Language of document : ECLI:EU:T:2008:419

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2008 (*)

«Συμβάσεις δημοσίων έργων – Πρόσκληση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Aνασυγκρότηση για την υποβολή προσφορών – Απόφαση ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών και δημοσιεύσεως νέας προσκλήσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου – Ανάγκη υποβολής προηγουμένως καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Εντολή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αίτημα αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση T‑411/06,

Sogelma Societá generale lavori manutenzioni appalti Srl, με έδρα το Scandicci (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους E. Cappelli, P. De Caterini, A. Bandini και A. Gironi, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Ανασυγκρότηση (EYA), εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον O. Kalha, ακολούθως από τον M. Dischendorfer και τέλος από τον R. Lundgren, επικουρούμενους από τους S. Bariatti και F. Scanzano, δικηγόρους,

καθής-εναγομένης,

υποστηριζόμενης από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους P. van Nuffel και L. Prete,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων της ΕΥΑ περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών σχετικά με το υπό στοιχεία EuropeAid/120694/D/W/YU δημόσιο έργο και περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως υποβολής προσφορών, καθώς και αίτημα περί αποκαταστάσεως της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από την M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, και τους Σ. Παπασάββα και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση (ΕΥΑ) συνεστήθη με τον κανονισμό (ΕΚ) 2454/1999 του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 1999, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1628/96 σχετικά με τη βοήθεια στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στην Κροατία, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Ανασυγκρότηση (EE L 299, σ. 1).

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1628/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1996 (EE L 204, σ. 1), καταργήθηκε με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2666/2000 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2000, για την παροχή βοηθείας προς την Αλβανία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Κροατία, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1628/96 και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 3906/89 και (ΕΟΚ) 1360/90 και των αποφάσεων 97/256/ΕΚ και (ΕΟΚ) 1999/311/ΕΚ (EE L 306, σ. 1). Οι διατάξεις του κανονισμού 1628/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2454/1999, οι οποίες αφορούν τη σύσταση και τη λειτουργία της ΕΥΑ, επαναλαμβάνονται, τροποποιημένες, με τον κανονισμό (ΕΚ) 2667/2000 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την ΕΥΑ (EE L 306, σ. 7).

3        Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 2667/2000, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να αναθέσει στην ΕΥΑ την εκτέλεση της κοινοτικής αρωγής, την οποία προβλέπει το άρθρο 1 του κανονισμού 2666/2000 υπέρ της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2667/2000, η Επιτροπή δύναται να αναθέσει στην ΕΥΑ όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την υλοποίηση των προγραμμάτων ανασυγκροτήσεως της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, και ιδίως για την προετοιμασία και την αξιολόγηση των προσκλήσεων υποβολής προσφορών και την ανάθεση των συμβάσεων. Επί πλέον, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού, η ΕΥΑ διαθέτει νομική προσωπικότητα.

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Η ΕΥΑ δημοσίευσε στις 7 Σεπτεμβρίου 2005, στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ S 172), προκήρυξη διαγωνισμού σύμφωνα με την ανοικτή διαδικασία, υπό τα στοιχεία EuropeAid/120694/D/W/YU, σχετικά με την κατακύρωση του δημόσιου έργου «αποκατάσταση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας (εξουδετέρωση μη εκραγέντων εκρηκτικών μηχανισμών) εντός του δικτύου μεταφορών μέσω εσωτερικής πλωτής οδού, Δημοκρατία της Σερβίας – Σερβία και Μαυροβούνιο» (στο εξής: πρόσκληση υποβολής προσφορών).

5        Σύμφωνα με την πρόσκληση υποβολής προσφορών και το σημείο 2 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά, οι οποίες παρατίθενται στον φάκελο υποβολής προσφορών, το επίδικο σχέδιο επρόκειτο να χρηματοδοτεί από την ΕΥΑ, ενώ αναθέτουσα αρχή επρόκειτο να είναι το Σερβικό Υπουργείο Επενδύσεων Κεφαλαίου.

6        Τα σημεία 16, στοιχείο x΄, της προκηρύξεως του διαγωνισμού και 4.2, στοιχείο x΄, των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά προέβλεπαν, όσον αφορά τα «ελάχιστα κριτήρια επιλογής» του προς ον η κατακύρωση, ότι το προσωπικό σε θέσεις κλειδιά έπρεπε στο σύνολό του να διαθέτει τουλάχιστον δεκαετή ανάλογη επαγγελματική πείρα.

7        Το σημείο 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Διαδικασίες διοικητικών προσφυγών

(1) Σε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλων προσφορά θεωρεί εαυτόν θιγόμενο από πλάνη ή παρατυπία διαπραχθείσα στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως, δύναται να αναφερθεί ευθέως στην [ΕΥΑ] και να ενημερώσει συναφώς την Επιτροπή. Η [ΕΥΑ] οφείλει να απαντήσει εντός προθεσμίας 90 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της καταγγελίας.

(2) Εφόσον έλαβε γνώση της καταγγελίας, η Επιτροπή γνωστοποιεί τη γνώμη της στην [ΕΥΑ] και επιδιώκει, στο μέτρο του εφικτού, φιλική επίλυση μεταξύ του καταγγέλλοντος και της [ΕΥΑ].

(3) Σε περίπτωση ανεπιτυχούς εκβάσεως της προηγούμενης διαδικασίας, ο υποβάλλων προσφορά μπορεί να κάνει χρήση των θεσπισθεισών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαδικασιών».

8        Πριν από τη λήξη της οριστικής ημερομηνίας υποβολής των προσφορών, η ΕΥΑ παρέλαβε τρεις προσφορές τις οποίες υπέβαλαν αντιστοίχως κοινοπραξία στην οποία μετείχαν η προσφεύγουσα-ενάγουσα Sogelma – Societá generale lavori manutenzioni appalti Srl και η κροατική εταιρία DOK ING RAZMINIRANJE d.o.o. (στο εξής: DOK ING), καθώς και δύο άλλες κοινοπραξίες.

9        Η ΕΥΑ προέβη στις 10 Μαρτίου 2006 στην αποσφράγιση των φακέλων δημοσίως. Η προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας περιελάμβανε τιμή κατώτερη εκείνων που είχαν προτείνει οι ανταγωνιστές της.

10      Στις 14 και στις 22 Μαρτίου 2006, η ΕΥΑ υπέβαλε αιτήματα περί διευκρινίσεων προς τους υποβαλόντες προσφορά. Το δεύτερο αίτημα αφορούσε ειδικότερα τα βιογραφικά σημειώματα του προταθέντος προσωπικού σε θέσεις κλειδιά. Όλοι οι υποβαλόντες προσφορά απάντησαν επί των αιτημάτων περί διευκρινίσεων εντός των προθεσμιών που έταξε η ΕΥΑ.

11      Με έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006, η ΕΥΑ γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι η επίδικη πρόσκληση υποβολής προσφορών είχε ακυρωθεί λόγω του ότι καμία από τις υποβληθείσες προσφορές δεν πληρούσε τους εφαρμοστέους τεχνικούς όρους. Όσον αφορά την προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας, η ΕΥΑ διευκρίνισε ότι, μεταξύ των μελών του προταθέντος προσωπικού σε θέσεις κλειδιά, ο «Superintendent Survey Team» δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες στα σημεία 16, στοιχείο x΄, της προκηρύξεως του διαγωνισμού και 4.2, στοιχείο x΄, των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά προϋποθέσεις.

12      Με έγγραφο της 19ης Οκτωβρίου 2006 (το οποίο έφερε εκ λάθους ως ημερομηνία τη 19η Σεπτεμβρίου 2006), η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε αντίγραφο της αποφάσεως περί ακυρώσεως της διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών (στο εξής: απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών) και του συναφούς πρακτικού. Επί πλέον, στο ίδιο έγγραφο αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο κινήσεως διαδικασίας με διαπραγμάτευση, σύμφωνα με το άρθρο 30 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (EE L 134, σ. 114).

13      Με έγγραφο της 13ης Νοεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επανέλαβε το αίτημά της και κάλεσε την ΕΥΑ να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση επί της κινήσεως ή μη διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

14      Με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα-ενάγουσα κάλεσε την ΕΥΑ να της αποστείλει αντίγραφο όλων των πρακτικών της επιτροπής αξιολογήσεως που εξέτασε τις υποβληθείσες στα πλαίσια της προκηρύξεως του διαγωνισμού προσφορές, του πρακτικού της δημόσιας συνεδριάσεως για την αποσφράγιση των φακέλων των προσφορών, καθώς και αντίγραφο της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και του σχετικού πρακτικού, επικαλούμενη το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (EE L 145, σ. 43).

15      Με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2006, η ΕΥΑ διευκρίνισε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι είχε κάνει χρήση του δικαιώματός της να ακυρώσει την πρόσκληση υποβολής προσφορών και να προβεί σε νέα πρόσκληση λόγω του γεγονότος ότι οι τεχνητοί όροι «τροποποιήθηκαν σημαντικά». Περαιτέρω, διευκρίνισε ότι, πέραν της διαπιστώσεως ότι καμία από τις υποβληθείσες προσφορές δεν πληρούσε τους τεχνικούς όρους, η επιτροπή αξιολογήσεως δεν διατύπωσε καμία παρατήρηση. Στο εν λόγω έγγραφο, η ΕΥΑ επισυνήψε το πρακτικό της συνεδριάσεως για την αποσφράγιση των φακέλων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Δεκεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή-αγωγή, διευκρινίζοντας ότι ενεργεί ιδίω ονόματι και ως εντολοδόχος της εταιρίας DOK ING.

17      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος της 4ης Ιουνίου 2007, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της ΕΥΑ.

18      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος αυτού εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

19      Εν συνεχεία της μερικής ανανεώσεως του Πρωτοδικείου, η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή. Ακολούθως, λόγω της τοποθετήσεως του τελευταίου στο όγδοο τμήμα, η παρούσα υπόθεση ανατέθηκε, συνακόλουθα, σε αυτόν.

20      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

21      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου 2008.

22      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της ΕΥΑ περί:

–        ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών,

–        διοργανώσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών,

–        να υποχρεώσει την ΕΥΑ να καταβάλει αποζημίωση λόγω της ζημίας που υπέστη η ίδια, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής·

–        να καταδικάσει την ΕΥΑ στα δικαστικά έξοδα.

23      Η ΕΥΑ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την προσφυγή-αγωγή απαράδεκτη ή, επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κηρύξει απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως ή, επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

–        να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα περί αποζημιώσεως·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Επίσης, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να διατάξει την ΕΥΑ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 65, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει όλα τα έγγραφα που αφορούν την επίδικη διαδικασία κατακυρώσεως. Η ΕΥΑ και η Επιτροπή αντιτίθενται στο ανωτέρω αίτημα.

