Language of document : ECLI:EU:T:2024:45

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 31ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Περιβάλλον – Οδηγία (ΕΕ) 2019/904 – Απαγόρευση διάθεσης στην αγορά προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Απουσία διάκρισης μεταξύ των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη και των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη – Εκτίμηση επιπτώσεων – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑745/20,

Symphony Environmental Technologies plc, με έδρα το Borehamwood (Ηνωμένο Βασίλειο),

Symphony Environmental Ltd, με έδρα το Borehamwood,

εκπροσωπούμενες από τους P. Selley, solicitor, J. Holmes, KC, και J. Williams, barrister-at-law,

ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον L. Visaggio, την C. Ionescu Dima και τον W. Kuzmienko,

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την A. Maceroni και τον M. Moore,

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον R. Lindenthal και την L. Haasbeek,

εναγόμενοι,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Van der Woude, Πρόεδρο, D. Spielmann, V. Valančius, I. Gâlea (εισηγητή) και T. Tóth, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαρτίου 2023,

έχοντας υπόψη, κατόπιν της λήξεως των καθηκόντων του δικαστή V. Valančius στις 26 Σεπτεμβρίου 2023, το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αγωγή τους βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, οι ενάγουσες Symphony Environmental Technologies plc και Symphony Environmental Ltd ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της θέσπισης του άρθρου 5 και της υιοθέτησης της αιτιολογικής σκέψης 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/904 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τη μείωση των επιπτώσεων ορισμένων πλαστικών προϊόντων στο περιβάλλον (ΕΕ 2019, L 155, σ. 1), στο μέτρο που η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, η οποία προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 5 και στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη 15, ισχύει και για την οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη.

I.      Το ιστορικό της διαφοράς

2        Οι ενάγουσες είναι εταιρίες εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες έχουν ως δραστηριότητα την ανάπτυξη, την παραγωγή και την εμπορία ορισμένων εξειδικευμένων πλαστικών προϊόντων, καθώς και των προσθέτων και των κύριων (μητρικών) μειγμάτων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των προϊόντων αυτών.

3        Το κύριο μείγμα αποτελεί ένωση διαφόρων χημικών ουσιών ενσωματωμένη σε πολυμερικό φορέα, η οποία παραδίδεται, υπό μορφή σφαιριδίων, στους κατασκευαστές πλαστικών προϊόντων, οι οποίοι την ενσωματώνουν στα πολυμερή που χρησιμοποιούν για την παρασκευή των προϊόντων τους.

4        Ένα από τα κύρια μείγματα που παράγουν οι ενάγουσες, το οποίο διαθέτουν στο εμπόριο με το σήμα d2w (στο εξής: κύριο μείγμα d2w), περιέχει πρόσθετο το οποίο ισχυρίζονται ότι ευνοεί την αβιοτική αποδόμηση του πλαστικού στο οποίο είχε ενσωματωθεί και, στη συνέχεια, τη βιοαποδόμησή του, μόλις λήξει η ωφέλιμη διάρκεια ζωής του.

5        Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3, σημείο 3, της οδηγίας 2019/904, οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη είναι το πλαστικό υλικό στο οποίο έχουν προστεθεί ένα ή περισσότερα πρόσθετα τα οποία, μέσω οξείδωσης, οδηγούν στη διάσπαση του πλαστικού υλικού σε μικρο-τμήματα ή σε χημική αποσύνθεση.

6        Κατά το άρθρο 3, σημείο 16, της εν λόγω οδηγίας, βιοαποδομήσιμη πλαστική ύλη είναι η πλαστική ύλη που μπορεί να υποστεί φυσική ή βιολογική αποσύνθεση, έτσι ώστε τελικά να αποσυντεθεί σε διοξείδιο του άνθρακα, βιομάζα και νερό.

7        Κατά τις ενάγουσες, το πρόσθετο που περιέχεται στο κύριο μείγμα d2w παρέχει τη δυνατότητα στο πλαστικό στο οποίο έχει ενσωματωθεί να διασπαστεί, υπό την επίδραση της οξείδωσης, σε θραύσματα (οξο-διάσπαση) των οποίων η μοριακή μάζα είναι αρκετά περιορισμένη ώστε να μπορούν να εξομοιωθούν με μικροοργανισμούς (βιοαποδόμηση). Κατά την άποψη των εναγουσών, το πρόσθετο αυτό καθιστά, επομένως, δυνατή τη μετατροπή του πλαστικού στο οποίο έχει ενσωματωθεί σε βιοαποδομήσιμα υλικά.

8        Στις 5 Ιουνίου 2019 εκδόθηκε η οδηγία 2019/904.

9        Κατά την αιτιολογική σκέψη 15 της εν λόγω οδηγίας:

«[...] Οι περιορισμοί που εισάγονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με τη διάθεση στην αγορά θα πρέπει να καλύπτουν επίσης προϊόντα από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, καθώς ο εν λόγω τύπος πλαστικής ύλης δεν βιοαποδομείται κατά τρόπο κατάλληλο, και, συνεπώς, συμβάλλει στη ρύπανση του περιβάλλοντος από μικροπλαστικά, δεν είναι λιπασματοποιήσιμος, επηρεάζει αρνητικά την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών υλών και δεν παρέχει αποδεδειγμένο όφελος για το περιβάλλον.

10      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιορισμοί της διάθεσης στην αγορά», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά των πλαστικών προϊόντων μίας χρήσης που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος καθώς και των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη.»

II.    Αιτήματα των διαδίκων

11      Οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και/ή του άρθρου 41, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), κατά μέρος που τα ως άνω θεσμικά όργανα θέσπισαν το άρθρο 5 και υιοθέτησαν την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2019/904, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή στην οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη·

–        να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να καταβάλουν στις ενάγουσες αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν –περιλαμβανομένης τυχόν επιπλέον ζημίας την οποία θα υποστούν κατά τη διάρκεια της παρούσας ένδικης διαδικασίας– και/ή για κάθε ευλόγως προβλέψιμη ζημία, καθώς και τόκους των οποίων το ύψος και το επιτόκιο θα καθοριστούν κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας·

–        επικουρικώς, να διατάξει το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να προσκομίσουν στο Γενικό Δικαστήριο, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση, τον αριθμητικό υπολογισμό του ποσού της αποζημίωσης το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ή, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, να διατάξει τα εναγόμενα θεσμικά όργανα να προσκομίσουν στο Γενικό Δικαστήριο, εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος, τις στηριζόμενες σε αριθμητικά στοιχεία προτάσεις τους·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορά την ίδια και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

14      Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγουσες ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας την οποία θεωρούν ότι υπέστησαν λόγω της της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευσης διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, στο μέτρο που η εν λόγω απαγόρευση ισχύει και για τα προϊόντα που κατασκευάζονται από πλαστική ύλη την οποία αυτές χαρακτηρίζουν ως οξο-βιοδιασπώμενη. Η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη είναι ένα είδος πλαστικού στο οποίο έχει προστεθεί ένα προ-οξειδωτικό πρόσθετο, όπως εκείνο που περιέχεται στο κύριο μείγμα d2w, με αποτέλεσμα η βιοαποδόμησή του να καθίσταται πολύ ταχύτερη από αυτήν της οξοδιασπώμενης πλαστικής ύλης. Παραλείποντας να διακρίνουν την οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη από την οξο-βιοδιασπώμενη και επεκτείνοντας, κατά περίπτωση, στα προϊόντα που κατασκευάζονται από τη δεύτερη αυτή πλαστική ύλη την απαγόρευση που ισχύει για τα προϊόντα που κατασκευάζονται από την πρώτη, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα παρέβησαν κατάφωρα περισσότερους κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκάλεσαν ζημία στις ενάγουσες. Κατά την άποψή τους, υφίσταται αρκούντως άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας αυτής και της παράνομης συμπεριφοράς των εν λόγω θεσμικών οργάνων.

15      Τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν ότι δεν πληρούται καμία από τις τρεις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητούν την απόρριψη της αγωγής. Υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ οξοδιασπώμενης και οξο-βιοδιασπώμενης πλαστικής ύλης. Κατά την άποψή τους, οι δύο αυτοί όροι αφορούν ένα και το αυτό είδος πλαστικής ύλης, ήτοι ένα συμβατικό πλαστικό στο οποίο έχει ενσωματωθεί πρόσθετο το οποίο επιταχύνει, υπό την επίδραση της οξείδωσης, τη διάσπαση ή τη χημική αποσύνθεσή του σε πολύ μικρά θραύσματα. Αυτό το είδος πλαστικού δεν βιοαποδομείται καταλλήλως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

Α.      Επί του αιτήματος περί μη δημοσιοποίησης ορισμένων στοιχείων

16      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2020, οι ενάγουσες υπέβαλαν αίτημα περί μη δημοσιοποίησης ορισμένων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου όσον αφορά τα δικά τους δεδομένα καθώς και τα δεδομένα τρίτων.

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιουνίου 2021, οι ενάγουσες υπέβαλαν δεύτερο αίτημα περί μη δημοσίευσης ορισμένων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κανονισμού Διαδικασίας. Το αίτημα αυτό αφορά δεδομένα που μνημονεύονται στα υπομνήματά τους απαντήσεως και αποβλέπει, επίσης, στη διασφάλιση της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου όσον αφορά τα δικά τους δεδομένα και δεδομένα τρίτων.

18      Με τα ανωτέρω αιτήματα, οι ενάγουσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, να απαλειφθούν τα ακόλουθα είδη στοιχείων:

–        τις συνέπειες που έχει για τους πελάτες τους η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, όπως αυτά προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τις δηλώσεις των αντιπροσώπων τους·

–        την εκτίμηση του ύψους της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν συνεπεία της εν λόγω απαγόρευσης, καθώς και τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η εκτίμηση αυτή, δηλαδή, μεταξύ άλλων, την εξέλιξη των ζημιών και των κερδών τους, των μεριδίων τους αγοράς και της αξίας των μετοχών τους·

–        το κείμενο ευρωπαϊκών, αμερικανικών, βρετανικών και διεθνών προτύπων σχετικά με τη βιοαποδόμηση, την οξοδιάσπαση και τη λιπασματοποίηση του πλαστικού, καθώς και λεξικό σχετικά με την αποδόμηση και τη βιοαποδόμηση του πλαστικού.

19      Αντιθέτως προς το αίτημα περί απάλειψης των δύο πρώτων κατηγοριών δεδομένων που μνημονεύονται στη σκέψη 18 ανωτέρω, το οποίο αποσκοπεί, κατά τις ενάγουσες, στην προστασία των δικών τους δεδομένων, το αίτημα περί απάλειψης της τρίτης κατηγορίας δεδομένων αποσκοπεί στην προστασία δεδομένων επί των οποίων τρίτοι έχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας.

20      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της στάθμισης μεταξύ της δημοσιότητας των δικαστικών αποφάσεων και του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του επιχειρηματικού απορρήτου, ο δικαστής πρέπει να αναζητεί, υπό τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, τη δίκαιη ισορροπία, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις δικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 15 ΣΛΕΕ (απόφαση της 27ης Απριλίου 2022, Sieć Badawcza Łukasiewicz – Port Polski Ośrodek Rozwoju Technologii κατά Επιτροπής, T‑4/20, EU:T:2022:242, σκέψη 29).

21      Εν προκειμένω, τα στοιχεία που εμπίπτουν στις δύο πρώτες κατηγορίες που μνημονεύονται στη σκέψη 18 ανωτέρω δεν περιλαμβάνονται στην παρούσα απόφαση.

22      Όσον αφορά τα στοιχεία που εμπίπτουν στην τρίτη κατηγορία, στην παρούσα απόφαση περιλαμβάνονται μόνον όσα μνημονεύονται επίσης σε μελέτη δημοσιευθείσα στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής, ήτοι στη μελέτη του Απριλίου του 2017 που εκπόνησε η Eunomia Research & Consulting Ltd για λογαριασμό της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Επιτροπής, και η οποία φέρει τον τίτλο «The Impact of the Use of “Oxo-degradable” Plastic on the Environment» (Οι επιπτώσεις της χρήσης της “οξοδιασπώμενης” πλαστικής ύλης στο περιβάλλον) (στο εξής: μελέτη Eunomia). Δεδομένου ότι τα στοιχεία που μνημονεύονται στη μελέτη αυτή είναι ήδη δημόσια, η απάλειψή τους δεν είναι αναγκαία για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι ενάγουσες.

23      Επομένως, δεν συντρέχει θεμιτός λόγος να γίνουν δεκτά τα αιτήματα των εναγουσών.

Β.      Προκαταρκτική παρατήρηση

24      Προτού αναλυθεί το παραδεκτό και το ουσία βάσιμο της αγωγής, πρέπει να γίνει μια παρατήρηση ορολογικής φύσης.

25      Το πλαστικό στο οποίο έχει προστεθεί προ-οξειδωτικό πρόσθετο, όπως το περιεχόμενο στο κύριο μείγμα d2w, χαρακτηρίζεται διαφορετικά από τους διαδίκους. Οι ενάγουσες το χαρακτηρίζουν ως «οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη», η οποία πρέπει να διακρίνεται, κατά την άποψή τους, από την οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, η οποία βιοαποδομείται με πολύ βραδύτερο ρυθμό. Το Κοινοβούλιο επίσης χρησιμοποιεί, στα υπομνήματά του, την έκφραση «οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη», αλλά φροντίζει να διευκρινίσει ότι η έκφραση αυτή δηλώνει το πλαστικό το οποίο οι ενάγουσες θεωρούν βιοαποδομήσιμο, θέση την οποία δεν υποστηρίζει. Το Συμβούλιο χρησιμοποιεί τον όρο «πλαστικό CAP» για το πλαστικό «που περιέχει προ-οξειδωτικά πρόσθετα» (contenant des additifs pro-oxydants). Η Επιτροπή αναφέρεται σε «οξο(βιο)διασπώμενη πλαστική ύλη», υπονοώντας, με τη χρήση παρενθέσεων, ότι αμφιβάλλει ως προς τον βιοαποδομήσιμο χαρακτήρα αυτού του είδους πλαστικού.

26      Η επιλογή της χρησιμοποιούμενης έκφρασης για τον προσδιορισμό του επίμαχου είδους πλαστικού δεν είναι ουδέτερη, δεδομένου ότι μπορεί να συνεπάγεται τη λήψη θέσης ως προς τον βιοαποδομήσιμο χαρακτήρα αυτού του είδους πλαστικού. Επομένως, ο όρος που θα χρησιμοποιηθεί στην παρούσα απόφαση πρέπει να όσο το δυνατόν πιο ουδέτερος. Κατά συνέπεια, με την εξαίρεση των χωρίων που επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των διαδίκων, στα οποία διατηρείται η ορολογία που αυτοί επέλεξαν, και των παραπομπών στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904, στις οποίες χρησιμοποιείται η έκφραση «οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη» που περιέχεται στο εν λόγω άρθρο, θα χρησιμοποιείται η έκφραση «πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο».

Γ.      Επί του παραδεκτού

27      Η Επιτροπή, χωρίς να εγείρει τυπικά ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, υποστηρίζει ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτής.

28      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, διατείνεται ότι δεν μπορεί να της καταλογιστεί ο παράνομος χαρακτήρας της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευσης διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη. Υποστηρίζει ότι, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η οδηγία 2019/904 δεν εκδόθηκε από την ίδια, αλλά από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, και, αφετέρου, η εν λόγω απαγόρευση δεν περιλαμβανόταν στην πρόταση την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στις 28 Μαΐου 2018 [COM(2018) 340 final – 2018/0172 (COD), στο εξής: πρόταση οδηγίας], αλλά εισήχθη με τροπολογία του Κοινοβουλίου, την οποία ενέκρινε το Συμβούλιο. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι δεν μπορούσε να αποσύρει την πρότασή της, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις για μια τέτοια απόσυρση δεν πληρούνταν εν προκειμένω.

29      Τέλος, κατά την άποψη της Επιτροπής, ούτε το γεγονός ότι αυτή κίνησε και εν συνεχεία περάτωσε τη διαδικασία επιβολής περιορισμών βάσει των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1, στο εξής: κανονισμός REACH), ούτε το γεγονός, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, ότι η εκτίμηση επιπτώσεων είναι ελλιπής και ότι η ίδια παρέβη τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την έρευνα και την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων έχουν ως αποτέλεσμα να της καταλογιστεί η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά την οποία προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904.

30      Οι ενάγουσες αμφισβητούν ότι συντρέχει το εν λόγω απαράδεκτο.

31      Κατά τη νομολογία, ενώ σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως είναι να επιβληθεί κύρωση λόγω του παράνομου χαρακτήρα μιας νομικώς δεσμευτικής πράξεως ή λόγω της ελλείψεως τέτοιας πράξεως, η αγωγή αποζημιώσεως έχει ως αντικείμενο αίτηση αποκαταστάσεως ζημίας απορρέουσας από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά καταλογιστέα σε όργανο της Ένωσης (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 55, και της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑107/17, EU:T:2019:353, σκέψη 51).

32      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η έκδοση της οδηγίας 2019/904 ενέπιπτε, σύμφωνα με το άρθρο 294 ΣΛΕΕ, στην αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε νομικά δεσμευτική πράξη. Πράγματι, προκειμένου να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή υπέχει ευθύνη ή συνέβαλε στη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης, αρκεί να μπορεί να καταλογιστεί σε αυτήν παράνομη πράξη, έστω και μη νομικώς δεσμευτική, ή παράνομη συμπεριφορά.

33      Η πρόταση οδηγίας δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί τέτοια πράξη ή συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, η εν λόγω πρόταση προέβλεπε μόνον, στο άρθρο 5, ότι «[τ]α κράτη μέλη απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά των πλαστικών προϊόντων μίας χρήσης που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος», ενώ το μέρος Β του εν λόγω παραρτήματος δεν κάνει καμία αναφορά στην οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη.

34      Ωστόσο, οι ενάγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή τη συμπεριφορά με την οποία, στο πλαίσιο του διοργανικού συμβιβασμού της 19ης Δεκεμβρίου 2018, το θεσμικό αυτό όργανο ανέφερε ότι «δέχεται όλες τις τροποποιήσεις» που επήλθαν στην πρότασή της οδηγίας. Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η τροπολογία η οποία εισήγαγε στην πρόταση οδηγίας την απαγόρευση των προϊόντων από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη είναι η τροπολογία αριθ. 83 του Κοινοβουλίου στην εν λόγω πρόταση, της 24ης Οκτωβρίου 2018 [COM(2018) 0340 – C8‑0218/2018-2018/0172 (COD), στο εξής: τροπολογία του Κοινοβουλίου]. Τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα συμφώνησαν στη συνέχεια, στο πλαίσιο του εν λόγω συμβιβασμού, να ενσωματώσουν την τροπολογία αυτή στο κείμενο της μελλοντικής οδηγίας. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή δήλωσε ότι δέχεται όλες τις τροπολογίες.

35      Οι ενάγουσες προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι, με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2019 (στο εξής: έγγραφο της 30ής Απριλίου 2019), ζήτησε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA) να περατώσει την εκκρεμή ενώπιόν του διαδικασία επιβολής περιορισμών όσον αφορά τα πλαστικά που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο. Κατά τις ενάγουσες, αν ο ECHA είχε περατώσει τη διαδικασία αυτή και είχε, μεταξύ άλλων, καταρτίσει φάκελο, όπως προβλέπει το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, τα συμπληρωματικά στοιχεία που θα είχαν περιέλθει σε γνώση των τριών εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων θα τα είχαν οδηγήσει στη λήψη, σε σχέση με το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, άλλων μέτρων πλην της απαγόρευσης διάθεσης στην αγορά ή ακόμη και στη μη λήψη οποιουδήποτε μέτρου.

36      Τέλος, οι ενάγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να διενεργήσει εκτίμηση επιπτώσεων ειδικώς όσον αφορά το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και τα προϊόντα που κατασκευάζονται από αυτό το είδος πλαστικού, καθώς και ότι δεν αναζήτησε ή δεν έλαβε υπόψη κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το πλαστικό αυτό και με τον κίνδυνο που ενέχει για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Κατά την άποψη των εναγουσών, αν τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους συμπληρωματικά στοιχεία, θα είχαν μεταβάλει την εκτίμησή τους.

37      Το ζήτημα αν οι συμπεριφορές που μνημονεύονται στις σκέψεις 34 έως 36 ανωτέρω είναι παράνομες και το ζήτημα αν, ελλείψει των συμπεριφορών αυτών, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα είχαν παρά ταύτα απαγορεύσει τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο αφορούν τον προσδιορισμό του γενεσιουργού της ευθύνης γεγονότος και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του γενεσιουργού αυτού γεγονότος και της προβαλλόμενης ζημίας. Τα ζητήματα που αφορούν την εξέταση των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, όπως είναι ο προσδιορισμός του γενεσιουργού γεγονότος και της αιτιώδους συνάφειας, άπτονται της εξέτασης της ουσίας της υπό κρίση αγωγής και, ως εκ τούτου, δεν ασκούν επιρροή στην εκτίμηση του παραδεκτού της (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑107/17, EU:T:2019:353, σκέψεις 42 έως 47).

38      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία ζητείται να κριθεί απαράδεκτη η αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτής.

Δ.      Επί της ουσίας

39      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

40      Κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εφόσον δεν πληρούται μία εξ αυτών των προϋποθέσεων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Επιπλέον, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάζει τις προϋποθέσεις αυτές με καθορισμένη σειρά (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψεις 13, 63 και 64, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 148).

42      Όσον αφορά την πρώτη από τις ως άνω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες υφίσταται όταν η παράβαση αυτή συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια, τα δε στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα καθώς και το εύρος των περιθωρίων εκτίμησης που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στην αρχή της Ένωσης (αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 30, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 33).

43      Συναφώς, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ενδεχόμενη κατάφωρη παράβαση των επίμαχων κανόνων δικαίου πρέπει να στηρίζεται σε πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στον τομέα του περιβάλλοντος δυνάμει των άρθρων 191 και 192 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας συνεπάγεται, αφενός, την υποχρέωση του νομοθέτη της Ένωσης να προβλέπει και να εκτιμά περίπλοκες και αβέβαιες οικολογικές, επιστημονικές, τεχνικές και οικονομικές εξελίξεις και, αφετέρου, την υποχρέωσή του να σταθμίζει και να ιεραρχεί τους διάφορους σκοπούς, τις αρχές και τα συμφέροντα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑16/04, EU:T:2010:54, σκέψη 143).

44      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εκτιμηθεί αν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης.

45      Συναφώς, οι ενάγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ελλείψεως νομιμότητας, οι οποίοι στηρίζονται αφενός σε κατάφωρες παραβιάσεις, πρώτον, των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH, δεύτερον, των σημείων 12 και 14 έως 16 της διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, της 13ης Απριλίου 2016 (ΕΕ 2016, L 123, σ. 1, στο εξής: διοργανική συμφωνία), τρίτον, της γενικής αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, και του άρθρου 191 ΣΛΕΕ, και αφετέρου σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, τέταρτον, της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης και, πέμπτον, των άρθρων 16 και 17 και του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη και του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.

1.      Επί του πρώτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH

46      Με τον πρώτο λόγο ελλείψεως νομιμότητας, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη θεσπίσθηκε κατά καταστρατήγηση της διαδικασίας επιβολής περιορισμών που προβλέπεται στα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH. Υπογραμμίζουν, συναφώς, ότι ενώπιον του ECHA εκκρεμούσε διαδικασία επιβολής περιορισμών όταν, χωρίς να ληφθεί καθόλου υπόψη η διαδικασία αυτή, το Κοινοβούλιο ψήφισε την τροπολογία με την οποία προστέθηκαν τα προϊόντα από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη σε εκείνα των οποίων τη διάθεση στην αγορά απαγόρευε η πρόταση οδηγίας. Η εν λόγω διαδικασία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε εξέλιξη όταν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφώνησαν επί της τροπολογίας αυτής και όταν το Κοινοβούλιο εξέδωσε νομοθετικό ψήφισμα που υιοθετούσε την επίμαχη τροπολογία.

