Language of document : ECLI:EU:T:2020:461

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 5ης Οκτωβρίου 2020 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Πετρελαϊκή έρευνα – Σύστημα ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία ‐ Έμμεση και απεριόριστη εγγύηση του Δημοσίου υπέρ του IFPEN μέσω της μετατροπής του σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα (EPIC) – Πλεονέκτημα – Τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος – Αναλογικότητα»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑479/11 RENV και T‑157/12 RENV,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον P. Dodeller,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑479/11 RENV,

IFP Énergies nouvelles, με έδρα το Rueil‑Malmaison (Γαλλία), εκπροσωπούμενο από τους E. Lagathu και É. Barbier de La Serre, δικηγόρους,

προσφεύγων στην υπόθεση T‑157/12 RENV,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Stromsky και D. Grespan,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2012/26/ΕΕ της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπ’ αριθ. C 35/08 (πρώην NN 11/08) που χορήγησε η Γαλλία στον δημόσιο οργανισμό «Institut français du pétrole» (ΕΕ 2012, L 14, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και G De Baere, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Νοεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με τις προσφυγές τους, οι προσφεύγοντες, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFP Énergies nouvelles (στο εξής: IFPEN), που πριν από τις 13 Ιουλίου 2010 είχε την επωνυμία Institut français du pétrole, ζητούν την εν όλω ακύρωση της αποφάσεως 2012/26/ΕΕ της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπ’ αριθ. C 35/08 (πρώην NN 11/08) που χορήγησε η Γαλλία στον δημόσιο οργανισμό «Institut français du pétrole» (ΕΕ 2012, L 14, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2        Ο IFPEN είναι δημόσιος ερευνητικός οργανισμός, στον οποίον έχουν ανατεθεί τρεις αποστολές γενικού συμφέροντος, ήτοι, αποστολή έρευνας και αναπτύξεως στους τομείς της διεξαγωγής ερευνών για κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, των τεχνολογιών διυλίσεως και πετροχημείας, αποστολή εκπαιδεύσεως μηχανικών και τεχνικών και αποστολή ενημερώσεως και τεκμηριώσεως στους σχετικούς τομείς (αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3        Εξάλλου, ο IFPEN έχει υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό του τρεις εμπορικές εταιρίες, τις Axens, Beicip‑Franlab και Prosernat, με τις οποίες έχει συνάψει αποκλειστικές συμφωνίες έρευνας και εκμεταλλεύσεως.

4        Μέχρι το 2006, ο IFPEN είχε τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, υπαγομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του γαλλικού δικαίου, στον οικονομικό και δημοσιονομικό έλεγχο της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Δυνάμει του loi 2005‑781, du 13 juillet 2005, de programme fixant les orientations de la politique énergétique (νόμου 2005‑781, της 13ης Ιουλίου 2005, περί καθορισμού των κατευθύνσεων της ενεργειακής πολιτικής) (JORF της 14ης Ιουλίου 2005, σ. 11570), ο IFPEN μετετράπη, από τις 6 Ιουλίου 2006, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ακριβέστερα σε δημόσιο οργανισμό βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα (στο εξής: EPIC) (αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Από τη δικογραφία προκύπτει, καταρχάς, ότι ο λόγος της μετατροπής αυτής ήταν η βούληση των γαλλικών αρχών να υπάρξει συνέπεια μεταξύ, αφενός, της φύσης και του τρόπου λειτουργίας του IFPEN και, αφετέρου, του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που η κύρια χρηματοδότηση του IFPEN προέρχεται από πίστωση του προϋπολογισμού, η μετατροπή αποσκοπούσε στην άρση της αποκλίσεως μεταξύ του ιδιωτικού δικαίου καθεστώτος του οργανισμού αυτού και της δημόσιας προελεύσεως σημαντικού μέρους των πόρων του. Περαιτέρω, η μετατροπή αυτή εντασσόταν στη διαδικασία ενοποιήσεως του καθεστώτος των γαλλικών ερευνητικών οργανισμών.

6        Όσον αφορά το νομικό καθεστώς των EPIC στο γαλλικό δίκαιο, έχει σημασία να διευκρινιστεί ότι οι οργανισμοί αυτοί συνιστούν κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που ασκούν δραστηριότητες οικονομικής φύσεως. Διαθέτουν νομική προσωπικότητα διακριτή από αυτή του Δημοσίου και οικονομική αυτοτέλεια, καθώς και ειδικές κατ’ ανάθεση αρμοδιότητες, περιλαμβανομένων εν γένει μιας ή περισσοτέρων αποστολών δημόσιας υπηρεσίας. Κατά το γαλλικό δίκαιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν εμπίπτουν στο κοινό δίκαιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας, δυνάμει της γενικής αρχής του ακατασχέτου των δημοσίων αγαθών. Η αδυναμία εφαρμογής των διαδικασιών αφερεγγυότητας στους EPIC επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία του γαλλικού Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία), η οποία διαμορφώθηκε βάσει του loi 85‑98, du 25 janvier 1985, relative au redressement et à la liquidation judiciaire des entreprises (νόμου 85‑98, της 25ης Ιανουαρίου 1985, περί δικαστικής εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως των προβληματικών επιχειρήσεων) (JORF της 26ης Ιανουαρίου 1985, σ. 1097).

7        Οι ιδιαιτερότητες του νομικού καθεστώτος των EPIC προσέλκυσαν την προσοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία, με την απόφαση 2010/605/ΕΕ, της 26ης Ιανουαρίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 56/07 (πρώην E 15/05) που χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση La Poste (ΕΕ 2010, L 274, σ. 1, στο εξής: απόφαση La Poste), εξέτασε για πρώτη φορά το καθεστώς αυτό υπό το πρίσμα των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την απόφαση εκείνη, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λόγω του καθεστώτος τους, οι EPIC απήλαυαν της έμμεσης και απεριόριστης εγγυήσεως του Δημοσίου όσον αφορά τις οικονομικές τους δραστηριότητες με τη διάθεση δημοσίων πόρων. Το συμπέρασμα αυτό στηρίχθηκε στα ακόλουθα στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 37 της αποφάσεως La Poste):

–        οι διαδικασίες αφερεγγυότητας του κοινού δικαίου δεν εφαρμόζονται στους EPIC·

–        αντιθέτως, οι EPIC υπάγονται στις διατάξεις του loi 80‑539, du 16 juillet 1980, relative aux astreintes prononcées en matière administrative et à l’exécution des jugements par les personnes morales de droit public (νόμου 80‑539, της 16ης Ιουλίου 1980, σχετικά με τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται στο πλαίσιο διοικητικών διαφορών και σχετικά με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (JORF της 17ης Ιουλίου 1980, σ. 1799), και των εφαρμοστικών του κειμένων. Οι διατάξεις, πάντως, αυτές ορίζουν ρητώς το Δημόσιο ως την αρμόδια αρχή για την είσπραξη των οφειλών των δημοσίων οργανισμών, του παρέχουν σημαντικές εξουσίες, όπως είναι η αυτεπάγγελτη έκδοση εντολής πληρωμής και η δημιουργία επαρκών πόρων, και θεσπίζουν την αρχή της έσχατης ευθύνης του Δημοσίου για τις οφειλές των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου·

–        σε περίπτωση λύσεως και εκκαθαρίσεως ενός EPIC, εφαρμόζεται, κατά κανόνα, η αρχή της μεταφοράς των οφειλών στο Δημόσιο ή σε άλλη δημόσια οντότητα, έτσι ώστε κάθε πιστωτής ενός EPIC να έχει τη διασφάλιση ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση διαγραφής της απαιτήσεώς του έναντι οργανισμού αυτού του τύπου·

–        οι EPIC θα μπορούσαν να διαθέτουν προνομιακή πρόσβαση στους «λογαριασμούς προκαταβολών του Δημοσίου».

8        Με την απόφαση La Poste, η Επιτροπή έκρινε ότι η έμμεση και απεριόριστη κρατική εγγύηση που είναι εγγενής στο καθεστώς της La Poste ως EPIC συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον παρείχε στη La Poste τη δυνατότητα να απολαύει ευνοϊκότερων όρων πιστώσεως σε σχέση με τους όρους τους οποίους θα εξασφάλιζε εάν είχε αξιολογηθεί αποκλειστικώς βάσει των δικών της χαρακτηριστικών (αιτιολογικές σκέψεις 256 έως 300 της αποφάσεως La Poste).

9        Στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως La Poste, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή, κατά τη διάρκεια του έτους 2006, για τη μετατροπή του IFPEN σε EPIC. Η πληροφορία αυτή διαβιβάσθηκε στην Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε το 2005 και αφορούσε την εξέταση, υπό το πρίσμα των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, δημόσιας χρηματοδοτήσεως την οποία χορήγησαν οι γαλλικές αρχές στο IFPEN (αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Η Επιτροπή αποφάσισε τότε να διαχωρίσει την εξέταση του ζητήματος αν η μετατροπή του IFPEN σε EPIC μπορούσε να αποτελέσει κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από την εξέταση της δημόσιας χρηματοδοτήσεως του IFPEN. Έτσι, στις 16 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή περάτωσε την εξέταση της δημόσιας χρηματοδοτήσεως που χορηγήθηκε στον IFPEN με την έκδοση της αποφάσεως 2009/157/ΕΚ, σχετικά με μέτρο ενίσχυσης που εφάρμοσε η Γαλλία υπέρ του ομίλου IFP [C 51/05 (πρώην NN 84/05)] (ΕΕ 2009, L 53, σ. 13). Την ίδια ημέρα, με απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2008, C 259, σ. 12, στο εξής: απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας), αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως σχετικά με την απεριόριστη κρατική εγγύηση υπέρ του IFPEN και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις.

11      Με την απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο IFPEN αποκόμισε πλεονέκτημα από τη μετατροπή του σε EPIC κυρίως μέσω των θεωρούμενων ως ευνοϊκότερων όρων χρηματοδοτήσεως των οποίων απήλαυε στις κεφαλαιαγορές. Το πλεονέκτημα αυτό, το οποίο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους, συνιστά, κατά την Επιτροπή, κρατική ενίσχυση υπό την έννοια της ανακοινώσεως για την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση για τις εγγυήσεις).

12      Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως αυτής με έγγραφο της 14ης Οκτωβρίου 2008. Στη συνέχεια, απάντησαν επίσης σε συμπληρωματικές ερωτήσεις της Επιτροπής και κατέθεσαν στοιχεία όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και διαφόρων ομίλων πιστωτών. Διεξήχθη, επίσης, συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών στις 20 Μαΐου 2010.

13      Επιπλέον, ένας ανταγωνιστής της Axens, η UOP Limited, αγγλική εταιρία με έδρα το Guilford (Ηνωμένο Βασίλειο), διατύπωσε σχόλια σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας. Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις επί των σχολίων αυτών.

14      Στις 29 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

15      Πρώτον, στηριζόμενη στην ίδια συλλογιστική με αυτή που αναπτύχθηκε στην απόφαση La Poste, και, επιπλέον, σε πλείονες παραπομπές στην εν λόγω απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 98 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή εκτίμησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η μετατροπή του IFPEN σε EPIC, τον Ιούλιο 2006, του παρέσχε το πλεονέκτημα της απεριόριστης και έμμεσης κρατικής εγγυήσεως. Η Επιτροπή θεώρησε, επιπλέον, ότι η εν λόγω εγγύηση είχε ως συνέπεια τη μεταφορά κρατικών πόρων υπό την έννοια του σημείου 2.1 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις, στο μέτρο που ο IFPEN δεν κατέβαλλε κανένα ασφάλιστρο για την εγγύηση αυτή. Κατά την Επιτροπή, υφίστατο έτσι ταυτόχρονα προνόμιο για την επιχείρηση και αφαίμαξη δημοσίων πόρων, εφόσον το κράτος παραιτούνταν από την αμοιβή η οποία συνήθως εισπράττεται για την παροχή εγγυήσεων. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η εγγύηση δημιουργεί τον κίνδυνο δυνητικής χρησιμοποιήσεως στο μέλλον πόρων του κράτους, το οποίο θα μπορούσε να υποχρεωθεί να εξοφλήσει τις οφειλές του IFPEN (αιτιολογικές σκέψεις 134 και 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Αντιθέτως, όσον αφορά τις θυγατρικές εταιρίες του IFPEN, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, ως εμπορικές εταιρίες, εξακολουθούσαν να υπόκεινται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας του κοινού δικαίου και ότι, επιπλέον, οι πιστωτές τους δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν αυτομάτως ευθύνη του κύριου μετόχου. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι θυγατρικές αυτές δεν καλύπτονταν από την απεριόριστη κρατική εγγύηση από την οποία ωφελούνταν ο IFPEN λόγω του καθεστώτος του ως EPIC (αιτιολογικές σκέψεις 176 και 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Δεύτερον, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η απεριόριστη κρατική εγγύηση που απορρέει από το νομικό καθεστώς του IFPEN ως EPIC μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση, στο μέτρο που κάλυπτε τις οικονομικές του δραστηριότητες. Αποφάσισε, κατά συνέπεια, να περιορίσει το πεδίο της εξετάσεώς της για το αν υφίσταται κρατική ενίσχυση μόνο στις οικονομικής φύσεως δραστηριότητες του IFPEN, σε αντιδιαστολή προς, αφενός, τις δραστηριότητες των θυγατρικών του, οι οποίες δεν καλύπτονταν από την εν λόγω εγγύηση και, αφετέρου, προς τις μη οικονομικού χαρακτήρα δραστηριότητες του IFPEN. Η Επιτροπή ανέφερε ότι οι οικονομικές δραστηριότητες του IFPEN περιορίζονταν στις δραστηριότητες επί συμβάσει έρευνας που ασκούσε για λογαριασμό των θυγατρικών του και για λογαριασμό τρίτων, στις δραστηριότητες μεταφοράς τεχνολογίας στους τομείς αποκλειστικής δραστηριότητας των θυγατρικών Axens, Prosernat και Beicip‑Franlab, καθώς και στις δραστηριότητες εκμισθώσεως υποδομών, διαθέσεως προσωπικού και παροχής νομικών υπηρεσιών στις θυγατρικές του (αιτιολογικές σκέψεις 187 και 189 έως 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε, ιδίως, το ζήτημα αν ο όμιλος που αποτελούνταν από τον IFPEN και τις θυγατρικές του (στο εξής: όμιλος IFPEN) αποκόμισε επιλεκτικό πλεονέκτημα από την επίμαχη έμμεση και απεριόριστη εγγύηση.