26      Με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε επίσης από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει «και κάθε άλλη προηγηθείσα, συντονισθείσα ή συναφή πράξη, συμπεριλαμβανομένης της αποφάσεως περί αποκλεισμού της προσφεύγουσας-ενάγουσας». Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα διευκρίνισε ότι το Πρωτοδικείο δεν έπρεπε πλέον να λάβει υπόψη του το συγκεκριμένο σκέλος του αιτητικού, όπερ και εγένετο.

 Επί του παραδεκτού

27      Η ΕΥΑ επικαλείται πλείονες λόγους απαραδέκτου. Επιβάλλεται η εξέταση, πρώτον, του αντλούμενου από την έλλειψη αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου να αποφαίνεται επί προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κατά πράξεως της ΕΥΑ και, δεύτερον, του αντλούμενου από τη μη υποβολή, εκ μέρους της προσφεύγουσας-ενάγουσας, καταγγελίας ενώπιον της διοικήσεως, προηγηθείσας της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής-αγωγής. Τρίτον, επιβάλλεται η εξέταση, όσον αφορά το αίτημα να ακυρωθεί η απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, της τηρήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής. Τέταρτον, επιβάλλεται η εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής καθ’ ο μέτρο σκοπεί στην ακύρωση της αποφάσεως της ΕΥΑ περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών. Τέλος, επιβάλλεται η εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής καθ’ ο μέτρο η προσφεύγουσα επικαλείται τα δικαιώματα της DOK ING.

 Α –       Επί της αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου να αποφανθεί επί προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κατά πράξεως της ΕΥΑ

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Η ΕΥΑ ισχυρίζεται ότι η απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών δεν εμπίπτει στις πράξεις επί των οποίων το Πρωτοδικείο ασκεί έλεγχο νομιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος περιορίζεται στις πράξεις που εκδίδουν από κοινού το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στις πράξεις του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΚΤ που δεν αποτελούν συστάσεις ή γνωμοδοτήσεις, καθώς και στις πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων.

29      Το άρθρο 13α του κανονισμού 2667/2000, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1646/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003 (EE L 245, σ. 16), δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά απλώς τις προσφυγές κατά των αποφάσεων της ΕΥΑ οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001.

30      Ομοίως, το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 2667/2000 περιορίζεται στην πρόβλεψη της αρμοδιότητας του κοινοτικού δικαστή να επιλαμβάνεται διαφορών σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της ΕΥΑ.

31      Οι υποβαλόντες προσφορά δεν στερούνται οποιασδήποτε προστασίας. Τα δικαιώματά τους προστατεύονται από την προβλεπόμενη στο σημείο 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά διαδικασία (προπαρατεθείσα στη σκέψη 7). Η ΕΥΑ υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με το ανωτέρω σημείο, οι υποβαλόντες προσφορά δύνανται, σε περίπτωση ανεπιτυχούς εκβάσεως της προβλεπόμενης στο ίδιο σημείο διαδικασίας, να προσφύγουν στις διαδικασίες που καθιέρωσε η Επιτροπή, οι πράξεις της οποίας υπόκεινται σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ. Επικαλείται επίσης τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του εθνικού δικαστή.

32      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα και η Επιτροπή αμφισβητούν τον συγκεκριμένο λόγο απαραδέκτου.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

33      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι οι συσταθείσες βάσει του παράγωγου δικαίου υπηρεσίες, όπως η ΕΥΑ, δεν καταλέγονται μεταξύ των απαριθμούμενων στο άρθρο 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ κοινοτικών θεσμικών οργάνων.

34      Περαιτέρω, ο κανονισμός 2667/2000, όπως τροποποιήθηκε, ο οποίος ορίζει απλώς, στα άρθρα 13 και 13α αυτού, ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των αγωγών αποζημιώσεως σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης της ΕΥΑ και κατά των αποφάσεων της ΕΥΑ σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα, αποφάσεων εκδοθεισών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001, δεν προβλέπει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών ακυρώσεως κατά των λοιπών αποφάσεων της ΕΥΑ.

35      Εντούτοις, οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τον εκ μέρους του Πρωτοδικείου έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, της νομιμότητας των πράξεων της ΕΥΑ πέραν εκείνων στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 13 και 13α του κανονισμού 2667/2000.

36      Πράγματι, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 23 της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, γνωστής ως αποφάσεως Les Verts (Συλλογή 1986, σ. 1339), ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα συνιστά κοινότητα δικαίου, η δε Συνθήκη καθιέρωσε πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, το οποίο σκοπεί να αναθέσει στο Δικαστήριο τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων. Το σύστημα της Συνθήκης συνίσταται στη δυνατότητα ασκήσεως ευθείας προσφυγής κατά κάθε μέτρου ληφθέντος από τα θεσμικά όργανα και συνεπαγόμενου έννομα αποτελέσματα (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Les Verts, σκέψη 24 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι η προσφυγή ακυρώσεως δύναται να έχει ως αντικείμενο τις πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων, μολονότι το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ), όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ανέφερε μόνο τις πράξεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι ενδεχόμενη ερμηνεία του άρθρου αυτού κατά τρόπο εξαιρούντα τις πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από εκείνες κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή θα κατέληγε σε αποτέλεσμα αντίθετο τόσο προς το πνεύμα της Συνθήκης, όπως αυτό εκφράζεται με το άρθρο 164 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 220 ΕΚ), όσο και προς το σύστημά της (προπαρατεθείσα απόφαση Les Verts, σκέψη 25).

37      Από την ως άνω απόφαση μπορεί να συναχθεί η γενική αρχή ότι πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο κάθε πράξη κοινοτικού οργανισμού παράγουσα έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων. Ασφαλώς, η προπαρατεθείσα απόφαση Les Verts, σκέψη 24, μνημονεύει μόνον τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και η ΕΥΑ δεν ανήκει στα απαριθμούμενα στο άρθρο 7 ΕΚ θεσμικά όργανα. Εντούτοις, η κατάσταση των κοινοτικών οργανισμών στους οποίους έχει ανατεθεί η εξουσία εκδόσεως πράξεων παραγουσών έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων είναι ταυτόσημη με εκείνη που κατέληξε στην έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Les Verts: είναι απαράδεκτο, στα πλαίσια μιας κοινότητας δικαίου, παρόμοιες πράξεις να μην υπόκεινται σε έλεγχο.

38      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η ακύρωση προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών είναι πράξη δυνάμενη, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ (βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Οκτωβρίου 2007, T‑69/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Ευρωπαϊκής Αρχής για την ασφάλεια των τροφίμων, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 53). Πρόκειται, όντως, για πράξη θίγουσα την προσφεύγουσα-ενάγουσα και τροποποιούσα σημαντικά τη νομική κατάστασή της, καθόσον σημαίνει ότι είναι πλέον αδύνατη η ανάθεση στην ενδιαφερομένη της συμβάσεως για την οποία είχε υποβάλει προσφορά.

39      Επιβάλλεται επίσης η υπόμνηση ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 2667/2000, όπως αυτός τροποποιήθηκε, η Επιτροπή δύναται να αναθέσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 1 του κανονισμού 2666/2000 εκτέλεση της κοινοτικής αρωγής υπέρ της Σερβίας και του Μαυροβουνίου στην ΕΥΑ, την οποία δύναται, μεταξύ άλλων, να επιφορτίσει με την προετοιμασία και την αξιολόγηση των προσκλήσεων υποβολής προσφορών και της αναθέσεως των συμβάσεων. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η ΕΥΑ εκδίδει, συνακόλουθα, αποφάσεις τις οποίες θα είχε λάβει η ίδια αν δεν είχε αναθέσει τις εν λόγω εξουσίες στη δεύτερη.

40      Οι αποφάσεις που θα είχε λάβει η Επιτροπή δεν μπορούν να απολέσουν την ιδιότητά τους ως δυναμένων να προσβληθούν πράξεων αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι η Επιτροπή ανέθεσε αρμοδιότητες στην ΕΥΑ, χωρίς τον κίνδυνο δημιουργίας νομικού κενού.

41      Επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος της ΕΥΑ ότι τα δικαιώματα των υποβαλλόντων κατοχυρώνονται με την προβλεπόμενη στο σημείο 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά διαδικασία καθόσον θα μπορούσαν να προσφύγουν στις διαδικασίες που καθιέρωσε η Επιτροπή, οι πράξεις της οποίας δύνανται να προσβληθούν με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι το σημείο 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή εκδίδει, στα πλαίσια της διαδικασίας, απόφαση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο ένδικης προσφυγής. Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή δήλωσε, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι ουδεμία είχε θεσπίσει ειδική διαδικασία προκειμένου να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις καταγγελιών που δεν κατέληξαν σε φιλικό διακανονισμό κατά την έννοια του σημείου 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά.

42      Τέλος, απορρίπτεται το επιχείρημα της ΕΥΑ ότι κατά των πράξεών της θα μπορούσε να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Γεγονός μεν είναι ότι εν προκειμένω, δυνάμει της προκηρύξεως του διαγωνισμού και του σημείου 2 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά, η αναθέτουσα αρχή είναι το Σερβικό Υπουργείο Επενδύσεων Κεφαλαίου, πλην όμως εκείνη που έλαβε την απόφαση ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών είναι η ΕΥΑ και όχι οποιαδήποτε εθνική αρχή. Επιβάλλεται η υπογράμμιση ότι κανένα εθνικό δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως.

43      Από τα προεκτεθέντα έπεται ότι οι αποφάσεις που έλαβε η ΕΥΑ στο πλαίσιο των διαδικασιών αναθέσεως συμβάσεων και που σκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων έναντι των τρίτων συνιστούν πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

44      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την νομολογία στην οποία αναφέρθηκε η ΕΥΑ προς τεκμηρίωση της άμυνάς της.

45      Όσον αφορά την απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C‑160/03, Ισπανία κατά Eurojust (Συλλογή 2005, σ. I‑2077), ναι μεν το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των πράξεων εκείνων, τη νομιμότητα των οποίων δύναται το ίδιο να ελέγχει δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ (σκέψη 37 της αποφάσεως). Πάντως, στην επόμενη σκέψη της ιδίας αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι το άρθρο 41 ΕΕ δεν προέβλεπε την εφαρμογή του άρθρου 230 ΕΚ στις διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που περιλαμβάνονται στον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθόσον η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στον τομέα αυτό καθορίζεται στο άρθρο 35 ΕΕ, όπου παραπέμπει το άρθρο 46, στοιχείο β΄, ΕΕ. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης, στις σκέψεις 41 και 42 της αποφάσεώς του, ότι οι προσβαλλόμενες στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης πράξεις δεν εξέφευγαν παντός δικαστικού ελέγχου.

