του Δικαστηρίου που επιβάλλει χρηματική ποινή υπό τέτοιες συνθήκες, δεν περιλαμβάνει καμία αιτιολογία όσον αφορά τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής.

 Εκτίμηση

8        Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 161, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της αποφάσεως 2012/671/ΕΕ του Δικαστηρίου, της 23ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τα δικαιοδοτικά καθήκοντα του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου (ΕΕ 2012, L 300, σ. 47), ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου αποφαίνεται ο ίδιος επί των αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως προσωρινών μέτρων ή φέρει αμελλητί τις αιτήσεις αυτές ενώπιον του Δικαστηρίου.

9        Επομένως, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου έχει δοτή αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή, οσάκις εκτιμά ότι ειδικές περιστάσεις απαιτούν την παραπομπή της σε δικαστικό σχηματισμό, να παραπέμπει την αίτηση αυτή στο Δικαστήριο (διατάξεις της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 10, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Πολωνία κατά Επιτροπής, C‑204/21 R‑RAP, EU:C:2021:834, σκέψη 6).

10      Ως εκ τούτου, απόκειται αποκλειστικώς στον Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου να εκτιμήσει, κατά περίπτωση, εάν οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων των οποίων επιλαμβάνεται απαιτούν την παραπομπή στο Δικαστήριο με σκοπό την ανάθεση σε δικαστικό σχηματισμό (διατάξεις της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 11, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Πολωνία κατά Επιτροπής, C‑204/21 R‑RAP, EU:C:2021:834, σκέψη 7).

11      Εν προκειμένω, από την αίτηση της Επιτροπής περί επιβολής χρηματικής ποινής δεν προκύπτει κανένα στοιχείο δυνάμενο να επιτάσσει την ανάθεσή της σε δικαστικό σχηματισμό.

12      Συγκεκριμένα, πρώτον, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας μνημονεύει τη σημασία των ζητημάτων που εξετάστηκαν με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 και το ότι θεωρεί ότι τα ζητήματα αυτά δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της Ένωσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξέταση της αιτήσεως της Επιτροπής δεν συνεπάγεται την εκτίμηση επί των εν λόγω ζητημάτων, αλλά αποκλειστικά και μόνο την εξέταση του ζητήματος αν η επιβολή χρηματικής ποινής είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τη διάταξη αυτή (πρβλ. διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑441/17 R, EU:C:2017:877, σκέψη 104).

13      Δεύτερον, το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας σχετικά με τον καινοφανή χαρακτήρα της αιτήσεως περί επιβολής χρηματικής ποινής ως προσωρινού μέτρου και την ασάφεια των κανόνων που διέπουν την εξέταση τέτοιας αιτήσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί, δεδομένου ότι το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου έχει, με τη διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑441/17 R, EU:C:2017:877), ήδη αποφανθεί επί αιτήσεως της Επιτροπής περί επιβολής χρηματικής ποινής, η δε Αντιπρόεδρος έχει, με τη διάταξη της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας (C‑121/21 R, EU:C:2021:752), επιβάλει χρηματική ποινή συνεπεία της μη συμμορφώσεως προς τη διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας (C‑121/21 R, EU:C:2021:420).

14      Τρίτον, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα κατά το οποίο χρηματική ποινή δεν μπορεί, εν γένει, να επιβληθεί από τον Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου χωρίς παραπομπή της επίμαχης υποθέσεως σε δικαστικό σχηματισμό έχει ήδη απορριφθεί με τη διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας (C‑121/21 R, EU:C:2021:752).

15      Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος παραπομπής της υπό κρίση αιτήσεως ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως της Επιτροπής περί επιβολής χρηματικής ποινής

 Επιχειρήματα

16      Η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει ότι η αίτηση της Επιτροπής με την οποία ζητεί την επιβολή χρηματικής ποινής είναι απαράδεκτη.

17      Υποστηρίζει, συναφώς, ότι στην αίτηση αυτή δεν διευκρινίζεται το ύψος της χρηματικής ποινής της οποίας την επιβολή ζητεί η Επιτροπή. Εναπόκειται, όμως, στην Επιτροπή να προσδιορίσει ακριβώς το περιεχόμενο των προσωρινών μέτρων των οποίων ζητεί την εφαρμογή. Εξάλλου, η παράλειψη αυτή συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Δημοκρατίας της Πολωνίας, καθόσον στερεί από το κράτος μέλος αυτό το δικαίωμα να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του επί του ύψους της συγκεκριμένης χρηματικής ποινής.

