Language of document : ECLI:EU:C:2007:538

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 20ής Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων – Ασυμβατότητα με την κοινή αγορά – Απόφαση της Επιτροπής – Εκτέλεση – Κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων – Αναστολή καταβολής των εκκρεμών ενισχύσεων – Ανάκτηση των διατεθεισών ενισχύσεων – Παράβαση – Αμυντικοί ισχυρισμοί – Παράνομη απόφαση – Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως»

Στην υπόθεση C‑177/06,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 4 Απριλίου 2006,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre και C. Urraca Caviedes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενου από την N. Díaz Abad, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Schiemann, προεδρεύοντα του δευτέρου τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), J.-C. Bonichot, T. von Danwitz και C. Toader, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Απριλίου 2007,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να λάβει εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των αποφάσεων:

–        2003/28/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στην Άλαβα (Ισπανία) (ΕΕ 2003, L 17, σ. 20)·

–        2003/86/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη Βισκάγια (Ισπανία) (ΕΕ 2003, L 40, σ. 11)·

–        2003/192/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη Γκιπούθκοα (Ισπανία) (ΕΕ 2003, L 77, σ. 1, στο εξής, από κοινού: επίδικες αποφάσεις),

ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τα μέτρα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 4 των εν λόγω αποφάσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις εν λόγω διατάξεις.

I –  Το ιστορικό της διαφοράς

2        Το 1993, οι βασκικές περιφέρειες της Άλαβα, της Βισκάγια και της Γκιπούθκοα θέσπισαν φορολογικά μέτρα με σκοπό τη διευκόλυνση της δημιουργίας επιχειρήσεων.

3        Το άρθρο 14 των τοπικών νόμων 18/1993 της 5ης Ιουλίου της περιφέρειας της Άλαβα, 5/1993 της 24ης Ιουνίου της περιφέρειας της Βισκάγια και 11/1993 της 26ης Ιουνίου της περιφέρειας της Γκιπούθκοα, με τίτλο «Επείγοντα φορολογικά μέτρα υποστηρίξεως επενδύσεων και ενθάρρυνσης της οικονομικής δραστηριότητας» (Medidas Fiscales Urgentes de Apoyo a la Inversión e impulso de la Actividad Económica), εξαιρεί του φόρου εταιριών, κατά τη διάρκεια δέκα αδιαλείπτων φορολογικών ετών, τις επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν μεταξύ της ενάρξεως ισχύος του τοπικού νόμου και της 31ης Δεκεμβρίου 1994, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι:

–        αρχίζουν τη δραστηριότητά τους με ελάχιστο καταβεβλημένο κεφάλαιο 20 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών (ESP)·

–        πραγματοποιούν επενδύσεις μεταξύ της ημερομηνίας ιδρύσεως της εταιρίας και της 31ης Δεκεμβρίου 1995 για ελάχιστο ποσό 80 εκατομμυρίων ESP, και

–        δημιουργούν τουλάχιστον δέκα θέσεις απασχολήσεως στους έξι μήνες που έπονται της ενάρξεως της δραστηριότητάς τους.

4        Με το από 28 Νοεμβρίου 2000 έγγραφο, η Επιτροπή κίνησε κατά του Βασιλείου της Ισπανίας την τυπική διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όσον αφορά καθένα από τα τρία φορολογικά καθεστώτα (στο εξής, από κοινού: επίδικα φορολογικά μέτρα).

5        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στις 9 Φεβρουαρίου 2001, η Diputación Foral de Álava (υπόθεση T‑30/01), η Diputación Foral de Guipúzcoa (υπόθεση T-31/01) και η Diputación Foral de Vizcaya (υπόθεση T-32/01) άσκησαν τρεις προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθεμία από τις οποίες στρέφεται κατά της αποφάσεως κινήσεως της διαδικασίας που την αφορά.

6        Μετά το πέρας των τυπικών διαδικασιών εξετάσεως, η Επιτροπή εξέδωσε τις επίδικες αποφάσεις.

