Language of document : ECLI:EU:F:2008:98

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 10ης Ιουλίου 2008

Υπόθεση F-61/06

Cathy Sapara

κατά

Eurojust

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Περίοδος δοκιμασίας – Παράταση της περιόδου δοκιμασίας – Απόλυση μετά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Ηθική παρενόχληση»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η C. Sapara ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση Eurojust της 6ης Ιουλίου 2005 περί απολύσεώς της κατά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας της, να διαταχθεί η επανένταξή της στην Eurojust από την 6η Ιουλίου, να καταδικασθεί η Eurojust να της καταβάλει, ως υλική ζημία, τον μισθό που έπρεπε να λαμβάνει από τις 6 Ιουλίου 2005 έως τις 15 Οκτωβρίου 2009, καθώς και ικανοποίηση για ηθική βλάβη, εκτιμώμενη προσωρινά ex aequo et bono στο ποσό των 200 000 ευρώ

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Απόφαση παρατάσεως

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 14, εδ. 3)

2.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 14, εδ. 3)

3.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 11, εδ. 1)

4.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Εκτίμηση των αποτελεσμάτων

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 14, εδ. 3)

5.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Αρνητική αξιολόγηση των ικανοτήτων του ενδιαφερομένου

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 14, εδ. 3)

1.      Από το άρθρο 14, τρίτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (ΚΛΠ) μπορεί να συναχθεί ότι, αν η αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης αποφασίσει να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας εκτάκτου υπαλλήλου, υποχρεούται να βασίσει την απόφασή της στην έκθεση που συντάσσεται κατά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας. Το γεγονός ότι ο προϊστάμενος του υπαλλήλου αυτού έχει ήδη προτείνει την παράταση αυτή σε προηγούμενη έκθεση συνταγείσα κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας δεν συνιστά παράβαση της εν λόγω διατάξεως, δεδομένου ότι μια τέτοια πρόταση, μολονότι πρόωρη, δεν μπορεί να έχει συνέπειες για την κατάσταση του ενδιαφερομένου.

(βλ. σκέψεις 54, 56 και 57)

2.      Οι διατάξεις του άρθρου 14, τρίτο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν προβλέπουν μεν ρητώς, σε περίπτωση παρατάσεως της περιόδου δοκιμασίας εκτάκτου υπαλλήλου, τη σύνταξη, κατά τη λήξη της παρατάσεως αυτής, νέας εκθέσεως πέρατος της περιόδου δοκιμασίας, δεν θα μπορούσαν όμως να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εμποδίζουν τη διοίκηση να συντάξει δεύτερη έκθεση κατά τη λήξη της εν λόγω παρατάσεως. Πράγματι, από τη στιγμή που χορηγήθηκε στον ενδιαφερόμενο παράταση της περιόδου δοκιμασίας υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί σε σύνταξη δεύτερης εκθέσεως.

(βλ. σκέψη 60)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 8 Οκτωβρίου 1981, 175/80, Tither κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1981, σ. 2345, σκέψη 12

3.      Μολονότι είναι αντίθετο προς τις θεμελιώδεις αξίες επί των οποίων στηρίζεται η κοινοτική έννομη τάξη ένας υπάλληλος να αστειεύεται σχετικά με το χρώμα του δέρματος συναδέλφου του, είτε το γεγονός αυτό επαναλήφθηκε είτε όχι, μια τέτοια συμπεριφορά, κατακριτέα και απαράδεκτη, δεν μπορεί πάντως να χαρακτηρισθεί ως ηθική παρενόχληση, κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, όταν αποδεικνύεται ότι τα αστεία δεν ήταν επαναλαμβανόμενα και σταμάτησαν όταν ο οικείος συνάδελφος το ζήτησε.

(βλ. σκέψεις 105 έως 107)

4.      Δεδομένου ότι η διοίκηση διαθέτει ευρύ περιθώριο για την εκτίμηση των ικανοτήτων και των επιδόσεων ενός δοκίμου εκτάκτου υπαλλήλου υπό το πρίσμα του συμφέροντος της υπηρεσίας, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων όσον αφορά το αποτέλεσμα μιας περιόδου δοκιμασίας, εκτός από τις περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψη 120)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 1989, C‑17/88, Πατρινός κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1989, σ. 4249, συνοπτική δημοσίευση, σκέψη 33

ΠΕΚ: 27 Ιουνίου 2002, T‑373/00, T‑27/01, T‑56/01 και T-69/01, Tralli κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑97 και II‑453, σκέψη 76

5.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία κινουμένη κατά προσώπου και ικανή να καταλήξει σε βλαπτική για το εν λόγω πρόσωπο πράξη αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Η αρχή αυτή, η οποία ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της χρηστής διοικήσεως, επιβάλλει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα εις βάρος του στοιχεία που θεμελιώνουν μια τέτοια πράξη.

Στο ζήτημα της απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου κατά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας τίθεται σε εφαρμογή από το άρθρο 14, τρίτο εδάφιο, του ΚΛΠ που προβλέπει ότι η έκθεση που συντάσσεται ένα μήνα πριν από το πέρας της περιόδου δοκιμασίας για τον έκτακτο υπάλληλο σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία «διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του». Η αρχή αυτή δεν επιτάσσει, αντίθετα, να απευθύνει η διοίκηση, κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, προειδοποίηση στον έκτακτο υπάλληλο του οποίου η επαγγελματική απόδοση δεν είναι ικανοποιητική. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διοίκηση δεν ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο, κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, για την προβαλλόμενη επαγγελματική του ανεπάρκεια, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον η κατά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας έκθεση, στην οποία βασίστηκε η διοίκηση για να προτείνει την απόλυση, κοινοποιήθηκε δεόντως στον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 148 έως 150)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Μαΐου 1985, 3/84, Πατρινός κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1985, σ. 1421, σκέψη 19· 9 Νοεμβρίου 2006, C‑344/05 P, Επιτροπή κατά De Bry, Συλλογή 2006, σ. I‑10915, σκέψεις 37 και 38

ΠΕΚ: 5 Μαρτίου 1997, T‑96/95, Rozand-Lambiotte κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑35 και II‑97, σκέψη 102· 8 Μαρτίου 2005, T‑277/03, Βλαχάκη κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑57 και II‑243, σκέψη 64· 10 Οκτωβρίου 2006, T‑182/04, van der Spree κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-205 και II‑A‑2‑1049, σκέψη 70