Language of document : ECLI:EU:T:2008:416

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2008 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων – Σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Αρχή της αναλογικότητας – Αρχή της ίσης μεταχείρισης»

Στην υπόθεση T‑73/04,

Le Carbone-Lorraine, με έδρα την Courbevoie (Γαλλία), εκπροσωπούμενη, αρχικά, από τους A. Winckler και I. Simic και, στη συνέχεια, από τους Α. Winckler και H. Kanellopoulos, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους F. Castillo de la Torre και É. Gippini Fournier,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακύρωσης της απόφασης 2004/420/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση C.38.359 – Ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές προϊόντων γραφίτη και άνθρακα), και, επικουρικά, αίτημα ακύρωσης ή μείωσης του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με την εν λόγω απόφαση,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Carbone-Lorraine (στο εξής: LCL ή προσφεύγουσα) είναι γαλλική επιχείρηση η οποία παράγει προϊόντα με βάση τον άνθρακα ή τον γραφίτη προοριζόμενα να χρησιμοποιηθούν στον ηλεκτρολογικό ή τον μηχανολογικό τομέα.

2        Στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, οι εκπρόσωποι της Morgan Crucible Company plc (στο εξής: Morgan) συναντήθηκαν με υπαλλήλους της Επιτροπής με σκοπό να προτείνουν τη συνεργασία τους προς απόδειξη της ύπαρξης καρτέλ στην ευρωπαϊκή αγορά των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές και να ζητήσουν την εφαρμογή των μέτρων επιείκειας που προβλέπει η ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων).

3        Στις 2 Αυγούστου 2002, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΕ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), απηύθυνε στη C. Conradty Nürnberg GmbH (στο εξής: Conradty), στην SGL Carbon AG (στο εξής: SGL), στη Schunk GmbH και στη θυγατρική της εταιρία Schunk Kohlenstoff-Technik GmbH (στο εξής, και οι δύο μαζί: Schunk), στην Eurocarbo SpA, στη Luckerath BV, στην Gerken Europe SA (στο εξής: Gerken) καθώς και στην προσφεύγουσα αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τη συμπεριφορά τους στην εν λόγω αγορά. Η επιστολή που απεστάλη στη Schunk αφορούσε και τις δραστηριότητες της Hoffmann & Co. Elektrokohle AG (στο εξής: Hoffmann), η οποία είχε εξαγοραστεί από τη Schunk στις 28 Οκτωβρίου 1999.

4        Με τηλεομοιοτυπία που απέστειλε στην Επιτροπή στις 16 Αυγούστου 2002, η προσφεύγουσα ζήτησε την εφαρμογή της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

5        Στις 22 Αυγούστου και στις 23 Σεπτεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη σύμπραξη.

6        Στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή παρέλαβε την απάντηση της προσφεύγουσας στην αίτηση παροχής πληροφοριών κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 17.

7        Στις 23 Μαΐου 2003, βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που της είχαν ανακοινωθεί, η Επιτροπή απέστειλε ανακοίνωση των αιτιάσεων στην προσφεύγουσα και στις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ήτοι στις Morgan, Conradty, SGL, Schunk και Hoffmann. Με την απάντησή της, η προσφεύγουσα ανάφερε ότι δεν αμφισβητούσε κατ’ ουσίαν τα πραγματικά περιστατικά που εξέθετε η ανακοίνωση των αιτιάσεων.

8        Μετά από ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, πλην της Morgan και της Conradty, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2004/420/ΕΚ, της 3ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση C.38.359 – Ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές προϊόντων γραφίτη και άνθρακα) (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2003. Περίληψη της απόφασης της Επιτροπής δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 28ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 125, σ. 45).

9        Στην απόφασή της, η Επιτροπή ανάφερε ότι οι αποδέκτριες της απόφασης επιχειρήσεις μετέσχαν σε ενιαία διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, από την 1η Ιανουαρίου 1994, του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), συνιστάμενη στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών πώλησης και άλλων συναλλακτικών όρων που εφάρμοζαν στους πελάτες, στον επιμερισμό των αγορών, ιδίως με την κατανομή των πελατών, καθώς και σε συντονισμένες δράσεις (ποσοτικούς περιορισμούς, αυξήσεις των τιμών και μποϋκοτάζ) έναντι των ανταγωνιστών που δεν ήταν μέλη της σύμπραξης (αιτιολογική σκέψη 2 της απόφασης της Επιτροπής).

10      Η απόφαση της Επιτροπής περιλαμβάνει τις ακόλουθες ουσιαστικές διατάξεις:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] και, από την 1η Ιανουαρίου 1994, του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ μετέχοντας, κατά τις περιόδους που αναφέρονται κατωτέρω, σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές:

–        [Conradty], από τον Οκτώβριο του 1988 έως τον Δεκέμβριο του 1999·

–        [Hoffmann], από τον Σεπτέμβριο του 1994 έως τον Οκτώβριο του 1999·

–        [LCL], από τον Οκτώβριο του 1988 έως τον Ιούνιο του 1999·

–        [Morgan], από τον Οκτώβριο του 1988 έως τον Δεκέμβριο του 1999·

–        [Schunk], από τον Οκτώβριο του 1988 έως τον Δεκέμβριο του 1999·

–        [SGL], από τον Οκτώβριο του 1988 έως τον Δεκέμβριο του 1999.

Άρθρο 2

Για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        [Conradty]: 1 060 000 ευρώ·

–        [Hoffmann]: 2 820 000 ευρώ·

–        [LCL]: 43 050 000 ευρώ·

–        [Morgan]: 0 ευρώ·

–        [Schunk]: 30 870 000 ευρώ·

–        [SGL]: 23 640 000 ευρώ.

Τα πρόστιμα καταβάλλονται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης [...]

Μετά τη λήξη αυτής της περιόδου, οφείλεται αυτοδικαίως τόκος με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η παρούσα απόφαση, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.»

11      Όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση πολύ σοβαρή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της, τον αντίκτυπό της στην αγορά του ΕΟΧ για τα επίμαχα προϊόντα, έστω και αν δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί επακριβώς ο αντίκτυπος αυτός, και το γεωγραφικό εύρος της σχετικής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 288 της απόφασης της Επιτροπής).

12      Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ειδική σημασία της παράνομης συμπεριφοράς καθεμιάς από τις επιχειρήσεις που εμπλέκονταν στη σύμπραξη, και συνεπώς, ο πραγματικός αντίκτυπός της στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή κατέταξε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε τρεις κατηγορίες, αναλόγως της σχετικής σημασίας τους στην επίμαχη αγορά, η οποία καθοριζόταν από τα μερίδια που κατείχαν στην αγορά αυτή (αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 297 της απόφασης της Επιτροπής).

13      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα και η Morgan, που θεωρήθηκαν ως οι δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις με μερίδια αγοράς άνω του 20 %, κατατάχθηκαν στην πρώτη κατηγορία. Η Schunk και η SGL, που είναι μεσαίες επιχειρήσεις με μερίδια αγοράς μεταξύ 10 και 20 %, κατατάχθηκαν στη δεύτερη κατηγορία. Η Hoffmann και η Conradty, που θεωρήθηκαν ως μικρές επιχειρήσεις λόγω των μεριδίων τους στην αγορά που ήταν κατώτερα του 10 %, κατατάχθηκαν στην τρίτη κατηγορία (αιτιολογικές σκέψεις 37 και 297 της απόφασης της Επιτροπής).

14      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, η Επιτροπή κατέληξε σε βασικό ποσό, καθοριζόμενο αναλόγως της σοβαρότητας της παράβασης, 35 εκατομμυρίων ευρώ για την προσφεύγουσα και την Morgan, 21 εκατομμυρίων ευρώ για την Schunk και την SGL και 6 εκατομμυρίων ευρώ για τη Hoffmann και την Conradty (αιτιολογική σκέψη 298 της απόφασης της Επιτροπής).

15      Όσον αφορά τη διάρκεια της παράβασης, η Επιτροπή θεώρησε ότι όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν διαπράξει μακροχρόνια παράβαση. Λόγω της διάρκειας της παράβασης που ήταν ένδεκα έτη και δύο μήνες, η Επιτροπή προσαύξησε το βασικό ποσό στο οποίο είχε καταλήξει για τις SGL, Morgan, Schunk και Conradty κατά 110 %. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της διάρκεια παράβασης 10 ετών και οκτώ μηνών και προσαύξησε το βασικό ποσό κατά 105 %. Ως προς την Hoffmann, το βασικό ποσό προσαυξήθηκε κατά 50 % λόγω του ότι η διάρκεια της παράβασης ήταν πέντε έτη και ένας μήνας (αιτιολογικές σκέψεις 299 και 300 της απόφασης της Επιτροπής).

16      Το βασικό ποσό του προστίμου, που υπολογίστηκε με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, καθορίστηκε σε 73,5 εκατομμύρια ευρώ όσον αφορά τη Morgan, σε 71,75 εκατομμύρια ευρώ για την προσφεύγουσα, σε 44,1 εκατομμύρια ευρώ όσον αφορά τη Schunk και την SGL, σε 12,6 εκατομμύρια ευρώ όσον αφορά την Conradty και σε 9 εκατομμύρια ευρώ όσον αφορά τη Hoffmann (αιτιολογική σκέψη 301 της απόφασης της Επιτροπής).

17      Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της καμία επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση εις βάρος ή υπέρ των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (αιτιολογική σκέψη 316 της απόφασης της Επιτροπής).

18      Όσον αφορά την εφαρμογή της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, η Morgan απαλλάχθηκε από το πρόστιμο διότι ήταν η πρώτη επιχείρηση που κατήγγειλε την ύπαρξη της σύμπραξης στην Επιτροπή (αιτιολογικές σκέψεις 319 έως 321 της απόφασης της Επιτροπής).

19      Σύμφωνα με το σημείο Δ της εν λόγω ανακοίνωσης, η Επιτροπή μείωσε κατά 40 % το πρόστιμο της προσφεύγουσας σε σχέση με εκείνο που θα της είχε επιβληθεί αν δεν είχε συνεργαστεί, κατά 30 % το πρόστιμο της Schunk και της Hoffmann και κατά 20 % το πρόστιμο της SGL, που ήταν η τελευταία που συνεργάστηκε (αιτιολογικές σκέψεις 322 έως 338 της απόφασης της Επιτροπής).

20      Στην απόφασή της, υπό τον τίτλο «Δυνατότητα πληρωμής και άλλοι παράγοντες», η Επιτροπή, αφού απέρριψε την επιχειρηματολογία της SGL και της προσφεύγουσας που επιχείρησαν να αποδείξουν ότι δεν είχαν δυνατότητα πληρωμής του προστίμου, υπενθύμισε ότι είχε ήδη πρόσφατα καταδικάσει την πρώτη επιχείρηση σε δύο σημαντικά πρόστιμα λόγω της συμμετοχής της σε άλλες συνιστώσες σύμπραξη δραστηριότητες.

21      Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι στην SGL επιβλήθηκαν, με την απόφαση 2002/271/ΕΚ, της 18ης Ιουλίου 2001, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/E-1/36.490 – Ηλεκτρόδια γραφίτη) (ΕΕ 2002, L 100, σ. 1), στη λεγόμενη «υπόθεση των ηλεκτροδίων γραφίτη», και με την απόφαση 2006/460/ΕΚ, της 17ης Δεκεμβρίου 2002 , σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση C.37.667 – Ειδικός γραφίτης) (ΕΕ 2006, L 180, σ. 20), στη λεγόμενη «υπόθεση του ειδικού γραφίτη», πρόστιμο ύψους 80,2 εκατομμυρίων ευρώ για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη στην αγορά των ηλεκτροδίων γραφίτη και δύο πρόστιμα συνολικού ύψους 27,75 εκατομμυρίων ευρώ για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη στην αγορά του ισοστατικού ειδικού γραφίτη και στη σύμπραξη στην αγορά του ειδικού γραφίτη εξέλασης (αιτιολογική σκέψη 358 της απόφασης της Επιτροπής).

22      Λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες της SGL και τις πρόσφατες καταδίκες της καθώς και το γεγονός ότι οι διάφορες συνιστώσες σύμπραξη δραστηριότητές της συνέπεσαν χρονικά, η Επιτροπή θεώρησε ότι, υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, δεν ήταν απαραίτητο, προκειμένου να εξασφαλιστεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα, να επιβληθεί στην SGL το συνολικό ποσό του προστίμου και, συνεπώς, το μείωσε κατά 33 %, ορίζοντάς το στο ποσό των 23,64 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογική σκέψη 360 της απόφασης της Επιτροπής).

23      Θεωρώντας ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη της SGL, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία μείωση του ποσού του προστίμου στο πλαίσιο των «άλλων παραγόντων» (αιτιολογικές σκέψεις 361 και 362 της απόφασης της Επιτροπής).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Φεβρουαρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

25      Η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε και ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε, υπό την ιδιότητα του προέδρου, στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η παρούσα υπόθεση.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Φεβρουαρίου 2008.

27      Κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και αφού η προσφεύγουσα διευκρίνισε το περιεχόμενο ορισμένων από τα επιχειρήματά της, η Επιτροπή παραιτήθηκε από το αίτημα αύξησης του ποσού του προστίμου, πράγμα το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης.

28      Κατόπιν προσκλήσεως του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή προσκόμισε την επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2001 την οποία της είχε αποστείλει η Morgan στο πλαίσιο της αίτησής της να εφαρμοστεί, προς όφελός της, η ανακοίνωση περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων. Η επιστολή αυτή, που περιλαμβανόταν στον διοικητικό φάκελο της Επιτροπής, κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις που περιήλθαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Μαρτίου 2008. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε την 1η Απριλίου 2008, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκαν οι διάδικοι αυθημερόν με επιστολή της Γραμματείας του Πρωτοδικείου.

29      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής στο μέτρο που την αφορά·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το επιβληθέν πρόστιμο ή να μειώσει το ύψος του·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

31      Η ασκηθείσα προσφυγή έχει μεν διπλό αντικείμενο, ήτοι, κυρίως, αίτημα ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής και, επικουρικώς, αίτημα ακύρωσης του προστίμου ή μείωσης του ύψους του, οι διάφορες αιτιάσεις, όμως, που προβάλλει η προσφεύγουσα με τα υπομνήματά της δεν αναπτύσσονται χωριστά.

32      Η προσφεύγουσα, κληθείσα από το Πρωτοδικείο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί του ακριβούς περιεχομένου ορισμένων επιχειρημάτων, δήλωσε ότι η επιχειρηματολογία που αφορά τον παθητικό ρόλο της στη διάπραξη της παράβασης στην αγορά των ακατέργαστων τεμαχίων άνθρακα και γραφίτη αφορούσε αποκλειστικά την απόδειξη της αντίστοιχης ελαφρυντικής περίστασης και, κατά συνέπεια, αποσκοπούσε στη μείωση του ποσού του προστίμου. Ομοίως, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι δεν αμφισβητούσε την παρουσία της στις συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής που αφορούσαν τα προϊόντα άνθρακα και γραφίτη για μηχανολογικές εφαρμογές και, ως εκ τούτου, τη συμμετοχή της στην παράβαση στον τομέα αυτόν. Το Πρωτοδικείο περιέλαβε τις δηλώσεις αυτές στα πρακτικά της συνεδρίασης.

33      Στο στάδιο αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, καίτοι η προσφεύγουσα ζήτησε ρητώς από το Πρωτοδικείο την ακύρωση ολόκληρης της απόφασης της Επιτροπής στο μέτρο που την αφορά, το σύνολο των αιτιάσεων που αναπτύσσει αποσκοπούν μόνο στην αμφισβήτηση εκείνου του μέρους της απόφασης της Επιτροπής που είναι αφιερωμένο στα πρόστιμα, ειδικότερα δε του άρθρου 2 της απόφασης, με το οποίο η Επιτροπή καθόρισε σε 43 050 000 ευρώ το ύψος του προστίμου που επέβαλε στην προσφεύγουσα. Ελλείψει οποιασδήποτε αιτίασης προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης του συνόλου της απόφασης της Επιτροπής, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί και να εξεταστεί μόνον το βάσιμο του αιτήματος της προσφεύγουσας για ακύρωση ή μείωση του ποσού του προστίμου.

 Επί του ισχυρισμού περί νομικής πλάνης της Επιτροπής λόγω της μη οριοθέτησης των επίμαχων αγορών προϊόντων ή, τουλάχιστον, των επίμαχων κατηγοριών προϊόντων

34      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η οριοθέτηση των επίμαχων αγορών προϊόντων ή, τουλάχιστον, των επίμαχων κατηγοριών προϊόντων ήταν, εν προκειμένω, απαραίτητη για τον ακριβή χαρακτηρισμό της παράβασης και των πραγματικών αποτελεσμάτων της, προς τον σκοπό της επιμέτρησης του προστίμου. Εξάλλου, η έλλειψη σοβαρής οριοθέτησης των επίμαχων αγορών οδηγεί την Επιτροπή στο να κινεί διοικητικές διαδικασίες κατά «μη λογικό» τρόπο και να καθορίζει το ύψος του προστίμου σε προδήλως υπερβολικό επίπεδο.

 Επί του χαρακτηρισμού της παράβασης

35      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με τη νομολογία, να προβεί στην ανάλυση των επίμαχων αγορών προϊόντων ή, τουλάχιστον, των επίμαχων κατηγοριών προϊόντων και παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, Τ-213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 206).

36      Με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, ακριβώς για να εξακριβωθεί αν μια συμφωνία μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και αν έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, πρέπει, ενδεχομένως, να προσδιοριστεί η επίμαχη αγορά (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T‑29/92, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑289, σκέψη 74, και της 15ης Μαρτίου 2002, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑491, σκέψη 1093). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση οριοθέτησης της αγοράς σε μια απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ μόνον όταν, ελλείψει τέτοιας οριοθέτησης, είναι αδύνατο να καθοριστεί αν η συγκεκριμένη συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψη 230· βλ., επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3141, σκέψεις 93 έως 95 και 103).

37      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ο καθορισμός των επίμαχων αγορών προϊόντων ή, τουλάχιστον, των επίμαχων κατηγοριών προϊόντων ήταν απαραίτητος όχι για τον χαρακτηρισμό των επίμαχων πρακτικών από πλευράς του άρθρου 81 ΕΚ, αλλά για τον ακριβή χαρακτηρισμό της παράβασης και των πραγματικών αποτελεσμάτων της προς τον σκοπό της επιμέτρησης του προστίμου, που αποτελεί ζήτημα διαφορετικό από τη διαπίστωση της παράβασης.

38      Συνεπώς, η παραπομπή στην προμνησθείσα στη σκέψη 35 απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής φαίνεται αλυσιτελής, δεδομένου ότι, αφενός, η Επιτροπή προσδιόρισε λεπτομερώς τον τομέα των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές, διακρίνοντας σαφώς τους διαφόρους τύπους των επίμαχων προϊόντων (αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 13 της απόφασης της Επιτροπής) και τη γεωγραφική έκταση της αγοράς των εν λόγω προϊόντων (αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 50 της απόφασης της Επιτροπής), και, αφετέρου, οι οριζόντιες συμπράξεις που προέβλεπαν τον καθορισμό των τιμών και εκτείνονταν στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ, όπως αυτή την οποία αφορά η απόφαση της Επιτροπής, συνιστούν κατάφωρες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

39      Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η προσφεύγουσα άπτεται της εκτίμησης, εκ μέρους της Επιτροπής, της σοβαρότητας της παράβασης και του συνακόλουθου καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου.

40      Η προσφεύγουσα θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η σοβαρότητα της παράβασης έπρεπε να εξεταστεί από την Επιτροπή ειδικά για κάθε κατηγορία προϊόντων που αφορούσε η σύμπραξη. Σ’ αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, υποστηρίζει ότι η σύμπραξη είχε εξαιρετικά περιορισμένη επίπτωση όσον αφορά το σύνολο των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές εφαρμογές καθώς και ότι δεν είχε καθόλου ή μικρή επίδραση στην ευρωπαϊκή αγορά των ακατέργαστων τεμαχίων άνθρακα και γραφίτη και στον τομέα των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για μηχανολογικές εφαρμογές, πράγμα που θα έπρεπε να έχει οδηγήσει την Επιτροπή στον καθορισμό διαφοροποιημένων βασικών ποσών.

41      Πρέπει να παρατηρηθεί, στη φάση αυτή, ότι τα ίδια επιχειρήματα επικαλείται η προσφεύγουσα και στο πλαίσιο των αιτιάσεων που αντλούνται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου και την εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων από την Επιτροπή και θα εξεταστούν και αργότερα.

42      Αυτοτελώς εξεταζόμενη, η αιτίαση περί νομικής πλάνης της Επιτροπής λόγω της μη οριοθέτησης των επίμαχων αγορών προϊόντων ή, τουλάχιστον, των επίμαχων κατηγοριών προϊόντων δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Πρωτοδικείο.

43      Πρέπει, καταρχάς, να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν η απόφασή της είχαν μετάσχει σε «ενιαία διαρκή παράβαση» του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, που κάλυπτε το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ, και ότι η προσφεύγουσα ανέφερε ρητώς, με το υπόμνημα απάντησης, ότι δεν αμφισβητούσε εν προκειμένω την ύπαρξη ενιαίας παράβασης.

44      Περαιτέρω, από την απόφαση της Επιτροπής προκύπτει ότι τα πρόστιμα επιβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και ότι η Επιτροπή –έστω και αν η απόφασή της δεν αναφέρεται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές)– καθόρισε το ύψος των προστίμων κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές.

45      Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η Επιτροπή λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων που προτίθεται να επιβάλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ένα ποσό καθοριζόμενο σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παράβασης. Κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης λαμβάνονται υπόψη η ίδια η φύση της παράβασης, ο πραγματικός αντίκτυπός της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να εκτιμηθεί, και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς (σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών). Στο πλαίσιο αυτό, οι παραβάσεις κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, ήτοι στις «ελαφρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος του προστίμου κυμαίνεται από 1 000 έως 1 εκατομμύριο ευρώ, τις «σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος του προστίμου κυμαίνεται από 1 εκατομμύριο έως 20 εκατομμύρια ευρώ, και στις «πολύ σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος του προστίμου υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ (σημείο 1 A, δεύτερο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση). Εντός καθεμιάς από τις κατηγορίες αυτές, η κλιμάκωση των επιβαλλομένων κυρώσεων επιτρέπει τη διαφοροποίηση της μεταχείρισης που πρέπει να επιφυλαχθεί στις επιχειρήσεις αναλόγως της φύσης των διαπραχθεισών παραβάσεων (σημείο 1 A, τρίτο εδάφιο). Εξάλλου, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα των παραβατών να προξενήσουν σημαντική ζημία στους λοιπούς οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές, και να καθορίζεται το ύψος του προστίμου σε επίπεδο που να του εξασφαλίζει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα (σημείο (σημείο 1 A, τέταρτο εδάφιο).

46      Φαίνεται, συνεπώς, ότι ο πραγματικός αντίκτυπος της «παράβασης» στην αγορά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν είναι δυνατό να εκτιμηθεί και ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, να αναλύει τον αντίκτυπο μιας σύμπραξης ειδικά για κάθε επίμαχη κατηγορία προϊόντων.

47      Η θέση της προσφεύγουσας αντιφάσκει και προς την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 1994, T‑83/91, Tetra Pak κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II‑755), στην οποία παραπέμπουν αμφότεροι οι διάδικοι και με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή επιχείρησης που καταδικάστηκε από την Επιτροπή στην καταβολή ενιαίου προστίμου για πλείονες παραβάσεις του άρθρου 82 ΕΚ. Στη σκέψη 236 της απόφασης αυτής, το Πρωτοδικείο αναφέρει τα ακόλουθα:

«[η] Επιτροπή δεν υποχρεούται, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα να κατανείμει το ύψος του προστίμου μεταξύ των διαφόρων στοιχείων της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως. Ειδικότερα, μια τέτοια κατανομή αποδεικνύεται αδύνατη εφόσον, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, το σύνολο των διαπιστωθεισών παραβάσεων εντάσσεται σε συνολική στρατηγική που παρουσιάζει εσωτερική συνοχή και πρέπει ως εκ τούτου να αντιμετωπιστεί συνολικά τόσο προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο [82 ΕΚ] όσο και να καθοριστεί το πρόστιμο. Αρκεί να διασαφηνίσει η Επιτροπή, με την απόφαση, τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται το γενικό ύψος του προστίμου που επιβάλλεται σε μία επιχείρηση. Δεν υποχρεούται να εξατομικεύσει κατά ποιο τρόπο είχε λάβει υπόψη καθένα από τα στοιχεία τα οποία μνημονεύθηκαν μεταξύ των κριτηρίων αυτών και συνεκτιμήθηκαν για τον προσδιορισμό της τάξεως του μεγέθους του προστίμου.»

