Language of document : ECLI:EU:T:2008:399

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Κοινοτικό λεκτικό σήμα O STORE – Προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα THE O STORE – Σύγκριση υπηρεσιών παρεχομένων στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου με τα αντίστοιχα προϊόντα – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 – Αίτηση περί μεταρρυθμίσεως υποβληθείσα από την παρεμβαίνουσα – Άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου»

Στην υπόθεση T‑116/06,

Oakley, Inc., με έδρα το One Icon, Foothill Ranch (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους M. Huth-Dierig και M. Nentwig, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπουμένου από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Venticinque Ltd, με έδρα το Hailsham, East Sussex (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον D. Caneva, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 17ης Ιανουαρίου 2006 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις R 682/2004-1 και R 685/2004-1), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας σήματος μεταξύ της Venticinque Ltd και της Oakley, Inc.,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από την M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), πρόεδρο, και τους Σ. Παπασάββα και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Απριλίου 2006,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Ιουνίου 2006,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Ιουλίου 2006,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Ιανουαρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 7 Φεβρουαρίου 2001, η προσφεύγουσα, Oakley, Inc., υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο O STORE.

3        Οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 35 του Διακανονισμού της Νίκαιας, σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου· λιανική και χονδρική πώληση γυαλιών οράσεως, γυαλιών ηλίου, οπτικών ειδών και εξαρτημάτων, ενδυμάτων, ειδών πιλοποιίας, ειδών υποδηματοποιίας, ρολογιών, ειδών ωρολογοποιίας, κοσμημάτων, χαλκομανιών, αφισών, αθλητικών τσαντών, σακιδίων και πορτοφολιών».

4        Η ως άνω αίτηση δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων υπ’ αριθ. 77/01 στις 3 Σεπτεμβρίου 2001.

5        Στις 11 Φεβρουαρίου 2002, η προσφεύγουσα επέτυχε την καταχώριση του κοινοτικού σήματος O STORE με αριθμό 2 074 599.

6        Στις 14 Οκτωβρίου 2002, η παρεμβαίνουσα, Venticinque Ltd, υπέβαλε αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας σήματος αφορώσα το σύνολο των προστατευομένων από την καταχώριση του κοινοτικού σήματος υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Η αίτηση αυτή στηριζόταν στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του κοινοτικού σήματος και του προγενέστερου λεκτικού σήματος THE O STORE, το οποίο είχε καταχωριστεί στις 28 Δεκεμβρίου 2000 στη Γαλλία με αριθμό 3 073 591 για τα ακόλουθα προϊόντα που περιλαμβάνονται στις κλάσεις 18 και 25 της ταξινόμησης της Νίκαιας:

–        κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος και είδη από τα υλικά αυτά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, ήτοι βαλίτσες ταξιδιού, κενά κυτία καλλυντικών, τσάντες για επίσημη αμφίεση, τσάντες χειρός, τσάντες ωνίων, σακίδια, αθλητικές τσάντες πολλαπλών χρήσεων, πορτοφόλια με κορδόνι, πορτοφόλια με φερμουάρ, πορτοφόλια από τσόχα, θήκες εγγράφων, χαρτοφύλακες, πορτοφόλια και πορτοφόλια για κέρματα· δέρματα ζώων, δέρματα· κιβώτια και τσάντες ταξιδιού· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· μαστίγια, ιπποσκευές και είδη σελοποιίας»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, ήτοι κοστούμια, πουκάμισα για επίσημη αμφίεση, παντελόνια, σακάκια, αθλητικά ενδύματα, πουλόβερ, φούστες, γυναικεία πουκάμισα, μάλλινα σακάκια, ζακέτες, ημίπαλτα, παλτά, γυναικεία πανωφόρια, αθλητικά φανελάκια, μπουφάν, αδιάβροχα, ενδύματα για επίσημη αμφίεση, φράκο, κασκόλ, σάλι, μαντίλι, γραβάτες, γάντια, γούνινα σακάκια, γούνινα παλτά, γούνινα κασκόλ, παντελόνια τύπου βερμούδας, κοντομάνικα φανελάκια, βαμβακερά μπλουζάκια, φουστάνια, παρεό, πιτζάμες, νυχτικά, ρόμπες, μπουρνούζια, γυναικείες κάλτσες, κάλτσες, μεσοφόρια, μαγιό, γυναικεία εσώρουχα, στηθόδεσμοι και φανελάκια· είδη πιλοποιίας και υποδήματα».

7        Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2004, το τμήμα ακυρώσεως δέχθηκε την αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας όσον αφορά, αφενός, τις υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως ενδυμάτων, ειδών πιλοποιίας, υποδημάτων, αθλητικών τσαντών, σακιδίων και πορτοφολιών», με το σκεπτικό ότι, έστω και αν η φύση, ο προορισμός και η χρήση των υπηρεσιών αυτών διαφέρουν από εκείνους των προϊόντων που καλύπτονται από το προγενέστερο εθνικό σήμα, ενδέχεται οι υπηρεσίες και τα προϊόντα αυτά να έχουν τα ίδια δίκτυα διανομής και, αφετέρου, όσον αφορά τις «υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου», με το σκεπτικό ότι, εφόσον η διατύπωση που αφορά τις εν λόγω υπηρεσίες είναι γενική, αυτή περιλαμβάνει την πώληση κάθε είδους προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Αντιθέτως, το τμήμα ακυρώσεως απέρριψε την αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας όσον αφορά τις υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως γυαλιών οράσεως, γυαλιών ηλίου, οπτικών ειδών και εξαρτημάτων, ρολογιών, ειδών ωρολογοποιίας, κοσμημάτων, χαλκομανιών και αφισών», καθόσον εκτίμησε ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου των προϊόντων αυτών δεν έχουν τα ίδια δίκτυα διανομής με εκείνα των δερματίνων ειδών και των ενδυμάτων που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα.

8        Στις 5 και 6 Αυγούστου 2004, η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα άσκησαν, αντιστοίχως, προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως.

9        Με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2006 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως και απέρριψε, ως εκ τούτου, τις δύο προσφυγές.

10      Το τμήμα προσφυγών επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι:

–        οι υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως ενδυμάτων, ειδών πιλοποιίας, υποδημάτων, αθλητικών τσαντών, σακιδίων και πορτοφολιών» τις οποίες προσδιορίζει το κοινοτικό σήμα είχαν λίαν παρεμφερή φύση και προορισμό, καθώς και ταυτόσημη χρήση και πανομοιότυπα δίκτυα διανομής, με εκείνα των προϊόντων τα οποία περιλαμβάνονται στις κλάσεις 18 και 25 και τα οποία καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Επιπλέον, τα εν λόγω προϊόντα και οι εν λόγω υπηρεσίες ήσαν συμπληρωματικά. Επομένως, υφίστατο εμφανής ομοιότητα όσον αφορά τα προϊόντα που πωλούνται λιανικώς, τα οποία είναι πανομοιότυπα ή παρεμφερή με εκείνα που διατίθενται προς πώληση υπό το προγενέστερο σήμα. Τέλος, τα σημεία ήσαν, επίσης, λίαν παρεμφερή, καθόσον η μοναδική διαφορά συνίστατο στην παράλειψη, στο ένα εκ των δύο σημείων, του μη έχοντος διακριτικό χαρακτήρα άρθρου «the», οπότε υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως·

