Language of document : ECLI:EU:T:2008:420

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2008 (*)

«Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών – Ζάχαρη προελεύσεως Κροατίας – Άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 – Ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα – Καλή πίστη»

Στην υπόθεση T‑51/07,

Agrar-Invest-Tatschl GmbH, με έδρα το St. Andrä im Lavanttal (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τους U. Schrömbges και O. Wenzlaff, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την A. Alcover San Pedro και τον S. Schønberg, επικουρούμενους από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής C (2006) 5789 τελικό, της 4ης Δεκεμβρίου 2006,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, N. Wahl και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποφάσεως της Επιτροπής C (2006) 5789 τελικό, της 4ης Δεκεμβρίου 2006 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), που απευθύνθηκε στη Δημοκρατία της Αυστρίας, στον βαθμό που η Επιτροπή αναφέρει στην απόφαση αυτή, αφενός, ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί εκ των υστέρων βεβαίωση εισαγωγικών δασμών ύψους 110 937,60 ευρώ, τους οποίους οφείλει η προσφεύγουσα, Agrar-Invest-Tatschl GmbH, λόγω εισαγωγής ζάχαρης από την Κροατία και, αφετέρου, ότι η διαγραφή των δασμών αυτών δεν είναι δικαιολογημένη.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (EE L 302, σ. 1, στο εξής: ΚΤΚ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, (EE L 311, σ. 17), προβλέπει τα εξής:

«Εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 217, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων βεβαίωση όταν:

α)      […]

β)      το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

Όταν το προτιμησιακό καθεστώς ενός εμπορεύματος θεσπίζεται βάσει συστήματος διοικητικής συνεργασίας με τη συμμετοχή των αρχών τρίτης χώρας, η χορήγηση πιστοποιητικού από τις εν λόγω αρχές, εφόσον αυτό αποδειχθεί ανακριβές, συνιστά σφάλμα το οποίο δεν όφειλε ευλόγως να έχει γίνει αντιληπτό κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου.

Η έκδοση ανακριβούς πιστοποιητικού, ωστόσο, δεν συνιστά σφάλμα εάν το πιστοποιητικό βασίζεται σε ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα, εκτός εάν, ιδίως, είναι προφανές ότι οι αρμόδιες για την έκδοσή του αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους προκειμένου να επωφεληθούν προτιμησιακής μεταχείρισης.

Ο υπόχρεος μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.

Ο υπόχρεος δεν μπορεί, ωστόσο, να επικαλεστεί την καλή του πίστη εάν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος από τη δικαιούχο χώρα.»

3        Το άρθρο 239 του ΚΤΚ έχει ως εξής:

«1.      Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών είναι δυνατή σε περιπτώσεις διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στα άρθρο 236, 237 και 238, οι οποίες:

–        καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής,

–        προκύπτουν από περιστάσεις που δεν συνεπάγονται ούτε δόλο ούτε πρόδηλη αμέλεια εκ μέρους του ενδιαφερόμενου. Οι καταστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή, καθώς και οι λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής. Η επιστροφή ή διαγραφή είναι δυνατόν να υπόκειται σε ειδικούς όρους.

2.      Η επιστροφή ή η διαγραφή δασμών για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, παραχωρείται κατόπιν υποβολής αιτήσεως στο αρμόδιο τελωνείο πριν από την εκπνοή προθεσμίας δώδεκα μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης του χρέους των εν λόγω δασμών στον οφειλέτη.»

 Πραγματικά περιστατικά

4        Η προσφεύγουσα είναι μια Αυστριακή επιχείρηση, που ειδικεύεται στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων. Μεταξύ της 20ής Σεπτεμβρίου 2001 και της 8ης Αυγούστου 2002, πραγματοποίησε 76 πράξεις εισαγωγής ζάχαρης από την Κροατία. Η υπό κρίση προσφυγή δεν αφορά τις εισαγωγές αριθ. 1 έως 67. Η διαφορά αφορά μόνον την εκ των υστέρων βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών για τις εννέα πράξεις εισαγωγής αριθ. 68 έως 76 (στο εξής: επίδικες εισαγωγές), καθώς και την ενδεχόμενη διαγραφή των δασμών αυτών. Οι εισαγωγές αυτές πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 1ης Ιουλίου και της 8ης Αυγούστου 2002.