48      Εξάλλου, με την προμνησθείσα στη σκέψη 36 απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 4761), το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η Επιτροπή μπορούσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, να επιβάλει ενιαίο πρόστιμο σε μια επιχείρηση που διέπραξε πλείονες παραβάσεις, χωρίς να χρειάζεται να κατανείμει το ποσό του προστίμου μεταξύ των παραβάσεων. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν οι διάφορες επίμαχες παραβάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο συνεπούς συνολικής στρατηγικής.

49      Από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, εν προκειμένω, να προβεί σε χωριστή ανάλυση κάθε στοιχείου της διαπιστωθείσας ενιαίας παράβασης, λόγω ιδίως της ύπαρξης συνολικής στρατηγικής την οποία ακολουθούσαν όλα τα μέλη της σύμπραξης, όταν μάλιστα η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάζει τη σοβαρότητα κάθε παράβασης όταν επιβάλλει ενιαίο πρόστιμο σε μια επιχείρηση η οποία έχει διαπράξει πλείονες παραβάσεις.

50      Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το συμπέρασμα αυτό δεν καθιστά δυνατή την «αυθαίρετη συλλογική τιμωρία» των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε μια σύμπραξη.

51      Έτσι, η Επιτροπή, με την απόφασή της (αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 298), εφάρμοσε «διαφοροποιημένη μεταχείριση» στο πλαίσιο του καθορισμού του βασικού ποσού διακρίνοντας, σύμφωνα με το σημείο 1 A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, διάφορες κατηγορίες επιχειρήσεων αναλόγως του μεγέθους του μεριδίου τους στην αγορά. Στο πλαίσιο της εν λόγω μεταχείρισης, μια περιορισμένη παρουσία στην αγορά μπορεί, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε χαμηλότερο βασικό ποσό, έστω και αν εν προκειμένω, και λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών της στην αγορά των επίμαχων προϊόντων, η προσφεύγουσα περιελήφθη στην πρώτη κατηγορία.

52      Επιπλέον, η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των ισχυρισμών της όσον αφορά τη μη ανάμιξή της ή τη μικρή ανάμιξή της στις παράνομες πρακτικές που αφορούσαν ορισμένα προϊόντα, έπρεπε να εξεταστεί και εξετάστηκε από την Επιτροπή κατά την εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

53      Συνεπώς, το βάσιμο των συναφών εκτιμήσεων της Επιτροπής θα εξεταστεί αργότερα με τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας που άπτονται άμεσα των ζητημάτων αυτών.

 Επί της διαδικασίας που διεξήγαγε η Επιτροπή

54      Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι η Επιτροπή κίνησε μία μόνη διαδικασία για πρακτικές καλύπτουσες πλείονες κατηγορίες προϊόντων τελείως διαφορετικών είναι προδήλως παράλογο και αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης. Η Επιτροπή όφειλε:

–        είτε να εκδώσει μία μόνη απόφαση όσον αφορά όλες τις συμπράξεις στον τομέα των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη, όπως έπραξαν οι αμερικανικές αρχές ανταγωνισμού, πράγμα που θα είχε οδηγήσει την Επιτροπή στο να επιβάλει στην προσφεύγουσα πρόστιμο το πολύ 61,37 εκατομμυρίων ευρώ·

–        είτε να εκδώσει πλείονες αποφάσεις για κάθε κατηγορία των επίμαχων προϊόντων, σύμφωνα με την πρακτική έκδοσης αποφάσεων που προκύπτει από τις υποθέσεις των ηλεκτροδίων γραφίτη και του ειδικού γραφίτη, πράγμα που θα είχε οδηγήσει την Επιτροπή στο να καθορίσει το βασικό ποσό σε επίπεδο αισθητά χαμηλότερο των 35 εκατομμυρίων ευρώ.

55      Πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα δεν διατείνεται ότι οι συμπράξεις τις οποίες αφορούν οι αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις των ηλεκτροδίων γραφίτη και του ειδικού γραφίτη και η σύμπραξη σχετικά με την οποία εκδόθηκε η υπό εξέταση απόφαση της Επιτροπής συνιστούν, στην πραγματικότητα, μία και μοναδική παράβαση, αλλά απλώς υποστηρίζει ότι οι αμερικανικές αρχές ανταγωνισμού ακολούθησαν μια σφαιρική προσέγγιση του τομέα των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη, η οποία κατέληξε στην έκδοση μίας και μόνης απόφασης.

56      Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδεικνύει ότι, κατά τρόπο αντικανονικό, για τις αγορές των ηλεκτροδίων γραφίτη, του ειδικού γραφίτη και των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές η Επιτροπή κίνησε τρεις χωριστές διαδικασίες, διαπίστωσε τέσσερις παραβάσεις και επέβαλε τέσσερα χωριστά πρόστιμα στην προσφεύγουσα. Πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να επιβάλει στην προσφεύγουσα τέσσερα χωριστά πρόστιμα, τηρώντας καθένα από τα όρια που καθορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, υπό την προϋπόθεση ότι η προσφεύγουσα θα είχε διαπράξει τέσσερις χωριστές παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, υπενθυμιζομένου ότι, στην υπόθεση του ειδικού γραφίτη, η Επιτροπή κίνησε μία μόνο διαδικασία η οποία οδήγησε στην έκδοση ενιαίας απόφασης, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη δύο χωριστών παραβάσεων, που αφορούσαν, η μεν πρώτη την αγορά του ισοστατικού ειδικού γραφίτη, η δε δεύτερη την αγορά του ειδικού γραφίτη εξέλασης, και επιβλήθηκαν δύο χωριστά πρόστιμα στην προσφεύγουσα.

57      Είναι, εξάλλου, προφανές ότι η πρακτική την οποία ακολούθησαν οι αμερικανικές αρχές ανταγωνισμού δεν μπορεί να επιβληθεί στην Επιτροπή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή και τον προσανατολισμό της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού.

58      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η στο πλαίσιο της εδαφικής τους αρμοδιότητας άσκηση των εξουσιών των αρχών των τρίτων κρατών που είναι αρμόδιες για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού υπόκειται στις ιδιαίτερες επιταγές που ισχύουν στα πιο πάνω κράτη. Πράγματι, τα στοιχεία που αποτελούν το βάθρο των εννόμων τάξεων άλλων κρατών στον τομέα του ανταγωνισμού όχι μόνον έχουν ιδιαίτερους σκοπούς και στόχους, αλλά συνεπάγονται και τη θέσπιση ιδιαίτερων κανόνων ουσιαστικού δικαίου που έχουν ποικιλόμορφες έννομες συνέπειες σε διοικητικό, ποινικό ή αστικό επίπεδο όταν οι αρχές των κρατών αυτών έχουν αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεων των κανόνων που ισχύουν στον τομέα του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 29).

59      Αντιθέτως, εντελώς διαφορετική είναι η νομική κατάσταση όπου, στον τομέα του ανταγωνισμού, σε μια επιχείρηση εφαρμόζονται αποκλειστικώς το κοινοτικό δίκαιο και το δίκαιο ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, δηλαδή όπου μια σύμπραξη περιορίζεται αποκλειστικώς στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 58 απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 30).

60      Επομένως, η Επιτροπή, όταν επιβάλλει κυρώσεις για την παράνομη συμπεριφορά μιας επιχείρησης, ακόμη και αν η συμπεριφορά αυτή ανάγεται σε σύμπραξη διεθνούς χαρακτήρα, σκοπό έχει να διαφυλάξει τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς ο οποίος, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, αποτελεί θεμελιώδη σκοπό της Κοινότητας. Πράγματι, με την ιδιαιτερότητα του εννόμου αγαθού το οποίο προστατεύεται σε κοινοτικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή, βάσει των σχετικών αρμοδιοτήτων της, μπορούν να αποκλίνουν σημαντικά από εκείνες στις οποίες προβαίνουν αρχές τρίτων κρατών (προμνησθείσα στη σκέψη 58 απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 31).

61      Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα συμπεράσματα που συνάγει η προσφεύγουσα από την υποθετική κατάσταση μιας απόφασης της Επιτροπής στηριζόμενης σε σφαιρική ανάλυση των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη, ως προς το μέγιστο ποσό προστίμου των 61,37 εκατομμυρίων ευρώ που θα της είχε επιβληθεί και ως προς την υποτιθέμενη παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, είναι αλυσιτελή.

62      Πρέπει, δεύτερον, να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, από τις υποθέσεις των ηλεκτροδίων γραφίτη και του ειδικού γραφίτη δεν προκύπτει ότι κάθε αγορά προϊόντων άνθρακα και γραφίτη αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διοικητικής διαδικασίας εκ μέρους των κοινοτικών αρχών ανταγωνισμού.

63      Στην υπόθεση του ειδικού γραφίτη, η Επιτροπή κίνησε μία και μοναδική διαδικασία η οποία οδήγησε στην έκδοση ενιαίας απόφασης διαπιστώνουσας την ύπαρξη δύο χωριστών παραβάσεων, που αφορούσαν η μεν μία την αγορά του ισοστατικού ειδικού γραφίτη η δε άλλη την αγορά του ειδικού γραφίτη εξέλασης, και επιβάλλουσας στην προσφεύγουσα δύο διαφορετικά πρόστιμα.

64      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή θεώρησε εν προκειμένω ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η απόφασή της διέπραξαν ενιαία παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Δικαιολογεί τη θέση της στην αιτιολογική σκέψη 230 της απόφασής της, η οποία έχει ως εξής:

«Παρά το επιχείρημα της [LCL] σύμφωνα με το οποίο τα ακατέργαστα τεμάχια άνθρακα και γραφίτη δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα κατεργασμένα προϊόντα άνθρακα και γραφίτη, η Επιτροπή θεωρεί ότι ολόκληρη η ομάδα προϊόντων την οποία καλύπτει η παρούσα διαδικασία αποτελούσε αντικείμενο ενιαίας σύνθετης παράβασης. Η Επιτροπή παρατηρεί συναφώς ότι η δυνατότητα υποκατάστασης των προϊόντων δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο η ίδια λαμβάνει υπόψη. Άλλοι παράγοντες μπορούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, ιδίως η λειτουργία της ίδιας της σύμπραξης. Στην παρούσα διαδικασία, τα ίδια μέλη του καρτέλ συντόνισαν την εμπορική συμπεριφορά τους κατά τις ίδιες συσκέψεις για μια ολόκληρη ομάδα συνδεομένων (έστω και μη υποκαταστατών) προϊόντων, τα οποία όλα ή σχεδόν όλα τα μέλη του καρτέλ κατασκεύαζαν και πωλούσαν. Επιπλέον, ο κύριος σκοπός της συμφωνίας της σύμπραξης, που συνίστατο στη μη πώληση ακατέργαστων τεμαχίων σε τρίτους ή στην πώλησή τους σε πολύ υψηλές τιμές, ήταν να ενισχυθεί η κύρια συμφωνία της σύμπραξης που αφορούσε τα κατεργασμένα προϊόντα που παράγονται από τα τεμάχια αυτά και να προστατευθεί από πιθανό ανταγωνισμό. Η συμφωνία για τα ακατέργαστα τεμάχια ήταν, συνεπώς, παρεπόμενη της κύριας συμφωνίας που αφορούσε τα κατεργασμένα προϊόντα. Βάσει αυτών των πραγματικών στοιχείων, η Επιτροπή επέλεξε να αντιμετωπίσει τις δραστηριότητες του καρτέλ ως ενιαία σύνθετη παράβαση. Κανένας από τους αποδέκτες της παρούσας απόφασης δεν ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν πλείονες παραβάσεις.»

65      Για αντικειμενικούς λόγους κίνησε, εν προκειμένω, η Επιτροπή τη διαδικασία, διαπίστωσε την ύπαρξη μιας και μοναδικής παράβασης και επέβαλε, με την απόφασή της, πρόστιμο στην προσφεύγουσα. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη ενιαίας παράβασης.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιλογή της Επιτροπής να εκδώσει απόφαση προς επιβολή κυρώσεων για ενιαία και διαρκή παράβαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «παράλογη» ή αντιβαίνουσα στην αρχή της χρηστής διοίκησης.

67      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αιτίαση περί νομικής πλάνης της Επιτροπής λόγω μη οριοθέτησης των επίμαχων αγορών προϊόντων ή, τουλάχιστον, των επίμαχων κατηγοριών προϊόντων είναι απορριπτέα.

 Επί των ισχυρισμών περί εσφαλμένης εκτίμησης της σοβαρότητας της παράβασης και δυσανάλογου χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου

68      Κατά πάγια νομολογία, η σοβαρότητα μιας παράβασης καθορίζεται βάσει πολλών στοιχείων, ως προς τα οποία η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτίμησης (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 43· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 240 έως 242).

69      Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή καθόρισε, εν προκειμένω, το ύψος των προστίμων εφαρμόζοντας τη μέθοδο που καθορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές.

70      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, ναι μεν οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, πλην όμως περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχείρισης (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 209 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβίασης γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 211 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο τη μεθοδολογία που η Επιτροπή επέβαλε στον εαυτό της για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού 17. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές, για την κατάρτιση των οποίων η Επιτροπή έκανε χρήση, μεταξύ άλλων, σε κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 213).

73      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν, πρώτον, την εκτίμηση αυτής καθαυτήν της σοβαρότητας της παράβασης, βάσει της οποίας καθορίζεται ένα «γενικό βασικό ποσό». Δεύτερον, η σοβαρότητα αναλύεται σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επιχείρησης, ιδίως το μέγεθός της και τη θέση της στη σχετική αγορά, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε στάθμιση του βασικού ποσού, στην κατάταξη των επιχειρήσεων κατά κατηγορίες και στον καθορισμό ενός «ειδικού βασικού ποσού».

 Επί του ισχυρισμού περί υπερβολικού ύψους του βασικού ποσού του προστίμου σε σχέση προς τον περιορισμένο αντίκτυπο των επικρινομένων πρακτικών

74      Όσον αφορά αυτή καθαυτήν τη σοβαρότητα της παράβασης, οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν, στο σημείο 1 Α, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, τα ακόλουθα:

«Για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παράβασης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παράβασης, ο πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς.

Με τον τρόπο αυτό οι παραβάσεις ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες και καθιερώνεται η διάκριση μεταξύ ελαφρών παραβάσεων, σοβαρών παραβάσεων και πολύ σοβαρών παραβάσεων.»

75      Στην απόφασή της, η Επιτροπή ανέφερε τα ακόλουθα τρία στοιχεία:

–        η επίμαχη παράβαση συνίστατο ουσιαστικά στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών πώλησης και άλλων συναλλακτικών όρων που εφαρμόζονταν στους πελάτες, στον επιμερισμό των αγορών, ιδίως με την κατανομή των πελατών, και σε συντονισμένες δράσεις έναντι των ανταγωνιστών που δεν ήταν μέλη της σύμπραξης· τέτοιες πρακτικές συνιστούν, από την ίδια τους τη φύση, το σοβαρότερο είδος παράβασης των διατάξεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 278 της απόφασης της Επιτροπής)·

–        οι συνιστώσες σύμπραξη συμφωνίες είχαν εφαρμοστεί και είχαν αντίκτυπο στην αγορά του ΕΟΧ όσον αφορά τα συγκεκριμένα προϊόντα, ο αντίκτυπος όμως αυτός δεν μπορούσε να εκτιμηθεί με ακρίβεια (αιτιολογική σκέψη 286 της απόφασης της Επιτροπής)·

–        το καρτέλ κάλυπτε το σύνολο της κοινής αγοράς και, μετά τη δημιουργία του, το σύνολο του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 287 της απόφασης της Επιτροπής).

76      Το συμπέρασμα της Επιτροπής, που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 288 της απόφασής της, έχει ως εξής:

«Βάσει όλων αυτών των στοιχείων, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η παρούσα απόφαση διέπραξαν πολύ σοβαρή παράβαση. Κατά την Επιτροπή, η φύση της παράβασης και η γεωγραφική της έκταση είναι τέτοιες ώστε η παράβαση να πρέπει να χαρακτηριστεί ως πολύ σοβαρή, ανεξάρτητα αν ο αντίκτυπός της στην αγορά μπορεί ή όχι να εκτιμηθεί. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές ότι οι θίγοντες τον ανταγωνισμό διακανονισμοί του καρτέλ εφαρμόστηκαν και είχαν αντίκτυπο στην αγορά, έστω και αν αυτός ο αντίκτυπος δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια.»

77      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε τον συγκεκριμένο αντίκτυπο της παράβασης στις σχετικές αγορές και ότι περιορίστηκε να αναφέρει, επικαλούμενη απλώς τη θέση της σύμπραξης σε εφαρμογή, ότι η σύμπραξη αυτή είχε αντίκτυπο στην αγορά, χωρίς να εξετάσει το μέγεθος του αντίκτυπου αυτού, και τούτο κατά παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών και της προηγούμενης πρακτικής της ως προς τη λήψη των αποφάσεων. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι οι επικρινόμενες πρακτικές είχαν αντικειμενικά περιορισμένο αντίκτυπο στις σχετικές αγορές, η Επιτροπή μπορούσε, το πολύ, να χαρακτηρίσει τις πρακτικές αυτές «σοβαρές» και να καθορίσει το βασικό ποσό σε επίπεδο κατώτερο των 20 εκατομμυρίων ευρώ.

78      Πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ανέφεραν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο χαρακτηρισμός της παράβασης ως «πολύ σοβαρής» οφειλόταν αποκλειστικά στη λήψη υπόψη της φύσης της παράβασης και της γεωγραφικής έκτασής της και ότι, έστω και αν η απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνει την ύπαρξη συγκεκριμένου αντίκτυπου της σύμπραξης στην αγορά, το στοιχείο αυτό δεν λήφθηκε υπόψη για τον χαρακτηρισμό της παράβασης και, επομένως, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

79      Η θέση αυτή, ωστόσο, διαψεύδεται από την απλή ανάγνωση του κειμένου των αιτιολογικών σκέψεων 278 έως 288 της απόφασης της Επιτροπής. Στην αιτιολογική σκέψη 281 της απόφασής της, η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη πραγματικών βλαπτικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων που οφείλονται, εν προκειμένω, στη θέση των συνιστωσών συμπαιγνία συμφωνιών σε εφαρμογή, έστω και αν δεν είναι δυνατή η ακριβής ποσοτική εκτίμησή της, η δε διαπίστωση αυτή έπεται της περιγραφής αυτής καθαυτήν της φύσης της παράβασης και προηγείται του προσδιορισμού της γεωγραφικής έκτασής της. Το κείμενο της αιτιολογικής σκέψης 288 της απόφασης της Επιτροπής, και ειδικότερα η χρήση της έκφρασης «[β]άσει όλων αυτών των στοιχείων», επιτρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη τον συγκεκριμένο αντίκτυπο της σύμπραξης στην αγορά για να χαρακτηρίσει την παράβαση «πολύ σοβαρή», έστω και αν πρόσθεσε ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δικαιολογούνταν ανεξαρτήτως της δυνατότητας εκτίμησης του εν λόγω αντίκτυπου.

80      Πρέπει να παρατηρηθεί, δεύτερον, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, να προβεί σε συγκεκριμένη εξέταση των παράνομων πρακτικών σε καθεμία από τις σχετικές αγορές, υπενθυμιζομένου ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι το σύνολο των συμφωνιών και/ή των εναρμονισμένων πρακτικών που αφορούσε η απόφασή της συνιστούσε ενιαία σύνθετη παράβαση, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα, και ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη μόνον τα αποτελέσματα της παράβασης στο σύνολό της (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 152, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 342).

81      Τρίτον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 244 έως 248 και 280 έως 286 της απόφασης της Επιτροπής προκύπτει ότι η Επιτροπή όντως συνήγαγε από τη θέση της σύμπραξης σε εφαρμογή την ύπαρξη συγκεκριμένου αντίκτυπου της σύμπραξης στον επίμαχο τομέα.

82      Η Επιτροπή αναφέρει συναφώς ότι «[ό]λα τα μέλη του καρτέλ εφάρμοσαν συμφωνηθείσες γενικές αυξήσεις τιμών (εκφραζόμενες σε ποσοστά), κυκλοφορώντας νέους τιμοκαταλόγους […] οι δημόσιες μεταφορικές εταιρίες ανέθεσαν τις συμβάσεις στην εταιρία της οποίας η προσφορά είχε διαμορφωθεί ώστε να είναι ελαφρώς κατώτερη των προσφορών των λοιπών μελών της σύμπραξης, οι ιδιώτες πελάτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εφοδιάζονται από προκαθορισμένο προμηθευτή σε προκαθορισμένη τιμή, χωρίς να μπορεί να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, οι δε ταγιαριστές βρέθηκαν σε αδυναμία να αγοράζουν ακατέργαστα τεμάχια, ή μπορούσαν να τα αγοράζουν σε τεχνητά υψηλές τιμές, με αποτέλεσμα να τους είναι αδύνατο να λειτουργήσουν υπό συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά των επεξεργασμένων προϊόντων». Λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της παράβασης και του ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έλεγχαν, όλες μαζί, το 90 % της αγοράς του ΕΟΧ, δεν υπάρχει, κατά την Επιτροπή, καμία αμφιβολία ότι η σύμπραξη είχε ουσιαστικά βλαπτικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα στην αγορά αυτή (αιτιολογικές σκέψεις 245 και 281 της απόφασης της Επιτροπής).

83      Υπενθυμίζεται ότι, για να εκτιμήσει τον συγκεκριμένο αντίκτυπο μιας παράβασης στην αγορά, η Επιτροπή οφείλει να αναφερθεί στον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό συνήθεις συνθήκες αν δεν είχε υπάρξει η παράβαση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/7373, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψεις 619 και 620· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑347/94, Mayr‑Melnhof κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1751, σκέψη 235· της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 645, και της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, στο εξής: «απόφαση ADM I», σκέψη 150).

84      Στην περίπτωση σύμπραξης ως προς τις τιμές, η Επιτροπή θεμιτώς συνάγει ότι η παράβαση είχε αποτελέσματα, λόγω του ότι τα μέλη της σύμπραξης έλαβαν μέτρα για να εφαρμόζουν τις συμφωνηθείσες τιμές, παραδείγματος χάρη αναγγέλλοντάς τες στους πελάτες, δίνοντας οδηγίες στους υπαλλήλους τους να τις χρησιμοποιούν ως βάση διαπραγμάτευσης και επιβλέποντας την εφαρμογή τους από τους ανταγωνιστές τους και από τις δικές τους υπηρεσίες πωλήσεων. Συγκεκριμένα, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη αντίκτυπου στην αγορά, αρκεί οι συμφωνηθείσες τιμές να χρησίμευσαν ως βάση για τον καθορισμό των τιμών των επιμέρους συναλλαγών, περιορίζοντας έτσι το περιθώριο διαπραγμάτευσης των πελατών (προμνησθείσα στη σκέψη 80 απόφαση Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψεις 340 και 341· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «απόφαση PVC II», Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψεις 743 έως 745, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 285).

85      Αντιθέτως, όταν η θέση μιας σύμπραξης σε εφαρμογή έχει αποδειχθεί, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι συμφωνίες επέτρεψαν όντως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να επιτύχουν ένα επίπεδο τιμών των συναλλαγών υψηλότερο από εκείνο που θα επικρατούσε αν δεν υπήρχε η σύμπραξη. Συναφώς, η θέση σύμφωνα με την οποία μόνον το γεγονός ότι το επίπεδο των τιμών των συναλλαγών θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη συμπαιγνία μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παράβασης δεν μπορεί να γίνει δεκτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9693, σκέψεις 53 και 62). Εξάλλου, θα ήταν δυσανάλογο να απαιτείται μια τέτοια απόδειξη, που θα απορροφούσε σημαντικούς πόρους δεδομένου ότι θα απαιτούσε υποθετικούς υπολογισμούς στηριζόμενους σε οικονομικά πρότυπα των οποίων η ακρίβεια δύσκολα μπορεί να εξακριβωθεί από τον δικαστή και τα οποία ουδόλως αποδεικνύεται ότι είναι αλάνθαστα (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑283/98 P, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9855, I‑9858, σημείο 109).

86      Πράγματι, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, καθοριστικής σημασία είναι το αν τα μέλη της σύμπραξης έπραξαν ό,τι ήταν δυνατόν να πράξουν ώστε να υλοποιήσουν τις προθέσεις τους. Αυτό που συνέβη κατόπιν, στο επίπεδο των τιμών της αγοράς που πράγματι επιτεύχθηκαν, μπορούσε να επηρεαστεί από άλλους παράγοντες, τους οποίους δεν έλεγχαν τα μέλη της σύμπραξης. Τα μέλη της σύμπραξης δεν μπορούν να επικαλεστούν υπέρ αυτών, προβάλλοντάς τους ως στοιχεία που δικαιολογούν μείωση του προστίμου, εξωτερικούς παράγοντες που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην προμνησθείσα στη σκέψη 85 υπόθεση Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, σημεία 102 έως 107).