–        δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως όσον αφορά τις υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως γυαλιών οράσεως, γυαλιών ηλίου, οπτικών ειδών και εξαρτημάτων, ρολογιών, ειδών ωρολογοποιίας, κοσμημάτων, χαλκομανιών και αφισών» καθόσον, παρά την ομοιότητα των περί ων πρόκειται σημάτων, οι υπηρεσίες αυτές διέφεραν από τα προϊόντα τα οποία περιλαμβάνονται στις κλάσεις 18 και 25 και τα οποία καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα·

–        όσον αφορά τις υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου», ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος δεν περιόρισε τις υπηρεσίες αυτές σε συγκεκριμένα προϊόντα, οπότε η γενική αυτή διατύπωση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τα προϊόντα τα οποία προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι ως άνω υπηρεσίες και τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα ήσαν παρεμφερή, υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

12      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

13      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέτρο που αυτή αποκλείει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των καλυπτομένων από το σήμα THE O STORE προϊόντων και των υπηρεσιών «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως γυαλιών οράσεως, γυαλιών ηλίου, οπτικών ειδών και εξαρτημάτων, ρολογιών, ειδών ωρολογοποιίας, κοσμημάτων, χαλκομανιών και αφισών» για τις οποίες έχει καταχωριστεί το σήμα O STORE·

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέτρο που αυτή δεν κηρύσσει την εν όλω ακυρότητα του κοινοτικού σήματος O STORE, το οποίο καταχωρίστηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2002, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως του γαλλικού σήματος THE O STORE, το οποίο καταχωρίστηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2000.

14      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ δήλωσε ότι παραιτείται της αιτιάσεως περί απαραδέκτου την οποία είχε προβάλει με το υπόμνημά του αντικρούσεως έναντι του αιτήματος της προσφεύγουσας που αποσκοπούσε, επίσης, στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον το τμήμα προσφυγών επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως απορρίπτοντας την αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος O STORE για τις υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως γυαλιών οράσεως, γυαλιών ηλίου, οπτικών ειδών και εξαρτημάτων, ρολογιών, ειδών ωρολογοποιίας, κοσμημάτων, χαλκομανιών και αφισών», πράγμα το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Σκεπτικό

15      Η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Η παρεμβαίνουσα προέβαλε αίτημα δυνάμει του άρθρου 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

16      Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται καμία ομοιότητα μεταξύ των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών, οπότε το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται τέτοια ομοιότητα. Κατ’ αρχάς, το τμήμα προσφυγών ερμήνευσε εσφαλμένως τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου. Εν συνεχεία, προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon (Συλλογή 1998, σ. I‑5507). Τέλος, το τμήμα προσφυγών απέρριψε εσφαλμένως την επιχειρηματολογία της σχετικά με την ανάγκη αποκλεισμού της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών, προκειμένου να αποφευχθεί μια υπερβολικά εκτεταμένη προστασία των σημάτων που καλύπτουν υπηρεσίες παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου εν γένει.

17      Πρώτον, όσον αφορά τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου, η προσφεύγουσα διαπιστώνει ότι το τμήμα προσφυγών θεωρεί ότι αυτές συνιστούν απλώς πράξη πωλήσεως εμπορευμάτων, οπότε εξισώνει τις υπηρεσίες αυτές με τα προϊόντα λιανικής πωλήσεως. Αυτό είναι αντίθετο προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2005, C-418/02, Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte (Συλλογή 2005, σ. I‑5873). Πάντως, η προσφεύγουσα επισημαίνει, αφενός, ότι, από δεκαετίας, η αντίληψη ότι μια υπηρεσία που εμπίπτει στο λιανικό εμπόριο αποτελεί αφ’ εαυτής υπηρεσία έχει καταστεί όλο και περισσότερο κοινώς αποδεκτή και, αφετέρου, ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου δύνανται να αποτελέσουν υπηρεσίες που διακρίνονται από την απλή πράξη που συνίσταται στην πώληση προϊόντος.

18      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών. Έτσι, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως επισήμανε, στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη έντονης ομοιότητας υπό το πρίσμα της φύσεως των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, με το σκεπτικό ότι αμφότερα έχουν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή να προσφέρουν ένα προϊόν στον τελικό καταναλωτή, καθόσον τα προϊόντα και οι υπηρεσίες έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, λαμβανομένου υπόψη ότι τα μεν πρώτα είναι υλικά αντικείμενα, ενώ οι δεύτερες δεν αποτελούν υλικά αντικείμενα. Από την άποψη της συνθέσεώς τους, του τρόπου λειτουργίας τους και των αντίστοιχων φυσικών χαρακτηριστικών τους, τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες είναι απολύτως ανόμοια, οπότε δεν υφίσταται καμία ομοιότητα.

19      Ομοίως, ο προορισμός των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών είναι διαφορετικός. Συγκεκριμένα, ο προορισμός των καλυπτόμενων από το σήμα THE O STORE προϊόντων περιγράφεται ως η προστασία από αντίξοες καιρικές συνθήκες και ως αφορών αντικείμενα μόδας, ενώ ο προορισμός των παρεχόμενων στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα O STORE συνίσταται στο να παρέχεται βοήθεια στους καταναλωτές για να παρατηρούν άνετα, να επιλέγουν και να αγοράζουν προϊόντα. Η περιλαμβανόμενη στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι «ο προορισμός της λιανικής πωλήσεως και αυτός των προϊόντων που πωλούνται λιανικώς είναι λίαν παρεμφερής, δηλαδή συνίσταται στην προσφορά ενός προϊόντος στον τελικό καταναλωτή» είναι εσφαλμένη και συγχέει τις χωριστές κατηγορίες των «παρεχομένων υπηρεσιών στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου» και «του προϊόντος αφ’ εαυτού».

20      Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι η χρησιμοποίηση προσδιορίζει τον τρόπο χρήσεως που παρέχει τη δυνατότητα στο προϊόν να εκπληρώσει τον σκοπό του και μπορεί κατά κανόνα να συναχθεί από τον τρόπο λειτουργίας των προϊόντων ή από την αποστολή που εκπληρώνουν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες στην αγορά, δηλαδή από τον προορισμό τους. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα έχουν ως κύρια αποστολή να χρησιμεύουν ως προστασία από αντίξοες καιρικές συνθήκες και ως αντικείμενα μόδας, ενώ, αντιθέτως, οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου ικανοποιούν την ανάγκη των καταναλωτών να δέχονται συμβουλές σχετικά με τα διάφορα είδη και να είναι σε θέση να επιλέγουν και να αγοράζουν διάφορα προϊόντα. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως διαπίστωσε, στο σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι καταναλωτές δεν χρησιμοποιούν κατά διαφορετικό τρόπο τις παρεχόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου και τα προϊόντα.

