Language of document : ECLI:EU:T:2022:426

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2022 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Διαγωνισμός EPSO/AD/363/18 για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα της φορολογίας – Περιορισμός της δυνατότητας επιλογής της δεύτερης γλώσσας στην οποία διεξάγονται οι δοκιμασίες – Μη εγγραφή στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Παραδεκτό – Δυσμενής διάκριση λόγω γλώσσας – Ιδιαίτερη φύση των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν – Δικαιολόγηση – Συμφέρον της υπηρεσίας – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑631/20,

MZ, εκπροσωπούμενη από την M. Velardo, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον T. Lilamand και τις D. Milanowska και A.‑C. Simon, επικουρούμενους από τον A. Dal Ferro, δικηγόρο,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen (εισηγητή), πρόεδρο, R. Barents, C. Mac Eochaidh, T. Pynnä και J. Laitenberger, δικαστές,

γραμματέας: P. Núñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα MZ ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2019 με την οποία η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού EPSO/AD/363/18 αρνήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, να εγγράψει το όνομά της στον εφεδρικό πίνακα για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων βαθμού AD 7 στον τομέα της φορολογίας.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 11 Οκτωβρίου 2018 η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την προκήρυξη γενικού διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων EPSO/AD/363/18, με αντικείμενο την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων (AD 7) στους τομείς των τελωνείων και της φορολογίας (ΕΕ 2018, C 368 A, σ. 1, στο εξής: προκήρυξη διαγωνισμού), για την κατάρτιση δύο εφεδρικών πινάκων, από τους οποίους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και κυρίως η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης, θα προσλάβουν νέα μέλη της δημόσιας διοίκησης ως διοικητικούς υπαλλήλους.

3        Η προκήρυξη του διαγωνισμού απαιτούσε, μεταξύ άλλων, ως προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό, τη γνώση τουλάχιστον δύο επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προϋπόθεση αυτή συμμετοχής είχε ως εξής:

«Οι υποψήφιοι πρέπει να γνωρίζουν τουλάχιστον 2 επίσημες γλώσσες της ΕΕ· τη μία τουλάχιστον σε επίπεδο C1 (άριστη γνώση) και την άλλη τουλάχιστον σε επίπεδο Β2 (ικανοποιητική γνώση).

Επισημαίνεται ότι τα ελάχιστα απαιτούμενα επίπεδα που αναφέρονται ανωτέρω πρέπει να ισχύουν για κάθε γλωσσική ικανότητα (ομιλία, γραφή, ανάγνωση και προφορική κατανόηση) που ζητείται στο έντυπο της αίτησης. Οι ικανότητες αυτές αντιστοιχούν σε εκείνες που προσδιορίζονται στο Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις γλώσσες […]

Στην παρούσα προκήρυξη διαγωνισμού η αναφορά στις γλώσσες θα γίνεται ως εξής:

–        Γλώσσα 1: η γλώσσα που χρησιμοποιείται για τις δοκιμασίες με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή.

–        Γλώσσα 2: η γλώσσα που χρησιμοποιείται για την επιλογή βάσει τίτλων (“Talent Screener” — Αξιολογητής ταλέντου), για τις δοκιμασίες στο κέντρο αξιολόγησης και για την επικοινωνία μεταξύ της EPSO και των υποψηφίων που έχουν υποβάλει έγκυρη αίτηση. Η γλώσσα αυτή πρέπει να είναι διαφορετική από τη γλώσσα 1.

Η γλώσσα 2 πρέπει να είναι η αγγλική ή η γαλλική.»

4        Η προκήρυξη του διαγωνισμού διευκρίνιζε τον λόγο του περιορισμού της δυνατότητας επιλογής της δεύτερης γλώσσας μεταξύ της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας ως εξής:

«Οι επιτυχόντες υποψήφιοι που προσλαμβάνονται γι’ αυτές τις συγκεκριμένες κατηγορίες καθηκόντων πρέπει να έχουν ικανοποιητική γνώση (τουλάχιστον επίπεδο B2) της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας. Μολονότι η γνώση επιπλέον γλωσσών θεωρείται πλεονέκτημα, οι περισσότερες υπηρεσίες της Επιτροπής στον τομέα των τελωνείων και της φορολογίας χρησιμοποιούν την αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα για τις εργασίες ανάλυσης, την εσωτερική επικοινωνία, καθώς και την επικοινωνία με εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη, τις δημοσιεύσεις και εκθέσεις, τη νομοθεσία ή τα οικονομικά έγγραφα, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο «Φύση των καθηκόντων” και στο παράρτημα I. Συνεπώς, η ικανοποιητική γνώση της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας είναι απαραίτητη. Ως εκ τούτου, οι επιτυχόντες που δεν έχουν ικανοποιητική γνώση της αγγλικής ή της γαλλικής δεν θα είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως τα καθήκοντά τους.»

5        Υπό τον τίτλο «Διαδικασία επιλογής», σημείο 5, αναφερόταν ότι οι δοκιμασίες του κέντρου αξιολόγησης συνίσταντο σε τέσσερις δοκιμασίες, ήτοι συνέντευξη με αντικείμενο τις γενικές ικανότητες, συνέντευξη με αντικείμενο τις σχετικές με τον τομέα ικανότητες, ομαδική άσκηση και εξέταση συγκεκριμένων περιπτώσεων. Οι οκτώ γενικές ικανότητες («Ανάλυση και επίλυση προβλημάτων», «Επικοινωνία», «Ποιοτική και αποτελεσματική εργασία», «Εκμάθηση και εξέλιξη», «Ιεράρχηση προτεραιοτήτων και οργάνωση», «Προσαρμοστικότητα», «Ομαδική εργασία», «Ηγετικές ικανότητες») αξιολογούνταν με βαθμό δέκα ανά ικανότητα και οι σχετικές με τον τομέα ικανότητες με βαθμό εκατό. Η ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία ήταν, όσον αφορά τις γενικές ικανότητες, 3/10 ανά ικανότητα και 40/80 συνολικά και, όσον αφορά τις σχετικές με τον τομέα ικανότητες, 50/100.

6        Στις 10 Νοεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα υπέβαλε υποψηφιότητα στον εν λόγω διαγωνισμό στον τομέα της φορολογίας.