7        Το άρθρο 1 των αποφάσεων αυτών χαρακτηρίζει ως κρατική ενίσχυση το επίμαχο φορολογικό καθεστώς και το κρίνει ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά.

8        Τα άρθρα 2 έως 4 των ιδίων αυτών αποφάσεων έχουν ως εξής:

 «Άρθρο 2

Η Ισπανία καταργεί το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1 εφόσον αυτό εξακολουθεί να ισχύει.

 Άρθρο 3

Η Ισπανία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των αναφερόμενων στο άρθρο 1 ενισχύσεων που της χορηγήθηκαν παράνομα. Η Ισπανία υποχρεούται να αναστείλει όλες τις καταβολές εκκρεμών ενισχύσεων.

2.      Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί, σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης […]

 Άρθρο 4

Η Ισπανία ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της.»

9        Οι τρεις αποφάσεις κοινοποιήθηκαν στο Βασίλειο της Ισπανίας με έγγραφα της 28ης Δεκεμβρίου 2001.

10      Η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 4 των αποφάσεων αυτών έληξε χωρίς να ενημερωθεί η Επιτροπή για τη λήψη μέτρων εκτελέσεως.

11      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στις 26 Μαρτίου 2002, η Diputación Foral d’Álava (υπόθεση T‑86/02), η Diputación Foral de Vizcaya (υπόθεση T-87/02) και η Diputación Foral de Guipúzcoa (υπόθεση T‑88/02) άσκησαν τρεις προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, καθεμία από τις οποίες στρέφεται κατά της αρνητικής απόφασης που την αφορά.

12      Το Πρωτοδικείο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T-30/01 έως T‑32/01 και T-86/02 έως T-88/02, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιόν του.

13      Κατόπιν διαφόρων ανταλλαγών εγγράφων και υπομνήσεων μετά την 1η Μαρτίου 2002, η Επιτροπή, κρίνοντας ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν της κοινοποίησε πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση των επιδίκων αποφάσεων, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως.

II –  Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

14      Στις 27 Φεβρουαρίου 2007, το Δικαστήριο απέρριψε την υποβληθείσα βάσει του άρθρου 82α του Κανονισμού Διαδικασίας αίτηση του Βασιλείου της Ισπανίας με σκοπό την αναστολή της διαδικασίας μέχρι την έκδοση των αποφάσεων στις έξι εκκρεμείς ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεις.

III –  Επί της προσφυγής

 Α – Επιχειρηματολογία των διαδίκων

1.     Επιχειρήματα της Επιτροπής

15      Η Επιτροπή επικαλείται τα άρθρα 249 ΕΚ και 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

16      Σύμφωνα με την Επιτροπή, κατά τη λήξη της ταχθείσας με το άρθρο 4 των επιδίκων αποφάσεων δίμηνης προθεσμίας, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν κατάργησε, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 των αποφάσεων αυτών, τα καθεστώτα ενισχύσεων εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν, δεν ανέστειλε την καταβολή των εκκρεμών ενισχύσεων και δεν ανέκτησε τις ήδη χορηγηθείσες ενισχύσεις.

17      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ακόμη και κατά την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, οι αποφάσεις δεν είχαν εκτελεστεί, παρά τις πολυάριθμες υπομνήσεις.

18      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία έχει ασκήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, είναι ο βασιζόμενος στην απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως. Ωστόσο, εν προκειμένω, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται.

19      Σε καμία περίπτωση, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί παραδεκτώς να επικαλείται το μη σύννομο των επίδικων αποφάσεων, εφόσον δεν άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεώς τους.

2.     Επιχειρήματα της Ισπανικής Κυβερνήσεως

20      Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει, κυρίως, ένσταση αντλούμενη από το μη σύννομο των επιδίκων αποφάσεων. Επικουρικώς, η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί το ότι μπορεί να της καταλογιστεί παράβαση κατά την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών.