21      Όσον αφορά το κριτήριο του αν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες βρίσκονται μεταξύ τους σε ανταγωνισμό, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι οι τελευταίες είναι ανταγωνιστικές έναντι των προϊόντων όταν αυτές θεωρούνται, εκ μέρους των καταναλωτών, ως δεκτικές αμοιβαίας εναλλαγής, πράγμα που δεν ισχύει εν προκειμένω. Ως προς τη συμπληρωματικότητά τους, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η εν λόγω συμπληρωματικότητα υφίσταται όταν το ένα είναι απαραίτητο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου και δεν είναι απλώς επικουρικό ή δευτερεύον, πράγμα που ισχύει εν προκειμένω.

22      Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες είναι ανόμοια ως προς τη φύση, τον προορισμό και τη χρήση τους. Επιπλέον, δεν υφίσταται μεταξύ αυτών καμία σχέση συμπληρωματικότητας ή ανταγωνισμού. Η μόνη ομοιότητα έγκειται στο γεγονός ότι τα προϊόντα πωλούνται και οι υπηρεσίες προσφέρονται εντός των ιδίων σημείων πωλήσεως.

23      Ωστόσο, μόνον το γεγονός αυτό δεν μπορεί να καταστήσει τις υπηρεσίες αυτές και τα προϊόντα αυτά παρεμφερή κατά την έννοια των κριτηρίων που εκτίθενται στην προαναφερθείσα στη σκέψη 16 απόφαση Canon, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν μνημονεύει τα «παρόμοια δίκτυα διανομής» ως κριτήριο εκτιμήσεως της ομοιότητας των προϊόντων και/ή των υπηρεσιών. Κατά την προσφεύγουσα, εφόσον τα προϊόντα πωλούνται, στην πλειονότητά τους, εντός πολυκαταστημάτων, οι καταναλωτές δεν προσδίδουν μεγάλη σημασία στο σημείο πωλήσεως όταν διερωτώνται σχετικά με την κοινή καταγωγή των προϊόντων. Επιπλέον, όσον αφορά την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94 καθώς και τη νομολογία, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ παρόμοιων και ανόμοιων προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει να ανιχνευθεί βάσει εκτιμήσεως της ομοιότητάς τους που να μην περιορίζεται σε ένα σύνολο αφηρημένων και τεχνητών κριτηρίων· η δε προοπτική από εμπορικής απόψεως είναι πρωταρχικής σημασίας. Έτσι, το κοινό δεν εκλαμβάνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες ως παρεμφερή για τον λόγο ότι πωλούνται στον ίδιο χώρο: τα προϊόντα και οι υπηρεσίες είναι παρεμφερή μόνον αν, στην περίπτωση που υποτεθεί ότι χρησιμοποιούνται πανομοιότυπα σημεία, το κοινό μπορούσε να πιστέψει ότι προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από επιχειρήσεις οικονομικώς συνδεδεμένες. Ωστόσο, το κοινό είναι εν γνώσει του ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του λιανικού εμπορίου, όπως η Marks & Spencer ή η Galeries Lafayette, δεν κατασκευάζουν τα εμπορεύματα που διανέμουν. Κατά συνέπεια, έστω και αν ορισμένα προϊόντα προσφέρονται στον ίδιο χώρο όπου παρέχονται ορισμένες υπηρεσίες που σχετίζονται με το λιανικό εμπόριο, ο τελικός καταναλωτής είναι εν γνώσει του ότι τα εν λόγω προϊόντα και οι εν λόγω υπηρεσίες διαφέρουν ουσιωδώς ως προς τη φύση τους και ότι δεν προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

24      Τρίτον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως απέρριψε την επιχειρηματολογία της ότι είναι αναγκαίο να αποκλεισθεί η ομοιότητα μεταξύ των καλυπτόμενων από το προγενέστερο σήμα προϊόντων και των οικείων υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου, τούτο δε προκειμένου να αποφευχθεί μια υπερβολικά εκτεταμένη προστασία των σημάτων υπηρεσιών που εμπίπτουν στο λιανικό εμπόριο εν γένει. Άλλως, ο δικαιούχος σήματος που έχει καταχωρισθεί για υπηρεσίες παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου θα μπορούσε να διεκδικήσει προστασία όσον αφορά όλα τα δεκτικά λιανικής πωλήσεως προϊόντα. Ο κίνδυνος αυτός που σχετίζεται με μια υπερβολικά εκτεταμένη προστασία δεν αποκλείσθηκε, όπως απαιτούν εντούτοις τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte, στην οποία αναφέρεται ότι είναι αναγκαία η παροχή διευκρινίσεων ως προς τα προϊόντα ή τα είδη προϊόντων τα οποία αφορούν οι υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, είναι ακόμη δυνατό να επιτευχθεί η καταχώριση σήματος που καλύπτει υπηρεσίες παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου και σχετιζόμενες με όλα τα προϊόντα που υπάγονται στις κλάσεις 1 έως 34.

25      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη τον ελάχιστα υψηλό διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος. Το στοιχείο «store» είναι γνωστό σε όλους τους Ευρωπαίους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των Γάλλων, οπότε είναι απλώς περιγραφικό. Τα στοιχεία «the» και «o» έχουν ελάχιστο, αν όχι ανύπαρκτο, διακριτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, το προγενέστερο λεκτικό σήμα THE O STORE πρέπει να θεωρηθεί ως ελάχιστα διακριτικό σήμα, πολλώ μάλλον εφόσον η παρεμβαίνουσα δεν απέδειξε ότι το σήμα αυτό είχε καθιερωθεί στη γαλλική αγορά.

26      Τρίτον, όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει τη νομολογία ότι η σύγκριση από οπτικής, φωνητικής ή εννοιολογικής απόψεως πρέπει να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, καίτοι τα περί ων πρόκειται σήματα παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες, το τμήμα προσφυγών αγνόησε τις διαφορές ως προς τα διακριτικά στοιχεία τους. Πάντως, δεδομένου του αμιγώς περιγραφικού χαρακτήρα του, το στοιχείο «store» δεν λαμβάνεται υπόψη από το ενδιαφερόμενο κοινό κατά τον σχηματισμό της συνολικής εντυπώσεώς του, οπότε τα προς σύγκριση στοιχεία είναι το «the o» και το «o». Από οπτικής απόψεως, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των στοιχείων αυτών (αριθμός γραμμάτων και προφορά). Έστω και αν υποτεθεί ότι το κοινό δεν αγνοεί πλήρως το στοιχείο «store» κατά τον σχηματισμό της συνολικής εντυπώσεως που προκαλούν τα σήματα, το άρθρο «the» χαρακτηρίζει επαρκώς το προγενέστερο σήμα και το διακρίνει από το επίμαχο σήμα. Έτσι, υφίστανται διαφορές δυνάμενες να γίνουν αντιληπτές μεταξύ των δύο σημάτων λόγω της παρουσίας του άρθρου «the», το οποίο απουσιάζει από το κοινοτικό σήμα, και του ελάχιστα, αν όχι καθόλου, διακριτικού χαρακτήρα των λοιπών στοιχείων του προγενέστερου σήματος, ήτοι του γράμματος «o» και της λέξεως «store».