5        Οι επίδικες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν βάσει της «ενδιάμεσης συμφωνίας για το εμπόριο και τα εμπορικά θέματα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της Δημοκρατία της Κροατίας, αφετέρου» (EE 2001, L 330, σ. 3, στο εξής: ενδιάμεση συμφωνία). Η συμφωνία αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, την προνομιακή μεταχείριση της ζάχαρης προελεύσεως Κροατίας, εφόσον οι κροατικές αρχές εκδίδουν πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 (στο εξής: πιστοποιητικό EUR.1), που πρέπει να υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής.

6        Στις 2 Απριλίου 2002, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) πληροφόρησε την Επιτροπή ότι υπήρχαν υποψίες χρησιμοποιήσεως πλαστών πιστοποιητικών προελεύσεως σχετικά με τις προτιμησιακές εισαγωγές ζάχαρης προελεύσεως ορισμένων χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.

7        Με «ανακοίνωση στους εισαγωγείς» (EE 2002, C 152, σ. 14), η Επιτροπή πληροφόρησε, στις 26 Ιουνίου 2002, ότι υπήρχαν βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με τη σωστή εφαρμογή των προτιμησιακών καθεστώτων για τη ζάχαρη προελεύσεως, μεταξύ άλλων, Κροατίας. Ανέφερε επίσης ότι οι προτιμησιακές εισαγωγές ζάχαρης από την Κροατία και τα Δυτικά Βαλκάνια είχαν σημειώσει σημαντική αύξηση, ενώ οι εν λόγω χώρες είχαν στο πρόσφατο παρελθόν έλλειμμα στην παραγωγή ζάχαρης. Η Επιτροπή κάλεσε συνεπώς τους επιχειρηματίες της Κοινότητας να προβούν στις επιβαλλόμενες προληπτικές ενέργειες, δεδομένου ότι η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εν λόγω εμπορευμάτων μπορούσε να γεννήσει τελωνειακή οφειλή και να αποτελέσει απάτη κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

8        Το σύνολο των επίδικων εισαγωγών πραγματοποιήθηκε μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα.

9        Κατόπιν αιτήσεως της αυστριακής τελωνειακής υπηρεσίας, οι κροατικές τελωνειακές αρχές διενήργησαν, μεταξύ της 23ης Ιουλίου 2002 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2003, εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών EUR.1 που υπέβαλε η προσφεύγουσα για τις επίδικες εισαγωγές, όπως προβλέπει το άρθρο 32 του Πρωτοκόλλου 4 της ενδιάμεσης συμφωνίας.

10      Κατόπιν των ελέγχων αυτών, η κροατική τελωνειακή υπηρεσία επιβεβαίωσε, στις 18 Φεβρουαρίου 2003, τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών EUR.1 που υποβλήθηκαν για τις επίδικες εισαγωγές αριθ. 68 έως 72 και, στις 16 Σεπτεμβρίου 2003, για τις επίδικες εισαγωγές αριθ. 73 έως 76.

11      Μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης προς τους εισαγωγείς, η OLAF ανάλυσε, στην Ελλάδα, ζάχαρη η οποία φερόταν ως προελεύσεως Κροατίας και ανακάλυψε ότι προερχόταν από μίγμα ζάχαρης από ζαχαρότευτλα και ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο, πράγμα που απέκλειε παντελώς την κροατική προέλευση. Στις 28 Οκτωβρίου 2002, η OLAF ενημέρωσε σχετικώς τα κράτη μέλη.

12      Τον Ιούνιο του 2003, η OLAF διενήργησε έρευνα στον Κροάτη παραγωγό ζάχαρης IPK Tvornica Šećera Osijek d.o.o. και διαπίστωσε ότι η επιχείρηση αυτή, από την οποία η προσφεύγουσα είχε αγοράσει τη ζάχαρη, χρησιμοποιούσε επίσης ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο την οποία είχε εισαγάγει για την παραγωγή της, χωρίς να ήταν δυνατό να διακριθούν οι διάφορες παρτίδες ζάχαρης μεταξύ τους.

13      Οι κροατικές αρχές ανακάλεσαν κατόπιν αυτού όλα τα πιστοποιητικά EUR.1 που εκδόθηκαν μεταξύ της 14ης Σεπτεμβρίου 2001 και της 17ης Σεπτεμβρίου 2002. Στις 30 Ιουνίου 2004, οι αυστριακές αρχές πληροφόρησαν τους ενδιαφερομένους εισαγωγείς σχετικά με την ανάκληση των πιστοποιητικών.