7        Τα καθήκοντα που θα καλούνταν να ασκήσουν οι επιτυχόντες του διαγωνισμού στον τομέα της φορολογίας περιγράφονταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού ως εξής:

«Ως αρμόδιος πολιτικής σε μονάδα της διεύθυνσης έμμεσων ή άμεσων φόρων της [ΓΔ Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης] ή σε μία από τις μονάδες κρατικών ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα της [ΓΔ Ανταγωνισμού], θα πρέπει να αναλάβετε αμέσως καθήκοντα και, με τη βοήθεια της ιεραρχίας σας, θα πρέπει να συντάσσετε έγγραφα σχετικά με το αντικείμενό σας και να παρίστασθε σε συνεδριάσεις με τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη για να επεξηγείτε/προωθείτε τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Θα πρέπει να εκπροσωπείτε τη μονάδα σας σε συνεδριάσεις με άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής και να απαντάτε στις ερωτήσεις του κοινού και των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θα πρέπει επίσης να συμβάλλετε στην ενημέρωση του Επιτρόπου, του Γενικού Διευθυντή ή του Διευθυντή σας όπως απαιτείται. Ανάλογα με τη μονάδα στην οποία εργάζεστε, θα πρέπει να συντάσσετε νομοσχέδια, αποφάσεις, έγγραφα εργασίας ή οικονομικά έγγραφα.»

8        Εξάλλου, το παράρτημα I της προκήρυξης του διαγωνισμού, με τίτλο «Καθήκοντα», προσδιορίζει τα καθήκοντα αυτά ως εξής:

«Ο γενικός ρόλος των διοικητικών υπαλλήλων (AD 7) στον φορολογικό τομέα είναι να υποστηρίζουν τους υπευθύνους λήψης αποφάσεων στην υλοποίηση της αποστολής του θεσμικού τους οργάνου, να παρέχουν τη νομική, οικονομική και/ή στατιστική ανάλυση που απαιτείται για την εφαρμογή, ανάπτυξη, διαχείριση και/ή αξιολόγηση των πολιτικών της ΕΕ στον τομέα της άμεσης και/ή της έμμεσης φορολογίας, συμπεριλαμβανομένων της μεταβιβαστικής τιμολόγησης και των κρατικών ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα.

Οι επιτυχόντες υποψήφιοι θα κληθούν να αναλύσουν άμεσα και/ή έμμεσα τελωνειακά ζητήματα, να προβούν σε νομικές εκτιμήσεις βάσει των κανόνων και διαδικασιών που ισχύουν στη φορολογία και τις κρατικές ενισχύσεις, να αναλύσουν τις επιπτώσεις τους και να παρουσιάσουν νομοσχέδια ή να καταρτίσουν οικονομικές αναλύσεις αυτών των ζητημάτων. Ενδέχεται επίσης να κληθούν να αναπτύξουν επικοινωνιακές δραστηριότητες στο πεδίο δράσης τους, να συμμετάσχουν σε διασκέψεις και άλλες εκδηλώσεις, να ασκήσουν συντονιστικά καθήκοντα και να προβούν σε διαπραγματεύσεις σε διεθνές επίπεδο, όσον αφορά τη φορολογική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους […] τομείς [της οικονομικής ανάλυσης και αξιολόγησης των φόρων, της άμεσης ή έμμεσης φορολογίας, του φόρου προστιθεμένης αξίας και των λοιπών έμμεσων φόρων (περιβάλλον, μεταφορές, ενέργεια και ειδικοί φόροι κατανάλωσης)] […]».

9        Η προσφεύγουσα, ιταλικής ιθαγενείας, επέλεξε την ιταλική ως γλώσσα 1 και τη γαλλική ως γλώσσα 2 (στο εξής: δεύτερη γλώσσα), γλώσσα την οποία χρησιμοποίησε για να συντάξει την αίτηση υποψηφιότητάς της. Με την ευκαιρία αυτή, δήλωσε ότι γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα στο ίδιο επίπεδο με την ιταλική, ήτοι στο επίπεδο «C2» σύμφωνα με το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις γλώσσες, με εξαίρεση όσον αφορά τη γραπτή έκφραση, για την οποία δήλωσε ότι κατέχει τη γαλλική στο επίπεδο «C1».

10      Στις 4 Απριλίου και στις 4 Ιουνίου 2019 η προσφεύγουσα μετέσχε στις δοκιμασίες του κέντρου αξιολόγησης, οι οποίες συνίσταντο σε εξέταση συγκεκριμένης περίπτωσης, σε ομαδική άσκηση και σε δύο ατομικές συνεντεύξεις με την εξεταστική επιτροπή. Οι δοκιμασίες αυτές πραγματοποιήθηκαν στη δεύτερη γλώσσα.

11      Με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2019, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να μην εγγράψει το όνομά της στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων για τον λόγο ότι αυτή δεν είχε λάβει την ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία σε καθεμιά από τις δοκιμασίες (στο εξής: απόφαση της 17ης Ιουλίου 2019). Το έγγραφο αυτό συνοδευόταν από ένα διαβατήριο δεξιοτήτων από το οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα έλαβε, αφενός, βαθμό 37/80 στο πλαίσιο της αξιολόγησης των οκτώ γενικών ικανοτήτων, ο οποίος συνεπάγεται τον αποκλεισμό της από τον διαγωνισμό, και, αφετέρου, βαθμό 80/100 στο πλαίσιο της αξιολόγησης των σχετικών με τον επιλεγέντα τομέα ικανοτήτων.

12      Με έγγραφο της 27ης Ιουλίου 2019, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην εξεταστική επιτροπή αίτηση επανεξετάσεως, συνταχθείσα στη γαλλική γλώσσα, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της εξεταστικής επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους (στο εξής: απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2019).

13      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Μαρτίου 2020, η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) διοικητική ένσταση συνταχθείσα στην ιταλική γλώσσα.

14      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 1ης Απριλίου 2020, η EPSO ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 4.3.1 του παραρτήματος III της προκήρυξης του διαγωνισμού, η διοικητική ένστασή της έπρεπε να είχε υποβληθεί στη δεύτερη γλώσσα, ήτοι στη γαλλική, και ότι η συνταχθείσα στην ιταλική διοικητική ένστασή της δεν θα λαμβανόταν υπόψη αν η γαλλική μετάφραση δεν διαβιβαζόταν στην ΑΔΑ πριν από την 1η Μαΐου του ίδιου έτους.

15      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Απριλίου 2020, η προσφεύγουσα διαβίβασε στην ΑΔΑ μετάφραση στη γαλλική γλώσσα της διοικητικής ενστάσεώς της, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 8ης Ιουλίου 2020 (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως).