19      Συναφώς, η Επιτροπή αποφάσισε, σε ένα πρώτο στάδιο, να εξετάσει αν ο ίδιος ο IFPEN αποκόμισε πλεονέκτημα από την έμμεση και απεριόριστη κρατική εγγύηση και, σε ένα δεύτερο στάδιο, να ελέγξει αν ο IFPEN μεταβίβασε ενδεχομένως το πλεονέκτημα αυτό στις θυγατρικές του (αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Όσον αφορά το πλεονέκτημα που αποκόμισε ο IFPEN, η Επιτροπή αποφάσισε να εξετάσει τις σχέσεις του εν λόγω EPIC με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τους προμηθευτές και τους πελάτες (αιτιολογικές σκέψεις 193 και 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Καταρχάς, όσον αφορά τις σχέσεις του IFPEN με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η Επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι ο οργανισμός αυτός δεν είχε αποκομίσει πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα από τη σύμφυτη με το καθεστώς του ως EPIC κρατική εγγύηση κατά το χρονικό διάστημα από τη μετατροπή του σε EPIC, τον Ιούλιο του 2006, έως τα τέλη του έτους 2010 (στο εξής: κρίσιμο χρονικό διάστημα) (αιτιολογικές σκέψεις 195 έως 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή υπογράμμισε, ωστόσο, ότι η διαπίστωση αυτή ίσχυε μόνο για το παρελθόν, καθώς δεν μπορούσε να προδικάσει ποιες θα ήταν μελλοντικές συμπεριφορές των παραγόντων της αγοράς ή αν θα μεταβαλλόταν ο τρόπος με τον οποίο αυτοί θα εκλάμβαναν τις συνέπειες της κρατικής εγγυήσεως ως προς τον κίνδυνο αθέτησης του IFPEN (αιτιολογική σκέψη 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει στη Γαλλική Δημοκρατία την υποχρέωση να της κοινοποιήσει στοιχεία σχετικά με το επίπεδο και τους όρους δανεισμού του IFPEN και να αποδείξει ότι τα δάνεια αυτά ήταν σύμφωνα με τους όρους της αγοράς ή να προσθέσει το ισοδύναμο ακαθάριστο της αντίστοιχης ενισχύσεως στην εκτίμηση των ανώτατων ποσών των επιπτώσεων της εγγυήσεως. Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν στη Γαλλική Δημοκρατία και η δέσμευση που ανέλαβε το κράτος μέλος αυτό να προσθέτει, για κάθε πράξη, στη σύμβαση χρηματοδοτήσεως γραπτή μνεία που να αποκλείει την περίπτωση το Δημόσιο να υποκαταστήσει χρηματοδοτικώς τον IFPEN για την εξόφληση της απαιτήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητάς του, χωρίς να ρυθμίζει όλα τα ζητήματα που συνδέονται με την ύπαρξη εγγυήσεως, θα επέτρεπε ενδεχομένως να ισχύει η εξαίρεση του αναληφθέντος κινδύνου και να περιοριστούν σημαντικά οι ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις της (αιτιολογικές σκέψεις 201 και 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Περαιτέρω, όσον αφορά τις σχέσεις με τους προμηθευτές του, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο IFPEN είχε αποκομίσει πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα, το οποίο συνίστατο στη μείωση των τιμών των προμηθευτών του. Η μείωση αυτή οφειλόταν στην ευνοϊκότερη εκτίμηση εκ μέρους των προμηθευτών του κινδύνου αθετήσεως εκ μέρους του IFPEN, λόγω της απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως που του παρείχε η ιδιότητά του ως EPIC (αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 215 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Τέλος, όσον αφορά τις σχέσεις του IFPEN με τους πελάτες του, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, λαμβανομένης υπόψη της κρατικής εγγυήσεως υπέρ του IFPEN, οι πελάτες του είχαν την εξασφάλιση ότι αυτός ουδέποτε θα περιερχόταν σε κατάσταση δικαστικής εκκαθαρίσεως και ότι, κατά συνέπεια, θα ήταν πάντοτε σε θέση να τηρεί τις συμβατικές υποχρεώσεις του ή, σε περίπτωση που δεν θα το έπραττε, είχαν την εξασφάλιση ότι θα αποζημιώνονταν σε περίπτωση αθετήσεως των υποχρεώσεων αυτών. Αν, όμως, δεν υπήρχε η εγγύηση αυτή, ο πελάτης που θα επιθυμούσε να έχει το ίδιο επίπεδο προστασίας θα ήταν αναγκασμένος να συνάψει εγγύηση καλής εκτελέσεως με ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό φορέα. Επομένως, ο IFPEN αποκόμισε πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα, το οποίο συνίστατο στη μη καταβολή ασφαλίστρου για εγγύηση καλής εκτελέσεως ή, τουλάχιστον, για εγγύηση βέλτιστης προσπάθειας, το πλεονέκτημα δε αυτό το χρησιμοποιούσε έναντι των πελατών του (αιτιολογικές σκέψεις 216 έως 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι το οικονομικό πλεονέκτημα που αποκόμισε ο IFPEN από την κρατική εγγύηση είχε επιλεκτικό χαρακτήρα, στον βαθμό που οι ανταγωνιστές του IFPEN, οι οποίοι υπάγονταν στις διαδικασίες αφερεγγυότητας του κοινού δικαίου, δεν καλύπτονταν από ανάλογη κρατική εγγύηση (αιτιολογικές σκέψεις 215 και 238 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Όσον αφορά ενδεχόμενη μεταβίβαση του πλεονεκτήματος που αποκόμισε ο IFPEN στις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές του, η Επιτροπή κατέληξε, βάσει της ανάλυσης των σχέσεων μεταξύ του IFPEN και των θυγατρικών αυτών που πραγματοποιήθηκε με την απόφαση 2009/157, στο συμπέρασμα ότι, μολονότι οι σχέσεις μεταξύ του IFPEN και της Beicip‑Franlab αναπτύσσονταν σε συνήθεις συνθήκες αγοράς, οι θυγατρικές Axens και Prosernat ωφελήθηκαν, σε ορισμένο βαθμό, από το οικονομικό πλεονέκτημα που αποκόμισε ο IFPEN λόγω της εγγυήσεως που αντλούσε από την ιδιότητά του ως EPIC. Χαρακτήρισε το πλεονέκτημα αυτό επιλεκτικό, για τον λόγο ότι οι ανταγωνιστές της Axens και της Prosernat δεν είχαν πρόσβαση στις τεχνολογίες και στους ανθρώπινους και υλικούς πόρους του IFPEN υπό τόσο ευνοϊκές συνθήκες (αιτιολογικές σκέψεις 226 και 243 έως 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Τέταρτον, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της νοθεύσεως του ανταγωνισμού και του επηρεασμού των συναλλαγών. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η κρατική εγγύηση ήταν ικανή «να επιφέρει μείωση των λειτουργικών εξόδων του [IFPEN] για τις υπηρεσίες που παρέχει σε τρίτους (έρευνα επί συμβάσει) και μείωση του λειτουργικού κόστους της Axens και της Prosernat για τις υπηρεσίες που αγοράζουν από τη μητρική εταιρία τους (έρευνα στον αποκλειστικό τομέα τους, έρευνα επί συμβάσει, διάθεση προσωπικού και υλικών, παροχή διοικητικών υπηρεσιών), με αποτέλεσμα να ευνοείται ο όμιλος [IFPEN] και, κατά συνέπεια, να νοθεύεται ο ανταγωνισμός κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ». Κατά την Επιτροπή, στο μέτρο που οι αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται ο όμιλος IFPEN είναι σε μεγάλο βαθμό ανοικτές στις συναλλαγές στο εσωτερικό της Ένωσης, η παροχή της κρατικής εγγυήσεως στον IFPEN μπορεί να έχει δυσμενή επίπτωση στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν αναπτύξει ή επιθυμούν να αναπτύξουν παρόμοιες οικονομικές δραστηριότητες στις σχετικές αγορές και, ως εκ τούτου, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 251 έως 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Εκ των ανωτέρω η Επιτροπή συνήγαγε ότι η εγγύηση αυτή συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αιτιολογική σκέψη 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Πέμπτον, η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα της ενισχύσεως αυτής διακρίνοντας, αφενός, την ενίσχυση στον τομέα της επί συμβάσει έρευνας και των υπηρεσιών που παρέχει ο IFPEN τόσο για λογαριασμό τρίτων όσο και για λογαριασμό των θυγατρικών του και, αφετέρου, την ενίσχυση υπέρ του ομίλου IFPEN στους αποκλειστικούς τομείς δραστηριότητας της Axens και της Prosernat. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στον όμιλο IFPEN ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, με την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων όρων που διευκρινίσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.

29      Τα βασικά σημεία των ουσιαστικών διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως παρατίθενται κατωτέρω:

«Άρθρο 1

1. Η απόδοση από τη Γαλλία του καθεστώτος δημόσιου οργανισμού βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα στον [IFPEN] παρέχει σε αυτόν, από τις 7 Ιουλίου 2006, απεριόριστη δημόσια εγγύηση (εφεξής “κρατική εγγύηση”) για το σύνολο των δραστηριοτήτων του.

2. Η κάλυψη από την κρατική εγγύηση των δραστηριοτήτων μη οικονομικού χαρακτήρα του [IFPEN], και ιδίως των δραστηριοτήτων του στον τομέα της κατάρτισης με στόχο την αύξηση και την εξειδίκευση των ανθρώπινων πόρων, των ανεξάρτητων δραστηριοτήτων του [έρευνας και αναπτύξεως] για τη διεύρυνση των γνώσεων και την καλύτερη κατανόηση και των δραστηριοτήτων διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας, δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

3. Η κάλυψη από την κρατική ενίσχυση των δραστηριοτήτων μεταφοράς τεχνολογίας από τον [IFPEN] στους τομείς οι οποίοι προβλέπονται από την αποκλειστική σύμβαση ανάπτυξης, εμπορίας και χρησιμοποίησης που έχει συνάψει με τη θυγατρική του Beicip‑Franlab δεν συνιστά κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

4. Η κάλυψη από την κρατική εγγύηση των δραστηριοτήτων μεταφοράς τεχνολογίας που ασκούνται από τον [IFPEN] στους τομείς οι οποίοι προβλέπονται από τις αποκλειστικές συμβάσεις που έχει συνάψει με τις θυγατρικές του Axens και Prosernat, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της απόφασης [2009/157] συνιστά κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

5. Η κάλυψη από την κρατική εγγύηση των υπηρεσιών έρευνας επί συμβάσει και των παρεχόμενων από τον [IFPEN] υπηρεσιών, τόσο για λογαριασμό τρίτων όσο και για λογαριασμό των θυγατρικών του, συνιστά κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

[…]

Άρθρο 3

Για το διάστημα από την [7]η Ιουλίου 2006 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η κάλυψη από την κρατική εγγύηση των οικονομικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 της παρούσας απόφασης συνιστά ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 4

Από 1ης Ιανουαρίου 2010 και μέχρι τη λήξη των αποκλειστικών συμφωνιών μεταξύ του [IFPEN] και των θυγατρικών του Axens και Prosernat, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της απόφασης [2009/157], η κάλυψη από την κρατική εγγύηση των οικονομικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 της παρούσας απόφασης, συνιστά ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, με την επιφύλαξη της τήρησης των όρων οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 5

1. Η ετήσια οικονομική έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της απόφασης [2009/157] περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται ήδη στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της εν λόγω [αποφάσεως], και τα στοιχεία που απαριθμούνται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

2. Η ετήσια οικονομική έκθεση περιλαμβάνει το ποσό, το επιτόκιο και τους συμβατικούς όρους των δανείων που συνάπτει ο [IFPEN] κατά την εξεταζόμενη ετήσια περίοδο καθώς και εκτίμηση του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης της ενδεχόμενης επιδότησης επιτοκίου που συνδέεται με την κρατική εγγύηση, εκτός εάν προσκομιστεί απόδειξη ότι οι εν λόγω δανειακές συμβάσεις είναι σύμφωνες με τους συνήθεις όρους της αγοράς, είτε συγκρίνοντας τους όρους με αυτούς που ελάμβανε ο [IFPEN] πριν τη μεταβολή του καθεστώτος του, είτε βάσει μιας ακριβέστερης μεθοδολογίας εκ των προτέρων εγκεκριμένης από την Επιτροπή.

3. Η ετήσια οικονομική έκθεση περιλαμβάνει το ποσό των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει ο [IFPEN] από προμηθευτές για την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 της παρούσας απόφασης, κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης ετήσιας περιόδου, καθώς και ανώτατη εκτίμηση του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης της ενίσχυσης που είναι αποτέλεσμα μιας ευνοϊκότερης εκτίμησης εκ μέρους των προμηθευτών του κινδύνου αθέτησης της επιχείρησης. Η εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται είτε με την εφαρμογή κατ’ αποκοπήν ποσοστού 2,5 % στο ποσό των αγορών που έχουν πραγματοποιηθεί, είτε βάσει ακριβέστερης μεθοδολογίας που έχει εγκριθεί εκ των προτέρων από την Επιτροπή.

4. Η ετήσια οικονομική έκθεση περιλαμβάνει το ποσό των οικονομικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 της παρούσας απόφασης, που ασκούνται από τον [IFPEN] κατά την εξεταζόμενη ετήσια περίοδο καθώς και μέγιστη εκτίμηση του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης της ενίσχυσης που είναι αποτέλεσμα της μη καταβολής ασφαλίστρου για την παροχή εγγύησης εκτέλεσης της σύμβασης, ή τουλάχιστον καλύτερης προσπάθειας, στους δικαιούχους των εν λόγω οικονομικών υπηρεσιών. Η εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται είτε με την εφαρμογή ενός κατ’ αποκοπήν ποσοστού 5 % επί του ποσού των υλοποιούμενων δραστηριοτήτων, είτε βάσει ακριβέστερης μεθοδολογίας που εγκρίνεται εκ των προτέρων από την Επιτροπή.

Άρθρο 6

1. Το συνολικό ποσό των δημόσιων κεφαλαίων που διατίθενται στις δραστηριότητες του [IFPEN] στους αποκλειστικούς τομείς δραστηριότητας της Axens και Prosernat, συμπεριλαμβανομένης της μέγιστης επίπτωσης της εγγύησης του κράτους, όπως εκτιμάται στο άρθρο 5 παράγραφοι 2, 3 και 4 της παρούσας απόφασης, πρέπει να είναι κατώτερο από τη μέγιστη ένταση ενίσχυσης που επιτρέπει το κοινοτικό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων στην έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία.

2. Σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το ποσό που καταβάλλεται καθ’ υπέρβαση του ποσού της ενίσχυσης επιστρέφεται από τη θυγατρική Axens ή την Prosernat στον [IFPEN].

Άρθρο 7

Από την 1η Ιανουαρίου 2010, η κάλυψη από την κρατική εγγύηση των οικονομικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 συνιστά κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, με την επιφύλαξη ότι τηρούνται οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 8 της παρούσας απόφασης όροι.

Άρθρο 8

1. Οι δραστηριότητες συμβατικής έρευνας και οι παροχές υπηρεσιών που υλοποιούνται από τον [IFPEN], οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν επικουρικό χαρακτήρα προς την κύρια δραστηριότητά του της ανεξάρτητης δημόσιας έρευνας.

[…]

3. Η Γαλλία υποβάλλει κάθε έτος στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες έρευνας επί συμβάσει και τις παροχές υπηρεσιών από τον [IFPEN], η οποία διευκρινίζει το ποσοστό συμμετοχής τους στους πόρους του προϋπολογισμού που διαθέτει ο [IFPEN] για τις δραστηριότητες ανεξάρτητης δημόσιας έρευνας.

Άρθρο 9

1. Οι γαλλικές αρχές και ο [IFPEN] αναφέρουν την ακόλουθη ένδειξη για κάθε πράξη στη σύμβαση χρηματοδότησης (για κάθε μέσο που καλύπτεται από σύμβαση):

“Η έκδοση/το πρόγραμμα/το δάνειο δεν επωφελείται από καμία εγγύηση κανενός είδους, άμεση ή έμμεση, εκ μέρους του κράτους. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, το κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να υποκαταστήσει οικονομικά τον [IFPEN] για την εξόφληση της απαίτησης.”

2. Οι γαλλικές αρχές εισάγουν ανάλογη ρήτρα, η οποία αποκλείει την ευθύνη του κράτους, σε κάθε σύμβαση σχετικά με τις υπηρεσίες έρευνας επί συμβάσει ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 της παρούσας απόφασης.