47      Συνεπώς, κατά τις ενάγουσες, η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση θεσπίστηκε χωρίς τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα να εκτιμήσουν δεόντως αν από την οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη «προκύπτει απαράδεκτος κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπισθεί σε [επίπεδο Ένωσης]», χωρίς να «[λάβουν] υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις [...], καθώς και τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών λύσεων», όπως απαιτεί το άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, και χωρίς να κληθούν τα ίδια να υποβάλουν τα σχόλιά τους στον ECHA, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, η επιβολή της εν λόγω απαγόρευσης είναι πρόωρη και παράνομη.

48      Κατά την άποψη των εναγουσών, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε κατάφωρη παράβαση των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH καθόσον παρέκαμψαν τη διαδικασία επιβολής περιορισμών που προβλέπεται στα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH, ενώ μόνον ο ECHA είναι τεχνικώς αρμόδιος να ερευνά και να διαπιστώνει αν η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη και η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη είναι ή όχι δικαιολογημένες από περιβαλλοντική άποψη. Τέλος, οι ενάγουσες υπογραμμίζουν ότι ο εν λόγω κανονισμός απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, δεδομένου ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι ο ECHA καλεί όλους τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν σχόλια για τους φακέλους και για τους προτεινόμενους περιορισμούς, καθώς και να του διαβιβάσουν κοινωνικοοικονομική ανάλυση.

49      Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγουσών.

50      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, κατά το άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, όταν από την παρασκευή, τη χρήση ή τη διάθεση στην αγορά ουσιών προκύπτει απαράδεκτος κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπισθεί σε επίπεδο Ένωσης, η εν λόγω παρασκευή, χρήση και διάθεση στην αγορά μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί απαριθμούνται στο παράρτημα XVII του εν λόγω κανονισμού.

51      Προς τούτο, το άρθρο 69 του κανονισμού REACH παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ζητήσει από τον ECHA να καταρτίσει φάκελο. Εάν από τον φάκελο προκύπτει ότι απαιτείται δράση σε επίπεδο Ένωσης, ο ECHA προτείνει περιορισμούς εντός δώδεκα μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, ο φάκελος δημοσιεύεται στον ιστότοπο του ECHA, συνοδευόμενος από τις προτάσεις του για την επιβολή περιορισμών, και τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να υποβάλουν στον ECHA τα σχόλιά τους.

52      Εν συνεχεία, εντός εννέα μηνών από τη δημοσίευση του φακέλου, διατυπώνει γνώμη επ’ αυτού η επιτροπή αξιολόγησης κινδύνων του ECHA και, εντός δώδεκα μηνών από τη δημοσίευσή του, διατυπώνει γνώμη επ’ αυτού η επιτροπή κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης του ECHA, κατά τα άρθρα 70 και 71 του κανονισμού REACH. Οι δύο αυτές γνώμες υποβάλλονται στην Επιτροπή και δημοσιεύονται στον ιστότοπο του ECHA, σύμφωνα με το άρθρο 72 του εν λόγω κανονισμού.

53      Εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 68, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, η Επιτροπή εκπονεί σχέδιο τροποποίησης του παραρτήματος XVII του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 73, παράγραφος 1, αυτού. Η τελική απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, κατά το άρθρο 73, παράγραφος 2, και το άρθρο 133, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

54      Εν προκειμένω, η διαδικασία αυτή κινήθηκε, αλλά δεν περατώθηκε.

55      Πράγματι, με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2017, η Επιτροπή κάλεσε τον ECHA να καταρτίσει φάκελο σχετικά με τις οξοδιασπώμενες πλαστικές ύλες, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH. Εν συνεχεία, η Επιτροπή και ο ECHA συμφώνησαν να αναβάλουν την υποβολή του εν λόγω φακέλου έως τα τέλη Ιουλίου του 2019, προκειμένου να παράσχουν στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν περαιτέρω πληροφορίες στον ECHA, όπως προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στις ενάγουσες υπάλληλος του ECHA στις 30 Οκτωβρίου 2018. Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω, στη συνέχεια η Επιτροπή, με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2019, ζήτησε από τον ECHA να ολοκληρώσει την προετοιμασία του επίμαχου φακέλου, με την αιτιολογία ότι δεν απαιτούνταν πλέον παρέμβαση βάσει του κανονισμού REACH, διότι στις 19 Δεκεμβρίου 2018 είχε επιτευχθεί διοργανικός συμβιβασμός, στο πλαίσιο της κατάρτισης της οδηγίας για τη μείωση των επιπτώσεων ορισμένων πλαστικών προϊόντων στο περιβάλλον, προκειμένου να απαγορευθεί η διάθεση στην αγορά των προϊόντων από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη.

56      Επομένως, όπως αναφέρεται στο προοίμιο της οδηγίας 2019/904, η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη θεσπίστηκε με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία του άρθρου 294 ΣΛΕΕ.

57      Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι, θεσπίζοντας την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση χωρίς να αναμείνουν την έκβαση της εκκρεμούς διαδικασίας επιβολής περιορισμών, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα καταστρατήγησαν τα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH. Η εν λόγω απαγόρευση θεσπίστηκε πρόωρα και παρανόμως, χωρίς ο ECHA, ο οποίος, αντιθέτως προς τα εν λόγω θεσμικά όργανα, διαθέτει επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη επί του θέματος, να μπορέσει να γνωστοποιήσει σε αυτά τα όργανα τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει και χωρίς να ακούσει τις ενάγουσες. Η συμπεριφορά αυτή συνιστά κατάφωρη παράβαση των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

58      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι, αφενός, δεν διαπράχθηκε καμία παράβαση των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH και, αφετέρου, τα εν λόγω άρθρα δεν συνιστούν κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

59      Πρώτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη έπρεπε να επιβληθεί σύμφωνα με τη διαδικασία επιβολής περιορισμών που προβλέπεται στα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH.

60      Πράγματι, η οδηγία 2019/904 εκδόθηκε σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία του άρθρου 294 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, το προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρει ότι έχει ως νομική βάση το άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν σύμφωνα με την εν λόγω διαδικασία.

61      Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός «εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της [ενωσιακής] νομοθεσίας για [...] το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων» διαφόρων οδηγιών που απαριθμεί. Επομένως, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει ρητώς ότι δεν θίγεται η εφαρμογή των σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος πράξεων του δικαίου της Ένωσης. Βεβαίως, η οδηγία 2019/904 δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH. Εντούτοις, η έκδοση της οδηγίας αυτής είναι μεταγενέστερη της έκδοσης του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, η χρήση του όρου «συμπεριλαμβανομένων» υποδηλώνει ότι η απαρίθμηση του άρθρου αυτού δεν είναι εξαντλητική.

62      Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ήταν υποχρεωμένα, αν όχι να ακολουθήσουν τη διαδικασία επιβολής περιορισμών των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH, τουλάχιστον να αναμείνουν την έκβαση της εν εξελίξει διαδικασίας επιβολής περιορισμών για να θεσπίσουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση.

63      Πράγματι, η εξουσία νομοθετικής πρωτοβουλίας την οποία αναγνωρίζουν στην Επιτροπή το άρθρο 17, παράγραφος 2, ΣΕΕ και το άρθρο 289 ΣΛΕΕ συνεπάγεται ότι εναπόκειται στην Επιτροπή, κατ’ αρχήν, να αποφασίσει αν θα υποβάλει ή όχι μια πρόταση νομοθετικής πράξεως και, ενδεχομένως, να προσδιορίσει το αντικείμενο, τον σκοπό και το περιεχόμενο της προτάσεως αυτής (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 146).

64      Εκτός αυτού, η νομοθετική εξουσία της οποίας αποκλειστικοί φορείς, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 16, παράγραφος 1, ΣΕΕ, είναι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνεπάγεται ότι εναπόκειται αποκλειστικώς στα εν λόγω θεσμικά όργανα να καθορίζουν το περιεχόμενο μιας νομοθετικής πράξεως (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑5/16, EU:C:2018:483, σκέψη 84).

65      Ως εκ τούτου, το να υποχρεωθούν η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να αναμείνουν την έκβαση της διαδικασίας επιβολής περιορισμών που προβλέπεται στα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH για να εγκρίνουν, αντιστοίχως, την πρόταση οδηγίας και την τροπολογία με την οποία εισήχθη στην πρόταση αυτή η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη θα ισοδυναμούσε με περιορισμό της εξουσίας νομοθετικής πρωτοβουλίας της πρώτης και της νομοθετικής εξουσίας των δεύτερων.

66      Τρίτον, η νομιμότητα της οδηγίας 2019/904 δεν μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα του κανονισμού REACH.

67      Πράγματι, κατά τη νομολογία, η εσωτερική νομιμότητα μιας πράξης της Ένωσης δεν μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα άλλης πράξης της Ένωσης της ίδιας κανονιστικής ισχύος, εκτός αν έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν της τελευταίας αυτής πράξης ή αν προβλέπεται ρητώς σε μία από τις δύο πράξεις ότι η μία κατισχύει της άλλης (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 38).

68      Από το άρθρο 289, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι οι νομικές πράξεις που εκδίδονται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία αποτελούν νομοθετικές πράξεις. Τούτο ισχύει, όπως αναφέρθηκε στο σημείο 56 ανωτέρω, στην περίπτωση της οδηγίας 2019/904. Όσον αφορά τον κανονισμό REACH, η νομική του βάση είναι το άρθρο 95 ΕΚ, το οποίο προέβλεπε την εφαρμογή της διαδικασίας συναπόφασης που περιγράφεται στο άρθρο 251 ΕΚ. Η συνήθης νομοθετική διαδικασία του άρθρου 294 ΣΛΕΕ ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με τη διαδικασία συναπόφασης (διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑18/10, EU:T:2011:419, σκέψη 61), οπότε και ο κανονισμός REACH πρέπει να θεωρηθεί νομοθετική πράξη. Ως εκ τούτου, η οδηγία 2019/904 και ο κανονισμός REACH πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι της ίδιας κανονιστικής ισχύος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 38).

69      Επιπλέον, η οδηγία 2019/904 δεν εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού REACH.

70      Εκτός αυτού, στο μέτρο που, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 61 ανωτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού REACH ορίζει ότι εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της ενωσιακής νομοθεσίας για το περιβάλλον, είναι σαφές ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν προβλέπει ότι κατισχύει της εν λόγω νομοθεσίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η οδηγία 2019/904. Εξάλλου, ούτε η εν λόγω οδηγία προβλέπει ότι ο κανονισμός REACH κατισχύει των διατάξεών της.

71      Από τις σκέψεις 59 έως 70 ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν παρέβησαν τα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH.

72      Ελλείψει παράβασης των διατάξεων αυτών, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η παράβαση αυτή είναι κατάφωρη, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω.

73      Εν πάση περιπτώσει, τα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

74      Συναφώς, οι ενάγουσες στηρίζονται στο άρθρο 69, παράγραφος 6, του κανονισμού REACH, το οποίο προβλέπει ότι ο ECHA καλεί όλους τους ενδιαφερομένους να του υποβάλουν, εντός έξι μηνών από τη δημοσίευση του φακέλου, τα σχόλιά τους για τον φάκελο και για τους προτεινόμενους περιορισμούς, καθώς και κοινωνικοοικονομική ανάλυση, ή πληροφορίες που μπορούν να συμβάλουν σε μια τέτοια ανάλυση. Κατά την άποψη των εναγουσών, η διάταξη αυτή παρέχει στους ιδιώτες δικαίωμα να λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις τους πριν από τη θέσπιση περιορισμού.

75      Επιπλέον, κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, ο ECHA καλεί τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τα σχόλιά τους σχετικά με το σχέδιο γνώμης της επιτροπής κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης.

76      Είναι πάντως αληθές ότι το δικαίωμα ακροάσεως συνιστά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής, C‑650/19 P, EU:C:2021:879, σκέψη 140).

77      Εντούτοις, καμία διάταξη των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH δεν εγγυάται stricto sensu δικαίωμα ακροάσεως των ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το άρθρο 69, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπουν δημόσια διαβούλευση δεν αναιρεί το γεγονός ότι ούτε ο ECHA ούτε η Επιτροπή υποχρεούνται να ακούσουν, εκτός του πλαισίου της εν λόγω δημόσιας διαβούλευσης, τους ιδιώτες τους οποίους ενδέχεται να αφορά η τροποποίηση του παραρτήματος XVII του κανονισμού REACH (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2015, VECCO κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑360/13, EU:T:2015:695, σκέψεις 81 και 82).

78      Επομένως, ο πρώτος λόγος ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του δεύτερου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε κατάφωρη παράβαση των σημείων 12 και 14 έως 16 της διοργανικής συμφωνίας

79      Με τον δεύτερο λόγο ελλείψεως νομιμότητας, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα, παραλείποντας να προβούν σε εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, παρέβησαν τα σημεία 12 και 14 έως 16 της διοργανικής συμφωνίας. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την πρόταση οδηγίας αφορά μόνον τα αλιευτικά εργαλεία και τα πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος της εν λόγω πρότασης, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι οξοδιασπώμενες πλαστικές ύλες. Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο παρέβησαν το σημείο 15 της διοργανικής συμφωνίας και η Επιτροπή το σημείο 16 της συμφωνίας αυτής, καθόσον παρέλειψαν, αντιστοίχως, να προβούν σε εκτίμηση των επιπτώσεων της τροποποίησης που επέφερε το Κοινοβούλιο στην πρόταση οδηγίας και να συμπληρώσουν την αρχική εκτίμηση επιπτώσεων.

80      Οι ενάγουσες αναγνωρίζουν ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν δεσμεύονται από την εκτίμηση επιπτώσεων που έχει διενεργήσει η Επιτροπή και ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να καθορίσουν αν, σε περίπτωση τροποποίησης της πρότασης οδηγίας που υπέβαλε η Επιτροπή, απαιτείται συμπληρωματική εκτίμηση επιπτώσεων. Υπογραμμίζουν, ωστόσο, ότι η μη διενέργεια εκτίμησης επιπτώσεων είναι η εξαίρεση και η διενέργειά της είναι η αρχή. Εν προκειμένω, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα όφειλαν να προβούν σε εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με τις οξοδιασπώμενες πλαστικές ύλες, δεδομένου ότι δεν διέθεταν επαρκή επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω θεσμικά όργανα διέπραξαν κατάφωρη παράβαση της διοργανικής συμφωνίας, η οποία απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.

81      Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγουσών.

82      Η επιχειρηματολογία των εναγουσών δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Αφενός, δεν διαπράχθηκε καμία παράβαση της διοργανικής συμφωνίας και, αφετέρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

83      Συναφώς, κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή προέβη σε εκτίμηση επιπτώσεων της προτάσεώς της οδηγίας. Εντούτοις, η εν λόγω εκτίμηση επιπτώσεων δεν αφορά την οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη.

84      Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι η έγκριση της τροπολογίας του Κοινοβουλίου δεν συνοδεύτηκε από εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με αυτό το είδος πλαστικού.

85      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν τα σημεία 12 και 14 έως 16 της διοργανικής συμφωνίας επέβαλλαν στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα, ή σε κάποιο από αυτά, να προβούν σε εκτίμηση επιπτώσεων η οποία να αφορά ειδικά την τροπολογία του Κοινοβουλίου.

86      Από το γράμμα των εν λόγω σημείων προκύπτει σαφώς ότι τούτο δεν ίσχυε.

87      Συγκεκριμένα, το σημείο 12 της διοργανικής συμφωνίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι εκτιμήσεις επιπτώσεων είναι ένα εργαλείο που βοηθά το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να λάβουν εμπεριστατωμένες αποφάσεις και δεν υποκαθιστούν τις πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

88      Κατά το σημείο 13 της εν λόγω συμφωνίας, η Επιτροπή διενεργεί εκτιμήσεις των επιπτώσεων, μεταξύ άλλων, των νομοθετικών πρωτοβουλιών που αναμένεται να έχουν σημαντικές οικονομικές, περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιπτώσεις.

89      Το σημείο 14 της ίδιας συμφωνίας αναφέρει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις εκτιμήσεις επιπτώσεων της Επιτροπής.

90      Εντούτοις, κατά τη νομολογία, η εκτίμηση επιπτώσεων δεν δεσμεύει ούτε το Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο, οπότε ο νομοθέτης της Ένωσης παραμένει ελεύθερος να λάβει και άλλα μέτρα, πέραν εκείνων που αφορά η εκτίμηση επιπτώσεων (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 65).

91      Επιπλέον, σύμφωνα με το σημείο 15 της διοργανικής συμφωνίας, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όταν κρίνουν ότι είναι αρμόζον και απαραίτητο για τη νομοθετική διαδικασία, θα πραγματοποιούν εκτιμήσεις επιπτώσεων σε ό,τι αφορά τις ουσιώδεις τροποποιήσεις τους στην πρόταση της Επιτροπής. Κατά το ίδιο σημείο 15, εναπόκειται σε κάθε θεσμικό όργανο να καθορίσει τι συνιστά «ουσιώδη» τροποποίηση.

92      Ωστόσο, κατά τη νομολογία, το σημείο 15 της διοργανικής συμφωνίας δεν περιέχει καμία δεσμευτική υποχρέωση εις βάρος του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Το σημείο αυτό προβλέπει μόνον τη δυνατότητα διενέργειας επικαιροποίησης σε περίπτωση που το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο «κρίνουν ότι είναι αρμόζον και απαραίτητο για τη νομοθετική διαδικασία» (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑128/17, EU:C:2019:194, σκέψη 43).

93      Εν προκειμένω, τόσο το Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι διέθεταν επαρκή επιστημονικά στοιχεία και ότι, επομένως, η επικαιροποίηση αυτή δεν ήταν αναγκαία. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τους προσαφθεί ότι δεν προέβησαν σε εκτίμηση επιπτώσεων της τροπολογίας του Κοινοβουλίου.

94      Όσον αφορά την προβαλλόμενη υπαίτια αδράνεια της Επιτροπής, πρέπει να επισημανθεί ότι το σημείο 16 της διοργανικής συμφωνίας ορίζει ότι η Επιτροπή «δύναται», με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν πρόσκλησης του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, να συμπληρώνει την εκτίμηση επιπτώσεών της ή να πραγματοποιεί άλλες αναλυτικές εργασίες που θεωρεί απαραίτητες. Από το γράμμα του εν λόγω σημείου 16 προκύπτει σαφώς ότι το σημείο αυτό δεν περιλαμβάνει καμία υποχρέωση της Επιτροπής να προβεί σε επικαιροποίηση της εκτίμησης επιπτώσεων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν το έπραξε προκειμένου να λάβει υπόψη την τροπολογία του Κοινοβουλίου.

95      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν παρέβησαν τα σημεία 12 και 14 έως 16 της διοργανικής συμφωνίας.

96      Ελλείψει τέτοιας παράβασης, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η παράβαση αυτή είναι κατάφωρη, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω.

97      Κατά δεύτερον και εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα σημεία 12 και 14 έως 16 της διοργανικής συμφωνίας αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, δεδομένου ότι, όπως διευκρινίζει το εν λόγω σημείο 12, οι εκτιμήσεις επιπτώσεων είναι ένα εργαλείο που βοηθά τα τρία θεσμικά όργανα να λάβουν εμπεριστατωμένες αποφάσεις.

98      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε κατάφωρη παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, και του άρθρου 191 ΣΛΕΕ, καθώς και σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως

99      Με τον τρίτο λόγο ελλείψεως νομιμότητας, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση, στο μέτρο που εφαρμόζεται στην οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, αντιβαίνει στη γενική αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ και στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ, και στηρίζεται σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως. Επομένως, θεσπίζοντας την εν λόγω απαγόρευση, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα παρέβησαν κατάφωρα κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

100    Ο λόγος αυτός διαρθρώνεται σε τρία σκέλη.

101    Με το πρώτο σκέλος, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν είχαν στη διάθεσή τους πλήρη επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη και ότι, ως εκ τούτου, η απαγόρευση του άρθρου 5 της οδηγίας 2019/904 αντιβαίνει αφ’ εαυτής στη γενική αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ και στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ, και στηρίζεται σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως.

102    Κατά τις ενάγουσες, τα εν λόγω θεσμικά όργανα δεν μπορούσαν να λάβουν ένα τόσο παρεμβατικό μέτρο χωρίς να έχουν αξιοποιήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που θα είχαν συλλεγεί κατά τη διαδικασία επιβολής περιορισμών που προβλέπεται στα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH. Τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα θα έπρεπε επίσης να έχουν στη διάθεσή τους εκτίμηση επιπτώσεων ειδικά για την οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, καθώς και κάθε άλλη επιστημονική αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων αυτού του είδους πλαστικού. Απαγορεύοντας τη διάθεση του πλαστικού αυτού στην αγορά χωρίς να διαθέτουν τέτοια στοιχεία, τα εν λόγω θεσμικά όργανα ακολούθησαν μια αμιγώς υποθετική προσέγγιση των δημιουργούμενων κινδύνων.

103    Οι ενάγουσες υπογραμμίζουν ότι το γεγονός ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα διαθέτουν, στον τομέα του περιβάλλοντος, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δεν τα απαλλάσσει από την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία. Πάντως, οι επιστημονικές μελέτες στις οποίες τα εν λόγω θεσμικά όργανα ισχυρίζονται, με τα υπομνήματα αντικρούσεως, ότι στηρίχθηκαν για να επιβάλουν την απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν διακρίνουν μεταξύ οξοδιασπώμενης και οξο-βιοδιασπώμενης πλαστικής ύλης και δεν συνιστούν πλήρη απαγόρευση του δεύτερου είδους πλαστικού. Επιπλέον, τα θεσμικά αυτά όργανα δεν έλαβαν υπόψη, ειδικότερα, τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της εν λόγω απαγόρευσης. Τέλος, υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αναλογικότητα της απαγόρευσης αυτής.

104    Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν απέδειξαν, ή δεν απέδειξαν επαρκώς, την ύπαρξη ορθολογικής σχέσης μεταξύ της απαγόρευσης διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη και του σκοπού της οδηγίας 2019/904, ήτοι της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Ως εκ τούτου, η εν λόγω απαγόρευση είναι αντίθετη προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

105    Κατά την άποψη των εναγουσών, καμία από τις τέσσερις παραδοχές που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας αυτής δεν τεκμηριώνεται.

106    Πρώτον, η παραδοχή ότι η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν βιοαποδομείται καταλλήλως δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, δεδομένου ότι τέτοια στοιχεία θα έπρεπε να έχουν προσκομιστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής περιορισμών βάσει των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH. Οι επιστημονικές μελέτες στις οποίες ισχυρίζονται ότι στηρίχθηκαν τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν βιοαποδομείται καταλλήλως, αλλά απλώς ότι δεν υπάρχουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία για τη βιοαποδομησιμότητά της. Επιπλέον, η εν λόγω παραδοχή αντιφάσκει προς άλλες επιστημονικές μελέτες, καθώς και προς εργαστηριακές δοκιμές, από τις οποίες προκύπτει ότι η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη βιοαποδομείται καταλλήλως.

107    Δεύτερον, κατά τις ενάγουσες, η παραδοχή ότι η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν είναι λιπασματοποιήσιμη είναι ανακριβής. Επιπλέον, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν ανέφεραν τον λόγο για τον οποίο το γεγονός ότι η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν είναι λιπασματοποιήσιμη συνιστά κίνδυνο για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία, ούτε τους λόγους για τους οποίους το γεγονός αυτό δικαιολογεί την απαγόρευση της οξο-βιοδιασπώμενης πλαστικής ύλης, ενώ η συμβατική πλαστική ύλη, η οποία επίσης δεν είναι λιπασματοποιήσιμη, δεν απαγορεύεται.