II.    Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της 17ης Ιουλίου και της 10ης Δεκεμβρίου 2019, καθώς και την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του αντικειμένου της διαφοράς

18      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν υποψήφιος διαγωνισμού ζητεί την επανεξέταση αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής, βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, ή ενδεχομένως του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, συνιστά η απόφαση που εκδίδει η επιτροπή αυτή μετά την επανεξέταση της περίπτωσης του υποψηφίου. Η απόφαση που λαμβάνεται μετά την επανεξέταση υποκαθιστά έτσι την αρχική απόφαση της εξεταστικής επιτροπής (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2018, Villeneuve κατά Επιτροπής, T‑671/16, EU:T:2018:519, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19      Εν προκειμένω, η βλαπτική για την προσφεύγουσα πράξη είναι η ληφθείσα κατόπιν επανεξετάσεως απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2019 περί μη εγγραφής του ονόματός της στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων του διαγωνισμού (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

20      Όσον αφορά τα αιτήματα που στρέφονται ρητώς κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, υπενθυμίζεται ότι η προσφυγή, έστω και αν τυπικά στρέφεται κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλλεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου η βλαπτική πράξη κατά της οποίας είχε υποβληθεί η διοικητική ένσταση (απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8), εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Εν προκειμένω, καθόσον απορρίπτει τη διοικητική ένσταση και επικυρώνει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής περί μη εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση. Σε μια τέτοια περίπτωση, η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει, συνεπώς, να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που παρατίθεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, καθόσον η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της εν λόγω πράξεως (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2021, BK κατά EASO, T‑277/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:161, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Β.      Επί της ουσίας

22      Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας όσον αφορά το προβλεπόμενο από την προκήρυξη διαγωνισμού γλωσσικό καθεστώς, ο δεύτερος σε παραβίαση της αρχής της σταθερότητας της εξεταστικής επιτροπής, ο τρίτος σε παράβαση της προκήρυξης του διαγωνισμού, ο τέταρτος σε παράβαση του άρθρου 5, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος III του ΚΥΚ και ο πέμπτος σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

23      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον παράνομο χαρακτήρα των διατάξεων της προκήρυξης του διαγωνισμού οι οποίες, αφενός, περιορίζουν στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα την επιλογή της δεύτερης γλώσσας στην οποία διεξάγονται οι δοκιμασίες του κέντρου αξιολόγησης (στο εξής: επίδικος περιορισμός) και, αφετέρου, υποχρεώνουν τους υποψηφίους να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα αυτή κατά την επικοινωνία τους με την EPSO (στο εξής: επίδικη υποχρέωση).

24      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της ως άνω ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ως απαράδεκτης και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμης.

1.      Επί του παραδεκτού του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού

25      Η εξέταση της ένστασης ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντίστοιχου περιεχομένου, να γίνει χωριστά, όσον αφορά τον προβλεπόμενο στην προκήρυξη επίδικο περιορισμό, αφενός, και όσον αφορά την προβλεπόμενη σε αυτή επίδικη υποχρέωση, αφετέρου.

α)      Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού καθόσον η προκήρυξη προβλέπει τον επίδικο περιορισμό

26      Η Επιτροπή υποστηρίζει, επικαλούμενη τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, PB κατά Επιτροπής (T‑609/16, EU:T:2017:910), ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του επίδικου περιορισμού πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

27      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καθόσον δεν υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως εκπροθέσμως προβληθείς. Κατά την Επιτροπή, για να μπορεί παραδεκτώς ο υποψήφιος να προσβάλει τις διατάξεις περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος των δοκιμασιών του διαγωνισμού, πρέπει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της προκήρυξης του διαγωνισμού εντός τριών μηνών από της δημοσιεύσεώς της.

28      Η Επιτροπή φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε στοιχεία στενώς συνδεόμενα με το γλωσσικό καθεστώς των δοκιμασιών, αλλά μόνο στην ανεπαρκή βαθμολογία που δόθηκε στην προσφεύγουσα για την αξιολόγηση των γενικών της ικανοτήτων, οπότε δεν υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού.

29      Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι σημαντικές αδυναμίες που διαπιστώθηκαν κατά τις δοκιμασίες όσον αφορά την επίδοση σε ορισμένες γενικές ικανότητες θα είχαν επίσης παρατηρηθεί αν η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει στις δοκιμασίες σε άλλη γλώσσα. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, με συγκεκριμένα στοιχεία, ότι η χρήση της γαλλικής γλώσσας στις δοκιμασίες απέβη εις βάρος της ή ότι θα μπορούσε να επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα αν είχε συμμετάσχει στις δοκιμασίες αυτές σε άλλη γλώσσα.

30      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων.

31      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 277 ΣΛΕΕ συνιστά έκφραση μιας γενικής αρχής η οποία διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου να αμφισβητήσει, για να επιτύχει την ακύρωση πράξεως που τον αφορά άμεσα και ατομικώς, το κύρος προγενεστέρων πράξεων θεσμικού οργάνου, που αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν ο εν λόγω διάδικος δεν διέθετε το δικαίωμα να ασκήσει ευθεία προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων, των οποίων επομένως υφίσταται τις συνέπειες χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση τους (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά ΕΚΤ, C‑11/00, EU:C:2003:395, σκέψη 75, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, BP/FRA, C‑601/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:1048, σκέψη 26, και της 22ας Απριλίου 2004, Schintgen κατά Επιτροπής, T‑343/02, EU:T:2004:111, σκέψη 26).

32      Εν προκειμένω, στο μέτρο που η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στηρίζεται στην προκείμενη ότι η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε εγκαίρως την προκήρυξη του διαγωνισμού, ήτοι εντός τριών μηνών από της δημοσιεύσεώς της, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα είχε, αδιαμφισβήτητα, τη δυνατότητα αυτή.

33      Εν προκειμένω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από την προσφεύγουσα κατά της προκήρυξης του διαγωνισμού, κατά το μέτρο που αυτή προβλέπει τον επίδικο περιορισμό, θα ήταν προδήλως παραδεκτή. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η προκήρυξη διαγωνισμού μπορεί μόνον κατ’ εξαίρεση να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, στην περίπτωση που, επιβάλλοντας όρους που αποκλείουν την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος, συνιστά απόφαση βλαπτική για αυτόν κατά την έννοια των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 1975, Küster κατά Κοινοβουλίου, 79/74, EU:C:1975:85, σκέψεις 5 έως 8, και διάταξη της 24ης Ιουνίου 2013, Mateo Pérez κατά Επιτροπής, F‑144/11, EU:F:2013:86, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Ωστόσο, ο επίδικος περιορισμός δεν έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείεται η υποψηφιότητα ενός υποψηφίου που, όπως η προσφεύγουσα, εκτιμά ότι γνωρίζει τουλάχιστον δύο επίσημες γλώσσες της Ένωσης στο επίπεδο που απαιτείται από την προκήρυξη του διαγωνισμού. Επομένως, καθόσον δεν προβλέπει όρους οι οποίοι να αποκλείουν την υποψηφιότητα της προσφεύγουσας, η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν συνιστά βλαπτική γι’ αυτήν απόφαση και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας.