3. Οι γαλλικές αρχές εισάγουν ανάλογη ρήτρα, που αποκλείει την ευθύνη του [IFPEN] και του κράτους, σε κάθε σύμβαση που συνεπάγεται απαίτηση την οποία συνάπτουν οι ανώνυμες εταιρείες Axens, Beicip‑Franlab, και Prosernat.

4. Ο [IFPEN] δεν χορηγεί κανενός είδους ασφάλεια, προκαταβολή, εγγύηση, επιστολή προθέσεων ή υποστήριξης υπέρ των ανώνυμων εταιρειών Axens, Beicip‑Franlab και Prosernat που δεν είναι σύμφωνη με τους συνήθεις όρους της αγοράς.

[…]»

 Οι ένδικες διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2011, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑479/11.

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2012, ο IFPEN άσκησε προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑157/12.

32      Με διάταξη της 2ας Δεκεμβρίου 2013, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους, ανέστειλε τη διαδικασία στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε, εν τέλει, η απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, France και IFP Énergies nouvelles κατά Επιτροπής (T‑479/11 και T‑157/12, EU:T:2016:320, στο εξής: αρχική απόφαση), έως την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου για την περάτωση της δίκης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε, εν συνεχεία, η απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217).

33      Δεδομένου ότι, με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), το Δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα από τη Γαλλική Δημοκρατία αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής (T‑154/10, EU:T:2012:452), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο είχε απορρίψει την προσφυγή της τελευταίας κατά της αποφάσεως La Poste, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία, τον IFPEN και την Επιτροπή να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που θα έπρεπε να αντληθούν από την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), όσον αφορά την εξέταση των προσφυγών επί των οποίων εκδόθηκε, αργότερα, η αρχική απόφαση.

34      Με έγγραφο της 5ης Μαΐου 2014, η Γαλλική Δημοκρατία παραιτήθηκε από τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους αμφισβητούσε την ύπαρξη έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως σύμφυτης με το νομικό καθεστώς των EPIC, καθώς και τον σύνδεσμο μεταξύ του πλεονεκτήματος που φέρεται να αποκόμισε ο IFPEN στο πλαίσιο της εν λόγω εγγυήσεως, αφενός, και της μεταφοράς κρατικών πόρων, αφετέρου. Με έγγραφο της ίδιας ημέρας, ο IFPEN παραιτήθηκε επίσης από τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο αμφισβητούσε την ύπαρξη έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως σύμφυτης με το νομικό καθεστώς των EPIC.

35      Με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑479/11 και T‑157/12 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.

36      Οι διάδικοι στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Οκτωβρίου 2015.

37      Με την αρχική απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 26 Μαΐου 2016, το Γενικό Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτές τις προσφυγές της Γαλλικής Δημοκρατίας και του IFPEN και ακύρωσε την επίμαχη απόφαση, κατά το μέρος που χαρακτήριζε ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, την εγγύηση που απέρρεε από το νομικό καθεστώς του IFPEN ως EPIC και καθόριζε τις συνέπειες του χαρακτηρισμού αυτού. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

38      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τον προσδιορισμό του πλεονεκτήματος στις σχέσεις του IFPEN με τους προμηθευτές και τους πελάτες του, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθώς και την υποχρέωσή της να αποδείξει την ύπαρξη του πλεονεκτήματος αυτού, και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επιλέγοντας να στηριχθεί στην πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων και στην εγγύηση καλής εκτελέσεως για τον υπολογισμό του ύψους του επίμαχου πλεονεκτήματος. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη του εν λόγω πλεονεκτήματος, η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στο τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος παρεχόμενου σε EPIC μέσω της έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως που είναι σύμφυτη με το νομικό καθεστώς ενός τέτοιου οργανισμού, τεκμήριο το οποίο καθιερώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217). Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η παραδοχή στην οποία βασιζόταν το ως άνω τεκμήριο δεν παρίστατο εύλογη όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών του και, αφετέρου, ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε το πλεονέκτημα που απέρρεε από την εγγύηση υπέρ του IFPEN στις σχέσεις του με τους πελάτες του, το τεκμήριο στο οποίο θέλησε να στηριχθεί ήταν άνευ αντικειμένου. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου υπάρξεως πλεονεκτήματος περιορίζεται στις σχέσεις που περιλαμβάνουν πράξη χρηματοδοτήσεως, δάνειο ή, ευρύτερα, πίστωση και, επομένως, δεν μπορούσε να επεκταθεί στις σχέσεις ενός EPIC με τους προμηθευτές και τους πελάτες του. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, μολονότι η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεστεί το τεκμήριο που είχε καθιερώσει το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη του πλεονεκτήματος που αποκόμιζε ο IFPEN από την ιδιότητα του ως EPIC στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, το τεκμήριο αυτό ανατράπηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από τη μετατροπή του IFPEN σε EPIC, τον Ιούλιο του 2006, έως τη λήξη του χρονικού διαστήματος που εξετάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι έως τα τέλη του έτους 2010, ο IFPEN δεν είχε αποκομίσει από την ιδιότητά του ως EPIC κανένα πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα υπό τη μορφή προσφοράς ευνοϊκότερων όρων δανεισμού από τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι, δεδομένης της ανατροπής του τεκμηρίου όσον αφορά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δεν μπορούσε να γίνει εκ νέου επίκλησή του προκειμένου να αποδειχθεί ότι η επίμαχη εγγύηση θα παρείχε στον IFPEN πλεονέκτημα στις μελλοντικές σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, χωρίς να έχει υπάρξει ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες το τεκμήριο αυτό ανατράπηκε. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να επικαλεστεί απλώς και μόνον τη δυνατότητα δανεισμού που προέβλεπε το καταστατικό του οργανισμού για να θεωρήσει ότι το μελλοντικό πλεονέκτημα υπέρ του IFPEN μπορούσε να αποδειχθεί μέσω του τεκμηρίου.

39      Κατόπιν της αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Γαλλίας και IFP Énergies nouvelles (C‑438/16 P, EU:C:2018:737, στο εξής: αναιρετική απόφαση), αναίρεσε την αρχική απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

40      Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχθηκε τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η δυνατότητα επικλήσεως του τεκμηρίου που καθιερώθηκε με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), προϋπέθετε την ύπαρξη πραγματικών αποτελεσμάτων υπέρ του αποδέκτη της εγγυήσεως και ότι, όσον αφορά τις σχέσεις του IFPEN με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, το τεκμήριο αυτό είχε ανατραπεί. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το επίμαχο τεκμήριο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν ότι, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντασσόταν η σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του οικείου EPIC εγγύηση, ο οργανισμός αυτός δεν είχε αποκομίσει κατά το παρελθόν και δεν επρόκειτο να αποκομίσει κατά πάσα πιθανότητα στο μέλλον οποιοδήποτε πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα από την εγγύηση αυτή.

41      Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης τον τρίτο λόγο αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι το τεκμήριο που καθιερώθηκε με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), περιορίζεται στις σχέσεις που περιλαμβάνουν πράξη χρηματοδοτήσεως, δάνειο ή, γενικότερα, πίστωση εκ μέρους του πιστωτή ενός EPIC, ιδίως δε στις σχέσεις μεταξύ του εν λόγω EPIC και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, δεδομένου ότι το τεκμήριο που καθιερώθηκε με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), στηρίζεται στην παραδοχή ότι, χάρη στην εγγύηση που είναι σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του, ο οικείος EPIC τυγχάνει ή μπορούσε να τύχει ευνοϊκότερων χρηματοοικονομικών όρων από αυτούς που συνήθως συνομολογούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού στις σχέσεις του EPIC με τους προμηθευτές και τους πελάτες του δικαιολογείται μόνον εφόσον συνομολογούνται με αυτούς τέτοιοι ευνοϊκότεροι όροι στις αντίστοιχες αγορές, πράγμα που εναπόκειται στην Επιτροπή να εξακριβώσει.

42      Εξάλλου, το Δικαστήριο απέρριψε εξ ολοκλήρου τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή. Ειδικότερα, έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι η μετατροπή του IFPEN σε EPIC, στο μέτρο που μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κρατική ενίσχυση», συνιστούσε ατομική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 659/1999.

43      Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, σε αντίθεση με όσα υποστήριζε η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN αμφισβήτησαν επανειλημμένως και κατά τρόπο αρκούντως λεπτομερή τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

 Η διαδικασία κατόπιν αναπομπής και τα αιτήματα των διαδίκων

44      Με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑479/11 RENV και T‑157/12 RENV προς διευκόλυνση της έγγραφης και της τυχόν προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη. Οι υποθέσεις αυτές ανατέθηκαν στο όγδοο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

45      Συμφώνως προς το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN, καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι παρατηρήσεις του IFPEN κατατέθηκαν στις 28 Νοεμβρίου 2018, ενώ οι παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής κατατέθηκαν στις 29 Νοεμβρίου 2018.

46      Συμφώνως προς το άρθρο 217, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN, καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν επίσης συμπληρωματικό υπόμνημα στις 21 Φεβρουαρίου 2019.

47      Με επιστολή της 12ης Μαρτίου 2019, ο IFPEN ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

48      Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

49      Στις 28 Νοεμβρίου 2019 οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

50      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

51      Ο IFPEN ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει εκείνα τα τμήματα των ουσιαστικών διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως τα οποία βαρύνονται με ελάττωμα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

52      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές ως αβάσιμες·

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία και τον IFPEN στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

53      Στην υπόθεση T‑479/11, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει πλέον τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια του επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Με τον λόγο αυτόν, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, αφενός, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη εγγυήσεως δημιουργεί πλεονέκτημα υπέρ του IFPEN, τόσο στις σχέσεις του με τους προμηθευτές του και τους πελάτες του, όσο και στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Αφετέρου και επικουρικώς, αμφισβητεί την ορθότητα των συμπερασμάτων της Επιτροπής σχετικά με τη μεταβίβαση του εν λόγω πλεονεκτήματος στις Axens και Prosernat, θυγατρικές ιδιωτικού δικαίου του IFPEN.

54      Στην υπόθεση T‑157/12, ο IFPEN προβάλλει πλέον τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής του.

55      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη πραγματικού οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN και των θυγατρικών του. Με τον λόγο αυτόν, ο οποίος περιλαμβάνει τρία σκέλη, ο IFPEN υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει, στον απαιτούμενο από τη νομολογία βαθμό, την ύπαρξη πραγματικού οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN συνεπεία της επίμαχης εγγυήσεως, ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις του με τους προμηθευτές του και τις σχέσεις του με τους πελάτες του. Στη συνέχεια, διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τη μεταβίβαση του εν λόγω οικονομικού πλεονεκτήματος στις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές Axens και Prosternat. Τέλος, φρονεί ότι δεν υπάρχει επαρκής σύνδεσμος μεταξύ του εν λόγω οικονομικού πλεονεκτήματος και της μεταφοράς κρατικών πόρων που προέρχονται από την επίμαχη εγγύηση.

56      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις ή, επικουρικώς, του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με τον λόγο αυτόν ο IFPEN υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το σημείο 1.2 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβεβαιώνει το συμπέρασμα κατά το οποίο ο προβλεπόμενος βάσει του νόμου και του οικείου καταστατικού αποκλεισμός της δυνατότητας κινήσεως πτωχευτικής διαδικασίας έναντι του IFPEN επάγεται αυτομάτως την παροχή ευνοϊκότερων όρων χρηματοδοτήσεως στις αγορές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία επιλεκτικού πλεονεκτήματος.

57      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον IFPEN. Με τον λόγο αυτόν, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, ο IFPEN, αφενός, υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και των εγγυήσεων καλής εκτελέσεως ή βέλτιστης προσπάθειας δεν αποτελεί ορθή μέθοδο για τον υπολογισμό του ύψους του πλεονεκτήματος που φέρεται να αποκόμισε από την επίμαχη εγγύηση στις σχέσεις του με τους προμηθευτές και τους πελάτες. Αφετέρου, ο IFPEN φρονεί ότι η Επιτροπή εσφαλμένως καθόρισε, όσον αφορά τόσο τον ίδιο όσο και τις θυγατρικές του, την ένταση της, κατ’ αυτήν, διαπιστωθείσας κρατικής ενισχύσεως.

58      Τέλος, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Με τον λόγο αυτόν, ο IFPEN υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι από την αναγνώριση της υπάρξεως έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως υπέρ των EPIC, εγγυήσεως η οποία χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση, απορρέουν δυσανάλογες συνέπειες, ιδίως δε η υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως και άλλες υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν στον ίδιο και στη Γαλλική Δημοκρατία.

59      Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς και λαμβανομένων υπόψη των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN, δεν αμφισβητείται πλέον η ύπαρξη της έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως που είναι σύμφυτη με το νομικό καθεστώς των EPIC, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, κατά πρώτον, να εξετάσει το ζήτημα αν ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κάλυψη από την εγγύηση αυτή, αφενός, των δραστηριοτήτων μεταφοράς τεχνολογίας που ασκεί ο IFPEN στους τομείς τους οποίους καθορίζουν οι συναφθείσες μεταξύ του ιδίου και των θυγατρικών του Axens και Prosernat αποκλειστικές συμφωνίες και, αφετέρου, των δραστηριοτήτων έρευνας επί συμβάσει και παροχής υπηρεσιών που ασκεί ο IFPEN τόσο για λογαριασμό τρίτων όσο και για λογαριασμό των θυγατρικών του, συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

60      Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει καταρχάς το ζήτημα αν ορθώς η Επιτροπή δέχθηκε, εν προκειμένω, ότι ο IFPEN αποκόμισε πλεονέκτημα στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, καθώς και στις σχέσεις του με τους πελάτες και τους προμηθευτές του, το οποίο απορρέει από την έμμεση και απεριόριστη κρατική εγγύηση που είναι σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του, καθώς και το ζήτημα αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το πλεονέκτημα αυτό μεταβιβάστηκε στις θυγατρικές του IFPEN, Axens και Prosernat. Εν συνεχεία, εφόσον απαιτείται, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει τους λόγους με τους οποίους η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN αμφισβητούν ότι το πλεονέκτημα αυτό συνεπάγεται τη μεταφορά κρατικών πόρων.

61      Στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς η Επιτροπή κατέληξε εν προκειμένω στη διαπίστωση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει, κατά δεύτερο λόγο, αν οι επιβληθείσες από την Επιτροπή προϋποθέσεις συμβατότητας της ενισχύσεως αυτής με την εσωτερική αγορά παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, όπως υποστηρίζει ο IFPEN.

 Επί των λόγων ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και είναι σχετικοί με την ύπαρξη και τον υπολογισμό του πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN

62      Το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση T‑157/12, καθώς και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑479/11, αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ύπαρξη του πλεονεκτήματος που φέρεται να αποκόμισε ο IFPEN από την κρατική εγγύηση η οποία είναι σύμφυτη με το καθεστώς του ως EPIC και, σε μικρότερο βαθμό, την εκτίμηση του ύψους του πλεονεκτήματος αυτού.