46      Με τη διάταξη της 8ης Ιουνίου 1998, T‑148/97, Keeling κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 1998, σ. II‑2217), και το Πρωτοδικείο δεν περιορίστηκε να διαπιστώσει, στη σκέψη 32, ότι το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (Εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) δεν αποτελούσε ούτε ένα από τα απαριθμούμενα στο άρθρο 4 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 7 ΕΚ) όργανα της Κοινότητας ούτε αποτελούσε αντικείμενο του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, αλλά διαπίστωσε επίσης, στη σκέψη 33, ότι κατά της επίδικης αποφάσεως του προέδρου του ΓΕΕΑ παρείχετο η δυνατότητα ασκήσεως άλλων ενδίκων μέσων, αναφέροντας, ειδικότερα, το άρθρο 179 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 236 ΕΚ). Άρα, δεν προσκρούει στην ανωτέρω διάταξη η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, κατ’ αποφάσεως κοινοτικού οργανισμού ο οποίος δεν μνημονεύεται στο εν λόγω άρθρο.

47      Όσον αφορά τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2007, T‑311/06 R I, T‑311/06 R II, T‑312/06 R και T‑313/06, RFMC Chemical κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Αρχής για την ασφάλεια των τροφίμων (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), επισημαίνεται ότι αφορά προσφυγή κατά γνωμοδοτήσεως που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων και που δεν παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Από την ανωτέρω διάταξη δε θα μπορούσε να συναχθεί ότι είναι απαράδεκτη προσφυγή κατά πράξεως κοινοτικού οργανισμού ο οποίος δεν μνημονεύεται στο άρθρο 230 ΕΚ.

48      Κατόπιν αυτού, η επικληθείσα από την ΕΥΑ νομολογία δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι πράξη κοινοτικού οργανισμού προοριζόμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων δεν δύναται να εκφεύγει του εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή ελέγχου.

49      Εξάλλου, παρατηρείται ότι, κατ’ αρχήν, οι προσφυγές πρέπει να βάλλουν κατά του συντάκτη της προσβαλλόμενης πράξεως ή κατά του θεσμικού οργάνου ή του κοινοτικού οργανισμού που εξέδωσε την απόφαση.

50      Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι η ΕΥΑ είναι κοινοτικός οργανισμός, ο οποίος διαθέτει νομική προσωπικότητα και ο οποίος συνεστήθη με κανονισμό προκειμένου να υλοποιηθεί η κοινοτική αρωγή υπέρ, ιδίως, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου (βλ. άρθρα 1 και 3 του κανονισμού 2667/2000). Προς τούτο, τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 2667/2000 παρέχουν ρητώς στην Επιτροπή την εξουσία να αναθέτει στην ΕΥΑ την εκτέλεση της εν λόγω αρωγής και ιδίως την προετοιμασία και την αξιολόγηση των προσκλήσεων για την υποβολή προσφορών και την ανάθεση των συμβάσεων. Επομένως, η ΕΥΑ είναι αρμόδια, αφού προηγουμένως επιφορτίσθηκε προς τούτο από την Επιτροπή, να υλοποιήσει η ίδια τα προγράμματα κοινοτικής αρωγής.

51      Εν προκειμένω, η ίδια η ΕΥΑ εξέδωσε την απόφαση ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών βάσει των αρμοδιοτήτων που της ανέθεσε η Επιτροπή, σύμφωνα με τον κανονισμό 2667/2000. Η Επιτροπή δεν συμμετέσχε στη διαδικασία λήψεως της αποφάσεως. Κατόπιν αυτού, διαπιστώνεται ότι η ΕΥΑ είναι ο συντάκτης της αμφισβητούμενης πράξεως. Επομένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δύναται υπό την έννοια αυτή να την αμφισβητήσει ενώπιον του Πρωτοδικείου.

52      Επί πλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 13, παράγραφος 2, και το άρθρο 13α, παράγραφος 3, του κανονισμού 2667/2000, εναπόκειται στην ΕΥΑ να αμυνθεί ενώπιον της δικαιοσύνης στο πλαίσιο των διαφορών σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της καθώς και των διαφορών σχετικά με τις αποφάσεις που η ίδια έλαβε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001.

53      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να κριθεί ότι η ΕΥΑ δεν μπορεί να αμυνθεί ενώπιον της δικαιοσύνης η ίδια και για τις λοιπές αποφάσεις που έχει λάβει.

54      Γεγονός είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο κοινοτικός δικαστής διαπίστωσε ότι οι εκδοθείσες δυνάμει ανατεθεισών εξουσιών πράξεις ήσαν καταλογιστέες στο εκχωρούν θεσμικό όργανο στο οποίο και εναπέκειτο να αμυνθεί ενώπιον της δικαιοσύνης όσον αφορά την επίδικη πράξη. Πλην όμως, στα πλαίσια των υποθέσεων εκείνων, οι περιστάσεις δεν ήσαν συγκρίσιμες προς αυτές της υπό κρίση.

55      Όσον αφορά τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2007, T-133/03, Schering-Plough κατά Επιτροπής και ΕΟΑΦΠ (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), σχετικά με προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων (EOAΦΠ), διαπιστώνεται ότι με την απόφαση αυτή το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2309/93 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών εγκρίσεως και εποπτείας των φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη και κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την αξιολόγηση των φαρμακευτικών προϊόντων (EE L 214, σ. 1), προβλέπει συμβουλευτική και μόνον αρμοδιότητα του ΕΟΑΦΠ. Εξ αυτού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόρριψη αιτήματος περί τροποποιήσεως εγκρίσεως διαθέσεως στην αγορά εκ μέρους του ΕΟΑΦΠ έπρεπε να εκληφθεί ως προερχόμενη από την ίδια την Επιτροπή και η προσφυγή όφειλε ως εκ τούτου να στραφεί κατά της τελευταίας (προπαρατεθείσα διάταξη Schering-Plough κατά Επιτροπής και ΕΟΑΦΠ, σκέψεις 22 και 23). Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις της ΕΥΑ δεν είναι συμβουλευτικές καθόσον σ’ αυτήν εναπόκειται, κατόπιν αναθέσεως εκ μέρους της Επιτροπής, να προετοιμάσει και αξιολογήσει προσκλήσεις για την υποβολή προσφορών, καθώς και να αναθέσει τις συμβάσεις.

56      Όσον αφορά την απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Φεβρουαρίου 1998, T-369/94 και T-85/95, DIR International Film κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II‑357), σχετικά με προσφυγή ακυρώσεως κατά των πράξεων του European Film Distribution Office (EFDO) [Ευρωπαϊκό Γραφείο Διανομής Ταινιών], πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως 90/685/ΕΟΚ, για την εφαρμογή προγράμματος δράσεως προς ενθάρρυνση της αναπτύξεως της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας (MEDIA) (1991-1995) (ΕΕ L 380, σ. 37), η Επιτροπή ήταν υπεύθυνη για την εφαρμογή του προγράμματος MEDIA. Ακολούθως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η συναφής συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και του EFDO για τη χρηματοπιστωτική εφαρμογή του προγράμματος MEDIA εξαρτούσε, στην πράξη, οποιαδήποτε απόφαση λαμβανόμενη στο συγκεκριμένο πλαίσιο από προηγούμενη συμφωνία των εκπροσώπων της Επιτροπής, οπότε οι αποφάσεις του EFDO επί των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο του προγράμματος MEDIA ήσαν καταλογιστέες στην Επιτροπή, η οποία έφερε ως εκ τούτου την ευθύνη για το περιεχόμενό τους και είχε τη δυνατότητα να τις υπερασπιστεί ενώπιον της δικαιοσύνης (σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως). Στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αποφάσεις της ΕΥΑ σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις δεν εξαρτώνται από προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

57      Από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής και ότι ορθώς η προσφεύγουσα-ενάγουσα την άσκησε κατά της ΕΥΑ.

 B –       Επί της αναγκαιότητας προηγούμενης καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Η ΕΥΑ ισχυρίζεται ότι το σημείο 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά (προαναφερθέν στη σκέψη 7) καθιερώνει μηχανισμό προκαταρκτικού ελέγχου της νομιμότητας των πράξεών της. Η ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή-αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν τήρησε την προβλεπόμενη στο σημείο αυτό διαδικασία.

59      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα και η Επιτροπή αντιτίθενται στον συγκεκριμένο λόγο απαραδέκτου.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

60      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση του σημείου 37.1 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά, δεν διευκρινίζεται ότι η καταγγελία ενώπιον διοικητικής αρχής είναι υποχρεωτική. Σημειωτέον, επίσης, ότι το γεγονός ότι το σημείο 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά δεν προβλέπει προθεσμία για την υποβολή καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής συνηγορεί υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας του ανωτέρω σημείου υπό την έννοια ότι δεν σκοπεί στην καθιέρωση ως προαπαιτούμενου της προηγούμενης υποβολής υποχρεωτικώς καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής.

61      Άλλωστε, το σημείο 37.2 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά προβλέπει αποκλειστικά ότι η Επιτροπή επιδιώκει φιλική επίλυση μεταξύ του υποβάλλοντος προσφορά ο οποίος προβαίνει στην καταγγελία και της ΕΥΑ και όχι ότι εκδίδει στο πλαίσιο αυτό απόφαση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο ένδικης προσφυγής.

62      Σημειωτέον ότι το σημείο 37.3 δεν προβλέπει περαιτέρω ούτε ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας την οποία αφορά συνιστά προαπαιτούμενο για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Συγκεκριμένα, το εν λόγω σημείο προβλέπει ότι «σε περίπτωση ανεπιτυχούς εκβάσεως της προηγούμενης διαδικασίας, ο υποβάλλων προσφορά μπορεί να κάνει χρήση των θεσπισθεισών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαδικασιών». Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή ουδεμία είχε θεσπίσει ειδική διαδικασία προκειμένου να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις καταγγελιών που δεν κατέληξαν σε φιλικό διακανονισμό κατά την έννοια του σημείου 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά (βλ. σκέψη 41). Επομένως, δεν υφίσταται «καθιερωθείσα από την Επιτροπή διαδικασία», η ολοκλήρωση της οποίας θα μπορούσε να εκληφθεί ως προαπαιτούμενο για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

63      Η ΕΥΑ ισχυρίζεται ότι η χρήση του όρου «δύναται» («may» στην πρωτότυπη απόδοση στην αγγλική γλώσσα) στο σημείο 37.1 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εν λόγω διαδικασία είναι προαιρετική. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, ναι μεν ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται επίσης σε κανονισμούς προβλέποντες υποχρεωτικώς διοικητική διαδικασία η οποία προηγείται της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Αυτό συμβαίνει, επί παραδείγματι με το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (EE L 227, σ. 1), στο οποίο αναφέρεται η ΕΥΑ και το οποίο ορίζει ότι «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκήσει προσφυγή» κατά των αποφάσεων του εμπλεκόμενου συναφώς κοινοτικού γραφείου φυτικών ποικιλιών. Πάντως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο κανονισμός αυτός προβλέπει ρητώς, με το άρθρο 69 αυτού, προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού γραφείου φυτικών ποικιλιών. Επί πλέον, προβλέπει ρητώς, στο άρθρο 73, παράγραφος 1 αυτού, ότι, κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του γραφείου, δύναται να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή και θέτει προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αυτής. Ομοίως, καίτοι το άρθρο 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορίζει ότι κάθε πρόσωπο επί του οποίου εφαρμόζεται ο ως άνω κανονισμός «δύναται» να ασκήσει ενώπιον της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ένσταση κατά πράξεως που το θίγει, ορίζει επίσης προθεσμία προς τούτο. Επί πλέον, το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού προβλέπει ρητώς ότι η ενώπιον του κοινοτικού δικαστή προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχής επελήφθη προηγουμένως ενστάσεως.