87      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεμιτώς μπορούσε να στηριχθεί στη θέση της σύμπραξης σε εφαρμογή για να συναγάγει ότι υπήρξε αντίκτυπος στην αγορά, αφού είχε προσηκόντως διαπιστώσει ότι η σύμπραξη διήρκεσε επί περισσότερα από ένδεκα έτη και ότι τα μέλη της εν λόγω σύμπραξης έλεγχαν άνω του 90 % της αγοράς του ΕΟΧ, χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτιμήσει με ακρίβεια την τάξη μεγέθους αυτού του αντίκτυπου.

88      Όσον αφορά το βάσιμο των διαπιστώσεων τις οποίες η Επιτροπή άντλησε από το συμπέρασμα αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει, αλλά και ούτε καν διατείνεται, ότι η σύμπραξη δεν τέθηκε σε εφαρμογή.

89      Η προσφεύγουσα αναφέρθηκε, ασφαλώς, στον «περιθωριακό» ρόλο της στην εφαρμογή των παράνομων πρακτικών στον τομέα των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για μηχανολογικές εφαρμογές και στην απουσία πωλήσεων ακατέργαστων τεμαχίων άνθρακα και γραφίτη προς τρίτους. Υποστήριξε επίσης, στο πλαίσιο της αιτίασης που αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων, ότι η ίδια δεν εφάρμοσε ουσιαστικά ορισμένες κατά συμπαιγνία συμφωνίες. Ωστόσο, τα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα αντλεί από τη δική της συμπεριφορά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πράγματι, η πραγματική συμπεριφορά την οποία ισχυρίζεται ότι ακολούθησε μια επιχείρηση δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του αντίκτυπου μιας σύμπραξης στην αγορά, λαμβάνονται δε υπόψη μόνον τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την όλη παράβαση (προμνησθείσες στη σκέψη 80 αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 152, και Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 342).

90      Από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι η τελευταία περιορίζεται ουσιαστικά να επικαλεστεί το ότι η σύμπραξη είχε περιορισμένο αποτέλεσμα όσον αφορά ορισμένα επίμαχα προϊόντα και τέθηκε μόνο μερικώς σε εφαρμογή. Ο ισχυρισμός αυτός, έστω και αν υποτεθεί ότι είναι ακριβής, δεν είναι ικανός να αποδείξει ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τη σοβαρότητα της παράβασης λαμβάνοντας υπόψη το ότι οι επίμαχες παράνομες πρακτικές είχαν πραγματικό βλαπτικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα στην αγορά του ΕΟΧ όσον αφορά τα συγκεκριμένα προϊόντα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 148).

91      Πρέπει ακόμα να παρατηρηθεί ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο συγκεκριμένος αντίκτυπος μιας σύμπραξης δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον από την Επιτροπή, δεν έπεται ότι ο χαρακτηρισμός της παρούσας παράβασης ως «πολύ σοβαρής» δεν ήταν ο ενδεδειγμένος. Πράγματι, οι τρεις πτυχές της εκτίμησης της σοβαρότητας μιας παράβασης δεν έχουν το ίδιο βάρος στο πλαίσιο της συνολικής εξέτασης. Η φύση της παράβασης διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως προς χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποβλέπουν ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό των τιμών μπορούν να χαρακτηριστούν, βάσει της φύσης τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να έχουν οι συμπεριφορές αυτές κάποιον ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή να επηρεάζουν συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, ενώ η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων αναφέρεται ρητώς στον αντίκτυπο στην αγορά και στα αποτελέσματα σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν απαιτεί να υπάρχει συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά ή συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψη 178, και προμνησθείσα στη σκέψη 90 απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 150).

92      Όσον αφορά την αναφορά σε προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής αντίθετη με αυτή που ακολούθησε στην επίδικη απόφαση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψεις 201 και 205, και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 60), η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και οι αποφάσεις σχετικά με άλλες υποθέσεις έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιας διάκρισης.

93      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, τέλος, ότι, έστω και αν υποτεθεί, quod non, ότι οι επικρινόμενες πρακτικές μπορούν να χαρακτηριστούν «πολύ σοβαρές», η Επιτροπή όφειλε να καθορίσει το ύψος του βασικού ποσού του προστίμου στην κατώτερη βαθμίδα της κλίμακας των προστίμων που προβλέπονται για τις «πολύ σοβαρές» παραβάσεις, ακριβώς για να ληφθεί υπόψη ο περιορισμένος αντίκτυπος των πρακτικών αυτών στις επίμαχες αγορές.

94      Με την επιχειρηματολογία αυτή, η προσφεύγουσα φαίνεται να υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η παράβαση δικαίως χαρακτηρίστηκε «πολύ σοβαρή», η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθορίζοντας σε 35 εκατομμύρια ευρώ το βασικό ποσό του προστίμου, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπερβεί τα 20 εκατομμύρια ευρώ, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου αντίκτυπου της παράβασης, λόγω της μη συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση που διαπράχθηκε στην αγορά των ακατέργαστων τεμαχίων και πλακών άνθρακα και γραφίτη, της περιθωριακής συμμετοχής της στις παραβάσεις που διαπράχθηκαν στον τομέα των προϊόντων για μηχανολογικές εφαρμογές και του εξαιρετικά περιορισμένου αντίκτυπου των επικρινομένων πρακτικών στις αγορές των προϊόντων για ηλεκτρολογικές εφαρμογές.

95      Πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 89, η πραγματική συμπεριφορά την οποία ισχυρίζεται ότι ακολούθησε μια επιχείρηση δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του αντίκτυπου μιας σύμπραξης στην αγορά.

96      Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 120 και 124 της απόφασης της Επιτροπής προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύμπραξη είχε σημαντικό αντίκτυπο για όλα τα επίμαχα προϊόντα και όλους τους πελάτες και ότι, αντιθέτως, δέχτηκε μάλιστα ότι ο αντίκτυπος αυτός ήταν ενδεχομένως πιο περιορισμένος για ορισμένα συγκεκριμένα προϊόντα, όπως αναφέρει η προσφεύγουσα, η οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς της στις διαπιστώσεις της Επιτροπής. Η προσφεύγουσα, άλλωστε, δεν ισχυρίζεται, ούτε –κατά μείζονα λόγο– αποδεικνύει, ότι η Επιτροπή περιέγραψε εσφαλμένα τα αποτελέσματα της σύμπραξης διογκώνοντάς τα.

97      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε ένα σύνολο συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών που αφορούσαν προϊόντα άνθρακα και γραφίτη προοριζόμενα για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές, καθώς και ακατέργαστα τεμάχια άνθρακα και γραφίτη από τα οποία κατασκευάζονται τα προϊόντα αυτά, το σύνολο δε αυτής της ομάδας συνδεομένων προϊόντων αποτέλεσε το αντικείμενο ενιαίας σύνθετης παράβασης. Όμως, μόνον τα αποτελέσματα της παράβασης στο σύνολό της πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση του αντίκτυπού της στην αγορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες στη σκέψη 80 αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 152, και Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 342), η δε προσφεύγουσα δεν κάνει λόγο για περιορισμένο αντίκτυπο της σύμπραξης ως προς τα ημικατεργασμένα προϊόντα, τα προϊόντα για μηχανολογικές εφαρμογές ούτε, εξάλλου, για τα προϊόντα για ηλεκτρολογικές εφαρμογές που προορίζονταν για τους «μικρούς» πελάτες.

98      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αιτίαση που αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου, λαμβανομένου υπόψη του καθ’ υπόθεση περιορισμένου αντίκτυπου των επικρινομένων παράνομων πρακτικών, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ισχυρισμού περί υπερβολικού ύψους του βασικού ποσού του προστίμου λαμβανομένης υπόψη της μικρής ανάμιξης της προσφεύγουσας στη σύμπραξη

99      Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παράβασης και, ως εκ τούτου, του βασικού ποσού του προστίμου, τη σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς από τις κατηγορούμενες επιχειρήσεις. Επικαλούμενη την απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑59/99, Ventouris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5257, σκέψεις 200 και 219), ζητεί από το Πρωτοδικείο να μειώσει ουσιωδώς το ύψος του προστίμου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μη συμμετοχή της στις πρακτικές που εφαρμόστηκαν στην αγορά των ακατέργαστων τεμαχίων άνθρακα και γραφίτη και ο ήσσονας ρόλος των οποίο διαδραμάτισε στις πρακτικές που εφαρμόστηκαν στον τομέα των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για μηχανολογικές εφαρμογές. Η Επιτροπή, επιβάλλοντας στην προσφεύγουσα βασικό ποσό 35 εκατομμυρίων ευρώ, ίδιο με εκείνο που επιβλήθηκε στη Morgan, και βασικό ποσό μόνον 21 εκατομμυρίων ευρώ στη Schunk και στην SGL, ενώ οι τρεις αυτές τελευταίες επιχειρήσεις μετέσχαν στο σύνολο των πρακτικών τις οποίες αφορά η απόφασή της, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

100    Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας συγχέει την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, η οποία χρησιμεύει για τον καθορισμό του επιπέδου εκκίνησης του προστίμου, με την εκτίμηση της σχετικής βαρύτητας της συμμετοχής στην παράβαση καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ζήτημα το οποίο πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της ενδεχόμενης εφαρμογής επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

101    Όπως ήδη αναφέρθηκε, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτίμησης της σοβαρότητας της παράβασης και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, έλαβε υπόψη τη φύση της παράβασης αυτής, τον πραγματικό αντίκτυπό της στην επίμαχη αγορά και τη γεωγραφική έκταση της αγοράς αυτής.

102    Όταν η Επιτροπή στηρίζεται στον αντίκτυπο της παράβασης για να εκτιμήσει τη σοβαρότητά της, σύμφωνα με το σημείο 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, τα αποτελέσματα που οφείλει να λάβει υπόψη της στο πλαίσιο αυτό είναι εκείνα που προκύπτουν από την όλη παράβαση στην οποία μετέσχαν όλες οι επιχειρήσεις (προμνησθείσα στη σκέψη 80 απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 152), οπότε δεν απαιτείται να λάβει συναφώς υπόψη την ατομική συμπεριφορά ή τα ιδιαίτερα δεδομένα κάθε επιχείρησης.

103    Η παραπομπή στην προμνησθείσα στη σκέψη 99 απόφαση Ventouris κατά Επιτροπής (σκέψεις 200 και 219) είναι επίσης αλυσιτελής, στο μέτρο που η απόφαση αυτή δεν αφορά κατάσταση ενιαίας παράβασης, όπως εν προκειμένω, αλλά την περίπτωση επιβολής κυρώσεων από την Επιτροπή για δύο χωριστές παραβάσεις. Με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή τιμώρησε κατά τον ίδιο τρόπο τις επιχειρήσεις που είχαν μετάσχει στις δύο παραβάσεις και εκείνες που είχαν μετάσχει μόνο σε μία από αυτές, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Η προσφεύγουσα, που είχε μετάσχει σε μία μόνο από τις δύο παραβάσεις, αλλά τιμωρήθηκε σαν να είχε μετάσχει και στις δύο παραβάσεις, επέτυχε μείωση του ποσού του προστίμου της από το Πρωτοδικείο.

104    Στην υπό κρίση περίπτωση, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη ενιαίας παράβασης και τη συμμετοχή της σ’ αυτή. Υποστηρίζει μόνον ότι η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της είναι λιγότερο σημαντική από εκείνη άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων, όπως η Morgan, η Schunk και η SGL. Η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσει η προσφεύγουσα προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού θα εξεταστεί, συνεπώς, στο πλαίσιο των αιτιάσεων που αντλούνται από την εκ μέρους της Επιτροπής εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

 Επί του ισχυρισμού περί υπερβολικού ύψους του βασικού ποσού του προστίμου λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας

105    Λόγω των μεγάλων διαφορών μεγέθους μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και για λάβει υπόψη της το ειδικό βάρος καθεμιάς από αυτές και, συνεπώς, την πραγματική επίδραση της παραβατικής συμπεριφοράς τους στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή, σύμφωνα με το σημείο 1 Α, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, διαφοροποίησε την αντιμετώπιση των επιχειρήσεων που είχαν μετάσχει στην παράβαση. Προς τούτο, χώρισε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε τρεις κατηγορίες, στηριζόμενη στον κύκλο εργασιών που είχε πραγματοποιήσει κάθε επιχείρηση για τα προϊόντα που αφορούσε η παρούσα διαδικασία σε επίπεδο ΕΟΧ, περιλαμβάνοντας και την αξία της δεσμευμένης κατανάλωσης κάθε επιχείρησης. Προκύπτει ένα μέγεθος μεριδίου της αγοράς το οποίο αντιπροσωπεύει το σχετικό βάρος κάθε επιχείρησης στην παράβαση και την πραγματική οικονομική δυνατότητά της να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 291 της απόφασης της Επιτροπής).

106    Η σύγκριση στηρίχθηκε στα δεδομένα που αφορούν τον κύκλο εργασιών (εκφραζόμενο σε εκατομμύρια ευρώ) για τα επίμαχα προϊόντα κατά το τελευταίο έτος της παράβασης, ήτοι το 1998, όπως αυτά προέκυπταν από τον πίνακα 1 της αιτιολογικής σκέψης 37 της απόφασης της Επιτροπής που επιγράφεται «Εκτίμηση του κύκλου εργασιών (συμπεριλαμβανομένης της αξίας που αντιστοιχεί στη δεσμευμένη χρήση) και των μεριδίων αγοράς εντός του ΕΟΧ κατά το 1998 για την ομάδα προϊόντων που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας»:

Προμηθευτές

Κύκλος εργασιών (συμπεριλαμβανομένης της αξίας της δεσμευμένης χρήσης)

Μερίδιο αγοράς εντός του ΕΟΧ

(σε %)

Conradty

9

3

Hoffmann

17

6

[LCL]

84

29

Morgan

68

23

Schunk

52

18

SGL

41

14

Διάφοροι

20

7

Σύνολο

291

100


107    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα και η Morgan, που θεωρήθηκαν ως οι δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις με μερίδια αγοράς άνω του 20 %, κατατάχθηκαν στην πρώτη κατηγορία. Η Schunk και η SGL, που είναι μεσαίες επιχείρησεις με μερίδια αγοράς μεταξύ 10 και 20 %, τοποθετήθηκαν στη δεύτερη κατηγορία. Η Hoffmann και η Conradty, που θεωρήθηκαν μικρές επιχειρήσεις λόγω του ότι είχαν μερίδια αγοράς κάτω του 10 %, συγκεντρώθηκαν στην τρίτη κατηγορία (αιτιολογικές σκέψεις 37 και 297 της απόφασης της Επιτροπής).

108    Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, η Επιτροπή κατέληξε σε βασικό ποσό –που καθορίστηκε με βάση τη σοβαρότητα της παράβασης– 35 εκατομμυρίων ευρώ για την προσφεύγουσα και τη Morgan, 21 εκατομμυρίων ευρώ για τη Schunk και την SGL και 6 εκατομμυρίων ευρώ για τη Hoffmann και την Conradty (αιτιολογική σκέψη 298 της απόφασης της Επιτροπής).

109    Στο πλαίσιο της αιτίασής της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της τον κύκλο εργασιών που προερχόταν από τις πωλήσεις των επίμαχων προϊόντων εντός του ΕΟΧ και ότι το βασικό ποσό των 35 εκατομμυρίων ευρώ στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή ήταν δυσανάλογο σε σχέση προς τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιούσε σε κάθε μία από τις συγκεκριμένες αγορές (το εν λόγω ποσό αντιπροσώπευε το 41,7 % του κύκλου εργασιών ύψους 84 εκατομμυρίων ευρώ που μνημονεύει η απόφαση της Επιτροπής, το 46,3 % του κύκλου εργασιών για τα προϊόντα άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές εφαρμογές και το 421 % του κύκλου εργασιών για τα προϊόντα άνθρακα και γραφίτη για μηχανολογικές εφαρμογές), συμπέρασμα το οποίο επιβάλλεται να συναχθεί βάσει της προηγούμενης πρακτικής της Επιτροπής ως προς τη λήψη των αποφάσεών της καθώς και βάσει της νομολογίας. Η νομολογία αυτή επιβάλλει να έχει το ποσό του προστίμου «εύλογη σχέση» με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε στην οικεία αγορά.

110    Πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (προμνησθείσες στη σκέψη 92 αποφάσεις JCB Service κατά Επιτροπής, σκέψεις 201 και 205, και Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 60), η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού, οι δε αποφάσεις σχετικά με άλλες υποθέσεις έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι.

111    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιας διάκρισης. Υποστηρίζει γενικώς ότι από την ανάλυση της πρόσφατης πρακτικής της Επιτροπής ως προς τη λήψη των αποφάσεών της προκύπτει ότι το υψηλότερο βασικό ποσό που ορίζεται συνήθως στις υποθέσεις που αφορούν «πολύ σοβαρές» παραβάσεις που εφαρμόστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο ή στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ αντιπροσωπεύει συνήθως ποσό μεταξύ 10 και 20 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η συγκεκριμένη επιχείρηση στις σχετικές αγορές. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι, στην υπόθεση του ειδικού γραφίτη, η Επιτροπή τής επέβαλε βασικό ποσό 7,5 εκατομμυρίων ευρώ, που αντιπροσώπευε το 14,5 % του κύκλου εργασιών που είχε πραγματοποιήσει παγκοσμίως από την πώληση του συγκεκριμένου προϊόντος.

112    Ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται από την Επιτροπή, η οποία επικαλείται παραδείγματα αποφάσεων στις οποίες όρισε βασικά ποσά υπερβαίνοντα το 20 % του κύκλου εργασιών που είχαν πραγματοποιήσει οι σχετικές επιχειρήσεις στην επίμαχη αγορά. Η Επιτροπή αναφέρει, έτσι, την περίπτωση της Asea Brown Boveri Ltd στην οποία, στο πλαίσιο της απόφασης 1999/60/ΕΚ, της 21ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/35.691/Ε-4 – Καρτέλ προμονωμένων σωλήνων), που διορθώθηκε προτού δημοσιευθεί (ΕΕ 1999, L 24, σ. 1), επιβλήθηκε βασικό ποσό του προστίμου 50 εκατομμύρια ευρώ που αντιπροσώπευε το 23 % του κύκλου εργασιών που είχε πραγματοποιήσει με τα επίμαχα προϊόντα. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης την απόφαση 2003/437/ΕΚ, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/E-1/37.027 – Φωσφορικός ψευδάργυρος), στην οποία το βασικό ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ αντιπροσώπευε σχεδόν το 100 % του κύκλου εργασιών καθενός από τα τέσσερα κύρια μέλη της σύμπραξης στην επίμαχη αγορά.

113    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτίμησης κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1997, T‑229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1689, σκέψη 127). Το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν μπορεί να της στερήσει τη δυνατότητα να αυξήσει οποτεδήποτε το ύψος αυτό για να εξασφαλίσει την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 109) και για να ενισχύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1373, σκέψη 179).

114    Πρέπει να παρατηρηθεί, δεύτερον, ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της συγκεκριμένης παράβασης, να καθορίζει το πρόστιμο λαμβάνοντας ως βάση ποσά στηριζόμενα στον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και, ειδικότερα, στον κύκλο εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί με τα επίμαχα προϊόντα (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 255).

115    Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 241 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116    Υπό την επιφύλαξη της τήρησης του ανωτάτου ορίου που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και το οποίο αναφέρεται στον ολικό κύκλο εργασιών (προμνησθείσα στη σκέψη 113 απόφαση Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119), επιτρέπεται στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη της τον κύκλο εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, δεν πρέπει, όμως, να αποδίδεται δυσανάλογη σημασία στον εν λόγω κύκλο εργασιών σε σχέση με άλλα στοιχεία εκτίμησης (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 257 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο υπολογισμού που καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές και η οποία προβλέπει ότι, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, προς καθορισμό του ύψους των προστίμων, λαμβάνεται υπόψη ένας μεγάλος αριθμός στοιχείων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η ίδια η φύση της παράβασης, ο πραγματικός αντίκτυπός της, η γεωγραφική έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η ανάγκη εξασφάλισης αποτρεπτικού αποτελέσματος στο πρόστιμο. Καίτοι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων πρέπει να υπολογίζεται με βάση τον ολικό κύκλο εργασιών ή τον σχετικό κύκλο εργασιών, δεν απαγορεύουν να λαμβάνονται αυτοί οι κύκλοι εργασιών υπόψη κατά την επιμέτρηση του προστίμου, προκειμένου να τηρηθούν οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις (προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 258 και 260).

118    Επομένως, ναι μεν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, ότι ο κύκλος εργασιών των επίμαχων προϊόντων μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη βάση για την εκτιμηθούν, όπως έπραξε Επιτροπή με την απόφασή της, οι βλάβες που προκλήθηκαν στον ανταγωνισμό στην αγορά των επίμαχων προϊόντων εντός του ΕΟΧ καθώς και το σχετικό βάρος των συμμετεχόντων στη σύμπραξη σε σχέση προς τα επίμαχα προϊόντα, το στοιχείο, όμως αυτό πόρρω απέχει από του να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παράβασης.

119    Κατά συνέπεια, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, θα αποδιδόταν υπερβολική σημασία στο στοιχείο αυτό αν η εκτίμηση του ανάλογου χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου το οποίο όρισε η Επιτροπή περιοριζόταν μόνο στην εξέταση της σχέσης μεταξύ του εν λόγω ποσού και του κύκλου εργασιών των επίμαχων προϊόντων. Η ίδια η φύση της παράβασης, ο πραγματικός αντίκτυπός της, η γεωγραφική έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η ανάγκη εξασφάλισης αποτρεπτικού αποτελέσματος στο πρόστιμο αποτελούν επίσης στοιχεία που έλαβε εν προκειμένω υπόψη της η Επιτροπή και τα οποία μπορούν να δικαιολογήσουν το προμνησθέν ποσό. Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε δικαίως υπόψη της τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως «πολύ σοβαρής», στο μέτρο που η προσφεύγουσα μετέσχε σε οριζόντια σύμπραξη, που είχε ουσιαστικά ως αντικείμενο τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών πώλησης και άλλων συναλλακτικών όρων που εφαρμόζονταν στους πελάτες, τον επιμερισμό της αγοράς, ιδίως με την κατανομή των πελατών, και την ανάληψη συντονισμένων δράσεων κατά των ανταγωνιστών που δεν ήταν μέλη του καρτέλ, και η οποία είχε συγκεκριμένη επίδραση στην αγορά των επίμαχων προϊόντων εντός του ΕΟΧ.

120    Όσον αφορά, τρίτον, τον ισχυρισμό περί δυσανάλογου χαρακτήρα του βασικού ποσού σε σχέση προς τον κύκλο εργασιών που είχε πραγματοποιηθεί σε «καθεμία από τις σχετικές αγορές», ο ισχυρισμός αυτός δεν λαμβάνει υπόψη τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως ενιαίας, τον οποίο η προσφεύγουσα δέχεται ρητώς με τα δικόγραφά της. Έτσι, η σχέση που επικαλείται η προσφεύγουσα μεταξύ του βασικού ποσού και των κύκλων εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί με τα προϊόντα άνθρακα και γραφίτη για, αφενός, ηλεκτρολογικές και, αφετέρου, μηχανολογικές εφαρμογές είναι άνευ σημασίας, καθόσον μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η σχέση μεταξύ του εν λόγω ποσού και του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε στη σχετική αγορά και ο οποίος εκτιμάται, στην απόφαση της Επιτροπής, σε 84 εκατομμύρια ευρώ.

121    Όμως, το γεγονός ότι το βασικό ποσό του προστίμου αντιστοιχεί σχεδόν στο ήμισυ του εν λόγω κύκλου εργασιών δεν είναι, καθαυτό, αποφασιστικής σημασίας. Πράγματι, αυτό το ποσό των 35 εκατομμυρίων ευρώ αποτελεί απλώς ένα ενδιάμεσο ποσό το οποίο, στο πλαίσιο εφαρμογής της καθοριζόμενης με τις κατευθυντήριες γραμμές μεθόδου, αποτελεί στη συνέχεια το αντικείμενο προσαρμογών ανάλογα με τη διάρκεια της παράβασης και τις διαπιστωθείσες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψη 95).