27      Τέταρτον, αφού υπενθύμισε τη νομολογία σχετικά με τον κίνδυνο συγχύσεως, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι στην υπό κρίση διαφορά αντιπαρατίθενται, εν προκειμένω, οι παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου υπηρεσίες και τα προϊόντα. Πάντως, πρέπει να αποφευχθεί η υπερβολικά εκτεταμένη προστασία των σημάτων όταν αυτά αφορούν υπηρεσίες παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου. Αντιστρόφως, είναι αναγκαίο να προστατευθούν οι τελευταίες από τις αβάσιμες απαιτήσεις δικαιούχων σημάτων που έχουν καταχωρισθεί για ορισμένα προϊόντα, εν προκειμένω για προϊόντα που υπάγονται στις κλάσεις 18 και 25. Κατά την προσφεύγουσα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ρητώς, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte, ότι η εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των σημάτων που καλύπτουν τις εμπίπτουσες στο λιανικό εμπόριο υπηρεσίες, τα οποία απαιτούν περιοριστική ερμηνεία της έννοιας του κινδύνου συγχύσεως.

28      Η προσφεύγουσα καταλήγει υπενθυμίζοντας ότι από την ανακοίνωση 3/01 του προέδρου του ΓΕΕΑ προκύπτει ότι «[ο] κίνδυνος συγχύσεως είναι ελάχιστα πιθανός μεταξύ, αφενός, των παρεχομένων στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου υπηρεσιών και, αφετέρου, συγκεκριμένων προϊόντων, εκτός ειδικών περιπτώσεων, ιδίως όταν τα περί ων πρόκειται σήματα είναι πανομοιότυπα ή σχεδόν πανομοιότυπα και έχουν καθιερωθεί στην αγορά».

29      Το ΓΕΕΑ ζητεί την απόρριψη του μοναδικού λόγου ακυρώσεως και διευκρινίζει, παραπέμποντας στις σκέψεις 19 και 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου σχετίζονται με προϊόντα ή εξαρτώνται από αυτά, η αντίστοιχη φύση τους, ο προορισμός τους και η αντίστοιχη χρήση τους συνδέονται, αν όχι αντικειμενικώς, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο οι εν λόγω υπηρεσίες και τα προϊόντα γίνονται αντιληπτά υποκειμενικώς από τους καταναλωτές.

30      Η παρεμβαίνουσα ζητεί, επίσης, την απόρριψη του ως άνω λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

31      Το άρθρο 52 του κανονισμού 40/94 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. Το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α)      όταν υφίσταται προγενέστερο σήμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 2, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου·

[...]»

32      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση «εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα».

33      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περιπτώσεις i και ii, του κανονισμού 40/94, ως προγενέστερα σήματα νοούνται τα κοινοτικά σήματα και τα καταχωρισμένα σήματα σε κράτος μέλος, τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

34      Κατά πάγια νομολογία, συνιστά κίνδυνο συγχύσεως η δυνατότητα να πιστέψει το κοινό ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις [αποφάσεις του Δικαστηρίου Canon, σκέψη 16 ανωτέρω, σκέψη 29, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 32· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties), Συλλογή 2002, σ. II‑4359, σκέψη 25, και της 11ης Ιουλίου 2007, T‑150/04, Mülhens κατά ΓΕΕΑ – Minoronzoni (TOSCA BLU), Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-2353, σκέψη 25].

35      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως για το κοινό πρέπει να εκτιμάται συνολικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης υποθέσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 22, και Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 33· αποφάσεις Fifties, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 26, και TOSCA BLU, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 26).

36      Αυτή η συνολική εκτίμηση συνεπάγεται ένα βαθμό αλληλεξαρτήσεως των λαμβανομένων υπόψη παραγόντων και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων καθώς και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Έτσι, μια μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από μια έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [αποφάσεις Canon, σκέψη 16 ανωτέρω, σκέψη 17, και της 22ας Ιουνίου 2000, C-425/98, Marca Mode, Συλλογή 2000, σ. Ι-4861, σκέψη 40· απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II‑4335, σκέψη 25, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2004, C‑3/03 P, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑3657]. Η αλληλεξάρτηση των παραγόντων αυτών εκφράζεται με την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, κατά την οποία η έννοια της ομοιότητας ενδείκνυται να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με τον κίνδυνο συγχύσεως, η εκτίμηση του οποίου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, και ιδίως από το πόσο γνωστό είναι το σήμα στην αγορά, από τη σύνδεση που μπορεί να γίνει με το χρησιμοποιηθέν ή καταχωρισθέν σημείο, από τον βαθμό της ομοιότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου και μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, T‑186/02, BMI Bertollo κατά ΓΕΕΑ – Diesel (DIESELIT), Συλλογή 2004, σ. II‑1887, σκέψη 36 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Εξάλλου, η συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σημεία αυτά, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, κατά το οποίο «[…] υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού […]», προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής του επίμαχου είδους προϊόντος ή υπηρεσίας προσλαμβάνει τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Ο μέσος καταναλωτής, όμως, προσλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως μια ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις SABEL, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 23, και Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 34· απόφαση DIESELIT, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 38).

38      Στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Εξάλλου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το στοιχείο ότι ο μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων, αλλά είναι αναγκασμένος να επαφίεται στην ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το στοιχείο ότι το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατό να ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των αντίστοιχων προϊόντων ή υπηρεσιών (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 26· αποφάσεις Fifties, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 28, και DIESELIT, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 38).

39      Εν προκειμένω, εφόσον το προγενέστερο σήμα, επί του οποίου στηρίζεται η αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος, είναι εθνικό σήμα καταχωρισμένο στη Γαλλία, η εξέταση πρέπει να περιοριστεί στη γαλλική επικράτεια.

40      Το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών, από τον μέσο καταναλωτή που θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, όπως διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

41      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να εξεταστεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών σχετικά με τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

–       Επί της ομοιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών

42      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη μεταξύ τους σχέση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους [αποφάσεις του Δικαστηρίου Canon, σκέψη 16 ανωτέρω, σκέψη 23, και της 11ης Μαΐου 2006, C‑416/04 P, Sunrider κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑4237, σκέψη 85· βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2003, T‑99/01, Mystery Drinks κατά ΓΕΕΑ – Karlsberg Brauerei (MYSTERY), Συλλογή 2003, σ. II‑43, σκέψη 39 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 15ης Μαρτίου 2006, T‑31/04, Eurodrive Services and Distribution κατά ΓΕΕΑ – Gómez Frías (euroMASTER), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31].

43      Ειδικότερα, όσον αφορά την καταχώριση σήματος που να καλύπτει υπηρεσίες παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 34 της προαναφερθείσας στη σκέψη 17 αποφάσεως Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte, ότι σκοπός του λιανικού εμπορίου είναι η πώληση προϊόντων στους καταναλωτές, εμπόριο το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από τη νομική πράξη της πωλήσεως, όλες τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο επιχειρηματίας προκειμένου να προωθήσει τη σύναψη μιας τέτοιας πράξεως και ότι οι ενέργειες αυτές συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην επιλογή μιας ποικιλίας προϊόντων με σκοπό την πώλησή τους και στην παροχή διαφόρων υπηρεσιών που αποβλέπουν στο να ωθήσουν τον καταναλωτή να συνάψει την εν λόγω πράξη με τον οικείο έμπορο παρά με κάποιον ανταγωνιστή του. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 35 της εν λόγω αποφάσεως, ότι κανένας επιτακτικός λόγος αντλούμενος από την πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (EE 1989, L 40, σ. 1), ή από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει να εμπίπτουν οι παροχές αυτές στον όρο «υπηρεσίες» κατά την έννοια της οδηγίας και να έχει, ως εκ τούτου, ο έμπορος το δικαίωμα να τυγχάνει της προστασίας του σήματος, μέσω της καταχωρίσεώς του, ως ενδείξεως της προελεύσεως των υπηρεσιών που παρέχει.