 Εκτίμηση

18      Υπενθυμίζεται ότι στο σύστημα των μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει η Συνθήκη, ο διάδικος δύναται όχι μόνο να ζητήσει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 278 ΣΛΕΕ, την αναστολή εκτελέσεως της πράξεως που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, αλλά επίσης να στηριχτεί στο άρθρο 279 ΣΛΕΕ, προκειμένου να ζητήσει τη λήψη προσωρινών μέτρων. Δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δύναται, μεταξύ άλλων, να απευθύνει προσωρινώς τις κατάλληλες εντολές στον αντίδικο (διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑441/17 R, EU:C:2017:877, σκέψη 96).

19      Επομένως, το άρθρο 279 ΣΛΕΕ παρέχει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να επιβάλει οποιοδήποτε προσωρινό μέτρο κρίνει αναγκαίο προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της οριστικής αποφάσεως (διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑441/17 R, EU:C:2017:877, σκέψη 97).

20      Ειδικότερα, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα των εντολών που απευθύνει σε διάδικο δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, λαμβάνοντας κάθε μέτρο που αποσκοπεί στη συμμόρφωση του διαδίκου προς τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων. Το μέτρο αυτό μπορεί, μεταξύ άλλων, να συνίσταται στην επιβολή χρηματικής ποινής για την περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος διάδικος δεν συμμορφωθεί προς ορισμένη επιβληθείσα υποχρέωση (διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑441/17 R, EU:C:2017:877, σκέψη 100).

21      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι ούτε το άρθρο 279 ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 160 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπουν την εκ μέρους της Επιτροπής υποχρέωση να προτείνει στο Δικαστήριο συγκεκριμένο ποσό οσάκις ζητεί ως προσωρινό μέτρο την επιβολή χρηματικής ποινής.

22      Επιπλέον, τυχόν προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με το ύψος της χρηματικής ποινής που πρέπει να επιβληθεί δεν δεσμεύουν, εν πάση περιπτώσει, τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι αυτός εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να καθορίσει ελεύθερα το ύψος και τη μορφή της χρηματικής ποινής που κρίνει ότι ενδείκνυται, η δε καθορισθείσα χρηματική ποινή πρέπει, αφενός, να είναι προσαρμοσμένη στις περιστάσεις και, αφετέρου, να έχει αναλογικό χαρακτήρα ως προς την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους (πρβλ. διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 50).

23      Εξάλλου, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑441/17 R, EU:C:2017:877), το Δικαστήριο καθόρισε το ύψος χρηματικής ποινής εις βάρος κράτους μέλους μολονότι στην αίτηση της Επιτροπής με την οποία ζητούνταν η επιβολή της χρηματικής ποινής δεν διευκρινιζόταν το ύψος της.

24      Η επιβολή χρηματικής ποινής βάσει αιτήσεως στην οποία δεν διευκρινίζεται το ποσό δεν δύναται, επιπροσθέτως, να θίγει τα δικαιώματα άμυνας του οικείου κράτους μέλους, δεδομένου ότι το κράτος μέλος αυτό διατηρεί τη δυνατότητα να επισημάνει με τις παρατηρήσεις του, έστω και επικουρικώς, το ύψος της χρηματικής ποινής που κρίνει ενδεδειγμένο υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υποθέσεως και της ικανότητάς του πληρωμής.

25      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας.

 Επί του βασίμου της αιτήσεως της Επιτροπής περί επιβολής χρηματικής ποινής

 Επιχειρήματα

26      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, όλα τα όργανα της Δημοκρατίας της Πολωνίας, περιλαμβανομένων των δικαστηρίων, πρέπει να παύσουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή έως την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C‑204/21.

27      Εντούτοις από τα στοιχεία που προσκόμισε η Δημοκρατία της Πολωνίας, με έγγραφο της 16ης Αυγούστου 2021, δεν προκύπτει ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα προς εκτέλεση των προσωρινών μέτρων που επιβάλλονται με την εν λόγω διάταξη.

28      Επομένως, πρώτον, κατά την Επιτροπή, δεν ελήφθη κανένα μέτρο που να απαγορεύει ρητώς στο πειθαρχικό τμήμα να ασκεί τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί στις υποθέσεις οι οποίες διαλαμβάνονται στο σημείο 1, στοιχείο αʹ και βʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021.