63      Τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και του IFPEN αφορούν, κατά βάση, την απόδειξη εκ μέρους της Επιτροπής της υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σχέσεις του IFPEN με τους πελάτες και τους προμηθευτές του. Εντούτοις, η Γαλλική Δημοκρατία βάλλει επίσης κατά ορισμένων εκτιμήσεων της Επιτροπής σχετικά με το πλεονέκτημα που θα μπορούσε να προκύψει κατά τρόπο συγκεκριμένο στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

64      Επομένως, θα πρέπει να εξεταστούν, κατά πρώτον, τα επιχειρήματα τα σχετικά με το πλεονέκτημα που δημιουργήθηκε στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών και των πελατών του και, κατά δεύτερον, το πλεονέκτημα που θα μπορούσε να δημιουργηθεί στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

 Επί του πλεονεκτήματος όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών και πελατών του

65      Πρώτον, με τα δικόγραφα των προσφυγών τους, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει, στον απαιτούμενο από τη νομολογία βαθμό, την ύπαρξη πραγματικού οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN όσον αφορά τις σχέσεις του με τους προμηθευτές και τους πελάτες του. Ειδικότερα, φρονούν ότι η ανάλυση της Επιτροπής είναι μεν δυνατόν να αφορά μελλοντικές εξελίξεις, πλην όμως δεν μπορεί να είναι εξ ολοκλήρου υποθετική, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό ενός πραγματικού οικονομικού πλεονεκτήματος.

66      Η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN φρονούν, ωστόσο, ότι, εν προκειμένω, η απόδειξη της υπάρξεως του πλεονεκτήματος στις σχέσεις του IFPEN με τους προμηθευτές και τους πελάτες του στηρίχθηκε σε υποθέσεις οι οποίες δεν θεμελιώνονται σε αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN υπογραμμίζουν ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία προμηθευτή ή πελάτη ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι αποτελούσε συνήθη και συστηματική πρακτική των προμηθευτών και των πελατών να λαμβάνουν εκ των προτέρων υπόψη τους ότι οι EPIC δεν υπόκεινται σε διαδικασία αφερεγγυότητας. Επιπλέον, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των πελατών του, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN τονίζουν ότι ορισμένα σημεία της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ασαφή ή ακόμη και ακατάληπτα. Εκ των ανωτέρω η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN συνάγουν το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τη διερεύνηση της υποθέσεως, εφόσον στήριξε τη συλλογιστική της σε υποθέσεις αντί να αναζητήσει μεταξύ των προμηθευτών και των πελατών του IFPEN ενδεχόμενες απτές αποδείξεις των συμπεριφορών που τους καταλογίζονται.

67      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί των συμπερασμάτων που πρέπει να αντληθούν από την αναιρετική απόφαση για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να επικαλεστεί το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη του πλεονεκτήματος, το οποίο αποκόμισε, κατ’ αυτήν, ο IFPEN από την απεριόριστη κρατική εγγύηση στις σχέσεις του με τους προμηθευτές και τους πελάτες του, χωρίς να έχει προηγουμένως ελέγξει ότι η συμπεριφορά των δραστηριοποιούμενων στην αγορά φορέων μπορούσε δικαιολογημένα να θεμελιώσει παραδοχή περί παροχής πλεονεκτήματος ανάλογη με εκείνη που αφορά τις σχέσεις του IFPEN με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία και τον IFPEN, τέτοιος έλεγχος δεν διενεργήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

68      Επιπλέον, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, από την εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η αγορά που επηρεάζεται από τις σχέσεις του IFPEN με τους προμηθευτές του και τους πελάτες του προκύπτει ότι δεν μπορεί ευλόγως να θεμελιωθεί παραδοχή περί υπάρξεως πλεονεκτήματος ανάλογη με εκείνη που αφορά τις σχέσεις του IFPEN με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN προβάλλουν, εν συνεχεία, με τις παρατηρήσεις τους, διάφορα πραγματικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξουν ότι το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών και πελατών του έχει, εν πάση περιπτώσει, ανατραπεί.

69      Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN αμφισβητούν την ορθότητα της μεθόδου που επέλεξε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του ύψους του πλεονεκτήματος που αποκόμισε ο IFPEN από την επίμαχη εγγύηση στις σχέσεις του με τους προμηθευτές και τους πελάτες του. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων και οι εγγυήσεις καλής εκτελέσεως της συμβάσεως ή βέλτιστης προσπάθειας, τις οποίες επέλεξε η Επιτροπή ως δείκτες συγκρίσεως, δεν αποτελούν ενδεδειγμένα στοιχεία για την πραγματοποίηση του υπολογισμού αυτού.

70      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί των συμπερασμάτων που πρέπει να αντληθούν από την αναιρετική απόφαση για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εφαρμογή τεκμηρίου ήταν δικαιολογημένη προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των πελατών και προμηθευτών του. Όσον αφορά την αγορά στην οποία δραστηριοποιείται ο IFPEN, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι οικονομικές δραστηριότητες των ερευνητικών οργανισμών περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, συμβάσεις έρευνας και παροχής υπηρεσιών προς επιχειρήσεις ή ακόμη, όπως στην περίπτωση του IFPEN, δραστηριότητες μεταφοράς τεχνολογίας. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι ένας ερευνητικός οργανισμός μπορεί να αγοράζει από προμηθευτές όργανα, εξοπλισμό και διάφορα μέσα έρευνας για τα εργαστήρια του. Όσον αφορά τους πελάτες του IFPEN, η Επιτροπή επισημαίνει ότι συνάπτουν με αυτόν συμβάσεις έρευνας. Κατ’ αυτήν, το γεγονός και μόνον ότι τα ερευνητικά σχέδια του IFPEN χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και, επομένως, από την αποδοχή υψηλού κινδύνου εκ μέρους των εμπορικών εταίρων του ερευνητικού οργανισμού δεν συνεπάγεται, πάντως, ότι οι εταίροι αυτοί δεν αποδίδουν καμία σημασία στον κίνδυνο πτωχεύσεως του αντισυμβαλλομένου τους. Αντιθέτως, η μακρά διάρκεια των συμβάσεων έρευνας και αναπτύξεως είναι ενδεικτική του ενδιαφέροντος που μπορεί να παρουσιάζει για τους πελάτες του IFPEN η προστασία έναντι της πτωχεύσεως του αντισυμβαλλομένου τους, ιδίως όταν αυτοί συνομολογούν τη μακροπρόθεσμη υλοποίηση περίπλοκης έρευνας. Κατά την Επιτροπή, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του εγγενούς σε ορισμένο ερευνητικό σχέδιο κινδύνου και του κινδύνου πτωχεύσεως του αντισυμβαλλομένου. Επομένως, η εγγύηση της οποίας απολαύει ο IFPEN θα μπορούσε να αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους λοιπούς ερευνητικούς οργανισμούς όσον αφορά τις μακροχρόνιες συμβάσεις. Επιπλέον, ορισμένες συμβάσεις έρευνας και αναπτύξεως περιλαμβάνουν σημαντικές υπηρεσίες εξυπηρετήσεως μετά την πώληση, με αποτέλεσμα η σχέση εξαρτήσεως μεταξύ των εμπορικών εταίρων να είναι πολύ ισχυρότερη απ’ ό,τι στο πλαίσιο της αγοράς ενός πιο τυποποιημένου προϊόντος ή μιας πιο τυποποιημένης υπηρεσίας. Παρόμοια συλλογιστική μπορεί, κατά την Επιτροπή, να ισχύσει όσον αφορά τις σχέσεις του IFPEN με τους προμηθευτές του. Και σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και αν μέρος των προμηθειών συνίσταται σε τυποποιημένα προϊόντα, άλλες συμβάσεις προμηθειών μπορούν να έχουν ως αντικείμενο πολύ εξειδικευμένα όργανα των οποίων η παράδοση είναι δυνατή μόνο μετά από παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Το στοιχείο αυτό μπορεί να ωθήσει τους προμηθευτές ενός ερευνητικού οργανισμού να λάβουν μέτρα για να προφυλαχθούν από τον κίνδυνο πτωχεύσεως του αντισυμβαλλομένου τους. Ομοίως, κατά την Επιτροπή, η υψηλή τιμή τέτοιων οργάνων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ετεροχρονισμένη πληρωμή σε δόσεις, η οποία επίσης δημιουργεί κίνδυνο για τον προμηθευτή και τον ωθεί να λάβει ανάλογα μέτρα. Η Επιτροπή συνάγει εκ των ανωτέρω ότι ήταν απολύτως δικαιολογημένη η εφαρμογή τεκμηρίου προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος απορρέοντος από την απεριόριστη κρατική εγγύηση υπέρ του IFPEN στις σχέσεις του με τους πελάτες και τους προμηθευτές του.

71      Με τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή αντικρούει επίσης το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας και του IFPEN ότι η εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται ο IFPEN έχει ως αποτέλεσμα να μην παρίσταται εύλογη η παραδοχή κατά την οποία η απεριόριστη κρατική εγγύηση παρέχει στον IFPEN τη δυνατότητα να απολαύει, στις σχέσεις του με τους προμηθευτές και τους πελάτες του, πλεονεκτήματος ανάλογου με εκείνο που εντοπίζεται στις σχέσεις ενός EPIC με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Επιπλέον, η Επιτροπή αντικρούει το επιχείρημα κατά το οποίο το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών και πελατών του έχει εν προκειμένω ανατραπεί.

72      Επίσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με όσα διατείνονται η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN, η συνεκτίμηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και της εγγυήσεως καλής εκτελέσεως για τον υπολογισμό του πλεονεκτήματος που αποκόμισε ο IFPEN από την απεριόριστη κρατική εγγύηση στις σχέσεις του με τους προμηθευτές και τους πελάτες του αποτελεί κατάλληλη μέθοδο. Η Επιτροπή υπογραμμίζει συναφώς ότι η εφαρμογή «συλλογιστικής που στηρίζεται στην εξέταση του κόστους καλύψεως του ισοδύναμου κινδύνου», προκειμένου να εκτιμηθεί η αξία του πλεονεκτήματος το οποίο ο IFPEN άντλησε από την επίμαχη εγγύηση, δικαιολογούνταν από τις δυσχέρειες που κλήθηκε η ίδια να αντιμετωπίσει κατά τη διεξαγωγή της εκτιμήσεως αυτής, δυσχέρειες που απέρρεαν, ιδίως, από το γεγονός ότι στην αγορά δεν διατίθεται υπηρεσία συγκρίσιμη προς αυτή καθεαυτήν την εγγύηση κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας.

73      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι ο χαρακτηρισμός ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μέτρου το οποίο λαμβάνεται έναντι επιχειρήσεως απαιτεί τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, με την εν λόγω παρέμβαση πρέπει να παρέχεται πλεονέκτημα αποκλειστικώς υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων τομέων δραστηριότητας. Τέταρτον, η επίμαχη παρέμβαση πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (πρβλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, Enirisorse, C‑237/04, EU:C:2006:197, σκέψεις 38 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, CETM κατά Επιτροπής, T‑55/99, EU:T:2000:223, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, αλλά και τις παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαττώνουν  τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις εν στενή εννοία, έχουν την ίδια φύση και όμοια αποτελέσματα με αυτές. Ειδικότερα, χαρακτηρίζονται ως κρατικές ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, με οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοήσουν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει η ωφελούμενη επιχείρηση υπό κανονικές συνθήκες αγοράς (βλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, La Poste, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Υπενθυμίζεται, εν συνεχεία, ότι στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες ΑΕ κατά Επιτροπής, T‑68/03, EU:T:2007:253, σκέψη 34). Συναφώς, κατά τη νομολογία, για να εξακριβωθεί αν η ωφελούμενη επιχείρηση αποκτά οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε πλήρη ανάλυση όλων των κρίσιμων στοιχείων της επίμαχης πράξεως και του πλαισίου της, συμπεριλαμβανομένης της καταστάσεως της ωφελουμένης επιχειρήσεως και της οικείας αγοράς (αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein‑Westfalen κατά Επιτροπής, T‑228/99 και T‑233/99, EU:T:2003:57, σκέψη 251, και της 3ης Μαρτίου 2010, Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής, T‑163/05, EU:T:2010:59, σκέψη 37).

76      Όσον αφορά το ζήτημα των αποδείξεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των προσβαλλομένων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως που διαπιστώνει την ύπαρξη και, ενδεχομένως, την ασυμβατότητα ή παρανομία της ενισχύσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (βλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, La Poste, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Εντούτοις, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εν λόγω εξετάσεως, η Επιτροπή δύναται να επικαλεστεί το μαχητό τεκμήριο κατά το οποίο η παροχή έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως υπέρ επιχειρήσεως που δεν υπόκειται στις ισχύουσες στο ιδιωτικό δίκαιο δικαστικές διαδικασίες εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως έχει ως συνέπεια τη βελτίωση της οικονομικής της θέσεως μέσω της μειώσεως των επιβαρύνσεων που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό της. Συνεπώς, στο πλαίσιο της σχετικής με τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας, προκειμένου να αποδειχθεί το πλεονέκτημα που παρέχεται με τέτοιου είδους εγγύηση στην επιχείρηση που επωφελείται του πλεονεκτήματος, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της εγγυήσεως αυτής, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει τις πραγματικές συνέπειες που απορρέουν από αυτήν από τον χρόνο της χορηγήσεώς της (απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψεις 98 και 99, και αναιρετική απόφαση, σκέψη 110).

78      Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο όρος «κρατική ενίσχυση», όπως ορίζεται στη διάταξη αυτή, αποτελεί νομική έννοια και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτόν, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, καταρχήν, και λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα συγκεκριμένα στοιχεία της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί όσο και τον τεχνικό ή σύνθετο χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο ως προς το κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2012, Κάτω Χώρες και ING Groep κατά Επιτροπής, T‑29/10 και T‑33/10, EU:T:2012:98, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο δικαστικός έλεγχος του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι περιορισμένος, οσάκις οι εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή είναι τεχνικού ή σύνθετου χαρακτήρα. Απόκειται, πάντως, στο Γενικό Δικαστήριο να κρίνει αν οι εκτιμήσεις της Επιτροπής έχουν όντως τέτοιο χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2012, Κάτω Χώρες και ING Groep κατά Επιτροπής, T‑29/10 και T‑33/10, EU:T:2012:98, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Συναφώς, μολονότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της οποίας η άσκηση συνεπάγεται αξιολογήσεις οικονομικής φύσεως που πρέπει να διενεργούνται σε επίπεδο Ένωσης, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να μην ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία δεδομένων οικονομικής φύσεως. Πράγματι, κατά τη νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, μεταξύ άλλων, να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια των προβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά επίσης το αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τα εξ αυτών συναγόμενα συμπεράσματα (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2012, Κάτω Χώρες και ING Groep κατά Επιτροπής, T‑29/10 και T‑33/10, EU:T:2012:98, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Εν προκειμένω, αφενός, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση, το επίμαχο μέτρο, ήτοι η μετατροπή του IFPEN σε EPIC, δεν εμπίπτει στην έννοια του καθεστώτος ενισχύσεων κατά το άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 659/1999, αλλά, στον βαθμό που μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κρατική ενίσχυση», συνιστούσε ατομική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 659/1999. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να περιοριστεί στην εξέταση των γενικών χαρακτηριστικών του μέτρου αυτού προκειμένου να αποδείξει ότι συνιστά κρατική ενίσχυση (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 64 έως 73 και 82).

82      Αφετέρου, επισημαίνεται ότι το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), όπως εκτέθηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω, στηρίζεται στην παραδοχή ότι, χάρη στην εγγύηση που είναι σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του, ο οικείος EPIC τυγχάνει ή θα μπορούσε να τύχει ευνοϊκότερων χρηματοοικονομικών όρων από εκείνους που συνήθως συνομολογούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Επομένως, η εφαρμογή του εν λόγω τεκμηρίου στις σχέσεις του EPIC με τους προμηθευτές και τους πελάτες δικαιολογείται μόνον εφόσον συνομολογούνται επίσης με αυτούς τέτοιοι ευνοϊκότεροι όροι στις αντίστοιχες αγορές (αναιρετική απόφαση, σκέψη 150).