64      Αντιθέτως, το παραδεκτό προσφυγής δεν μπορεί να εξαρτάται από την προηγούμενη υποβολή υποχρεωτικής καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής βάσει του σημείου 37 των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά, καθόσον η διατύπωσή του δεν είναι αρκούντως σαφής.

65      Ως εκ περισσού, υπογραμμίζεται ότι η ΕΥΑ δεν δύναται να θεσπίσει, ελλείψει οποιασδήποτε νομικής βάσεως, προϋπόθεση παραδεκτού προσφυγής βαίνουσα πέραν των προβλεπομένων στο άρθρο 230 ΕΚ.

66      Στο πλαίσιο αυτό, απορρίπτεται το επιχείρημα της ΕΥΑ ότι το σημείο 2.4.16 του «Πρακτικού οδηγού των διαδικασιών εξ συμβάσεως στο πλαίσιο των εξωτερικών δράσεων» συνιστά παρόμοια νομική βάση. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι ο εν λόγω πρακτικός οδηγός είναι ένα επιβοηθητικό εργαλείο, επεξηγηματικό των εφαρμοστέων διαδικασιών σε συγκεκριμένο τομέα, και δεν δύναται, υπό την έννοια αυτή, να αποτελέσει νομική βάση για την υποχρεωτική άσκηση προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως.

67      Απορρίπτεται επίσης το επιχείρημα της ΕΥΑ ότι παρόμοια νομική βάση απαντά στο άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), σύμφωνα με το οποίο οι αποφάσεις με τις οποίες ανατίθενται εκτελεστικά καθήκοντα στους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 54, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού οργανισμούς εμπεριέχουν κατ’ ανάγκη αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου των διαχειριστικών πράξεων. Συναφώς, παρατηρείται ότι η ανωτέρω διάταξη αφορά τον τομέα του προϋπολογισμού και δεν διέπει προδήλως τα ένδικα βοηθήματα τα οποία διαθέτουν οι υποβάλλοντες προσφορά. Επομένως, δεν μπορεί να αποτελεί νομική βάση επιτρέπουσα τη θέσπιση μιας προϋποθέσεως παραδεκτού εφαρμοστέας επί των προσφυγών των υποβαλλόντων προσφορά, ήτοι την υποχρεωτική υποβολή προηγούμενης καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής.

68      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι επιβάλλεται η απόρριψη του λόγου απαραδέκτου ο οποίος αντλείται από τη μη υποβολή, εκ μέρους της προσφεύγουσας-ενάγουσας, προηγούμενης καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής.

 Γ –       Επί της τηρήσεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

69      Η ΕΥΑ θεωρεί ότι η προσφυγή-αγωγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που αφορά την ακύρωση της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών λόγω του ότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προθεσμία ασκήσεώς της.

70      Συναφώς, υποστηρίζει ότι απέστειλε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006, ως παράρτημα ηλεκτρονικού μηνύματος αποσταλέντος αυθημερόν, με το οποίο την ενημέρωνε για την ακύρωση της προσκλήσεως υποβολής προσφορών. Δεδομένου ότι δεν παρέλαβε μήνυμα περί «μη λήψεως» εκ μέρους του συστήματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προσφεύγουσας-ενάγουσας, εκτιμά ότι δύναται ευλόγως να θεωρήσει ότι το αποσταλέν στις 9 Οκτωβρίου 2006 ηλεκτρονικό μήνυμα παρελήφθη όντως από την ενδιαφερομένη αυθημερόν. Επομένως, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της ανωτέρω αποφάσεως έληξε στις 19 Δεκεμβρίου 2006.

71      Με το δικόγραφο της ανταπαντήσεως, η ΕΥΑ διευκρινίζει ότι, κατόπιν επαληθεύσεως, διαπίστωσε ότι η αρχική εκδοχή του επίδικου ηλεκτρονικού μηνύματος ουδέποτε απεστάλη στην προσφεύγουσα-ενάγουσα. Σε αντίθεση προς όσα διευκρινίζονται με το υπόμνημα αντικρούσεως, το μήνυμα δεν απεστάλη στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ηλεκτρονικώς και ταχυδρομικώς, αλλ’ αποκλειστικά ηλεκτρονικώς. Άρα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα έλαβε γνώση της ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών μέσω του αποσταλέντος ως παραρτήματος του ηλεκτρονικού μηνύματος της 9ης Οκτωβρίου 2006 εγγράφου.

72      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε το ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Οκτωβρίου 2006. Το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006 περιήλθε στην ίδια ταχυδρομικώς στις 12 Οκτωβρίου 2006.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

73      Υπογραμμίζεται, πρώτον, ότι η απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών δεν συνιστά τύποις επιδοτέα, δυνάμει του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα απόφαση. Πράγματι, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν είναι αποδέκτης της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών (βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 2008, T‑383/06, Icuna.Com. κατά Κοινοβουλίου, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43). Η απόφαση περί ακυρώσεως αφορούσε το σύνολο της διαδικασίας προσκλήσεως υποβολής προσφορών και το γεγονός ότι κοινοποιήθηκε ακολούθως στην προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν σημαίνει ότι της απευθυνόταν.

74      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προθεσμία ασκήσεως προσφυγής άρχισε συνεπώς να τρέχει από τον χρόνο κατά τον οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα έλαβε γνώση της αποφάσεως.

75      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν η ημερομηνία κοινοποιήσεως δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα, η εξ αυτού αμφιβολία ενεργεί υπέρ του προσφεύγοντος, η προσφυγή του οποίου λογίζεται ως ασκηθείσα εμπρόθεσμα, εφόσον, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών, δεν φαίνεται να αποκλείεται τελείως το ενδεχόμενο το κοινοποιούν την απόφαση έγγραφο να περιήλθε στην ίδια αρκετά όψιμα με αποτέλεσμα τη μη τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1959, 32/58 και 33/58, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 335).

76      Ομοίως, το πλεονέκτημα της αμφιβολίας ισχύει υπέρ του προσφεύγοντος εφόσον δεν πρόκειται για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κοινοποιήσεως αλλά για την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως. Εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος επικαλείται την εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής να προσκομίσει την απόδειξη της ημερομηνίας επελεύσεως του συνεπαγομένου την έναρξη της προθεσμίας γεγονότος (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2005, T‑347/03, Branco κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2555, σκέψη 54 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Διαπιστώνεται ότι η αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος δεν εγγυάται την πραγματική παραλαβή του από τον αποδέκτη του. Πράγματι, ενδέχεται ένα ηλεκτρονικό μήνυμα να μην περιέλθει στον ίδιο για τεχνικούς λόγους. Ακόμη και αν, εν προκειμένω, η ΕΥΑ δεν έλαβε μήνυμα περί «μη λήψεως» του μηνύματος, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα περιήλθε όντως στον αποδέκτη του. Επί πλέον, ακόμη και όταν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα περιέρχεται όντως στον αποδέκτη του, ενδέχεται η παραλαβή του να μην χώρησε κατά την ημερομηνία της αποστολής του.

78      Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι η ΕΥΑ είχε τη δυνατότητα να επιλέξει έναν τρόπο επικοινωνίας που θα της παρείχε τη δυνατότητα να αποδείξει με ακρίβεια την ημερομηνία κατά την οποία το έγγραφο περιήλθε στον υποβαλόντα προσφορά. Ασφαλώς, η ΕΥΑ κάλεσε με το ηλεκτρονικό μήνυμά της 9ης Οκτωβρίου 2006 την προσφεύγουσα-ενάγουσα να επιβεβαιώσει ηλεκτρονικώς τη λήψη του μηνύματος. Πάντως, δεν έλαβε παρόμοια επιβεβαίωση. Διαπιστώνεται ότι, εφόσον ο αποστολέας ηλεκτρονικού μηνύματος ο οποίος δεν λαμβάνει καμία επιβεβαίωση περί της λήψεώς του δεν δίδει καμία συνέχεια, δεν είναι κατά κανόνα σε θέση να αποδείξει ότι το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα παρελήφθη και πότε ενδεχομένως.

79      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της ΕΥΑ, η οποία αναπτύσσεται με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, σύμφωνα με την οποία το επίδικο ηλεκτρονικό μήνυμα δεν είχε αποσταλεί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα και ηλεκτρονικώς και ταχυδρομικώς αλλά μόνον ηλεκτρονικώς, σε αντίθεση προς ό,τι η ίδια είχε διευκρινίσει με το υπόμνημά της αντικρούσεως, διαπιστώνεται ότι δεν συνιστά αποδεικτικό στοιχείο συναφώς. Το «αναλυτικό δελτάριο», το οποίο επισυνάπτεται ως παράρτημα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως και κάνει λόγο περί αποστολής του επίδικου εγγράφου στις 9 Οκτωβρίου 2006, ουδόλως δύναται να αποκλείσει το ενδεχόμενο το έγγραφο να εστάλη επίσης και ταχυδρομικώς. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι η ΕΥΑ παραδέχθηκε, εξάλλου, κατά τη συζήτηση ακροατηρίου, ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αποδείκνυε ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα δεν είχε αποσταλεί και ταχυδρομικώς.

80      Η ΕΥΑ δεν απέδειξε, συνεπώς, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα έλαβε γνώση της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών πριν από τις 12 Οκτωβρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναγνωρίζει ότι έλαβε το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προθεσμία δύο μηνών, συνυπολογιζομένης, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, παρεκτάσεώς της λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, έληξε, συνεπώς, στις 22 Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία η προσφυγή-αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου.

81      Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η παρούσα προσφυγή-αγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκπρόθεσμη σε σχέση με την αιτούμενη ακύρωση της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών.