14      Κατόπιν της ανακλήσεως αυτής, η αρμόδια αυστριακή αρχή απέστειλε στην προσφεύγουσα, στις 9 Αυγούστου 2004, μια πράξη εκ των υστέρων επιβολής αφορώσα ποσόν 916 807,21 ευρώ.

15      Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αρμόδιου αυστριακού δικαστηρίου και ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ, τη μη εκ των υστέρων βεβαίωση του ποσού των δασμών τους οποίους αφορούσε η πράξη επιβολής και, επικουρικώς, βάσει του άρθρου 239 του ΚΤΚ, τη διαγραφή τους.

16      Με επιστολή της 1ης Ιουνίου 2005, η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησε από την Επιτροπή να αποφασίσει, βάσει των προπαρατεθέντων άρθρων, αν εδικαιολογείτο, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, να παραιτηθεί από την εκ των υστέρων βεβαίωση του ποσού των εισαγωγικών δασμών και, επικουρικώς, να αποφασίσει αν η διαγραφή των δασμών αυτών ήταν δικαιολογημένη.

17      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας έπρεπε να παραιτηθεί από την εκ των υστέρων βεβαίωση των δασμών για τις εισαγωγές αριθ. 1 έως 67, αλλά απέρριψε μια τέτοια παραίτηση, καθώς και τη διαγραφή, όσον αφορά τις επίδικες εισαγωγές, ήτοι για συνολικό ποσό 110 937,60 ευρώ.

18      Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες κροατικές αρχές γνώριζαν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε ευλόγως να γνωρίζουν, ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να μπορούν να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρίσεως που προβλέπει η ενδιάμεση συμφωνία και ότι, συνεπώς, υπέπεσαν σε σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ. Ωστόσο, δεδομένου ότι στις 26 Ιουνίου 2002 δημοσιεύθηκε ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί, κατά την Επιτροπή, την καλή της πίστη όσον αφορά τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή. Το γεγονός ότι οι κροατικές αρχές επιβεβαίωσαν την εγκυρότητα ορισμένων πιστοποιητικών EUR.1 μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποίησε τις επίδικες εισαγωγές, η προσφεύγουσα γνώριζε, κατά την Επιτροπή, τους κινδύνους που διέτρεχε και η επιβεβαίωση της εγκυρότητας των σχετικών πιστοποιητικών δεν μπορούσε να της δημιουργήσει εκ των υστέρων δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, καθόσον άλλως θα καθίστατο κενό περιεχομένου το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Φεβρουαρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

20      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

21      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Πρωτοδικείο κατά τη συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2008.

22      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 2, και το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως,

–        να διατάξει την Επιτροπή να αποφασίσει ότι δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί η εκ των υστέρων βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών ύψους 110 937,60 ευρώ όσον αφορά τις επίδικες εισαγωγές,

–        επικουρικώς, να διατάξει την Επιτροπή να αποφασίσει ότι πρέπει να διαγραφούν οι εισαγωγικοί δασμοί ύψους 110 937,60 ευρώ όσον αφορά τις επίδικες εισαγωγές.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

24      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ και του άρθρου 239 του ΚΤΚ, στον βαθμό που η μη εκ των υστέρων βεβαίωση των σχετικών με τις επίδικες εισαγωγές εισαγωγικών δασμών και/ή η διαγραφή των δασμών αυτών δεν επετράπησαν από την Επιτροπή.

 Επί του παραδεκτού του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος

 Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, τονίζει ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας, να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά ή άλλα όργανα ή να τα υποκαθιστά. Κατά συνέπεια, το δεύτερο και το τρίτο αίτημα, που αποσκοπούν στον εξαναγκασμό της Επιτροπής στη διενέργεια ορισμένων πράξεων, είναι απαράδεκτα.

26      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επανέλαβε ωστόσο τα αιτήματά της, ισχυριζόμενη ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια και ότι, επομένως, δεν υφίστατο κανένας λόγος που να εμποδίζει το Πρωτοδικείο να διατάξει, αφού διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση σύμφωνη προς τα συμπεράσματά του.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

27      Κατά πάγια νομολογία, το Πρωτοδικείο δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 1983, 225/82, Verzyck κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1991, σκέψη 19· διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Νοεμβρίου 1996, T‑47/96, SDDDA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1559, σκέψη 45). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 231 ΕΚ, το Πρωτοδικείο έχει τη δυνατότητα να ακυρώνει μόνον την προσβαλλόμενη απόφαση. Εναπόκειται εν συνέχεια στο οικείο κοινοτικό όργανο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 1995, Ladbroke κατά Επιτροπής, T‑74/92, Συλλογή 1995, σ. II‑115, σκέψη 75, και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑127/98, UPS Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2633, σκέψη 50).