35      Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία συνεπάγεται ότι πράξη που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, το παραδεκτό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πράξεως γενικής ισχύος εξαρτάται, σε μια τέτοια περίπτωση, μόνον από τη ρητή προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη ατομική πράξη πρέπει να έχει εκδοθεί κατ’ άμεση εφαρμογή της πράξεως γενικής ισχύος και ότι ο προσφεύγων πρέπει να έχει έννομο συμφέρον για την προσβολή της ατομικής αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, Wils κατά Κοινοβουλίου, F‑105/05, EU:F:2007:128, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, η οποία αναφέρεται στο αν η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατ’ άμεση εφαρμογή της προκήρυξης του διαγωνισμού, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι μπορούν παραδεκτώς να αποτελέσουν αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας οι διατάξεις πράξεως γενικής ισχύος που συνιστούν τη βάση της ατομικής αποφάσεως ή που έχουν άμεση νομική σχέση με την απόφαση αυτή (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Εν προκειμένω, αρκεί να επισημανθεί ότι, δεδομένου ότι οι όροι της προκήρυξης διαγωνισμού συνιστούν τόσο το πλαίσιο νομιμότητας όσο και το πλαίσιο εκτιμήσεως για την εξεταστική επιτροπή (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, UR κατά Επιτροπής, T‑761/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:968, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η εν λόγω προκήρυξη αποτελεί, αν όχι την κατά κυριολεξία νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τουλάχιστον μία από τις πράξεις που συνιστούν το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή έπρεπε να εκδοθεί.

38      Εξάλλου, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, εξ αυτού προκύπτει ότι ο επίδικος περιορισμός έχει επίσης άμεση νομική σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Carbajo Ferrero κατά Κοινοβουλίου, T‑670/19, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:435, σκέψη 56).

39      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση σχετικά με το έννομο συμφέρον και εφόσον θεωρηθεί ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής μπορούν να εκληφθούν ως αμφισβήτηση του εννόμου συμφέροντος που έχει η προσφεύγουσα να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι ο επίδικος περιορισμός είναι παράνομος, υπενθυμίζεται ότι ο προσφεύγων δεν νομιμοποιείται, ασφαλώς, να προσφύγει υπέρ του νόμου ή των θεσμικών οργάνων, και μπορεί να προβάλει, προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως που ασκεί, μόνον τις αιτιάσεις που τον αφορούν ατομικά (απόφαση της 30ής Ιουνίου 1983, Schloh κατά Συμβουλίου, 85/82, EU:C:1983:179, σκέψη 14).

40      Εντούτοις, η προϋπόθεση αυτή απαιτεί απλώς οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος να είναι ικανές να στηρίξουν ακύρωση από την οποία αυτός μπορεί να επωφεληθεί, δηλαδή, εν προκειμένω, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας να μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την προέβαλε (απόφαση της 29 Νοεμβρίου 2006, Campoli κατά Επιτροπής, T‑135/05, EU:T:2006:366, σκέψη 132). Εν πάση περιπτώσει, κατά τη νομολογία την οποία επικαλείται η Επιτροπή, μόνον ελλείψει στενού συνδέσμου μεταξύ της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη νομιμότητας της προκήρυξης διαγωνισμού πρέπει ο λόγος αυτός να κηρυχθεί απαράδεκτος (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, PB κατά Επιτροπής, T‑609/16, EU:T:2017:910, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Ωστόσο, όσον αφορά το σημείο αυτό, δεν είναι δυνατόν –διότι διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος επιβολής στην προσφεύγουσα ενός βάρους αποδείξεως στο οποίο αδυνατεί να ανταποκριθεί– να απαιτείται από την προσφεύγουσα να αποδείξει ότι, σε εκτέλεση ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, θα επιτύγχανε οπωσδήποτε καλύτερη βαθμολογία στις δοκιμασίες του κέντρου αξιολόγησης, αλλά μόνον ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν αποκλείεται, με την υπόμνηση, εξάλλου, ότι δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει την εξεταστική επιτροπή στην εκτίμησή της.

42      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν απαιτούσε από τους υποψηφίους να επιλέξουν τη γλώσσα την οποία γνωρίζουν καλύτερα ως γλώσσα 1. Επομένως, η προτίμηση προς την αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα, κατ’ αποκλεισμό όλων των άλλων επισήμων γλωσσών της Ένωσης, είναι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ικανή να προσέδωσε πλεονέκτημα, κατά τις δοκιμασίες, στους υποψηφίους όταν η γλώσσα την οποία γνωρίζουν καλύτερα είναι μία από τις δύο αυτές γλώσσες, εις βάρος των λοιπών υποψηφίων για τους οποίους τούτο δεν ισχύει.

43      Πράγματι, έχει κριθεί ότι το επίπεδο γνώσεως της δεύτερης γλώσσας εκ μέρους των υποψηφίων αντανακλάται αναπόφευκτα και κατ’ ανάγκην στις δοκιμασίες που αποσκοπούν στον έλεγχο των γενικών και ειδικών ικανοτήτων που προβλέπει ο επίμαχος διαγωνισμός και οι οποίες διεξάγονται στη γλώσσα αυτή (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, Calhau Correia de Paiva κατά Επιτροπής, T‑202/17, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:323, σκέψη 55).

44      Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι από τα έντυπα που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των γενικών ικανοτήτων, τα οποία η Επιτροπή διαβίβασε στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, προκύπτει ότι η γνώση μιας γλώσσας είναι δυνατόν να επηρεάσει τη βαθμολογία των γενικών ικανοτήτων των υποψηφίων.

45      Ειδικότερα, κατά τη συνέντευξη που αφορούσε τις γενικές ικανότητες, η εξεταστική επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη, για την αξιολόγηση της ικανότητας «Επικοινωνία», τη δυσκολία του υποψηφίου να εκφράσει προφορικώς τις απόψεις του κατά τρόπο κατανοητό ή αρκούντως ακριβή. Το ίδιο ισχύει και για την αξιολόγηση της ικανότητας αυτής κατά την εξέταση συγκεκριμένων περιπτώσεων, καθόσον προβλέπεται ότι η εξεταστική επιτροπή δίνει χαμηλότερο βαθμό στους υποψηφίους αν κρίνει ότι «η γλώσσα, το λεξιλόγιο, το στυλ και το ύφος που χρησιμοποιούνται είναι ακατάλληλα».

46      Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 9 ανωτέρω, η ίδια η προσφεύγουσα δήλωσε στην αίτηση υποψηφιότητάς της ότι η γνώση της όσον αφορά τη γραπτή έκφραση στη γαλλική γλώσσα είναι λιγότερο καλή απ’ ό,τι στην ιταλική, η οποία είναι η γλώσσα που γνωρίζει καλύτερα και, επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η ατελής γνώση της δεύτερης γλώσσας να επηρέασε τη βαθμολογία της κατά τη γραπτή δοκιμασία.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ προοιμίου ότι η προσφεύγουσα, η οποία έλαβε συνολική βαθμολογία όσον αφορά τις γενικές ικανότητες σαφώς χαμηλότερη, ήτοι 37/80, από εκείνη που έλαβε όσον αφορά τις σχετικές με τον τομέα ικανότητες, ήτοι 80/100, και η οποία έλαβε, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της ικανότητας «Επικοινωνία», βαθμολογία 4,5/10, η οποία ήταν ομοίως χαμηλότερη από τη βαθμολογία για την αξιολόγηση των σχετικών με τον τομέα ικανοτήτων, θα είχε πιθανότητες να λάβει καλύτερη βαθμολογία αν είχε τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις δοκιμασίες στη μητρική της γλώσσα, ήτοι στην ιταλική. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω, η γνώση μιας γλώσσας, πέραν της τεχνικής ορολογίας που σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο τομέα, είναι ιδιαιτέρως πιθανό να έχει αντίκτυπο στη βαθμολογία των γενικών ικανοτήτων των υποψηφίων. Ως εκ τούτου, η σημαντική απόκλιση μεταξύ της βαθμολογίας της προσφεύγουσας όσον αφορά τις γενικές ικανότητες και της βαθμολογίας της όσον αφορά τις σχετικές με τον τομέα ικανότητες αποτελεί συγκεκριμένη ένδειξη περί του ότι είναι δυνατόν εν προκειμένω να συνέτρεχε τέτοια περίπτωση.