108    Τρίτον, όσον αφορά την παραδοχή ότι η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη επηρεάζει αρνητικά την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών υλών, οι επιστημονικές μελέτες στις οποίες ισχυρίζονται ότι στηρίχθηκαν τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν αποκλείουν τη δυνατότητα ανακύκλωσης της οξοδιασπώμενης πλαστικής ύλης και επισημαίνουν ότι η χρήση σταθεροποιητικών ενώσεων θα μπορούσε να αποτρέψει το ενδεχόμενο να επηρεάζεται αρνητικά η ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών υλών από αυτό το είδος πλαστικού. Άλλες μελέτες αποδεικνύουν, κατά τις ενάγουσες, ότι η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη μπορεί να ανακυκλωθεί κατά τον ίδιο τρόπο με τη συμβατική πλαστική ύλη.

109    Τέταρτον, η παραδοχή ότι η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν παρέχει αποδεδειγμένο όφελος για το περιβάλλον δεν στηρίζεται σε καμία επιστημονική μελέτη.

110    Με το τρίτο σκέλος αυτού του λόγου ελλείψεως νομιμότητας, οι ενάγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η πλήρης απαγόρευση διάθεσης στην αγορά υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας αυτής και ότι υφίστανται άλλα μέτρα λιγότερο επαχθή. Ως εκ τούτου, η εν λόγω απαγόρευση παραβιάζει τη γενική αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

111    Προς στήριξη του τρίτου αυτού σκέλους, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι θα ήταν δυνατόν να έχει εξαιρεθεί αυτό το είδος πλαστικού από την επίμαχη απαγόρευση, να έχει επιβληθεί η διενέργεια δοκιμών σύμφωνα με αναγνωρισμένο πρότυπο προκειμένου να αξιολογηθεί η βιοαποδομησιμότητα του πλαστικού αυτού, να έχει απαιτηθεί η τοποθέτηση διακριτικού κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η αυτόματη διαλογή πριν από την ανακύκλωση, να έχει προβλεφθεί, ως προς αυτό, ένα από τα μη απαγορευτικά μέτρα των άρθρων 4, 7, 8 και/ή 10 της οδηγίας 2019/904, ή να έχει επιβληθεί επισήμανση η οποία να αποτρέπει κάθε κίνδυνο πρόκλησης σύγχυσης στους καταναλωτές. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι, αντί να απαγορεύσουν πλήρως τη διάθεση στην αγορά, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα όφειλαν να έχουν προβλέψει μεταβατική περίοδο.

112    Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγουσών.

113    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, μολονότι η παράβαση του άρθρου 191 ΣΛΕΕ προβάλλεται μόνο στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, αντιθέτως, η παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, προβάλλεται στο πλαίσιο και των τριών σκελών του λόγου αυτού. Επομένως, τα τρία αυτά σκέλη πρέπει να ομαδοποιηθούν και να εξεταστούν, πρώτον, η παράβαση του άρθρου 191 ΣΛΕΕ και, δεύτερον, η παράβαση του άρθρου 5 παράγραφος 4, ΣΕΕ.

α)      Επί του πρώτου σκέλους, κατά το μέρος που στηρίζεται σε κατάφωρη παράβαση του άρθρου 191 ΣΛΕΕ

114    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στον τομέα του περιβάλλοντος τις οποίες αντλεί από τα άρθρα 191 και 192 ΣΛΕΕ.

115    Επομένως, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος εάν η άσκηση της εξουσίας αυτής ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 28).

116    Επιπλέον, κατά το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή της προφύλαξης. Κατά το άρθρο 191, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κατά την εκπόνηση της εν λόγω πολιτικής, η Ένωση λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα.

117    Βάσει όμως της αρχής της προφύλαξης, όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή την έκταση των κινδύνων για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία, μπορούν να ληφθούν μέτρα προστασίας πριν ακόμη αποδειχθούν πλήρως το υποστατό και η σοβαρότητα των κινδύνων αυτών. Όταν δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ύπαρξη ή η έκταση του προβαλλόμενου κινδύνου επειδή οι διεξαχθείσες μελέτες δεν είναι οριστικές, πλην όμως εξακολουθεί να υφίσταται πιθανότητα πραγματικής βλάβης στο περιβάλλον ή στην ανθρώπινη υγεία σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου αυτού, η αρχή της προφύλαξης δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων (απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, Bayer CropScience και Bayer κατά Επιτροπής, C‑499/18 P, EU:C:2021:367, σκέψη 80). Συναφώς, τα θεσμικά όργανα απαγορεύεται να υιοθετούν μια αμιγώς υποθετική προσέγγιση για την επικινδυνότητα και να προσανατολίζουν τις αποφάσεις τους προς ένα επίπεδο «μηδενικής επικινδυνότητας» (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ., C‑236/01, EU:C:2003:431, σκέψη 106· της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Xeda International κατά Επιτροπής, T‑269/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1069, σκέψεις 55 και 56, και της 17ης Μαρτίου 2021, FMC κατά Επιτροπής, T‑719/17, EU:T:2021:143, σκέψη 69).

118    Κατά συνέπεια, η αρμόδια δημόσια αρχή, προκειμένου να αποφύγει τη λήψη αυθαίρετων μέτρων, που δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθούν βάσει της αρχής της προφύλαξης, οφείλει να μεριμνά ώστε τα μέτρα που λαμβάνει, έστω και όταν πρόκειται για προληπτικά μέτρα, να στηρίζονται σε όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 60· βλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Xeda International κατά Επιτροπής, T‑269/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1069, σκέψη 57).

119    Η ως άνω επιστημονική αξιολόγηση πρέπει να βασίζεται στα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα και να διεξάγεται με τρόπο ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, FMC κατά Επιτροπής, T‑719/17, EU:T:2021:143, σκέψη 70). Πρέπει να παρέχει στην αρμόδια δημόσια αρχή επαρκώς αξιόπιστα και σοβαρά πληροφοριακά στοιχεία προκειμένου να είναι σε θέση να κατανοήσει όλη την έκταση του επιστημονικού ζητήματος που τίθεται και να καθορίσει την πολιτική της έχοντας επίγνωση της κατάστασης (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, ICdA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑456/11, EU:T:2013:594, σκέψη 52, και της 17ης Μαρτίου 2021, FMC κατά Επιτροπής, T‑719/17, EU:T:2021:143, σκέψη 71).

120    Κατά συνέπεια, η επιβολή της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευσης διάθεσης στην αγορά προϋπέθετε ότι, βάσει μιας όσο το δυνατόν πληρέστερης επιστημονικής αξιολόγησης των κινδύνων που ενέχουν τα προϊόντα που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι υφίστατο κίνδυνος για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στοιχειοθετείται μόνον όταν η παράβαση του επίμαχου κανόνα δικαίου είναι κατάφωρη.

121    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι ενάγουσες, ούτε το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμία εκτίμηση επιπτώσεων όσον αφορά τα προϊόντα που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία επιβολής περιορισμών που προβλέπεται στα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH και ότι, κατά συνέπεια, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν διέθεταν φάκελο καταρτισθέντα από τον ECHA ή πρόταση για την επιβολή περιορισμών ή τις γνώμες της επιτροπής αξιολόγησης κινδύνων και της επιτροπής κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός REACH αποδεικνύουν ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση των εν λόγω προϊόντων θεσπίστηκε χωρίς να έχει διεξαχθεί όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν. Πράγματι, από τις σκέψεις 78 και 98 ανωτέρω προκύπτει ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνταν ούτε να διενεργήσουν τέτοια εκτίμηση επιπτώσεων ούτε να ακολουθήσουν τη διαδικασία των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH ώστε να θεσπίσουν την εν λόγω απαγόρευση. Προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 118 και 119 ανωτέρω, αρκεί τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα να είχαν στη διάθεσή τους, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, επαρκώς αξιόπιστα και σοβαρά πληροφοριακά στοιχεία προκειμένου να είναι σε θέση να κατανοήσουν όλη την έκταση του τιθέμενου επιστημονικού ζητήματος και να καθορίσουν την πολιτική τους έχοντας επίγνωση της κατάστασης, ανεξαρτήτως της προέλευσης και της μορφής των στοιχείων αυτών.

122    Στη δε αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2019/904, η επέκταση της απαγόρευσης του άρθρου 5 στα προϊόντα από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη δικαιολογείται από το γεγονός ότι, πρώτον, αυτό το είδος πλαστικού δεν βιοαποδομείται καταλλήλως, και, συνεπώς, συμβάλλει στη ρύπανση του περιβάλλοντος από μικροπλαστικά, δεύτερον, δεν είναι λιπασματοποιήσιμο, τρίτον, επηρεάζει αρνητικά την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών υλών και, τέταρτον, δεν παρέχει αποδεδειγμένο όφελος για το περιβάλλον.

123    Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν, μολονότι δεν διενεργήθηκε καμία εκτίμηση επιπτώσεων και δεν περατώθηκε η διαδικασία επιβολής περιορισμών που προβλέπουν τα άρθρα 68 έως 73 του κανονισμού REACH, καθεμία από τις τέσσερις αυτές παραδοχές στηρίζεται παρά ταύτα σε όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων τους οποίους ενέχουν τα προϊόντα που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και αν, βάσει της αξιολόγησης αυτής, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συνάγοντας την ύπαρξη κινδύνων για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.

1)      Επί της παραδοχής ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως

124    Όσον αφορά την παραδοχή ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως, διευκρινίζεται, προκαταρκτικώς, ότι, σύμφωνα με έναν μη αμφισβητούμενο από τους διαδίκους ορισμό που περιλαμβάνεται σε έκθεση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τις επιπτώσεις της χρήσης οξοδιασπώμενων πλαστικών υλικών, συμπεριλαμβανομένων των οξοδιασπώμενων πλαστικών σακουλών μεταφοράς, στο περιβάλλον [COM(2018) 35 final], της 16ης Ιανουαρίου 2018 (στο εξής: έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018), η βιοαποδόμηση είναι η διαδικασία με την οποία τα υλικά αποσυντίθεται και διασπώνται με μικροοργανισμούς σε στοιχεία που απαντούν στη φύση, δηλαδή σε διοξείδιο του άνθρακα, βιομάζα και νερό. Η βιοαποδόμηση μπορεί να συμβεί σε περιβάλλον πλούσιο σε οξυγόνο (αερόβια βιοαποδόμηση) ή σε περιβάλλον φτωχό σε οξυγόνο (αναερόβια βιοαποδόμηση).

125    Με τα υπομνήματά τους αντικρούσεως, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ισχυρίζονται ότι στηρίχθηκαν στα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία για να συναγάγουν ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως: τη μελέτη Eunomia, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 22 ανωτέρω, την έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 124 ανωτέρω· μια έκθεση του Ιδρύματος Ellen MacArthur με τίτλο «Oxo Statement» (Δήλωση oxo), της 6ης Νοεμβρίου 2017 (στο εξής: δήλωση oxo)· μια μελέτη που εκπόνησαν οι S. Deconinck και B. De Wilde για την PlasticsEurope AISBL, μια ευρωπαϊκή ένωση παραγωγών πλαστικών, με τίτλο «Benefits and challenges of bio- and oxo-degradable plastics» (Πλεονεκτήματα και δυσκολίες των βιοαποδομήσιμων και των οξοδιασπώμενων πλαστικών υλών), της 9ης Αυγούστου 2013 (στο εξής: μελέτη De Wilde), και μια μελέτη που πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο του Loughborough (Ηνωμένο Βασίλειο) για το Τμήμα Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου, με τίτλο «Assessing the Environmental Impacts of Oxo-degradable Plastics Across Their Life Cycle» (Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των οξοδιασπώμενων πλαστικών υλών καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους), του Ιανουαρίου 2010 (στο εξής: μελέτη του Πανεπιστημίου Loughborough).

126    Πρώτον, η μελέτη Eunomia διευκρινίζει ότι δεν θα χρησιμοποιεί τον όρο «οξο-βιοδιασπώμενη» πλαστική ύλη, δεδομένου ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται από τις βιομηχανίες πλαστικών στο πλαίσιο διάθεσης των προϊόντων τους στο εμπόριο ως βιοαποδομήσιμων, αλλά την έκφραση πλαστικό «που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο», η οποία περιορίζεται στην περιγραφή μιας φυσικής ιδιαιτερότητας του επίμαχου πλαστικού χωρίς να αναφέρει αν είναι βιοαποδομήσιμο.

127    Από τη μελέτη Eunomia προκύπτει ότι η βιοαποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν είναι δυνατή όταν δεν προηγείται στάδιο κατά το οποίο το εν λόγω πλαστικό εκτίθεται στην υπεριώδη ακτινοβολία και στη θερμότητα. Σκοπός του προηγούμενου αυτού σταδίου είναι η μείωση, μέσω οξείδωσης, της μοριακής μάζας του πλαστικού προκειμένου να διασπαστεί σε θραύσματα. Η εν λόγω μελέτη αναφέρει ότι, χωρίς αυτό το προηγούμενο στάδιο, η βιοαποδόμηση δεν λαμβάνει χώρα ή λαμβάνει χώρα σε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, διότι το πλαστικό δεν έχει επιτύχει επαρκή βαθμό διάσπασης ώστε να μπορεί να αφομοιωθεί από μικροοργανισμούς. Δεδομένου ότι το φως και η θερμότητα ποικίλλουν ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί ο χρόνος και ο βαθμός διάσπασης που απαιτούνται για την επίτευξη της βιοαποδόμησης. Ωστόσο, το προ-οξειδωτικό πρόσθετο επιταχύνει τη διάσπαση του πλαστικού κατά τη διάρκεια αυτού του προηγούμενου σταδίου, με αποτέλεσμα το πλαστικό που περιέχει τέτοιο πρόσθετο να διασπάται ταχύτερα από το συμβατικό πλαστικό όταν εκτίθεται στην υπεριώδη ακτινοβολία και στη θερμότητα.

128    Όσον αφορά το επόμενο στάδιο, ήτοι την κατά κυριολεξία βιοαποδόμηση (αφομοίωση από μικροοργανισμούς), από τη μελέτη Eunomia προκύπτει ότι η βιοαποδόμηση, στο ύπαιθρο, του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο έχει αποδειχθεί μόνον εν μέρει. Μολονότι φαίνεται ότι, στο ύπαιθρο, το εν λόγω πλαστικό μπορεί να αποδομηθεί, δεν είναι βέβαιο ότι αποδομείται πλήρως και εντός ευλόγου χρόνου. Πράγματι, μόνο στο πλαίσιο εργαστηριακών πειραμάτων είχε επιτευχθεί ικανοποιητική βιοαποδόμηση (σχεδόν πλήρης, εντός δύο ετών, το συντομότερο διάστημα που έχει παρατηρηθεί). Τέτοια βιοαποδόμηση δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ υπό πραγματικές συνθήκες. Επιπλέον, μολονότι η βιοαποδόμηση, στο ύπαιθρο, του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο είναι δυνατόν να θεωρηθεί πολύ ταχύτερη από τη βιοαποδόμηση του συμβατικού πλαστικού, ο αρνητικός αντίκτυπος στο περιβάλλον θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερος κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου βιοαποδόμησης.

129    Όσον αφορά τη βιοαποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο κατά τη εναπόθεσή του σε χώρους υγειονομικής ταφής, η μελέτη Eunomia καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση ότι δεν υπάρχει βιοαποδόμηση τεκμηριώνεται. Κατά τη μελέτη αυτή, μολονότι μπορεί να υπάρχει βιοαποδόμηση στα εξωτερικά στρώματα του χώρου υγειονομικής ταφής, όπου το εν λόγω πλαστικό εκτίθεται στο οξυγόνο (αερόβια βιοαποδόμηση), αντιθέτως, στα βαθύτερα στρώματα του χώρου υγειονομικής ταφής, όπου υπάρχει ελάχιστο οξυγόνο, η βιοαποδόμηση είναι χαμηλή, αν όχι ανύπαρκτη. Ωστόσο, σε αυτά τα βαθιά στρώματα, η αναερόβια βιοαποδόμηση είναι εφικτή. Όμως, η αναερόβια βιοαποδόμηση παράγει μεθάνιο, ένα αέριο του θερμοκηπίου 25 φορές πιο επιβλαβές από το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται από την αερόβια βιοαποδόμηση. Ως εκ τούτου, το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο είναι ελαφρώς πιο προβληματικό από το συμβατικό πλαστικό, διότι, σε αντίθεση με το συμβατικό πλαστικό, μπορεί να παράγει εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

130    Τέλος, σύμφωνα με τη μελέτη Eunomia, τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία δεν επαρκούν για να προσδιοριστεί αν το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο βιοαποδομείται ή όχι στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η εν λόγω μελέτη αναφέρει, ωστόσο, ότι τα αποτελέσματα ορισμένων πειραμάτων υποδηλώνουν ότι, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αυτό το είδος πλαστικού διασπάται ταχύτερα από το συμβατικό πλαστικό, αλλά ότι η βιοαποδόμησή του ακολουθεί πολύ βραδύτερο ρυθμό απ’ ό,τι στην ξηρά, στο ύπαιθρο, πράγμα που σημαίνει ότι τα θραύσματα θα μπορούσαν να παραμείνουν στο περιβάλλον επ’ αόριστον ή για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να βλάψουν σοβαρά το περιβάλλον.

131    Δεύτερον, σύμφωνα με την έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018, η οποία επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα της μελέτης Eunomia, η προηγούμενη έκθεση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο στη θερμότητα και/ή στη υπεριώδη ακτινοβολία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου, κατά το επόμενο στάδιο, να υπάρχει βιοαποδόμηση. Από την έκθεση αυτή προκύπτει επίσης, κατά πρώτον, ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η βιοαποδόμηση αυτού του είδους πλαστικού στο ύπαιθρο όντως λαμβάνει χώρα υπό πραγματικές συνθήκες. Κατά δεύτερον, πάντοτε σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η βιοαποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο σε χώρο υγειονομικής ταφής είναι εφικτή στα εξωτερικά στρώματα του χώρου υγειονομικής ταφής, αλλά είναι χαμηλή, αν όχι ανύπαρκτη, στα βαθιά στρώματα, όπου αυτό το είδος πλαστικού είναι πιο προβληματικό από το συμβατικό πλαστικό από την άποψη των αερίων θερμοκηπίου. Κατά τρίτον, η ίδια έκθεση αναφέρει ότι από τα διαθέσιμα στοιχεία δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η βιοαποδόμηση στο θαλάσσιο περιβάλλον συντελείται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και ότι, εν πάση περιπτώσει, η βιοαποδόμηση αυτή είναι πιθανώς πολύ βραδύτερη απ’ ό,τι στην ξηρά, στο ύπαιθρο, και προκαλεί σημαντικές περιβαλλοντικές βλάβες.

132    Τόσο η μελέτη Eunomia όσο και η έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018 ήταν διαθέσιμες στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904. Πράγματι, η εν λόγω έκθεση υποβλήθηκε από την Επιτροπή στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στις 16 Ιανουαρίου 2018 –ήτοι πριν από την έκδοση στις 5 Ιουνίου 2019 της οδηγίας 2019/904–, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20α, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ 1994, L 365, σ. 10), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/720 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015 (ΕΕ 2015, L 115, σ. 11). Η μελέτη Eunomia αποτελεί τη βάση της έκθεσης της 16ης Ιανουαρίου 2018, η οποία παραπέμπει επανειλημμένως σ’ αυτήν. Επομένως, η εν λόγω μελέτη βρισκόταν, και αυτή, στη διάθεση των τριών εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων πριν από τις 5 Ιουνίου 2019.

133    Τρίτον, η δήλωση oxo επιβεβαιώνει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο βιοαποδομείται καταλλήλως εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Η δήλωση αυτή, υπογεγραμμένη από πολλές επιχειρήσεις και επαγγελματικές οργανώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ιδρύματα, ερευνητικούς οργανισμούς, επιστήμονες και μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, περιλαμβάνεται στον ιστότοπο του Ιδρύματος Ellen MacArthur, σκοπός του οποίου είναι η προώθηση της κυκλικής οικονομίας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κακώς το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο προωθείται στο εμπόριο ως η λύση για τη ρύπανση από τα πλαστικά και παρουσιάζεται ως βιοαποδομήσιμο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Συγκεκριμένα, μετά τη διάσπαση του εν λόγω πλαστικού σε μικρά θραύσματα, η βιοαποδόμηση αποτελεί συνάρτηση των περιβαλλοντικών συνθηκών, οι οποίες ποικίλλουν, και διαρκεί συχνά περισσότερο, αν όχι πολύ περισσότερο, από μερικούς μήνες ή ακόμη και πολλά έτη. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, παραμένουν θραύσματα στο περιβάλλον, γεγονός που μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία.

134    Δεν έχει σημασία ότι το αρχικό κείμενο της δήλωσης oxo, που δημοσιεύθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2017 και συνοψίζεται στην προηγούμενη σκέψη, αποσύρθηκε τον Ιούνιο του 2018 από τον ιστότοπο του Ιδρύματος Ellen MacArthur προκειμένου να μπορέσει το ίδρυμα αυτό να εξετάσει την καταγγελία τρίτου, ούτε ότι η εν λόγω δήλωση τροποποιήθηκε πριν αναρτηθεί εκ νέου στο διαδίκτυο τον Μάιο του 2019. Πράγματι, οι τροποποιήσεις που επήλθαν το 2019 αποσαφηνίζουν το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής, αλλά δεν μεταβάλλουν το περιεχόμενό της.

135    Πάντως, αφενός, η δήλωση oxo δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Ιδρύματος Ellen MacArthur, δηλαδή βρίσκεται στη δημόσια σφαίρα. Αφετέρου, η δημοσίευση αυτή, είτε πρόκειται για το αρχικό είτε για το τροποποιημένο κείμενο της εν λόγω δήλωσης, είναι προγενέστερη της έκδοσης της οδηγίας 2019/904 στις 5 Ιουνίου 2019.

136    Επιπλέον, η έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018, η οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 132 ανωτέρω, ήταν προσβάσιμη στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα, παραπέμπει στη δήλωση oxo.

137    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δήλωση oxo βρισκόταν στη δημόσια σφαίρα και, επομένως, ήταν προσβάσιμη στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904 (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 39).

138    Τέταρτον, και η μελέτη De Wilde επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της μελέτης Eunomia και της έκθεσης της 16ης Ιανουαρίου 2018 σχετικά με τη βιοαποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο.

139    Πράγματι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, από τη μελέτη De Wilde προκύπτει ότι, μολονότι δύο άρθρα, το ένα από τους Jakubowicz, I., Yarahmadi, N. και Arthurson, V., με τίτλο «Kinetics of abiotic and biotic degradability of low-density polyethylene containing prodegradant additives and its effect on the growth of microbial communities» (Η κινητική της αβιοτικής και βιοτικής αποδομησιμότητας του πολυαιθυλενίου χαμηλής πυκνότητας το οποίο περιέχει πρόσθετα που ευνοούν την αποδόμηση και το αποτέλεσμά της στην ανάπτυξη των μικροβιακών κοινοτήτων), δημοσιευθέν τον Μάιο του 2011 (στο εξής: μελέτη Jakubowicz του 2011), και το άλλο από τους Chiellini, E., Corti, A. και Swift, G., με τίτλο «Biodegradation of Thermally-oxidised, Fragmented Low-density Polyethylenes» (Βιοδιάσπαση των κατακερματισμένων και θερμικώς οξειδωμένων πολυαιθυλενίων χαμηλής πυκνότητας), του 2003 (στο εξής: μελέτη Chiellini και Corti), ανέφεραν ένα σημαντικό ποσοστό βιοαποδόμησης αυτού του είδους πλαστικών, όλα τα άλλα διαθέσιμα άρθρα κάνουν λόγο για ανύπαρκτο ή (πολύ) χαμηλό επίπεδο βιοαποδόμησης. Η εν λόγω μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα του επιπέδου βιοαποδόμησης που μπορεί να επιτευχθεί από το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο είναι αμφισβητούμενο.