 Δ –       Επί του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής στο μέτρο που αφορά την ακύρωση της αποφάσεως περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως υποβολής προσφορών

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

82      Η ΕΥΑ και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της ΕΥΑ να διοργανώσει νέα πρόσκληση υποβολής προσφορών είναι απαράδεκτο. Όσον αφορά το συγκεκριμένο σημείο του αιτητικού, το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν συνάδει προς τις προβλεπόμενες στο άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας επιταγές ουσιώδους τύπου, δοθέντος ότι οι προβληθέντες με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής λόγοι αφορούν απλώς την απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών.

83      Επίσης, η απόφαση περί διοργανώσεως προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, είτε νέας είτε κατόπιν ακυρώσεως άλλης προσκλήσεως, δεν αφορά άμεσα και ατομικά επιχειρηματίες, έστω και αν υπέβαλαν προσφορά στα πλαίσια προηγούμενης διαδικασίας, η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε.

84      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση περί δημοσιεύσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών είναι απόρροια της μη επιτεύξεως θετικού αποτελέσματος –κατά την ΕΥΑ– από την πρώτη πρόσκληση υποβολής προσφορών. Σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση περί ακυρώσεως της πρώτης προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών κρινόταν ως στερούμενη νομιμότητας, η επακόλουθη απόφαση διοργανώσεως νέας προσκλήσεως θα ήταν η άμεση συνέπεια μιας παράνομης συμπεριφοράς της ΕΥΑ. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση που θα γινόταν δεκτή η προσφυγή-αγωγή της, τούτο θα οδηγούσε στην επανέναρξη της πρώτης διαδικασίας και θα καθιστούσε τη δεύτερη άνευ αντικειμένου.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

85      Κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων, τροποποιώντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή τους (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 2004, C‑164/02, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑1177, σκέψη 18 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Κατά κανόνα, η απόφαση περί διοργανώσεως προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών δεν θίγει τους ενδιαφερομένους, καθόσον τους παρέχει απλώς τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία και υποβολής προσφοράς. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προέβαλε επιχειρήματα δυνάμενα να καταδείξουν ότι, εν προκειμένω, η απόφαση περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών ενδέχετο, εντούτοις, να θεωρηθεί ως θίγουσα την ίδια.

87      Έτσι, το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία γινόταν δεκτή η προσφυγή, τούτο θα κάλυπτε την πρώτη διαδικασία και θα καταστούσε άνευ αντικειμένου τη δεύτερη, δεν είναι ικανή να στοιχειοθετήσει το ότι η απόφαση περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως την θίγει. Ομοίως, το επιχείρημά της ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση περί ακυρώσεως της πρώτης προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών θα θεωρούνταν ως στερούμενη νομιμότητας, η απόφαση διοργανώσεως νέας προσκλήσεως θα ήταν η άμεση συνέπεια παράνομης συμπεριφοράς της ΕΥΑ, δεν είναι ικανή να καταδείξει ότι η απόφαση αυτή την θίγει. Πράγματι, το γεγονός απλώς και μόνο ότι υφίσταται δεσμός μεταξύ μιας αποφάσεως βλαπτικής για την προσφεύγουσα-ενάγουσα, ήτοι εκείνης της ακυρώσεως της πρώτης διαδικασίας προσκλήσεως υποβολής προσφορών και μιας δεύτερης αποφάσεως, ήτοι εκείνης της διοργανώσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, δεν σημαίνει ότι την θίγει και η δεύτερη αυτή απόφαση.

88      Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι η απόφαση περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών για τις ίδιες εργασίες με εκείνες που αποτέλεσαν αντικείμενο προηγουμένως ακυρωθείσας συμβάσεως δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως από τον Δικαστή της αποφάσεως περί ακυρώσεως της πρώτης συμβάσεως, η αναθέτουσα αρχή δεν είναι πλέον σε θέση να συνεχίσει την πρώτη διαδικασία. Πράγματι, η απόφαση περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως υποβολής προσφορών δεν σημαίνει ήδη την ανάθεση συμβάσεως αφορώσας τις ίδιες εργασίες σε άλλον υποβαλόντα προσφορά.

89      Λαμβάνοντας υπόψη τις προηγηθείσες σκέψεις, εκτιμάται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία επιτρέποντα να συναχθεί ότι η απόφαση περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή της.

90      Εξ αυτού έπεται ότι η προσφυγή-αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη στο μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, ενώ παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής πληροί τις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Ε –       Επί του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται τα δικαιώματα της DOK ING

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

91      Υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα διευκρινίζει, στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της, ότι ασκεί την προσφυγή-αγωγή ιδίω ονόματι και ως εντολοδόχος της εταιρίας DOK ING. Τούτο αφορά, αφενός, τα αιτήματα περί ακυρώσεως. Αφετέρου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσδιορίζει, στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της, το ύψος της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη καθώς και εκείνο που φέρεται ότι υπέστη η DOK ING και καλεί το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την ΕΥΑ να της καταβάλει το σύνολον του ως άνω ποσού.

92      Το Πρωτοδικείο κάλεσε την προσφεύγουσα-ενάγουσα, στο πλαίσιο της οργανώσεως μέτρων της διαδικασίας, όπως προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παράσχει λεπτομερείς διευκρινίσεις σχετικά με την «εντολή» που έλαβε εκ μέρους της εταιρίας DOK ING, να καταθέσει στη δικογραφία οποιοδήποτε λυσιτελές συναφώς έγγραφο και να εκφέρει γνώμη επί του παραδεκτού του τρόπου με τον οποίο επέλεξε να κινηθεί προκειμένου να επικαλεστεί τα δικαιώματα της εταιρίας DOK ING.

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

93      Σε απάντηση επί της υποβληθείσας από το Πρωτοδικείο ερωτήσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή προκειμένου να τύχει δέουσας προστασίας των ιδίων δικαιωμάτων καθώς και εκείνων της DOK ING, επί τη βάσει υφισταμένων συμφωνιών, υπό την ιδιότητά τους ως επιχειρήσεων που συμμετέσχον στην πρόσκληση υποβολής προσφορών. Υποστηρίζει ότι τα τρία έγγραφα που προσκόμισε, κατόπιν της αιτήσεως του Πρωτοδικείου, καταδεικνύουν ότι νομιμοποιείται να το πράξει.

94      Η ΕΥΑ και η Επιτροπή θεωρούν ότι η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή είναι απαράδεκτη κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται τα δικαιώματα της εταιρίας DOK ING.

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

95      Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η Sogelma είναι εν προκειμένω η μόνη προσφεύγουσα-ενάγουσα. Ειδικότερα, ούτε η DOK ING ούτε η κοινοπραξία που συνέστησαν η προσφεύγουσα-ενάγουσα και η DOK ING είναι διάδικοι στην υπό κρίση διαφορά. Επί πλέον, σημειωτέον ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι η DOK ING τής εκχώρησε τα δικαιώματά της.

96      Επομένως, επιβάλλεται να εξεταστεί αν τα τρία έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, κατόπιν της αιτήσεως του Πρωτοδικείου, της επιτρέπουν να επικαλεστεί τα δικαιώματα της DOK ING στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

97      Όσον αφορά το τιτλοφορούμενο «Joint venture Agreement» (συμφωνία περί μικτής επιχειρήσεως) έγγραφο, το οποίο φέρει ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 2005, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 4 αυτού προβλέπει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ως επικεφαλής της κοινοπραξίας, έχει την άδεια μεταξύ άλλων να αναλαμβάνει δεσμεύσεις εξ ονόματος της DOK ING και δύναται να υπογράφει, εξ ονόματος της μικτής επιχειρήσεως, οποιοδήποτε έγγραφο είναι αναγκαίο για την πραγματοποίηση των εργασιών που αποτελούν αντικείμενο της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Σημειωτέον ότι η ως άνω συμφωνία δεν κάνει λόγο για τη δυνατότητα της προσφεύγουσας-ενάγουσας να ασκήσει ένδικη προσφυγή για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της DOK ING.

98      Όσον αφορά το τιτλοφορούμενο «Power of attorney» (εξουσιοδότηση) έγγραφο το οποίο υπεγράφη στις 6 Δεκεμβρίου 2005 από εκπρόσωπο της DOK ING, σημειωτέον ότι δεν αναφέρεται, ούτε αυτό, στη δυνατότητα της προσφεύγουσας-ενάγουσας να ασκήσει ένδικη προσφυγή επικαλούμενη τα δικαιώματα της DOK ING.

99      Μόνο το τρίτο από τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα-ενάγουσα έγγραφα, συγκεκριμένα δε έγγραφο της DOK ING το οποίο φέρει ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου 2006 και απευθύνεται στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, αφορά τις ένδικες προσφυγές. Το ανωτέρω έγγραφο έχει ως εξής:

«Όσον αφορά την ανωτέρω πρόσκληση υποβολής προσφορών και την επακόλουθη ακύρωσή της εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, σας εξουσιοδοτούμε, με την παρούσα, ως επικεφαλής της μικτής επιχειρήσεως, να δώσετε την εντολή στον δικηγόρο σας να ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά της [ΕΥΑ] για την προκληθείσα από την ακύρωση της προσκλήσεως ζημία και έναντι ημών.»

(«With reference to the above tender and the subsequent cancellation by the Contracting Authority, we her[e]by authorize you as the Joint Venture Leader, to instruct your lawyer to take legal action against the European Agency for Reconstruction, for damages caused by the tender cancellation, also on our behalf»).

100    Ως εκ τούτου, το ανωτέρω έγγραφο έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο την εξουσιοδότηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας να δώσει εντολή στον δικηγόρο της να κινήσει δίκη και για λογαριασμό της DOK ING. Πάντως, το εν λόγω έγγραφο δεν αφορά τον τύπο και το περιεχόμενο της ένδικης προσφυγής στην οποία αυτό παραπέμπει και, ως εκ τούτου, δεν παρέχει λεπτομερή στοιχεία συναφώς. Ειδικότερα, δεν προβλέπει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα έχει το δικαίωμα να ασκήσει μόνη της ένδικη προσφυγή και να επικαλεστεί, στο πλαίσιο αυτό, τα δικαιώματα της DOK ING. Διαπιστώνεται ότι το γεγονός ότι μία εταιρία δίδει εντολή σε δικηγόρο να ασκήσει ένδικη προσφυγή, και για λογαριασμό μιας δεύτερης εταιρίας, σημαίνει κατά κανόνα ότι ο δικηγόρος θα ασκήσει προσφυγή εξ ονόματος δύο προσφευγόντων, και μάλιστα δύο διακριτές προσφυγές.