83      Κατά συνέπεια, οσάκις η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει το εν λόγω τεκμήριο, οφείλει να εξετάσει το οικονομικό και νομικό πλαίσιο της αγοράς που επηρεάζεται από τις σχέσεις αυτές. Ειδικότερα, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξετάσει εάν οι συμπεριφορές των δραστηριοποιούμενων στην οικεία αγορά φορέων δικαιολογούν παραδοχή περί παροχής πλεονεκτήματος ανάλογη με εκείνη που αφορά τις σχέσεις του EPIC με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (αναιρετική απόφαση, σκέψη 150).

84      Οι αιτιάσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και του IFPEN θα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

–       Επί της αιτιάσεως σύμφωνα με την οποία δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη του πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών του

85      Επισημαίνεται ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 203 και 214 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, υπάρχει ένα φαινόμενο μειώσεως των τιμών, που οφείλεται στο ότι οι αντισυμβαλλόμενοι οντότητας η οποία γνωρίζουν ότι δεν διατρέχει κίνδυνο θέσεως υπό δικαστική εκκαθάριση λόγω της ιδιότητάς της ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αντιμετωπίζουν με ευνοϊκότερο τρόπο τον ενδεχόμενο κίνδυνο περιελεύσεως της οντότητας αυτής σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.

86      Στην αιτιολογική σκέψη 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό του ύψους της μειώσεως των τιμών ως εξής:

«Για να εκτιμήσει τη μείωση τιμών ως αποτέλεσμα της ευνοϊκότερης εκτίμησης του κινδύνου αθέτησης ενός EPIC από τους προμηθευτές του, η Επιτροπή προτίθεται να εξετάσει το κόστος της κάλυψης του ισοδύναμου κινδύνου. Πράγματι, όταν δεν υφίσταται εγγύηση του κράτους, ένας προμηθευτής του [IFPEN] ο οποίος θα επιθυμούσε να λάβει μια συγκρίσιμη εγγύηση (δηλ. να καλυφθεί πλήρως έναντι του κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλόμενου) θα μπορούσε να προσφύγει στις υπηρεσίες ενός ειδικευμένου πιστωτικού ή ασφαλιστικού φορέα. Αυτή η κάλυψη του κινδύνου αθέτησης προσφέρεται από τις εταιρίες που ειδικεύονται στην πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων (φάκτορινγκ).»

87      Από τις παρατηρήσεις που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 203 και 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 214 της εν λόγω αποφάσεως, προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δέχθηκε αξιωματικά την ύπαρξη μειώσεως των τιμών ως αποτέλεσμα της ευνοϊκότερης εκτιμήσεως, εκ μέρους των προμηθευτών, του κινδύνου αθετήσεως πληρωμών εκ μέρους του IFPEN, χωρίς να εξετάσει την ορθότητα της παραδοχής αυτής και, στη συνέχεια, επιχείρησε να αξιολογήσει την έκταση της εν λόγω μειώσεως των τιμών μέσω δείκτη με τον οποίο μετρήθηκε όχι αυτή καθεαυτήν η μείωση των τιμών, αλλά μόνον η αξία εγγυήσεως την οποία θεώρησε συγκρίσιμη με την εγγύηση της οποίας απήλαυε ο IFPEN. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία μελέτη σχετικά με την εξέλιξη των τιμών που πράγματι εφάρμοσαν οι προμηθευτές του IFPEN πριν και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

88      Η Επιτροπή κλήθηκε, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, να διευκρινίσει αν η εκτίμηση κατά την οποία το πλεονέκτημα που είχε αποκομίσει ο IFPEN στις σχέσεις του με τους προμηθευτές του συνίστατο σε μείωση των εφαρμοζόμενων από αυτούς τιμών στηριζόταν σε τέτοια εξέταση και, αν ναι, σε ποιο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως είχε διενεργηθεί η εξέταση αυτή.

89      Ανταποκρινόμενη στο ανωτέρω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 203 και 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[είχε θεωρήσει] ως δεδομένο ότι η ύπαρξη έμμεσης και απεριόριστης εγγυήσεως μπορούσε εκ φύσεως να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι προμηθευτές του IFP[EN] αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών [του οργανισμού αυτού], πράγμα το οποίο θα συνεπαγόταν κατά λογική αναγκαιότητα την εκ μέρους τους προσφορά διαφόρων πλεονεκτημάτων στον δικαιούχο της εγγυήσεως (ιδίως συνιστάμενων σε μείωση των τιμών)». Με την απάντησή της, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι «το συμπέρασμα περί υπάρξεως πραγματικού οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN στις σχέσεις του με τους προμηθευτές του στο πλαίσιο της επίμαχης εγγυήσεως, πλεονεκτήματος το οποίο συνίστατ[ο] σε μείωση των τιμών που εφάρμοζαν οι τελευταίοι, δεν [στηριζόταν] σε εμπειρική και συγκεκριμένη ανάλυση του καθορισμού των τιμών από τους προμηθευτές του IFP[EN] στη σχετική αγορά, αλλά σε τεκμήριο συμπληρούμενο από ορισμένες εμπειρικές παρατηρήσεις» και ότι, «[μ]ε άλλα λόγια, [επρόκειτο] για έμμεση απόδειξη στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό σε στοιχεία της λογικής». Η Επιτροπή επισήμανε, εν κατακλείδι, ότι οι υπηρεσίες της επρόκειτο να επανεξετάσουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που τέθηκαν με την αναιρετική απόφαση.

90      Επισημαίνεται επίσης ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ίδια η Επιτροπή δήλωσε ότι, όσον αφορά τις σχέσεις του IFPEN με τους προμηθευτές και τους πελάτες του, συμπεριέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι το θεσμικό όργανο αυτό στήριξε τον συλλογισμό του σε παραδοχές που δέχθηκε ως κατά τεκμήριο αληθείς, καθώς και ορισμένα στοιχεία σχετικά με την οικεία αγορά, αλλά ότι στην εν λόγω απόφαση δεν υπήρχε προσήκουσα απόδειξη των στοιχείων εκείνων που το Δικαστήριο έκρινε αναγκαία στο πλαίσιο της αναιρετικής αποφάσεως. Κατά την Επιτροπή, αυτή ακριβώς είναι η εξήγηση για το συμπέρασμα της απαντήσεως που έδωσε στη μνημονευθείσα στη σκέψη 89 ανωτέρω ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου.

91      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και όπως, εν συνεχεία, δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει απόδειξη του ότι η συμπεριφορά των δραστηριοποιούμενων στη σχετική αγορά φορέων θεμελίωνε δικαιολογημένα την παραδοχή ότι στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών του υφίστατο πλεονέκτημα ανάλογο με εκείνο που υφίσταται στις σχέσεις μεταξύ ενός EPIC και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, απόδειξη την οποία απαίτησε το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση.

92      Συνεπώς, εσφαλμένως κατέληξε η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 203 και 214 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι ο IFPEN αποκόμισε πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα συνιστάμενο σε μείωση των εφαρμοζόμενων από τους προμηθευτές του τιμών και οφειλόμενο στην ευνοϊκότερη εκτίμηση, εκ μέρους των προμηθευτών αυτών, του κινδύνου περιελεύσεώς του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.

93      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων με τα οποία η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN υποστηρίζουν ότι δεν αποτελούσε ορθή μέθοδο η συνεκτίμηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων για τον υπολογισμό του ύψους του πλεονεκτήματος το οποίο αποκόμισε ο IFPEN από την επίμαχη εγγύηση στις σχέσεις του με τους προμηθευτές του. Πράγματι, η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβεί στον υπολογισμό πλεονεκτήματος του οποίου η ύπαρξη ουδόλως αποδείχθηκε.

–       Επί της αιτιάσεως σύμφωνα με την οποία δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των πελατών του

94      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή όρισε το πλεονέκτημα το οποίο αποκόμισε ο IFPEN από την κρατική εγγύηση που είναι σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του ως EPIC ως την απαλλαγή από την καταβολή χρηματικής ασφάλειας που να αντιστοιχεί σε εγγύηση καλής εκτελέσεως ή, τουλάχιστον, σε εγγύηση βέλτιστης προσπάθειας, την οποία προσέφερε στους πελάτες του.

95      Ο ορισμός αυτός θεμελιώνεται σε διαπίστωση η οποία στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στις παρατηρήσεις της UOP Limited, κατά τις οποίες, στον τομέα της εκχωρήσεως τεχνολογιών, οι αγοραστές είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι στις εγγυήσεις τις οποίες είναι σε θέση να τους παράσχουν οι πάροχοι υπηρεσιών, όσον αφορά την κάλυψη τόσο της συμβατικής όσο και της εξωσυμβατικής ευθύνης (αιτιολογική σκέψη 216 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εκκινώντας από τη διαπίστωση αυτή και έχοντας αποκλείσει ως μη κρίσιμο το ζήτημα της καλύψεως, από την επίμαχη εγγύηση, της εξωσυμβατικής ευθύνης του IFPEN, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«(220)      […] λαμβανομένης υπόψη της εγγύησης που παρέχει το κράτος στον [IFPEN], οι πελάτες του εξασφαλίζονται ότι αυτός δεν θα περιέλθει ποτέ σε κατάσταση δικαστικής εκκαθάρισης και, κατά συνέπεια, θα είναι πάντοτε σε θέση να τηρεί τις συμβατικές υποχρεώσεις του, ή σε περίπτωση που δεν θα το έπραττε, ότι θα αποζημιωνόταν γι’ αυτή την αθέτηση.

(221)      Σύμφωνα με το σκεπτικό [που εκτίθεται] στις αιτιολογικές σκέψεις 204 και επόμενες όσον αφορά τις σχέσεις με τους προμηθευτές, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εάν δεν υφίστατο εγγύηση του κράτους, ένας πελάτης που θα επιθυμούσε να έχει το ίδιο επίπεδο προστασίας θα όφειλε να συνάψει με έναν ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό φορέα (π.χ. τραπεζικό ίδρυμα ή ασφαλιστική εταιρεία) εγγύηση εκτέλεσης σύμβασης (στα αγγλικά “performance bond”), ώστε να διασφαλιστεί για την εκπλήρωση της σύμβασης που τον συνδέει με τον [IFPEN]. Σκοπός αυτής της προστασίας θα ήταν να παρασχεθεί σε αυτόν τον πελάτη εγγύηση χρηματικής αποζημίωσης σε περίπτωση ζημίας λόγω ολικής ή μερικής μη εκτέλεσης της σύμβασης.»

96      Στις επόμενες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπολόγισε το κόστος που θα είχε μια εγγύηση καλής εκτελέσεως ή μια εγγύηση βέλτιστης προσπάθειας και θεώρησε ότι η εγγύηση αυτή θα αντιστοιχούσε σε ανώτατο ποσοστό 5 % επί του κύκλου εργασιών που προερχόταν από την καλυπτόμενη παροχή υπηρεσίας (αιτιολογικές σκέψεις 223 έως 225 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιχείρησε, επίσης, να προσδιορίσει, μεταξύ των οικονομικών δραστηριοτήτων του IFPEN, παροχές οι οποίες θα καλύπτονταν από «μια τέτοια εγγύηση» (αιτιολογικές σκέψεις 226 έως 235 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με την αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε τα εξής:

«[…] για την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του, ο [IFPEN] αποκόμισε κρατικό οικονομικό πλεονέκτημα που συνίσταται στη μη πληρωμή ασφαλίστρου που αντιστοιχεί σε εγγύηση εκτέλεσης της σύμβασης, τουλάχιστον καλύτερης προσπάθειας, την οποία θα μπορούσε να παράσχει στους πελάτες του για τις ερευνητικές δραστηριότητές του, περιλαμβανομένων των θυγατρικών του Axens και Prosernat στον αποκλειστικό τομέα τους. Χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια το ακριβές ποσό αυτού του πλεονεκτήματος, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του καλυπτόμενου κινδύνου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει, για κάθε παροχή υπηρεσίας, για κάθε έτος, τα ποσά που αναφέρονται στον πίνακα 5 της παρούσας αιτιολογικής σκέψης […]».

97      Από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατίθενται στις σκέψεις 95 και 96 ανωτέρω προκύπτει ότι το πλεονέκτημα του οποίου φέρεται να απολαύει ο IFPEN στις σχέσεις του με τους πελάτες του απορρέει από το ότι, λαμβανομένης υπόψη της απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως που είναι σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του ως EPIC, ο οργανισμός αυτός παρέχει στους πελάτες του τη διασφάλιση ότι δεν θα υπαχθεί σε δικαστική εκκαθάριση και ότι, συνεπώς, θα είναι πάντοτε σε θέση να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις του ή ότι, σε περίπτωση που δεν το πράξει, αυτοί θα αποζημιωθούν για την αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών, ενώ, αν δεν υπήρχε τέτοια διασφάλιση, οι πελάτες του θα ήταν υποχρεωμένοι να συνομολογήσουν εγγύηση καλής εκτελέσεως με ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό φορέα.

98      Όπως επισημαίνουν η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN, η συλλογιστική την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή προκειμένου να προσδιορίσει το πλεονέκτημα που αποκόμισε ο IFPEN στις σχέσεις του με τους πελάτες του στηρίζεται στην παραδοχή ότι, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, οι πελάτες των ερευνητικών ιδρυμάτων, όπως είναι ο IFPEN, συνομολογούν εγγυήσεις καλής εκτελέσεως ή εγγυήσεις βέλτιστης προσπάθειας για να προστατευθούν από τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του αντισυμβαλλομένου τους και ότι, όταν υφίσταται εγγύηση όπως αυτή της οποίας απολαύει ο IFPEN, οι πελάτες του οργανισμού αυτού δεν χρειάζεται πλέον να συνομολογήσουν τέτοια εγγύηση καλής εκτελέσεως ή βέλτιστης προσπάθειας.

99      Ωστόσο, πλην των παρατηρήσεων της εταιρίας UOP Limited που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 216 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες, «[…] όσον αφορά την εκχώρηση τεχνολογιών, […] οι αγοραστές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις εγγυήσεις τις οποίες είναι σε θέση να τους παράσχουν οι πάροχοι υπηρεσιών τους, σε όρους κάλυψης της συμβατικής όσο και της εξωσυμβατικής ευθύνης», η Επιτροπή δεν παραθέτει κανένα συνδεόμενο με τη σχετική αγορά στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την ορθότητα των παραδοχών που συνοψίζονται στη σκέψη 98 ανωτέρω.