140    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι ενάγουσες, το γεγονός και μόνον ότι η μελέτη De Wilde χρονολογείται από τον Αύγουστο του 2013 δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η μελέτη αυτή είναι παρωχημένη. Συγκεκριμένα, οι ενάγουσες αρκούνται, συναφώς, σε έναν γενικό ισχυρισμό, μη τεκμηριωμένο και χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα χωρία της εν λόγω μελέτης.

141    Επιπλέον, το συμπέρασμα της μελέτης De Wilde ως προς το χαμηλό, αν όχι ανύπαρκτο, επίπεδο βιοαποδόμησης που επιτυγχάνεται από το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν μπορεί να αναιρεθεί από το γεγονός ότι οι δοκιμές στις οποίες βασίστηκε πραγματοποιήθηκαν σε εργαστήριο και όχι σε πραγματικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό ελήφθη υπόψη από την εν λόγω μελέτη. Επιπλέον, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις σκέψεις 127 και 133 ανωτέρω, οι περιβαλλοντικές συνθήκες ποικίλλουν και, επομένως, είναι δύσκολο να αναπαραχθούν σε εργαστήριο.

142    Τέλος, αφενός, η μελέτη De Wilde δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο, όπως πιστοποιεί ο υπερσύνδεσμος που περιλαμβάνεται στην υποσημείωση του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής, δηλαδή βρίσκεται στη δημόσια σφαίρα. Αφετέρου, η μελέτη Eunomia, η οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 132 ανωτέρω, ήταν προσβάσιμη στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα πριν από την έκδοση της οδηγίας 2019/904, παραπέμπει στη μελέτη De Wilde. Εξ αυτού συνάγεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 137 ανωτέρω, τα εν λόγω θεσμικά όργανα είχαν πρόσβαση στη μελέτη De Wilde και κατά την κατάρτιση και την έκδοση της εν λόγω οδηγίας.

143    Πέμπτον, και η μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough στηρίζει τα συμπεράσματα της μελέτης Eunomia και της έκθεσης της 16ης Ιανουαρίου 2018 σχετικά με τη βιοαποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο.

144    Πράγματι, όπως επισημαίνει το Κοινοβούλιο, από την εν λόγω μελέτη προκύπτει ότι η διάσπαση αυτού του είδους πλαστικού σε θραύσματα αποτελεί συνάρτηση των περιβαλλοντικών συνθηκών και ότι, ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να εκτιμηθεί ο χρόνος που απαιτείται για αυτήν, αλλά ότι φαίνεται, εντούτοις, να διαρκεί, στο ύπαιθρο και υπό τις συνθήκες που επικρατούν στο Ηνωμένο Βασίλειο, από δύο έως πέντε έτη. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η βιοαποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, η οποία μπορεί να συντελεστεί μόνο μετά την εν λόγω διάσπαση, πραγματοποιείται με πολύ αργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα ο όρος «βιοαποδομήσιμο» να είναι σχεδόν άνευ νοήματος, εκτός αν συνοδεύεται από τη μνεία του ποσοστού βιοαποδόμησης και των συνθηκών υπό τις οποίες αυτή πραγματοποιείται, τούτο δε κατά προτίμηση σε σχέση με ένα ευρέως αναγνωρισμένο πρότυπο. Η μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough συστήνει τη διενέργεια συμπληρωματικών μελετών προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει πλήρης βιοαποδόμηση και, αν ναι, εντός ποιου χρονικού διαστήματος.

145    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι ενάγουσες, από το γεγονός και μόνον ότι η μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough χρονολογείται από τον Ιανουάριο του 2010 δεν μπορεί να συναχθεί ότι είναι παρωχημένη. Συγκεκριμένα, οι ενάγουσες αρκούνται, συναφώς, σε έναν γενικό ισχυρισμό, χωρίς να διευκρινίζουν ποιες πτυχές της μελέτης αυτής είναι παρωχημένες ούτε να προσκομίζουν στοιχεία προς στήριξη του ισχυρισμού τους. Κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι η μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough μνημονεύεται επανειλημμένως στη μελέτη Eunomia, η οποία χρονολογείται από τον Απρίλιο του 2017, υποδηλώνει αντιθέτως ότι εξακολουθεί να είναι επίκαιρη.

146    Επιπλέον, το συμπέρασμα της μελέτης του Πανεπιστημίου του Loughborough ως προς την αβεβαιότητα σχετικά με τη βιοαποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από το έγγραφο με τίτλο «OPA Response to Loughborough Report» (Απάντηση της OPA στη μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough), το οποίο προσκόμισαν οι ενάγουσες ως παράρτημα των υπομνημάτων τους απαντήσεως στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Κατά το έγγραφο αυτό, η εν λόγω μελέτη συγχέει τη οξο-βιοδιάσπαση με την υδρο-βιοδιάσπαση.

147    Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, η οποία διέπει τις διαδικασίες προσφυγής ή αγωγής, και ότι το μόνο κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας των προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους. Επιπλέον, για να εκτιμηθεί η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η αληθοφάνεια της περιεχόμενης σε αυτό πληροφορίας και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, ώστε να εξετάζεται αν, βάσει του περιεχομένου του, το έγγραφο φαίνεται λογικό και αξιόπιστο (απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, GMPO κατά Επιτροπής, T‑733/17, EU:T:2019:334, σκέψη 60).

148    Όπως, όμως, υποστηρίζει, χωρίς να αντικρουσθεί, το Κοινοβούλιο, το έγγραφο που μνημονεύεται στη σκέψη 146 ανωτέρω έχει συνταχθεί από την Oxo-Biodegradable Plastics Association (ΟΡΑ), της οποίας τα μόνα ενεργά στελέχη είναι ο οικονομικός διευθυντής και ο διευθυντής της Symphony Environmental. Επιπλέον, το εν λόγω έγγραφο δεν συνοδεύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σε αυτό.

149    Επομένως, το επίμαχο έγγραφο έχει μικρή αποδεικτική αξία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, Bank Tejarat κατά Συμβουλίου, T‑346/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:164, σκέψεις 85 και 86).

150    Τέλος, αφενός, η μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο του Τμήματος Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου. Αφετέρου, η εν λόγω μελέτη μνημονεύεται επανειλημμένως στη μελέτη Eunomia, η οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 132 ανωτέρω, βρισκόταν στη διάθεση των τριών εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων πριν από την έκδοση της οδηγίας 2019/904. Επομένως, σύμφωνα με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 137 ανωτέρω νομολογία, τα θεσμικά αυτά όργανα είχαν πρόσβαση και στη μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough.

151    Από τις σκέψεις 124 έως 150 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους πληρέστατη επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου να μη βιοαποδομείται καταλλήλως το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και ότι δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας τον κίνδυνο αυτό αποδεδειγμένο.

152    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα των εναγουσών ότι η μελέτη Eunomia, η έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018 και η δήλωση oxo δεν λαμβάνουν υπόψη τη διάκριση μεταξύ οξοδιασπώμενων και οξο-βιοδιασπώμενων πλαστικών υλών. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 14 ανωτέρω, η πολύ ταχύτερη βιοαποδόμηση της δεύτερης πλαστικής ύλης και, ως εκ τούτου, η ύπαρξη διάκρισης μεταξύ οξοδιασπώμενων και οξο-βιοδιασπώμενων πλαστικών υλών αποδεικνύεται, κατά τις ενάγουσες, από διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αυτές ισχυρίζονται ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη. Τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία είναι τα εξής: πρώτον, τα σημεία 23 και 24 της μαρτυρίας του διευθύνοντος συμβούλου των εναγουσών, της 16ης Δεκεμβρίου 2020 (στο εξής: μαρτυρία του διευθύνοντος συμβούλου των εναγουσών)· δεύτερον, μια γνώμη σχετικά με την τεχνολογία των οξο-βιοδιασπώμενων πλαστικών υλών, της 2ας Νοεμβρίου 2018 (στο εξής: γνώμη της 2ας Νοεμβρίου 2018)· τρίτον, τη μελέτη του Queen Mary University of London, με τίτλο «Microbial Degradation of Plastic in Aqueous Solutions Demonstrated by CO2 Evolution and Quantification» (Μικροβιακή αποικοδόμηση του πλαστικού σε υδατικά διαλύματα, όπως αποδεικνύεται από την εξέλιξη και την ποσοτικοποίηση του CO2), η οποία δημοσιεύθηκε το 2020 (στο εξής: μελέτη του Queen Mary University)· τέταρτον, την έκθεση του Laboratoire d’Océanographie Microbienne de Banyuls-sur-Mer (εργαστηρίου μικροβιακής ωκεανογραφίας του Banyuls-sur-Mer) (Γαλλία), της 4ης Σεπτεμβρίου 2020· πέμπτον, την απάντηση του Ignacy Jakubowicz, της 21ης Αυγούστου 2017, σε έγγραφο του Ιδρύματος Ellen MacArthur σχετικά με τις οξοδιασπώμενες και φωτοαποδομήσιμες πρόσθετες ύλες που περιέχονται στα πλαστικά (στο εξής: απάντηση του Ι. Jakubowicz στο Ίδρυμα Ellen MacArthur)· έκτον, τη μαρτυρία του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental, της 23ης Ιουνίου 2021 (στο εξής: μαρτυρία του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental), και, έβδομον, τη μελέτη που εκπόνησε το εργαστήριο μικροβιακής ωκεανογραφίας του Banyuls-sur-Mer, με τίτλο «Degradation, Biodegradation and toxicity of Oxo-biodegradable Plastics in the oceans» (Αποδόμηση, βιοαποδόμηση και τοξικότητα των οξο-βιοδιασπώμενων πλαστικών υλών στους ωκεανούς), της 10ης Μαρτίου 2021 (στο εξής: μελέτη Oxomar).

153    Πρώτον, όσον αφορά τα σημεία 23 και 24 της μαρτυρίας του διευθύνοντος συμβούλου των εναγουσών, ο εν λόγω διευθύνων σύμβουλος ισχυρίζεται, όσον αφορά τη βιοαποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν απέδειξαν ότι αυτό το είδος πλαστικού δεν βιοαπoδομείται καταλλήλως· ότι, επομένως, δεν δικαιολογείται η πλήρης απαγόρευση διάθεσης στην αγορά· ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα δεν εκτίμησαν επαρκώς τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της παρέμβασής τους και ότι δεν απέδειξαν ότι τα προϊόντα από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο περιλαμβάνονται μεταξύ των αποβλήτων που ανευρίσκονται συχνότερα στις παραλίες. Ο διευθύνων σύμβουλος των εναγουσών υπογραμμίζει επίσης ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ουδόλως έλαβαν υπόψη τη γνώμη του ECHA, ο οποίος δεν ήταν πεπεισμένος ότι το εν λόγω πλαστικό διασπάται σε μικροπλαστικά.

154    Ωστόσο, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τα διαθέσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως. Ειδικότερα, οι σύνθετες εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει ο συντάκτης της πρέπει να εξετάζονται μόνο βάσει των στοιχείων που διέθετε κατά τον χρόνο στον οποίο προέβη σε αυτές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2018, Apimab Laboratoires κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑14/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:524, σκέψεις 124 και 137).

155    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τη μαρτυρία του διευθύνοντος συμβούλου των εναγουσών, δεδομένου ότι η μαρτυρία αυτή συντάχθηκε ειδικά για την υπό κρίση αγωγή και, ως εκ τούτου, είναι μεταγενέστερη της έκδοσης της οδηγίας 2019/904.

156    Εξάλλου, η επίμαχη μαρτυρία προέρχεται από τον διευθύνοντα σύμβουλο των εναγουσών. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 147 και 149 ανωτέρω, ο συντάκτης της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ανεξάρτητος ως προς αυτές και, ως εκ τούτου, η μαρτυρία αυτή έχει μικρή αποδεικτική αξία.

157    Βεβαίως, προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο διευθύνων σύμβουλος των εναγουσών επικαλείται τρία έγγραφα συνημμένα στη μαρτυρία του, ήτοι, πρώτον, μια μελέτη που εκπόνησε η Eunomia Research & Consulting, με τίτλο «Analysis of Branded Items found on UK Beaches» (Ανάλυση αντικειμένων μάρκας που ανευρίσκονται στις παραλίες του Ηνωμένου Βασιλείου), της 9ης Μαΐου 2019, δεύτερον, ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απηύθυνε υπάλληλος του ECHA στις ενάγουσες, της 30ής Οκτωβρίου 2018, και, τρίτον, το έγγραφο της 30ής Απριλίου 2019, που μνημονεύεται στις σκέψεις 35 και 55 ανωτέρω.

158    Όσον αφορά τη μελέτη που μνημονεύεται στη σκέψη 157 ανωτέρω, ο διευθύνων σύμβουλος των εναγουσών υποστηρίζει ότι η μελέτη αυτή δεν εντόπισε κανένα προϊόν από πλαστικό το οποίο να περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο μεταξύ των αποβλήτων που ανευρίσκονται στις παραλίες του Ηνωμένου Βασιλείου. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η έρευνα αυτή έχει ως μοναδικό αντικείμενο την αναγνώριση των εμπορικών σημάτων επί των διαφόρων αντικειμένων που ανευρίσκονται στις παραλίες αυτές, προκειμένου να καθοριστεί ποιες επιχειρήσεις διέθεσαν τα αντικείμενα αυτά στην αγορά. Ως εκ τούτου, η μελέτη αυτή δεν προσδιορίζει τα είδη πλαστικού από το οποίο αποτελούνται, ενδεχομένως, τα ανευρισκόμενα αντικείμενα.

159    Όσον αφορά το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που μνημονεύεται στη σκέψη 157 ανωτέρω, αρκεί να επισημανθεί ότι σε αυτό ο εν λόγω οργανισμός αναφέρει ότι δεν είναι, «στο παρόν στάδιο, πεπεισμένος ότι σχηματίζονται μικροπλαστικά» από το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο –διευκρινιζομένου ότι ο όρος «μικροπλαστικά» προσδιορίζει συνήθως θραύσματα μικρότερα των 5 χιλιοστών, τα οποία έχουν την τάση να συσσωρεύονται στο περιβάλλον αντί να βιοαποδομούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Επομένως, το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτική θέση του ECHA. Αντιθέτως, στο μέτρο που στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα ο ECHA αναφέρει ότι χρειάζεται πρόσθετο χρόνο για να διαπιστώσει κατά πόσον οι ληφθείσες πληροφορίες αποδεικνύουν τον σχηματισμό μικροπλαστικών και ότι προτίθεται να ζητήσει από τις ενάγουσες περαιτέρω πληροφορίες, το μήνυμα αυτό αναδεικνύει τις αμφιβολίες του ECHA ως προς το ζήτημα αυτό.

160    Όσον αφορά το έγγραφο της 30ής Απριλίου 2019, υπενθυμίζεται ότι με αυτό η Επιτροπή ζητεί από τον ECHA να περατώσει τη διαδικασία επιβολής περιορισμών που κινήθηκε δυνάμει των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH. Εντούτοις, το ως άνω έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση μιας έλλειψης ενδιαφέροντος της Επιτροπής για τη συλλογή επιστημονικών στοιχείων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 121 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να συλλέξει επιστημονικά στοιχεία από άλλες πηγές.

161    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τα σημεία 23 και 24 της μαρτυρίας του διευθύνοντος συμβούλου των εναγουσών.

162    Δεύτερον, όσον αφορά τη γνώμη της 2ας Νοεμβρίου 2018, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι στηρίζονται στα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην εν λόγω γνώμη. Πρόκειται, αφενός, για μια μελέτη των Β. Eyheraguibel κ.λπ., με τίτλο «Characterisation of oxidised oligomers from polyethylene films by mass spectometry and NMR spectroscopy before and after biodegradation by a Rhodococcus rhodochrous strain» [Χαρακτηρισμός των οξειδωμένων ολιγομερών των μεμβρανών πολυαιθυλενίου με φασματομετρία μάζας και φασματοσκοπία μαγνητικού πυρηνικού συντονισμού (RMN) πριν και μετά από βιοαποδόμηση με στέλεχος Rhodococcus rhodochrous], της 23ης Μαΐου 2017, η οποία διαπιστώνει ποσοστό βιοαποδόμησης 95 % για δείγμα πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, κατόπιν έκθεσης, επί 240 ημέρες, σε συγκεκριμένο βακτήριο του εδάφους. Αφετέρου, σύμφωνα με τη γνώμη της 2ας Νοεμβρίου 2018, μια μελέτη των C. Dussud κ.λπ., με τίτλο «Colonisation of Non-biodegradable and Biodegradable Plastics by Marine Organisms» (Αποικισμός μη βιοαποδομήσιμων και βιοαποδομήσιμων πλαστικών από θαλάσσιους οργανισμούς), της 18ης Ιουλίου 2018, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αποικισμός των δειγμάτων πλαστικού που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο είναι, μετά από έξι εβδομάδες έκθεσης σε ορισμένα θαλάσσια βακτήρια, 30 φορές μεγαλύτερος από τον αποικισμό των δειγμάτων συμβατικού πλαστικού.

163    Μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να τεκμηριώνεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να άρει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Επομένως, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να κρίνει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν απλώς αποδεικτική και διευκρινιστική λειτουργία (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψεις 40 και 41, και της 15ης Οκτωβρίου 2020, Zhejiang Jiuli Hi-Tech Metals κατά Επιτροπής, T‑307/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:487, σκέψη 239).

164    Εν προκειμένω, η μόνη μνεία, στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, της γνώμης της 2ας Νοεμβρίου 2018 είναι μια παραπομπή, περιλαμβανόμενη σε υποσημείωση, στο παράρτημα των 14 σελίδων που περιέχει τη γνώμη αυτή. Στην υποσημείωση αυτή, οι ενάγουσες αναφέρουν απλώς τα εξής: «[Β]λ., για παράδειγμα, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στη [γνώμη της 2ας Νοεμβρίου 2018]». Στην καλύτερη περίπτωση, οι ενάγουσες επισημαίνουν, στην ίδια υποσημείωση, ότι η γνώμη αυτή ενισχύει το συμπέρασμά τους ότι «η απαγόρευση του άρθρου 5 στηρίζεται σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκώς θεμελιωμένη βάση, στο μέτρο που εφαρμόζεται στα οξο-βιοδιασπώμενα πλαστικά», και ότι αναδεικνύει «τα ζητήματα που θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη». Με τα υπομνήματά τους απαντήσεως στο Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, οι ενάγουσες αρκούνται είτε σε γενική παραπομπή στο παράρτημα που περιέχει τη γνώμη της 2ας Νοεμβρίου 2018 είτε σε παραπομπή σε έξι σελίδες της εν λόγω γνώμης, χωρίς να διευκρινίζουν ποιο είναι το κρίσιμο επιχείρημα στο σύνολο αυτό των έξι σελίδων.

165    Εξάλλου, δεδομένου ότι η εν λόγω γνώμη συντάχθηκε από δικηγόρο χωρίς καμία κατάρτιση στις θετικές επιστήμες, δεν μπορεί να περιληφθεί στα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 119 ανωτέρω. Επιπλέον, μολονότι ο εν λόγω δικηγόρος δήλωσε ότι παροτρύνθηκε να ενεργήσει ως ανεξάρτητος δικαστής και να διατυπώσει τις επιφυλάξεις του κατά τη σύνταξη της γνώμης του, γεγονός παραμένει ότι, για τη σύνταξη της γνώμης αυτής, έλαβε εντολή και αμείφθηκε από τη Symphony Environmental Technologies. Επομένως, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 147 και 149 ανωτέρω, η αποδεικτική αξία που μπορεί να αποδοθεί στην επίμαχη γνώμη είναι περιορισμένη.

166    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στη γνώμη της 2ας Νοεμβρίου 2018 δεν επισυνάπτονται στη γνώμη αυτή. Η δεύτερη μελέτη, δηλαδή εκείνη της C. Dussud κ.λπ., δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία, ενώ η πρώτη, δηλαδή εκείνη του Β. Eyheraguibel κ.λπ., περιλαμβάνεται σ’ αυτήν μόνον επειδή προσκομίστηκε από τις ενάγουσες στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί επακριβώς η αξιοπιστία της γνώμης αυτής.

167    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τη γνώμη της 2ας Νοεμβρίου 2018.

168    Τρίτον, όσον αφορά τη μελέτη του Queen Mary University, οι ενάγουσες στηρίζονται σε απόσπασμα της μελέτης αυτής, από το οποίο προκύπτει ότι, σε υδατικό διάλυμα, αυτό το είδος πλαστικού αποδομείται 90 φορές ταχύτερα από το συμβατικό πλαστικό.

169    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η μελέτη του Queen Mary University αναφέρει ότι εφάρμοσε νέα μέθοδο για τον έλεγχο της βιοαποδομησιμότητας δείγματος πλαστικού που περιείχε προ-οξειδωτικό πρόσθετο. Η νέα αυτή μέθοδος συνίσταται όχι στην τοποθέτηση του εν λόγω δείγματος στο έδαφος, δηλαδή σε περιβάλλον με άγνωστη συγκέντρωση βακτηρίων και άγνωστο είδος των περιεχόμενων σε αυτό βακτηρίων, αλλά στην απόθεση συγκεκριμένου βακτηρίου στο δείγμα. Εφαρμόζοντας τη μέθοδο αυτή, το Queen Mary University αναφέρει ότι διαπίστωσε ότι ένα τέτοιο δείγμα, το οποίο έχει εκτεθεί σε υπεριώδη ακτινοβολία επί 450 ώρες και, στη συνέχεια, σε συγκεκριμένο βακτήριο του εδάφους, παρουσιάζει, μετά από 35 ημέρες, βιοαποδόμηση 90 φορές μεγαλύτερη από εκείνη ενός δείγματος συμβατικού πλαστικού που έχει υποβληθεί στην ίδια επεξεργασία.

170    Ωστόσο, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα έλαβαν όντως υπόψη, όχι τη μελέτη του Queen Mary University, η οποία δεν ήταν ακόμη διαθέσιμη, αλλά τουλάχιστον το περιεχόμενό της. Πράγματι, η μελέτη Eunomia αναφέρεται σε πληροφορίες που παρέσχε η Dr R. Rose, μια εκ των συντακτών της μελέτης του Queen Mary University. Συναφώς, η μελέτη Eunomia υπογραμμίζει ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε το Queen Mary University πόρρω απέχει από το να χαίρει καθολικής αποδοχής και ότι δεν είναι βέβαιο ότι τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν στο εργαστήριο από το εν λόγω πανεπιστήμιο μπορούν να επιτευχθούν υπό πραγματικές συνθήκες.

171    Επιπλέον, η μελέτη του Queen Mary University είναι μεταγενέστερη της έκδοσης της οδηγίας 2019/904, δεδομένου ότι χρονολογείται από τον Αύγουστο του 2019 και ότι δημοσιεύθηκε το 2020. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 154 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη την εν λόγω μελέτη.

172    Τέταρτον, όσον αφορά την έκθεση του εργαστηρίου του Banyuls-sur-Mer, οι ενάγουσες υπογραμμίζουν ότι η έκθεση αυτή αναφέρει ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, ιδίως αυτό που παρασκευάζεται από τις ενάγουσες, βιοαποδομείται στο θαλάσσιο περιβάλλον και μάλιστα κατά τρόπο πολύ αποτελεσματικότερο απ’ ό,τι το συμβατικό πλαστικό.