29      Ειδικότερα, τα μέτρα που έλαβε η πρώτη πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) παρέχουν στον πρόεδρο του πειθαρχικού τμήματος τη δυνατότητα να λαμβάνει επείγοντα δικονομικά μέτρα σε υποθέσεις ως προς τις οποίες πρέπει να ανασταλεί η αρμοδιότητα του πειθαρχικού τμήματος. Επιπλέον, το τμήμα αυτό εξακολουθεί να επιλαμβάνεται υποθέσεων που του είχαν ανατεθεί πριν από τις 5 Αυγούστου 2021, ο δε πρόεδρος ή τα μέλη του πρέπει να αποφασίζουν, κατά την κρίση τους, τη συνέχιση ή μη της διαδικασίας που έχει κινηθεί στις συγκεκριμένες υποθέσεις. Σε πολλές από τις υποθέσεις αυτές, το πειθαρχικό τμήμα έχει εξάλλου αποφασίσει τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ή την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας.

30      Εξάλλου, τα μέτρα αυτά έχουν εφαρμογή μόνον έως τις 15 Νοεμβρίου 2021 το αργότερο και όχι έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C‑204/21.

31      Δεύτερον, κατά την Επιτροπή, τα μέτρα που έλαβε η πρόεδρος του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων είναι επίσης ανεπαρκή, δεδομένου ότι, αφενός, το τμήμα αυτό μπορεί να εξακολουθήσει να αποφαίνεται επί των εκκρεμών υποθέσεων και, αφετέρου, η αποκλειστική αρμοδιότητά του για την εκδίκαση των υποθέσεων που διαλαμβάνονται στο σημείο 1, στοιχείο εʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 δεν έχει ανασταλεί, στοιχείο που συνεπάγεται ότι τα τακτικά δικαστήρια εξακολουθούν να υποχρεούνται να διαπιστώνουν την αναρμοδιότητά τους σε τέτοιες υποθέσεις.

32      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν μνημόνευσε κανένα μέτρο ληφθέν με σκοπό τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση αναστολής της ισχύος των αποτελεσμάτων των αποφάσεων που έχουν ήδη εκδοθεί από το πειθαρχικό τμήμα, όπως επιτάσσει το σημείο 1, στοιχείο αʹ, του διατακτικού της διατάξεως αυτής, ή τη συμμόρφωση προς τα προσωρινά μέτρα που διαλαμβάνονται στο σημείο 1, στοιχεία γʹ και δʹ, του διατακτικού της εν λόγω διατάξεως.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή φρονεί ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021, η αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου και της ακεραιότητας της έννομης τάξεως της Ένωσης, να επιβληθεί στη Δημοκρατία της Πολωνίας η καταβολή ημερήσιας χρηματικής ποινής ποσού δυνάμενου να παρακινήσει το συγκεκριμένο κράτος μέλος να διασφαλίσει, το συντομότερο δυνατόν, την πλήρη εφαρμογή των διατασσόμενων με τη διάταξη αυτή προσωρινών μέτρων.

34      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία για την εκτέλεση της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 μέτρα.

35      Το ως άνω κράτος μέλος φρονεί ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, δεν υποχρεούται να αναστείλει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της εφαρμογής των μνημονευόμενων διατάξεων, αλλά μόνον την εφαρμογή τους, οπότε δεν απαιτείται η θέσπιση γενικών διατάξεων. Κατά συνέπεια, οι υποχρεώσεις εκ της εν λόγω διατάξεως βαρύνουν μόνον τα όργανα που καλούνται να εφαρμόσουν τις διατάξεις αυτές, ήτοι τα δικαστήρια και τους υπεύθυνους πειθαρχικών διαδικασιών.

36      Ειδικότερα, τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας δεν βαρύνονται με τις εν λόγω υποχρεώσεις, για τον λόγο ότι έχουν απλώς αρμοδιότητα να θεσπίζουν ή να καταργούν γενικές διατάξεις, κάτι που δεν απαιτείται εν προκειμένω. Ομοίως, τα εν λόγω όργανα δεν διαθέτουν κατά μείζονα λόγο την εξουσία να τροποποιούν το περιεχόμενο ή τον δεσμευτικό χαρακτήρα των αποφάσεων της δικαιοσύνης, άλλως θα παραβίαζαν την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Επιπλέον, ούτε η εκτελεστική εξουσία διαθέτει, στην πολωνική έννομη τάξη, την εξουσία να συμμορφώνεται προς διαταγή αναστολής της εφαρμογής διατάξεων νομοθετικής ισχύος.