44      Εξάλλου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte (σκέψεις 49 και 50), ότι, για την καταχώριση σήματος που να καλύπτει υπηρεσίες παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου, δεν είναι αναγκαίος ο συγκεκριμένος προσδιορισμός της υπηρεσίας ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η εν λόγω καταχώριση. Αντιθέτως, πρέπει να απαιτείται από τον αιτούντα να προσδιορίζει τα προϊόντα ή τα είδη των προϊόντων για τα οποία παρέχονται οι υπηρεσίες αυτές.

45      Πρώτον, όσον αφορά την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ, αφενός, των υπηρεσιών «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως ενδυμάτων, ειδών πιλοποιίας, υποδημάτων, αθλητικών τσαντών, σακιδίων και πορτοφολιών» τις οποίες αφορά το επίμαχο κοινοτικό σήμα και, αφετέρου, των προϊόντων τα οποία καλύπτει το προγενέστερο σήμα, ήτοι των «ενδυμάτων, ειδών πιλοποιίας, υποδημάτων, αθλητικών τσαντών πολλαπλών χρήσεων, τσαντών ταξιδιού, πορτοφολιών», το τμήμα προσφυγών θεώρησε, στις σκέψεις 18 έως 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίστατο μεγάλη ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών και προϊόντων λόγω της φύσεως, του προορισμού και της χρήσεώς τους, καθώς και λόγω των δικτύων διανομής τους και της συμπληρωματικότητάς τους.

46      Όσον αφορά, πρώτον, τους παράγοντες που συνίστανται στη φύση, στον προορισμό και στη χρήση των επίμαχων υπηρεσιών και προϊόντων, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω υπηρεσίες και τα εν λόγω προϊόντα είναι παρόμοια.

47      Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε, εξάλλου, το τμήμα ακυρώσεως στα σημεία 21 και 22 της αποφάσεως της 18ης Ιουνίου 2004, η φύση των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών είναι διαφορετική, λόγω του ότι τα πρώτα έχουν τον χαρακτήρα αναλωσίμου, ενώ οι δεύτερες δεν έχουν τέτοιο χαρακτήρα. Ο προορισμός τους είναι επίσης διαφορετικός, καθόσον μια υπηρεσία παρεχόμενη στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου προηγείται αυτού για το οποίο προορίζεται ένα προϊόν και αφορά τη δραστηριότητα που ασκεί ο επιχειρηματίας προκειμένου να παροτρύνει για τη σύναψη της πράξεως της πωλήσεως του εν λόγω προϊόντος. Έτσι, π.χ., ένα ένδυμα προορίζεται ιδίως για την ένδυση του προσώπου που το αγοράζει, ενώ μια υπηρεσία που συνδέεται με την πώληση ενδυμάτων προορίζεται, μεταξύ άλλων, να προσφέρει βοήθεια στο εν λόγω ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά την αγορά ενός ενδύματος. Το ίδιο ισχύει ως προς τη χρήση τους, καθόσον η χρήση ενός ενδύματος συνίσταται στο να φορεθεί, ενώ η χρήση μιας υπηρεσίας που συνδέεται με την πώληση ενδυμάτων συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τα ενδύματα προκειμένου να προβεί ο καταναλωτής στην αγορά των ενδυμάτων αυτών.

48      Όσον αφορά, δεύτερον, τα δίκτυα διανομής των επίμαχων υπηρεσιών και προϊόντων, είναι ακριβές, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου είναι δυνατό να προσφέρονται στους ίδιους χώρους με εκείνους όπου πωλούνται τα επίμαχα προϊόντα, πράγμα που αναγνώρισε και η προσφεύγουσα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι οι υπηρεσίες που συνδέονται με τη λιανική πώληση σπανίως παρέχονται σε χώρους διαφορετικούς από εκείνους όπου πωλούνται λιανικώς τα προϊόντα και ότι οι καταναλωτές δεν χρειάζεται να μεταβούν σε διαφορετικούς χώρους προκειμένου να τους παρασχεθεί η υπηρεσία που συνδέεται με τη λιανική πώληση και να ανεύρουν το προϊόν που αγοράζουν.

49      Αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου δύνανται να ανευρεθούν στα ίδια σημεία πωλήσεως όπως και τα προϊόντα αποτελεί λυσιτελές κριτήριο προς τον σκοπό της εξετάσεως της ομοιότητας των οικείων υπηρεσιών και προϊόντων. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 23 της προαναφερθείσας στη σκέψη 16 αποφάσεως Canon, ότι, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους, οπότε ουδόλως θεώρησε ότι οι παράγοντες αυτοί ήσαν οι μόνοι που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι η απαρίθμησή τους ήταν απλώς ενδεικτική. Επομένως, το Πρωτοδικείο συνήγαγε εξ αυτού ότι είναι δυνατό να λαμβάνονται, επίσης, υπόψη άλλοι πρόσφοροι παράγοντες για τον χαρακτηρισμό της υφιστάμενης σχέσεως μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, παράγοντες όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-2579, σκέψη 37· βλ. επίσης επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2005, T‑169/03, Sergio Rossi κατά ΓΕΕΑ – Sissi Rossi (SISSI ROSSI), Συλλογή 2005, σ. II‑685, σκέψη 65, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2006, C‑214/05 P, Rossi κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑7057, και της 22ας Μαρτίου 2007, T‑364/05, Saint-Gobain Pam κατά ΓΕΕΑ – Propamsa (PAM PLUVIAL), Συλλογή 2007, σ. II‑757, σκέψη 95].

50      Εξάλλου, αντιθέτως προς τον αστήρικτο, κατά τα λοιπά, ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι, εφόσον τα επίμαχα προϊόντα στην πλειονότητά τους πωλούνται εντός πολυκαταστημάτων, οι καταναλωτές δεν προσδίδουν μεγάλη σημασία στο σημείο πωλήσεως όταν διερωτώνται ως προς την κοινή καταγωγή των προϊόντων, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστήριξε το ΓΕΕΑ, οι κατασκευαστές των επίμαχων προϊόντων διαθέτουν κατά κανόνα τα δικά τους σημεία πωλήσεως για τη διάθεση των προϊόντων τους ή προσφεύγουν σε συμφωνίες διανομής που επιτρέπουν στον παρέχοντα υπηρεσίες σχετιζόμενες με το λιανικό εμπόριο να χρησιμοποιεί το ίδιο σήμα με εκείνο το οποίο φέρουν τα προς πώληση προϊόντα.