48      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού, καθόσον η τελευταία προβλέπει τον επίδικο περιορισμό, είναι παραδεκτή.

β)      Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού καθόσον η προκήρυξη προβλέπει την επίδικη υποχρέωση

49      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού, καθόσον η προκήρυξη προβλέπει την επίδικη υποχρέωση, είναι απαράδεκτη, διότι η προσφεύγουσα δεν έχει κανένα συμφέρον να επικαλεστεί την προβαλλόμενη αυτή παρανομία. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξαρτάται από το ότι η προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να επικοινωνεί με την EPSO στη δεύτερη γλώσσα, ούτε από το ότι όφειλε να υποβάλει τη διοικητική ένστασή της στη γαλλική γλώσσα.

50      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων.

51      Υπενθυμίζεται ότι το περιεχόμενο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2020, Oosterbosch κατά Κοινοβουλίου, T‑131/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:250, σκέψη 54). Δεδομένου ότι το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στον διάδικο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη δυνατότητα εφαρμογής οποιασδήποτε πράξεως γενικής ισχύος προς στήριξη οποιασδήποτε προσφυγής, η πράξη της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Συναφώς, ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ και το άρθρο 41, παράγραφος 4, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων κατοχυρώνουν το δικαίωμα των προσώπων να απευθύνονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης σε μία από τις γλώσσες των Συνθηκών και να λαμβάνουν απάντηση στην ίδια γλώσσα, αρκεί η διαπίστωση ότι η επίδικη υποχρέωση ουδεμία επιρροή, άμεση ή έμμεση, άσκησε επί του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να μην εγγράψει το όνομα της προσφεύγουσας στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων κατά το πέρας των δοκιμασιών δεν συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την υποχρέωση επικοινωνίας με την EPSO στη δεύτερη γλώσσα του διαγωνισμού.

53      Επομένως, ελλείψει οποιασδήποτε σχέσεως, κατά μείζονα λόγο άμεσης νομικής σχέσεως, μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της επίδικης υποχρεώσεως, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά μέτρο εφαρμογής της προκήρυξης του διαγωνισμού, καθόσον η τελευταία προβλέπει την εν λόγω υποχρέωση.

54      Κατά συνέπεια, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού καθόσον η τελευταία προβλέπει την επίδικη υποχρέωση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

55      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού, πρέπει να κριθεί παραδεκτός μόνον κατά το μέρος που αφορά τον επίδικο περιορισμό.

2.      Επί του βασίμου της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού καθόσον η προκήρυξη προβλέπει τον επίδικο περιορισμό

56      Προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο επίδικος περιορισμός συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω γλώσσας η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 1δ του ΚΥΚ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξακριβωθεί, κατ’ αρχάς, αν ο επίδικος περιορισμός συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, εν συνεχεία, ενδεχομένως, αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και, τέλος, αν τελεί σε αναλογία προς την επίτευξη του ενδεχομένως επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού.

α)      Επί της υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως λόγω γλώσσας

57      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο επίδικος περιορισμός την περιήγαγε σε μειονεκτική θέση κατά τις δοκιμασίες σε σχέση με τους υποψηφίους για τους οποίους η αγγλική ή η γαλλική γλώσσα είναι η μητρική ή κύρια γλώσσα, ήτοι η γλώσσα την οποία γνωρίζουν καλύτερα.

58      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η γνώση μιας γλώσσας σε επίπεδο ανώτερο από το ελάχιστο απαιτούμενο από την προκήρυξη του διαγωνισμού δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των γνώσεων και ικανοτήτων που αξιολογήθηκαν με τις δοκιμασίες του κέντρου αξιολόγησης.

59      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι, κατά την εφαρμογή του ΚΥΚ, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση, όπως, μεταξύ άλλων, η διάκριση λόγω γλώσσας.

60      Εν προκειμένω, το γεγονός ότι οι υποψήφιοι υποχρεώθηκαν να επιλέξουν τη δεύτερη γλώσσα του διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας συνιστά διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, η οποία κατ’ αρχήν απαγορεύεται από την ως άνω διάταξη.

61      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν απαγόρευε στους υποψηφίους, όταν η γλώσσα που γνωρίζουν καλύτερα είναι η αγγλική ή η γαλλική, να επιλέξουν τη γλώσσα αυτή ως δεύτερη γλώσσα. Κατά συνέπεια, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, η προτίμηση που δόθηκε στην αγγλική ή τη γαλλική ως δεύτερη γλώσσα είναι πιθανό να ευνόησε, κατά τις δοκιμασίες του κέντρου αξιολόγησης, τους υποψηφίους σε περίπτωση που η γλώσσα που γνωρίζουν καλύτερα είναι μία από τις δύο αυτές γλώσσες, εις βάρος των λοιπών υποψηφίων, οι οποίοι, μολονότι διαθέτουν ικανοποιητική γνώση τουλάχιστον δύο επισήμων γλωσσών της Ένωσης, εντούτοις δεν είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στις εξετάσεις στη γλώσσα την οποία γνωρίζουν καλύτερα.

62      Εντούτοις, από το άρθρο 1δ, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ προκύπτει ότι περιορισμοί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτρέπονται υπό την προϋπόθεση ότι είναι «εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένο[ι]» και ότι ανταποκρίνονται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού.