37      Σύμφωνα με τις αρχές αυτές και τη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, η πρώτη πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) εξέδωσε οδηγίες στο πλαίσιο των οποίων είναι ενδεδειγμένο να καταλείπεται στους δικαστικούς σχηματισμούς η μέριμνα εκδόσεως αποφάσεων επί της αναστολής ή της αναβολής εκδικάσεως των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν τους.

38      Η καθής υποστηρίζει ότι οι λόγοι που προβάλλει η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν εκτέλεσε τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 αφορούν, στην πραγματικότητα, μόνο περιορισμένο μέρος της. Τα παραδείγματα που προέβαλε η Επιτροπή δεν μπορούν να κλονίσουν το ότι η πλειονότητα των πολωνικών δικαστηρίων αποφαίνονται σύμφωνα με τη διάταξη αυτή. Στις σπάνιες υποθέσεις όπου τα πολωνικά δικαστήρια προτίθενται να παρεκκλίνουν από την εν λόγω διάταξη, οι δημόσιες αρχές δεν διαθέτουν τα μέσα να επηρεάσουν την απόφασή τους. Η αμφισβήτηση τέτοιων αποφάσεων μπορεί να διασφαλιστεί μεταγενέστερα, με την άσκηση τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων. Το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι συνεπώς επαρκές και, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να υποχρεώνεται στην καταβολή χρηματικής ποινής λόγω μεμονωμένων αποφάσεων τις οποίες εκδίδουν τα εθνικά δικαστήριά του.

39      Περαιτέρω, τα ληφθέντα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας μέτρα στην υπό κρίση υπόθεση είναι ανάλογα εκείνων που έλαβε το συγκεκριμένο κράτος μέλος κατόπιν της διατάξεως της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑791/19 R, EU:C:2020:277). Η Επιτροπή, όμως, δεν ζήτησε την επιβολή χρηματικής ποινής στην υπόθεση επί της οποίας είχε εκδοθεί η διάταξη εκείνη.

40      Κατά το καθού κράτος μέλος, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021, πρέπει να ληφθούν υπόψη πλείονες ελαφρυντικές περιστάσεις οι οποίες είναι αντίθετες προς το ενδεχόμενο επιβολής χρηματικής ποινής.

41      Πρώτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας διατείνεται ότι έχει λάβει όλα τα δυνατά μέτρα στο πλαίσιο του πολωνικού δικαίου. Δεύτερον, τα πολωνικά δικαστήρια έχουν εξ ορισμού συμμορφωθεί προς τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, τυχόν δε αντίθετες αποφάσεις μπορούν να αναιρεθούν ή να μην εκτελεστούν. Τρίτον, τα αναγκαία για την εκτέλεση της διατάξεως αυτής μέτρα καθορίστηκαν σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑791/19 R, EU:C:2020:277). Τέταρτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας εξετάζει διάφορες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα καταστήσουν τη διαφορά την οποία αφορά η υπόθεση C‑204/21 άνευ αντικειμένου.

 Εκτίμηση

 Επί της επιβολής χρηματικής ποινής

42      Με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου καθόρισε σύνολο προσωρινών μέτρων, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 3 της παρούσας διατάξεως και προς τα οποία η Δημοκρατία της Πολωνίας όφειλε να συμμορφωθεί άμεσα.

43      Ωστόσο, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι τα μέτρα που έλαβε η Δημοκρατία της Πολωνίας επαρκούν για να διασφαλισθεί η εκτέλεση των προσωρινών αυτών μέτρων.

44      Καταρχάς, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται μέτρα οργανώσεως που έλαβε η πρώτη πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), τα προβαλλόμενα συναφώς επιχειρήματα δεν καταδεικνύουν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα διασφαλίζουν πλήρη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που διαλαμβάνονται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021.

45      Ειδικότερα, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αμφισβητεί λυσιτελώς την αιτίαση της Επιτροπής ότι ο πρόεδρος του πειθαρχικού τμήματος εξακολουθεί να έχει την εξουσία να λαμβάνει επείγοντα μέτρα στις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του τμήματος αυτού δυνάμει των εθνικών διατάξεων που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021.

46      Ομοίως, από τις συγκλίνουσες παρατηρήσεις των διαδίκων συνάγεται ότι η απόφαση περί συνεχίσεως ή μη της εξετάσεως των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του πειθαρχικού τμήματος εκδίδεται, κατά περίπτωση, από τον πρόεδρο ή τα μέλη του τμήματος αυτού, χωρίς τα ληφθέντα από την πρώτη πρόεδρο του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) μέτρα να τους υποχρεώνουν να αναστείλουν την εν λόγω εξέταση.