122    Όσον αφορά ειδικότερα τις παραβάσεις που πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «πολύ σοβαρές», οι κατευθυντήριες γραμμές περιορίζονται να αναφέρουν ότι τα προβλεπόμενα ποσά των προστίμων είναι «άνω των 20 εκατομμυρίων [ευρώ]». Τα μόνα ανώτατα όρια που μνημονεύουν οι κατευθυντήριες γραμμές και έχουν εφαρμογή όσον αφορά αυτές τις παραβάσεις είναι το γενικό όριο του 10 % του ολικού κύκλου εργασιών, που ορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 [βλ. προοίμιο και σημείο 5, στοιχείο α΄, των κατευθυντηρίων γραμμών] –υπέρβαση του οποίου δεν υποστηρίζεται ότι συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση– και τα ανώτατα όρια που αφορούν την προσαύξηση που μπορεί να επιβληθεί λόγω της διάρκειας της παράβασης (βλ σημείο 1 Β, πρώτο εδάφιο, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών). Στις κατευθυντήριες γραμμές δεν υπάρχει τίποτε που να απαγορεύει, για «πολύ σοβαρή» παράβαση, αύξηση του επιπέδου σε απόλυτη αξία όμοια με αυτή που εφάρμοσε η Επιτροπή στην υπό κρίση περίπτωση.

123    Κατά τη νομολογία, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να αναφέρεται, κατά τον υπολογισμό της, σε ενδιάμεσο ποσό υπερβαίνον το γενικό όριο του 10 % του ολικού κύκλου εργασιών. Ομοίως, δεν απαγορεύει οι ενδιάμεσες πράξεις υπολογισμού που λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης να πραγματοποιούνται επί ενός ποσού που είναι ανώτερο από το εν λόγω όριο (προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 278).

124    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς την προμνησθείσα στη σκέψη 113 απόφαση Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1994, T‑77/92, Parker Pen κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II‑549), καθόσον οι αποφάσεις αυτές αφορούν τον καθορισμό του τελικού ποσού του προστίμου και όχι του βασικού ποσού του προστίμου αναλόγως της σοβαρότητας της παράβασης, η δε Επιτροπή, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν στήριξε τον υπολογισμό του εν λόγω ποσού στον ολικό κύκλο εργασιών της προσφεύγουσας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 121 απόφαση Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψεις 98 και 99, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψη 156).

125    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από τον υπερβολικό χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου σε σχέση προς τους κύκλους εργασιών της προσφεύγουσας είναι απορριπτέα.

 Επί της λήψης υπόψη του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

126    Η προσφεύγουσα προσάπτει, πρώτον στην Επιτροπή, για πρώτη φορά με το υπόμνημα απάντησης, ότι παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ όσον αφορά τη λήψη υπόψη της αναγκαίας αποτρεπτικής ισχύος του προστίμου.

127    Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο λόγος ακύρωσης που αντλείται από έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, αποτελεί λόγο ακύρωσης δημόσιας τάξης τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67) και τον οποίο, συνεπώς, οι διάδικοι μπορούν να επικαλούνται σε κάθε στάδιο της δίκης (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C‑166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I‑983, σκέψη 25, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3757, σκέψη 125).

128    Κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία μιας ατομικής απόφασης πρέπει να διαφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατύπωσής της, αλλά και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 127 απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 63 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

129    Όσον αφορά την επιμέτρηση των προστίμων λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση αιτιολόγησης εφόσον αναφέρει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτίμησης που της επέτρεψαν να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της διαπραχθείσας παράβασης, χωρίς να υποχρεούται να παραθέσει λεπτομερέστερη ανάλυση ή τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 85 απόφαση Cascades κατά Επιτροπής, σκέψεις 38 έως 47· βλ., επίσης απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 1532). Η παράθεση αριθμητικών στοιχείων σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων, όσο και αν τα στοιχεία αυτά είναι χρήσιμα, δεν είναι απαραίτητη για την τήρηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑182/99 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10761, σκέψη 75).

130    Όσον αφορά την αιτιολόγηση των βασικών ποσών σε απόλυτους αριθμούς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα πρόστιμα συνιστούν ένα μέσο της πολιτικής ανταγωνισμού της Επιτροπής, η οποία πρέπει να διαθέτει ένα περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, ώστε να προσανατολίζει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T‑150/89, Martinelli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1165, σκέψη 59). Επιπλέον, θα πρέπει να αποφεύγεται να μπορούν οι επιχειρηματίες να προβλέψουν εύκολα το ύψος των προστίμων. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να παρέχει συναφώς στοιχεία αιτιολογίας άλλα πλην εκείνων που αφορούν τη σοβαρότητα της παράβασης.

131    Όσον αφορά, εν προκειμένω, τον ισχυρισμό ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν περιέχει αιτιολογία ως προς τη λήψη υπόψη, κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού, του αποτρεπτικού αποτελέσματος ούτε εξειδικεύει το στοιχείο αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι, δεδομένου ότι η αποτροπή αποτελεί σκοπό του προστίμου, η απαίτηση εξασφάλισης αποτρεπτικού αποτελέσματος συνιστά γενική απαίτηση που πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή καθόλη τη διαδικασία υπολογισμού του προστίμου και δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει ο εν λόγω υπολογισμός ένα ειδικό στάδιο προοριζόμενο για τη συνολική εκτίμηση όλων των σχετικών περιστάσεων για την επίτευξη του ως άνω σκοπού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 226).

132    Για τη λήψη υπόψη του σκοπού της αποτροπής, η Επιτροπή δεν καθόρισε, στις κατευθυντήριες γραμμές, ειδική μεθοδολογία ή ειδικά κριτήρια, των οποίων η έκθεση θα μπορούσε να είναι υποχρεωτική. Το σημείο 1 Α, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, στο πλαίσιο των πληροφοριών που παρέχει όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, μνημονεύει μόνον την ανάγκη να καθορίζεται το ύψος του προστίμου σε επίπεδο που να του εξασφαλίζει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

133    Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπογράμμισε ρητώς την ανάγκη καθορισμού του ύψους των προστίμων σε αποτρεπτικό επίπεδο όταν εξέθεσε τη γενική προσέγγιση που ακολούθησε κατά τον καθορισμό των προστίμων, ότι επεφύλαξε στους μετέχοντες στη σύμπραξη διαφοροποιημένη μεταχείριση αναλόγως του μεριδίου τους στην αγορά και ότι καθόρισε το βασικό ποσό του προστίμου της LCL σε 35 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 271 και 289 της απόφασης της Επιτροπής).

134    Από την απόφαση της Επιτροπής προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή, προκειμένου να καθορίσει το βασικό ποσό του προστίμου αναλόγως της σοβαρότητας της παράβασης, αφενός, προέβη στον χαρακτηρισμό της παράβασης αυτής καθαυτήν λαμβάνοντας υπόψη αντικειμενικά στοιχεία, δηλαδή την ίδια τη φύση της παράβασης, τον αντίκτυπό της στην αγορά και τη γεωγραφική έκταση της αγοράς αυτής, και, αφετέρου, έλαβε υπόψη της υποκειμενικά στοιχεία, ήτοι το ειδικό βάρος κάθε επιχείρησης που εμπλεκόταν στη σύμπραξη και, ως εκ τούτου, την πραγματική επίδραση της παράνομης συμπεριφοράς τους στον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο του δεύτερου αυτού μέρους της ανάλυσής της, η Επιτροπή επεδίωξε, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό βάρος καθεμιάς επιχείρησης στη σύμπραξη και την πραγματική οικονομική δυνατότητά της να προξενήσει σημαντική βλάβη του ανταγωνισμού στην επίμαχη αγορά. Κατά το πέρας της εκτίμησης της σοβαρότητας της παράβασης, η Επιτροπή καθόρισε απευθείας ένα βασικό ποσό λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προμνησθέντων στοιχείων.

135    Συνεπώς, η Επιτροπή ανέφερε στην απόφασή της, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 129 νομολογία, τα στοιχεία εκτίμησης που της επέτρεψαν να μετρήσει τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης και δεν μπορεί, επομένως, να της προσαφθεί παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

136    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, δεύτερον, ότι, προσαυξάνοντας το βασικό ποσό προς τον σκοπό της εξασφάλισης αποτρεπτικού αποτελέσματος, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή non bis in idem. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή κακώς αιτιολογεί, στην απόφασή της και με το υπόμνημα αντίκρουσης, δύο διαδοχικές αυξήσεις του ποσού του προστίμου στηριζόμενη στον ίδιο λόγο, ήτοι στο ότι η προσφεύγουσα είχε γνώση και επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα των επικρινομένων πρακτικών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, πράττοντας αυτό, την καταδικάζει δύο φορές στηριζόμενη στην ίδια βάση και παραβιάζει έτσι την προμνησθείσα αρχή.

137    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, T‑37/89, Hanning κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑463, σκέψη 38, και της 17ης Ιουλίου 1998, T‑118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2991, σκέψη 142).

138    Δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα διατύπωσε την αιτίαση που αντλεί από την παραβίαση της αρχής non bis in idem για πρώτη φορά με το υπόμνημα απάντησης, απαντώντας σε υποτιθέμενο νέο αμυντικό ισχυρισμό της Επιτροπής σύμφωνα με τον οποίο η τελευταία μπορεί θεμιτώς να καθορίζει το ύψος του προστίμου λαμβάνοντας υπόψη το αποτρεπτικό αποτέλεσμά του, ειδικά όταν πρόκειται για κλασική παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού.

139    Η απλή αυτή παρατήρηση που διατύπωσε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντίκρουσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νομικό ή πραγματικό στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, υπενθυμιζομένου ότι, στην απόφασή της, η Επιτροπή σαφώς ανέφερε την ανάγκη να καθοριστεί το πρόστιμο σε επίπεδο που να του εξασφαλίζει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, ο ειδικός ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής non bis in idem, από πλευράς εφαρμογής του αποτρεπτικού αποτελέσματος, δεν συνιστά ανάπτυξη μιας αιτίασης που είχε προβληθεί προηγουμένως, ευθέως ή εμμέσως, με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο.

140    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση της αρχής non bis in idem πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

141    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, τρίτον, ότι η προσφυγή στο αποτρεπτικό αποτέλεσμα ήταν, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής και, κατά συνέπεια, αβάσιμη. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μετέβαλε ριζικά και πραγματικά τη διαχείριση της εμπορικής της πολιτικής ήδη από την κίνηση της διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Απρίλιο του 1999 και πολύ πριν από οποιαδήποτε παρέμβαση της Επιτροπής, πράγμα που αποδεικνύει ότι είχε ήδη πεισθεί να μη διαπράξει πλέον νέα παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, πρέπει να ακυρωθεί η προσαύξηση του προστίμου η οποία επιβλήθηκε προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος και να μειωθεί ουσιωδώς το βασικό ποσό του προστίμου.

142    Διαπιστώνεται ότι η προμνησθείσα αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, και τούτο για τους ίδιους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 139.

143    Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία προκύπτει ότι είναι μεν ασφαλώς σημαντικό το ότι μια επιχείρηση έλαβε μέτρα για να εμποδίσει τη διάπραξη νέων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού από το προσωπικό της στο μέλλον, πλην όμως το γεγονός αυτό ουδόλως μεταβάλλει το υποστατό της διαπιστωθείσας παράβασης. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της αυτό το στοιχείο ως ελαφρυντική περίσταση, ιδίως όταν η επίμαχη παράβαση συνιστά, όπως εν προκειμένω, κατάφωρη παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 373). Καίτοι η προσφεύγουσα επικαλείται την περίσταση αυτή στο πλαίσιο της λήψης υπόψη του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, και όχι επισήμως ως ελαφρυντική περίσταση, η ίδια λύση πρέπει να εφαρμοστεί και εν προκειμένω.

144    Πρέπει, συναφώς, να παρατηρηθεί ότι είναι αδύνατο να καθοριστεί ο βαθμός αποτελεσματικότητας των εσωτερικών μέτρων που έλαβε μια επιχείρηση για να προλάβει την επανάληψη των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού. Στην υπό κρίση περίπτωση, και όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η ριζική και πραγματική αλλαγή στη διαχείριση της εμπορικής πολιτικής της προσφεύγουσας, η οποία επήλθε μόλις ανακοινώθηκε η κίνηση διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και εκδηλώθηκε με την εφαρμογή ενός αυστηρού προγράμματος τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν οδήγησε την προσφεύγουσα να καταγγείλει το καρτέλ το οποίο αφορά η απόφαση της Επιτροπής, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε να συνεργαστεί μόνον αφού ενημερώθηκε για την έρευνα της Επιτροπής.

145    Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του αποτρεπτικού αποτελέσματος και η συνακόλουθη αίτηση μείωσης του ύψους του προστίμου δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.

 Επί της παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

146    Πρέπει να υπομνησθεί ότι δικαίωμα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε ιδιώτης που βρίσκεται σε μια κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι το κοινοτικό όργανο του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44, και της 26ης Ιουνίου 1990, C‑152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑2477, σκέψη 26), διευκρινιζομένου ότι ουδείς μπορεί να επικαλεσθεί προσβολή της αρχής αυτής όταν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις εκ μέρους τους διοίκησης, προερχόμενες από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, στο εξής: απόφαση Tokai I, σκέψη 152 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

147    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα περιορίζεται να αναφέρει ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής τής παρέσχαν «ενδείξεις» βάσει των οποίων μπορούσε νομίμως να «ελπίζει» ότι, λαμβανομένης υπόψη της συμβολής της στην απόδειξη της παράβασης, το βασικό ποσό δεν θα υπερέβαινε τα 20 εκατομμύρια ευρώ. Αρκεί η διαπίστωση ότι αυτή η περιγραφή, από την ίδια την προσφεύγουσα, της σχέσης της με τη διοίκηση δεν αντιστοιχεί στην παροχή συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής. Η αναφορά σε μια τηλεφωνική συνομιλία, στη διάρκεια της οποίας ένας υπάλληλος της Επιτροπής ανέφερε στην προσφεύγουσα ότι το πρόστιμο θα υπερέβαινε οπωσδήποτε τα 15 εκατομμύρια ευρώ, «στην περίπτωση που η Επιτροπή θα εφάρμοζε βασικό ποσό 20 εκατομμυρίων ευρώ», στερείται, συναφώς, σημασίας όσον αφορά την απόδειξη της παροχής συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων, δεδομένου ότι πρόκειται για διατύπωση απλής εικασίας εκ μέρους της Επιτροπής.

148    Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι απορριπτέα.

149    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου πρέπει να απορριφθούν.

 Επί της διάρκειας της παράβασης

150    Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, η διάρκεια της παράβασης αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη προς καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις που ενέχονται σε παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού.

151    Όσον αφορά τον παράγοντα της διάρκειας της παράβασης, οι κατευθυντήριες γραμμές καθιερώνουν διάκριση μεταξύ των παραβάσεων σύντομης διάρκειας (κατά κανόνα βραχύτερης του ενός έτους), για τις οποίες το βασικό ποσό που έχει οριστεί βάσει της σοβαρότητας δεν αυξάνεται, των παραβάσεων μέσης διάρκειας (κατά κανόνα από ένα έως πέντε έτη), για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να αυξηθεί κατά 50 %, και των παραβάσεων μεγάλης διάρκεια (κατά κανόνα μεγαλύτερης των πέντε ετών), για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να αυξηθεί κατά 10 % για κάθε έτος (σημείο 1 Β, πρώτο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση).

152    Στην αιτιολογική σκέψη 300 της απόφασής της, η Επιτροπή ανέφερε ότι όλες οι επιχειρήσεις είχαν διαπράξει παράβαση μεγάλης διάρκειας και ότι τα βασικά ποσά των προστίμων έπρεπε, κατά συνέπεια, να προσαυξηθούν κατά 10 % ανά πλήρες έτος παράβασης και κατά 5 % για κάθε επιπλέον περίοδο έξι μηνών και άνω, αλλά βραχύτερη του ενός έτους, πράγμα που οδηγεί σε προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου κατά 105 % για την προσφεύγουσα, λαμβανομένου υπόψη ότι μετείχε στην παράβαση επί χρονικό διάστημα δέκα ετών και οκτώ μηνών.

153    Πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ρητώς τη διάρκεια της παράβασης την οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή. Ωστόσο, αναφέρει, στο σημείο 140 της προσφυγής της, ότι η Επιτροπή προσαύξησε το βασικό ποσό του προστίμου κατά 105 % για παράβαση δέκα ετών και οκτώ μηνών, και τούτο «παρά το γεγονός ότι [η ίδια] έθεσε τέρμα στην παράβαση τουλάχιστον έξι μήνες πριν από τους λοιπούς συμμετέχοντες». Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός επαναλαμβάνεται στα επιχειρήματα που αφορούν τις ελαφρυντικές περιστάσεις και τη λήψη υπόψη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα είχε θέσει τέρμα στην παράβαση πριν ακόμα από την παρέμβαση της Επιτροπής και «το αργότερο τον Ιούνιο του 1999» (σημείο 165 της προσφυγής). Συνεπώς, φαίνεται ότι δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής ως προς τη διάρκεια της παράβασης, η οποία άρχισε τον Οκτώβριο του 1988 και έληξε τον Ιούνιο του 1999 σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 299 της απόφασης της Επιτροπής.

154    Πρέπει, δεύτερον, να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, προσαυξάνοντας το βασικό ποσό κατά 105 %, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας και, προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, επικαλείται μόνον την πρακτική λήψης των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα αυτόν, σύμφωνα με την οποία η ανώτατη προσαύξηση είναι 100 %, ακόμα και για παραβάσεις διάρκειας μεγαλύτερης των 20 ετών.

155    Αρκεί, ωστόσο, η διαπίστωση ότι η ίδια η προσφεύγουσα ανέφερε ένα παράδειγμα απόφασης της Επιτροπής που επέβαλε προσαύξηση 125 % για παράβαση διάρκειας δώδεκα ετών και δέκα μηνών, ήτοι την απόφαση 2003/674/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2002, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου [81 ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση C.37.519 – Μεθειονίνη) (ΕΕ 2003, L 255, σ. 1). Η απόφαση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897), το οποίο επικύρωσε τη διάρκεια της παράβασης που είχε λάβει υπόψη της η Επιτροπή, χωρίς, ωστόσο, να αποφανθεί επί του ποσού της προσαύξησης που είχε εφαρμόσει λόγω της διάρκειας της παράβασης η Επιτροπή.

156    Επιπλέον, με το υπόμνημα αντίκρουσης, η Επιτροπή ανέφερε άλλα παραδείγματα αποφάσεων με τις οποίες εφάρμοσε προσαυξήσεις ανώτερες του 100 % και τις οποίες η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε με το υπόμνημα απάντησης.

157    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψη 33 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες στη διατήρηση υφιστάμενης κατάστασης όταν η κατάσταση αυτή μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της άσκησης της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα.

158    Όμως, στον τομέα των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, από τη νομολογία (προμνησθείσα στη σκέψη 113 απόφαση Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 109, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, Τ-23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-1705, σκέψη 237) προκύπτει σαφώς ότι η αποτελεσματική τους εφαρμογή προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το επίπεδο των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Επιτροπή εφάρμοσε στο παρελθόν πρόστιμα ενός ορισμένου επιπέδου για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν μπορεί να της αφαιρέσει τη δυνατότητα να αυξήσει το επίπεδο αυτό εντός των ορίων που καθορίζει ο κανονισμός 17.

159    Πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί ότι η αύξηση του βασικού ποσού κατά 105 % δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως δυσανάλογη σε σχέση προς τη μακρά διάρκεια της παράβασης, την οποία αναγνώρισε η προσφεύγουσα.

160    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας με την προσαύξηση του βασικού ποσού κατά 105 % λόγω της διάρκειας της παράβασης είναι απορριπτέα.

 Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

161    Όπως προκύπτει από τη νομολογία, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς απ’ αυτές (προμνησθείσα στη σκέψη 83 απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 623, και προμνησθείσα στη σκέψη 80 απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 150), προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον υπάρχουν, ως προς τις επιχειρήσεις αυτές, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.

162    Το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει τη διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου αναλόγως ορισμένων ελαφρυντικών περιστάσεων.

 Επί του ισχυρισμού ότι δεν ελήφθη υπόψη ο παθητικός ρόλος της προσφεύγουσας

163    Ο «αποκλειστικά παθητικός ή μιμητικός ρόλος» μιας επιχείρησης κατά τη διάπραξη της παράβασης, εφόσον αποδειχθεί, συνιστά ελαφρυντική περίσταση, σύμφωνα με το σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, διευκρινιζομένου ότι αυτός ο παθητικός ρόλος συνεπάγεται ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση υιοθέτησε «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή ότι δεν υπήρξε ενεργός συμμετοχή στην εκπόνηση της ή των βλαπτικών του ανταγωνισμού συμφωνιών (προμνησθείσα στη σκέψη 121 απόφαση Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 167).

164    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι ο ρόλος μιας επιχείρησης στο πλαίσιο μιας σύμπραξης ήταν παθητικός, μπορεί να ληφθεί υπόψη η αισθητά σποραδικότερη απ’ ό,τι των άλλων επιχειρήσεων συμμετοχή της στις συνεδριάσεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1129, σκέψη 343), όπως και η καθυστερημένη είσοδός της στην αγορά που αφορούσε η παράβαση, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1985, 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82, Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3831, σκέψη 100), ή ακόμα η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων προερχομένων από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων που μετέσχαν στην παράβαση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑317/94, Weig κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1235, σκέψη 264).

165    Η προσφεύγουσα αναφέρει, πρώτον, ότι ουδέποτε δραστηριοποιήθηκε στην αγορά των ακατέργαστων τεμαχίων άνθρακα και γραφίτη και, επομένως, δεν μπορούσε να διαπράξει παράβαση στην αγορά αυτή. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι μετέσχε στην παράβαση που διαπράχθηκε στην αγορά των ημικατεργασμένων προϊόντων, μόνον παθητικός μπορεί να χαρακτηριστεί ο ρόλος που διαδραμάτισε στη διάπραξη της παράβασης αυτής, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 232 της απόφασής της.

166    Ερωτηθείσα από το Πρωτοδικείο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ως προς το ακριβές νόημα της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε στο πλαίσιο αιτίασης αφορώσας τη λήψη υπόψη ελαφρυντικών περιστάσεων και της οποίας το μόνο αίτημα ήταν η ουσιώδης μείωση του προστίμου, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι δεν αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση της παράβασης που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή, αλλά μόνο στην αναγνώριση του παθητικού ρόλου της.

167    Όσον αφορά τη βλάπτουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά που συνδέεται με τον αποκλεισμό των ταγιαριστών, η Επιτροπή εξηγεί, στην αιτιολογική σκέψη 154 της απόφασής της, ότι, πέραν των πωλήσεων κατεργασμένων προϊόντων με βάση των άνθρακα, όπως οι ψήκτρες άνθρακα, τα μέλη του καρτέλ πωλούσαν επίσης και ακατέργαστα τεμάχια πεπιεσμένου άνθρακα, που δεν είχαν ακόμα υποστεί ταγιάρισμα ή κατεργασία για την κατασκευή ψηκτρών ή άλλων προϊόντων. Ένας ορισμένος αριθμός ταγιαριστών μη μελών της σύμπραξης αγοράζουν αυτά τα τεμάχια άνθρακα, τα κατεργάζονται και τα μετατρέπουν σε τελικά προϊόντα τα οποία πωλούν στους πελάτες. Καίτοι δεν παύουν να είναι πελάτες των μελών του καρτέλ, οι ταγιαριστές αυτοί αντιπροσωπεύουν για τα μέλη του καρτέλ μια πηγή ανταγωνισμού για τα τελικά προϊόντα.

168    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 154 έως 166 της απόφασης της Επιτροπής προκύπτει ότι η πολιτική του καρτέλ αποσκοπούσε στον περιορισμό του ανταγωνισμού τον οποίο οι ταγιαριστές αυτοί μπορούσαν να ασκήσουν όσον αφορά τα κατεργασμένα προϊόντα που κατασκευάζονται από τα τεμάχια αυτά, και τούτο με την άρνηση των μελών του καρτέλ να τους εφοδιάζουν ή, όταν τους εφοδίαζαν, με τον καθορισμό των τιμών για τα παραδιδόμενα τεμάχια άνθρακα σε υψηλά επίπεδα.