63      Επομένως, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους και, ιδίως, ως προς τον καθορισμό των κριτηρίων ικανότητας που απαιτούνται για τις προς πλήρωση θέσεις και, σε συνάρτηση με τα κριτήρια αυτά και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, των προϋποθέσεων και των λεπτομερειών οργάνωσης του διαγωνισμού, οριοθετείται κατά τρόπο επιτακτικό από το άρθρο 1δ του ΚΥΚ, με αποτέλεσμα η διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, η οποία απορρέει από τον περιορισμό του γλωσσικού καθεστώτος του διαγωνισμού σε μικρό αριθμό επίσημων γλωσσών, να μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον ο περιορισμός αυτός είναι αντικειμενικά δικαιολογημένος και τελεί σε αναλογία προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν η δυσμενής διάκριση λόγω γλώσσας που απορρέει από τον επίδικο περιορισμό δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και είναι, ενδεχομένως, ανάλογη προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας, όπως αυτές περιγράφονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

β)      Επί της δικαιολογήσεως της δυσμενούς διακρίσεως λόγω γλώσσας

65      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στην ΑΔΑ απόκειται να αποδείξει ότι ο επίδικος περιορισμός είναι δικαιολογημένος και ανάλογος προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας, στηριζόμενη σε στοιχεία συνδεόμενα με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις προς πλήρωση θέσεις, τα οποία είναι, αφενός, επαληθεύσιμα από τον δικαστή και, αφετέρου, κατανοητά από τους υποψηφίους.

66      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι ο δικαιολογητικός λόγος που προέβαλε η ΑΔΑ με την προκήρυξη του διαγωνισμού, ήτοι να καταστεί δυνατή η πρόσληψη υπαλλήλων δυνάμενων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, δεν διευκρινίζει τη σχέση που υφίσταται μεταξύ του επίδικου περιορισμού και της φύσεως των προς άσκηση καθηκόντων, όπως αυτή περιγράφεται στο παράρτημα I της προκήρυξης του διαγωνισμού. Δεν αποκλείεται ορισμένα καθήκοντα να μπορούν να εκτελεσθούν, μεταξύ άλλων, στην ιταλική γλώσσα. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της γενικής διατυπώσεώς του, ο επίδικος περιορισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από τη φύση των δοκιμασιών του κέντρου αξιολόγησης.

67      Όσον αφορά τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η προσφεύγουσα φρονεί ότι αυτά δεν ασκούν επιρροή και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδείχθηκε ότι η αγγλική και η γαλλική είναι οι γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούνται περισσότερο κατά την άσκηση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στις προς πλήρωση θέσεις, κατ’ αποκλεισμό όλων των άλλων γλωσσών της Ένωσης.

68      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι ο επίδικος περιορισμός δικαιολογείται από δύο θεμιτούς σκοπούς, οι οποίοι τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία, συνιστάμενα σε έναν πίνακα στον οποίο παρατίθενται λεπτομερώς οι γλώσσες που ομιλούν τα μέλη του προσωπικού της ΓΔ Φορολογίας και Τελωνειακής ένωσης και της ΓΔ Ανταγωνισμού, σε πίνακες στους οποίους παρατίθενται λεπτομερώς οι γλώσσες που χρησιμοποιούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τα μέλη του προσωπικού των εν λόγω γενικών διευθύνσεων και σε προκηρύξεις κενών θέσεων που δημοσιεύθηκαν από τις εν λόγω διευθύνσεις μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2016 και 9ης Ιανουαρίου 2020.

69      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι το άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ προβλέπει ότι ουδείς δύναται να διορισθεί υπάλληλος αν δεν αποδεικνύει ότι διαθέτει εις βάθος γνώση μίας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση μίας άλλης γλώσσας της Ένωσης «στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει», εντούτοις, το εν λόγω άρθρο δεν αναφέρει ποια κριτήρια μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον περιορισμό της επιλογής της γλώσσας αυτής μεταξύ των επίσημων γλωσσών που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε [βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, EU:T:2016:495, σκέψη 85 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

70      Τέτοια κριτήρια δεν προκύπτουν ούτε από το άρθρο 27 του ΚΥΚ, το πρώτο εδάφιο του οποίου ορίζει, χωρίς να κάνει αναφορά σε γλωσσικές γνώσεις, ότι «[η] πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο τις υπηρεσίες υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης» και ότι «καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους». Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού, το οποίο ορίζει απλώς ότι «[η] αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει σε κάθε όργανο να θεσπίζει κατάλληλα μέτρα αν διαπιστωθεί σημαντική ανισορροπία εθνικοτήτων μεταξύ των υπαλλήλων, η οποία δεν δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια», διευκρινίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι «[α]υτά τα κατάλληλα μέτρα πρέπει να είναι δικαιολογημένα και να μην συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα».

71      Καίτοι από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, προκύπτει ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού μπορεί να καθορίζει ενδεχομένως τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται λόγω «της ιδιαίτερης φύσεως των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν», εντούτοις, από τη διάταξη αυτή ουδόλως προκύπτει ότι επιτρέπεται γενικώς να περιορίζεται η δυνατότητα επιλογής της δεύτερης γλώσσας διαγωνισμού μεταξύ ενός μικρού μόνον αριθμού επίσημων γλωσσών από εκείνες που κατονομάζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1/58 [πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, EU:T:2016:495, σκέψη 86 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία βλ., επίσης, διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

72      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο επίδικος περιορισμός ήταν δικαιολογημένος, αφενός, από τη φύση των δοκιμασιών του κέντρου αξιολόγησης, όπως προκύπτει από τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές του σώματος των προϊσταμένων διοίκησης σχετικά με τη χρησιμοποίηση των γλωσσών στους διαγωνισμούς της EPSO, οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα II των γενικών κανόνων που εφαρμόζονται στους γενικούς διαγωνισμούς (ΕΕ 2015, C 70A, σ. 1, στο εξής: παράρτημα II), και, αφετέρου, από τον στόχο πρόσληψης υπαλλήλων οι οποίοι να είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προκήρυξης του διαγωνισμού που παρατίθεται στη σκέψη 4 ανωτέρω.

1)      Επί του δικαιολογητικού λόγου που στηρίζεται στη φύση των δοκιμασιών του κέντρου αξιολόγησης

73      Σύμφωνα με τις περιλαμβανόμενες στο παράρτημα ΙΙ γενικές κατευθυντήριες γραμμές του σώματος των προϊσταμένων διοίκησης σχετικά με τη χρησιμοποίηση των γλωσσών στους διαγωνισμούς της EPSO, στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή, ο επίδικος περιορισμός δικαιολογείται από τη φύση των δοκιμασιών του κέντρου αξιολόγησης, διότι η φύση αυτή απαιτεί, «για να εξασφαλιστεί ότι υποψήφιοι μπορούν να αξιολογούνται με θεμιτό τρόπο και να επικοινωνούν άμεσα με τους αξιολογητές και τους λοιπούς υποψηφίους που συμμετέχουν στην ίδια δοκιμασία», η δοκιμασία «στο στάδιο του κέντρου αξιολόγησης να πραγματοποιείται σε κοινή γλώσσα συνεννόησης (lingua franca) ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, [στη] βασικ[ή] γλώσσ[α] του διαγωνισμού».

74      Εντούτοις, η ως άνω αιτιολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι, λόγω της γενικής διατυπώσεώς του, ο δικαιολογητικός αυτός λόγος μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε διαδικασία διαγωνισμού, ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης φύσεως των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν κατά την ολοκλήρωση της επίμαχης διαδικασίας επιλογής.