47      Εξάλλου, η Δημοκρατία της Πολωνίας ουδόλως υποστήριξε ότι τα αποτελέσματα των ήδη εκδοθεισών από το πειθαρχικό τμήμα αποφάσεων οι οποίες διαλαμβάνονται στο σημείο 1, στοιχείο αʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 έχουν ανασταλεί, καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος μνημόνευσε μία μόνον υπόθεση για την οποία έχει αποφασιστεί τέτοια αναστολή.

48      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εθνικές διατάξεις που προβλέπουν αρμοδιότητα του πειθαρχικού τμήματος επί των υποθέσεων που διαλαμβάνονται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του διατακτικού της διατάξεως αυτής εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή εντός της πολωνικής έννομης τάξεως.

49      Μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι τα ληφθέντα μέτρα είναι πάντως επαρκή, για τον λόγο ότι δεν είναι αναγκαίο να ληφθούν γενικά μέτρα που συνεπάγονται την αναστολή του δεσμευτικού χαρακτήρα των επίμαχων εθνικών διατάξεων, αρκεί ωστόσο η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι, όπως αναγνωρίζει και το κράτος μέλος αυτό, σχηματισμοί του πειθαρχικού τμήματος παρέβησαν ορισμένες από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 καταδεικνύει ότι η επιλεγείσα από το εν λόγω κράτος μέλος προσέγγιση για τη διασφάλιση της εκτελέσεως της διατάξεως αυτής δεν παρέχει αποτελεσματικές εγγυήσεις προς τούτο.

50      Εν συνεχεία, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αμφισβήτησε την αιτίαση της Επιτροπής κατά την οποία κανένα εθνικό μέτρο δεν ελήφθη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το σημείο 1, στοιχεία γʹ και δʹ, του διατακτικού της εν λόγω διατάξεως. Επιπλέον, το εν λόγω κράτος μέλος δεν παρέσχε στο Δικαστήριο κανένα στοιχείο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα δικαστήρια και οι πολωνικές αρχές θα συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις αυτές.

51      Τέλος, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στο σημείο 1, στοιχείο εʹ, του διατακτικού της διατάξεως της 14 Ιουλίου 2021, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αμφισβήτησε λυσιτελώς τις αιτιάσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες, αφενός, είναι πάντοτε δυνατό οι εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων να εξετάζονται από το εν λόγω τμήμα και, αφετέρου, εξακολουθεί να υφίσταται η υποχρέωση των τακτικών δικαστηρίων να παραπέμπουν στο εν λόγω τμήμα τις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του.

52      Δεύτερον, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν εναλλακτικά μέτρα για την εφαρμογή της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021 λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών που οριοθετούν την άσκηση της εξουσίας των εθνικών νομοθετικών και εκτελεστικών οργάνων, καθώς και της αποκλειστικής αρμοδιότητας των πολωνικών δικαστηρίων να αποφαίνονται επί εκκρεμών ή περατωθεισών υποθέσεων, εντούτοις το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

53      Βεβαίως, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή καθορίζει μόνο, σύμφωνα με το άρθρο 279 ΣΛΕΕ, προσωρινά μέτρα, δεν επιβάλλει στη Δημοκρατία της Πολωνίας να καταργήσει τις διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της. Ομοίως, το δίκαιο της Ένωσης ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα η εκτέλεση τέτοιας διατάξεως να στηρίζεται, εν μέρει, σε μέτρα που λαμβάνουν τα δικαστήρια.

54      Ωστόσο, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξεως προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Αιολικό πάρκο Derrybrien), C‑261/18, EU:C:2019:955, σκέψη 89], και, αφετέρου, ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλεται σε όλες τις αρχές τους, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, των δικαστικών αρχών [απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Φόρος κινητών αξιών), C‑416/17, EU:C:2018:811, σκέψη 106].

55      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ισχύοντες στην πολωνική έννομη τάξη κανόνες δεν παρέχουν στα νομοθετικά και εκτελεστικά όργανα τη δυνατότητα να λάβουν γενικά μέτρα που να διατάσσουν την αναστολή της εφαρμογής των εθνικών διατάξεων οι οποίες διαλαμβάνονται στο διατακτικό της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα κατά πόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας συμμορφώθηκε αποτελεσματικά προς τη διάταξη ή αν πρέπει να επιβληθεί χρηματική ποινή προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των προσωρινών μέτρων που ορίζει η διάταξη.