51      Επομένως, ορθώς ελήφθη υπόψη, στη σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εντός του πλαισίου της συγκρίσεως των προϊόντων και των υπηρεσιών τις οποίες αφορούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, το ότι τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες διατίθενται, κατά κανόνα, από τα ίδια σημεία πωλήσεως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις SISSI ROSSI, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 68, και PiraÑAM diseño original Juan Bolaños, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 37).

52      Όσον αφορά, τρίτον, τη συμπληρωματικότητα των επίμαχων υπηρεσιών και προϊόντων, την οποία διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, συμπληρωματικά προϊόντα είναι αυτά μεταξύ των οποίων υφίσταται στενή σχέση, υπό την έννοια ότι το ένα είναι αναγκαίο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου, με αποτέλεσμα να είναι δυνατό να σκεφθούν οι καταναλωτές ότι την ευθύνη για τα προϊόντα αυτά έχει η ίδια επιχείρηση (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις SISSI ROSSI, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 60· PAM PLUVIAL, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 94, και PiraÑAM diseño original Juan Bolaños, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 48).

53      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα, ήτοι τα ενδύματα, τα είδη πιλοποιίας, τα υποδήματα, οι αθλητικές τσάντες πολλαπλών χρήσεων, τα σακίδια και τα πορτοφόλια, είναι πανομοιότυπα με εκείνα τα οποία αφορούν οι υπηρεσίες της προσφεύγουσας.

54      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, αφενός, η σχέση μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου και των προϊόντων τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα χαρακτηρίζεται από στενό σύνδεσμο υπό την έννοια ότι τα προϊόντα είναι απαραίτητα ή, τουλάχιστον, σημαντικά για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, δεδομένου ότι οι τελευταίες παρέχονται ακριβώς επ’ ευκαιρία της πωλήσεως των εν λόγω προϊόντων. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στη σκέψη 34 της προαναφερθείσας στη σκέψη 17 αποφάσεως Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte, σκοπός του λιανικού εμπορίου είναι η πώληση προϊόντων στους καταναλωτές, ενώ το Δικαστήριο επισήμανε, εξάλλου, ότι το εμπόριο αυτό περιλαμβάνει, εκτός από τη νομική πράξη της πωλήσεως, όλες τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο επιχειρηματίας προκειμένου να προωθήσει τη σύναψη μιας τέτοιας πράξεως. Επομένως, τέτοιες υπηρεσίες, οι οποίες παρέχονται προς τον σκοπό της πωλήσεως ορισμένων ειδικών προϊόντων, θα ήσαν άτοπες σε περίπτωση που δεν υφίστανται προϊόντα.

55      Αφετέρου, η σχέση μεταξύ των προϊόντων τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα και των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου πανομοιότυπων προϊόντων με εκείνα τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα χαρακτηρίζεται, επίσης, από το γεγονός ότι οι εν λόγω υπηρεσίες διαδραματίζουν, από την άποψη του ενδιαφερόμενου καταναλωτή, σημαντικό ρόλο όταν ο εν λόγω καταναλωτής προβαίνει στην αγορά των προς πώληση προϊόντων.

56      Συνεπώς, για τον λόγο ότι οι παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου υπηρεσίες, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο, όπως εν προκειμένω, πανομοιότυπα προϊόντα με εκείνα τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα, συνδέονται στενά με τα εν λόγω προϊόντα, η υφιστάμενη μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών και των εν λόγω προϊόντων σχέση χαρακτηρίζεται από συμπληρωματικότητα κατά την έννοια των προαναφερθεισών σκέψεων 54 και 55. Επομένως, οι υπηρεσίες αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ως επικουρικές ή δευτερεύουσες σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα.

57      Έτσι, παρά την ανακριβή διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες είχαν την ίδια φύση, τον ίδιο προορισμό και την ίδια χρήση, δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω υπηρεσίες και προϊόντα παρουσιάζουν ομοιότητες, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι συμπληρωματικά και ότι οι πρώτες προσφέρονται κατά κανόνα στους ίδιους χώρους με εκείνους όπου τα δεύτερα προτείνονται προς πώληση.

58      Επομένως, από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες παρουσιάζουν ορισμένο βαθμό ομοιότητας μεταξύ τους, οπότε πρέπει να γίνει δεκτή η περιλαμβανόμενη στη σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση περί της υπάρξεως τέτοιας ομοιότητας.

59      Δεύτερον, όσον αφορά τη σύγκριση των «υπηρεσιών λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου» με τα επίμαχα προϊόντα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 50 της προαναφερθείσας στη σκέψη 17 αποφάσεως Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte, ότι πρέπει να απαιτείται από τον αιτούντα την καταχώριση κοινοτικού σήματος να προσδιορίζει τα προϊόντα ή τα είδη των προϊόντων για τα οποία παρέχονται οι υπηρεσίες αυτές.

60      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα ουδόλως προσδιόρισε, όπως ορθώς ανέφερε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα προϊόντα ή τα είδη των προϊόντων για τα οποία παρέχονται οι «υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου».

61      Πάντως, διαπιστώνεται ότι οι «υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου», λόγω λίαν γενικής διατυπώσεως, μπορούν να περιλαμβάνουν όλα τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι «υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου» παρουσιάζουν ομοιότητες με τα οικεία προϊόντα.

62      Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς θεώρησε ότι οι υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως ενδυμάτων, ειδών πιλοποιίας, υποδημάτων, αθλητικών τσαντών, σακιδίων και πορτοφολιών», καθώς και οι «υπηρεσίες λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου», ήσαν παρόμοιες με τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα.

–       Επί της ομοιότητας των σημείων

63      Όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 37, η συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, πρέπει να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους [αποφάσεις του Δικαστηρίου SABEL, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 23, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑234/06 P, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑7333, σκέψη 33· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2003, T‑292/01, Phillips-Van Heusen κατά ΓΕΕΑ – Pash Textilvertrieb und Einzelhandel (BASS), Συλλογή 2003, σ. II‑4335, σκέψη 47, και της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 52].

64      Γενικότερα, δύο σήματα είναι παρόμοια οσάκις, κατά την αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού, ταυτίζονται, τουλάχιστον εν μέρει, ως προς μία ή πλείονες ουσιώδεις πτυχές [αποφάσεις του Πρωτοδικείου MATRATZEN, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 30, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑363/04, Koipe κατά ΓΕΕΑ – Aceites del Sur (La Española), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 98].

65      Συναφώς, τα προς σύγκριση σημεία είναι τα ακόλουθα:

Προγενέστερο εθνικό σήμα

Επίμαχο κοινοτικό σήμα

THE O STORE

O STORE


66      Όσον αφορά την οπτική σύγκριση, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς θεώρησε, στη σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι λίαν παρεμφερή για τον λόγο ότι αμφότερα περιέχουν το όνομα O STORE, λαμβανομένου υπόψη ότι η μοναδική διαφορά συνίσταται στην παράλειψη, σε ένα εκ των δύο σημείων, του μη έχοντος διακριτικό χαρακτήρα άρθρου «the». Συγκεκριμένα, το σημείο O STORE περιλαμβάνεται πλήρως στο προγενέστερο εθνικό σήμα THE O STORE.

67      Επομένως, το επίμαχο κοινοτικό σήμα εμφανίζει έντονες οπτικές ομοιότητες με το προγενέστερο εθνικό σήμα.