75      Εξάλλου, από το εν λόγω παράρτημα II προκύπτει ότι η διαδικασία επιλογής που καθιερώθηκε από το 2010 και, ειδικότερα, οι δοκιμασίες του κέντρου αξιολόγησης έχουν ως σκοπό να προβλέψουν καλύτερα την ικανότητα των υποψηφίων να ασκούν τα καθήκοντά τους. Επομένως, το επιχείρημα αυτό, το οποίο στηρίζεται στη φύση της διαδικασίας επιλογής, συνδέεται στενά με τον λόγο που αντλείται από την ανάγκη το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό να είναι σε θέση να ασκήσει αμέσως τα καθήκοντά του. Κατά συνέπεια, αν δεν συντρέχει ο τελευταίος αυτός λόγος, το επιχείρημα που στηρίζεται στη φύση της διαδικασίας επιλογής δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να δικαιολογήσει τον περιορισμό του αριθμού των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως δεύτερη γλώσσα του διαγωνισμού [πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, Calhau Correia de Paiva κατά Επιτροπής, T‑202/17, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:323, σκέψη 98 (μη δημοσιευθείσα)].

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως των προς πλήρωση θέσεων, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 7 και 8 ανωτέρω, η ανάγκη για υπαλλήλους δυνάμενους να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα συνιστά θεμιτό δικαιολογητικό λόγο του επίδικου περιορισμού.

2)      Επί του δικαιολογητικού λόγου που ανάγεται στην ανάγκη για υπαλλήλους δυνάμενους να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα

77      Κατά τη νομολογία, γίνεται ασφαλώς δεκτό ότι υφίσταται συμφέρον της υπηρεσίας να μπορούν τα πρόσωπα που προσλαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά το πέρας διαδικασίας επιλογής, όπως η επίμαχη, να είναι αμέσως λειτουργικά και, ως εκ τούτου, να είναι σε θέση να αναλάβουν ταχέως τα καθήκοντα που τα εν λόγω θεσμικά όργανα προτίθενται να τους αναθέσουν (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑554/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:554, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Συναφώς, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πρέπει οπωσδήποτε να προβλέπεται πάντοτε χρόνος προσαρμογής σε νέα καθήκοντα και νέες εργασιακές συνήθειες, καθώς και ο αναγκαίος χρόνος για την ένταξη σε μια νέα υπηρεσία, είναι, εντούτοις, θεμιτό το θεσμικό όργανο να επιδιώκει την πρόσληψη προσώπων τα οποία, από τη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων τους, είναι, τουλάχιστον, σε θέση, αφενός, να επικοινωνούν με τους ιεραρχικώς προϊσταμένους και τους συναδέλφους τους και, συνακόλουθα, να έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται όσο το δυνατόν ταχύτερα και πληρέστερα την έκταση των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται και το περιεχόμενο των καθηκόντων που πρέπει να εκτελέσουν και, αφετέρου, να αλληλεπιδρούν με το προσωπικό και τους εξωτερικούς συνεργάτες των σχετικών υπηρεσιών. Πράγματι, όπως έχει κριθεί, οι γλωσσικές γνώσεις των υπαλλήλων αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της σταδιοδρομίας τους. Επομένως πρέπει να θεωρείται θεμιτό να επιδιώκει το θεσμικό όργανο την πρόσληψη προσώπων τα οποία είναι σε θέση να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά και να κατανοούν όσο το δυνατόν καλύτερα τη γλώσσα ή τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται στο επαγγελματικό πλαίσιο στο οποίο πρόκειται να ενταχθούν (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑554/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:554, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Εντούτοις, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει in concreto τους κανόνες που καθορίζουν το γλωσσικό καθεστώς διαγωνισμών όπως εκείνος τον οποίο αφορά η επίμαχη προκήρυξη, καθόσον μόνο με μια τέτοια εξέταση μπορεί να διαπιστωθεί ποιες γλωσσικές γνώσεις μπορούν αντικειμενικά να απαιτηθούν, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, από τα θεσμικά όργανα στην περίπτωση ειδικών καθηκόντων και, συνακόλουθα, αν ενδεχόμενος περιορισμός της επιλογής των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμμετοχή στους διαγωνισμούς αυτούς είναι αντικειμενικά δικαιολογημένος και τελεί σε αναλογία προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 94).

80      Ειδικότερα, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να ελέγχουν όχι μόνον την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν από αυτά (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι μόνη η περιγραφή της φύσεως των καθηκόντων που περιλαμβάνεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και στο παράρτημα I αυτής δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι μόνον οι δύο γλώσσες στις οποίες περιορίζεται η επιλογή της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού παρέχουν στους επιτυχόντες του διαγωνισμού τη δυνατότητα να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα. Πράγματι, από κανένα στοιχείο της προκήρυξης του διαγωνισμού δεν προκύπτει πραγματική χρήση των δύο αυτών γλωσσών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που απαριθμούνται στην εν λόγω προκήρυξη του διαγωνισμού και στο παράρτημα I αυτής.

82      Αντιθέτως, αρκεί η διαπίστωση ότι το παράρτημα I της προκήρυξης του διαγωνισμού, το οποίο περιγράφει λεπτομερώς τα τυπικά καθήκοντα προς εκτέλεση, αναφέρεται σε μια πολυμορφία καθηκόντων, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την «[π]αρακολούθηση της φορολογικής πολιτικής στα κράτη μέλη […] καθώς και της φορολογικής νομοθεσίας και της εφαρμογής των κανόνων της ΕΕ στα κράτη μέλη», την «[α]ξιολόγηση των εθνικών άμεσων φόρων από την άποψη των κρατικών ενισχύσεων», την «[π]αρακολούθηση της εθνικής νομοθεσίας ΦΠΑ των κρατών μελών» και την «[α]ξιολόγηση των εθνικών [έμ]μεσων φόρων από την άποψη των κρατικών ενισχύσεων». Αυτή η πολυμορφία καθηκόντων τείνει μάλλον να καταδείξει ότι, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο η γνώση μιας συγκεκριμένης γλώσσας να παραστεί απολύτως αναγκαία, η πρόσληψη υπαλλήλων με ποικίλες γλωσσικές δεξιότητες θα αποτελούσε πλεονέκτημα για τη λειτουργία της υπηρεσίας, δεδομένου ότι οι προσληφθέντες θα ήταν σε θέση να εξετάζουν τις φορολογικές πολιτικές και τις φορολογικές νομοθεσίες των κρατών μελών στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες αυτών.

83      Παρά την ανωτέρω διαπίστωση, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον τα τρία έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ως παραρτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως είναι ικανά να αποδείξουν τις γλωσσικές γνώσεις τις οποίες θα μπορούσε αντικειμενικώς να απαιτήσει η Επιτροπή, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως των προς πλήρωση θέσεων, για την πρόσληψη «αρμόδιου πολιτικής» στη διεύθυνση έμμεσων ή άμεσων φόρων της ΓΔ Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης και «χειριστή υποθέσεων» σε μία από τις μονάδες κρατικών ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα της ΓΔ Ανταγωνισμού, οι οποίοι να είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα.