56      Τρίτον, το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας έχει, στην υπό κρίση υπόθεση, λάβει μέτρα ανάλογα προς εκείνα που είχε λάβει για να συμμορφωθεί προς τη διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑791/19 R, EU:C:2020:277), και ότι η Επιτροπή δεν είχε, στην τελευταία αυτή υπόθεση, κρίνει ενδεδειγμένο να ζητήσει την επιβολή χρηματικής ποινής συνεπεία της λήψεως των μέτρων αυτών δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να καταδείξει ότι το εν λόγω κράτος μέλος συμμορφώθηκε αποτελεσματικά προς τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι συνεπώς αναγκαίο να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των προσωρινών μέτρων που διατάχθηκαν με την ως άνω διάταξη, διά της επιβολής χρηματικής ποινής στη Δημοκρατία της Πολωνίας, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να επιχειρήσει το εν λόγω κράτος μέλος να καθυστερήσει τη συμμόρφωσή του προς τη διάταξη αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας, C‑121/21 R, EU:C:2021:752, σκέψη 49).

 Επί του ύψους της χρηματικής ποινής

58      Προκειμένου να καθορισθεί το ύψος της χρηματικής ποινής που πρέπει να επιβληθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 αφορά προσωρινά μέτρα προς τα οποία η συμμόρφωση είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας ως προς την έννομη τάξη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, ως προς τα δικαιώματα που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης καθώς και τις αξίες, οι οποίες διακηρύσσονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ και επί των οποίων βασίζεται η Ένωση αυτή, ιδίως δε την αρχή του κράτους δικαίου.

59      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι τα προβαλλόμενα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας επιχειρήματα προς απόδειξη της υπάρξεως «ελαφρυντικών περιστάσεων» δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

60      Επομένως, πρώτον, από την υπομνησθείσα στη σκέψη 54 της παρούσας διατάξεως νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι το πολωνικό δίκαιο δεν επιτρέπει τη λήψη πρόσθετων μέτρων για τη συμμόρφωση προς τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του ύψους της χρηματικής ποινής που πρέπει να επιβληθεί.

61      Δεύτερον, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, παρά την ανεπάρκεια των μέτρων που ελήφθησαν κατόπιν της εκδόσεως της διατάξεως αυτής, τα πολωνικά δικαστήρια συμμορφώνονται καταρχήν προς τη διάταξη αυτή, διαπιστώνεται ότι η καθής δεν προσκόμισε, εν πάση περιπτώσει, στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν το βάσιμο του συγκεκριμένου επιχειρήματος.

62      Τρίτον, η περίσταση ότι η Επιτροπή έκρινε ενδεδειγμένο, σε άλλη υπόθεση, να μην εφαρμόσει τις αναγκαίες διαδικασίες για τη διασφάλιση της εκτελέσεως διατάξεως περί προσωρινών μέτρων, εφόσον γίνει δεκτό ότι έχει αποδειχθεί, δεν παρέχει στη Δημοκρατία της Πολωνίας τη δυνατότητα να απαλλαγεί των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 ή να δικαιολογήσει μείωση του ύψους της χρηματικής ποινής που είναι αναγκαία για να αποθαρρύνει το εν λόγω κράτος μέλος από το να εμμένει στη συμπεριφορά του.

63      Τέταρτον, η εκπεφρασθείσα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας πρόθεση να θεσπίσει, εντός προθεσμίας ενός έτους, πλείονα μέτρα με σκοπό τη μεταρρύθμιση του πολωνικού δικαστικού συστήματος δεν δύναται να αποτρέψει, ελλείψει άμεσης δράσεως εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους, την επέλευση της μνημονευθείσας στη σκέψη 58 της παρούσας διατάξεως ζημίας.

64      Κατά συνέπεια, η Δημοκρατία της Πολωνίας, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και την ικανότητα πληρωμής του κράτους μέλους αυτού, πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 1 000 000 ευρώ ημερησίως, από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως στη Δημοκρατία της Πολωνίας και έως ότου αυτή συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 ή, άλλως, έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C‑204/21.

Για τους λόγους αυτούς, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

1)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεούται να καταβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 1 000 000 ευρώ ημερησίως, από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της παρούσας διατάξεως στη Δημοκρατία της Πολωνίας και έως ότου αυτή συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C2014/21 R, EU:C:2021:593), ή, άλλως, έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C204/21.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.