68      Όσον αφορά τη φωνητική σύγκριση των περί ων πρόκειται σημείων, τα τελευταία έχουν κοινό το σημείο O STORE. Ναι μεν το προγενέστερο εθνικό σήμα περιέχει επίσης το μη έχον διακριτικό χαρακτήρα άρθρο «the», πλην όμως η προφορά των δύο αυτών σημείων είναι πρακτικώς ταυτόσημη και δεν παρέχει, βεβαίως, τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι υφίσταται φωνητική διαφορά μεταξύ αυτών.

69      Συνεπώς, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι επίσης παρόμοια από φωνητικής απόψεως.

70      Όσον αφορά την εννοιολογική σύγκριση, διαπιστώνεται ότι τα δύο αυτά σημεία παραπέμπουν επίσης, στην αγγλική γλώσσα, στην έννοια του καταστήματος και ότι δεν είναι δυνατό να γίνει καμία διαφοροποίηση μεταξύ των σημείων αυτών.

71      Κατά συνέπεια, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι λίαν παρεμφερή, εφόσον περιέχουν το πανομοιότυπο στοιχείο «o store», ενώ η μόνη διαφορά έγκειται στην παράλειψη, εντός του επίμαχου κοινοτικού σήματος, του μη έχοντος διακριτικό χαρακτήρα άρθρου «the».

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

72      Όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 42 έως 62, οι επίμαχες υπηρεσίες και τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα είναι παρόμοια. Επιπλέον, η συνολική εντύπωση που προκαλούν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι ικανή να δημιουργήσει, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης ομοιότητάς τους, κίνδυνο συγχύσεως στον καταναλωτή.

73      Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 48 της προαναφερθείσας στη σκέψη 17 αποφάσεως Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte, ότι, κατά τη νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση και αποφάνθηκε ότι, στο πλαίσιο της σφαιρικής αυτής αξιολογήσεως, είναι δυνατή η συνεκτίμηση, εν ανάγκη, των ιδιαιτεροτήτων του όρου «υπηρεσίες παρεχόμενες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου» που συνδέονται με το ευρύ πεδίο εφαρμογής του, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων μερών.

74      Πάντως, εν προκειμένω, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο τα επίμαχα προϊόντα να πωλούνται από τα ίδια σημεία πωλήσεως με εκείνα όπου προσφέρονται οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου, πράγμα το οποίο θα μπορούσε, ιδίως, να συμβεί στην περίπτωση που τα προϊόντα που φέρουν το σήμα THE O STORE επωλούντο με τη διαμεσολάβηση υπηρεσιών O STORE τις οποίες αφορά το επίμαχο κοινοτικό σήμα, προκαλώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κίνδυνο συγχύσεως στους καταναλωτές.

75      Έστω και αν υποτεθεί ότι, εν προκειμένω, τα προϊόντα που φέρουν το προγενέστερο σήμα THE O STORE δεν πωλούνται με τη διαμεσολάβηση των υπηρεσιών O STORE τις οποίες αφορά το επίμαχο κοινοτικό σήμα, διαπιστώνεται ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, όταν έρχεται αντιμέτωπο με υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου, ιδίως σχετικά με ενδύματα ή υποδήματα, και οι οποίες καλύπτονται από το σήμα O STORE, θα μπορούσε να πιστέψει ότι οι υπηρεσίες αυτές προσφέρονται από την ίδια επιχείρηση με εκείνη που πωλεί τα ίδια προϊόντα με το σήμα THE O STORE ή από συνδεδεμένη με αυτήν επιχείρηση. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ως σημείο αναφοράς ο «κανονικός» τρόπος εμπορίας των προσδιοριζομένων από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα προϊόντων, δηλαδή ο τρόπος εμπορίας που κανονικώς προσδοκάται για την κατηγορία των προσδιοριζομένων από τα εν λόγω σήματα προϊόντων [βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 2006, T‑147/03, Devinlec κατά ΓΕΕΑ – TIME ART (QUANTUM), Συλλογή 2006, σ. II‑11, σκέψη 103, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2007, C‑171/06 P, T.I.M.E. ART κατά Devinlec και ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή].

76      Δικαιολογείται απολύτως το να λαμβάνονται υπόψη οι αντικειμενικές συνθήκες εμπορίας των προσδιοριζομένων από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα προϊόντων και υπηρεσιών. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξέταση του κινδύνου συγχύσεως στην οποία προέβησαν οι αρμόδιοι του ΓΕΕΑ αποτελεί εξέταση μελλοντικών γεγονότων. Πάντως, δεδομένου ότι ο ιδιαίτερος τρόπος εμπορίας των προσδιοριζομένων από τα σήματα προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί να ποικίλλει διαχρονικά και ανάλογα με τη βούληση των δικαιούχων των σημάτων αυτών, η ανάλυση του μελλοντικού κινδύνου συγχύσεως μεταξύ δύο σημάτων, με την οποία επιδιώκεται γενικού συμφέροντος στόχος, συγκεκριμένα η αποφυγή κινδύνου παραπλανήσεως του ενδιαφερόμενου κοινού σε σχέση με την εμπορική καταγωγή των εν λόγω προϊόντων, δεν μπορεί να εξαρτηθεί από τις πραγματοποιηθείσες ή μη, και εκ φύσεως υποκειμενικές, εμπορικές προθέσεις των δικαιούχων των σημάτων [αποφάσεις (QUANTUM), σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 104, και T.I.M.E. ART κατά Devinlec και ΓΕΕΑ, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 59].

77      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο κίνδυνος συγχύσεως θα έπρεπε να αποκλεισθεί λόγω του ελάχιστου, αν όχι ανύπαρκτου, διακριτικού χαρακτήρα των στοιχείων «the» και «o» του προγενέστερου σήματος THE O STORE, πολλώ μάλλον εφόσον η παρεμβαίνουσα δεν απέδειξε ότι το σήμα αυτό είχε καθιερωθεί στη γαλλική αγορά, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως ορθώς ανέφερε το ΓΕΕΑ, καίτοι τα στοιχεία αυτά, εξεταζόμενα μεμονωμένα, είναι σε ελάχιστο βαθμό διακριτικά, γεγονός παραμένει ότι ο συνδυασμός των εν λόγω στοιχείων, τα δύο εκ των οποίων προέρχονται από την αγγλική γλώσσα, καθίσταται συνήθως διακριτικός για τους Γάλλους καταναλωτές σε σχέση με τα προσδιοριζόμενα προϊόντα. Εφόσον το προγενέστερο σήμα έχει, συνήθως, διακριτικό χαρακτήρα, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως μη ερειδόμενο σε πραγματικά περιστατικά.

78      Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως και ορθώς επιβεβαίωσε την ακυρότητα του κοινοτικού σήματος O STORE για τις υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως ενδυμάτων, ειδών πιλοποιίας, υποδημάτων, αθλητικών τσαντών, σακιδίων και πορτοφολιών» και «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως μέσω Διαδικτύου».

79      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη των αιτημάτων της.