84      Συναφώς, μπορεί να γίνει δεκτό ότι από τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή, συνολικώς θεωρούμενα, προκύπτει ότι η αγγλική και η γαλλική γλώσσα φαίνεται να είναι οι δύο γλώσσες των οποίων η γνώση είναι η πλέον διαδεδομένη στις γενικές διευθύνσεις στις οποίες είναι δυνατόν να προσληφθούν οι επιτυχόντες του διαγωνισμού.

85      Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί αφ’ εαυτής προς απόδειξη των γλωσσικών γνώσεων οι οποίες μπορούσαν αντικειμενικώς να απαιτηθούν σε σχέση με τα ιδιαίτερα καθήκοντα που θα κληθούν να ασκήσουν τα πρόσωπα που θα προσληφθούν. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξακριβωθεί αν, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως των προς πλήρωση θέσεων, η γνώση μόνον της μίας από τις δύο αυτές γλώσσες, ως δεύτερης γλώσσας, επιτρέπει πράγματι στον νεοπροσλαμβανόμενο υπάλληλο να «αναλάβει αμέσως καθήκοντα» και, ενδεχομένως, να εξετασθεί αν η υποχρέωση συμμετοχής στο σύνολο των δοκιμασιών του κέντρου αξιολόγησης στη δεύτερη γλώσσα ήταν κατάλληλη για να ικανοποιήσει την εν λόγω ανάγκη.

86      Όσον αφορά την ιδιαίτερη φύση των προς πλήρωση θέσεων, από τη λεπτομερή ανάλυση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι, κατά την καθημερινή εκτέλεση των καθηκόντων που θα κληθούν να ασκήσουν οι επιτυχόντες του διαγωνισμού, η ικανοποιητική γνώση της μίας μόνον από τις δύο αυτές γλώσσες, ήτοι της αγγλικής, μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη προκειμένου ο επιτυχών να είναι σε θέση να «αναλάβει αμέσως καθήκοντα».

87      Συγκεκριμένα, από την περιγραφή των θέσεων στις 34 προκηρύξεις κενών θέσεων οι οποίες δημοσιεύθηκαν από τις οικείες γενικές διευθύνσεις μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2016 και 9ης Ιανουαρίου 2020 και περιλαμβάνονται στο παράρτημα B.3 του υπομνήματος αντικρούσεως προκύπτει ότι, αν και η γνώση της αγγλικής γλώσσας είναι απαραίτητη, η απαίτηση αυτή, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν ισχύει με παρόμοιους όρους για τη γαλλική γλώσσα.

88      Πράγματι, επισημαίνεται ότι η περιγραφή της θέσεως σε πλείονες προκηρύξεις κενών θέσεων προβλέπει ότι «οι γλώσσες εργασίας της μονάδας είναι (κυρίως) η αγγλική και (σε μικρότερο βαθμό) η γαλλική». Στο ίδιο πνεύμα, μια προκήρυξη κενής θέσεως προβλέπει ότι η «γνώση της αγγλικής γλώσσας είναι αναγκαία» και ότι η «βασική γνώση της γαλλικής γλώσσας» είναι απλώς «επιθυμητή». Εξάλλου, από πλείονες άλλες προκηρύξεις κενών θέσεων προκύπτει ότι, μολονότι η γλώσσα εργασίας της ομάδας είναι η αγγλική, η ικανοποιητική γνώση άλλων γλωσσών, όπως της γερμανικής, της ισπανικής, της ιταλικής, της πολωνικής ή άλλων επίσημων γλωσσών, θα συνιστούσε πλεονέκτημα.

89      Επομένως, μολονότι, λόγω του γεγονότος ότι η γνώση της γαλλικής γλώσσας είναι ευρέως διαδεδομένη στο πλαίσιο των οικείων γενικών διευθύνσεων, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας επιτυχών που διαθέτει μόνον ικανοποιητική γνώση της γαλλικής γλώσσας να καταστεί, μακροπρόθεσμα, λειτουργικός, εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως των προς πλήρωση θέσεων, ότι ο επιτυχών αυτός είναι σε θέση «να αναλάβει αμέσως καθήκοντα», όπως απαιτεί η προκήρυξη του διαγωνισμού.

90      Ερωτηθείσα επί του σημείου αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει σε ποια θέση ένας επιτυχών που διαθέτει μόνον ικανοποιητική γνώση της γαλλικής ως δεύτερης γλώσσας θα μπορούσε να διοριστεί και να θεωρηθεί ως δυνάμενος να «αναλάβει αμέσως καθήκοντα».

91      Εν πάση περιπτώσει, υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με τους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού, ο επίδικος περιορισμός είναι ουσιώδης, διότι «οι περισσότερες υπηρεσίες της Επιτροπής στον τομέα των τελωνείων και της φορολογίας χρησιμοποιούν την αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα για τις εργασίες ανάλυσης, την εσωτερική επικοινωνία, καθώς και την επικοινωνία με εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη, τις δημοσιεύσεις και εκθέσεις, τη νομοθεσία ή τα οικονομικά έγγραφα, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο “Φύση των καθηκόντων” και στο παράρτημα I». Βάσει ακριβώς των όρων αυτών, η προκήρυξη του διαγωνισμού καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο επιτυχών που δεν έχει ικανοποιητική γνώση της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας δεν θα είναι σε θέση να αναλάβει αμέσως τα καθήκοντά του.

92      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο σκοπός της προσλήψεως υπαλλήλων «δυνάμενων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα» νοείται κυρίως σε συνάρτηση με τις σχετικές με τον τομέα ικανότητες και όχι με τις γενικές ικανότητες.

93      Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι οι τέσσερις δοκιμασίες του κέντρου αξιολόγησης έπρεπε να διεξαχθούν στη δεύτερη γλώσσα, μολονότι για την επίτευξη του σκοπού της προσλήψεως υπαλλήλων «δυνάμεων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα» δεν ήταν απολύτως αναγκαίο οι τρεις δοκιμασίες, οι οποίες αποσκοπούσαν μόνον στον έλεγχο των γενικών ικανοτήτων, να διεξαχθούν επίσης στη δεύτερη γλώσσα.

94      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού καθόσον προβλέπει τον επίδικο περιορισμό, είναι βάσιμος. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2019 με την οποία η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού EPSO/AD/363/18 αρνήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, να εγγράψει το όνομά της MZ στον εφεδρικό πίνακα για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων βαθμού AD 7 στον τομέα της φορολογίας.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Svenningsen

Barents

Mac Eochaidh

Pynnä

 

      Laitenberger

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 6 Ιουλίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.