28      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από έλλειψη διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, πρέπει να προστεθεί ότι ο περιορισμός αυτός του ελέγχου της νομιμότητας ισχύει για όλους τους τομείς των διαφορών που μπορούν να εκδικαστούν από το Πρωτοδικείο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑204/99, Mattila κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2265, σκέψη 26, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιανουαρίου 2004, C‑353/01 P, Mattila κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑1073, σκέψη 15).

29      Επομένως, το δεύτερο και το τρίτο αίτημα είναι απαράδεκτα.

 Επί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως των εισαγωγικών δασμών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η προσφεύγουσα τονίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ, δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών όταν, πρώτον, το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, δεύτερον, το λάθος αυτό δεν μπορούσε λογικά να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον αυτός ενήργησε με καλή πίστη, και, τρίτον, τηρήθηκαν όλες οι διατάξεις που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

31      Εν προκειμένω, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς, στις 26 Ιουνίου 2002, απέκλεισε την καλή πίστη της προσφεύγουσας όσον αφορά τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών EUR.1 που υποβλήθηκαν για τις επίδικες εισαγωγές.

32      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς και λόγω αυτής, οι αυστριακές τελωνειακές αρχές απηύθυναν στους Κροάτες ομολόγους τους αιτήσεις διενέργειας ελέγχου όσον αφορά το σύνολο των πιστοποιητικών EUR.1 που υποβλήθηκαν για τις επίδικες εισαγωγές.

33      Κατά συνέπεια, η καλή πίστη της προσφεύγουσας δεν αφορά τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών EUR.1 που υποβλήθηκαν για τις επίδικες εισαγωγές. Η καλή πίστη ως προς τα στοιχεία αυτά αποκλείστηκε από την ανακοίνωση στους εισαγωγείς. Αντιθέτως, δεν αποκλείστηκε όσον αφορά την εκ των υστέρων επιβεβαίωση των πιστοποιητικών EUR.1 κατόπιν του ελέγχου που διενήργησε η κροατική τελωνειακή υπηρεσία, η οποία κινήθηκε λόγω ακριβώς της ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς.

34      Συγκεκριμένα, το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, του ΚΤΚ δεν αποκλείει γενικώς την καλή πίστη του υποχρέου συνολικά, αλλά μόνον όσον αφορά τη γνησιότητα και την ακρίβεια των αποδείξεων καταγωγής που κατατέθηκαν κατά την εισαγωγή των προϊόντων που τυγχάνουν της εφαρμογής προτιμησιακού καθεστώτος.

35      Κατά την προσφεύγουσα όμως, αν ο επιχειρηματίας λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να εξασφαλίσει τη γνησιότητα και την ακρίβεια του πιστοποιητικού που αποσκοπεί στην προτιμησιακή μεταχείριση και αν από τα μέτρα αυτά προκύπτει ότι το πιστοποιητικό είναι γνήσιο και ακριβές επί της ουσίας, στην περίπτωση αυτή η καλή του πίστη αποκαθίσταται. Η καλή αυτή πίστη δεν αφορά μόνον το πιστοποιητικό για την προτιμησιακή μεταχείριση που είχε υποβάλει αρχικώς, αλλά το πιστοποιητικό αυτό σε συνδυασμό με την εκ των υστέρων επιβεβαίωση της εγκυρότητας και της ακρίβειάς του χάρη στον έλεγχο από τον οποίο προέκυψε ότι είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του πιστοποιητικού καταγωγής.

36      Συναφώς, η προσφεύγουσα παραπέμπει επίσης στο κείμενο της ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς που καλούσε τους κοινοτικούς επιχειρηματίες «να προβούν σε όλες τις αναγκαίες προληπτικές ενέργειες». Η Επιτροπή ανέφερε έτσι ότι τα αρχικά πιστοποιητικά για την προτιμησιακή μεταχείριση δεν ήσαν έγκυρα και ότι ανέμενε από τους επιχειρηματίες να λάβουν πρόσθετα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εγκυρότητα και την ακρίβειά τους.