101    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μία εταιρία επικαλείται ενώπιον της δικαιοσύνης τα δικαιώματα άλλης εταιρίας αν δεν έχει λάβει εντολή προς τούτο κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση. Πράγματι, ο ενδιαφερόμενος έχει συμφέρον να αποκτήσει το καθεστώς του προσφεύγοντος προκειμένου να είναι κύριος της διαφοράς και να δύναται, επί παραδείγματα, να ασκήσει, ενδεχομένως, αναίρεση κατά της αποφάσεως επί της προσφυγής του. Επί πλέον, εταιρία η οποία επιθυμεί να της καταβληθεί συγκεκριμένο ποσό ως αποζημίωση για τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη επιθυμεί κατά κανόνα ο δικαστής να καταδικάσει τον αντίδικο να της καταβάλει το ποσό αυτό και όχι να το καταβάλει σε άλλη εταιρία.

102    Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα-ενάγουσα έγγραφα δεν είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι η ίδια έλαβε εντολή από την DOK ING να διασφαλίσει, ως αποκλειστική και μόνη προσφεύγουσα-ενάγουσα, τα δικαιώματα της δεύτερης ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

103    Εξ αυτού έπεται ότι η προσφυγή-αγωγή είναι απαράδεκτη κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται τα δικαιώματα της DOK ING.

 ΣΤ –       Απόφανση επί του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής

104    Από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή-αγωγή είναι παραδεκτή κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί, ιδίω ονόματι, την ακύρωση της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία φέρεται ότι υπέστη η ίδια.

105    Αντιθέτως, η προσφυγή-αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΥΑ περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και επικαλείται τα δικαιώματα της DOK ING.

 Επί της ουσίας

 A –       Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών

106    Προς στήριξη του αιτήματός της προς ακύρωση της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται ένα και μόνο λόγο, αντλούμενο από παραβίαση ουσιωδών τύπων. Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει δύο σκέλη, το πρώτο εκ των οποίων αφορά ελλιπή αιτιολόγηση, ενώ το δεύτερο στερούμενη λογικής και αντιφατική αιτιολόγηση.

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επί του πρώτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως εξ ανεπαρκούς αιτιολογήσεως

107    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΥΑ αθέτησε, όσον αφορά την απόφαση ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 41 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (EE L 134, σ. 114), το οποίο διέπει την ΕΥΑ κατά την άποψη της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Η ΕΥΑ όφειλε να ενημερώσει τους υποβαλόντες προσφορά, εγκαίρως και εξαντλητικώς, επί όλων των λόγων οι οποίοι δικαιολογούσαν την ακύρωση της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, λαμβανομένων υπόψη του δημόσιου συμφέροντος και της επείγουσας καταστάσεως η οποία θα έπρεπε, κατά την άποψη της προσφεύγουσας-ενάγουσας, να οδηγήσει σε ταχεία και ικανοποιητική ανάθεση της συμβάσεως, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι είχε ως αντικείμενο υπηρεσίες σε τομέα τόσο ευαίσθητο όσο ο επίδικος.

108    Λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ουδεμία υφίσταται αμφιβολία, κατά την άποψη της προσφεύγουσας-ενάγουσας, ότι η ακύρωση της διαδικασίας είναι προϊόν άκριτης επιλογής, η οποία έλαβε χώρα χωρίς ενδελεχή αξιολόγηση του προστατευτέου δημόσιου συμφέροντος.

109    Η συμπεριφορά της ΕΥΑ καθίσταται ακόμη σοβαρότερη καθόσον απαιτήθηκαν περί τους επτά μήνες για την έκδοση και κοινοποίηση της αποφάσεως ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών.

110    Η ΕΥΑ και η Επιτροπή αντικρούουν τα εν λόγω επιχειρήματα.

 Επί του δεύτερου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως ως προς τη στερούμενη λογικής και αντιφατική αιτιολόγηση

111    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα θεωρεί ότι η σύγκριση του εγγράφου της ΕΥΑ της 9ης Οκτωβρίου 2006 και εκείνου της 14ης Δεκεμβρίου 2006 θα μπορούσε να οδηγήσει στη συναγωγή του συμπεράσματος ότι ο πραγματικός λόγος της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προηγούμενης διαδικασίας και την κίνηση νέας έγκειται όχι στην ανεπάρκεια, σε τεχνικό επίπεδο, των υποβληθεισών προσφορών αλλά μάλλον σε σημαντική τροποποίηση των τεχνικών όρων. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα θεωρεί ότι είναι επιβεβλημένη η αναγωγή στην τελευταία χρονολογικώς ανακοίνωση, ήτοι στο έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2006, για την εκτίμηση της ενεργείας της ΕΥΑ.

112    Επί πλέον, η αιτιολογία που παρασχέθηκε με το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006, όπου γίνεται λόγος για το γεγονός ότι η επαγγελματική πείρα του ενός από τους προτεινόμενους από την προσφεύγουσα-ενάγουσα εμπειρογνώμονες σε θέση κλειδί ήταν κατώτερη εκείνης που καθόριζε η προκήρυξη του διαγωνισμού, αντιφάσκει προς τη συμπεριφορά των υπευθύνων της αξιολογήσεως των προσφορών, οι οποίοι είχαν δώσει την έγκρισή τους να κληθεί η προσφεύγουσα-ενάγουσα, στο πλαίσιο δραστηριοτήτων άρσεως ναρκοπεδίων εντός των υδάτων που ήσαν πανομοιότυπες με τις αποτελούσες αντικείμενο της προκηρύξεως του διαγωνισμού, και τούτο ακριβώς λόγω των τεχνικών προσόντων του ειδικευμένου προσωπικού της προσφεύγουσας-ενάγουσας και της τεχνολογίας που αυτή χρησιμοποιεί.

113    Η ΕΥΑ και η Επιτροπή αντικρούουν τα ανωτέρω επιχειρήματα.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

114    Επιβάλλεται, καταρχάς, να προσδιοριστεί ποιες διατάξεις και αρχές διέπουν την υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών.

115    Στο πλαίσιο αυτό, απορρίπτεται το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι η οδηγία 2004/18 εφαρμόζεται στην επίδικη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως. Πράγματι, η ανωτέρω οδηγία, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 84 αυτής, απευθύνεται στα κράτη μέλη, σκοπεί στον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών εθνικών διατάξεων που εφαρμόζονται τις διαδικασίες αναθέσεως συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Αλλ’ οι συναπτόμενες από την ΕΥΑ δημόσιες συμβάσεις δεν υπόκεινται στη νομοθεσία των κρατών μελών.

116    Πράγματι, υπογραμμίζεται ότι η ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα υπόκειται στις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (EE L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής). Κατά το άρθρο 162, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, οι εξωτερικές δράσεις που χρηματοδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέπονται από το πρώτο (κοινές διατάξεις) και τρίτο (μεταβατικές και τελικές διατάξεις) τμήματα του κανονισμού, υπό την επιφύλαξη των προβλεπομένων στον τίτλο IV (εξωτερικές ενέργειες) του δευτέρου μέρους του (ειδικές διατάξεις) παρεκκλίσεις. Εξάλλου, το άρθρο 7 του κανονισμού 2666/2000 προβλέπει ρητώς ότι η Επιτροπή υλοποιεί την κοινοτική βοήθεια, αντικείμενο του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τον δημοσιονομικό κανονισμό.

117    Οι διατάξεις τις οποίες η Επιτροπή οφείλει να τηρεί σχετικά με την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων εφαρμόζονται επίσης και στην ΕΥΑ. Πράγματι, κατά το άρθρο 185, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή θεσπίζει δημοσιονομικό κανονισμό-πλαίσιο για τους οργανισμούς οι οποίοι δημιουργούνται από τις Κοινότητες, διαθέτουν νομική προσωπικότητα και λαμβάνουν πράγματι επιδοτήσεις χρηματοδοτούμενες από τον προϋπολογισμό. Κατά το άρθρο 74 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2343/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002 για τη θέσπιση δημοσιοοικονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού 1605/2002 (EE L 357, σ. 72), όσον αφορά την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων που συνάπτουν οι ανωτέρω οργανισμοί, εφαρμόζονται οι προσήκουσες διατάξεις του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του.

118    Κατά το άρθρο 101 του δημοσιονομικού κανονισμού, η απόφαση περί ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως πρέπει να αιτιολογείται και να γνωστοποιείται στους υποβαλόντες προσφορά.

119    Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, από την αιτιολογία συγκεκριμένης αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, συντάκτη της πράξεως, ώστε να μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο δε κοινοτικός δικαστής να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 1997, C-22/94, Irish Farmers Association κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I‑1809, σκέψη 39 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

120    Πάντως, ουδαμώς απαιτείται η απόφαση να προσδιορίζει το σύνολο των ασκούντων επιρροή πραγματικών και νομικών στοιχείων. Η επαρκής αιτιολόγηση μιας αποφάσεως μπορεί να εκτιμάται βάσει όχι μόνον της διατυπώσεώς της αλλ’ επίσης και βάσει της αλληλουχίας εντός της οποίας εκδόθηκε και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν το συγκεκριμένο θέμα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑471/93, Tiercé Ladbroke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2537, σκέψη 33). Αρκεί η απόφαση να περιέχει ρητώς τα κύρια νομικά και πραγματικά στοιχεία, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό αλλά σαφή και πρόσφορο (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1963, 24/62, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 909, συγκεκριμένα στη σ. 914).

121    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξεταστεί αν η ΕΥΑ αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της να ακυρώσει την πρόσκληση υποβολής προσφορών.

 Επί του πρώτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως εξ ανεπαρκούς αιτιολογήσεως

122    Υπενθυμίζεται ότι η ΕΥΑ ανέφερε, στο έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006, ότι η διαδικασία κατακυρώσεως ακυρώθηκε λόγω του ότι καμία από τις ληφθείσες προσφορές δεν ήταν σύμφωνη με τους τεχνικούς όρους, προσέθεσε δε ότι, όσον αφορά την προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας, διαπιστώθηκε ότι ο «Superintendent Survey Team» δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες στα σημεία 16, στοιχείο x, της προκηρύξεως του διαγωνισμού και 4.2, στοιχείο x΄ των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά προϋποθέσεις.

123    Η παρασχεθείσα για την ακύρωση της προσκλήσεως υποβολής προσφορών αιτιολογία, ήτοι το γεγονός ότι καμία από τις ληφθείσες προσφορές δεν ήταν σύμφωνη προς τις τεχνικές προϋποθέσεις, αν και λακωνική, είναι σαφής και μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση. Η παρασχεθείσα αιτιολογία προκειμένου να διευκρινιστεί ειδικότερα η ακαταλληλότητα της προσφοράς της προσφεύγουσας-ενάγουσας είναι με τη σειρά της λακωνική αλλ’ επίσης σαφής και μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση. Πράγματι, η ΕΥΑ αναφέρθηκε στο σημείο της προκηρύξεως του διαγωνισμού και στο αντίστοιχο των οδηγιών προς τους υποβάλλοντες προσφορά όπου αναφέρεται ότι το προοριζόμενο για θέσεις κλειδιά προσωπικό πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον δεκαετή συναφή επαγγελματική πείρα, ενώ διευκρίνισε ποιο μέλος της προτεινόμενης από την προσφεύγουσα-ενάγουσα ομάδα δεν πληρούσε την ανωτέρω προϋπόθεση.