100    Μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όντως στις αιτιολογικές της σκέψεις 221 έως 236 εκτιμήσεις σχετικές με την εγγύηση βέλτιστης προσπάθειας ή με την εγγύηση καλής εκτελέσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εκτιμήσεις αυτές αποσκοπούσαν αποκλειστικώς και μόνο στον ποσοτικό προσδιορισμό του τεκμαιρόμενου πλεονεκτήματος, όπως προκύπτει από την παραπομπή στη συλλογιστική που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 204 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τον ποσοτικό προσδιορισμό του τεκμαιρόμενου πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών του. Επισημαίνεται συναφώς ότι, στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι η εγγύηση βέλτιστης προσπάθειας και η εγγύηση καλής εκτελέσεως δεν μπορούν να εξομοιωθούν με την απεριόριστη κρατική εγγύηση υπέρ του IFPEN, η οποία καλύπτει πολύ ευρύτερο πεδίο από τις δύο αυτές εγγυήσεις και ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφέστατα ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε αυτά τα είδη εγγυήσεων ως μέσα συγκρίσεως, προκειμένου να επιτύχει τον ακριβέστερο δυνατό κατά προσέγγιση υπολογισμό της αξίας του πλεονεκτήματος που παρείχε η κρατική εγγύηση στον IFPEN στις σχέσεις του με τους πελάτες του. Ειδικότερα, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, με την αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ολοκλήρωσε το μέρος αυτό της συλλογιστικής της με έναν πιθανό ποσοτικό προσδιορισμό του ήδη αποκτηθέντος πλεονεκτήματος και όχι με εκτίμηση σχετική με την ικανότητα του επίμαχου μέτρου να δημιουργήσει πλεονέκτημα.

101    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε υποθετικό συλλογισμό. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, εν προκειμένω, να δικαιολογήσει έναν τέτοιο συλλογισμό επικαλούμενη το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217).

102    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν περιλαμβάνει προηγούμενη εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου της σχετικής αγοράς, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 83 ανωτέρω, εξέταση βάσει της οποίας θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι είναι εύλογη η παραδοχή περί υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των πελατών του, ανάλογου με εκείνο που υφίσταται στις σχέσεις μεταξύ ενός EPIC και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, έλλειψη την οποία, εξάλλου, παραδέχθηκε ρητώς η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 90 ανωτέρω.

103    Εκ των ανωτέρω έπεται ότι, όσον αφορά τον προσδιορισμό του πλεονεκτήματος που αποκόμισε ο IFPEN στις σχέσεις του με τους πελάτες του από την έμμεση και απεριόριστη κρατική εγγύηση που του παρέχει το καθεστώς του ως EPIC, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να αποδείξει το πλεονέκτημα αυτό συμφώνως προς τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 75 ανωτέρω. Επομένως, εσφαλμένως η Επιτροπή κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι, χάρη στην επίμαχη εγγύηση, ο IFPEN αποκόμισε πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα συνιστάμενο στη μη καταβολή ασφαλίστρου αντιστοιχούντος σε εγγύηση καλής εκτελέσεως ή, τουλάχιστον, σε εγγύηση βέλτιστης προσπάθειας, πλεονέκτημα το οποίο χρησιμοποίησε έναντι των πελατών του όσον αφορά τις ερευνητικές δραστηριότητές του, περιλαμβανομένων των θυγατρικών του, Axens και Prosernat, στον τομέα αποκλειστικής δραστηριότητάς τους.

104    Κατά συνέπεια, παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων με τα οποία η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN υποστηρίζουν ότι δεν αποτελούσε ορθή μέθοδο η συνεκτίμηση των εγγυήσεων καλής εκτελέσεως ή βέλτιστης προσπάθειας για τον υπολογισμό του ύψους του πλεονεκτήματος το οποίο αποκόμισε ο IFPEN από την επίμαχη εγγύηση στις σχέσεις του με τους πελάτες του.

105    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος το οποίο φέρεται να αποκόμισε ο IFPEN από την επίμαχη εγγύηση στις σχέσεις του με τους προμηθευτές του και τους πελάτες του, η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως, όπως αυτό ορίζεται με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 75 ανωτέρω.

 Επί του πλεονεκτήματος όσον αφορά τις σχέσεις του IFPEN με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς

106    Με την προσφυγή στην υπόθεση T‑157/12, ο IFPEN υποστήριξε ότι δεν αποκόμισε κανένα πλεονέκτημα από την κρατική εγγύηση όσον αφορά τις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πράγμα το οποίο παραδέχθηκε η ίδια η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να επανεξετασθεί το ζήτημα αυτό.

107    Στην υπόθεση T‑479/11, η Γαλλική Δημοκρατία επισήμανε επίσης ότι η Επιτροπή είχε παραδεχθεί, με την αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της μεταβολής του νομικού καθεστώτος του και του έτους 2010, ο IFPEN δεν είχε αποκομίσει πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα από το καθεστώς του ως EPIC στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

108    Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι δεν στηριζόταν σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο η περιλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση της Επιτροπής, την ορθότητα της οποίας εξάλλου αμφισβήτησε, ότι θα μπορούσε να προκύψει στο μέλλον πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

109    Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία αντέκρουσε την εκτεθείσα στο υπόμνημα αντικρούσεως άποψη της Επιτροπής ότι εναπέκειτο στις γαλλικές αρχές να αποδείξουν ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2011, οι όροι δανεισμού του IFPEN εξακολουθούσαν να είναι παρόμοιοι με εκείνους των οποίων ετύγχανε πριν από τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος του. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι μια τέτοια απόδειξη ήταν αδύνατη λόγω της αδυναμίας προβλέψεως της οικονομικής συγκυρίας. Η Γαλλική Δημοκρατία υπογράμμισε ότι η ίδια η Επιτροπή είχε παραδεχθεί ότι δεν μπορούσε να κάνει υποθετικές προβλέψεις για τη μελλοντική συμπεριφορά των δραστηριοποιούμενων στην αγορά φορέων.

110    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Οκτωβρίου 2015, η Γαλλική Δημοκρατία είχε μνημονεύσει το άρθρο 12 του loi 2010‑1645, du 28 décembre 2010, de programmation des finances publiques pour les années 2011 à 2014 (νόμου 2010‑1645, της 28ης Δεκεμβρίου 2010, για τον προγραμματισμό των δημοσίων οικονομικών για τα έτη 2011 έως 2014) (JORF της 29ης Δεκεμβρίου 2010, σ. 22868), το οποίο ορίζει ότι, «[α]νεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη των εφαρμοστέων επ’ αυτών διατάξεων, δεν μπορούν να συνάψουν με πιστωτικό ίδρυμα δάνειο διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα μηνών, ούτε να εκδώσουν χρεωστικό τίτλο διάρκειας μεγαλύτερης από την προμνησθείσα οι γαλλικοί οργανισμοί που υπάγονται στην κατηγορία των φορέων της κεντρικής διοικήσεως, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας, πλην του Δημοσίου, του Caisse d’amortissement de la dette sociale (οργανισμού αποσβέσεως του χρέους των ασφαλιστικών ταμείων), του Caisse de la dette publique (οργανισμού διαχειρίσεως δημοσίου χρέους) και της Société de prises de participation de l’État (εταιρίας συμμετοχών του Δημοσίου) και ότι «με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και του Υπουργού επί του προϋπολογισμού, καθορίζεται ο κατάλογος των οργανισμών επί των οποίων εφαρμόζεται η απαγόρευση αυτή». Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, από τη διάταξη αυτή προέκυπτε ότι ο IFPEN δεν μπορούσε να συνομολογήσει με πιστωτικό ίδρυμα δάνειο διάρκειας άνω των δώδεκα μηνών, πράγμα το οποίο, εν πάση περιπτώσει, απέκλειε το ενδεχόμενο να προκύψει κατά τρόπο συγκεκριμένο στο μέλλον πλεονέκτημα στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η Επιτροπή είχε προβάλει ένσταση απαραδέκτου του επιχειρήματος αυτού, υποστηρίζοντας ότι οι γαλλικές αρχές δεν είχαν επικαλεστεί το κείμενο του ως άνω νόμου κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως.

111    Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της επί των συμπερασμάτων που πρέπει να αντληθούν από την αναιρετική απόφαση, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η νομολογία την οποία επικαλείται η Επιτροπή προκειμένου να αμφισβητήσει το παραδεκτό του επιχειρήματος που αντλείται από το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Σεπτεμβρίου 2010 είναι αλυσιτελής, λαμβανομένων υπόψη της αντικειμενικότητας και της δημοσιότητας του εν λόγω νόμου. Κατά τα λοιπά, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ο έλεγχος που διενεργεί το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να καλύπτει το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που έχει προσκομίσει ο προσφεύγων, ανεξαρτήτως του αν αυτά είναι προγενέστερα ή μεταγενέστερα της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και του αν υποβλήθηκαν προηγουμένως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή, για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο. Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι, στο μέτρο που, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεν υπήρξε ανταλλαγή απόψεων ούτε για το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος ούτε για την υποχρέωση ανατροπής του τεκμηρίου αυτού για το μέλλον, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν έθεσε στη γνώση της Επιτροπής το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Σεπτεμβρίου 2010.

112    Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει ότι η απαγόρευση που επιβάλλει το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Σεπτεμβρίου 2010 επαναλήφθηκε με τον loi 2014‑1653, du 29 décembre 2014, de programmation des finances publiques pour les années 2014 à 2019 (νόμο 2014‑1653, της 29ης Δεκεμβρίου 2014, για τον προγραμματισμό των δημοσίων οικονομικών για τα έτη 2014 έως 2019) (JORF της 30ής Δεκεμβρίου 2014, κείμενο αριθ. 1), καθώς και με τον loi 2018‑32, du 22 janvier 2018, de programmation des finances publiques pour les années 2018 à 2022 (νόμο 2018‑32, της 22ας Ιανουαρίου 2018, για τον προγραμματισμό των δημοσίων οικονομικών για τα έτη 2018 έως 2022) (JORF της 23ης Ιανουαρίου 2018, κείμενο αριθ. 1). Η Γαλλική Δημοκρατία μνημονεύει επίσης την arrêté du 4 septembre 2018 fixant la liste des organismes divers d’administration centrale ayant interdiction de contracter auprès d’un établissement de crédit un emprunt dont le terme est supérieur à douze mois ou d’émettre un titre de créance dont le terme excède cette durée (υπουργική απόφαση, της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, για τον καθορισμό του καταλόγου των διαφόρων φορέων της κεντρικής διοικήσεως που απαγορεύεται να συνάπτουν με πιστωτικό ίδρυμα δάνειο διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα μηνών ή να εκδίδουν χρεωστικό τίτλο διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα μηνών) (JORF αριθ. 230 της 5ης Οκτωβρίου 2018, κείμενο αριθ. 22).

113    Με τις παρατηρήσεις του επί των συμπερασμάτων που πρέπει να αντληθούν από την αναιρετική απόφαση, ο IFPEN υποστηρίζει ότι η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε ότι δεν εφαρμόζεται το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), ακόμη και για το μέλλον. Τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία η Επιτροπή ολοκλήρωσε την εξέταση του ενδεχόμενου πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, διευκρινίζοντας, όσον αφορά τις μεταγενέστερες της προσβαλλομένης αποφάσεως σχέσεις, ότι η Επιτροπή «δεν μπορ[ούσε] να προδικάσει τη μελλοντική συμπεριφορά των παραγόντων της αγοράς ούτε την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο θα προσλαμβάνουν την επίπτωση της εγγύησης του κράτους στον κίνδυνο αθέτησης του δημόσιου οργανισμού IFP[EN]». Κατά τον IFPEN, το συμπέρασμα αυτό περί μη εφαρμογής τεκμηρίου ήταν κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένο διότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν κατέληξε σε σαφές συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ του οργανισμού αυτού. Επομένως, μολονότι το άρθρο 107 ΣΛΕΕ επιβάλλει στην Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως, να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος και όχι τη δυνατότητα υπάρξεως πλεονεκτήματος, η Επιτροπή αρκέστηκε, στην αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να αναφερθεί, όσον αφορά το παρελθόν, σε δυνητικό πλεονέκτημα που δεν είχε προκύψει κατά τρόπο συγκεκριμένο και, όσον αφορά το μέλλον, να κάνει λόγο, στην αιτιολογική σκέψη 200 της αποφάσεως αυτής, για αδυναμία της να προδικάσει τις μελλοντικές συμπεριφορές των ενδιαφερόμενων φορέων στην αγορά.

114    Εν πάση περιπτώσει, ο IFPEN φρονεί ότι το μαχητό τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος έχει ανατραπεί όχι μόνο για το παρελθόν, όπως αποδεικνύει η ανάλυση του κόστους των δανείων που συνήψε κατά την περίοδο από τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος του έως τον Νοέμβριο του 2018, αλλά και για το μέλλον.

115    Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, ο IFPEN υποστηρίζει ότι ο μη εύλογος χαρακτήρας της εκτιμήσεως περί υπάρξεως μελλοντικού πλεονεκτήματος υπέρ του επιβεβαιώνεται από το σύνολο των αναγόμενων στο γενικό πλαίσιο στοιχείων που προσκόμισαν οι γαλλικές αρχές στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία. Ειδικότερα, ο IFPEN αναφέρεται σε τρία συγκεκριμένα στοιχεία. Πρώτον, στο γεγονός ότι η μετατροπή του σε EPIC δεν είχε αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική του κατάσταση ή στους όρους χρηματοδοτήσεώς του, σύμφωνα με τη γενική αρχή περί συνέχειας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 95‑VI του νόμου της 13ης Ιουλίου 2005. Δεύτερον, στην εξαιρετική διαχείριση των οικονομικών του IFPEN, την οποία απηχεί η διαρκής αύξηση των ιδίων πόρων του. Τρίτον, στη μη συνομολόγηση δανείου διάρκειας άνω του ενός έτους κατά τα πέντε τελευταία έτη και στην ύπαρξη ενός μόνο δανείου αμελητέου ποσού διάρκειας μικρότερης του έτους, στοιχεία περί των οποίων έγινε λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 197 και 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

116    Προβάλλοντας επιχειρηματολογία παρόμοια με αυτή της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο IFPEN υποστηρίζει ότι ο μη εύλογος χαρακτήρας της εκτιμήσεως περί υπάρξεως μελλοντικού πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN αποδεικνύεται επίσης από το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Σεπτεμβρίου 2010.

117    Εξάλλου, κατά τον IFPEN, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία και ο ίδιος είχαν πολλές ευκαιρίες να ενημερώσουν την Επιτροπή για την ύπαρξη του ανωτέρω νόμου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεδομένου ότι ο νόμος δημοσιεύθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2010, ήτοι περισσότερο από ένα μήνα μετά την απάντηση των γαλλικών αρχών στο τελευταίο αίτημα παροχής πληροφοριών που τους απευθύνθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ούτε ότι η μη προσκόμιση του κειμένου του εν λόγω νόμου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας εξηγείται από τη βούληση των ενδιαφερομένων να κάνουν χρήση του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας.

118    Τέλος, ο IFPEN υποστηρίζει ότι τα προερχόμενα από τρία τραπεζικά ιδρύματα στοιχεία ανατρέπουν το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010, μολονότι περιστέλλει, από διαρθρωτικής απόψεως, τις δυνατότητες δανεισμού του οργανισμού αυτού, δεν αποκλείει τη δυνατότητα ένα υψηλό δάνειο να του παράσχει πλεονέκτημα κατά τη διάρκεια ενός έτους.

119    Με τις παρατηρήσεις της επί των συμπερασμάτων που πρέπει να αντληθούν από την αναιρετική απόφαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει τα πραγματικά αποτελέσματα που είχε η επίμαχη εγγύηση στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, στο μέτρο που υφίστατο μαχητό τεκμήριο ότι η εγγύηση αυτή συνιστούσε πλεονέκτημα στις εν λόγω σχέσεις. Κατά την Επιτροπή, από την αναιρετική απόφαση προκύπτει ότι, προκειμένου να ανατραπεί το ως άνω τεκμήριο, δεν αρκεί η διαπίστωση ότι η επίμαχη εγγύηση δεν είχε κατά το παρελθόν καμία πραγματική συνέπεια στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αλλά πρέπει επίσης να αποδειχθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του οικείου EPIC εγγύηση, ο οργανισμός αυτός δεν πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να αποκομίσει στο μέλλον κανένα πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα από την εγγύηση αυτή.