37      Επομένως, μετά την επιβεβαίωση της γνησιότητας και της ακρίβειας των πιστοποιητικών για την προτιμησιακή μεταχείριση από την κροατική τελωνειακή υπηρεσία, αποκαταστάθηκε η καλή πίστη των επιχειρηματιών όσον αφορά τη γνησιότητα και την ακρίβεια των εν λόγω πιστοποιητικών.

38      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι, ναι μεν, λόγω της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως, δεν είχε πράγματι καλή πίστη κατά τον χρόνο των επίδικων εισαγωγών, πλην όμως εν προκειμένω σημασία έχει η διαδικασία του εκ των υστέρων ελέγχου, της οποίας η θετική έκβαση καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της καλής πίστεώς της.

39      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

40      Κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ, δεν επιτρέπεται η εκ των υστέρων βεβαίωση των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή όταν πληρούνται σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑419/04, Conseil général de la Vienne, Συλλογή 2006, σ. I‑5645, σκέψη 38 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία):

–        το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των τελωνειακών αρχών,

–        το λάθος αυτό λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον υπόχρεο,

–        ο υπόχρεος ενήργησε με καλή πίστη,

–        τηρήθηκαν όλες οι διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

41      Εν προκειμένω, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την προϋπόθεση που αφορά την καλή πίστη της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, η τήρηση της προϋποθέσεως αυτής θα μπορούσε να αποκλείεται λόγω του εννόμου αποτελέσματος της ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς.

42      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γράμμα του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ είναι σαφές και όχι διφορούμενο. Ορίζει ότι ο υπόχρεος δεν μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη όταν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες και δεν προβλέπει τη δυνατότητα του υποχρέου να αποδείξει την καλή του πίστη λαμβάνοντας πρόσθετα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών για την προτιμησιακή μεταχείριση. Το κείμενο αυτό εισήχθη στον ΚΤΚ με τον κανονισμό 2700/2000, του οποίου η αιτιολογική σκέψη 11 έχει ως εξής:

«Ο υπόχρεος μπορεί να επικαλείται την καλή του πίστη, εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι κατέβαλε κάθε επιμέλεια, εκτός εάν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες.»

43      Επιπλέον, όπως τονίζει η Επιτροπή, ο απόλυτος αποκλεισμός της καλής πίστεως σε περίπτωση δημοσιεύσεως ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς εξασφαλίζει πολύ υψηλό επίπεδο ασφαλείας δικαίου.

44      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς δεν περιέχει εν προκειμένω καμία παραπομπή στο άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ και ότι δεν είναι πολύ σαφής όσον αφορά τις έννομες συνέπειές της. Μεταξύ άλλων, δεν διευκρινίζει ότι η δημοσίευσή της συνεπάγεται την αδυναμία των εισαγωγέων να επικαλεστούν την καλή τους πίστη. Η Επιτροπή, αφού τόνισε ότι υπήρχαν βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με τη σωστή εφαρμογή των προτιμησιακών καθεστώτων για τη ζάχαρη προελεύσεως, μεταξύ άλλων, Κροατίας, διαπιστώνει απλώς ότι «[ω]ς εκ τούτου ειδοποιούνται οι επιχειρηματίες της Κοινότητας […] να προβούν σε όλες τις αναγκαίες προληπτικές ενέργειες».

45      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δέχθηκε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, μπορεί να οδηγηθεί να μετριάσει τη θέση της όσον αφορά το απόλυτο αποτέλεσμα μιας ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς, σε περίπτωση που ένας επιχειρηματίας ισχυριστεί ότι, κατόπιν της δημοσιεύσεως μιας τέτοιας ανακοινώσεως, αλλά πριν από την εισαγωγή, έλαβε πρόσθετα μέτρα εξακριβώσεως από τα οποία επιβεβαιώθηκε η καταγωγή του εμπορεύματος.

46      Ωστόσο, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μια τέτοια εξαίρεση θα ήταν δυνατή, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν ενήργησε καλοπίστως εν προκειμένω.