124    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η ίδια η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε αναφέρει, στο βιογραφικό σημείωμα του προτεινόμενου για τη θέση του «Superintendent Survey Team» προσώπου, ότι τούτο διέθετε μόνο πενταετή επαγγελματική πείρα. Επομένως, δεν απαιτούνταν η ΕΥΑ να αιτιολογήσει περαιτέρω το συμπέρασμα ότι η προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας δεν πληρούσε τις τεχνικές προϋποθέσεις της προσκλήσεως υποβολής προσφορών.

125    Αναφορικά με το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι η ακύρωση της διαδικασίας είναι το αποτέλεσμα άκριτης επιλογής, η οποία έλαβε χώρα χωρίς ενδελεχή αξιολόγηση του προστατευτέου δημόσιου συμφέροντος, διαπιστώνεται ότι στην πραγματικότητα δεν έχει σχέση με τυχόν παραβίαση ουσιωδών τύπων αλλ’ άπτεται της ουσίας, καθόσον ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι συντρέχει πεπλανημένη εκτίμηση εκ μέρους της ΕΥΑ.

126    Εν πάση περιπτώσει, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους της ΕΥΑ. Ασφαλώς, υφίστατο δημόσιο συμφέρον να ανασυρθούν το νωρίτερο δυνατόν οι μη εκραγέντες εκρηκτικοί μηχανισμοί που είχαν τοποθετηθεί κατά τον πόλεμο εντός του δικτύου μεταφορών μέσω της εσωτερικής πλωτής οδού της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, προκειμένου να καταστεί εφικτή η επαναλειτουργία της ναυσιπλοΐας εντός των υδάτων αυτών. Πλην όμως, το γεγονός και μόνον ότι υφίσταται δημόσιο συμφέρον για την ταχεία ανάθεση της συμβάσεως δεν παρέχει στην αναθέτουσα αρχή την εξουσία να αποκλίνει από τους δεσμευτικούς τεχνικούς όρους, όπως ορίζονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών. Πράγματι, κατά το άρθρο 100, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, ο ορισμός του αναδόχου της συμβάσεως πρέπει να χωρεί τηρουμένων των κριτηρίων επιλογής και αναθέσεως που έχουν τεθεί εκ των προτέρων στο έγγραφο της προσκλήσεως υποβολής προσφορών. Όπως υπογραμμίζει και η Επιτροπή, αν η αναθέτουσα αρχή είχε την ευχέρεια να αποκλίνει από τους όρους της συμβάσεως, όπως αυτοί καθορίστηκαν αρχικά, θα ευνοούσε τους υποβαλόντες προσφορά έναντι των επιχειρήσεων οι οποίες θα είχαν παραιτηθεί από τη συμμετοχή στην πρόσκληση υποβολής προσφορών λόγω του γεγονότος ότι –όπως ακριβώς και οι υποβαλόντες προσφορά– αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν τους εκ των προτέρων τεθέντες όρους.

127    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ΕΥΑ έλαβε και κοινοποίησε την απόφαση περί ακυρώσεως της διαδικασίας εκπροθέσμως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν διευκρινίζει τη συνέπεια που θα είχε ενδεχομένως το γεγονός αυτό επί της νομιμότητας της ανωτέρω αποφάσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως ως προς τη στερούμενη λογικής και αντιφατική αιτιολόγηση

128    Υπογραμμίζεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ της αιτιολογίας της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, όπως αυτή παρατίθεται στο έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006, και εκείνης του εγγράφου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, υπό την έννοια ότι η πρώτη αιτιολογία επεξηγεί τη λήψη της αποφάσεως ως εκ της μη υποβολής προσφοράς πληρούσας τους τεχνικούς όρους, ενώ η δεύτερη την αποδίδει στην τροποποίηση των τεχνικών όρων.

129    Καταρχάς, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος της προσφεύγουσας-ενάγουσας, ότι, για την εκτίμηση της ενεργείας της ΕΥΑ, πρέπει να ληφθεί ως σημείο αναφοράς η τελευταία χρονολογικώς ανακοίνωση, ήτοι το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2006. Το έγγραφο με το οποίο ενημερώθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα σχετικά με την ακύρωση της προσκλήσεως υποβολής προσφορών είναι εκείνο της 9ης Οκτωβρίου 2006, οπότε, για την εκτίμηση του αν η αιτιολογία της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών στερείται λογικής και είναι αντιφατική, πρέπει να ληφθεί ως σημείο αναφοράς το έγγραφο αυτό.

130    Το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006 δεν είναι αφ’ εαυτού αντιφατικό. Ακόμη και αν η ΕΥΑ παρείχε άλλες διευκρινίσεις με το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2006, αυτές δεν θα μπορούσαν να τροποποιήσουν την αιτιολογία της αποφάσεως που είχε κοινοποιηθεί δύο μήνες νωρίτερα. Τυχόν διάσταση μεταξύ των δύο αυτών εγγράφων δεν θα μπορούσε, επομένως, να δώσει λαβή για αντιφατική αιτιολογία δοθείσα σχετικά με την απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών.

131    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ουδεμία υφίσταται αντίφαση μεταξύ της δοθείσας για την απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών αιτιολογίας, με το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006, και της δοθείσας με το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2006.

132    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2006 αναφέρεται ρητώς στο γεγονός ότι η επιτροπή αξιολογήσεως της ΕΥΑ διαπίστωσε ότι καμία από τις ληφθείσες προσφορές δεν τηρούσε τους τεχνικούς όρους και διευκρινίζει ότι η εν λόγω επιτροπή δεν διατύπωσε καμία άλλη παρατήρηση. Επομένως, το εν λόγω έγγραφο επιβεβαιώνει ότι ο μόνος λόγος που δικαιολόγησε την απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών ήταν η έλλειψη κατάλληλης τεχνικώς προσφοράς.

133    Αν το έγγραφο αυτό διευκρινίζει επίσης ότι η ΕΥΑ ασκεί το δικαίωμά της να ακυρώσει την πρόσκληση υποβολής προσφορών και να προβεί σε νέα λόγω του γεγονότος ότι τροποποιήθηκαν σημαντικά οι τεχνικοί όροι, η εν λόγω φράση πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένης υπόψη της αλληλουχίας. Πράγματι, όπως προκύπτει ρητώς από τη διατύπωση του αντικειμένου του εγγράφου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, τούτο συνιστά απάντηση στο έγγραφο της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 13ης Νοεμβρίου 2006. Με το έγγραφο εκείνο, η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε ζητήσει από την ΕΥΑ να της κοινοποιήσει την απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών και του συναφούς πρακτικού, καθώς και να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση επί της τυχόν κινήσεως διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

134    Στην ανωτέρω αλληλουχία, η φράση ότι η ΕΥΑ ασκεί το δικαίωμά της να ακυρώσει τη διαδικασία και να προχωρήσει σε νέα πρόσκληση υποβολής προσφορών λόγω του ότι είχαν τροποποιηθεί σημαντικά οι τεχνικοί όροι, πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι η ΕΥΑ διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο επέλεξε να προβεί σε νέα διαδικασία αντί να κινήσει διαδικασία με διαπραγμάτευση.

135    Εξάλλου, η ίδια η προσφεύγουσα-ενάγουσα διευκρινίζει, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι ο νέος λόγος δόθηκε προφανώς προκειμένου να απαντηθεί αποκλειστικά το αίτημά της να χωρήσει προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η απόφαση περί ακυρώσεως προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών διακρίνεται από τη διαδικασία σχετικά με τη συνέχεια που δίδεται στη διαδικασία αυτή, ήτοι από την απόφαση να μη χωρήσει ανάθεση της συμβάσεως, να γίνει χρήση διαδικασίας με διαπραγμάτευση ή να χωρήσει νέα πρόσκληση υποβολής προσφορών. Επομένως, το γεγονός ότι η ΕΥΑ αναφέρθηκε, απαντώντας στο αίτημα περί προσφυγής σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, άλλη αιτιολογία από εκείνη που προέβαλε προκειμένου να δικαιολογήσει την ακύρωση της διαδικασίας προσκλήσεως υποβολής προσφορών, δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται αντίφαση ως προς την αιτιολογία.

136    Άλλωστε, υπογραμμίζεται ότι, μετά την ακύρωση διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, η σχετική διαδικασία τερματίζεται και η αναθέτουσα αρχή είναι απόλυτα ελεύθερη να αποφασίσει ως προς τη συνέχεια που θα δοθεί. Καμία διάταξη δεν παρέχει σε επιχειρηματία το δικαίωμα να κινήσεως διαδικασίας με διαπραγμάτευση. Επομένως, η ΕΥΑ δεν ήταν υποχρεωμένη να εκδώσει τυπική απόφαση έναντι της προτάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας για έναρξη παρόμοιας διαδικασίας. Το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2006 συνιστά απλούστατα απάντηση στο έγγραφο της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 13ης Νοεμβρίου 2006, με το οποίο η ίδια ζητούσε μεταξύ άλλων από την ΕΥΑ να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση επί της πιθανής κινήσεως διαδικασίας με διαπραγμάτευση, γεγονός που ώθησε την ΕΥΑ να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, με γνώμονα τη χρηστή διοίκηση, τον λόγο για τον οποίον είχε αποφασίσει να χωρήσει σε νέα πρόσκληση υποβολής προσφορών αντί της διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

137    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι η παρασχεθείσα με το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006 αιτιολογία αντιφάσκει προς το γεγονός ότι στη συνέχεια ανατέθηκε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα δημόσιο έργο παρεμφερές προς το επίδικο εν προκειμένω. Η παρασχεθείσα με τον έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006 αιτιολογία αναφέρεται στη μη τήρηση των τεχνικών όρων της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, την οποία, άλλωστε, δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα-ενάγουσα, καθόσον αναγνωρίζει ότι ο «Superintendent Survey Team», στον οποίον αναφέρεται η πρόσκληση, δεν διέθετε την απαιτούμενη επαγγελματική πείρα. Η αιτιολογία αυτή δεν συνεπάγεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν είναι σε θέση να πραγματοποιεί παρόμοιες εργασίες.