 Μη σύννομο των επιδίκων αποφάσεων

21      Η Ισπανική Κυβέρνηση, αναφερόμενη στην απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, C‑99/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2004, σ. I‑3353, σκέψη 16, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), την οποία εξετάζει εξ αντιδιαστολής, φρονεί ότι παραδεκτώς επικαλείται το μη σύννομο αρνητικών αποφάσεων της Επιτροπής, μολονότι δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως. Πράγματι, οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί απρόσβλητες, καθόσον αποτελούν το αντικείμενο εκκρεμών προσφυγών ακυρώσεως, που άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου οι ενδιαφερόμενες περιφερειακές κυβερνήσεις.

22      Η προβληθείσα ένσταση υποδιαιρείται σε έξι σκέλη, τα οποία αντλούνται αντιστοίχως από κατάχρηση εξουσίας, εφαρμογή κατευθυντηρίων γραμμών που δεν ίσχυαν κατά τη λήψη των επίδικων φορολογικών μέτρων, παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διαδικασίας εξετάσεως, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως και μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Ανυπαρξία παραβάσεως

23      Η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί την ύπαρξη παραβάσεως όσον αφορά τις υποχρεώσεις καταργήσεως των καθεστώτων ενισχύσεων εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν, τις υποχρεώσεις αναστολής καταβολής των εκκρεμών ενισχύσεων και τις υποχρεώσεις ανακτήσεως των ήδη διατεθεισών ενισχύσεων.

i)     Υποχρεώσεις καταργήσεως των καθεστώτων ενισχύσεων εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν και αναστολής καταβολής των εκκρεμών ενισχύσεων

24      Η Ισπανική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι τα επίδικα φορολογικά μέτρα συνίστανται σε απαλλαγές του φόρου εταιριών για περίοδο δέκα αδιαλείπτων φορολογικών ετών από το έτος ιδρύσεως της νέας εταιρίας.

25      Τα εν λόγω μέτρα, μολονότι δεν καταργήθηκαν τυπικώς, έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ, εφόσον, ως εφαρμοστέα σε εταιρίες συσταθείσες μεταξύ της ενάρξεως ισχύος των τοπικών νόμων 18/1993, 5/1993 και 11/1993, το 1993, και της 31ης Δεκεμβρίου 1994, μπορούν να οδηγήσουν σε φοροαπαλλαγές μόνο μέχρι την υποβαλλόμενη το αργότερο τον Ιούλιο 2005 φορολογική δήλωση.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επίδικα φορολογικά καθεστώτα έπαυσαν να παράγουν αποτελέσματα.

ii)  Υποχρεώσεις ανακτήσεως των ήδη διατεθεισών ενισχύσεων

27      Η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί ότι εσφαλμένως η Επιτροπή της προσήψε ότι, για τους σκοπούς ανακτήσεως των ήδη διατεθεισών ενισχύσεων, επέλεξε τη διαδικασία του εσωτερικού δικαίου δηλώσεως του επιζήμιου χαρακτήρα των ακυρωτέων πράξεων, διαδικασία η οποία, σύμφωνα με την Επιτροπή, μπορεί να περιπλέξει εξαιρετικά την ανάκτηση.

28      Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η επιλεγείσα διαδικασία είναι η διαδικασία αναθεωρήσεως των άκυρων πράξεων, η οποία αποτελεί την πρόσφορη διαδικασία για την ορθή εκτέλεση των επίδικων αποφάσεων.

29      Στη συνέχεια, δεν μπορεί να καταλογιστεί στο εν λόγω κράτος μέλος παράβαση, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη προσάπτοντας στο Βασίλειο της Ισπανίας ότι επέλεξε διαδικασία ανακτήσεως που ουδόλως επιτρέπει την εκτέλεση των επιδίκων αποφάσεων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