169    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 159 και 232 της απόφασής της, η Επιτροπή προσάπτει σαφώς στην προσφεύγουσα ότι μετέσχε σ’ αυτήν την πολιτική του καρτέλ. Η αιτιολογική σκέψη 232 της απόφασής της Επιτροπής έχει ως εξής:

«Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν δέχεται τον ισχυρισμό της [LCL] ότι δεν μετέσχε στη δραστηριότητα του καρτέλ που συνίστατο στον αποκλεισμό των “ταγιαριστών” καθόσον χρησιμοποίησε για δική της χρήση όλα τα ακατέργαστα τεμάχια άνθρακα που παρήγαγε. Όπως αναφέρθηκε [στο σημείο] 7.8, η [LCL] έλαβε στην πραγματικότητα μέρος στην πρακτική του καρτέλ που συνίστατο στο να μην πωλούν ακατέργαστα τεμάχια στους “ταγιαριστές”, ή μόνο σε πολύ υψηλές τιμές. Ειδικότερα, κατά τη συνεδρίαση του καρτέλ της 14ης Οκτωβρίου 1993, στην ερώτηση “Πρέπει ή όχι να πωλούμε ακατέργαστα τεμάχια και να παραιτηθούμε από το περιθώριο κέρδους μας;”, η [LCL] δήλωσε ότι “προσπαθεί να πωλεί όσο το δυνατόν λιγότερα ακατέργαστα τεμάχια και θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να τα πωλεί μόνο στις δικές της εταιρίες”. Έστω και αν η [LCL] δεν μετέσχε η ίδια στο ουσιαστικό μποϋκοτάζ των “ταγιαριστών”, επιδοκίμασε προφανώς τη γενική πολιτική του καρτέλ που συνίστατο στην παύση του εφοδιασμού των “ταγιαριστών” ή στον εφοδιασμό τους σε πολύ υψηλές τιμές και, όπως τα υπόλοιπα μέλη του καρτέλ, επωφελήθηκε από τη μείωση του ανταγωνισμού εκ μέρους των ταγιαριστών. Τα πραγματικά αυτά στοιχεία αρκούν προς θεμελίωση της ευθύνης της [LCL]».

170    Φαίνεται, συνεπώς, ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, η αιτιολογική σκέψη 232 της απόφασης της Επιτροπής ουδόλως περιέχει αναγνώριση του παθητικού ρόλου της προσφεύγουσας, δηλαδή της μη ενεργού συμμετοχής της στην εκπόνηση της βλάπτουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας σχετικά με τον αποκλεισμό των ταγιαριστών, αλλά, αντιθέτως, διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα έλαβε ρητώς θέση υπέρ του τερματισμού του εφοδιασμού των ταγιαριστών με ακατέργαστα τεμάχια και, μάλιστα, εισηγήθηκε μια τέτοια λύση στα μέλη της σύμπραξης.

171    Η προσφεύγουσα παρατηρεί, δεύτερον, ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η ίδια διαδραμάτισε ήσσονα ρόλο στις πρακτικές που εφαρμόστηκαν στον τομέα των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για μηχανολογικές εφαρμογές. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της ίδιας της Επιτροπής, η προσφεύγουσα έπαυσε να λαμβάνει μέρος στις συνεδριάσεις της τεχνικής επιτροπής τον Απρίλιο του 1999, ήτοι οκτώ μήνες πριν από τη διάλυση του καρτέλ, πράγμα που θεωρήθηκε ως μείζον πρόβλημα, τουλάχιστον από τη Schunk.

172    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μετέσχε σε πολλές συνεδριάσεις, που οργανώθηκαν μεταξύ της Morgan, της Schunk και της SGL στο περιθώριο των συνεδριάσεων της τεχνικής επιτροπής και κατά τη διάρκεια των οποίων λήφθηκαν οι περισσότερες σημαντικές αποφάσεις (ιδίως οι αποφάσεις περί καθορισμού των τιμών και κατανομής των πελατών), στηρίζεται δε στη μαρτυρία ενός από τους εντεταλμένους της, προϊστάμενο διεθνούς παραγωγής όσον αφορά τα προϊόντα για μηχανολογικές εφαρμογές, ο οποίος, στη δήλωσή του, υπογράμμισε ότι, «πλην των τριών συσκέψεων που οργανώθηκαν στο πλαίσιο της European Carbon and Graphite Association (ECGA, Ευρωπαϊκής Ένωσης Άνθρακα και Γραφίτη) [στις 2 Απριλίου 1998 στο Bandol (Γαλλία), στις 12 Οκτωβρίου 1998 στο Βερολίνο (Γερμανία) και στις 8 Απριλίου 1999 στο Stratford-upon-Avon (Ηνωμένο Βασίλειο)], η [LCL] δεν μετέσχε σε καμία άλλη διμερή ή πολυμερή σύσκεψη για τα μηχανολογικά προϊόντα».

173    Ερωτηθείσα από το Πρωτοδικείο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ως προς το ακριβές περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας της, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η μαρτυρία του εντεταλμένου της αναφερόταν μόνο στη συμμετοχή του ενδιαφερομένου και ότι η ίδια δεν αμφισβητούσε τη συμμετοχή της στις συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής για τα προϊόντα άνθρακα και γραφίτη για μηχανολογικές εφαρμογές.

174    Από την απόφαση της Επιτροπής προκύπτει ότι η λειτουργία της σύμπραξης στηριζόταν ουσιαστικά σε τρία είδη συσκέψεων, ήτοι τις συναντήσεις κορυφής, τις συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής και τις τοπικές συσκέψεις, από τις οποίες οι δύο πρώτες πραγματοποιούνταν δύο φορές το χρόνο. Οι συναντήσεις του καρτέλ σε ευρωπαϊκό επίπεδο πραγματοποιούνταν συχνά στο περιθώριο συνεδριάσεων της ευρωπαϊκής επαγγελματικής ένωσης του τομέα, ήτοι, σε πρώτη φάση, της Association of European Graphite Electrode Producers (AEGEP, Ένωσης Ευρωπαίων Παραγωγών Ηλεκτροδίων Γραφίτη) και, στη συνέχεια, της ECGA.

175    Οι αποφάσεις σχετικά με τα επίπεδα των τιμών και τις αυξήσεις λαμβάνονταν, καταρχήν, κατ’ έτος, κατά τη φθινοπωρινή σύσκεψη της τεχνικής επιτροπής. Μετά από συζήτηση, η τεχνική επιτροπή συμφωνούσε επί των αυξήσεων των τιμών για το επόμενο έτος. Όταν τα μέλη του καρτέλ δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν όσον αφορά την αύξηση για μια συγκεκριμένη χώρα, η λήψη της απόφασης αναβαλλόταν, κατά κανόνα, για τη τοπική σύσκεψη του καρτέλ που αφορούσε την εν λόγω χώρα. Οι αυξήσεις τιμών που συμφωνούνταν κατά τις συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής ή τις τοπικές συσκέψεις επικυρώνονταν στη συνέχεια κατά τη συνάντηση κορυφής (αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99 της απόφασης της Επιτροπής).

176    Η Επιτροπή αναφέρει ότι τόσον οι συναντήσεις κορυφής όσο και οι συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής αφορούσαν τα προϊόντα άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές, ονομασία που κάλυπτε στην απόφαση της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 4) τα κατεργασμένα και ημικατεργασμένα προϊόντα, διευκρινίζεται δε ότι, δεδομένου ότι ο αριθμός των προϊόντων και η πολυπλοκότητα των συμφωνιών αυξάνονταν, οι συναντήσεις της τεχνικής επιτροπής συχνά χωρίζονταν σε δύο χωριστές συσκέψεις, εκ των οποίων η μία ήταν αφιερωμένη στα προϊόντα για ηλεκτρολογικές εφαρμογές και η άλλη στα προϊόντα για μηχανολογικές εφαρμογές (αιτιολογικές σκέψεις 75 και 76 της απόφασης της Επιτροπής).

177    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της σύμπραξης. Λαμβανομένων υπόψη της ανωτέρω περιγραφείσας λειτουργίας της σύμπραξης, της μη αμφισβητούμενης συμμετοχής της προσφεύγουσας στις συναντήσεις κορυφής και τις συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής, την οποία η προσφεύγουσα ήδη παραδέχθηκε με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, και του γεγονότος ότι εκπρόσωπος της προσφεύγουσας ήταν ο επίσημος εισηγητής για τις συναντήσεις κορυφής όσον αφορά τα μηχανολογικά προϊόντα, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί υπέρ αυτής την ελαφρυντική περίσταση που συνίσταται στον αποκλειστικά παθητικό ρόλο της επιχείρησης.

178    Πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα επιδιώκει να της αναγνωριστεί αυτή η ελαφρυντική περίσταση τονίζοντας τη συμπεριφορά που υιοθέτησε όσον αφορά ορισμένες συνιστώσες συμπαιγνία συμφωνίες ή παράνομες πρακτικές που αποτελούν την παράβαση η οποία ορθώς χαρακτηρίστηκε ως ενιαία και σύνθετη από την Επιτροπή.

179    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ίδιο το κείμενο του σημείου 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών που αφορά την εν λόγω ελαφρυντική περίσταση ανατρέπει την αξίωση της προσφεύγουσας. Από την απλή ανάγνωση του σημείου 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, που περιέχει το επίρρημα «αποκλειστικά» και την έκφραση «διάπραξη της παράβασης» στον ενικό, συνάγεται ότι δεν αρκεί να έχει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση υιοθετήσει «συγκρατημένη συμπεριφορά» επί ορισμένες περιόδους της σύμπραξης ή όσον αφορά ορισμένες συμφωνίες της σύμπραξης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψη 254).

180    Εξάλλου, η προσέγγιση που συνίσταται στην αποσύνδεση της εκτίμησης της στάσης μιας επιχείρησης αναλόγως του αντικειμένου των επίμαχων συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών φαίνεται τουλάχιστον θεωρητική όταν οι εν λόγω συμφωνίες ή πρακτικές εντάσσονται σε μια γενική στρατηγική, η οποία καθορίζει τη γραμμή δράσης των μελών της σύμπραξης στην αγορά και περιορίζει την εμπορική τους ελευθερία, επιδιώκοντας ίδιο σκοπό βλαπτικό του ανταγωνισμού και ενιαίο οικονομικό στόχο, ήτοι την αλλοίωση της φυσικής εξέλιξης των τιμών και τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά.

181    Πρέπει, συναφώς, να τονιστεί ότι αυτή ακριβώς η διαπίστωση της ύπαρξη του ενιαίου και ίδιου αυτού βλαπτικού του ανταγωνισμού σκοπού, τον οποίο συμμερίζονταν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, δικαιολόγησε τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως ενιαίας και διαρκούς, στον οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της ένα συγκεκριμένο στοιχείο, δηλαδή τη λειτουργία της ίδιας της σύμπραξης. Στην αιτιολογική σκέψη 230 της απόφασής της, η Επιτροπή ανέφερε ότι «[σ]την παρούσα διαδικασία, τα ίδια μέλη του καρτέλ συντόνισαν την εμπορική συμπεριφορά τους στο πλαίσιο των ίδιων συναντήσεων για μια ολόκληρη ομάδα συνδεομένων (έστω και μη υποκαταστατών) μεταξύ τους προϊόντων, τα οποία όλοι ή σχεδόν όλοι κατασκεύαζαν ή πωλούσαν».

182    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την προμνησθείσα στη σκέψη 121 απόφαση Cheil Jedang κατά Επιτροπής, την οποία η προσφεύγουσα επικαλείται προς στήριξη των ισχυρισμών της, ότι ο τρόπος λειτουργίας της σύμπραξης για τη λυσίνη ήταν διαφορετικός από αυτόν του καρτέλ για το οποίο εκδόθηκε η επίδικη απόφαση της Επιτροπής. Από το σκεπτικό της προμνησθείσας απόφασης προκύπτει σαφώς η ύπαρξη ειδικών συναντήσεων με αντικείμενο την κατά συμπαιγνία συνεννόηση ως προς τους όγκους των πωλήσεων, χωριστών από τις συναντήσεις για τον καθορισμό των τιμών. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο έλαβε ρητώς υπόψη το μικρό μέγεθος της εταιρίας Cheil Jedang στην ανάλυσή του που κατέληξε στην αναγνώριση του παθητικού της ρόλου στο πλαίσιο της σύμπραξης ως προς τους όγκους των πωλήσεων. Συνεπώς, η παραπομπή στην προμνησθείσα απόφαση είναι όλως αλυσιτελής λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση διαφοράς.

183    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δέχεται μεν, ασφαλώς, ότι η προσφεύγουσα, λόγω του σχετικά μικρού κύκλου εργασιών της όσον αφορά τα μηχανολογικά προϊόντα, διαδραμάτισε λιγότερο σημαντικό ρόλο απ’ ό,τι η Morgan, η Schunk και η SGL στις δραστηριότητες του καρτέλ που αφορούσαν τα προϊόντα αυτά (αιτιολογική σκέψη 192 της απόφασης της Επιτροπής), δεν μπορεί, όμως, να αναγνωριστεί «αποκλειστικά παθητικός και μιμητικός ρόλος κατά τη διάπραξη της παράβασης» υπέρ μιας επιχείρησης η οποία, όπως η προσφεύγουσα, δεν αμφισβητεί ότι μετέσχε σε ενιαία παράβαση η οποία διήρκεσε επί περισσότερα από δέκα έτη και κατείχε το σημαντικότερο μερίδιο στην αγορά και η οποία στηρίζει το αίτημά της στη λήψη υπόψη σχετικά δευτερευόντων στοιχείων της εν λόγω παράβασης. Έτσι, δικαίως υπογραμμίζει η Επιτροπή ότι:

–        η αξία της αγοράς των προϊόντων για μηχανολογικές εφαρμογές (70 εκατομμύρια ευρώ, κατά την προσφεύγουσα, μόνον το 1998) είναι μικρή σε σχέση προς την ολική αξία της επίμαχης αγοράς (που ανερχόταν σε 291 εκατομμύρια ευρώ κατά το ίδιο έτος) και σαφώς κατώτερη από εκείνη των προϊόντων για ηλεκτρολογικές κατασκευές· εξ ου

–        ο σκοπός της σύμπραξης, που συνίστατο στη μη πώληση ακατέργαστων τεμαχίων προς τους ταγιαριστές ή στην πώλησή τους σε πολύ υψηλές τιμές, ήταν η ενίσχυση της κύριας σύμπραξης ως προς τα προϊόντα που κατασκευάζονται από τα ακατέργαστα αυτά τεμάχια και η άμυνα κατά ενδεχόμενου ανταγωνισμού· η συμφωνία σχετικά με τα ακατέργαστα τεμάχια ήταν, συνεπώς, παρεπόμενη της κύριας συμφωνίας που αφορούσε τα κατεργασμένα προϊόντα (αιτιολογική σκέψη 230 της απόφασης της Επιτροπής).

184    Τέλος, αν το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έθεσε τέρμα στη συμμετοχή της στη σύμπραξη λίγους μόνο μήνες πριν από τα υπόλοιπα μέλη του καρτέλ δεν δικαιολογεί μείωση του ποσού του προστίμου στο πλαίσιο ελαφρυντικής περίστασης συνιστάμενης στον «αποκλειστικά παθητικό ή μιμητικό ρόλο κατά τη διάπραξη της παράβασης», πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή έλαβε ακριβώς υπόψη της το γεγονός αυτό όταν εφάρμοσε προσαύξηση λόγω διάρκειας κατώτερη κατά 5 % από εκείνη που εφαρμόστηκε στα λοιπά εμπλεκόμενα μέλη του καρτέλ.

185    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από τη μη λήψη υπόψη, εκ μέρους της Επιτροπής, του παθητικού ρόλου της προσφεύγουσας είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της μη λήψης υπόψη του ότι ορισμένες παράνομες συμφωνίες ή πρακτικές δεν τέθηκαν σε εφαρμογή

186    Πρέπει, προκαταρκτικώς, να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή τονίζει το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ως ελαφρυντική περίσταση, ότι δεν εφάρμοσε τις επίμαχες συμφωνίες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η μη αναγνώριση μιας ελαφρυντικής περίστασης την οποία η προσφεύγουσα ουδέποτε επικαλέστηκε δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει λόγο ακύρωσης μιας απόφασης.

187    Η θέση αυτή της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

188    Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’εφαρμογήν των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ L 354, σ. 18), που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προβλέπει μόνον ότι τα μέρη που επιθυμούν να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους οφείλουν να το πράξουν γραπτώς και μπορούν να εκθέσουν όλους τους λόγους και τα πραγματικά περιστατικά που μπορούν να χρησιμεύσουν για την υπεράσπισή τους με τις γραπτές παρατηρήσεις τους. Προς απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που επικαλούνται, μπορούν να επισυνάψουν, εν ανάγκη, συναφή έγγραφα, καθώς επίσης να προτείνουν στην Επιτροπή να εξετάσει τα πρόσωπα η μαρτυρία των οποίων είναι δυνατό να επιβεβαιώσει τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, ουδόλως απαιτείται από τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται μια ανακοίνωση των αιτιάσεων να διατυπώσουν ειδικά αιτήματα αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων.

189    Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη σε σχέση προς την απόφαση που συνιστά το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας και με την οποία η Επιτροπή αποφαίνεται σχετικά με τις ευθύνες των επιχειρήσεων και αποφασίζει, ενδεχομένως, για τις κυρώσεις που πρέπει να τους επιβληθούν.

190    Για την επιμέτρηση του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, ειδικότερα δε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, που αποτελούν τα δύο κριτήρια που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Όπως ήδη αναφέρθηκε, όταν η παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει το σχετικό βάρος της συμμετοχής εκάστης στην παράβαση (προμνησθείσα στη σκέψη 83 απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 623, και προμνησθείσα στη σκέψη 80 απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 150), προκειμένου να καθορίσει αν υπάρχουν, ως προς τις επιχειρήσεις αυτές, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.

191    Τα σημείο 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπουν διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου ανάλογα με ορισμένες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, που αφορούν κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση χωριστά. Ειδικότερα, το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών καθιερώνει, στο μέρος που αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, ένα μη εξαντλητικό κατάλογο περιστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του βασικού ποσού του προστίμου. Στον κατάλογο αυτό μνημονεύονται ο παθητικός ρόλος μιας επιχείρησης, η μη ουσιαστική εφαρμογή των συμφωνιών, η παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής, το ότι η επιχείρηση μπορούσε εύλογα να αμφιβάλλει ως προς τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που ακολούθησε, το γεγονός ότι η παράβαση διαπράχθηκε από αμέλεια, καθώς και η ουσιαστική συνεργασία της επιχείρησης στη διαδικασία, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

192    Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποστεί από τους κανόνες με τους οποίους έχει αυτοδεσμευτεί (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 80 απόφαση Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 53 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, όταν η Επιτροπή θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές προς διευκρίνιση, στο πλαίσιο της τήρησης της Συνθήκης, των κριτηρίων που προτίθεται να εφαρμόζει κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της, αυτό συνεπάγεται αυτοπεριορισμό της εξουσίας αυτής, υπό την έννοια ότι οφείλει να συμμορφώνεται προς τους ενδεικτικούς κανόνες με τους οποίους αυτοδεσμεύτηκε (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2169, σκέψη 57, και της 9ης Ιουλίου 2003, T‑214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑717, σκέψη 89· προμνησθείσα στη σκέψη 83 απόφαση ADM I, σκέψη 267).

193    Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε, στην απόφασή της, τη μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές και εξέτασε το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε εμπλεκόμενης επιχείρησης στην παράβαση. Η αιτιολογική σκέψη 272 της απόφασης της Επιτροπής είναι, ως προς το θέμα αυτό, απόλυτα σαφής, καθόσον διευκρινίζει ότι «[η] Επιτροπή θα καθορίσει […] για κάθε επιχείρηση κατά πόσον υπάρχουν επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις» και ότι «[τ]ο βασικό ποσό του προστίμου θα προσαυξηθεί ή θα μειωθεί αναλόγως». Στην αιτιολογική σκέψη 316 της απόφασής της, η Επιτροπή αναφέρει ότι «καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις στην παρούσα υπόθεση», πράγμα που σημαίνει ότι, βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνάς της και της απάντησης της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, θεωρεί ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη υπέρ της προσφεύγουσας καμία ελαφρυντική περίσταση, όπως, ιδίως, η μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών, που αναφέρεται στο σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών βάσει των οποίων η Επιτροπή υπολόγισε το ύψος του προστίμου.

194    Συνεπώς, η προσφεύγουσα παραδεκτώς αμφισβητεί ενώπιον του Πρωτοδικείου το συμπέρασμα της Επιτροπής που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 316 της απόφασής της και ζητεί την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης και τη συνακόλουθη μείωση του ύψους του προστίμου, υπενθυμιζομένου ότι το Πρωτοδικείο αποφαίνεται, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 17, στο πλαίσιο αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 229 ΕΚ, επί των προσφυγών κατά αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο και μπορεί, κατά συνέπεια, να καταργεί, να μειώνει ή να αυξάνει το επιβληθέν πρόστιμο.

195    Πρέπει, επίσης, να παρατηρηθεί ότι, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η προσφεύγουσα σαφώς επικαλέστηκε το γεγονός ότι δεν πωλούσε ακατέργαστα τεμάχια και πλάκες γραφίτη σε τρίτους και ότι διαδραμάτισε ήσσονα ρόλο στη σύμπραξη όσον αφορά τα προϊόντα άνθρακα και γραφίτη για μηχανολογικές εφαρμογές. Στο σημείο 78 της απάντησης αυτής, η προσφεύγουσα διευκρινίζει μάλιστα ότι προσκόμισε δήλωση ενός από τους υπευθύνους της (δήλωση την οποία επικαλείται και με το υπόμνημα απάντησης), από την οποία προκύπτει ότι δεν εφάρμοζε τον τιμοκατάλογο που καθοριζόταν κατ’ έτος κατά τις συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής για τα προϊόντα που προορίζονταν για μηχανολογικές εφαρμογές και ότι κατηγορήθηκε συχνά από τις λοιπές επιχειρήσεις ότι δεν τηρούσε τις συμφωνίες. Καίτοι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε, στο σημείο 78 της απάντησής της, να της αναγνωριστεί ελαφρυντική περίσταση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα έθεσε σαφώς το ζήτημα της μη ουσιαστικής εφαρμογής των επίμαχων συμφωνιών, κατά την έννοια του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση.

196    Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί κατά πόσον η Επιτροπή δικαίως θεώρησε ότι δεν μπορούσε να αναγνωριστεί υπέρ της προσφεύγουσας ελαφρυντική περίσταση λόγω μη ουσιαστικής εφαρμογής των συμφωνιών, δυνάμει του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών. Προς τούτο, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα είναι ικανές να αποδείξουν ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία συμμετείχε στις παράνομες συμφωνίες, απέφυγε πράγματι να τις εφαρμόσει υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω σύμπραξης, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της σύμπραξης (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψη 113).

197    Η προσφεύγουσα στηρίζει τους ισχυρισμούς της σε τέσσερις συγκεκριμένες περιστάσεις που φανερώνουν ότι η ενδιαφερομένη δεν ισχυρίζεται ότι απέφυγε κάθε ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών, αλλά επικαλείται μερική μόνον εφαρμογή των συμφωνιών αυτών.

198    Η προσφεύγουσα επικαλείται, πρώτον, τη μη τήρηση των συμφωνηθεισών τιμών για τα προϊόντα που προορίζονταν για μηχανολογικές εφαρμογές και κάνει, συναφώς, λόγο για την ύπαρξη παραπόνων εκ μέρους των ανταγωνιστών της. Παραπέμπει σε σημείωμα που απέστειλε στην προσφεύγουσα η Schunk στις 18 Σεπτεμβρίου 1989 και σε δήλωση ενός εντεταλμένου της, του G., της 18ης Σεπτεμβρίου 2002.

199    Στην απόφασή της (αιτιολογικές σκέψεις 307 και 308), η Επιτροπή αναφέρει ότι, όσον αφορά την προσφεύγουσα, φαίνεται ότι δεν υπήρξε καμία σοβαρή διαμαρτυρία, εκ μέρους των άλλων μελών της σύμπραξης, ότι η ίδια εφάρμοζε πολύ χαμηλές τιμές, και τούτο έως το πρώτο εξάμηνο του 1999, εποχή κατά την οποία η προσφεύγουσα ετοιμαζόταν να αποχωρήσει από το καρτέλ. Η Επιτροπή προσθέτει ότι περιστασιακές αθετήσεις των συμφωνιών αποτελούν συνήθη πρακτική στις συμπράξεις, εφόσον οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι μπορούν να το πράξουν ατιμωρητί, οι αθετήσεις δε αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απόδειξη περί του ότι οι συμφωνίες που συνάφθηκαν στο πλαίσιο της σύμπραξης δεν τέθηκαν σε εφαρμογή.