47      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει έτσι ρητώς ότι, κατά τον χρόνο των επίδικων εισαγωγών, δεν υπήρξε καλόπιστη λόγω της ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς. Βεβαίως, ισχυρίζεται ότι η καλή της πίστη «αποκαταστάθηκε» με την εκ των υστέρων βεβαίωση της γνησιότητας και της ακρίβειας των πιστοποιητικών EUR.1, κατόπιν του ελέγχου που διενήργησε η κροατική τελωνειακή υπηρεσία. Ωστόσο, το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, τέταρτο εδάφιο, του ΚΤΚ προβλέπει ότι ο υπόχρεος μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη μόνον «εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο υπόχρεος πρέπει να ήταν οπωσδήποτε καλόπιστος κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων. Επομένως, η καθοριστική ημερομηνία για να ληφθεί υπόψη η καλή πίστη του υποχρέου είναι η ημερομηνία της εισαγωγής.

48      Με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε ωστόσο κανένα στοιχείο σχετικό με τις ενέργειες στις οποίες προέβη πριν ή, το αργότερο, κατά την ημερομηνία κάθε επίδικης εισαγωγής, προκειμένου να βεβαιωθεί, κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, τέταρτο εδάφιο, του ΚΤΚ, ότι –παρά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς– είχαν τηρηθεί όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση των εμπορευμάτων.

49      Αντιθέτως, υποστηρίζοντας ότι η καλή της πίστη είχε «αποκατασταθεί» λόγω των εκ των υστέρων ελέγχων, η προσφεύγουσα επιβεβαιώνει εμμέσως ότι δεν υπήρξε καλόπιστη μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι εκ των υστέρων αυτοί έλεγχοι επιβεβαίωσαν τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών EUR.1 που είχαν χορηγηθεί για τις επίδικες εισαγωγές, ήτοι πολλούς μήνες μετά την πραγματοποίηση των εισαγωγών αυτών.

50      Στον βαθμό που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά την καλή της πίστη σχετικά με τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών EUR.1 που αφορούν τις επίδικες εισαγωγές, αυτό που έχει σημασία είναι η διαδικασία του εκ των υστέρων ελέγχου και όχι η αρχική διαδικασία εισαγωγής, καθόσον η θετική έκβασή της καθιστά δυνατή την «αποκατάσταση» της καλής της πίστης, αρκεί να διαπιστωθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός ουδόλως μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ.

51      Συγκεκριμένα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα ήταν καλόπιστη ως προς το αποτέλεσμα των εκ των υστέρων ελέγχων, δεν υπήρξε παρ’ όλ’ αυτά καλόπιστη «κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων». Η προσφεύγουσα όμως δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η καλή της πίστη αποκαταστάθηκε τρόπον τινά αναδρομικώς λόγω γεγονότων μεταγενέστερων των εν λόγω εισαγωγών. Πράγματι, η καλή πίστη «ως προς τη γνησιότητα και την ακρίβεια των προτιμησιακών πιστοποιητικών που ελέγχθηκαν και επιβεβαιώθηκαν εκ των υστέρων» στερείται νοήματος.

52      Κατά συνέπεια, το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αρνήσεως διαγραφής των εισαγωγικών δασμών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

53      Όσον αφορά την άρνηση της εκ των υστέρων διαγραφής των δασμών δυνάμει του άρθρου 239 του ΚΤΚ, η προσφεύγουσα παραπέμπει με την προσφυγή της, και αποκλειστικά στο πλαίσιο του τρίτου αιτήματός της, στις «προηγηθείσες εξηγήσεις», χωρίς να παρέχει περισσότερες διευκρινίσεις.

54      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι προϋποθέσεις διαγραφής εισαγωγικών δασμών, που προβλέπει το άρθρο 239 του ΚΤΚ, διαφέρουν από αυτές του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ. Ωστόσο, αντί να αποδείξει ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 239 του ΚΤΚ, η προσφεύγουσα παραπέμπει συνολικά και χωρίς λεπτομερέστερες εξηγήσεις στην επιχειρηματολογία της σχετικά με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ. Συνεπώς, είναι αμφίβολο αν το δικόγραφο της προσφυγής της είναι επί του σημείου αυτού σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Εν πάση περιπτώσει, από όσα εκθέτει η προσφεύγουσα δεν μπορεί να συναχθεί οριστικό συμπέρασμα, πράγμα που αρκεί ώστε να μην γίνει δεκτό το αίτημα της, δεδομένου ότι το άρθρο 220, παράγραφος 2 και το άρθρο 239 του ΚΤΚ αποτελούν χωριστές διατάξεις των οποίων συνεπώς οι προϋποθέσεις εφαρμογής είναι επίσης διαφορετικές.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

55      Πρέπει εκ προοιμίου να τονισθεί ότι τα επιχειρήματα που μπορούν να προβληθούν προς στήριξη του τρίτου αιτήματος, του οποίου διαπιστώθηκε το απαράδεκτο, είναι επίσης λυσιτελή στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, καθόσον με αυτό σκοπείται η ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο δεν δικαιολογείται εν προκειμένω η διαγραφή των εισαγωγικών δασμών βάσει του άρθρου 239 του ΚΤΚ.