138    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2006 καταδεικνύει ότι ο πραγματικός λόγος ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών δεν ήταν η τεχνική ανεπάρκεια των υποβληθεισών προσφορών αλλά η τροποποίηση των τεχνικών όρων, διαπιστώνεται ότι δεν ανάγεται στην πραγματικότητα σε πεπλανημένη αιτιολογία της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, αλλά θέτει υπό αμφισβήτηση το αληθές της αιτιολογίας, γεγονός που σημαίνει κατ’ ουσίαν αμφισβήτηση της επί της ουσίας αποφάσεως με την επίκληση καταχρήσεως εξουσίας.

139    Κατά πάγια νομολογία, συνιστά κατάχρηση εξουσίας η εκ μέρους κοινοτικού θεσμικού οργάνου έκδοση πράξεως με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τον αναφερόμενο ή με σκοπό την καταστρατήγηση ειδικώς προβλεπόμενης από τη Συνθήκη διαδικασίας προς αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1996, C-84/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. I-5755, σκέψη 69 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

140    Εν προκειμένω, διαπιστώθηκε ήδη ότι ουδεμία υφίσταται αντίφαση μεταξύ της παρασχεθείσας με το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006 αιτιολογίας και εκείνης του εγγράφου της 14ης Δεκεμβρίου 2006.

141    Επί πλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ορθώς ότι η απόφαση περί ακυρώσεως γνωστοποιήθηκε στο κοινό μέσω της Επίσημης Εφημερίδας με την ίδια αιτιολογία με την παρασχεθείσα στο έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006 (EE 2006, S 198). Η αιτιολογία αυτή έχει ως εξής: «Καμία από τις υποβληθείσες προσφορές δεν είναι κατάλληλη από τεχνικής απόψεως, οπότε η διαδικασία αναθέσεως ακυρώθηκε».

142    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να συνάγεται από τη μεταγενέστερη συμπεριφορά της ΕΥΑ ότι το πραγματικό κίνητρο της ακυρώσεως της διαδικασίας διαφέρει από το εκτεθέν στο έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006.

143    Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι επιβάλλεται η απόρριψη ως αβασίμου του σκέλους των αιτημάτων της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί ακυρώσεως της αποφάσεως ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών.

 Β –       Επί του αιτήματος προς αποκατάσταση της φερόμενης ζημίας

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

144    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα θεωρεί ότι η μη ανάθεση της επίδικης συμβάσεως οφείλεται στην παράνομη συμπεριφορά της ΕΥΑ, η οποία και της προξένησε ζημία. Η ζημία αυτή συνίσταται στα έξοδα στα οποία εκτέθηκε αλυσιτελώς για την επεξεργασία της προσφοράς και τη διάθεση ενός μέρους των απαραίτητων εξοπλισμών επί χρονικό διάστημα 60 ημερών, ανέρχεται δε συνολικά σε 118 604,58 ευρώ.

145    Η ΕΥΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

146    Η στοιχειοθέτηση της κατά το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της επικαλούμενης ζημίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, 153/73, Holtz & Willemsen κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή της νομολογίας, τόμος 1974, σ. 1, σκέψη 7, και του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2005, T‑19/01, Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑315, σκέψη 76).

147    Σε περίπτωση κατά την οποία συντρέχουν οι εν λόγω τρεις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης σωρευτικώς, το γεγονός ότι η μία εξ αυτών δεν πληρούται αρκεί για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-257/98 P, Lucassioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-5251, σκέψη 14).

148    Εν προκειμένω, όλα τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα προκειμένου να καταδείξει την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν (βλ. ανωτέρω σκέψεις 122 έως 143). Επομένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση στηριζόμενη σε υποτιθέμενη έλλειψη νομιμότητας της ανωτέρω αποφάσεως.

149    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι η ΕΥΑ χρειάστηκε υπέρμετρα μακρό χρόνο για να εκδώσει την απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών και να την κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, διαπιστώνεται ότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν των έξι μηνών μεταξύ της αποστολής του τελευταίου αιτήματος περί διευκρινίσεων προς τους υποβαλόντες προσφορά και της ανακοινώσεως της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους της ΕΥΑ.

150    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι ουδεμία μπορεί να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του χρόνου που χρειάστηκε η ΕΥΑ για να λάβει και να κοινοποιήσει την απόφαση περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και των εξόδων στα οποία εκτέθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα γα την επεξεργασία της προσφοράς της.

151    Από το σύνολο των προεκτεθεισών σκέψεων προκύπτει ότι είναι απορριπτέο το αίτημα για την καταβολή αποζημιώσεως λόγω της φερόμενης ζημίας.

 Γ –       Επί του αιτήματος για την προσκόμιση εγγράφων

152    Όσον αφορά το αίτημα που υπέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου η προσφεύγουσα-ενάγουσα να διαταχθεί η ΕΥΑ να προσκομίσει όλα τα έγγραφα σχετικά με την επίδικη διαδικασία κατακυρώσεως, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, για να δοθεί η δυνατότητα στο Πρωτοδικείο να προσδιορίσει αν είναι χρήσιμο για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας να διατάξει την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων, ο διάδικος που υποβάλλει σχετικό αίτημα οφείλει να εξατομικεύει τα αιτούμενα έγγραφα και να παρέχει τουλάχιστον στο Πρωτοδικείο τα ελάχιστα πιστοποιούντα τη χρησιμότητα των εγγράφων αυτών για τις ανάγκες της δίκης στοιχεία (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 93).

153    Προς στήριξη του αιτήματός της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΥΑ παρέσχε γενικόλογες και λακωνικές αιτιολογίες προς στήριξη των επιλογών της και ότι το αίτημά της για την προσκόμιση των ανωτέρω εγγράφων έμεινε αναπάντητο. Επί πλέον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει ότι έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των λόγων που οδήγησαν στην ακύρωση της προσκλήσεως υποβολής προσφορών προκειμένου να πειστεί ως προς τη νομιμότητα των πράξεων της αναθέτουσας αρχής.

154    Πρώτον, όσον αφορά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε από την ΕΥΑ την προσκόμιση εγγράφων αφορώντων τη διαδικασία κατακυρώσεως, το δε αίτημα αυτό έμεινε αναπάντητο, τούτο δεν είναι αφ’ εαυτού ικανό να καταδείξει τη λυσιτέλεια των εν λόγω εγγράφων για τις ανάγκες της δίκης.

155    Δεύτερον, αναφορικά με το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι η ΕΥΑ παρέσχε γενικόλογες και λακωνικές αιτιολογήσεις προς στήριξη των επιλογών της, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 123 και 124 ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι η ΕΥΑ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα επαρκή αιτιολογία της αποφάσεώς της περί ακυρώσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών. Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαφωτίστηκε αρκούντως από τα παρατιθέμενα στον φάκελο στοιχεία, ενώ δεν παρίσταται περαιτέρω ότι τα αφορώντα τη διαδικασία κατακυρώσεως έγγραφα θα μπορούσαν να είναι λυσιτελή προκειμένου να εκτιμηθεί το επαρκές της παρασχεθείσας αιτιολογίας.

156    Τρίτον και τελευταίον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι έχει το δικαίωμα να γνωρίζει τους λόγους που οδήγησαν στην ακύρωση της προσκλήσεως υποβολής προσφορών προκειμένου να πειστεί για τη νομιμότητα των πράξεων της αναθέτουσας αρχής, διαπιστώνεται ότι δεν προσκόμισε αντικειμενικά στοιχεία επιτρέποντα να εκληφθεί ότι το αληθές κίνητρο της ακυρώσεως της διαδικασίας διαφέρει από το εκτεθέν στο έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2006 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 140 έως 142).

157    Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι αίτημα περί προσκομίσεως όλων των εγγράφων των αφορώντων την επίδικη διαδικασία κατακυρώσεως, όπως αυτό που προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ισοδυναμεί με αίτημα προσκομίσεως του εσωτερικού φακέλου της ΕΥΑ. Διαπιστώνεται ότι η εξέταση από τον κοινοτικό δικαστή του εσωτερικού φακέλου ενός κοινοτικού οργανισμού προκειμένου να διαπιστωθεί αν η απόφασή του επηρεάστηκε από λόγους διαφορετικούς από εκείνους που παρατίθενται στην αιτιολογία συνιστά κατ’ εξαίρεση αποδεικτικό μέτρο. Προϋποθέτει ότι οι περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την επίδικη απόφαση δίδουν λαβή για σοβαρές αμφιβολίες ως προς τους αληθείς λόγους και ειδικότερα υποψίες ότι οι λόγοι αυτοί είναι ξένοι προς τους στόχους του κοινοτικού δικαίου και ως εκ τούτου στοιχειοθετούν κατάχρηση εξουσίας (βλ., συναφώς, όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής, διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1986, 142/84 και 156/84, BAT και Reynolds κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1899, σκέψη 11). Διαπιστώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν παρόμοιες περιστάσεις.

158    Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία θεμελιούντα τη λυσιτέλεια της προσκομίσεως στο σύνολό τους των εγγράφων που αφορούν τη διαδικασία κατακυρώσεως για τις ανάγκες της δίκης. Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του αιτήματος περί προσκομίσεως των εν λόγω εγγράφων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

159    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου.

160    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της ΕΥΑ.

161    Εξάλλου, το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας διευκρινίζει ότι τα παρεμβάντα στη διαφορά θεσμικά όργανα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Εξ αυτού έπεται ότι η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Η Sogelma – Societá generale lavori manutenzioni appalti Srl φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Ανασυγκρότηση.

3)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Martins Ribeiro

Παπασάββας

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Οκτωβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. E. Martins Ribeiro

Πίνακας περιεχομένων


Νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού

Α –   Επί της αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου να αποφανθεί επί προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κατά πράξεως της ΕΥΑ

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

B –   Επί της αναγκαιότητας προηγούμενης καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Γ –   Επί της τηρήσεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Δ –   Επί του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής στο μέτρο που αφορά την ακύρωση της αποφάσεως περί διοργανώσεως νέας προσκλήσεως υποβολής προσφορών

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Ε –   Επί του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται τα δικαιώματα της DOK ING

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2. Επιχειρήματα των διαδίκων

3. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

ΣΤ – Απόφανση επί του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής

Επί της ουσίας

A –   Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί ακυρώσεως της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Επί του πρώτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως εξ ανεπαρκούς αιτιολογήσεως

β) Επί του δεύτερου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως ως προς τη στερούμενη λογικής και αντιφατική αιτιολόγηση

2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

β) Επί του πρώτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως εξ ανεπαρκούς αιτιολογήσεως

γ) Επί του δευτέρου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως ως προς τη στερούμενη λογικής και αντιφατική αιτιολόγηση

Β –   Επί του αιτήματος προς αποκατάσταση της φερόμενης ζημίας

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Γ –   Επί του αιτήματος για την προσκόμιση εγγράφων

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.