 Επί της αιτήσεως της παρεμβαίνουσας, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

80      Η παρεμβαίνουσα ζητεί τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, με την εν λόγω απόφαση, ότι δεν υφίστατο καμία ομοιότητα μεταξύ, αφενός, των ενδυμάτων και των ειδών που φέρουν το σήμα THE O STORE και, αφετέρου, των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου και οι οποίες αφορούν τα οπτικά είδη και άλλα προϊόντα που πωλούνται υπό το έμβλημα O STORE. Πράγματι, πρέπει να πραγματοποιηθεί συγκεκριμένη ανάλυση ως προς την ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 16 απόφαση Canon. Πάντως, τα γυαλιά, τα κοσμήματα και τα ρολόγια θα μπορούσαν να είναι παρόμοια με τα είδη ένδυσης ή να είναι συμπληρωματικά σε αυτά. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις του τομέα της μόδας επιθέτουν το σήμα τους όχι μόνο σε ενδύματα, αλλά και σε τσάντες, σε γυαλιά και σε ρολόγια· τούτο αφορά όλες τις επιχειρήσεις του τομέα της μόδας. Έτσι, υπάρχει ομοιότητα μεταξύ του τομέα των οπτικών ειδών και εκείνου του ιματισμού.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

81      Ζητώντας από το Πρωτοδικείο να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το τμήμα προσφυγών επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως με την οποία το τελευταίο απέρριψε την αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος όσον αφορά τις υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως γυαλιών οράσεως, γυαλιών ηλίου, οπτικών ειδών και εξαρτημάτων, ρολογιών, ειδών ωρολογοποιίας, κοσμημάτων, χαλκομανιών, αφισών», η παρεμβαίνουσα κάνει χρήση της δυνατότητας που της παρέχει το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας να διατυπώσει, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, αιτήματα με σκοπό τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά ζήτημα που δεν τέθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής [βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 2006, T‑214/04, Royal County of Berkshire Polo Club κατά ΓΕΕΑ – Polo/Lauren (ROYAL COUNTY OF BERKSHIRE POLO CLUB), Συλλογή 2006, σ. II‑239, σκέψη 50].

82      Στην περίπτωση αυτή, οι λοιποί διάδικοι μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 135, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, εντός προθεσμίας δύο μηνών αφότου τους κοινοποιηθεί το υπόμνημα αντικρούσεως, να καταθέσουν υπόμνημα, το αντικείμενο του οποίου περιορίζεται στην αντίκρουση των αιτημάτων που υποβλήθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα της παρεμβαίνουσας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση ROYAL COUNTY OF BERKSHIRE POLO CLUB, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψη 51). Ούτε η προσφεύγουσα ούτε το ΓΕΕΑ έκαναν χρήση της δυνατότητας αυτής, ενώ το ΓΕΕΑ έλαβε θέση επί του ζητήματος αυτού με το υπόμνημά του αντικρούσεως, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να επικυρωθεί στο σύνολό της. Αντιθέτως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η προσφεύγουσα όσο και το ΓΕΕΑ έλαβαν θέση επί του αιτήματος της παρεμβαίνουσας και κάλεσαν το Πρωτοδικείο να απορρίψει το αίτημα αυτό ως αβάσιμο.

83      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κίνδυνος συγχύσεως ήταν ελάχιστα πιθανός για τις υπηρεσίες «λιανικής και χονδρικής πωλήσεως γυαλιών οράσεως, γυαλιών ηλίου, οπτικών ειδών και εξαρτημάτων, ρολογιών, ειδών ωρολογοποιίας, κοσμημάτων, χαλκομανιών, αφισών». Συγκεκριμένα, η φύση της λιανικής πωλήσεως των προϊόντων αυτών διαφέρει από τη φύση της λιανικής πωλήσεως των ειδών ένδυσης και των δερματίνων ειδών, η δε πώλησή τους δεν ικανοποιεί τις ίδιες ανάγκες, ενώ συγχρόνως δεν υπάρχει συμπληρωματικότητα και τα δίκτυα διανομής είναι διαφορετικά (σκέψεις 28 έως 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

84      Το ως άνω συμπέρασμα πρέπει να γίνει δεκτό.

85      Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 63 έως 70, τα σημεία είναι λίαν παρεμφερή, δεν υφίσταται καμία ομοιότητα μεταξύ, ιδίως, των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου για γυαλιά, αφενός, και των ειδών ένδυσης και των δερματίνων ειδών, αφετέρου. Το προγενέστερο σήμα δεν καλύπτει, άμεσα ή έμμεσα, προϊόντα παρόμοια με τα «γυαλιά οράσεως, γυαλιά ηλίου, οπτικά είδη και εξαρτήματα, ρολόγια, είδη ωρολογοποιίας, κοσμήματα, χαλκομανίες και αφίσες».

86      Το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι τα γυαλιά, τα κοσμήματα και τα ρολόγια θα μπορούσαν να είναι παρόμοια με τα είδη ένδυσης ή να θεωρηθούν συμπληρωματικά ως προς αυτά δεν ευσταθεί, κατά το μέτρο που, όπως ορθώς επισήμανε το ΓΕΕΑ, η σχέση μεταξύ των προϊόντων αυτών είναι υπερβολικά έμμεση για να θεωρηθεί ως καθοριστική. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αναζήτηση αισθητικής αρμονίας στην ένδυση αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό στο σύνολο του τομέα της μόδας και της ενδύσεως και συνιστά υπερβολικά γενικό παράγοντα που δεν μπορεί να δικαιολογήσει, από μόνος του, το συμπέρασμα ότι όλα τα σχετικά προϊόντα είναι συμπληρωματικά και, εξ αυτού του λόγου, παρόμοια (απόφαση SISSI ROSSI, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 62).

87      Έτσι, τα προϊόντα τα οποία αφορούν οι οικείες υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου και τα προϊόντα τα οποία προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα, που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 85, δεν μπορούν να θεωρηθούν παρόμοια υπό το πρίσμα των κριτηρίων που διατύπωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα στη σκέψη 16 απόφαση Canon. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι μια συμβουλή σχετικά με τα γυαλιά δεν μπορεί να θεωρείται συμπληρωματική ως προς τα ενδύματα. Επιπλέον, τα δίκτυα διανομής των παρεχομένων στο πλαίσιο του λιανικού εμπορίου επίμαχων υπηρεσιών και των οικείων προϊόντων είναι διαφορετικά, οι δε καταναλωτές δεν αναμένουν, άλλωστε, όπως ορθώς επισήμανε το ΓΕΕΑ, να διαχειρίζεται ένας κατασκευαστής ενδυμάτων και δερματίνων ειδών, άμεσα ή έμμεσα, σημεία πωλήσεως για γυαλιά οράσεως, για γυαλιά ηλίου ή για οπτικά είδη ή αντιστρόφως, τα οποία δεν αντιστοιχούν στην κύρια δραστηριότητά του.

88      Συνεπώς, η αίτηση της παρεμβαίνουσας, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

89      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον διατυπωθεί σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του ΓΕΕΑ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του. Η παρεμβαίνουσα, η οποία δεν ζήτησε να καταδικασθεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, θα φέρει τα έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Oakley, Inc., στα δικαστικά έξοδα, πλην των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα.

3)      Η Venticinque Ltd φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Martins Ribeiro

Παπασάββας

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. E. Martins Ribeiro


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.