1.     Επί της ενστάσεως που αντλείται από το μη σύννομο των επίδικων αποφάσεων

30      Το σύστημα των ενδίκων βοηθημάτων που έχει καθιερώσει η Συνθήκη ΕΚ διακρίνει τις προσφυγές των άρθρων 226 και 227 ΕΚ, με τις οποίες σκοπείται να αναγνωριστεί ότι ένα κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του, από τις προσφυγές των άρθρων 230 και 232 ΕΚ, με τις οποίες σκοπείται ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων των κοινοτικών οργάνων. Τα ένδικα αυτά βοηθήματα επιδιώκουν διαφορετικούς στόχους και διέπονται από διαφορετικές ρυθμίσεις. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, επομένως, ελλείψει διατάξεως της Συνθήκης που θα του το επέτρεπε ρητώς, να επικαλεστεί την έλλειψη νομιμότητας μιας αποφάσεως της οποίας είναι αποδέκτης, ως μέσο άμυνας κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως στηριζομένης στην παράλειψη εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, C-261/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-2537, σκέψη 18, και της 26ης Ιουνίου 2003, C‑404/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I-6695, σκέψη 40).

31      Τα πράγματα θα είχαν άλλως αν η επίδικη πράξη έπασχε ιδιαιτέρως σοβαρές και προφανείς πλημμέλειες, σε σημείο που να μπορεί να χαρακτηριστεί ανυπόστατη (προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 19, και Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 41).

32      Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται, επίσης, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως ασκούμενης βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 20, και Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 42).

33      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προέβαλε με τα υπομνήματά του ότι οι επίδικες αποφάσεις πάσχουν συγκεκριμένη πλημμέλεια που διακυβεύει το υποστατό των πράξεων αυτών.

34      Εν πάση περιπτώσει, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν μπορεί, παραπέμποντας στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, να επικαλείται λυσιτελώς τις εκκρεμείς ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγές ακυρώσεως που έχουν ασκήσει οι ενδιαφερόμενες περιφέρειες.

35      Το γεγονός ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση εκείνη όπως και με άλλες αποφάσεις, θέλησε να τονίσει ότι, στις συγκεκριμένες υποθέσεις που είχαν υποβληθεί στην κρίση του, δεν ασκήθηκε εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως ή η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε, δεν μπορεί, καθεαυτό, να οδηγήσει στο ότι το μη σύννομο κοινοτικής πράξεως μπορεί, αντιστρόφως, να προβληθεί ως αμυντικός ισχυρισμός στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως για τον μοναδικό λόγο ότι εκκρεμεί προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω πράξεως.

36      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι επίδικες αποφάσεις τεκμαίρονται νόμιμες και ότι, παρά την προσφυγή ακυρώσεως, εξακολουθούν να είναι δεσμευτικές ως προς όλα τα σημεία τους για το Βασίλειο της Ισπανίας (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 26).

37      Επομένως, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως ασκούμενης βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και πέραν της υποθετικής περιπτώσεως της ανυπαρξίας της πράξεως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί παραδεκτώς να προβάλει το μη σύννομο αρνητικής αποφάσεως της Επιτροπής όταν εκκρεμεί ενώπιον του κοινοτικού δικαστή ευθεία προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής (βλ., όσον αφορά υποθέσεις στις οποίες ήσαν εκκρεμείς προσφυγές ακυρώσεως, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, C‑404/97, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2000, σ. I‑4897, και της 1ης Ιουνίου 2006, C‑207/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

38      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η εξετασθείσα ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

2.     Περί της υπάρξεως παραβάσεως

 Περί των αιτιάσεων σχετικά με τις υποχρεώσεις καταργήσεως των καθεστώτων ενισχύσεων, εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν, και αναστολής καταβολής των εκκρεμών ενισχύσεων.

39      Το άρθρο 2 των επίδικων αποφάσεων επιβάλλει στο Βασίλειο της Ισπανίας να καταργήσει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων εφόσον αυτό εξακολουθεί να ισχύει. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, των ιδίων αυτών αποφάσεων επιτάσσει την κατάργηση των εκκρεμών ενισχύσεων.

40      Όπως τονίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, τα καθεστώτα ενισχύσεων ήσαν εφαρμοστέα μόνο στις συσταθείσες το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1994 εταιρίες.

41      Πάντως, τα εν λόγω καθεστώτα ενισχύσεων έπρεπε να παράγουν τα αποτελέσματά τους κατά τη διάρκεια δέκα φορολογικών ετών, δηλαδή πολλά έτη μετά τις επίδικες αποφάσεις.