173    Ωστόσο, η έκθεση του εργαστηρίου του Banyuls-sur-Mer, η οποία χρονολογείται από τις 4 Σεπτεμβρίου 2020, είναι μεταγενέστερη της έκδοσης της οδηγίας 2019/904. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 154 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη από τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω έκθεση δεν συνιστά επιστημονική μελέτη η οποία να εκθέτει τα αποτελέσματα των διενεργηθεισών δοκιμών, αλλά έγγραφο μιάμισης σελίδας που παρουσιάζει ένα σχέδιο με την ονομασία Oxomar.

174    Πέμπτον, οι ενάγουσες επικαλούνται την απάντηση του Ι. Jakubowicz, αναπληρωτή καθηγητή του Research Institutes of Sweden (RISE), προς το Ίδρυμα Ellen MacArthur. Με την απάντησή του αυτή, ο ως άνω επισημαίνει ότι, κατά την άποψή του, «[η] διαδικασία αποδόμησης [του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο] δεν εξαντλείται σε απλή διάσπαση, αλλά συνίσταται σε ολοκληρωτική αλλαγή του υλικού [:] το πολυμερές με υψηλή μοριακή μάζα διασπάται σε μονομερή και ολιγομερή θραύσματα, τα μόρια υδρογονανθράκων μετατρέπονται σε μόρια που περιέχουν οξυγόνο, τα οποία μπορούν να αφομοιωθούν βιολογικά».

175    Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι η απάντηση του Ι. Jakubowicz στο Ίδρυμα Ellen MacArthur είναι μια απλή δήλωση μιάμισης σελίδας, η οποία δεν παραπέμπει σε καμία επιστημονική μελέτη. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η εν λόγω απάντηση στηρίζεται σε δύο προγενέστερα άρθρα, ήτοι στη μελέτη Jakubowicz του 2011 και στη μελέτη Chiellini και Corti, στη σκέψη 139 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι, σύμφωνα με τη μελέτη De Wilde, η άποψη που υποστηρίζεται στα δύο αυτά άρθρα είναι ιδιόμορφη. Επιπλέον, τα εν λόγω άρθρα μνημονεύονται δεόντως στη μελέτη Eunomia.

176    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη την απάντηση του Ι. Jakubowicz στο Ίδρυμα Ellen MacArthur.

177    Έκτον, όσον αφορά τη μαρτυρία του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental, κατά πρώτον, οι ενάγουσες στηρίζονται στη μαρτυρία αυτή προκειμένου να απαντήσουν στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα με τα υπομνήματά τους αντικρούσεως, ήτοι προκειμένου να αποδείξουν ότι υφίσταται διάκριση μεταξύ οξοδιασπώμενων και οξο-βιοδιασπώμενων πλαστικών υλών. Ο ανώτερος επιστήμονας του Symphony Environmental επισημαίνει, πρώτον, ότι το πρότυπο TR 15351, το οποίο εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN) και παρατίθεται στη μελέτη Eunomia, διακρίνει την οξο-διάσπαση, η οποία ορίζεται ως «αποδόμηση οφειλόμενη στην οξειδωτική σχάση των μακρομορίων», από την οξο-βιοδιάσπαση, η οποία ορίζεται ως «αποδόμηση οφειλόμενη σε οξειδωτικά φαινόμενα μέσω κυττάρων, ταυτόχρονα ή διαδοχικά». Δεύτερον, η χημική σύνθεση της οξοδιασπώμενης πλαστικής ύλης διαφέρει από αυτήν της οξο-βιοδιασπώμενης, δεδομένου ότι το προ-οξειδωτικό πρόσθετο που περιέχει η δεύτερη τής καθιστά δυνατό να ανταποκρίνεται στον ορισμό της οξο-βιοδιάσπασης σύμφωνα με το πρότυπο TR 15351. Τρίτον, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα ευρωπαϊκό πρότυπο σχετικά με την οξο-βιοδιάσπαση, διάφορα εθνικά πρότυπα και μέθοδοι διακρίνουν μεταξύ οξοδιασπώμενων και οξο-βιοδιασπώμενων πλαστικών υλών. Τέταρτον, διάφοροι επιστήμονες υποστηρίζουν την ύπαρξη τέτοιας διάκρισης.

178    Κατά δεύτερον, οι ενάγουσες στηρίζονται στην εν λόγω μαρτυρία προκειμένου να αποδείξουν ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο είναι βιοαποδομήσιμο. Ο ανώτερος επιστήμονας του Symphony Environmental υποστηρίζει, πρώτον, ότι η μελέτη Eunomia αναγνωρίζει ότι το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι αν το συγκεκριμένο είδος πλαστικού υφίσταται πλήρη βιοαποδόμηση, αλλά αν το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη βιοαποδόμηση αυτή μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτό. Δεύτερον, η βιοαποδομησιμότητα του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο αποδεικνύεται από πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία. Τρίτον, είναι αδύνατο να ελεγχθεί η βιοαποδόμηση σε πραγματικό περιβάλλον, οι δε εργαστηριακές συνθήκες είναι εν γένει λιγότερο ευνοϊκές για τη βιοαποδόμηση απ’ ό,τι οι πραγματικές συνθήκες. Τέταρτον, διάφορες μελέτες αποδεικνύουν τη βιοαποδομησιμότητα του εν λόγω πλαστικού στο θαλάσσιο περιβάλλον.

179    Επισημαίνεται ότι η μαρτυρία του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental δόθηκε από μισθωτό υπάλληλο μιας από τις ενάγουσες, υπεύθυνο για το προϊόν d2w, ότι καταρτίστηκε κατόπιν αιτήματος των εναγουσών και ειδικώς για την υπό κρίση αγωγή και ότι αποσκοπεί στην προάσπιση των συμφερόντων τους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 147 και 149 ανωτέρω, η εν λόγω μαρτυρία έχει μικρή αποδεικτική αξία. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ως άνω μαρτυρία είναι μεταγενέστερη της έκδοσης της οδηγίας 2019/904, δεν μπορεί, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 154 ανωτέρω, να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν τη έλαβαν υπόψη.

180    Είναι αληθές ότι οι ισχυρισμοί του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental τεκμηριώνονται από έγγραφα που επισυνάπτονται στη μαρτυρία του και ότι, με τα υπομνήματά τους απαντήσεως, οι ενάγουσες στηρίζονται σε τρία από τα σχετικά παραρτήματα, ήτοι: πρώτον, στην έκθεση που εκπόνησε το εργαστήριο Intertek για τον ECHA, με τίτλο «Oxo-biodegradable plastics and the microplastics: Towards a logical approach» (Τα οξο-βιοδιασπώμενα πλαστικά και τα μικροπλαστικά: προς μια λογική προσέγγιση), της 24ης Μαΐου 2018 (στο εξής: έκθεση του εργαστηρίου Intertek)· δεύτερον, σε μια συνεισφορά που συντάχθηκε από έναν επιστήμονα, με τίτλο «Evidence in Response to the UK Government’s July 2019 Call for Evidence on Standards for Bio-Based, Biodegradable, and Compostable Plastics» (Αποδεικτικά στοιχεία προς απάντηση στην πρόσκληση που απηύθυνε τον Ιούλιο του 2019 η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για την υποβολή συνεισφορών σχετικά με τα πρότυπα για τα βιολογικά, τα βιοαποδομήσιμα και τα λιπασματοποιήσιμα πλαστικά), της 7ης Οκτωβρίου 2019 (στο εξής: συνεισφορά της 7ης Οκτωβρίου 2019), και, τρίτον, στο αποτέλεσμα δοκιμής που πραγματοποίησε το εργαστήριο Eurofins στις 25 Ιουλίου 2017 (στο εξής: δοκιμή του εργαστηρίου Eurofins της 25ης Ιουλίου 2017).

181    Εντούτοις και εν πάση περιπτώσει, κανένα από τα τρία αυτά παραρτήματα της μαρτυρίας του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental δεν τεκμηριώνει λυσιτελώς την επιχειρηματολογία των εναγουσών.

182    Συγκεκριμένα, όσον αφορά την έκθεση του εργαστηρίου Intertek, στην οποία επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι «οποιαδήποτε και αν είναι η ταχύτητα αποδόμησης [του οξο-βιοδιασπώμενου πλαστικού], αυτή είναι υψηλότερη από εκείνη του συμβατικού πλαστικού» και ότι «οι διαφορές μεταξύ των ευρημάτων ορισμένων μελετών που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα ανάγονται απλώς στον βαθμό», υπογραμμίζεται ότι η έκθεση αυτή εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της Symphony Environmental. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 147 και 149 ανωτέρω, στην εν λόγω έκθεση μόνο μικρή αποδεικτική αξία μπορεί να αποδοθεί.

183    Όσον αφορά τη συνεισφορά της 7ης Οκτωβρίου 2019, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «στην περίπτωση των οξο-βιοδιασπώμενων πλαστικών, είναι πολύ απίθανος ο σχηματισμός μικροπλαστικών», πρέπει να διευκρινιστεί ότι η συνεισφορά αυτή είναι μεταγενέστερη της έκδοσης της οδηγίας 2019/904. Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 154 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στα θεσμικά όργανα ότι δεν την έλαβαν υπόψη. Εν πάση περιπτώσει, η συνεισφορά της 7ης Οκτωβρίου 2019 δεν συνιστά επιστημονική μελέτη η οποία να εκθέτει τα αποτελέσματα δοκιμών, αλλά απλή δήλωση έξι σελίδων, συνταχθείσα ως απάντηση σε πρόσκληση της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου για την υποβολή συνεισφορών σχετικά με τα πρότυπα για τα βιολογικά, τα βιοαποδομήσιμα και τα λιπασματοποιήσιμα πλαστικά.

184    Όσον αφορά τη δοκιμή του εργαστηρίου Eurofins της 25ης Ιουλίου 2017, η οποία πραγματοποιήθηκε επί δείγματος πλαστικού που περιείχε το κύριο μείγμα d2w των εναγουσών, από τη δοκιμή αυτή προκύπτει ποσοστό βιοαποδόμησης 88,86 %, επιτευχθέν σε 121 ημέρες. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι η διάσπαση και η αφομοίωση του πλαστικού από μικροοργανισμούς αποτελούν συνάρτηση των περιβαλλοντικών συνθηκών. Όπως, όμως, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις σκέψεις 127 και 133 ανωτέρω, οι εν λόγω συνθήκες ποικίλλουν και δεν αντιστοιχούν στις συνθήκες εργαστηριακής δοκιμής. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι επιτεύχθηκε ποσοστό βιοαποδόμησης 88,86 % σε εργαστήριο δεν αποδεικνύει ότι το ίδιο ποσοστό θα επιτευχθεί, εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος, υπό πραγματικές συνθήκες.

185    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τη μαρτυρία του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental, την έκθεση του εργαστηρίου Intertek, τη συνεισφορά της 7ης Οκτωβρίου 2019 και τη δοκιμή του εργαστηρίου Eurofins της 25ης Ιουλίου 2017.

186    Έβδομον, όσον αφορά τη μελέτη Oxomar, η οποία επισυνάφθηκε ως παράρτημα στη μαρτυρία του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental, οι συντάκτες της καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ορισμένα στοιχεία τείνουν να καταδείξουν ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο που βιοαποδομείται στο θαλάσσιο περιβάλλον. Ωστόσο, δεν καταλήγουν αν μια τέτοια βιοαποδόμηση είναι πλήρης.

187    Εντούτοις, η μελέτη Oxomar, της 10ης Μαρτίου 2021, είναι μεταγενέστερη της έκδοσης της οδηγίας 2019/904. Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 154 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν την έλαβαν υπόψη.

188    Επιπλέον, η εν λόγω μελέτη δεν αποδεικνύει ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο υφίσταται πλήρη βιοαποδόμηση στο θαλάσσιο περιβάλλον εντός δύο ετών. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η μελέτη αυτή αναιρεί, μεταξύ άλλων, τα συμπεράσματα της μελέτης Eunomia επί του σημείου αυτού.

189    Τέλος, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη του επιχειρήματός τους που μνημονεύθηκε στη σκέψη 152 ανωτέρω, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ακόμη ότι το πρότυπο που χρησιμοποιείται συνηθέστερα στην Ευρώπη για τον έλεγχο της βιοαποδομησιμότητας του πλαστικού, ήτοι το πρότυπο EN 13432, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο.

190    Συναφώς, οι ενάγουσες δεν ισχυρίζονται ότι το πλαστικό που περιέχει το μείγμα τους d2w ανταποκρίνεται στο πρότυπο EN 13432, το οποίο, όπως διευκρινίζει η μελέτη Eunomia, απαιτεί, όσον αφορά την αερόβια αποδόμηση, συντελεστή μετατροπής σε διοξείδιο του άνθρακα και σε βιομάζα τουλάχιστον 90 % σε μέγιστη περίοδο 6 μηνών.

191    Ισχυρίζονται ότι το πρότυπο EN 13432 αξιολογεί τη βιοαποδόμηση ενός δείγματος πλαστικού υπό ειδικές συνθήκες, ήτοι αυτές της βιομηχανικής λιπασματοποίησης. Εξ αυτού συνάγουν ότι, στο μέτρο κατά το οποίο το πλαστικό που περιέχει το κύριο μείγμα d2w δεν είναι σχεδιασμένο για λιπασματοποίηση και δεν διατίθεται στο εμπόριο ως λιπασματοποιήσιμο, το πρότυπο EN 13432 δεν είναι κρίσιμο για την εκτίμηση της βιοαποδόμησής του. Για τη μέτρηση της βιοαποδόμησης αυτού του είδους πλαστικού πρέπει να χρησιμοποιείται το αμερικανικό πρότυπο ASTM D 6954, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να βιοαποδομείται στο ύπαιθρο και όχι υπό τις ειδικές συνθήκες της βιομηχανικής λιπασματοποίησης.

192    Είναι αληθές ότι η μελέτη Eunomia επισημαίνει ότι, σε επίπεδο Ένωσης, δεν υπάρχει ένα αλλά περισσότερα πρότυπα που καθιστούν δυνατή την αξιολόγηση της βιοαποδομησιμότητας του πλαστικού, ότι ορισμένα από αυτά είναι απλές μέθοδοι, ότι ορισμένα είναι εθνικά και ότι εξελίσσονται διαρκώς.

193    Είναι επίσης αληθές ότι, δεδομένου ότι σε κάθε περιβάλλον (βιομηχανική λιπασματοποίηση, γλυκό νερό, θαλάσσιο περιβάλλον, έδαφος και χώρο υγειονομικής ταφής) επικρατούν ιδιάζουσες συνθήκες, τα πρότυπα που καθιστούν δυνατή τη μέτρηση της βιοαποδόμησης σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον δεν καθιστούν δυνατή τη μέτρηση της βιοαποδόμησης στα λοιπά περιβάλλοντα. Επομένως, η μελέτη Eunomia αναφέρει ότι τα πρότυπα που ισχύουν για τη βιοαποδόμηση μέσω λιπασματοποίησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το πρότυπο EN 13432, διακρίνονται από τα πρότυπα που καθιστούν δυνατή τη μέτρηση της βιοαποδόμησης στο γλυκό νερό, στο θαλάσσιο περιβάλλον ή στο έδαφος, καθώς και από τα πρότυπα που έχουν σχεδιαστεί για τη μέτρηση της αποδόμησης του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο. Τα τελευταία αυτά αναπτύχθηκαν πρόσφατα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το αμερικανικό πρότυπο ASTM D 6954, το βρετανικό πρότυπο BS 8472: 2011 και το γαλλικό πρότυπο AC T 51-808. Η ίδια μελέτη διευκρινίζει ότι η ανάπτυξη προτύπων που μετρούν ειδικά την αποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο εξηγείται από το γεγονός ότι κανένα από τα λοιπά πρότυπα δεν απαιτεί την προηγούμενη έκθεση του δείγματος σε υπεριώδη ακτινοβολία και/ή τη θερμότητα, ενώ, ελλείψει τέτοιας προηγούμενης έκθεσης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το δείγμα δεν θα βιοαποδομηθεί.

194    Η μελέτη Eunomia διευκρινίζει ακόμη ότι οι παραγωγοί πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν το διαθέτουν στο εμπόριο ως λιπασματοποιήσιμο, σύμφωνα με το πρότυπο EN 13432, αλλά ισχυρίζονται, αντιθέτως, ότι δεν προσφέρεται για λιπασματοποίηση.

195    Τέλος, ερωτηθέντα στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα συμφώνησαν ότι το πρότυπο EN 13432 είναι κρίσιμο για την εκτίμηση της βιοαποδόμησης του πλαστικού μέσω βιομηχανικής λιπασματοποίησης, αλλά ότι και άλλα πρότυπα μπορούν, ανάλογα με την προβλεπόμενη χρήση, να είναι κρίσιμα για την εκτίμηση της βιοαποδόμησής του.

196    Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στη μελέτη Eunomia, το μόνο περιβάλλον του οποίου οι συνθήκες μπορούν να αναπαραχθούν ικανοποιητικά σε εργαστήριο είναι η λιπασματοποίηση, διότι πρόκειται για βιομηχανική διαδικασία, η οποία, ως τέτοια, διεξάγεται σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τα λοιπά περιβάλλοντα, τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών δεν είναι κατ’ ανάγκην δυνατόν να αναπαραχθούν υπό πραγματικές συνθήκες. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ένα πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο υποβαλλόταν σε δοκιμή για την εκτίμηση της βιοαποδόμησής του υπό συνθήκες που δεν είναι αυτές της βιομηχανικής λιπασματοποίησης, κατ’ εφαρμογήν άλλου προτύπου πλην του προτύπου EN 13432, για παράδειγμα του προτύπου ASTM D 6954, το αποτέλεσμα αυτής της διεξαχθείσας σε εργαστήριο δοκιμής δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην δυνατόν να αναπαραχθεί υπό πραγματικές συνθήκες. Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 184 ανωτέρω, μολονότι από τα πρακτικά της δοκιμής που διενήργησε το εργαστήριο Eurofins στις 25 Ιουλίου 2017 προκύπτει ότι το δείγμα πλαστικού που περιέχει το κύριο μείγμα d2w πληροί το πρότυπο ASTM D 6954, δεδομένου ότι επιτεύχθηκε ποσοστό βιοαποδόμησης 88,86 %, τούτο δεν αποδεικνύει ότι το ίδιο ποσοστό θα επιτευχθεί υπό πραγματικές συνθήκες.

197    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε το Κοινοβούλιο απαντώντας στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 195 ανωτέρω, δεν υφίσταται ενιαίο πρότυπο, στο επίπεδο της Ένωσης, το οποίο να καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της βιοαποδόμησης του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, αλλά μόνον εθνικά πρότυπα των οποίων τα κριτήρια και τα κατώτατα όρια διαφέρουν. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη μελέτη Eunomia, ενώ το αμερικανικό πρότυπο ASTM D 6954 προβλέπει κατώτατο όριο αποδόμησης 60 %, το βρετανικό πρότυπο BS 8472 καθορίζει κατώτατο όριο 50 % για τη μετατροπή της μάζας άνθρακα.

198    Τέλος, από τη μελέτη Eunomia προκύπτει ότι η βιομηχανική λιπασματοποίηση είναι, από όλα τα περιβάλλοντα, το πιο επιθετικό, δηλαδή το πιο ευνοϊκό για τη βιοαποδόμηση. Ως εκ τούτου, είναι απίθανο ένα δείγμα πλαστικού περιέχοντος προ-οξειδωτικό πρόσθετο το οποίο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως υπό συνθήκες βιομηχανικής λιπασματοποίησης και δεν πληροί το πρότυπο EN 13432 να βιοαποδομείται καταλλήλως σε άλλα περιβάλλοντα, για παράδειγμα στο έδαφος ή στο θαλάσσιο περιβάλλον. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το πρότυπο EN 13432 στερείται παντελώς σημασίας όσον αφορά την εκτίμηση της βιοαποδόμησης αυτού του είδους πλαστικού υπό συνθήκες διαφορετικές από εκείνες της βιομηχανικής λιπασματοποίησης.

199    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα, καθόσον εκτίμησαν, βάσει μελετών που πραγματοποιήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του προτύπου EN 13432, ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως, δεν υπερέβησαν τα όρια της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 115 ανωτέρω, στον τομέα του περιβάλλοντος.

200    Επομένως, η επιχειρηματολογία των εναγουσών που συνοψίζεται στη σκέψη 152 ανωτέρω δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

201    Επομένως, από τις σκέψεις 124 έως 200 ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου να μη βιοαποδομείται καταλλήλως το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και ότι δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι υφίστατο τέτοιος κίνδυνος.

2)      Επί της παραδοχής ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν είναι λιπασματοποιήσιμο

202    Όσον αφορά την παραδοχή, στην αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2019/904, ότι η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν είναι λιπασματοποιήσιμη, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018 αναφέρει ότι η λιπασματοποίηση συνιστά βελτιωμένη βιοαποδόμηση, η οποία πραγματοποιείται υπό ελεγχόμενες συνθήκες και χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από εξαναγκασμένο αερισμό και φυσική παραγωγή θερμότητας που προκύπτει από τη βιολογική δραστηριότητα εντός της ύλης.

203    Με τα υπομνήματά τους αντικρούσεως, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο ισχυρίζονται ότι στηρίχθηκαν στη μελέτη Eunomia, στην έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018, στη δήλωση oxo και στη μελέτη De Wilde προκειμένου να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν είναι λιπασματοποιήσιμο.

204    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 132, 135 και 142 ανωτέρω, τα έγγραφα αυτά βρίσκονταν στη διάθεση των τριών εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904.

205    Συγκεκριμένα, από τη μελέτη Eunomia προκύπτει ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν προσφέρεται για καμία μορφή λιπασματοποίησης και δεν πληροί το πρότυπο EN 13432, το οποίο, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 190 ανωτέρω, απαιτεί βιοαποδόμηση 90 % εντός χρονικού διαστήματος έξι μηνών. Η μελέτη Eunomia επισημαίνει, συναφώς, ότι το υψηλότερο ποσοστό βιοαποδόμησης που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο επιστημονικής μελέτης είναι πολύ χαμηλότερο του 90 % και ότι επιτεύχθηκε σε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα συνήθως απαιτούμενα στη βιομηχανία λιπασματοποίησης, με αποτέλεσμα την πρόκληση κινδύνου διασποράς θραυσμάτων πλαστικού. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 194 ανωτέρω, η εν λόγω μελέτη αναφέρει ακόμη ότι οι περισσότεροι παραγωγοί αυτού του είδους πλαστικού δεν ισχυρίζονται ότι το πλαστικό είναι λιπασματοποιήσιμο.

206    Η έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018 επιβεβαιώνει ότι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι οξοδιασπώμενες πλαστικές ύλες φαίνεται να μην προσφέρονται για καμία μορφή λιπασματοποίησης ή αναερόβιας αποδόμησης και να μην πληρούν τα πρότυπα για τις ανακτήσιμες συσκευασίες μέσω λιπασματοποίησης τα οποία ισχύουν επί του παρόντος στην Ένωση. Η ως άνω έκθεση επισημαίνει επίσης ότι τα θραύσματα πλαστικού που παράγονται από τη διαδικασία ενδέχεται να υποβαθμίσουν την ποιότητα του προϊόντος λιπασματοποίησης.

207    Η δήλωση oxo αναφέρει, και αυτή, ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν ανταποκρίνεται σε κανένα πρότυπο εφαρμοστέο στις πλαστικές συσκευασίες ή στην ανάκτηση του πλαστικού, διότι η βιοαποδόμησή του διαρκεί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και τα θραύσματα πλαστικού ενδέχεται να παραμείνουν στο προϊόν λιπασματοποίησης και, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν την ποιότητά του ή ακόμη και να διαδοθούν στο περιβάλλον.

208    Ομοίως, η μελέτη De Wilde καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν πληροί τα διάφορα πρότυπα βιομηχανικής ή οικιακής λιπασματοποίησης.

209    Από τις σκέψεις 202 έως 208 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους πλήρη επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου να μην είναι λιπασματοποιήσιμο το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και ότι δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου ως αποδεδειγμένη.