120    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αντέκρουσε το επιχείρημα του IFPEN ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εφάρμοσε τεκμήριο όσον αφορά το πλεονέκτημα στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

121    Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και του IFPEN, με τα οποία επιχειρείται η ανατροπή του ως άνω τεκμηρίου για το μέλλον, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, στο μέτρο που στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία μεταγενέστερα της προσβαλλομένης αποφάσεως ή τα οποία δεν είχαν γνωστοποιηθεί κατά τη διοικητική διαδικασία στην Επιτροπή από τη Γαλλική Δημοκρατία και τον IFPEN, μολονότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, είχε υπάρξει εκτεταμένη επικοινωνία σχετικά με την εφαρμοστέα επί του IFPEN εθνική νομοθεσία.

122    Εξάλλου, η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας και του IFPEN –στην περίπτωση που ήθελε κριθεί παραδεκτή– ότι το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010 ήταν ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών για το μέλλον.

123    Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση, το γεγονός και μόνον ότι ο IFPEN απολαύει κρατικής εγγυήσεως παρείχε, αυτό καθεαυτό, τη δυνατότητα στην Επιτροπή να επικαλεστεί το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), δεδομένου ότι το τεκμήριο αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι, χάρη στην εγγύηση που είναι σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του, ένας EPIC τυγχάνει ή θα μπορούσε να τύχει ευνοϊκότερων χρηματοδοτικών όρων από αυτούς που συνήθως συνομολογούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές (αναιρετική απόφαση σκέψη 116).

124    Επισημαίνεται επίσης ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει ο IFPEN, η Επιτροπή όντως εφάρμοσε εν προκειμένω συλλογιστική στηριζόμενη σε τεκμήριο αναφορικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

125    Ειδικότερα, κατά πρώτον, αφού εξέτασε στις αιτιολογικές σκέψεις 196 έως 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως τα στοιχεία που είχε παράσχει η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή κατέληξε, στην αιτιολογική σκέψη 199 της αποφάσεως αυτής, στο συμπέρασμα ότι τέτοιο πλεονέκτημα δεν είχε προκύψει κατά τρόπο συγκεκριμένο κατά το χρονικό διάστημα από τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος του IFPEN έως το έτος 2010.

126    Κατά δεύτερον, στην αιτιολογική σκέψη 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το συμπέρασμα κατά το οποίο η κρατική εγγύηση δεν παρέσχε πλεονέκτημα στον IFPEN στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ίσχυε μόνο για το παρελθόν, στο μέτρο που η Επιτροπή «δεν μπορού[σε] να προδικάσει τη μελλοντική συμπεριφορά των παραγόντων της αγοράς ούτε την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο θα προσλαμβάνουν την επίπτωση της εγγύησης του κράτους στον κίνδυνο αθέτησης του [IFPEN]».

127    Επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, «στο πλαίσιο των ετήσιων εκθέσεων τις οποίες θα κληθούν να υποβάλλουν στην Επιτροπή στο μέλλον, οι γαλλικές αρχές θα πρέπει να παρέχουν στοιχεία σχετικά με το επίπεδο των όρων δανεισμού του [IFPEN] και να προσκομίζουν απόδειξη ότι τα δάνεια αυτά είναι σύμφωνα με τους όρους της αγοράς ή να προσθέτουν το ισοδύναμο ακαθάριστο της αντίστοιχης ενίσχυσης στην εκτίμηση των ανώτατων ποσών των επιπτώσεων της εγγύησης σύμφωνα με μέθοδο ανάλογη με αυτήν που περιγράφεται στην [προσβαλλόμενη απόφαση]».

128    Επομένως, από την αιτιολογική σκέψη 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εμμέσως πλην σαφώς δέχθηκε την κατά τεκμήριο ύπαρξη του πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εκτιμώντας ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει ένα τέτοιο πλεονέκτημα για το μέλλον και προβλέποντας, ως εκ τούτου, την υποχρέωση των γαλλικών αρχών να αποδείξουν ότι το πλεονέκτημα αυτό δεν επρόκειτο να προκύψει και ότι, σε περίπτωση που τυχόν προέκυπτε, θα παρέμενε εντός των ορίων του μέγιστου επιτρεπόμενου αντικτύπου της εγγυήσεως.

129    Υπενθυμίζεται ότι, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην αναιρετική απόφαση, προκειμένου να ανατραπεί ένα τέτοιο τεκμήριο, πρέπει να αποδειχθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η σύμφυτη με το νομικό καθεστώς του οικείου EPIC εγγύηση, ο οργανισμός αυτός δεν έχει αποκομίσει κατά το παρελθόν και δεν θα αποκομίσει κατά πάσα πιθανότητα στο μέλλον πραγματικό πλεονέκτημα από την εγγύηση αυτή (αναιρετική απόφαση, σκέψη 117).

130    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η ίδια η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το πλεονέκτημα στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών δεν είχε προκύψει κατά τρόπο συγκεκριμένο κατά το χρονικό διάστημα από τη μετατροπή του IFPEN σε EPIC έως το έτος 2010 και, ως εκ τούτου, δέχθηκε ότι το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος είχε ανατραπεί για το παρελθόν.

131    Επομένως, θα πρέπει να εξεταστεί αν τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN είναι ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος για το μέλλον, υπό τις προϋποθέσεις που έθεσε το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση και οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 129 ανωτέρω.

132    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία γίνεται δεκτό ότι η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, C‑472/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:885, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα τα επιχειρήματα που αντλεί ο IFPEN από την ανάλυση των χρηματοδοτικών όρων τους οποίους υποστηρίζει ότι του παρέσχαν τραπεζικά ιδρύματα μεταξύ 2011 και 2018, καθώς και από σύνολο επαφών που είχε ο IFPEN με τις τράπεζες, προκειμένου να αποδείξει ότι το 2016 του χορηγήθηκε βραχυπρόθεσμη πίστωση υπό τους εμπορικούς όρους της αγοράς, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται σε πληροφοριακά στοιχεία μεταγενέστερα της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η απαγόρευση για ορισμένους δημόσιους οργανισμούς να συνάπτουν με πιστωτικό ίδρυμα δάνειο διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα μηνών, όπως η απαγόρευση αυτή θεσπίστηκε με το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010, επαναλήφθηκε κατά σύστημα με τους μεταγενέστερους της προσβαλλομένης αποφάσεως νόμους περί δημοσίων οικονομικών.

134    Όσον αφορά το επιχείρημα που η Γαλλική Δημοκρατία αντλεί από το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των προσβαλλόμενων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑53/16, EU:T:2018:943, σκέψεις 223 και 224 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

135    Εντούτοις, υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τυχόν πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα μπορούσαν να της είχαν προσκομιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία, αλλά δεν προσκομίστηκαν, εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και στηριζόμενη σε εικασίες ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑53/16, EU:T:2018:943, σκέψη 223 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

136    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN δεν γνωστοποίησαν το κείμενο της διατάξεως αυτής στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως και ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση του επίμαχου κειμένου όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

137    Επομένως, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα που αντλεί η Γαλλική Δημοκρατία από το άρθρο 12 του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

138    Η ανωτέρω διαπίστωση δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Γαλλική Δημοκρατία.

139    Ειδικότερα, πρώτον, επισημαίνεται ότι η νομολογία που διαμορφώθηκε κατόπιν της αποφάσεως της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38), την οποία μνημονεύει η Γαλλική Δημοκρατία, δεν είναι λυσιτελής εν προκειμένω.

140    Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε μεν, με τη σκέψη 72 της αποφάσεως της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38), ότι η έκταση του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καλύπτει όλα τα στοιχεία των αποφάσεων της Επιτροπής οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των οποίων διασφαλίζει το Γενικό Δικαστήριο, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλουν οι προσφεύγοντες και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που αυτοί υποβάλλουν στην κρίση του, είτε τα στοιχεία αυτά είναι προγενέστερα είτε μεταγενέστερα της εκδοθείσας αποφάσεως, είτε αυτά είχαν προσκομισθεί προηγουμένως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε, για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον τα εν λόγω στοιχεία είναι ουσιώδη για τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 72).

141    Πλην όμως, από το γράμμα αυτό καθεαυτό της σκέψεως 72 της αποφάσεως της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38), όπως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι η νομολογία αυτή αφορά τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και όχι τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

142    Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι έπρεπε να της επιτραπεί να επικαλεστεί το κείμενο του άρθρου 12 του νόμου της 28ης Ιανουαρίου 2010, προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, για τον λόγο και μόνον ότι δεν μπόρεσε να το επικαλεστεί κατά το στάδιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, διότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, δεν υπήρξε καμία συζήτηση σχετικά με το εν λόγω τεκμήριο.

143    Πράγματι, επισημαίνεται ότι, στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η Επιτροπή είχε διευκρινίσει ότι, παρά τις εξηγήσεις που παρέσχον οι γαλλικές αρχές, δεν μπορούσε, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της κρατικής εγγυήσεως της οποίας απήλαυε ο IFPEN λόγω του νομικού καθεστώτος του ως EPIC, να αποκλείσει την περίπτωση να απολαύει ο IFPEN οικονομικού πλεονεκτήματος συνδεόμενου με τη δυνατότητα επεμβάσεως του Δημοσίου σε έσχατη ανάγκη. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι το πλεονέκτημα αυτό απέρρεε από την ευνοϊκότερη, εκ μέρους των δανειστών, εκτίμηση του συνδεόμενου με την εξόφληση των πιστώσεων κινδύνου, η οποία οφειλόταν στην ύπαρξη απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως, και ότι θα μπορούσε να λάβει τη μορφή καλύτερων όρων χορηγήσεως πιστώσεως. Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία, η οποία μετέσχε στην επίσημη διαδικασία εξετάσεως, ήταν εκείνη που όφειλε να προσκομίσει τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία θεωρούσε ικανά να κλονίσουν την εκτίμηση που είχε εκθέσει η Επιτροπή, στην απόφαση περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας, σχετικά με την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του κειμένου του άρθρου 12 του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010.

144    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία δύναται να επικαλεστεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας το κείμενο του άρθρου 12 του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω άρθρο δεν ήταν, αυτό καθεαυτό, ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

145    Πράγματι, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010 όριζε ότι, «[α]νεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη των εφαρμοστέων επ’ αυτών διατάξεων, δεν μπορούν να συνάψουν με πιστωτικό ίδρυμα δάνειο διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα μηνών, ούτε να εκδώσουν χρεωστικό τίτλο διάρκειας μεγαλύτερης από την προμνησθείσα οι γαλλικοί οργανισμοί που υπάγονται στην κατηγορία των φορέων της κεντρικής διοικήσεως, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας, πλην του Δημοσίου, του Caisse d’amortissement de la dette sociale (οργανισμού αποσβέσεως του χρέους των ασφαλιστικών ταμείων), του Caisse de la dette publique (οργανισμού διαχειρίσεως δημοσίου χρέους) και της Société de prises de participation de l’État (εταιρίας συμμετοχών του Δημοσίου)» και ότι, «με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και του Υπουργού επί του προϋπολογισμού, καθορ[ιζόταν] ο κατάλογος των οργανισμών επί των οποίων εφαρμ[οζόταν] η απαγόρευση αυτή».

146    Επισημαίνεται, επομένως, ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστήριξε η Γαλλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απλώς και μόνον η αναφορά στην κατηγορία των φορέων της κεντρικής διοικήσεως κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 310, σ. 1), δεν μπορούσε να καταστήσει δυνατή τη διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή είχε εφαρμογή επί του IFPEN, στο μέτρο που, κατά την εν λόγω διάταξη, ο κατάλογος των οργανισμών επί των οποίων επρόκειτο να εφαρμοστεί θα καταρτιζόταν με υπουργική απόφαση.

147    Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Γαλλική Δημοκρατία διευκρίνισε ότι ο IFPEN περιλαμβανόταν στον κατάλογο των γαλλικών οργανισμών που ενέπιπταν στην κατηγορία των φορέων της κεντρικής διοικήσεως του άρθρου 12 του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 2010, όπως ο κατάλογος προσαρτήθηκε στην υπουργική απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 για τον καθορισμό του καταλόγου των εν λόγω οργανισμών που απαγορεύεται να συνάπτουν με πιστωτικό ίδρυμα δάνειο διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα μηνών ή να εκδίδουν χρεωστικό τίτλο διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα μηνών (JORF αριθ. 232, της 6ης Οκτωβρίου 2011, σ. 16907).

148    Όσον αφορά το επιχείρημα του IFPEN ότι τα αναγόμενα στο γενικό πλαίσιο στοιχεία που προσκόμισαν οι γαλλικές αρχές στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 115 ανωτέρω, αρκούσαν για να ανατρέψουν το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όσον αφορά το μέλλον, επισημαίνεται, όπως ακριβώς παρατήρησε και η Επιτροπή, ότι τα στοιχεία αυτά, τα οποία αφορούσαν το παρελθόν, δεν αρκούσαν προκειμένου να αποκλειστεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος στο μέλλον, στο μέτρο που το καταστατικό του IFPEN περιείχε διάταξη προβλέπουσα τη δυνατότητά του να συνάπτει δάνεια χωρίς περιορισμό διάρκειας ή ποσού.

149    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFPEN δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών όσον αφορά το μέλλον.

150    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι η κρατική εγγύηση της οποίας απολαύει ο IFPEN λόγω του νομικού καθεστώτος του ως EPIC του παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα.

151    Ως εκ τούτου, παρά τη διαπίστωση, στη σκέψη 105 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος το οποίο φέρεται να αποκόμισε ο IFPEN από την έμμεση και απεριόριστη κρατική εγγύηση στις σχέσεις του με τους προμηθευτές και πελάτες του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και είναι σχετικοί με την ύπαρξη και τον υπολογισμό του πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN.

 Επί των λόγων ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και είναι σχετικοί με τη μεταβίβαση του πλεονεκτήματος στις θυγατρικές του IFPEN, Axens και Prosernat

152    Τα επιχειρήματα σχετικά με τη μεταβίβαση του πλεονεκτήματος που αποκόμισε ο IFPEN συνεπεία της έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως που είναι σύμφυτη με το καθεστώς του ως EPIC προς τις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές του, Axens και Prosernat, προβάλλονται με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑157/12 και με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑479/11.

153    Ο IFPEN και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τη μεταβίβαση του οικονομικού πλεονεκτήματος που φέρεται να αποκόμισε ο IFPEN συνεπεία της επίμαχης κρατικής εγγυήσεως προς τις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές του, Axens και Prosernat.

154    Ο IFPEN επισημαίνει, συναφώς, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει, σε καθεμία από τις αποφάσεις της, τα ειδικά πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υποθέσεως, η ενέργειά της να στηρίξει τη συλλογιστική που ανέπτυξε στην προσβαλλόμενη απόφαση σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της συλλογιστικής που είχε ακολουθήσει στην απόφαση C(2005) 5412 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 531/2005, Γαλλία – Μέτρα που συνδέονται με τη δημιουργία και τη λειτουργία της Banque Postale (στο εξής: απόφαση Banque Postale), δεν είναι η αρμόζουσα και στερείται ερείσματος. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει ότι στην εν λόγω απόφαση λήφθηκε υπόψη η ιδιαίτερη δομή της λειτουργίας του ομίλου La Poste, η οποία διαφέρει από εκείνη του ομίλου IFPEN, και ότι η επιστημονική φύση των δραστηριοτήτων του IFPEN και των θυγατρικών του ουδόλως είναι συγκρίσιμη με τις ταχυδρομικές δραστηριότητες. Επιπλέον, ο IFPEN διατείνεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 246 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν εντόπισε, στις λογιστικές καταστάσεις του, ενδείξεις περί μεταβιβάσεως του πλεονεκτήματος, στήριξε την απόδειξη της μεταβιβάσεως αυτής απλώς και μόνο στο τεκμήριο ότι το πλεονέκτημα μεταβιβάστηκε μέσω της μη τιμολογήσεως στις θυγατρικές αυτές του κόστους που συνδεόταν με την κάλυψη από την κρατική εγγύηση των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν από τον IFPEN για λογαριασμό τους.