56      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν δικαιολογεί περαιτέρω το αίτημά της. Περιορίζεται στο να παραπέμψει με το δικόγραφο της προσφυγής της στις εξηγήσεις της που αφορούν το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ. Με το υπόμνημα απαντήσεως, ομοίως η προσφεύγουσα δεν αναπτύσσει τις παρατηρήσεις της επί του σημείου αυτού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι σε κάθε εισαγωγή είχε πραγματοποιηθεί επιθεώρηση των τελωνείων. Υποστήριξε ότι κατά τις επιθεωρήσεις αυτές είχαν ληφθεί δείγματα και είχαν αποσταλεί στην αυστριακή υπηρεσία τεχνικής εξακρίβωσης. Κατά την προσφεύγουσα, η υπηρεσία αυτή διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ζάχαρη από ζαχαρότευτλα κατά 100 %, επιβεβαιώνοντας ως προς τούτο την κροατική προέλευση της ζάχαρης.

57      Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι τελευταίες αυτές προτάσεις αποδεικτικών μέσων δεν μπορούν ωστόσο να ληφθούν υπόψη. Συγκεκριμένα, ναι μεν οι διάδικοι μπορούν, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να προτείνουν αποδεικτικά μέσα προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, πλην όμως το Πρωτοδικείο δεν δέχεται την κατάθεση προτάσεως αποδεικτικών μέσων μετά το υπόμνημα ανταπαντήσεως παρά μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, ήτοι αν ο προτείνων τα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούσε, πριν από την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να διαθέτει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ή αν η εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του αντιδίκου δικαιολογεί τη συμπλήρωση της δικογραφίας κατά τρόπο διασφαλίζοντα την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2004, T‑172/01, M κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2004, σ. II‑1075, σκέψη 44). Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι διάδικοι πρέπει να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων. Μολονότι όμως η προσφεύγουσα δέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν είχε προβάλει τις περιστάσεις αυτές κατά την έγγραφη διαδικασία, δεν προέβαλε καμιά δικαιολογία όσον αφορά την καθυστέρηση αυτή. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω προτάσεις αποδεικτικών μέσων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

58      Όσον αφορά την περιεχόμενη στο δικόγραφο της προσφυγής παραπομπή στις εξηγήσεις που αφορούν το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ, πρέπει να τονισθεί ότι, ναι μεν είναι αληθές ότι η διάταξη αυτή επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με αυτόν που επιδιώκει το άρθρο 239 του ΚΤΚ, πλην όμως οι δύο διατάξεις δεν συμπίπτουν. Το πρώτο άρθρο επιδιώκει, συγκεκριμένα, έναν πιο περιορισμένο σκοπό από το δεύτερο, στον βαθμό που αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υποχρέου όσον αφορά το βάσιμο του συνόλου των στοιχείων που υπεισέρχονται στην απόφαση περί βεβαιώσεως ή μη των δασμών. Αντιθέτως, το άρθρο 239 του ΚΤΚ συνιστά γενική ρήτρα επιείκειας (βλ., υπό την έννοια αυτή, σχετικά με τις τότε ισχύουσες ισοδύναμες διατάξεις, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1996, C‑153/94 και C‑204/94, Faroe Seafood κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑2465, σκέψη 87· απόφαση του Πρωτοδικείου της 19 Φεβρουαρίου 1998, T‑42/96, Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑401, σκέψεις 136 έως 139).

59      Κατά συνέπεια, το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ και το άρθρο 239 του ΚΤΚ είναι δύο χωριστές διατάξεις των οποίων τα κριτήρια εφαρμογής διαφέρουν. Υπό τις περιστάσεις αυτές, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να περιορίζεται στην παραπομπή στις εξηγήσεις που αφορούν το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΤΚ για να στηρίξει το σχετικό με το άρθρο 239 του ΚΤΚ αίτημά της.

60      Επομένως, το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτo.

61      Δεδομένου ότι κανένας λόγος δεν έγινε δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Agrar-Invest-Tatschl GmbH στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Wahl

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 8 Οκτωβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. E. Martins Ribeiro


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.