200    Η αιτιολογική σκέψη 106 της απόφασης της Επιτροπής αναφέρεται στο προμνησθέν σημείωμα, με το οποίο η Schunk διαμαρτυρόταν διότι η προσφεύγουσα πωλούσε δακτυλίους άνθρακα σε συγκεκριμένο Γάλλο πελάτη σε τιμές κατώτερες κατά 15 έως 20 % από το σύνηθες γαλλικό επίπεδο και καλούσε την προσφεύγουσα σε σύσκεψη για να εξετάσουν το ζήτημα αυτό και να της εξηγήσει με ποια μέθοδο είχαν καθοριστεί οι τιμές αυτές.

201    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το έγγραφο αυτό αναφέρεται στη μοναδική διαμαρτυρία ενός μόνο μέλους της σύμπραξης όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων για μηχανολογικές εφαρμογές και, πιο συγκεκριμένα, ενός ιδιαίτερου προϊόντος, ενώ υπάρχει μεγάλη ποικιλία τέτοιων προϊόντων (αιτιολογική σκέψη 9 της απόφασης της Επιτροπής), που προοριζόταν για έναν «συγκεκριμένο Γάλλο πελάτη».

202    Στην από 18 Σεπτεμβρίου 2002 δήλωσή του, ο G. ανέφερε ότι μετέσχε σε τρεις συσκέψεις, στις 2 Απριλίου 1998 στο Bandol, στις 12 Οκτωβρίου 1998 στο Βερολίνο και στις 8 Απριλίου 1999 στο Statford-upon-Avon. Ο ανωτέρω διευκρίνισε τα ακόλουθα:

«Κατά τις τρεις συσκέψεις [στις οποίες] έλαβα μέρος, η [LCL] κατηγορήθηκε από τους λοιπούς ανταγωνιστές ότι δεν σέβεται τις συμφωνίες. Απαντήσαμε ότι η εταιρία είχε ήσσονα παρουσία στην ευρωπαϊκή αγορά.»

203    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, με τη δήλωση αυτή, ο G. έδωσε επίσης ένα παράδειγμα διαμαρτυρίας εκ μέρους της M. T. (Morganite Industries Inc., αμερικανικής θυγατρικής της Morgan), που «κατηγορούσε την [LCL] ότι είχε εφαρμόσει υπερβολικά χαμηλές τιμές (εκτός τιμοκαταλόγου)». Η μνεία αυτή δεν περιλαμβάνεται στη δήλωση του G. την οποία προσκόμισε στη δίκη η προσφεύγουσα ως συνημμένο του δικογράφου της προσφυγής.

204    Φαίνεται ότι η εν λόγω μαρτυρία αφορά μόνον τρεις συναντήσεις της σύμπραξης που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο από 2 Απριλίου 1998 έως 8 Απριλίου 1999, ήτοι σε διάστημα ενός έτους, ενώ η παράβαση διήρκεσε συνολικά δέκα έτη και οκτώ μήνες, και ότι οι συναντήσεις κορυφής και οι συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής πραγματοποιούνταν, καθεμία, δύο φορές τον χρόνο, χωρίς να υπολογίζονται οι τοπικές συσκέψεις.

205    Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του δεσμού υποτέλειας μεταξύ του συντάκτη της εν λόγω δήλωσης, η οποία συντάχθηκε αφού η Επιτροπή είχε αποστείλει την αίτηση παροχής πληροφοριών του άρθρου 11 του κανονισμού 17, και της προσφεύγουσας, η οποία προσκόμισε τη μαρτυρία αυτή ως συνημμένο του δικογράφου της προσφυγής της, η δήλωση αυτή θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνον αν επιβεβαιωνόταν από αντικειμενικά γραπτά στοιχεία προερχόμενα από τη δικογραφία.

206    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δήλωση του G. επιβεβαιώνεται από το σημείωμα που απηύθυνε η Schunk στην προσφεύγουσα στις 18 Σεπτεμβρίου 1989. Όμως, όπως δικαίως υποστηρίζει η Επιτροπή, η δήλωση αυτή, που αφορά τη διεξαγωγή συσκέψεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2 Απριλίου 1998 και 8 Απριλίου 1999, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από διαμαρτυρία αφορώσα γεγονότα χρονολογούμενα από το 1989, δηλαδή που είχαν λάβει χώρα προ δεκαετίας.

207    Η προσφεύγουσα αναφέρεται επίσης και σε δήλωση των λοιπών μελών της σύμπραξης που καταγράφηκε στα πρακτικά συνεδρίασης της ECGA της 19 Απριλίου 1996 ως εξής:

«Η Deutsche Carbone [γερμανική θυγατρική της LCL] άρχισε τις δραστηριότητές της στον τομέα των μηχανολογικών προϊόντων χωρίς καμία αναφορά στα ισχύοντα επίπεδα τιμών. Ζητήθηκε από την P. [LCL] να επιβλέπει τις δραστηριότητές της και να εξασφαλίσει ότι τηρούνται τα συμφωνηθέντα επίπεδα τιμών.»

208    Το έγγραφο αυτό αφορά, συνεπώς, τις αρχές της δραστηριότητας μιας θυγατρικής της προσφεύγουσας και ουδόλως προδικάζει τη στάση την οποία η προσφεύγουσα όντως υιοθέτησε μετά τη συνεδρίαση αυτή. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε, εξάλλου, κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι η γερμανική θυγατρική της τήρησε πραγματικά ανεξάρτητη και ανταγωνιστική στάση μετά τη σύνταξη των εν λόγω πρακτικών και ότι συνεχίστηκε η δυσαρέσκεια των άλλων μελών της σύμπραξης ως προς το ζήτημα αυτό.

209    Τέλος, η δήλωση του G. δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τη δήλωση άλλου εντεταλμένου της προσφεύγουσας, εν προκειμένω του N. Ο τελευταίος αυτός διευκρινίζει ότι μετέσχε σε συσκέψεις της τεχνικής επιτροπής όσον αφορά τα προϊόντα για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές που οργανώθηκαν στο πλαίσιο της ECGA κατά την περίοδο από το 1997 έως τον Απρίλιο του 1999. Όμως, ο N. δεν αναφέρει καμία διαμαρτυρία μέλους της σύμπραξης σχετικά με τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, καίτοι η δήλωσή του αφορά και την περίοδο από 2 Απριλίου 1998 έως 8 Απριλίου 1999 στην οποία αναφέρεται η δήλωση του G.

210    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, δεύτερον, ότι δεν εφάρμοσε πλήρως τη γενική πολιτική του καρτέλ επί του γαλλικού εδάφους, που είχε τεθεί καταρχήν υπό την ευθύνη της, στον τομέα των προϊόντων που προορίζονταν για ηλεκτρολογικές εφαρμογές. Η προσφεύγουσα στηρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 127 της απόφασης της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία «[α]ν οι τιμές της κλίμακας ΟΕΜ που ίσχυε στις Κάτω Χώρες αντιπροσώπευαν το επίπεδο 100 του δείκτη, η πραγματική κλίμακα στη Γαλλία, όπου το επίπεδο των τιμών ήταν το λιγότερο ευνοϊκό για το καρτέλ, ήταν μόνον 61, οι δε τιμές που πραγματικά καταβάλλονταν 40».

211    Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι αυτής ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας στηρίζεται σε τμηματική και αποσπασματική ανάγνωση της απόφασης της Επιτροπής.

212    Πρέπει να τονιστεί ότι η ζήτηση προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές κατανέμεται μεταξύ σχετικά ολιγάριθμων μεγάλων πελατών και πολύ πολυπληθέστερων μικρών πελατών. Για τις ηλεκτρολογικές εφαρμογές, οι μεγαλύτεροι πελάτες είναι οι κατασκευαστές εξοπλισμού αυτοκινήτων και οι παραγωγοί ειδών κατανάλωσης, που αποτελούν τον λεγόμενο τομέα «OEM». Οι πελάτες αυτοί, που είναι πολύ ολιγάριθμοι και αποτελούν κυρίως πολύ μεγάλες επιχειρήσεις αγοράζουν, σε πολύ μεγάλες ποσότητες, περιορισμένο αριθμό ειδών προϊόντων άνθρακα και γραφίτη και διαθέτουν, συνεπώς, σημαντική διαπραγματευτική ισχύ (αιτιολογικές σκέψεις 39, 40 και 124 της απόφασης της Επιτροπής).

213    Το καρτέλ προσπάθησε να αποτρέψει τον κίνδυνο να μπορέσουν οι μεγάλοι αυτοί πελάτες να αντλήσουν όφελος από τις διαφορές τιμών μεταξύ χωρών. Μια πρώτη στρατηγική συνίστατο σε απόπειρα εναρμόνισης των τιμών σε ευρωπαϊκή κλίμακα και στηριζόταν σε πρόταση της προσφεύγουσας με τίτλο «Σχέδιο ενιαίων ευρωπαϊκών τιμών για τις ψήκτρες που προορίζονται για τους κατασκευαστές βιομηχανικών ηλεκτρικών μηχανών». Η στρατηγική αυτή των εναρμονισμένων σε ευρωπαϊκή κλίμακα τιμών για τους πελάτες του τομέα ΟΕΜ αποδείχθηκε ότι ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, όπως προκύπτει από την ειδική σύσκεψη της τεχνικής επιτροπής ως προς τις τιμές ΟΕΜ που πραγματοποιήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1994 (αιτιολογικές σκέψεις 126 και 127 της απόφασης της Επιτροπής).

214    Αυτή ακριβώς η σύσκεψη, η οποία παρέχει ενδείξεις ως προς τις παρατεινόμενες σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των τιμών της κλίμακας τιμών και, ακόμα περισσότερο, μεταξύ των πράγματι εφαρμοζόμενων τιμών στον τομέα ΟΕΜ μεταξύ των διαφόρων χωρών, με παράδειγμα την κατάσταση στη Γαλλία, περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 127 της απόφασης της Επιτροπής. Επρόκειτο, συνεπώς, για αρκετά γενικευμένη απόκλιση, που υπήρχε και σε άλλες χώρες πλην της Γαλλίας και η οποία δεν οφειλόταν στη βούληση της προσφεύγουσας να αποφύγει πράγματι να εφαρμόσει πράγματι τις παράνομες συμφωνίες. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα ήταν μάλιστα ο εμπνευστής μιας βλάπτουσας τον ανταγωνισμό στρατηγικής εναρμονισμένων τιμών σε ευρωπαϊκή κλίμακα για τους πελάτες του τομέα ΟΕΜ. Η Επιτροπή παρατηρεί ακόμα ότι τα μέλη της σύμπραξης συμφώνησαν, μετά τη σύσκεψη της 22ας Φεβρουαρίου 1994, να μειώσουν την απόκλιση.

215    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα ουδόλως αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής που περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 127 της απόφασης, δίνει όμως στο Πρωτοδικείο μια υποκειμενική ερμηνεία των διαπιστώσεων αυτών που την ευνοεί.

216    Η προσφεύγουσα διατείνεται, τρίτον, ότι η Επιτροπή δέχθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 232 της απόφασής της, ότι «δεν μετέσχε η ίδια στο ουσιαστικό μποϋκοτάζ των “ταγιαριστών”».

217    Από την ανάγνωση ολόκληρης της αιτιολογικής αυτής σκέψης προκύπτει ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας, για μία ακόμα φορά, στηρίζεται σε αλλοίωση των όρων του κειμένου της απόφασης της Επιτροπής.

218    Η αιτιολογική σκέψη 232 της απόφασης της Επιτροπής έχει ως εξής:

«Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν δέχεται τον ισχυρισμό της [LCL] ότι δεν μετέσχε στη δραστηριότητα του καρτέλ που συνίστατο στον αποκλεισμό των “ταγιαριστών” καθόσον χρησιμοποίησε για δική της χρήση όλα τα ακατέργαστα τεμάχια άνθρακα που παρήγαγε. Όπως αναφέρθηκε [στο σημείο] 7.8, η [LCL] έλαβε στην πραγματικότητα μέρος στην πρακτική του καρτέλ που συνίστατο στο να μην πωλούν ακατέργαστα τεμάχια στους “ταγιαριστές”, ή μόνο σε πολύ υψηλές τιμές. Ειδικότερα, κατά τη συνεδρίαση του καρτέλ της 14ης Οκτωβρίου 1993, στην ερώτηση “Πρέπει ή όχι να πωλούμε ακατέργαστα τεμάχια και να παραιτηθούμε από το περιθώριο κέρδους μας;”, η [LCL] δήλωσε ότι “προσπαθ[εί] να πωλ[εί] όσο το δυνατόν λιγότερα ακατέργαστα τεμάχια και θεωρ[εί] ότι είναι προτιμότερο να τα πωλ[εί] μόνο στις δικές [της] εταιρίες”. Έστω και αν η Carbone Lorraine δεν μετέσχε η ίδια στο ουσιαστικό μποϋκοτάζ των “ταγιαριστών”, επιδοκίμασε προφανώς τη γενική πολιτική του καρτέλ που συνίστατο στην παύση του εφοδιασμού των “ταγιαριστών” ή στον εφοδιασμό τους σε πολύ υψηλές τιμές και, όπως τα υπόλοιπα μέλη του καρτέλ, επωφελήθηκε από τη μείωση του ανταγωνισμού εκ μέρους των ταγιαριστών. Τα πραγματικά αυτά στοιχεία αρκούν προς θεμελίωση της ευθύνης της [LCL].»

219    Φαίνεται, συνεπώς, ότι η προσφεύγουσα απέκρυψε τις τρεις πρώτες λέξεις της φράσης που παραθέτει, από τις οποίες συνάγεται ότι η συνακόλουθη ανάλυση της Επιτροπής στηρίζεται σε εικασία. Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, εφόσον στηρίζεται αποκλειστικά σε λανθασμένη ανάγνωση της αιτιολογικής σκέψης 232 της απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

220    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, τέταρτον, ότι οι σημειώσεις που κράτησε η Morgan κατά τη σύσκεψη της τεχνικής επιτροπής της 4ης Οκτωβρίου 1999 καταδεικνύουν ότι η ίδια διαχώρισε πλήρως τη θέση της έναντι του καρτέλ, τουλάχιστον, κατά το τελευταίο έτος της λειτουργίας του.

221    Το κείμενο της σημείωσης αυτής παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 186 της απόφασης της Επιτροπής, παρατηρείται δε ότι η προσφεύγουσα τη μνημονεύει μη πλήρη ως εξής:

«Ο G. [Schunk] συνέστησε την αποπομπή του P. [της προσφεύγουσας], καθόσον είναι αδύνατη κάθε επικοινωνία. Ο έλεγχος, ωστόσο, του ανταγωνισμού είναι δυνατός μεταξύ των τριών υπολοίπων μερών. Ο G. ανέφερε εξάλλου ότι ο P. εφάρμοζε ανταγωνιστικές τιμές. Ο S. [Morgan], ο B. [SGL] και ο H. [εθνική θυγατρική της Morgan] δεν διαπίστωσαν ακόμα ότι ο P. “έριχνε” όντως τις τιμές. Ο G. προτίθεται να επιτεθεί στέλνοντάς τους σαφές μήνυμα.»

222    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το έγγραφο αυτό στερείται παντελώς αποδεικτικής ισχύος. Ο ισχυρισμός της Schunk ότι η προσφεύγουσα δεν τηρούσε πλέον τις συμφωνίες ως προς τις τιμές δεν επιβεβαιώνεται από τα λοιπά μέλη της σύμπραξης που ήταν παρόντα στη σύσκεψη. Επιπλέον, το εν λόγω έγγραφο δεν περιέχει καμία χρονολογική διευκρίνιση, πέραν της ημερομηνίας της σύσκεψης, ήτοι της 4ης Οκτωβρίου 1999, η οποία είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας λήξης της παραβατικής περιόδου την οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή όσον αφορά την προσφεύγουσα, ήτοι του Ιουνίου 1999.

223    Οι περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας αιτίασης, έστω και αν εκτιμηθούν συνολικά, δεν επιτρέπουν να συναχθεί ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία η προσφεύγουσα μετείχε στις παράνομες συμφωνίες, απέφυγε να τις εφαρμόσει και υιοθέτησε ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω σύμπραξης, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της σύμπραξης.

224    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από τη μη λήψη υπόψη, εκ μέρους της Επιτροπής, της ελαφρυντικής περίστασης της μη ουσιαστικής εφαρμογής των παράνομων συμφωνιών είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της μη λήψης υπόψη του ότι τέθηκε τέρμα στην παράβαση πριν από την έναρξη της έρευνας

225    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έθεσε τέρμα στις επικρινόμενες πρακτικές το αργότερο τον Ιούνιο του 1999, ήτοι περισσότερο από τρία έτη πριν από την πρώτη επέμβαση της Επιτροπής, και ότι, ήδη από την εποχή εκείνη, κατάρτισε ένα πρόγραμμα συμμόρφωσης προς τους κανόνες ανταγωνισμού, το οποίο εφαρμόζεται στο πλαίσιο του ομίλου κατά τρόπο συστηματικό από τεσσάρων και πλέον ετών.

226    Πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν, στο σημείο 3, τη μείωση του βασικού ποσού για ειδικές ελαφρυντικές περιστάσεις όπως, ιδίως, η παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής. Κατά την προσφεύγουσα, η ελαφρυντική αυτή περίσταση θα έπρεπε, κατά μείζονα λόγο, να ισχύει όταν τίθεται τέρμα στην παραβατική συμπεριφορά πριν από τις εν λόγω ενέργειες, όπως στην υπό κρίση περίπτωση.

227    Το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να δεχθεί τη συλλογιστική αυτή. Πράγματι, δεν μπορεί λογικά να γίνει λόγος για ελαφρυντική περίσταση, κατά την έννοια του κειμένου αυτού, παρά μόνον αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να παύσουν τις βλάπτουσες τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους από τις εν λόγω ενέργειες. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να θέτουν τέρμα στις βλάπτουσες τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους αμέσως μόλις η Επιτροπή κινεί σχετική έρευνα, οπότε δεν μπορεί να εφαρμοστεί μείωση του προστίμου για τον λόγο αυτόν σε περίπτωση που η παράβαση έχει ήδη λήξει πριν από την ημερομηνία των πρώτων ενεργειών της Επιτροπής. Πράγματι, η εφαρμογή μείωσης υπό αυτές τις περιστάσεις θα κάλυπτε τη λήψη υπόψη της διάρκειας των παραβάσεων προς τον σκοπό του υπολογισμού του ύψους των προστίμων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Tokai  II, σκέψη 291· βλ., επίσης, προμνησθείσα στη σκέψη 146 απόφαση του Πρωτοδικείου Tokai I, σκέψη 341).

228    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η μείωση του προστίμου λόγω παύσης της παράβασης ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν είναι αυτόματη, αλλά εξαρτάται από την εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας. Συναφώς, η εφαρμογή αυτής της διάταξης των κατευθυντηρίων γραμμών υπέρ μιας επιχείρησης προσήκει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο βλαπτικός του ανταγωνισμού χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν είναι πρόδηλος. Αντιστρόφως, η εφαρμογή της ενδείκνυται, καταρχήν, λιγότερο στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά αυτή, εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένη, βλάπτει σαφώς τον ανταγωνισμό (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren‑Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 281, η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑411/04 P, Salzgitter Mannesmann κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑959· προμνησθείσα στη σκέψη 227 απόφαση Tokai II, σκέψεις 292 και 294).

229    Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να έχει εύλογη αμφιβολία ως προς το ότι η συμπεριφορά της έβλαπτε τον ανταγωνισμό, εφόσον επρόκειτο για οριζόντια σύμπραξη ως προς τις τιμές, κατάφωρη παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, σύμπραξη τα μέλη της οποίας προσπάθησαν, λαμβάνοντας διάφορες προφυλάξεις, να τη διατηρήσουν μυστική επί περισσότερο από δεκαετία.

230    Πρέπει, τέλος, να παρατηρηθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση όπως και σε εκείνη της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα στη σκέψη 146 απόφαση Tokai I (σκέψη 341), η προσφεύγουσα έθεσε τέρμα στις επίμαχες θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές μετά την επέμβαση των αμερικανικών αρχών ανταγωνισμού και όχι μετά την επέμβαση της Επιτροπής, πράγμα που υπογραμμίζει ακριβώς η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 311 της απόφασής της, στηριζόμενη στις δηλώσεις της ίδιας της προσφεύγουσας. Συνεπώς, η ανάγνωση και μόνον του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών επιτρέπει την απόρριψη του αιτήματος της προσφεύγουσας.

231    Όσον αφορά, δεύτερον, την κατάρτιση προγράμματος συμμόρφωσης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αναφέρθηκε ανωτέρω ότι, ναι μεν είναι βεβαίως σημαντικό το ότι μια επιχείρηση λαμβάνει μέτρα για να εμποδίσει τη διάπραξη νέων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού από μέλη του προσωπικού της στο μέλλον, πλην όμως το γεγονός αυτό ουδόλως μεταβάλλει το υποστατό της παράβασης που διαπιστώθηκε. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη της αυτό το στοιχείο ως ελαφρυντική περίσταση (προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 373), ιδίως μάλιστα όταν η επίμαχη παράβαση συνιστά, όπως εν προκειμένω, κατάφωρη παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Η περίσταση, που επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι το πρόγραμμα αυτό καταρτίστηκε πριν από την επέμβαση της Επιτροπής στερείται σημασίας, καθόσον υπενθυμίζεται ότι τα εν λόγω μέτρα λήφθηκαν μετά την επέμβαση των αμερικανικών αρχών ανταγωνισμού.

232    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από τη μη λήψη υπόψη από την Επιτροπή της ελαφρυντικής περίστασης που συνίσταται στον τερματισμό της παράβασης πριν από την έναρξη της έρευνας και στην κατάρτιση προγράμματος συμμόρφωσης προς τους κανόνες ανταγωνισμού είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της μη λήψης υπόψη της ουσιαστικής συνεργασίας της προσφεύγουσας στη διαδικασία πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων

233    Μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων του σημείου 3 των κατευθυντηρίων γραμμών μνημονεύεται, στην έκτη περίπτωση, η «ουσιαστική συνεργασία της επιχείρησης στο πλαίσιο της διαδικασίας, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως [περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων]».

234    Στην απόφαση της Επιτροπή διευκρινίζεται ότι η προσφεύγουσα, προς στήριξη του αιτήματος αναγνώρισης της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης, επικαλείται το ότι παρέσχε στην Επιτροπή ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τον ρόλο της Gerken και τις δραστηριότητες του καρτέλ κατά το προ του Οκτωβρίου 1988 χρονικό διάστημα (αιτιολογική σκέψη 314 της απόφασης της Επιτροπής).

235    Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας επισημαίνοντας ότι δεν κίνησε διαδικασία κατά της Gerken και δεν περιέλαβε στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας διαδικασίας την προ του Οκτωβρίου 1988 περίοδο και ότι πληροφορίες που δεν τη βοηθούν «ούτε να αποδείξει την ύπαρξη της παράβασης ούτε να καθορίσει το ποσό το προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στις επιχειρήσεις (αν θεωρηθεί ότι η τελευταία αυτή μορφή συνεργασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη) δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ουσιαστική συνεργασία πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης [περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων] (αιτιολογική σκέψη 315 της απόφασης της Επιτροπής).

236    Με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε κατά τη διοικητική διαδικασία όχι μόνον διευκόλυναν σαφώς το έργο της Επιτροπής, αλλά και της έδωσαν τη δυνατότητα, αφενός, να μην απαλλάξει τη Morgan από το πρόστιμο βάσει της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων και, αφετέρου, να αποδείξει τη συμμετοχή της Gerken στις δραστηριότητες του καρτέλ, το γεγονός δε ότι η Επιτροπή δεν έκανε χρήση των πληροφοριακών αυτών στοιχείων για τον σκοπό αυτόν είναι αδιάφορο.

237    Καίτοι από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε προκύπτουν δύο χωριστές προτάσεις, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι παρέσχε κατά τη διοικητική διαδικασία πληροφορίες οι οποίες διευκόλυναν σαφώς το έργο της Επιτροπής δεν στηρίζεται σε κανένα παράδειγμα, πλην των στοιχείων που αφορούν τις συμπεριφορές της Morgan και της Gerken. Φαίνεται, συνεπώς, ότι το αίτημα αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της ουσιαστικής συνεργασίας της προσφεύγουσας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων στηρίζεται αποκλειστικά στα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία.