210    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα των εναγουσών ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή τους, αποδεικνύουν ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο είναι λιπασματοποιήσιμο και δεν ενέχει κίνδυνο, ήτοι, πρώτον, τα σημεία 23 και 24 της μαρτυρίας του διευθύνοντος συμβούλου των εναγουσών, δεύτερον, τα σημεία 56 και 58 της μαρτυρίας του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental, τρίτον, τη δοκιμή του εργαστηρίου Eurofins της 25ης Ιουλίου 2017 και, τέταρτον, μια πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών για την τροποποίηση του άρθρου 3 της οδηγίας 2019/904.

211    Επισημαίνεται ότι, στα σημεία 23 και 24 της μαρτυρίας του, ο διευθύνων σύμβουλος των εναγουσών περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι, αφενός, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν εξήγησαν γιατί είναι επιθυμητή η λιπασματοποίηση της οξοδιασπώμενης πλαστικής ύλης και, αφετέρου, τα εν λόγω θεσμικά όργανα δεν ανέφεραν τους λόγους για τους οποίους το γεγονός ότι αυτό το είδος πλαστικού δεν είναι λιπασματοποιήσιμο συνιστά κίνδυνο για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία ικανό να δικαιολογήσει την απαγόρευσή του.

212    Ομοίως, στα σημεία 56 και 58 της μαρτυρίας του, ο ανώτερος επιστήμονας του Symphony Environmental ισχυρίζεται ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν έχει σχεδιαστεί για να πληροί το πρότυπο EN 13432, ότι, για διάφορους λόγους, αυτό το είδος πλαστικού δεν απαιτείται να είναι λιπασματοποιήσιμο και ότι το γεγονός ότι δεν είναι λιπασματοποιήσιμο δεν δικαιολογεί την απαγόρευσή του.

213    Εντούτοις, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τα σημεία 23 και 24 της μαρτυρίας του διευθύνοντος συμβούλου των εναγουσών και τα σημεία 56 και 58 της μαρτυρίας του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental, για τους λόγους που εκτίθενται, αντιστοίχως, στις σκέψεις 155 και 156 και στη σκέψη 179 ανωτέρω.

214    Επιπλέον, οι ενάγουσες εσφαλμένως υποστηρίζουν, προκειμένου να αποδείξουν ότι το πλαστικό που περιέχει το κύριο μείγμα τους d2w είναι λιπασματοποιήσιμο, ότι το πλαστικό αυτό υποβλήθηκε με επιτυχία σε δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το πρότυπο ISO 14855, ήτοι, μεταξύ άλλων, στη δοκιμή του εργαστηρίου Eurofins της 25ης Ιουλίου 2017. Συγκεκριμένα, από τη σκέψη 184 ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι έχει επιτευχθεί συγκεκριμένο ποσοστό βιοαποδόμησης σε εργαστήριο δεν αποδεικνύει ότι το ίδιο ποσοστό θα επιτευχθεί, εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος, υπό πραγματικές συνθήκες.

215    Εξάλλου, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη την πρόταση που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2019/904, για την τροποποίηση του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής ώστε να μη θεωρούνται ως «πλαστική ύλη» ορισμένα συνθετικά πολυμερή, ήτοι εκείνα που θεωρούνται βιοαποδομήσιμα σύμφωνα με το πρότυπο ASTM D 6002. Πρόκειται για συνθετικά πολυμερή τα οποία «είναι ικανά να αποσυντεθούν βιολογικά σε χώρο λιπασματοποίησης [...] με ρυθμό που συνάδει με γνωστά λιπασματοποιήσιμα υλικά». Πράγματι, από την εν λόγω πρόταση τροποποίησης δεν προκύπτει ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο περιλαμβάνεται μεταξύ των συνθετικών πολυμερών που μπορούν να αποσυντεθούν κατά τον τρόπο αυτό.

216    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι ενάγουσες αντιφάσκουν ως προς τον λιπασματοποιήσιμο χαρακτήρα του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν, με το δικόγραφο της αγωγής τους, ότι «στην πραγματικότητα, η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη είναι λιπασματοποιήσιμη». Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι αναγνωρίζουν, με τα υπομνήματά τους απαντήσεως, κατόπιν σύγκρισης μεταξύ αυτού του είδους πλαστικού και του συμβατικού πλαστικού, ότι «ούτε» το τελευταίο είναι λιπασματοποιήσιμο και, με την απάντησή τους στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο «δεν προορίζεται για επεξεργασία σε ελεγχόμενες εγκαταστάσεις επεξεργασίας αποβλήτων».

217    Όσον αφορά το επιχείρημα των εναγουσών ότι ο μη λιπασματοποιήσιμος χαρακτήρας του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν συνιστά κίνδυνο για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία, τονίζεται ότι ο μη λιπασματοποιήσιμος χαρακτήρας αυτού του είδους πλαστικού, από κοινού με το γεγονός ότι δεν βιοαποδομείται καταλλήλως, ότι δεν προσφέρεται για ανακύκλωση και ότι δεν παρέχει αποδεδειγμένο όφελος για το περιβάλλον, έχει ως συνέπεια ότι, αν αφεθεί στο ύπαιθρο, θα διασπαστεί σε μικροπλαστικά τα οποία θα παραμείνουν στο περιβάλλον προτού υποστούν ενδεχομένως βιοαποδόμηση. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 115 ανωτέρω, το ζήτημα αν, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως, ο μη λιπασματοποιήσιμος χαρακτήρας του συνιστά κίνδυνο για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία εμπίπτει στην εξουσία εκτιμήσεως των τριών εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων.

218    Από τις σκέψεις 202 έως 217 ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου να μην είναι λιπασματοποιήσιμο το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και ότι δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι υφίστατο τέτοιος κίνδυνος.

3)      Επί της παραδοχής ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο επηρεάζει αρνητικά την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών

219    Όσον αφορά την παραδοχή της αιτιολογικής σκέψης 15 της οδηγίας 2019/904 ότι οι οξοδιασπώμενες πλαστικές ύλες επηρεάζουν αρνητικά την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών υλών, επισημαίνεται ότι, με τα υπομνήματα αντικρούσεως και ανταπαντήσεως, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα αναφέρουν, προς στήριξη της παραδοχής αυτής, ότι βασίστηκαν στη μελέτη Eunomia, στην έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018, στη δήλωση oxo και στη μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough.

220    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 132, 135 και 150 ανωτέρω, τα έγγραφα αυτά βρίσκονταν στη διάθεση των τριών εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904.

221    Σύμφωνα με τη μελέτη Eunomia, τα συλλεγέντα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι διαθέσιμες επί του παρόντος τεχνολογίες δεν καθιστούν δυνατή την αναγνώριση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο ώστε να διαχωριστεί από τα λοιπά πλαστικά. Ως εκ τούτου, ανακυκλώνεται με τα συμβατικά πλαστικά. Αυτό όμως επηρεάζει την ποιότητα του ανακυκλωμένου πλαστικού. Μολονότι η χρήση σταθεροποιητικών ενώσεων καθιστά δυνατή, σε ορισμένες περιπτώσεις, την αποφυγή τέτοιας υποβάθμισης της ποιότητας του ανακυκλωμένου πλαστικού, είναι εντούτοις δύσκολο να προσδιοριστεί η αναγκαία ποσότητα σταθεροποιητών, η οποία εξαρτάται από τη συγκέντρωση και τον τύπο του χρησιμοποιούμενου προ-οξειδωτικού πρόσθετου.

222    Επιπλέον, η μελέτη Eunomia αναφέρει ότι η αποδόμηση, πριν από την ανακύκλωση, του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο φαίνεται να έχει αντίκτυπο στις φυσικές ιδιότητες και στη διάρκεια ζωής του ανακυκλωμένου πλαστικού. Η μελέτη αυτή συνάγει εξ αυτού ότι το ανακυκλωμένο πλαστικό δεν προσφέρεται για όλες τις τελικές χρήσεις και ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για προϊόντα μακράς διάρκειας ζωής. Ωστόσο, κατά τη μελέτη αυτή, είναι δυνατή η παραγωγή ανακυκλωμένου πλαστικού το οποίο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προϊόντα μικρότερης διάρκειας ζωής. Η μελέτη Eunomia καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όταν το ανακυκλωμένο πλαστικό περιέχει πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, τούτο έχει αρνητικό αντίκτυπο στη δυνατότητα εμπορίας του ανακυκλωμένου πλαστικού, στην ποιότητά του και στην τιμή του.

223    Η έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018, η οποία επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα της μελέτης Eunomia, αναφέρει ότι οι διαθέσιμες επί του παρόντος τεχνολογίες δεν καθιστούν δυνατό στις επιχειρήσεις επανεπεξεργασίας να αναγνωρίζουν και να απομονώνουν το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και ότι, ως εκ τούτου, αυτό ανακυκλώνεται κατ’ ανάγκη με το συμβατικό πλαστικό, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση της ποιότητας των ανακυκλωμένων υλικών. Είναι δύσκολο να υπολογιστεί η δόση των σταθεροποιητικών ενώσεων που θα μπορούσε να αποτρέψει μια τέτοια υποβάθμιση. Επιπλέον, σύμφωνα την εν λόγω έκθεση, είναι αδύνατο να ελεγχθεί ο βαθμός γήρανσης την οποία έχει υποστεί το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο πριν αυτό ανακυκλωθεί. Η έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018 υπογραμμίζει τον αρνητικό αντίκτυπο των εν λόγω στοιχείων στην τιμή του ανακυκλωμένου πλαστικού και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν προσφέρεται για ανακύκλωση.

224    Η δήλωση oxo αναφέρει επίσης ότι οι τρέχουσες τεχνολογίες δεν καθιστούν δυνατό τον διαχωρισμό του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο από το συμβατικό πλαστικό και ότι είναι δύσκολο να αξιολογηθεί τόσο ο βαθμός της γήρανσης την οποία έχει ήδη υποστεί το πλαστικό όσο και η ποσότητα σταθεροποιητικών ενώσεων που είναι αναγκαία για την αποτροπή της αποδόμησης του ανακυκλωμένου πλαστικού. Η εν λόγω δήλωση συνάγει εξ αυτού ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν προσφέρεται για ανακύκλωση μεγάλης κλίμακας.

225    Ομοίως, η μελέτη του Πανεπιστημίου του Loughborough αναφέρει ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν προσφέρεται για ανακύκλωση, λόγω της παρουσίας, στο ανακυκλωμένο υλικό, προ-οξειδωτικών προσθέτων που θα επιταχύνουν την αποδόμησή του. Η προσθήκη σταθεροποιητικών ενώσεων απαιτεί λεπτό χειρισμό, λόγω της αβεβαιότητας ως προς την αναγκαία ποσότητα σταθεροποιητών και τον βαθμό οξειδώσεως που έχει ήδη επιτευχθεί.

226    Από τις σκέψεις 219 έως 225 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους πλήρη επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου να επηρεάζουν αρνητικά οι πλαστικές ύλες που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών υλών και ότι δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου ως αποδεδειγμένη.

227    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα των εναγουσών ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τα ακόλουθα έγγραφα: πρώτον, την έκθεση του αυστριακού εργαστηρίου TCKT, με τίτλο «Effect of mechanical recycling on the properties of films containing oxo-biodegradable additive» (Αποτέλεσμα της μηχανικής ανακύκλωσης στις ιδιότητες των μεμβρανών που περιέχουν οξο-βιοδιασπώμενο πρόσθετο), της 17ης Μαρτίου 2016 (στο εξής: έκθεση του εργαστηρίου TCKT του Μαρτίου 2016)· δεύτερον, μια άλλη έκθεση του ίδιου εργαστηρίου, με τίτλο «Weathering study on LDPE (with and without d2w/oxobiodegradable additive)» [Μελέτη για τη διάβρωση του LDPE (με και χωρίς πρόσθετο d2w/οξο-βιοδιασπώμενο πρόσθετο)], της 27ης Ιουλίου 2016 (στο εξής: έκθεση του εργαστηρίου TCKT του Ιουλίου 2016)· τρίτον, μια έκθεση του νοτιοαφρικανικού εργαστηρίου Roediger, με τίτλο «Recycling report on d2w oxo-biodegradable plastics» (Έκθεση για την ανακύκλωση των οξο-βιοδιασπώμενων πλαστικών d2w), της 21ης Μαΐου 2012 (στο εξής: έκθεση του εργαστηρίου Roediger)· τέταρτον, μια μελέτη των Samper, M. D. κ.λπ., με τίτλο «Interference of Biodegradable Plastics in the Polypropylene Recycling Process» (Παρεμβολή των βιοαποδομήσιμων πλαστικών στη διαδικασία ανακύκλωσης του πολυπροπυλενίου), του 2018 (στο εξής: μελέτη Samper)· και, πέμπτον, τα σημεία 48 έως 52 της μαρτυρίας του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental.

228    Είναι αληθές ότι από την έκθεση του εργαστηρίου TCKT του Μαρτίου 2016 προκύπτει ότι το ανακυκλωμένο υλικό το οποίο λαμβάνεται από πλαστικό που περιέχει το κύριο μείγμα d2w μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προϊόντα βραχείας διάρκειας ζωής, όπως σακούλες απορριμμάτων ή σακούλες για ψώνια. Επιπλέον, από την έκθεση του ίδιου εργαστηρίου του Ιουλίου 2016 –η οποία έχει ως αντικείμενο την εξέταση του ζητήματος αν οι πλαστικές σακούλες για ψώνια που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο μπορούν να ανακυκλωθούν προκειμένου να μετατραπούν σε προϊόντα από χοντρό πλαστικό προοριζόμενα για μακροχρόνια χρήση– προκύπτει ότι, μολονότι η παρουσία, στο ανακυκλωμένο υλικό, πλαστικών που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα, όπως η αυξημένη ρηγμάτωση της επιφάνειας, τέτοια αρνητικά αποτελέσματα δεν επέρχονται όταν προστίθεται σταθεροποιητική ένωση. Η έκθεση του εργαστηρίου Roediger επισημαίνει, και αυτή, ότι η παρουσία πλαστικού που περιέχει το κύριο μείγμα d2w δεν έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο ανακυκλωμένο υλικό.

229    Ωστόσο, τόσο η έκθεση του εργαστηρίου TCKT του Μαρτίου 2016 όσο και η έκθεση του εργαστηρίου Roediger μνημονεύονται στη μελέτη Eunomia. Όπως όμως επισημάνθηκε στη σκέψη 132 ανωτέρω, τα έγγραφα αυτά βρίσκονταν στη διάθεση των τριών εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στα εν λόγω θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τις δύο αυτές εκθέσεις.

230    Επιπλέον, από τη μελέτη Eunomia προκύπτει ότι τόσο η έκθεση του εργαστηρίου TCKT του Μαρτίου 2016 όσο και η έκθεση του εργαστηρίου Roediger παραγγέλθηκαν αμφότερες από τη βιομηχανία πλαστικών που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο. Επιπλέον, από την έκθεση του εργαστηρίου TCKT του Ιουλίου 2016 προκύπτει ότι αυτή καταρτίστηκε κατόπιν αιτήματος των εναγουσών. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 147 και 149 ανωτέρω, η αποδεικτική αξία που μπορεί να αποδοθεί στις τρεις αυτές εκθέσεις, ιδίως στην έκθεση του εργαστηρίου TCKT του Ιουλίου 2016, είναι περιορισμένη.

231    Τέλος, η μελέτη Eunomia διαπιστώνει ότι υπάρχει ανακολουθία στα αποτελέσματα που καταγράφονται στην έκθεση του εργαστηρίου Roediger, χωρίς η εν λόγω έκθεση να εξηγεί την ανακολουθία αυτή. Η ως άνω μελέτη επισημαίνει επίσης ότι είναι δύσκολο να θεωρηθούν αξιόπιστα τα συμπεράσματα της έκθεσης του εργαστηρίου TCKT του Μαρτίου 2016, λόγω της έλλειψης σαφήνειας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την εξέλιξη των διαφόρων δειγμάτων, καθένα από τα οποία περιέχει διαφορετικό ποσοστό πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο.

232    Όσον αφορά τη μελέτη Samper, πρέπει να επισημανθεί, όπως τόνισε και η Επιτροπή, ότι η μελέτη αυτή δεν αφορά την ανακύκλωση πλαστικών που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο, αλλά την ανακύκλωση των βιοαποδομήσιμων πολυμερών. Από το γεγονός ότι δεν απαγορεύθηκε η διάθεση στην αγορά του είδους πλαστικού που αποτέλεσε αντικείμενο της μελέτης Samper μολονότι αυτό δεν προσφέρεται για ανακύκλωση, δεν μπορεί να συναχθεί ότι ομοίως δεν πρέπει να απαγορευθεί η διάθεση στην αγορά πλαστικών που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 115 ανωτέρω, ο προσδιορισμός της ύπαρξης του κινδύνου που αντιπροσωπεύει κάθε είδος πλαστικού εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως των τριών εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων.

233    Τέλος, όσον αφορά τη μαρτυρία του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental, είναι αληθές ότι τα σημεία 48 έως 52 της μαρτυρίας αυτής, στα οποία παραπέμπουν τα υπομνήματα απαντήσεως, αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο μπορεί να ανακυκλωθεί κατά τον ίδιο τρόπο με το συμβατικό πλαστικό και ότι δεν είναι αναγκαίο να διαχωρισθεί από αυτό για να ανακυκλωθεί. Εντούτοις, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 179 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τα σημεία 48 έως 52 της μαρτυρίας του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental.

234    Από τις σκέψεις 219 έως 233 ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου να επηρεάζουν αρνητικά οι πλαστικές ύλες που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών υλών και ότι δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι υφίστατο τέτοιος κίνδυνος.

4)      Επί της παραδοχής ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν παρέχει αποδεδειγμένο όφελος για το περιβάλλον

235    Όσον αφορά την παραδοχή της αιτιολογικής σκέψης 15 της οδηγίας 2019/904 ότι η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν παρέχει αποδεδειγμένο όφελος για το περιβάλλον, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι στηρίχθηκαν, αντιστοίχως, στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 16ης Ιανουαρίου 2018, με τίτλο «Ευρωπαϊκή στρατηγική για τις πλαστικές ύλες σε μια κυκλική οικονομία» [COM(2018) 28 final], καθώς και στη μελέτη De Wilde.

236    Πάντως, η μελέτη De Wilde, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτίμηση, μεταξύ άλλων, των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων των οξοδιασπώμενων πλαστικών σε σχέση με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των λεγόμενων βιοαποδομήσιμων πλαστικών, απλώς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα πρώτα δεν είναι βιοαποδομήσιμα, χωρίς να αναδεικνύει αποδεδειγμένα οφέλη. Κυρίως, η ανακοίνωση της Επιτροπής που μνημονεύεται στο προηγούμενο σημείο αναφέρει, στη σελίδα 17, ότι «ορισμένα εναλλακτικά υλικά τα οποία υποτίθεται ότι διαθέτουν ιδιότητες άμεσης βιοαποδομησιμότητας, όπως τα “οξο-βιοαποδομήσιμα” ή “οξο-διασπώμενα πλαστικά”, δεν προσφέρουν αποδεδειγμένο περιβαλλοντικό πλεονέκτημα έναντι των συμβατικών πλαστικών, ενώ ανησυχίες γεννά η ταχεία διάσπαση και μετατροπή τους σε μικροπλαστικά». Κατά τα λοιπά, από τις επιστημονικές αξιολογήσεις της βιοαποδόμησης, της λιπασματοποίησης και της ανακύκλωσης πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, οι οποίες μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 124 έως 234 ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι αυτό το είδος πλαστικού παρέχει, υπό μία από τις ως άνω πτυχές, αποδεδειγμένο όφελος.

237    Εντούτοις, αφενός, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα όφειλαν να έχουν λάβει υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Αλιείας του Κοινοβουλίου επί της πρότασης οδηγίας, η οποία περιείχε σύσταση για τον σαφή προσδιορισμό του βιοαποδομήσιμου πλαστικού.

238    Αφετέρου, οι ενάγουσες θεωρούν ιδιαίτερα αποκαλυπτικό το γεγονός ότι, με τις γνωμοδοτήσεις τους επί της πρότασης οδηγίας, αντιστοίχως, της 3ης και της 11ης Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου και η Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων του Κοινοβουλίου πρότειναν την απαγόρευση της διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, χωρίς ωστόσο να παραθέσουν κανένα δικαιολογητικό λόγο προς τούτο.

239    Κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, του Κανονισμού του Κοινοβουλίου (ΕΕ 2019, L 302, σ. 1), η θέση του Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 294, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ καθορίζεται με ψηφοφορία στη σύνοδο της ολομέλειας και όχι με τη γνωμοδότηση μίας εκ των επιτροπών του. Επομένως, μικρή σημασία έχει το γεγονός ότι μια επιτροπή, όπως αυτή της Αλιείας, έχει διαφορετική γνώμη από εκείνη που υιοθετήθηκε κατά τη σύνοδο της ολομέλειας. Κατά μείζονα λόγο, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι μια επιτροπή, όπως αυτή της Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου και εκείνη του Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, δεν δικαιολογεί τη γνώμη της. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Κοινοβούλιο, και ακόμη λιγότερο στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, ότι δεν έλαβαν υπόψη τις γνωμοδοτήσεις αυτές.

240    Από τις σκέψεις 235 έως 239 ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση των ενδεχόμενων περιβαλλοντικών οφελών του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και ότι δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συνάγοντας το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν αποδεδειγμένα οφέλη.

241    Ως εκ τούτου, τα εν λόγω θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2019/904, ήτοι των κινδύνων το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο να μη βιοαποδομείται καταλλήλως, να μην είναι λιπασματοποιήσιμο, να επηρεάζει αρνητικά την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών και να μην παρέχει αποδεδειγμένο περιβαλλοντικό όφελος. Επομένως, τα εν λόγω θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας την ύπαρξη των κινδύνων αυτών ως καταφανή.

5)      Επί του καταλόγου που επισυνάπτεται στα υπομνήματα απαντήσεως, ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των εγγράφων τα οποία τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα φέρονται να παρέλειψαν να λάβουν υπόψη

242    Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ενάγουσες προσκόμισαν, ως παράρτημα στα υπομνήματα απαντήσεως, κατάλογο ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των εγγράφων τα οποία τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα παρέλειψαν, κατά τις ενάγουσες, να λάβουν υπόψη (στο εξής: κατάλογος που επισυνάπτεται στα υπομνήματα απαντήσεως).

243    Τα περισσότερα από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο έχουν ήδη εξεταστεί ανωτέρω.

244    Μεταξύ αυτών που δεν εξετάστηκαν, ορισμένα είναι μεταγενέστερα της έκδοσης της οδηγίας 2019/904, ήτοι: πρώτον, το βρετανικό πρότυπο PAS 9017: 2020, το οποίο χρονολογείται από τον Οκτώβριο του 2020· δεύτερον, η μελέτη των Babetto, A. S., Antunes, M. C., Bettini, S. H. P. και Bonse, B. C., με τίτλο «A Recycling-Focused Assessment of the Oxidative Thermomechanical Degradation of HDPE Melt Containing Pro-oxidant» (Εστιασμένη στην ανακύκλωση αξιολόγηση της οξειδωτικής θερμομηχανικής αποικοδόμησης του τήγματος πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο), που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο στις 21 Δεκεμβρίου 2019· τρίτον, η μελέτη των Saikrishnan, S., Jubinville, D., Tzoganakis, C. και Mekonnen, T. H., με τίτλο «Thermo-mechanical degradation of polypropylene (PP) and low-density polyethylene (LDPE) blends exposed to simulated recycling» [Θερμομηχανική αποικοδόμηση μειγμάτων πολυπροπυλενίου (PP) και πολυαιθυλενίου χαμηλής πυκνότητας (LDPE) που εκτίθενται σε προσομοιωμένη ανακύκλωση], που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2020· και, τέταρτον, η μελέτη των Åkesson, D., Kuzhanthaivelu, G. και Bohlén, M., με τίτλο «Effect of a Small Amount of Thermoplastic Starch Blend on the Mechanical Recycling of Conventional Plastics» (Επίδραση μιας μικρής ποσότητας θερμοπλαστικού μείγματος αμύλου στη μηχανική ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών), που δημοσιεύθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2020. Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 154 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τα τέσσερα αυτά έγγραφα.