42      Κατ’ εφαρμογή των άρθρων 2 και 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, των αποφάσεων αυτών, απόκειται συνεπώς στο Βασίλειο της Ισπανίας να διασφαλίσει την κατάργηση των καθεστώτων ενισχύσεων καθώς και την αναστολή καταβολής των εκκρεμών ενισχύσεων.

43      Η Ισπανική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι δεν καταργήθηκαν τα καθεστώτα ενισχύσεων και δεν ανεστάλη η καταβολή των εκκρεμών κατά την ημερομηνία εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων ενισχύσεων.

44      Επομένως, είναι βάσιμες οι αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με τα άρθρα 2 και 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, των επίδικων αποφάσεων.

 Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις υποχρεώσεις ανακτήσεως των ήδη διατεθεισών ενισχύσεων

45      Σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως σχετικά με παράνομη ενίσχυση, η διαταχθείσα από την Επιτροπή ανάκτησή της πραγματοποιείται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, σύμφωνα με το οποίο:

«[…] η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας.»

46      Κατά πάγια νομολογία, ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία έχει ασκήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, είναι αυτό που βασίζεται σε απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 23· Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 45, και της 12ης Μαΐου 2005, C‑415/03, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2005, σ. I‑3875, σκέψη 35).

47      Στην υπό κρίση υπόθεση, η υποχρέωση ανακτήσεως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφοι 1, πρώτη περίοδος, και 2, των επίδικων αποφάσεων.

48      Το Βασίλειο της Ισπανίας δεν επικαλείται απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως των διατάξεων αυτών.

49      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι η επιλεγείσα για την ανάκτηση των ήδη διατεθεισών ενισχύσεων διαδικασία είναι πρόσφορη για την ορθή εκτέλεση των αποφάσεων.

50      Ωστόσο, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προσκομίζει κανένα δικαιολογητικό έγγραφο, μεταξύ άλλων, ως προς την ταυτότητα των δικαιούχων των ενισχύσεων, των ποσών των χορηγηθεισών ενισχύσεων και των διαδικασιών που πράγματι κινήθηκαν για την ανάκτησή τους.

51      Επομένως, το Βασίλειο της Ισπανίας ουδόλως αποδεικνύει την εκτέλεση, εντός της ταχθείσας με το άρθρο 4 των επιδίκων αποφάσεων προθεσμίας, των μέτρων βάσει των οποίων, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, δύναται να πραγματοποιηθεί άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση των επίδικων αποφάσεων όσον αφορά τις ήδη διατεθείσες ενισχύσεις.

52      Κατά συνέπεια, είναι βάσιμες οι αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφοι 1, πρώτη περίοδος, και 2, των επιδίκων αποφάσεων.

53      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή είναι βάσιμη καθόσον η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Ισπανίας ότι δεν έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατάργηση των επίδικων καθεστώτων ενισχύσεων, την αναστολή καταβολής των εκκρεμών ενισχύσεων και την ανάκτηση των ήδη διατεθεισών ενισχύσεων.

54      Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να εξετάσει το αίτημα περί καταδίκης του Βασιλείου της Ισπανίας διότι δεν γνωστοποίησε στην Επιτροπή τα μέτρα εκτελέσεως της αποφάσεως, δεδομένου ότι το εν λόγω κράτος μέλος πράγματι δεν προέβη στην εκτέλεση καθεαυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας (βλ. αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1995, C‑348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I-673, σκέψη 31, και της 1ης Ιουνίου 2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προαναφερθείσα, σκέψη 53).

55      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να λάβει εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των επίδικων αποφάσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις αποφάσεις αυτές.

IV –  Επί των δικαστικών εξόδων

56      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να λάβει εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των αποφάσεων:

–        2003/28/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στην Άλαβα (Ισπανία)·

–        2003/86/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη Βισκάγια (Ισπανία)·

–        2003/192/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη Γκιπούθκοα (Ισπανία),

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις αυτές.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.