238    Πρέπει, στο στάδιο αυτό, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά της επιχείρησης διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παράβασης και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της (προμνησθείσα στη σκέψη 113 απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, SCA Holding κατά Επιτροπής, σκέψη 36· βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 164 απόφαση BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, σκέψη 325 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

239    Εξάλλου, στο πλαίσιο ερμηνείας της ανωτέρω νομολογίας συνάδουσας με το πνεύμα της, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η παροχή πληροφοριακών στοιχείων που έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκτιμήσει αυστηρότερα τον βαθμό συνεργασίας μιας από τις εμπλεκόμενες στο καρτέλ επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για τους σκοπούς του καθορισμού του ύψους του προστίμου της, και τα οποία, συνεπώς, διευκόλυναν το έργο της Επιτροπής κατά την έρευνά της, συνιστούσε «ουσιαστική συνεργασία πέραν του πεδίου εφαρμογής της [ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων] κατά την έννοια του σημείου 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών (προμνησθείσα στη σκέψη 83 απόφαση ADM I, σκέψεις 305 και 306).

240    Στην υπό κρίση περίπτωση, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει σαφώς από την απόφαση της Επιτροπής (αιτιολογικές σκέψεις 265 έως 266 και 319 έως 321, άρθρο 1 της απόφασης), η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της κανένα από τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα σχετικά με τη συμπεριφορά της Gerken και της Morgan ούτε για να διαπιστώσει ή να κολάσει παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού ούτε για να εκτιμήσει αυστηρότερα τον βαθμό συνεργασίας της επιχείρησης προς τον σκοπό του καθορισμού του ύψους του προστίμου. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ανταμείψει με μείωση προστίμου τη συνεργασία που επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι η συνεργασία αυτή δεν τη διευκόλυνε ουσιαστικά στο έργο της διαπίστωσης της ύπαρξης και του τερματισμού μιας παράβασης ούτε στο έργο του καθορισμού του ύψους των προστίμων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 227 απόφαση Tokai II, σκέψη 368, που επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με την προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 87).

241    Η προμνησθείσα στη σκέψη 83 απόφαση ADM I, στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα για να δικαιολογήσει το αίτημά της, επιβεβαιώνει, αντιθέτως, το βάσιμο της θέσης της Επιτροπής.

242    Έτσι, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να χορηγήσει πρόσθετη μείωση 10 % στην προσφεύγουσα, λόγω ουσιαστικής συνεργασίας της επιχείρησης στη διαδικασία πέραν του πεδίο εφαρμογής της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, αφού διαπίστωσε ότι η εν λόγω επιχείρηση πράγματι πληροφόρησε την Επιτροπή για την καταστροφή ορισμένων εγγράφων εκ μέρους άλλης επιχείρησης που εμπλεκόταν στο καρτέλ και ότι το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε με μία από τις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης της Επιτροπής, η οποία και το χρησιμοποίησε για να συναγάγει ότι η συνεργασία της εν λόγω επιχείρησης δεν ήταν πλήρης, κατά την έννοια του σημείου Β της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, και δεν δικαιολογούσε, συνεπώς, μείωση του προστίμου για τον λόγο αυτόν (προμνησθείσα στη σκέψη 83 απόφαση ADM I, σκέψεις 304 έως 312).

243    Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα στην υπόθεση εκείνη σχετικά με την υποτιθέμενη προηγούμενη ύπαρξη συνεννόησης μεταξύ των παραγωγών της λυσίνης κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 δεν είχαν επιτρέψει στην Επιτροπή να διαπιστώσει την ύπαρξη οποιασδήποτε παράβασης, «εφόσον» η απόφαση του οργάνου αφορούσε τη σύμπραξη μόνον καθόσον είχε αρχίσει τον μήνα Ιούλιο του 1990 μεταξύ των εν λόγω παραγωγών (προμνησθείσα στη σκέψη 83 απόφαση ADM I, σκέψη 301).

244    Ως εκ περισσού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι κρίσιμα.

245    Όσον αφορά την κατάσταση της Gerken, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι παρέσχε πληροφοριακά στοιχεία που επέτρεπαν στην Επιτροπή να αποδείξει τη συμμετοχή της επιχείρησης αυτής στην επίμαχη σύμπραξη.

246    Με την απόφασή της, η Επιτροπή απάντησε στις ενστάσεις της Hoffmann και της προσφεύγουσας ως προς τη μη αποστολή ανακοίνωσης των αιτιάσεων προς την Gerken. Η αιτιολογική σκέψη 266 της απόφασης της Επιτροπής έχει ως εξής:

«Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο ρόλος της Gerken διέφερε αισθητά από τον ρόλο της Hoffmann κατά την περίοδο για την οποία η Hoffmann θεωρείται ένοχη. Ειδικότερα, εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, η Gerken ουδέποτε μετέσχε σε κάποια σύσκεψη του καρτέλ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είτε υπό τη μορφή συνεδρίασης της τεχνικής επιτροπής είτε υπό τη μορφή συνάντησης κορυφής. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Gerken υπήρξε μέλος του καρτέλ όπως η Hoffmann. Ενδέχεται η Gerken, όπως και ορισμένες άλλες σχετικά μικρές επιχειρήσεις, να μετέσχε σε κάποια από τις τοπικές συσκέψεις που οργάνωνε το καρτέλ. Ωστόσο, οι αποδείξεις που διαθέτει η Επιτροπή σχετικά με μια τέτοια συμμετοχή είναι πολύ περιορισμένες και σποραδικές, σε αντίθεση προς τα πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία που κατέχει η Επιτροπή ως προς τη διαρκή συμμετοχή της Hoffmann κατά την περίοδο για την οποία κρίνεται ένοχη. Τέλος, σημειωτέον ότι, υπό την ιδιότητα του “ταγιαριστή”, η Gerken ήταν εξαρτημένη από τον συνεχή εφοδιασμό της με ακατέργαστα τεμάχια σε λογικές τιμές. Η μόνη περίοδος κατά την οποία η Gerken φαίνεται να ήταν περισσότερο διατεθειμένη να ακολουθήσει το καρτέλ σε θέματα των τιμών που εφάρμοζε στους πελάτες της ήταν ακριβώς το χρονικό διάστημα που ακολούθησε την απόκτηση, εκ μέρους της SGL, της δραστηριότητας στον ειδικό γραφίτη της αμερικανικής επιχείρησης που προμήθευε ακατέργαστα τεμάχια στην Gerken. Ωστόσο, μερικά έτη αργότερα, η Gerken φαίνεται να ανέλαβε και κατέστη ένας από τους σπάνιους εναπομείναντες ανταγωνιστές του καρτέλ εντός του ΕΟΧ. Σύμφωνα με τις σημειώσεις που κράτησε η Morgan κατά τη διάρκεια σύσκεψης της τεχνικής επιτροπής στις 11 Δεκεμβρίου 1997, η Gerken επισκεπτόταν όλους τους μεγάλους τελικούς χρήστες στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο και πρότεινε τιμές χαμηλότερες κατά 20 έως 25 %: “Η γενική εντύπωση είναι ότι η ‘G’ (Gerken) αποτελεί σήμερα ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι προ διετίας. Απολύτως κανένας έλεγχος”.»

247    Ως πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε στην Επιτροπή και τα οποία υποτίθεται ότι αποδεικνύουν τη συμμετοχή της Gerken στη σύμπραξη, η προσφεύγουσα περιορίζεται να προσκομίσει τη δήλωση ενός εντεταλμένου της, με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 2003, η οποία αναφέρεται σε συζητήσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και της Gerken, για την περίοδο από το 1997 έως το 1999, σχετικά με τα αντίστοιχα επίπεδα τιμών στο πλαίσιο των διαγωνισμών, μεταξύ άλλων, για τις ψήκτρες εναλλαγής ρεύματος που χρησιμοποιούνται στον σιδηροδρομικό τομέα καθώς και τις ψήκτρες για ηλεκτρικούς κινητήρες που χρησιμοποιούνται από τα αστικά δίκτυα. Η δήλωση αυτή συμπληρώνεται από ανακεφαλαιωτικούς πίνακες, τους οποίους κατάρτισε η προσφεύγουσα, όσον αφορά διαγωνισμούς που προκήρυξαν γαλλικές εταιρίες δημοσίων μεταφορών, με την ένδειξη, ιδίως, των συμβάσεων που ανέλαβαν οι κατηγορούμενες επιχειρήσεις ή του κύκλου εργασιών, ανά είδος προϊόντος, που πραγματοποίησε κάθε ανταγωνιστής.

248    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μόνη η δήλωση αυτή, συμπληρούμενη από πίνακες με στοιχεία άσχετα όσον αφορά ορισμένα από αυτά, δεν είναι ικανή να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης εκ μέρους της Gerken, έχουσας τη μορφή συμμετοχής στην επίμαχη σύμπραξη. Τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα μπορούν, το πολύ, να αποτελέσουν ενδείξεις σχετικά με τη συμμετοχή της Gerken σε ορισμένες πτυχές της παράβασης που αφορούν αποκλειστικά τη Γαλλία και ορισμένα ειδικά προϊόντα· παρατηρείται, εξάλλου, ότι, κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους 1997, η τηρούσε επιθετική εμπορική συμπεριφορά στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο (αιτιολογική σκέψη 266 της απόφασης της Επιτροπής). Τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν ότι η Gerken μετέσχε στην ενιαία και διαρκή παράβαση η οποία κάλυπτε τον ΕΟΧ και ένα ευρύ φάσμα προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές, καθώς και τα ακατέργαστα τεμάχια άνθρακα και γραφίτη από τα οποία κατασκευάζονται τα προϊόντα αυτά, και η οποία περιγράφεται στην απόφαση της Επιτροπής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑28/99, Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1845, σκέψεις 40 έως 52).

249    Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας, που περιλαμβάνονται στα υπομνήματα που κατέθεσε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, όσον αφορά την υποτιθέμενη συμμετοχή της Gerken σε τοπικές συσκέψεις της σύμπραξης και την υποτιθέμενη αντίφαση στην πρακτική λήψης των αποφάσεων της Επιτροπής δεδομένης της αντιμετώπισης που επιφυλάχθηκε στην ίδια με την απόφαση της Επιτροπής σε σχέση προς τη Gerken στερούνται σημασίας στο πλαίσιο της εκτίμησης του κρίσιμου χαρακτήρα των πληροφοριακών στοιχείων που παρέσχε στην Επιτροπή και τα οποία υποτίθεται ότι αποδεικνύουν τη συμμετοχή της Gerken στη σύμπραξη.

250    Όσον αφορά τη Morgan, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα τρία πληροφοριακά στοιχεία που ανακοίνωσε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας καταδεικνύουν ότι η Morgan δεν πληρούσε καμία από τις προϋποθέσεις του σημείου Β της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων ώστε να τύχει απαλλαγής από το πρόστιμο, καθόσον η επιχείρηση αυτή δεν διαβίβασε στην Επιτροπή όλες τις χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά την εμπλοκή της στις παράνομες πρακτικές και μάλιστα παρέσχε ανακριβείς πληροφορίες ως προς την ημερομηνία τερματισμού της συμμετοχής της στις εν λόγω πρακτικές.

251    Η προσφεύγουσα αναφέρεται, πρώτον, στο γεγονός ότι, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (σημείο 145), ανέφερε στην Επιτροπή ότι, τον Μάρτιο του 2003, ήλθε σε επαφή με το τμήμα αντιτράστ του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης προκειμένου να το ενημερώσει για τις ενέργειες μιας θυγατρικής της Morgan, που της φαίνονταν προδήλως παράνομες από πλευράς των κανόνων του ανταγωνισμού.

252    Η προσφεύγουσα επικαλείται, δεύτερον, το γεγονός ότι, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (σημείο 137), ανέφερε στην Επιτροπή ότι η Morgan είχε παραλείψει να την πληροφορήσει ότι, ήδη από τον Απρίλιο του 1999 και μέσω της αμερικανικής θυγατρικής της, της Morganite Industries, αποτελούσε αντικείμενο διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες για παράνομη σύμπραξη ως προς τις τιμές των προϊόντων γραφίτη.

253    Όσον αφορά τα δύο πρώτα αυτά πληροφοριακά στοιχεία, από την ανάγνωση της απάντησης στην ανακοίνωση των αιτιάσεων προκύπτει ότι ουδόλως αφορούν το καρτέλ που αποτελεί το αντικείμενο της απόφασης της Επιτροπής, δεδομένου ότι αφορούν το μεν πρώτο τη Νότια Κορέα, το δε δεύτερο την αμερικανική αγορά. Αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, οι υποχρεώσεις της επιχείρησης που ζητεί την απαλλαγή περιορίζονται, λογικά, στις πληροφορίες που αφορούν της θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας. Η σύμπραξη που αποτέλεσε το αντικείμενο της έρευνας και της απόφασης της Επιτροπής δεν αφορά τη Νότια Κορέα ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά το ευρωπαϊκό έδαφος και το έδαφος του ΕΟΧ.

254    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, τρίτον, ότι απέστειλε στην Επιτροπή αντίγραφο των πράξεων κατηγορίας, με ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 2003, που εξέδωσε ομοσπονδιακό δικαστικό συμβούλιο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τεσσάρων παλαιών διευθυντικών στελεχών της Morgan για δωροδοκία μάρτυρα και για καταστροφή ή απόκρυψη εγγράφων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου 1999 και Αυγούστου 2001. Από τις πράξεις αυτές προκύπτει ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, η Morgan κατέστρεψε ή απέκρυψε από τις αμερικανικές και κοινοτικές αρχές ανταγωνισμού πολυάριθμα έγγραφα σχετικά με τις συμφωνίες καθορισμού των τιμών, και τούτο ιδίως ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να εφαρμόζει τις συμφωνίες αυτές έως τον Αύγουστο του 2001, ενώ είχε δηλώσει ότι είχε παύσει κάθε συμμετοχή σε παράνομες πρακτικές τον Δεκέμβριο του 1999.

255    Η προσφεύγουσα στηρίζει ειδικότερα τους ισχυρισμούς της σε ένα χωρίο με την εξής διατύπωση:

«Κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ Απριλίου 1999 και Ιουνίου 1999, η ομάδα εργασίας που συνέστησε ο CC-2 επισκέφθηκε τις εγκαταστάσεις της Morgan στην Ευρώπη, απέσυρε δε και έκρυψε ή κατέστρεψε όλα τα έγγραφα και τα μητρώα που περιλαμβάνονταν στους φακέλους της Morgan και τα οποία περιείχαν αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συμφωνία για τον καθορισμό των τιμών […] Τα μέλη της ομάδας εργασίας, μεταξύ των οποίων ο CC-3, παρέδωσαν στον CC-4 τα συγκεντρωθέντα έγγραφα που αναφέρονταν στη συμφωνία για τον καθορισμό των τιμών, ώστε ο CC-4 να αποκρύψει τα έγγραφα αυτά από τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές αρχές, αλλά και για να φυλαχθούν τα έγγραφα αυτά σε μυστικό τόπο ώστε η Morgan να συνεχίσει να εφαρμόζει τη συμφωνία για τον καθορισμό των τιμών […] Τον Αύγουστο του 2001, ου υπάλληλοι, με υπόδειξη του CC-1, κατέστρεψαν έγγραφα τα οποία αφορούσε η έρευνα του δικαστικού συμβουλίου.»

256    Όσον αφορά το τρίτο αυτό πληροφοριακό στοιχείο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στην απόφασή της (αιτιολογική σκέψη 67), η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε ανακοινώσει, στις 4 Νοεμβρίου 2002, ότι η θυγατρική της Morgan στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε ομολογήσει την ενοχή της όσον αφορά την κατηγορία της συμμετοχής σε διεθνή σύμπραξη για τον καθορισμό των τιμών διαφόρων ειδών προϊόντων άνθρακα για ηλεκτρολογικές εφαρμογές, που πωλούνταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες χώρες, και ότι η μητρική εταιρία στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Morgan, είχε ομολογήσει την ενοχή της όσον αφορά την κατηγορία της απόπειρας παρακώλυσης της έρευνας. Η απόφαση της Επιτροπή αναφέρεται ρητώς στις πράξεις κατηγορίας που εξέδωσε το ομοσπονδιακό δικαστικό συμβούλιο κατά των τεσσάρων πρώην στελεχών της Morgan για δωροδοκία μαρτύρων και καταστροφή ή απόκρυψη εγγράφων κατά την περίοδο από τον Απρίλιο του 1999 έως τον Αύγουστο του 2001.

257    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή έλαβε επιστολή της Morgan, με ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 2001, που συμπλήρωνε τα στοιχεία που είχε ήδη παράσχει η εταιρία αυτή στο πλαίσιο της αίτησης επιεικούς μεταχείρισης που είχε υποβάλει στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, και στην οποία αναφερόταν σαφώς ότι «[ε]ίναι προφανές ότι ορισμένοι υπάλληλοι απέσυραν και/ή κατέστρεψαν σχετικά έγγραφα».

258    Φαίνεται, συνεπώς, ότι η Επιτροπή είχε ενημερωθεί από την ίδια την Morgan, ήδη από το 2001, για την απόκρυψη ή την καταστροφή, από το ίδιο των προσωπικό της επιχείρησης αυτής, εγγράφων σχετικών με την καταγγελθείσα σύμπραξη. Η εκ μέρους της προσφεύγουσας διαβίβαση των πράξεων κατηγορίας, τον Σεπτέμβριο του 2003, απλώς επιβεβαίωσε το υποστατό των ήδη γνωστών ενεργειών και τη βούληση της Morgan να επιχειρήσει, σε μια πρώτη φάση, να αποκρύψει την ευθύνη της, παρέχοντας συγχρόνως διευκρινίσεις ως προς τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις αυτής της βούλησης.

259    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι και η Morgan ανέφερε, με την επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2001, ότι θα γνωστοποιούσε στην Επιτροπή κάθε επιπλέον πληροφοριακό στοιχείο που θα περιερχόταν στην κατοχή της και, σχεδόν δύο έτη μετά και αφού είχε αποστείλει στην Επιτροπή φάκελο με τουλάχιστον 4789 σελίδες που αφορούσαν το επίμαχο καρτέλ, δεν διαβίβασε τις πράξεις κατηγορίας της 24ης Σεπτεμβρίου στερείται σημασίας.

260    Πρέπει, συναφώς, να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα προβαίνει σε διασταλτική ερμηνεία του περιεχομένου των συγκεκριμένων εγγράφων. Διατείνεται ότι από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι η Morgan εξακολούθησε να συμμετέχει σε παράνομες πρακτικές, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 2001 και όχι μέχρι τον Δεκέμβριο του 1999 όπως είχε αναφέρει στην Επιτροπή, πράγμα που εξηγεί τη μη διαβίβαση των εγγράφων αυτών εκ μέρους της Morgan.

261    Το κείμενο που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 255 αναφέρεται στην απόκρυψη εγγράφων περιεχόντων αποδεικτικά στοιχεία, «ώστε η Morgan να συνεχίσει να εφαρμόζει τη συμφωνία για τον καθορισμό των τιμών». Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εν λόγω συμφωνία δεν αφορά αποκλειστικά την αμερικανική αγορά, αλλά αφορά και το ευρωπαϊκό έδαφος, δεν προκύπτει ούτε από το έγγραφο αυτό, το οποίο αναφέρει μόνο τον επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε από τις πράξεις κατηγορίας γενικώς ότι η συμφωνία αυτή πράγματι εξακολούθησε να εφαρμόζεται από τη Morgan και άλλους επιχειρηματίες στην ευρωπαϊκή αγορά μετά τον Δεκέμβριο του 1999, ημερομηνία τερματισμού των παράνομων πρακτικών που λαμβάνεται υπόψη στην απόφαση της Επιτροπής, και έως τον Αύγουστο του 2001. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα λοιπά μέλη της σύμπραξης έθεσαν τέρμα στη συμμετοχή τους το αργότερο τον Δεκέμβριο του 1999, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι το καρτέλ εξακολούθησε να υφίσταται μετά τον Δεκέμβριο του 1999.

262    Το ότι η Επιτροπή έκρινε τελικά ότι η Morgan έπρεπε να τύχει απαλλαγής από το πρόστιμο στο μέτρο που, μεταξύ άλλων, είχε παράσχει καθοριστικής σημασίας αποδεικτικά στοιχεία, είχε θέσει τέρμα στη συμμετοχή της στη σύμπραξη το αργότερο όταν την κατήγγειλε, είχε παράσχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες καθώς και όλα τα έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε σχετικά με τη σύμπραξη «κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής της», συνέχισε δε να συνεργάζεται σταθερά και πλήρως καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας αποτελεί εκτίμηση την οποία δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να ελέγξει στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

263    Κατόπιν αυτών, η αιτίαση που αντλείται από τη μη λήψη υπόψη, εκ μέρους της Επιτροπής, της ελαφρυντικής περίστασης της ουσιαστικής συνεργασίας της προσφεύγουσας κατά τη διαδικασία πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

264    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή έσφαλε κατά την εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων και ότι το αίτημα της προσφεύγουσας για μείωση του ύψους του προστίμου λόγω των ελαφρυντικών αυτών περιστάσεων είναι απορριπτέο.

 Επί της συνεργασίας της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας

 Επί του αιτήματος χορήγησης της ανώτατης μείωσης 50 %

265    Στην ανακοίνωση περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, η Επιτροπή καθόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται μαζί της κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σχετικά με ορισμένη σύμπραξη μπορούν να τύχουν απαλλαγής από το πρόστιμο ή μείωσης του ποσού του προστίμου το οποίο άλλως θα έπρεπε να καταβάλουν (σημείο Α, παράγραφος 3, της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων).

266    Το σημείο Δ της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων προβλέπει τα ακόλουθα:

«1. Εφόσον επιχείρηση συνεργάζεται χωρίς να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στα [σημεία] Β [και] Γ, τυγχάνει μείωσης κατά 10 έως 50 % του ύψους του προστίμου που θα της είχε [επι]βληθεί εάν δεν είχε συνεργαστεί.

2. Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί εφόσον:

–        πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παράβασης,

–        μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες της.»

267    Εν προκειμένω, στην προσφεύγουσα χορηγήθηκε μείωση κατά 40 % του ποσού του προστίμου της δυνάμει του σημείου Δ της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

268    Προς αιτιολόγηση της εκτίμησής της, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 324 της απόφασής της, τα ακόλουθα:

«Η [LCL] ζήτησε να τύχει επιεικούς μεταχείρισης λίγο χρόνο αφού παρέλαβε την επιστολή που της απηύθυνε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11 [του κανονισμού 17]. Η συνεργασία της υπερέβη κατά πολύ τις απαντήσεις που ζητούνταν με την επιστολή αυτή. Η [LCL] παρέσχε αυθόρμητα σημαντικό αριθμό παλαιών εγγράφων, ιδίως διάφορες εκθέσεις σχετικά με συναντήσεις του καρτέλ που δεν μνημονεύονταν στην επιστολή που της απηύθυνε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11. Η [LCL] παρέδωσε επίσης διάφορες υπογεγραμμένες δηλώσεις στελεχών και πρώην στελεχών της επιχείρησης που βεβαίωναν τον ρόλο που είχαν διαδραματίσει στις δραστηριότητες του καρτέλ. Τέλος, παρέσχε λεπτομερή και χρήσιμη περιγραφή της αγοράς του προϊόντος και των δραστηριοτήτων του καρτέλ για όλα τα είδη πελατών. Λαμβανομένων υπόψη της ποσότητας και της ποιότητας των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη παράσχει η Morgan, οι αποδείξεις που παρασχέθηκαν αυθόρμητα από την [LCL] καθώς και από τις λοιπές επιχειρήσεις που ζήτησαν επιεική μεταχείριση προσθέτουν μικρή επιπλέον αξία στα αποδεικτικά στοιχεία που ήδη είχε στην κατοχή της η Επιτροπή. Η Επιτροπή θεωρεί, ωστόσο, ότι το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που παρέσχε αυθόρμητα η [LCL] συνέβαλε στην επιβεβαίωσης του υποστατού της παράβασης.»

269    Η Επιτροπή παρατήρησε επίσης ότι η προσφεύγουσα, αφού παρέλαβε την ανακοίνωση των αιτιάσεων, την πληροφόρησε ότι δεν αμφισβητούσε το υποστατό των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων η Επιτροπή στήριζε τις κατηγορίες της (αιτιολογική σκέψη 325 της απόφασης της Επιτροπής).

270    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν αμφισβητείται το ότι η προσφεύγουσα πληρούσε, κατά την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής, τις προϋποθέσεις του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, παρατηρείται δε ότι οι μειώσεις που χορηγήθηκαν ήταν, αντίστοιχα, 30 % και 10 %, ανάλογα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της. Η υπό κρίση διαφορά αφορά το ύψος της χορηγηθείσας μείωσης, η οποία, κατά την προσφεύγουσα, έπρεπε να είναι συνολικά 50 %, ήτοι η ανώτατη δυνατή μείωση.

271    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων και μπορεί, συναφώς, να λαμβάνει υπόψη πολλαπλά στοιχεία, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες του οργάνου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καλείται να προβεί σε περίπλοκες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, όπως οι σχετικές με τη συνεργασία καθεμίας από τις εν λόγω επιχειρήσεις (προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 81).