245    Ένα από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στα υπομνήματα απαντήσεως μνημονεύεται στη μελέτη Eunomia, στην οποία είχαν πρόσβαση τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904. Επομένως, τα εν λόγω θεσμικά όργανα το έλαβαν υπόψη. Πρόκειται για τη μελέτη των Jakubowicz, I. και Enebro, J., με τίτλο «Effects of Reprocessing of Oxobiodegradable and Non-degradable Polyethylene on the Durability of Recycled Materials» (Αποτελέσματα της ανακύκλωσης του οξο-βιοδιασπώμενου πολυαιθυλενίου και του μη αποδομήσιμου πολυαιθυλενίου στην ανθεκτικότητα των ανακυκλωμένων υλικών), του Μαρτίου του 2012.

246    Το δικόγραφο της αγωγής περιλαμβάνει γενική μόνο αναφορά σε ένα άλλο από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στα υπομνήματα απαντήσεως, ήτοι στο παράρτημα A.27 του δικογράφου της αγωγής, το οποίο περιέχει επιστολές απευθυνόμενες από επιστήμονες στον ECHA όσον αφορά την οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη. Πράγματι, το δικόγραφο αυτό αναφέρει απλώς ότι τα εν λόγω έγγραφα απεστάλησαν ως απάντηση στη δημόσια διαβούλευση που διεξήγαγε ο ECHA σχετικά με αυτό το είδος πλαστικού και ότι οι συντάκτες τους αντιτίθενται στην απαγόρευσή του. Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 163 ανωτέρω, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο ούτε να εντοπίσει, μεταξύ των επιστολών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα A.27, το οποίο αριθμεί 100 σελίδες και περισσότερες από 30 επιστολές, ποιες είναι κρίσιμες, αξιόπιστες και τεκμηριωμένες, ούτε να καθορίσει ποιο είναι το επιχείρημα των εναγουσών το οποίο τα έγγραφα αυτά τεκμηριώνουν. Τα υπομνήματα απαντήσεως περιορίζονται, και αυτά, σε γενική παραπομπή στο παράρτημα αυτό. Ωστόσο, υπάρχει μια εξαίρεση, η οποία αφορά μια επιστολή της Dr R. Rose της 3ης Μαΐου 2018. Το δικόγραφο της αγωγής και τα υπομνήματα απαντήσεως περιέχουν ειδική παραπομπή στην επιστολή αυτή. Εντούτοις, η εν λόγω επιστολή παρατίθεται προς στήριξη του τέταρτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας και, ως εκ τούτου, θα εξεταστεί στο πλαίσιο του λόγου αυτού.

247    Τέλος, ούτε το δικόγραφο της αγωγής ούτε τα υπομνήματα απαντήσεως περιλαμβάνουν οποιαδήποτε αναφορά σε ένα από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στα υπομνήματα απαντήσεως. Πρόκειται για τη μελέτη των Jin, H., Gonzalez-Gutierrez, J., Oblak, P., Zupančič, B. και Emri, I., με τίτλο «The effect of extensive mechanical recycling on the properties of low-density polyethylene» (Επίδραση της εκτεταμένης μηχανικής ανακύκλωσης στις ιδιότητες του πολυαιθυλενίου χαμηλής πυκνότητας), του Νοεμβρίου 2012. Μόνον η μαρτυρία του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental, η οποία είναι η ίδια συνημμένη στα υπομνήματα απαντήσεως, παραπέμπει στη μελέτη αυτή. Η μνημονευόμενη στη σκέψη 163 ανωτέρω νομολογία αφορά και το υπόμνημα απαντήσεως (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Europa Terra Nostra κατά Κοινοβουλίου, T‑13/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:428, σκέψη 86). Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τη μελέτη αυτή.

248    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στα υπομνήματα απαντήσεως.

249    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 241 ανωτέρω, κακώς οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αφενός, κατά το μέρος που θέσπισαν την απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, ενώ δεν είχαν στη διάθεσή τους όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει το πλαστικό αυτού του είδους και, αφετέρου, κατά το μέρος που θεώρησαν αποδεδειγμένη την ύπαρξη των εν λόγω κινδύνων.

250    Δεδομένου ότι η εξουσία που αντλεί ο νομοθέτης της Ένωσης από το άρθρο 191 ΣΛΕΕ υπόκειται, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 115 ανωτέρω, σε έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, συνάγεται ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν παρέβησαν τη διάταξη αυτή.

251    Ελλείψει παράβασης του άρθρου 191 ΣΛΕΕ, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η παράβαση αυτή είναι κατάφωρη, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω.

252    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, κατά το μέρος που στηρίζεται σε κατάφωρη παράβαση του άρθρου 191 ΣΛΕΕ και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

β)      Επί της κατάφωρης παραβίασης της γενικής αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ

253    Με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος καθώς και, εν μέρει, με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη αντιβαίνει στη γενική αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

254    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, εξυπακουομένου ότι, εφόσον υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑128/17, EU:C:2019:194, σκέψη 94).

255    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της εν λόγω αρχής, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει, όταν πρόκειται για περίπλοκο τεχνικό και διαρκώς εξελισσόμενο πλαίσιο, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ιδίως ως προς την αξιολόγηση άκρως πολύπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικού και τεχνικού χαρακτήρα προκειμένου να καθορίσει τη φύση και την έκταση των μέτρων που λαμβάνει, ενώ ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν η άσκηση της εξουσίας αυτής μαρτυρεί πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως την εκτίμηση του νομοθέτη στον οποίο η Συνθήκη έχει αναθέσει την αποστολή αυτή (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑128/17, EU:C:2019:194, σκέψη 95).

256    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να εξεταστεί αν ορθώς οι ενάγουσες υποστηρίζουν, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ότι η απαγόρευση του άρθρου 5 της οδηγίας 2019/904, στο μέτρο που ισχύει για την οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της εν λόγω οδηγίας και, στη συνέχεια, αν, όπως υποστηρίζουν με το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου, η εν λόγω απαγόρευση υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

257    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου, πρέπει να υπομνησθεί ότι με αυτό προβάλλεται, εν μέρει, ότι η επίμαχη απαγόρευση είναι δυσανάλογη απλώς και μόνο λόγω της απουσίας επιστημονικής αξιολόγησης των κινδύνων που ενέχει η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Διαπιστώνεται δε ότι οι ενάγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη τέτοιων κινδύνων, η εν λόγω απαγόρευση δεν μπορεί να είναι πρόσφορη για την προστασία από αυτούς. Επομένως, το πρώτο σκέλος, κατά το μέρος που στηρίζεται στο επιχείρημα αυτό, συγχέεται με το δεύτερο και θα εξεταστεί μαζί με αυτό.

1)      Επί του δεύτερου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση, στο μέτρο που εφαρμόζεται στην οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, καθώς και επί του πρώτου σκέλους, κατά το μέρος που στηρίζεται στο ίδιο επιχείρημα

258    Από τις σκέψεις 124 έως 249 ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκριναν ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο ενέχει κινδύνους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, δεδομένου ότι δεν βιοαποδομείται καταλλήλως, δεν είναι λιπασματοποιήσιμο, επηρεάζει αρνητικά την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών και δεν παρέχει αποδεδειγμένο περιβαλλοντικό όφελος.

259    Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 255 ανωτέρω, ένα μέτρο που απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο πρέπει να θεωρηθεί πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, ο οποίος εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 36 και στο άρθρο 1 της οδηγίας 2019/904.

2)      Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση, στο μέτρο που εφαρμόζεται στην οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία

260    Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 μέτρο, κατά το μέρος που εφαρμόζεται στην οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας τον οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή.

261    Κατά πρώτον, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι υφίστανται άλλα μέτρα λιγότερο επαχθή από την πλήρη απαγόρευση διάθεσης στην αγορά, ήτοι: πρώτον, να εξαιρεθεί η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη από τον ορισμό της «οξοδιασπώμενης πλαστικής ύλης» του άρθρου 3, σημείο 3, της εν λόγω οδηγίας και, κατά συνέπεια, από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 αυτής· δεύτερον, να υποβληθεί η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη στη διενέργεια δοκιμών σύμφωνα με το αμερικανικό πρότυπο ASTM D 6954 ή άλλα συγκρίσιμα πρότυπα· τρίτον, να προβλεφθεί απαίτηση για την τοποθέτηση διακριτικού στην οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η αυτόματη διαλογή πριν από την ανακύκλωση· τέταρτον, να συμπεριληφθεί αυτό το είδος πλαστικού στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4, 7, 8 και/ή 10 της οδηγίας 2019/904· ή, πέμπτον, να επιβληθεί επισήμανση η οποία να αποτρέπει κάθε κίνδυνο πρόκλησης σύγχυσης στους καταναλωτές.

262    Εντούτοις, κανένα από τα πέντε μέτρα που προτείνουν οι ενάγουσες δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία 2019/904.

263    Πρώτον, όσον αφορά την πρόταση των εναγουσών να εξαιρεθεί η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη από τον ορισμό της «οξοδιασπώμενης πλαστικής ύλης» του άρθρου 3, σημείο 3, της οδηγίας 2019/904, διαπιστώθηκε ήδη, στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου, ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκριναν ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως εντός εύλογης προθεσμίας και ότι, κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να γίνεται διάκριση μεταξύ οξοδιασπώμενης και οξο-βιοδιασπώμενης πλαστικής ύλης. Ως εκ τούτου, ο αποκλεισμός του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο από τον ορισμό της «οξοδιασπώμενης πλαστικής ύλης» του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 3, της οδηγίας 2019/904 θα ισοδυναμούσε με περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της απαγόρευσης του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής στα πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματός της, πράγμα που θα προσέκρουε στο ίδιο το γράμμα του άρθρου αυτού.

264    Δεύτερον, όσον αφορά την πρόταση των εναγουσών να υποβληθεί το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο στη διενέργεια δοκιμών σύμφωνα με το αμερικανικό πρότυπο ASTM D 6954 ή με άλλα συγκρίσιμα πρότυπα, διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 197 ανωτέρω ότι, στο μέτρο που δεν υφίσταται ενιαίο πρότυπο, στο επίπεδο της Ένωσης, το οποίο να καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της βιοαποδόμησης του εν λόγω πλαστικού, αλλά μόνον εθνικά πρότυπα, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν υπερέβησαν τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας καθόσον δεν βασίστηκαν στο πρότυπο ASTM D 6954 ή σε άλλα συγκρίσιμα πρότυπα.

265    Τρίτον, όσον αφορά την πρόταση των εναγουσών να προβλεφθεί απαίτηση για την τοποθέτηση διακριτικού στο πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο ώστε αυτό να καθίσταται αναγνωρίσιμο μέσω αυτόματης μηχανής διαλογής προκειμένου να διαχωρίζεται από τα συμβατικά πλαστικά και να μην ανακυκλώνεται μαζί τους, από τη μελέτη Eunomia προκύπτει ότι η τρέχουσα τεχνολογία δεν καθιστά εφικτή την αυτόματη διαλογή του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και από την έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018 προκύπτει ότι «[ο]ι διαθέσιμες επί του παρόντος τεχνολογίες δεν καθιστούν [...] δυνατό στις επιχειρήσεις επανεπεξεργασίας να αναγνωρίζουν και να διαχωρίζουν τις οξοδιασπώμενες πλαστικές ύλες».

266    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, συναφώς, ότι οι παραδοσιακά χρησιμοποιούμενες τεχνικές αυτόματου διαχωρισμού, όπως η φασματοσκοπία εγγύς υπερύθρου, δεν καθιστούν δυνατή την ανίχνευση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και ότι, κατά συνέπεια, θα πρέπει να αναπτυχθούν νέα μηχανήματα αυτόματης διαλογής για τον σκοπό αυτό, αλλά ότι αυτό δεν αποτελεί οικονομικά βιώσιμη επιλογή για τη βιομηχανία ανακύκλωσης. Πάντως, οι ενάγουσες αρκούνται στον ισχυρισμό ότι η ανάπτυξη νέων αυτόματων μηχανημάτων αυτόματης διαλογής είναι οικονομικώς βιώσιμη, χωρίς να προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού και χωρίς να αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι εφικτή η εφαρμογή του μέτρου που προτείνουν περί τοποθέτησης διακριτικού.

267    Τέταρτον, οι ενάγουσες προτείνουν να συμπεριληφθεί το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4, 7, 8 και/ή 10 της οδηγίας 2019/904, τα οποία επιτρέπουν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα ακόλουθα μέτρα: μέτρα μείωσης της κατανάλωσης (άρθρο 4)· μέτρα τα οποία προβλέπουν την τοποθέτηση σήμανσης η οποία να ενημερώνει τους καταναλωτές, αφενός, για τις κατάλληλες επιλογές διαχείρισης του προϊόντος ως αποβλήτου ή τους τρόπους διάθεσης αποβλήτων που πρέπει να αποφεύγονται για το συγκεκριμένο προϊόν και, αφετέρου, για την παρουσία πλαστικών υλών στο προϊόν και τις επακόλουθες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του ακατάλληλου τρόπου απόρριψης των προϊόντων στο περιβάλλον ως αποβλήτων (άρθρο 7)· μέτρα που προβλέπουν τη θέσπιση συστημάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού για τη διάθεση στην αγορά προϊόντων από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο (άρθρο 8)· μέτρα ευαισθητοποίησης για την ενημέρωση των καταναλωτών και την παροχή κινήτρων για υπεύθυνη καταναλωτική συμπεριφορά (άρθρο 10).

268    Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της προμνησθείσας στη σκέψη 255 ανωτέρω ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης προκειμένου να καθορίζει τη φύση και την έκταση των μέτρων που θεσπίζει, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα υπερέβησαν τα όρια της εξουσίας αυτής καθόσον εκτίμησαν, δεδομένων των κινδύνων που ενέχουν τα προϊόντα από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, ιδίως του κινδύνου να μη βιοαποδομούνται καταλλήλως, ότι η διάθεσή τους στην αγορά πρέπει να απαγορευθεί, αντί να υπαχθεί σε κάποιο από τα μέτρα των άρθρων 4, 7, 8 και/ή 10 της οδηγίας 2019/904, τα οποία ενδέχεται, άλλωστε, να διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

269    Πέμπτον, όσον αφορά την πρόταση των εναγουσών να επιβληθεί επισήμανση των προϊόντων από πλαστικό το οποίο περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο η οποία να αποτρέπει κάθε κίνδυνο πρόκλησης σύγχυσης στους καταναλωτές, η πρόταση αυτή είναι στο ίδιο πνεύμα με την πρότασή τους να υπαχθούν τα εν λόγω προϊόντα στα μέτρα που προβλέπουν τα άρθρα 7 ή 10 της οδηγίας 2019/904. Επομένως, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 268 ανωτέρω, η πρόταση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

270    Κατά δεύτερον, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι, αντί να απαγορεύσουν πλήρως τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα όφειλαν να έχουν προβλέψει μεταβατική περίοδο, όπως το έπραξε ο ECHA στην πρότασή του για περιορισμούς σχετικά με τα μικροπλαστικά που προστίθενται σκόπιμα.

271    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

272    Είναι αληθές ότι η ανακοίνωση του ECHA με τίτλο «Πρόταση περιορισμού των μικροπλαστικών που προστίθενται σκόπιμα – ερωτήσεις και απαντήσεις», του Σεπτεμβρίου 2020, την οποία προσκόμισαν οι ενάγουσες, αναφέρει ότι ο οργανισμός αυτός υπέβαλε πρόταση επιβολής περιορισμών δυνάμει του κανονισμού REACH, με την οποία συστήνει μεν την απαγόρευση της διάθεσης στην αγορά των μικροπλαστικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα, αλλά προβλέπει μεταβατική περίοδο κυμαινόμενη από τέσσερα έως οκτώ έτη.

273    Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 5 της οδηγίας 2019/904, η οποία εκδόθηκε στις 5 Ιουνίου 2019, λήγει, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, στις 3 Ιουλίου 2021 και ότι η προθεσμία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ισοδύναμη, στην πράξη, με διετή μεταβατική περίοδο συνοδεύουσα την απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο. Επιπλέον, οι μεταβατικές περίοδοι που προτείνει ο ECHA όσον αφορά τα μικροπλαστικά που προστίθενται σκόπιμα σε καλλυντικά προϊόντα δεν εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις. Έτσι, δεν εφαρμόζονται στα καλλυντικά προϊόντα που περιέχουν μικροσφαιρίδια, διότι αυτά μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν από φυσικές ουσίες, όπως αμύγδαλα σε σκόνη, καρύδες ή σπόρους ελιάς. Τέλος, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των –μη πολύπλοκων– χρήσεων του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν υπερέβησαν τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας καθόσον έκριναν ότι τα προϊόντα που κατασκευάζονται από αυτό το είδος πλαστικού έπρεπε να απαγορευθούν χωρίς να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος.

274    Ως εκ τούτου, οι ενάγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν τις μεταβατικές περιόδους που συστήνει ο ECHA σχετικά με τα μικροπλαστικά που προστίθενται σκόπιμα για να υποστηρίξουν ότι μια πλήρης απαγόρευση των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, χωρίς να προβλέπεται μεταβατική περίοδος, είναι δυσανάλογη.

275    Τρίτον, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλεί η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό το οποίο περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκει, στο μέτρο που τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα παρέλειψαν να εκτιμήσουν τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της εν λόγω απαγόρευσης.

276    Πάντως, η προστασία της ανθρώπινης υγείας έχει υπέρτερη σπουδαιότητα σε σχέση με οικονομικής φύσεως θεωρήσεις και η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς της Ένωσης. Η σπουδαιότητα των σκοπών αυτών είναι ικανή να δικαιολογήσει τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, για ορισμένους επιχειρηματίες (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Xeda International κατά Επιτροπής, T‑269/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1069, σκέψη 138).

277    Επιπλέον, οι ενάγουσες αρκούνται στον ισχυρισμό ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα παρέλειψαν να εκτιμήσουν τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της απαγόρευσης του άρθρου 5 της οδηγίας 2019/904. Δεν εξηγούν σε τι συνίστανται τα κοινωνικά και οικονομικά δυσμενή αποτελέσματα τα οποία ισχυρίζονται ότι συνεπάγεται η απαγόρευση αυτή, αλλά απλώς αναφέρονται, χωρίς να τεκμηριώνουν το επιχείρημα αυτό, στα εμπόδια που τίθενται στην ανάπτυξη μιας αποτελεσματικότερης τεχνολογίας σχετικά με την οξο-βιοδιάσπαση.

278    Επομένως, συνάγεται ότι η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2019/904.

279    Συνεπώς, από τις σκέψεις 259 και 278 ανωτέρω προκύπτει ότι η εν λόγω απαγόρευση δεν παραβιάζει τη γενική αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

280    Ελλείψει παραβίασης της ως άνω αρχής, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η παραβίαση αυτή είναι κατάφωρη, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω.

281    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, όπως και το πρώτο σκέλος του, κατά το μέρος που με αυτό προβάλλεται κατάφωρη παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

282    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.      Επί του τέταρτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε κατάφωρη παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης

283    Με τον τέταρτο λόγο ελλείψεως νομιμότητας, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα παραβίασαν τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφενός, κατά το μέρος που απαγόρευσαν τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, αλλά όχι των προϊόντων που κατασκευάζονται από συμβατικό πλαστικό, εξαιρουμένων εννέα προϊόντων μίας χρήσης, και, αφετέρου, κατά το μέρος που απαγόρευσαν τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, αλλά όχι των πλαστικών προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο ως «λιπασματοποιήσιμα».

284    Όσον αφορά, ειδικότερα, τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ προϊόντων που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη και προϊόντων που κατασκευάζονται από συμβατικό πλαστικό, εξαιρουμένων εννέα προϊόντων μίας χρήσης, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι δεν αποδείχθηκε ότι η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη βλάπτει το περιβάλλον περισσότερο απ’ ό,τι η οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη ή το συμβατικό πλαστικό. Η οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη δεν διασπάται σε μικροπλαστικά και βιοαποδομείται ταχύτερα από το συμβατικό πλαστικό. Η πιθανότητα ακατάλληλης απόρριψής της στο περιβάλλον δεν είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το συμβατικό πλαστικό. Προσφέρεται δε για ανακύκλωση κατά τον ίδιο τρόπο με το συμβατικό πλαστικό. Όσον αφορά πάντοτε τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ προϊόντων που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη και προϊόντων που κατασκευάζονται από συμβατικό πλαστικό, εξαιρουμένων εννέα προϊόντων μίας χρήσης, οι ενάγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι τίποτε δεν δικαιολογεί να απαγορεύονται μόνον εννέα προϊόντα μίας χρήσης τα οποία κατασκευάζονται από συμβατικό πλαστικό, ενώ απαγορεύονται όλα τα προϊόντα που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη.

285    Επικουρικώς, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η απαγόρευση του άρθρου 5 της οδηγίας 2019/904 συνεπάγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων ειδών βιοαποδομήσιμων πλαστικών.

286    Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγουσών.

287    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης υφίσταται μόνον οσάκις παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Solvay κατά Επιτροπής, C‑455/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:796, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

288    Ο συγκρίσιμος χαρακτήρας διαφορετικών καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως της Ένωσης που εισάγει την εν λόγω διάκριση. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 26, και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής, C‑460/18 P, EU:C:2019:1119, σκέψη 67).

289    Πρέπει να εξεταστεί, αφενός, αν τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα παραβίασαν τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά το μέρος που απαγόρευσαν τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, αλλά όχι των προϊόντων που κατασκευάζονται από συμβατικό πλαστικό, εξαιρουμένων εννέα προϊόντων μίας χρήσης, και, αφετέρου, αν παραβίασαν την εν λόγω αρχή κατά το μέρος που απαγόρευσαν τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, αλλά όχι των πλαστικών προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο ως «λιπασματοποιήσιμα».

290    Όσον αφορά, πρώτον, την πρώτη από τις δύο παραβάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 289 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι τα προϊόντα που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των προϊόντων που κατασκευάζονται από συμβατικό πλαστικό.

291    Πράγματι, αφενός, από την εξέταση του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας προκύπτει ότι, βάσει της επιστημονικής αξιολόγησης των κινδύνων στην οποία είχαν πρόσβαση τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα κατά την κατάρτιση και την έκδοση της οδηγίας 2019/904, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο να είναι, τουλάχιστον ως προς ορισμένες πτυχές που αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανακύκλωση και τη βιοαποδόμησή του σε χώρους υγειονομικής ταφής, περισσότερο προβληματικό από το συμβατικό πλαστικό.

292    Συναφώς, από τις σκέψεις 129 και 131 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη μελέτη Eunomia και την έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018, σε περίπτωση βιοαποδόμησης στα βαθύτερα στρώματα ενός χώρου υγειονομικής ταφής, το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο είναι ελαφρώς πιο προβληματικό από το συμβατικό πλαστικό από πλευράς αερίων θερμοκηπίου.

293    Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 234 ανωτέρω, το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν μπορεί να ανακυκλωθεί με το συμβατικό πλαστικό χωρίς να επηρεαστεί η ποιότητα του ανακυκλωμένου υλικού.

294    Τέλος, από τις σκέψεις 127 έως 131 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη μελέτη Eunomia και την έκθεση της 16ης Ιανουαρίου 2018, το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο διασπάται ταχύτερα από το συμβατικό πλαστικό, αλλά δεν αποκλείεται η ταχύτερη αυτή διάσπαση να έχει ως συνέπεια, τόσο στο ύπαιθρο όσο και στο θαλάσσιο περιβάλλον, την επιδείνωση των αρνητικών επιπτώσεών του στο περιβάλλον, διότι συγκεντρώνεται σε μικρότερη χρονική περίοδο.

295    Τούτο υπογραμμίζεται, όσον αφορά τα θαλάσσια απορρίμματα, στο τμήμα 4.3 της έκθεσης της 16ης Ιανουαρίου 2018, κατά το οποίο, «[κ]αθώς το οξοδιασπώμενο πλαστικό είναι πιθανό να κατακερματιστεί ταχύτερα απ’ ό,τι το συμβατικό πλαστικό, οι αρνητικές επιπτώσεις που συνδέονται με την παρουσία των μικροπλαστικών στο θαλάσσιο περιβάλλον συμπυκνώνονται σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτό θα μπορούσε, εντέλει, να είναι χειρότερο από την κατανομή των επιπτώσεων σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, λόγω της αύξησης του ποσοστού των ατόμων, των ειδών και των οικοτόπων που επηρεάζονται, καθώς και το μέγεθος των επιπτώσεων για ένα άτομο».

296    Το ίδιο τονίζεται και στη μελέτη Eunomia σχετικά με τη βιοαποδόμηση στο ύπαιθρο. Κατά την εν λόγω μελέτη, «η αποδόμηση του πλαστικού που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο ενδέχεται να είναι πολύ πιο σύντομη από την αποδόμηση του συμβατικού πλαστικού. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα μήπως οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι ακόμη σημαντικότερες κατά το στάδιο της βιοαποδόμησης, λαμβανομένου υπόψη του αντίστροφου σεναρίου».

297    Οι ενάγουσες δεν μπορούν, προκειμένου να αντικρούσουν τις διαπιστώσεις των σκέψεων 291 έως 294 ανωτέρω, να στηριχθούν στην επιστολή που απέστειλε στις 3 Μαΐου 2018 η Dr R. Rose –η συντάκτρια της μελέτης του Queen Mary University– στον ECHA. Είναι αληθές ότι, στην επιστολή αυτή, η Dr R. Rose αναφέρει ότι της «προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ένωση προτείνει την απαγόρευση ενός προϊόντος το οποίο σίγουρα δεν είναι χειρότερο από το μη τροποποιημένο [πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας, δηλαδή ένα συμβατικό πλαστικό], το οποίο δεν υπόκειται στο ίδιο μέτρο» και ότι «[η] θέσπιση νομοθεσίας κατά ενός μόνον είδους πλαστικού δεν λύνει το πρόβλημα της συσσώρευσης πολλών τύπων πολυυδρογονανθράκων». Ωστόσο, η επιστολή αυτή αναφέρεται στη χρήση της νέας μεθόδου που ανέπτυξε το Queen Mary University, η οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 170 ανωτέρω, πόρρω απείχε από το να χαίρει καθολικής αποδοχής και δεν ήταν βέβαιο ότι καθιστούσε δυνατή την επίτευξη αποτελεσμάτων δυναμένων να αναπαραχθούν υπό πραγματικές συνθήκες.

298    Προκειμένου να αντικρούσουν τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 291 έως 294 ανωτέρω, οι ενάγουσες δεν μπορούν να στηριχθούν ούτε στο σημείο 19, στοιχείο γʹ, και στο σημείο 47, στοιχείο βʹ, της μαρτυρίας του ανώτερου επιστημονικού στελέχους της Symphony Environmental. Είναι αληθές ότι στην ως άνω μαρτυρία υποστηρίζεται ότι, αφενός, το συμβατικό πλαστικό διασπάται σε μικροπλαστικά που παραμένουν στο περιβάλλον επί δεκάδες ή εκατοντάδες έτη και, αφετέρου, οι καταναλωτές που απορρίπτουν πλαστικά απόβλητα συχνά δεν προβληματίζονται για το αν αυτά είναι βιοαποδομήσιμα ή όχι. Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 179 ανωτέρω, η αποδεικτική αξία που μπορεί να αποδοθεί στην εν λόγω μαρτυρία είναι περιορισμένη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που παραθέτει ο ανώτερος επιστήμονας του Symphony Environmental προς στήριξη των ισχυρισμών του είναι η έκθεση του εργαστηρίου Intertek, η οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 182 ανωτέρω, εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της Symphony Environmental.

299    Τέλος, στο μέτρο που οι ενάγουσες επιχειρούν να αντλήσουν επιχείρημα από τα σημεία 25 και 26 της μαρτυρίας του διευθύνοντος συμβούλου των εναγουσών, όπου αυτός υπογραμμίζει, χωρίς ωστόσο να παραπέμπει σε επιστημονική μελέτη, την ανακολουθία της οδηγίας 2019/904, η οποία απαγορεύει μεν την οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, αλλά όχι το συμβατικό ούτε το λιπασματοποιήσιμο πλαστικό, μολονότι τα τελευταία, μεταξύ άλλων, δεν βιοαποδομούνται καταλλήλως στο ύπαιθρο και δεν παρέχουν αποδεδειγμένο περιβαλλοντικό όφελος, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 156 ανωτέρω, η αποδεικτική αξία που μπορεί να αποδοθεί στην εν λόγω μαρτυρία είναι περιορισμένη.

300    Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2019/904 προκύπτει ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, η πρόληψη και ο περιορισμός των επιπτώσεων που έχουν στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία ορισμένα πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης, προϊόντα που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη και αλιευτικά εργαλεία που περιέχουν πλαστική ύλη. Επομένως, η εν λόγω οδηγία δεν επιδιώκει να καλύψει όλα τα προϊόντα από πλαστικό που ενδέχεται να ενέχουν κίνδυνο για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, αλλά να επικεντρώσει τις προσπάθειες εκεί όπου είναι περισσότερο αναγκαίες, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 7 σχετικά με τα πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης. Το άρθρο 1 της οδηγίας 2019/904 επιβεβαιώνει ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, η πρόληψη και η μείωση του αντίκτυπου «ορισμένων» πλαστικών προϊόντων στο περιβάλλον, ιδίως στο υδάτινο περιβάλλον, και στην ανθρώπινη υγεία.

301    Ωστόσο, στο πλαίσιο της ανάλυσης του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας αποδείχθηκε ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκριναν ότι τα προϊόντα που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία.

302    Δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 288 ανωτέρω, ο συγκρίσιμος χαρακτήρας διαφορετικών καταστάσεων εκτιμάται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξης της Ένωσης που εισάγει την επίμαχη διάκριση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα προϊόντα που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, της οποίας τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία η οδηγία 2019/904 σκοπεί να προλάβει και να περιορίσει, βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των συμβατικών πλαστικών προϊόντων.

303    Κατά συνέπεια, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν παραβίασαν τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά το μέρος που απαγόρευσαν τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, αλλά όχι των προϊόντων που κατασκευάζονται από συμβατικό πλαστικό, εξαιρουμένων εννέα προϊόντων μίας χρήσης.

304    Όσον αφορά το επιχείρημα των εναγουσών ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα παραβίασαν τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά το μέρος που απαγόρευσαν τη διάθεση στην αγορά «όλων» των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, αλλά μόνον «ορισμένων» προϊόντων μίας χρήσης από συμβατικό πλαστικό, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2019/904 προκύπτει ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, η πρόληψη και ο περιορισμός των επιπτώσεων που έχουν στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία «ορισμένα» πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης, και από την αιτιολογική σκέψη 7 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι, για να επικεντρωθούν οι προσπάθειες εκεί όπου είναι περισσότερο αναγκαίες, η εν λόγω οδηγία θα πρέπει να καλύπτει μόνον εκείνα τα πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης που εμφανίζονται συχνότερα σε παραλίες στην Ένωση, ήτοι τα απαριθμούμενα στο μέρος Β του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 288 ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα προϊόντα μίας χρήσης από συμβατικό πλαστικό τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στην οδηγία 2019/904 βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο. Επομένως, κατά το μέρος που απαγόρευσαν τη διάθεση στην αγορά των δεύτερων, αλλά όχι των πρώτων, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν παραβίασαν τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης.

305    Τέλος, στο μέτρο που το επιχείρημα των εναγουσών ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση διάθεσης στην αγορά συνεπάγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων ειδών οξοδιασπώμενης πλαστικής ύλης πρέπει να γίνει νοηθεί υπό την έννοια ότι με αυτό προβάλλεται ότι τα τρία θεσμικά όργανα παραβίασαν τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον απαγόρευσαν όχι μόνον τα προϊόντα που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη αλλά και τα προϊόντα που κατασκευάζονται από πλαστικό το οποίο οι ενάγουσες χαρακτηρίζουν ως «οξο-βιοδιασπώμενο», το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, διαπιστώθηκε ήδη, στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκριναν ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως και ότι δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της οξοδιασπώμενης και της οξο-βιοδιασπώμενης πλαστικής ύλης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα θεσμικά αυτά όργανα, καθόσον αντιμετώπισαν διαφορετικά τα προϊόντα που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη και εκείνα που κατασκευάζονται από πλαστικό το οποίο οι ενάγουσες χαρακτηρίζουν ως «οξο-βιοδιασπώμενο», παραβίασαν τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης.

306    Δεύτερον, όσον αφορά την παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης η οποία φέρεται να απορρέει από την απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, αλλά όχι των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό διατιθέμενο στο εμπόριο ως «λιπασματοποιήσιμο», το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι δύο αυτές κατηγορίες προϊόντων δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση.

307    Πράγματι, από την εξέταση του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκριναν ότι υπάρχει κίνδυνος να μην είναι λιπασματοποιήσιμο το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, πράγμα το οποίο αναγνώρισαν οι ενάγουσες, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 216 ανωτέρω. Τέλος, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 288 ανωτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, ναι μεν η οδηγία 2019/904 έχει ως αντικείμενο και ως σκοπό την πρόληψη και τον περιορισμό των επιπτώσεων των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, πλην όμως τα προϊόντα που κατασκευάζονται από πλαστικό διατιθέμενο στο εμπόριο ως «λιπασματοποιήσιμα» δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο και στον σκοπό της.

308    Από τις σκέψεις 303, 306 και 307 ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν παραβίασαν τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον απαγόρευσαν τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο, αλλά όχι των προϊόντων που κατασκευάζονται από συμβατικό πλαστικό, εξαιρουμένων εννέα προϊόντων μιας χρήσης, ούτε των προϊόντων που κατασκευάζονται από πλαστικό διατιθέμενο στο εμπόριο ως «λιπασματοποιήσιμο».

309    Ελλείψει παραβίασης της ως άνω αρχής, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η παραβίαση αυτή είναι κατάφωρη, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω.

310    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί.

5.      Επί του πέμπτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, με τον οποίο προβάλλεται κατάφωρη παράβαση των άρθρων 16 και 17 και του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και του άρθρου 49 ΣΛΕΕ

311    Ο πέμπτος λόγος ελλείψεως νομιμότητας υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά το μέρος που θέσπισαν την απαγόρευση του άρθρου 5 της οδηγίας 2019/904, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα προσέβαλαν την επιχειρηματική τους ελευθερία, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη, το δικαίωμά τους ιδιοκτησίας, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 17 του Χάρτη, και την ελευθερία τους εγκαταστάσεως περί της οποίας κάνει λόγο το άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η επίμαχη απαγόρευση τις εμποδίζει να διαθέσουν στην αγορά της Ένωσης προϊόντα που περιέχουν το κύριο μείγμα τους d2w. Με το δεύτερο σκέλος, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η θέσπιση της ως άνω απαγόρευσης συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματός τους σε χρηστή διοίκηση, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, στο μέτρο που τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία και δεν ακολούθησαν τις κατάλληλες διαδικασίες.

312    Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των εναγουσών.

α)      Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται κατάφωρη παράβαση των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη και του άρθρου 49 ΣΛΕΕ

313    Πρέπει να εξεταστεί αν τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα παρέβησαν κατάφωρα, πρώτον, το άρθρο 16 του Χάρτη, δεύτερον, το άρθρο 17 του Χάρτη και, τρίτον, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

314    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

315    Συγκεκριμένα, όσον αφορά, κατά πρώτον, την παράβαση του άρθρου 16 του Χάρτη, σχετικά με την επιχειρηματική ελευθερία, επισημαίνεται ότι η παρεχόμενη από τη διάταξη αυτή προστασία περιλαμβάνει την ελευθερία ασκήσεως οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, τη συμβατική ελευθερία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψη 79). Επιπλέον, η συμβατική ελευθερία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη επιλογή του οικονομικού εταίρου καθώς και την ελευθερία καθορισμού τιμής για μια παροχή (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 43).

316    Εντούτοις, η επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο, αλλά πρέπει, αφενός, να εξετάζεται υπό το πρίσμα της λειτουργίας που επιτελεί στο πλαίσιο της κοινωνίας και, αφετέρου, να σταθμίζεται με τα λοιπά συμφέροντα που προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης καθώς και με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των τρίτων (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψη 80).

317    Λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης του άρθρου 16 του Χάρτη, η οποία προβλέπει ότι η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές και το οποίο, επομένως, διαφέρει από τη διατύπωση των λοιπών θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στον τίτλο II του Χάρτη, ενώ προσομοιάζει με τη διατύπωση ορισμένων διατάξεων του τίτλου IV του Χάρτη, η επιχειρηματική ελευθερία μπορεί να υπόκειται σε ευρύ φάσμα παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής δυνάμενων να θέτουν, προς το γενικό συμφέρον, περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας (απόφαση 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψη 81).

318    Το γεγονός αυτό αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκτιμώνται η νομοθετική ρύθμιση της Ένωσης και οι εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, οι περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο, να σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε αναγνωριζόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψεις 47 και 48, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψεις 82 και 83).

319    Εν προκειμένω, η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση συνεπάγεται περιορισμό της άσκησης της επιχειρηματικής ελευθερίας των εναγουσών. Συγκεκριμένα, αφενός, οι ενάγουσες διαθέτουν στο εμπόριο προϊόντα κατασκευασμένα από πλαστικό που περιέχει το κύριο μείγμα d2w, όπως σακούλες απορριμμάτων και σακούλες κατάψυξης, πράγμα το οποίο τους απαγορεύει πλέον η επίμαχη απαγόρευση. Αφετέρου, η εν λόγω απαγόρευση μπορεί να επηρεάσει την κύρια δραστηριότητα των εναγουσών, ήτοι την παρασκευή και εμπορία του κύριου μείγματος d2w. Η κύρια αυτή δραστηριότητα συνδέεται με τη δραστηριότητα διάθεσης στην αγορά προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη, με αποτέλεσμα η απαγόρευση της δεύτερης να έχει δυνητικώς οικονομικές συνέπειες για την πρώτη και να επηρεάσει την απόφαση των εναγουσών να τη συνεχίσουν (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2020, IFSUA κατά Συμβουλίου, T‑251/18, EU:T:2020:89, σκέψεις 150 και 151).

320    Εντούτοις, ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από τον νόμο, ήτοι την οδηγία 2019/904. Επιπλέον, δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο της επιχειρηματικής ελευθερίας των εναγουσών, δεδομένου ότι στην αγορά της Ένωσης απαγορεύεται μόνον η διάθεση πλαστικών προϊόντων που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο, αλλά όχι η παραγωγή τους. Επομένως, οι ενάγουσες μπορούν να συνεχίσουν να κατασκευάζουν τέτοια προϊόντα προκειμένου να τα διαθέσουν στην αγορά τρίτων κρατών. Μπορούν επίσης να συνεχίσουν να παρασκευάζουν το κύριο μείγμα τους d2w και να το πωλούν σε πελάτες που θα το χρησιμοποιήσουν για την κατασκευή προϊόντων τα οποία προορίζουν για διάθεση στην αγορά τρίτων κρατών. Τέλος, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο περιορισμός αυτός είναι αναγκαίος και αναλογικός, ανταποκρίνεται δε σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση, ήτοι την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας.

321    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την παράβαση του άρθρου 17 του Χάρτη, το άρθρο αυτό προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί, και ότι κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημοσίας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Εξάλλου, η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.

322    Εντούτοις, κατά τη νομολογία, κανένας συναλλασσόμενος δεν μπορεί να διεκδικεί δικαίωμα ιδιοκτησίας επί μεριδίου της αγοράς, ακόμη και αν είχε το μερίδιο αυτό κατά τον χρόνο που προηγήθηκε της θεσπίσεως ενός μέτρου που επηρεάζει την εν λόγω αγορά, καθότι αυτό το μερίδιο αγοράς αποτελεί προσωρινή μόνο οικονομική κατάσταση η οποία είναι εκτεθειμένη στους κινδύνους μεταβαλλομένων συνθηκών. Ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί, εξάλλου, να επικαλεσθεί κεκτημένο δικαίωμα ή, έστω, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως η οποία μπορεί να τροποποιηθεί δι’ αποφάσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στο πλαίσιο της εξουσίας τους εκτιμήσεως (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Alliance for Natural Health κ.λπ., C‑154/04 και C‑155/04, EU:C:2005:449, σκέψη 128).

323    Εν προκειμένω, από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 322 ανωτέρω προκύπτει ότι οι ενάγουσες δεν μπορούν να αξιώσουν την προστασία του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη όσον αφορά το δικαίωμά τους να διαθέσουν στην αγορά της Ένωσης το κύριο μείγμα d2w (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 60).

324    Όσον αφορά το επιχείρημα των εναγουσών ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που κατασκευάζονται από οξοδιασπώμενη πλαστική ύλη αντιβαίνει στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη, κατά το οποίο «[η] διανοητική ιδιοκτησία προστατεύεται», διότι μειώνει σημαντικά την αξία του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας που κατέχουν επί του τύπου του κύριου μείγματος d2w, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, μολονότι οι ενάγουσες διευκρίνισαν ότι το εν λόγω κύριο μείγμα προστατεύεται με δικαίωμα σήματος και χάρη στην αναγκαία τεχνογνωσία για την παραγωγή του, δεν ανέφεραν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι προσβάλλονται τα δικαιώματα αυτά.

325    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ούτε από το άρθρο 17 του Χάρτη ούτε από τη νομολογία προκύπτει ότι η προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας πρέπει να διασφαλίζεται κατά τρόπο απόλυτο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Spiegel Online, C‑516/17, EU:C:2019:625, σκέψη 56). Κάθε περιορισμός που επιβάλλεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη πρέπει να είναι σύμφωνος με το άρθρο 52, παράγραφος 1, αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενδεχόμενος περιορισμός της άσκησης του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας που έχουν οι ενάγουσες επί του κύριου μείγματος d2w, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένος, προβλέπεται από τον νόμο. Ο εν λόγω περιορισμός δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος, δεδομένου ότι δεν απαγορεύεται η κατασκευή προϊόντων από πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο και η πώλησή τους στην αγορά τρίτων χωρών ούτε η παρασκευή και η διάθεση ενός τέτοιου προσθέτου στην αγορά της Ένωσης. Όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο περιορισμός αυτός ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος αναγνωριζόμενο από την Ένωση, ήτοι την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου.

326    Όσον αφορά, κατά τρίτον, την παράβαση του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, αρκεί η επισήμανση ότι οι ενάγουσες δεν αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά πλαστικών που περιέχουν προ-οξειδωτικό πρόσθετο εμποδίζει την ελευθερία τους εγκαταστάσεως.

327    Από τις σκέψεις 313 έως 326 ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν παρέβησαν ούτε το άρθρο 16 ούτε το άρθρο 17 του Χάρτη, αλλά ούτε και το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

328    Ελλείψει παράβασης των εν λόγω άρθρων, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η παράβαση αυτή είναι κατάφωρη, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω.

329    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη

330    Με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η θέσπιση της απαγόρευσης του άρθρου 5 της οδηγίας 2019/904 συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματός τους σε χρηστή διοίκηση, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη. Υποστηρίζουν ότι τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία και δεν ακολούθησαν τις κατάλληλες διαδικασίες.

331    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

332    Αρκεί, συναφώς, η επισήμανση ότι, κατά τη νομολογία, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, όπως προκύπτει από το άρθρο 41 του Χάρτη, δεν αφορά τη διαδικασία θέσπισης νομοθετικής πράξης, όπως είναι η οδηγία 2019/904 (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, EU:C:1999:498, σκέψη 37, και της 12ης Ιουνίου 2015, Health Food Manufacturers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑296/12, EU:T:2015:375, σκέψη 98).

333    Ως εκ τούτου, τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν παρέβησαν το άρθρο 41 του Χάρτη.

334    Ελλείψει παράβασης του εν λόγω άρθρου, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η παράβαση αυτή είναι κατάφωρη, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω.

335    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

336    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν και οι πέντε λόγοι ελλείψεως νομιμότητας και ότι οι ενάγουσες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

337    Δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω, οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης είναι σωρευτικές, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί επ’ αυτής της βάσεως, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι προϋποθέσεις της ύπαρξης πραγματικής και βέβαιης ζημίας καθώς και αιτιώδους συνάφειας.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

338    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι ενάγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει τη Symphony Environmental Technologies plc και τη Symphony Environmental Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Van der Woude

Spielmann

Gâlea

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 31 Ιανουαρίου 2024.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


I. Το ιστορικό της διαφοράς

II. Αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί του αιτήματος περί μη δημοσιοποίησης ορισμένων στοιχείων

Β. Προκαταρκτική παρατήρηση

Γ. Επί του παραδεκτού

Δ. Επί της ουσίας

1. Επί του πρώτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων 68 έως 73 του κανονισμού REACH

2. Επί του δεύτερου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε κατάφωρη παράβαση των σημείων 12 και 14 έως 16 της διοργανικής συμφωνίας

3. Επί του τρίτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε κατάφωρη παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, και του άρθρου 191 ΣΛΕΕ, καθώς και σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως

α) Επί του πρώτου σκέλους, κατά το μέρος που στηρίζεται σε κατάφωρη παράβαση του άρθρου 191 ΣΛΕΕ

1) Επί της παραδοχής ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν βιοαποδομείται καταλλήλως

2) Επί της παραδοχής ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν είναι λιπασματοποιήσιμο

3) Επί της παραδοχής ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο επηρεάζει αρνητικά την ανακύκλωση των συμβατικών πλαστικών

4) Επί της παραδοχής ότι το πλαστικό που περιέχει προ-οξειδωτικό πρόσθετο δεν παρέχει αποδεδειγμένο όφελος για το περιβάλλον

5) Επί του καταλόγου που επισυνάπτεται στα υπομνήματα απαντήσεως, ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των εγγράφων τα οποία τα τρία εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα φέρονται να παρέλειψαν να λάβουν υπόψη

β) Επί της κατάφωρης παραβίασης της γενικής αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ

1) Επί του δεύτερου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση, στο μέτρο που εφαρμόζεται στην οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, καθώς και επί του πρώτου σκέλους, κατά το μέρος που στηρίζεται στο ίδιο επιχείρημα

2) Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της οδηγίας 2019/904 απαγόρευση, στο μέτρο που εφαρμόζεται στην οξο-βιοδιασπώμενη πλαστική ύλη, υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία

4. Επί του τέταρτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε κατάφωρη παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης

5. Επί του πέμπτου λόγου ελλείψεως νομιμότητας, με τον οποίο προβάλλεται κατάφωρη παράβαση των άρθρων 16 και 17 και του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και του άρθρου 49 ΣΛΕΕ

α) Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται κατάφωρη παράβαση των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη και του άρθρου 49 ΣΛΕΕ

β) Επί του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη

IV. Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.