272    Συναφώς, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας ορισμένης επιχείρησης, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων (προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 88).

273    Η συλλογιστική της προσφεύγουσας, που συνάγει αυτομάτως τη χορήγηση της ανώτατης μείωσης 50 % από τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, καταλήγει στην άρνηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, που εκφράζεται, ιδίως, με την πρόβλεψη κλιμάκωσης του ύψους της μείωσης από 10 έως 50 %.

274    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 324 της απόφασής της, η Επιτροπή στήριξε την εκτίμηση του ύψους της μείωσης που χορήγησε στο γεγονός, αφενός, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα είχαν μικρή προστιθέμενη αξία λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και τα οποία είχαν παρασχεθεί από την Morgan και, αφετέρου, ότι η συνεργασία της προσφεύγουσας άρχισε μετά την εκ μέρους της παραλαβή της επιστολής που της απεστάλη δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17.

275    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την καταλληλότητα του πρώτου κριτηρίου ανάλυσης που χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

276    Όμως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η μείωση των προστίμων σε περίπτωση συνεργασίας των επιχειρήσεων που έχουν συμμετάσχει σε παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού βρίσκει έρεισμα στη σκέψη ότι η συνεργασία αυτή διευκολύνει το έργο της Επιτροπής, που καλείται να διαπιστώσει μια παράβαση και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα σ’ αυτή (προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 399· προμνησθείσα στη σκέψη 164 απόφαση BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, σκέψη 325· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑338/94, Finnboard κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1617, σκέψη 363, και προμνησθείσα στη σκέψη 83 απόφαση Mayr-Melnhof κατά Επιτροπής, σκέψη 330).

277    Λαμβανομένου υπόψη του λόγου ύπαρξης της μείωσης, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέψει τη χρησιμότητα των παρασχεθεισών πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της.

278    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί τη σχετική χρησιμότητα της συμβολής της σε σχέση με εκείνη της Morgan, καθόσον η αντίστοιχη χρησιμότητα των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από τις δύο αυτές επιχειρήσεις αντικατοπτρίζεται ήδη στην επιλογή διαφορετικής κατηγορίας μείωσης για καθεμία από τις επιχειρήσεις.

279    Πρέπει, όμως, να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η Morgan έπρεπε να τύχει απαλλαγής από το πρόστιμο σύμφωνα με το σημείο Β της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης ποιότητας της διαπιστωθείσας συνεργασίας δεν της απαγορεύει, στη συνέχεια, να εκτιμήσει, δυνάμει του σημείου Δ της εν λόγω ανακοίνωσης, τη συνεργασία της προσφεύγουσας και, συνεπώς, τη χρησιμότητα των πληροφοριών που παρέσχε σε σχέση προς τα αποδεικτικά στοιχεία που της είχαν ήδη γνωστοποιηθεί από άλλη επιχείρηση, εν προκειμένω την Morgan. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, αν η θεμελιώδης διαφορά επί της οποίας ερείδονται τα σημεία Β, Γ και Δ της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων έγκειται στη χρησιμότητα των παρασχεθεισών πληροφοριών, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει το κριτήριο της χρησιμότητας για να αποφασίσει το ύψος της μείωσης για κάθε κατηγορία μείωσης του προστίμου που προβλέπουν τα εν λόγω σημεία.

280    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί μεν την καταλληλότητα του πρώτου κριτηρίου ανάλυσης που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, αντιθέτως, όμως, δεν αμφισβητεί τα συμπεράσματα της Επιτροπής ως προς την ποιότητα της συνεργασίας της Morgan, η οποία παρέδωσε φάκελο 4 789 σελίδων όσον αφορά το καρτέλ, και τη συνακόλουθη κρίση περί της μικρής προστιθέμενης αξίας των αποδεικτικών στοιχείων που παρέσχε η ίδια. Η προσφεύγουσα αναφέρει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί το ότι η χρησιμότητα της συνεργασίας της στη διαδικασία υπήρξε λιγότερο σημαντική από εκείνη της Morgan.

281    Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να καθορίσει σε 40 % το ύψος της μείωσης που χορήγησε στην προσφεύγουσα, η τελευταία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς αμφισβητεί τον αυθόρμητο χαρακτήρα της συνεργασίας της και ότι η ίδια συνεργάστηκε πολύ πριν την αποστολή της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, μόνη προϋπόθεση που προβλέπει το σημείο Δ της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

282    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή ανέφερε, όπως προκύπτει εξάλλου από το κείμενο της απόφασής της και πιο συγκεκριμένα από την αιτιολογική σκέψη 324, ότι δεν αμφισβητεί αυτόν καθαυτόν τον αυθόρμητο χαρακτήρα της συνεργασίας της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι, στο πλαίσιο της εκτίμησης της εν λόγω συνεργασίας στο σύνολό της, μπορεί να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι η συνεργασία αυτή άρχισε μετά την αποστολή της αίτησης για την παροχή πληροφοριών. Η Επιτροπή προσθέτει ότι καθοριστικής σημασίας για την αιτιολόγηση της άρνησης χορήγησης της ανώτατης μείωσης 50 % υπήρξε η περιορισμένη χρησιμότητα των πληροφοριακών στοιχείων που παρέσχε η προσφεύγουσα.

283    Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας ορισμένης επιχείρησης (προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 88) και, στο πλαίσιο μιας συνολικής εκτίμησης, μπορεί να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή τής κοινοποίησε κάποια έγγραφα μόνον αφού έλαβε την αίτηση παροχής πληροφοριών (προμνησθείσα στη σκέψη 158 απόφαση LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 365, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την προμνησθείσα στη σκέψη 68 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 408), χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να το θεωρήσει καθοριστικό για να ελαχιστοποιήσει τη σπουδαιότητα της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση δυνάμει του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων (προμνησθείσα στη σκέψη 146 απόφαση Tokai I, σκέψη 410).

284    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, δεν απέδειξε ότι η ίδια είχε γνώση της αίτησης παροχής πληροφοριών όταν απέστειλε την επιστολή της 16ης Αυγούστου 2002, με την οποία ζητούσε να εφαρμοστούν έναντι αυτής μέτρα επιείκειας. Αναφέρει ότι, λίγες ώρες πριν από την παραλαβή, στις 16 Αυγούστου 2002, της αίτησης παροχής πληροφοριών, υπέβαλε αίτηση ζητώντας την εφαρμογή της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, αίτηση της οποίας αντίγραφο επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής.

285    Στο έγγραφο αυτό, το οποίο όντως φέρει ημερομηνία 16 Αυγούστου 2002 και αποτελεί τηλεομοιοτυπία μηνύματος το οποίο δεν φέρει καμία μνεία διαβίβασής του ούτε την ημερομηνία της διαβίβασης αυτής, αναφέρεται ότι «η [LCL] ζητεί την εφαρμογή της ανακοίνωσης [περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων] στην υπόθεση των ψηκτρών τροφοδοσίας ηλεκτρικών κινητήρων, και τούτο στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή κατά της επιχείρησης», διατύπωση που επιβεβαιώνει το ακριβές της χρονολογίας που αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής.

286    Απαντώντας στην παρατήρηση της Επιτροπής ότι η μνεία «στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε» αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα είχε παραλάβει και γνώριζε την αίτηση παροχής πληροφοριών, η προσφεύγουσα βεβαιώνει, με το υπόμνημα απάντησης, ότι αναφερόταν στη διαδικασία που είχε κινηθεί στον τομέα του ισοστατικού γραφίτη.

287    Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, αν ο ισχυρισμός αυτός της προσφεύγουσας είναι αληθής, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η επιστολή της 16ης Αυγούστου 2002, που περιείχε προσφορά συνεργασίας εκ μέρους της προσφεύγουσας, δεν είχε καμία σχέση με την παρούσα υπόθεση και το Πρωτοδικείο θα πρέπει, ως εκ τούτου, να τον αγνοήσει. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι συνεργάστηκε πριν από την παραλαβή της αίτησης παροχής πληροφοριών.

288    Πρέπει, επιπλέον, να παρατηρηθεί ότι, στην επιστολή αυτή της 16ης Αυγούστου 2002, γίνεται ρητή μνεία της υπόθεσης των «ψηκτρών τροφοδοσίας ηλεκτρικών κινητήρων», που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές εφαρμογές που αποτέλεσαν το αντικείμενο της σύμπραξης την οποία αφορά η απόφαση της Επιτροπής.

289    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν άρχισε ουσιαστικά να συνεργάζεται παρά από τις 22 Αυγούστου 2002, ημερομηνία κατά την οποία διαβίβασε στην Επιτροπή τα πρώτα έγγραφα σχετικά με το καρτέλ, και, συνεπώς, μετά την παραλαβή της επιστολής που της απηύθυνε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17.

290    Όσον αφορά, τέλος, την αναφορά στην προηγούμενη πρακτική λήψης των αποφάσεων της Επιτροπής, η οποία θα δικαιολογούσε την ανώτατη μείωση 50 % που διεκδικεί η προσφεύγουσα, εκτέθηκε ήδη ανωτέρω στη σκέψη 110 ότι η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού, οι δε αποφάσεις σχετικά με άλλες υποθέσεις έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιας δυσμενούς διάκρισης. Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή έχει χορηγήσει, κατά την προηγούμενη πρακτική των αποφάσεών της, ορισμένο ποσοστό μείωσης για συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν σημαίνει ότι οφείλει να χορηγήσει το ίδιο ποσοστό μείωσης κατά την εκτίμηση παρόμοιας συμπεριφοράς στο πλαίσιο μεταγενέστερης διοικητικής διαδικασίας (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 90 απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005 Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 458 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

291    Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή εκτίμησε κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο τη συνεργασία της χορηγώντας της μείωση 40 % κατ’ εφαρμογήν του σημείου Δ της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

 Επί των παραβιάσεων της αρχής της ίσης μεταχείρισης

292    Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβιάσεων της αρχής της ίσης μεταχείρισης, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της εκτίμησης της συνεργασίας που έχουν παράσχει οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να αγνοήσει την αρχή αυτή, η οποία παραβιάζεται μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 146 απόφαση Tokai I, σκέψη 394 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

293    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή χορήγησε στην Morgan μείωση του προστίμου κατά 100 %, δυνάμει του σημείου Β της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, ενώ η επιχείρηση αυτή απέκρυψε από την Επιτροπή ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη συμμετοχή της στη σύμπραξη επί των τιμών των προϊόντων γραφίτη στις Ηνωμένες Πολιτείες και παρέσχε στην Επιτροπή ανακριβείς πληροφορίες όσον αφορά την παύση της συμμετοχής της σε παράνομες δραστηριότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη.

294    Η προσφεύγουσα συνάγει από αυτό ότι η Επιτροπή όφειλε –άλλως θα παραβίαζε σοβαρά την αρχή της ίσης μεταχείρισης– να αναχαρακτηρίσει την αίτησή της για την εφαρμογή μέτρων επιείκειας και να της αναγνωρίσει δικαίωμα απαλλαγής από το πρόστιμο δυνάμει του σημείου Β ή, τουλάχιστον, να της χορηγήσει την ανώτατη μείωση του ποσού του προστίμου την οποία προβλέπει το σημείο Δ της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, εφόσον χορήγησε στην Morgan την ανώτατη μείωση του ποσού του προστίμου την οποία προβλέπει το σημείο Β της εν λόγω ανακοίνωσης.

295    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται το ότι στην Morgan χορηγήθηκε παράνομη μείωση και ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή κακώς χορήγησε μείωση σ’ αυτή την επιχείρηση εφαρμόζοντας εσφαλμένα την ανακοίνωση περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να επικαλεσθεί υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1985, σ. 2225, σκέψη 14· προμνησθείσα στη σκέψη 113 απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, SCA Holding κατά Επιτροπής, σκέψη 160, και προμνησθείσα στη σκέψη 158 απόφαση LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 367).

296    Πρέπει, περαιτέρω, να παρατηρηθεί ότι η Morgan και η προσφεύγουσα δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμες καταστάσεις και ότι αυτή η αντικειμενική διαφορά των καταστάσεων εξηγεί και δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση που τους επιφύλαξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

297    Πρέπει να τονιστεί ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων μη επιβολής προστίμου ή πολύ σημαντικής μείωσης του ύψους του, τις οποίες προβλέπει το σημείο Β της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, περιλαμβάνεται και η προϋπόθεση να είναι η επιχείρηση η πρώτη που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία για την απόδειξη της ύπαρξης της σύμπραξης. Όμως, η ίδια η προσφεύγουσα αναφέρει, με το υπόμνημα απάντησης, ότι δεν αμφισβητεί ότι η χρησιμότητα της συνεργασίας της κατά τη διαδικασία υπήρξε λιγότερο σημαντική από εκείνη της συνεργασίας της Morgan και ότι δεν μπορούσε, εξάλλου, να συμβαίνει διαφορετικά, καθόσον οι πληροφορίες που παρέσχε η Morgan επέτρεψαν στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της σύμπραξης, οπότε η συμβολή της, αναγκαστικά, δεν μπορούσε παρά μόνο να βοηθήσει στην επιβεβαίωση της ύπαρξης της σύμπραξης.

298    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης σε σχέση προς τη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στην Morgan και η συνακόλουθη απαίτηση της προσφεύγουσας να υπαχθεί στις διατάξεις του σημείου Β της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων ή να της χορηγηθεί η ανώτατη μείωση προστίμου 50 % την οποία προβλέπει το σημείο Δ της εν λόγω ανακοίνωσης πρέπει να απορριφθούν.

299    Η προσφεύγουσα παρατηρεί, δεύτερον, ότι, παρά το γεγονός ότι η συνεργασία της SGL κατά τη διαδικασία ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και όψιμη, πράγμα που υπογράμμισε η ίδια η Επιτροπή με την απόφασή της, η Επιτροπή τής χορήγησε, ωστόσο, μείωση 20 % του ποσού του προστίμου βάσει της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, ενώ στην ίδια χορηγήθηκε μείωση μόνο 40 % για ειλικρινή και πλήρη συνεργασία.

300    Από την επιχειρηματολογία αυτή δεν προκύπτει καμία παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ούτε, άλλωστε, της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η συνεργασία της προσφεύγουσας, αντικειμενικά σημαντικότερη από αυτή της SGL, λήφθηκε πράγματι υπόψη προσηκόντως από την Επιτροπή.

301    Πράγματι, η μείωση που χορηγήθηκε λόγω της συνεργασίας που προσέφερε η προσφεύγουσα πριν από την αποστολή της ανακοίνωσης των αιτιάσεων είναι τριπλάσια από εκείνη που χορηγήθηκε στην SGL, καθόσον στην πρώτη χορηγήθηκε μείωση 30 % και στη δεύτερη 10 %. Επειδή οι δύο αυτές επιχειρήσεις παραδέχθηκαν το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, στη συνέχεια τους χορηγήθηκε, λογικά, ίδια μείωση 10 % για τον μοναδικό αυτό λόγο.

302    Πρέπει, συναφώς, να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί γιατί η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να διευκρινίσει, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, τα επιμέρους ποσοστά που συνθέτουν τις μειώσεις 40 % και 20 % που χορήγησε. Τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, και τα οποία συμπληρώνουν την απόφασή της, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέος αμυντικός ισχυρισμός απαγορευόμενος από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

303    Εξάλλου, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η Επιτροπή όφειλε να της χορηγήσει –άλλως παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης– μείωση αισθητά ανώτερη του 50 % του ποσού του προστίμου της βάσει της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, εφόσον χορήγησε στην SGL –η οποία παρεμπόδισε την έρευνα της Επιτροπής– μείωση «55 %»(20 % λόγω συνεργασίας και 33 % για άλλους λόγους).

304    Όπως τονίζει η ίδια η προσφεύγουσα, η μείωση 33 % της χορηγήθηκε βάσει «άλλων παραγόντων», γεγονός που δεν επιτρέπει να θεμελιωθεί προσηκόντως η υποτιθέμενη άνιση μεταχείριση κατά την εφαρμογή της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων. Το ζήτημα της εκ μέρους της Επιτροπής λήψης υπόψη «άλλων παραγόντων» θίγεται εξάλλου από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο ειδικής αιτίασης που εξετάζεται κατωτέρω.

305    Τέλος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται την παράνομη μείωση του προστίμου που χορηγήθηκε στην SGL και ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή κακώς χορήγησε στην επιχείρηση αυτή μείωση κατά εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να επικαλεσθεί υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου.

306    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι της επιφυλάχθηκε δυσμενής και/ή δυσανάλογη μεταχείριση κατά την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

 Επί της μη χορήγησης μείωσης του ποσού του προστίμου βάσει «άλλων παραγόντων»

307    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο μέρος της απόφασής της που επιγράφεται «Δυνατότητα πληρωμής και άλλοι παράγοντες», η Επιτροπή απέρριψε, σε πρώτη φάση, την επιχειρηματολογία της SGL και της προσφεύγουσας που επιχείρησαν να αποδείξουν ότι δεν είχαν δυνατότητα πληρωμής προστίμου στην παρούσα υπόθεση (αιτιολογικές σκέψεις 340 έως 357 της απόφασης της Επιτροπής).

308    Σε δεύτερη φάση, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι είχε πρόσφατα καταδικάσει την SGL σε σημαντικά πρόστιμα για τη συμμετοχή της σε άλλες συνιστώσες σύμπραξη δραστηριότητες, συγκεκριμένα δε σε πρόστιμο 80,2 εκατομμυρίων ευρώ στην υπόθεση των ηλεκτροδίων γραφίτη και σε δύο πρόστιμα συνολικού ύψους 27,75 εκατομμυρίων ευρώ για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη στον τομέα του ισοστατικού γραφίτη και στη σύμπραξη στον τομέα του γραφίτη εξέλασης στην υπόθεση του ειδικού γραφίτη (αιτιολογική σκέψη 358 της απόφασης της Επιτροπής). Λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες της SGL και τις πρόσφατες καταδίκες της καθώς και το γεγονός ότι οι διάφορες συνιστώσες σύμπραξη δραστηριότητές της συνέπεσαν χρονικά, η Επιτροπή θεώρησε ότι, υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, δεν ήταν απαραίτητο, προκειμένου να εξασφαλιστεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα, να επιβληθεί στην SGL το συνολικό ποσό του προστίμου και, συνεπώς, το μείωσε κατά 33 %, ορίζοντάς το στο ποσό των 23,64 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογική σκέψη 360 της απόφασης της Επιτροπής).

309    Θεωρώντας, αντιθέτως, ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη της SGL, η Επιτροπή δεν χορήγησε στην προσφεύγουσα καμία μείωση του ποσού του προστίμου στο πλαίσιο των «άλλων παραγόντων». Η Επιτροπή παρατήρησε, συναφώς, ότι το συνολικό ποσό των προστίμων που είχε επιβληθεί έως τότε στην SGL για τις ταυτόχρονες συνιστώσες σύμπραξη δραστηριότητες έφθανε σχεδόν το 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της SGL το 2002, ενώ ήταν 1 % για την προσφεύγουσα, στην οποία είχε επιβληθεί πρόστιμο 6,97 εκατομμυρίων ευρώ για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη στον τομέα του ισοστατικού γραφίτη. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης, βάσει συγκριτικής ανάλυσης των οικονομικών στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση της SGL είναι πολύ χειρότερη από τη σημερινή κατάσταση της προσφεύγουσας (αιτιολογικές σκέψεις 361 και 362 της απόφασης της Επιτροπής).

310    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, πράττοντας κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

311    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η προσφεύγουσα προς στήριξη αυτής της αιτίασης στηρίζεται στη σκέψη ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα, σύμφωνα με τη νομολογία και κατά τους όρους της ίδιας της απόφασής της, να λάβει υπόψη της, μόνη ή σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, την οικονομική κατάσταση της SGL. Εφόσον η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, κατά την προσφεύγουσα, να αγνοήσει την οικονομική δυνατότητα της SGL κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, δεν μπορούσε να χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου βάσει των πρόσφατων καταδικών της επιχείρησης αυτής.

312    Η συλλογιστική αυτή επιτρέπει στην προσφεύγουσα να μη περιλάβει στη συγκριτική εξέταση της μεταχείρισης που επιφυλάχθηκε στην SGL το ζήτημα της οικονομικής κατάστασης της τελευταίας, περιοριζόμενη αποκλειστικά στη λήψη υπόψη της ύπαρξη καταδικών σε πληρωμή προστίμων (όπως αυτά που της επιβλήθηκαν στην υπόθεση του ειδικού γραφίτη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και με την παρούσα απόφαση της Επιτροπής, συνολικού ύψους 50,02 εκατομμυρίων ευρώ), και να ζητήσει, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ίσης μεταχείρισης, να της χορηγηθεί παρόμοια και ανάλογη μείωση του ποσού του προστίμου της.

313    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή της προσφεύγουσας στηρίζεται σε εσφαλμένη μείζονα πρόταση συλλογισμού και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

314    Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρέωσης θα ισοδυναμούσε με την παροχή αδικαιολόγητου από άποψη ανταγωνισμού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στις συνθήκες της αγοράς (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 146 απόφαση Tokai I, σκέψη 370 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να το πράξει. Αυτό είναι και το νόημα των αιτιολογικών σκέψεων 349 και 356 της απόφασης της Επιτροπής, που επαναλαμβάνουν σχεδόν επί λέξει τη διατύπωση της προμνησθείσας νομολογίας.

315    Εν προκειμένω, η Επιτροπή μείωσε το ποσό του προστίμου που επέβαλε στην SGL λόγω των σοβαρών οικονομικών δυσχερειών της σε συνδυασμό με τις δύο πρόσφατες καταδίκες της στην καταβολή προστίμων για ταυτοχρόνως διαπραχθείσες παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού.

316    Όμως, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει σαφώς ούτε, εν πάση περιπτώσει, αποδεικνύει ότι βρισκόταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη της SGL, ιδίως από άποψη οικονομικής ευρωστίας, δεν διευκρινίζει δε αν η σύγκριση με την SGL αφορά την κατάσταση της τελευταίας στο πλαίσιο της διαδικασίας στην υπόθεση του ειδικού γραφίτη ή στην παρούσα διαδικασία.

317    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αντικειμενική διαφορά μεταξύ της κατάστασης της SGL και αυτής της προσφεύγουσας εξηγεί και δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση που τους επιφυλάχθηκε και δεν μπορεί να προσαφθεί συναφώς στην Επιτροπή καμία παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ή της αρχής της αναλογικότητας.

318    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι όλες οι αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι απορριπτέες, οπότε η προσφυγή της πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

319    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Carbone-Lorraine στα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Οκτωβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Μ. Βηλαράς

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του ισχυρισμού περί νομικής πλάνης της Επιτροπής λόγω της μη οριοθέτησης των επίμαχων αγορών προϊόντων ή, τουλάχιστον, των επίμαχων κατηγοριών προϊόντων

Επί του χαρακτηρισμού της παράβασης

Επί της διαδικασίας που διεξήγαγε η Επιτροπή

Επί των ισχυρισμών περί εσφαλμένης εκτίμησης της σοβαρότητας της παράβασης και δυσανάλογου χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου

Επί του ισχυρισμού περί υπερβολικού ύψους του βασικού ποσού του προστίμου σε σχέση προς τον περιορισμένο αντίκτυπο των επικρινομένων πρακτικών

Επί του ισχυρισμού περί υπερβολικού ύψους του βασικού ποσού του προστίμου λαμβανομένης υπόψη της μικρής ανάμιξης της προσφεύγουσας στη σύμπραξη

Επί του ισχυρισμού περί υπερβολικού ύψους του βασικού ποσού του προστίμου λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας

Επί της λήψης υπόψη του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

Επί της παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί της διάρκειας της παράβασης

Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

Επί του ισχυρισμού ότι δεν ελήφθη υπόψη ο παθητικός ρόλος της προσφεύγουσας

Επί της μη λήψης υπόψη του ότι ορισμένες παράνομες συμφωνίες ή πρακτικές δεν τέθηκαν σε εφαρμογή

Επί της μη λήψης υπόψη του ότι τέθηκε τέρμα στην παράβαση πριν από την έναρξη της έρευνας

Επί της μη λήψης υπόψη της ουσιαστικής συνεργασίας της προσφεύγουσας στη διαδικασία πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων

Επί της συνεργασίας της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας

Επί του αιτήματος χορήγησης της ανώτατης μείωσης 50 %

Επί των παραβιάσεων της αρχής της ίσης μεταχείρισης

Επί της μη χορήγησης μείωσης του ποσού του προστίμου βάσει «άλλων παραγόντων»

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.