155    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί την ερμηνεία της αποφάσεως Banque Postale και, αφετέρου, ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι ασκούμενες από τον IFPEN δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και έρευνας τιμολογούνταν με βάση το κόστος με το οποίο βαρυνόταν ο IFPEN, προσαυξημένο κατά ένα περιθώριο κέρδους, και, κατά συνέπεια, ότι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των θυγατρικών του συνάπτονταν υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και πλάνη περί τα πράγματα, εκτιμώντας ότι η συλλογιστική που είχε ακολουθήσει στην απόφαση 2009/157 μπορούσε να εφαρμοστεί στο σύνολο των σχέσεων μεταξύ του IFPEN και των θυγατρικών του, ενώ όφειλε να περιοριστεί μόνο στις σχέσεις οι οποίες συνάπτονταν στο πλαίσιο των αποκλειστικών συμφωνιών που είχαν προκύψει κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ του IFPEN και των θυγατρικών του, Axens και Prosernat.

156    Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από τις ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ζήτημα της μεταβιβάσεως του πλεονεκτήματος στις θυγατρικές δεν μπορεί να διαχωριστεί από την υπόλοιπη απόφαση.

157    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ζήτημα της μεταβιβάσεως του πλεονεκτήματος έχει επικουρικό χαρακτήρα όσον αφορά την απόδειξη της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως υπέρ του IFPEN συνεπεία του νομικού καθεστώτος του ως EPIC και ότι το μόνο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να προκύψει από την εξέταση του ζητήματος αυτού είναι η μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά τη μεταβίβαση της ενισχύσεως στις θυγατρικές. Κατά την Επιτροπή, το ζήτημα της ενδεχόμενης μεταβιβάσεως του πλεονεκτήματος στις θυγατρικές του IFPEN μπορεί να διαχωριστεί από το προκαταρκτικό ζήτημα της υπάρξεως πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN.

158    Επιπλέον, η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας και του IFPEN και ζητεί την απόρριψη των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως.

159    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά την κάλυψη, από την κρατική εγγύηση, των δραστηριοτήτων μεταφοράς τεχνολογίας που ασκεί ο IFPEN στους τομείς που καθορίζουν οι αποκλειστικές συμφωνίες που έχει συνάψει με την Axens και την Prosernat.

160    Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 249 και 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οικονομικό πλεονέκτημα στους τομείς αποκλειστικής δραστηριότητας των θυγατρικών Axens και Prosernat, το οποίο απορρέει από την κάλυψη που παρασχέθηκε με τη χορηγηθείσα στον IFPEN κρατική εγγύηση, συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα, καθόσον παρέχει στις θυγατρικές τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση στην τεχνολογία και στους ανθρώπινους πόρους και τα υλικά μέσα του IFPEN υπό συνθήκες ευνοϊκότερες από εκείνες στις οποίες τελούν οι ανταγωνιστές τους.

161    Επομένως, η απόδειξη της μεταβιβάσεως του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του, Axens και Prosernat, είναι αναγκαία προκειμένου να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το μέτρο το οποίο διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

162    Υπενθυμίζεται επίσης ότι το άρθρο 1, παράγραφος 5, της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά την κάλυψη, από την κρατική εγγύηση, των δραστηριοτήτων έρευνας επί συμβάσει και παροχής υπηρεσιών που ασκεί ο IFPEN τόσο για λογαριασμό τρίτων όσο και για λογαριασμό των θυγατρικών του.

163    Επισημαίνεται ότι, εξ ορισμού, ο χαρακτηρισμός του ως άνω μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως δεν συνεπάγεται απόδειξη της μεταβιβάσεως του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του Axens και Prosernat όσον αφορά τις δραστηριότητες έρευνας επί συμβάσει και παροχής υπηρεσιών που ασκεί ο IFPEN για λογαριασμό τρίτων, καθώς και για λογαριασμό των θυγατρικών του εκτός των τομέων που καθορίζουν οι αποκλειστικές συμφωνίες.

164    Αντιθέτως, υπογραμμίζεται ότι η απόδειξη της μεταβιβάσεως του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του Axens και Prosernat είναι καθοριστικής σημασίας για τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως της καλύψεως, από την κρατική εγγύηση, των δραστηριοτήτων έρευνας επί συμβάσει και παροχής υπηρεσιών που ασκεί ο IFPEN για λογαριασμό των εν λόγω θυγατρικών στους τομείς τους οποίους καθορίζουν οι αποκλειστικές συμφωνίες που έχει συνάψει με τις θυγατρικές αυτές. Συγκεκριμένα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, από την ενίσχυση ωφελούνται πράγματι οι θυγατρικές του IFPEN, Axens Prosernat, διότι, λόγω των συμφωνιών αποκλειστικότητας, οι εν λόγω υπηρεσίες μπορούν να παρασχεθούν από τον IFPEN μόνο για λογαριασμό των εν λόγω θυγατρικών.

165    Επομένως, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά μη απόδειξη της μεταβιβάσεως του πλεονεκτήματος, καθόσον βάλλει κατά του χαρακτηρισμού ως κρατικής ενισχύσεως του μέτρου το οποίο διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, στον βαθμό που το μέτρο αυτό αφορά την κάλυψη, από την κρατική εγγύηση, των δραστηριοτήτων έρευνας επί συμβάσει και παροχής υπηρεσιών που ασκεί ο IFPEN τόσο για λογαριασμό τρίτων όσο και για λογαριασμό των θυγατρικών του εκτός του πεδίου εφαρμογής των συμφωνιών αποκλειστικότητας.

166    Οι αιτιάσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και του IFPEN θα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

167    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση του IFPEN ότι η Επιτροπή κακώς στήριξε την απόδειξη της μεταβιβάσεως του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του Axens και Prosernat σε μη αρμόζουσα κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της συλλογιστικής που είχε ακολουθήσει στην απόφαση Banque postale και, ως εκ τούτου, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, επισημαίνεται ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη.

168    Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, «λαμβάνοντας υπόψη την απουσία, στο γαλλικό δίκαιο, γενικής ευθύνης του μετόχου έναντι των θυγατρικών εταιρειών του ομίλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο [IFPEN] και, κατά συνέπεια, το γαλλικό κράτος μπορούν να είναι υπεύθυνοι για την εξόφληση απαιτήσεων τρίτων επί των οικονομικών δραστηριοτήτων της Axens και της Prosernat, ιδίως σε περίπτωση που οι εταιρείες αυτές θα ετίθεντο υπό δικαστική εκκαθάριση».

169    Επομένως, η Επιτροπή απέκλεισε την περίπτωση να έχει υπάρξει άμεση μεταβίβαση προς τις Axens και Prosernat του πλεονεκτήματος που φέρεται να είχε αποκομίσει ο IFPEN στις σχέσεις του με τους δανειστές του.

170    Ωστόσο, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 241 έως 247 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε ότι το εν λόγω πλεονέκτημα μεταβιβάστηκε εμμέσως στην Axens και την Prosernat, εκθέτοντας την ακόλουθη συλλογιστική:

«(241)      Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι στην προαναφερθείσα απόφαση [Banque Postale], αν και θεωρήθηκε […] ότι ως ανώνυμη εταιρεία η Banque Postale εξακολουθούσε να υπόκειται στο κοινό δίκαιο σε θέματα δικαστικής εξυγίανσης και εκκαθάρισης και, ως εκ τούτου, δεν επωφελούνταν για λογαριασμό της από απεριόριστη εγγύηση του κράτους, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα μιας ενδεχόμενης μεταβίβασης προς τη θυγατρική των αποτελεσμάτων της δημόσιας εγγύησης που παρέχεται στον μοναδικό μέτοχό της.

(242)      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι ο τρόπος λειτουργίας του ομίλου που επέτρεπε την κοινή λειτουργία ανάμεσα στον μέτοχο (La Poste) και τη θυγατρική (La Banque Postale), λόγω συνδυασμένου αποτελέσματος i) της χρησιμοποίησης από τη θυγατρική των ανθρώπινων και υλικών πόρων που διατίθενται από τη μητρική εταιρεία και ii) της αμοιβής αυτών των μέσων βάσει του κόστους που βαρύνει τη μητρική εταιρεία, κατά τρόπο ώστε, σε περίπτωση οικονομικού οφέλους που μπορεί να μειώσει το κόστος της La Poste, η αμοιβή που καταβάλλονταν από την La Banque Postale στη μητρική της εταιρεία θα μειωνόταν ανάλογα, γεγονός που σημαίνει μεταφορά (τουλάχιστον μερική) αυτού του οικονομικού οφέλους προς τη θυγατρική.

(243)      Κατά τον ίδιο τρόπο, στην προαναφερθείσα απόφαση C 51/05, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχε ένας βαθμός κοινών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις τιμολογιακές επιλογές του δημόσιου οργανισμού IFP για τις υπηρεσίες που παρέχονται στην Axens και την Prosernat στον αποκλειστικό τομέα τους, με αποτέλεσμα οι εμπορικές σχέσεις εντός του ομίλου να μην υπακούουν σε μια λογική αγοράς, αλλά αντίθετα παρείχαν τη δυνατότητα διασταυρούμενης επιδότησης των οικονομικών δραστηριοτήτων των θυγατρικών από δημόσια κεφάλαια που ετίθεντο στη διάθεση της μητρικής εταιρείας. […]

(244)      Στην προαναφερθείσα απόφαση σχετικά με την La Banque Postale, η Επιτροπή έκρινε αναγκαίο να αναλάβουν οι γαλλικές αρχές δεσμεύσεις που θα επέτρεπαν να τεθεί σε λειτουργία ένας μηχανισμός που θα εξουδετερώνει, στο επίπεδο της θυγατρικής, τα ενδεχόμενα προνόμια της μητρικής εταιρείας. […]

(245)      Στην προκειμένη περίπτωση, οι γαλλικές αρχές ανέλαβαν τη δέσμευση όσον αφορά τους όρους δανεισμού των θυγατρικών του δημόσιου οργανισμού IFP (Axens, Beicip‑Franlab, Prosernat), να αναφέρουν εγγράφως σε κάθε σύμβαση χρηματοδότησης (για κάθε μέσο που καλύπτεται από σύμβαση) για κάθε πράξη ότι “σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο (ιδίως η ανάγκη μιας ρητής νομοθετικής άδειας για κάθε εγγύηση), η παρούσα πράξη χρηματοδότησης δεν ωφελείται από καμία εγγύηση, κανενός είδους άμεση ή έμμεση εκ μέρους του κράτους”.

(246)      Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση από τις θυγατρικές ανθρώπινου δυναμικού και υλικών μέσων που τίθεται στη διάθεση από τη μητρική εταιρεία τους, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην προαναφερθείσα απόφαση C 51/05 “εάν υπάρχει επιχορήγηση οικονομικών δραστηριοτήτων, αυτή προκύπτει από το επίπεδο των αμοιβών που καταβάλλουν οι εμπλεκόμενες θυγατρικές στη μητρική εταιρεία και η οποία αντικατοπτρίζεται στους λογαριασμούς του IFP”. […] Κατά την εξέταση των λογαριασμών του δημόσιου οργανισμού IFP, τα μόνα στοιχεία κόστους που δεν είχαν ληφθεί ήδη υπόψη από την Επιτροπή για το έτος 2006 στην προαναφερθείσα απόφασή της C 51/05, και για τα επόμενα έτη στις ετήσιες εκθέσεις που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, είναι τα στοιχεία σχετικά με την κάλυψη, βάσει της απεριόριστης εγγύησης, των υπηρεσιών που παρέχει ο δημόσιος οργανισμός IFP στις θυγατρικές του. Το ασφάλιστρο που αντιστοιχεί στην εγγύηση εκτέλεσης της σύμβασης, ή τουλάχιστον καλύτερης προσπάθειας, που δεν καταβλήθηκε στο κράτος, δεν τιμολογήθηκε ούτε στις υπηρεσίες που παρέχονται στις θυγατρικές.

(247)      Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι το οικονομικό πλεονέκτημα που αποκόμισε ο δημόσιος οργανισμός από την εγγύηση λόγω του καθεστώτος του μεταβιβάστηκε στις θυγατρικές του ιδιωτικού δικαίου Axens και Prosernat.»

171    Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι «[η] τιμολόγηση των υπηρεσιών έρευνας επί συμβάσει του [IFPEN] καθορίζεται βάσει του πλήρους κόστους, στο οποίο εφαρμόζεται ένα περιθώριο το ποσοστό του οποίου διαφέρει σε συνάρτηση με το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με τον πελάτη […]» και ότι, «[μ]ε τον τρόπο αυτό, το μόνο στοιχείο κόστους που φαίνεται να μην έχει ληφθεί υπόψη από τον δημόσιο οργανισμό αντιστοιχεί ακριβώς στο ασφάλιστρο για την κάλυψη της εγγύησης εκτέλεσης σύμβασης (ή καλύτερης προσπάθειας) του [IFPEN]».

172    Από τις προπαρατεθείσες αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει ότι η απόδειξη της μεταβιβάσεως του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του Axens και Prosernat στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η παροχή υπηρεσιών του IFPEN προς τις εν λόγω θυγατρικές ήταν υποτιμολογημένη, διαπίστωση η οποία απορρέει, αφενός, από την απόφαση 2009/157, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε έλλειψη στεγανότητας, ιδίως όσον αφορά τους αποκλειστικούς τομείς δραστηριότητας της Axens και Prosernat, που καθιστούσε δυνατή την πρακτική των διασταυρούμενων επιδοτήσεων, αναφορικά με το έτος 2006, και, αφετέρου, από το γεγονός ότι οι ετήσιες εκθέσεις που είχαν προσκομίσει οι γαλλικές αρχές για τα έτη 2007 έως 2009, προκειμένου να αποδείξουν ότι οι υπηρεσίες που παρείχε ο IFPEN για λογαριασμό των θυγατρικών του είχαν τιμολογηθεί βάσει της τιμής της αγοράς, δεν λάμβαναν υπόψη ότι ο IFPEN δεν χρέωνε τις θυγατρικές του, ως πελάτες, για την κάλυψη των εν λόγω υπηρεσιών από την κρατική εγγύηση της οποίας απέλαυε λόγω του νομικού καθεστώτος του ως EPIC.

173    Επομένως, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει ο IFPEN, η Επιτροπή δεν στήριξε την απόδειξη της μεταβιβάσεως του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του Axens και Prosernat απλώς και μόνο σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της συλλογιστικής που είχε ακολουθήσει στην απόφαση Banque postale, αλλά έλαβε υπόψη τα στοιχεία που αφορούσαν ειδικώς τις εσωτερικές σχέσεις εντός του ομίλου IFPEN.

174    Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελής η αιτίαση της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως την απόφαση Banque postale.

175    Δεύτερον, λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως που εκτίθεται στη σκέψη 172 ανωτέρω όσον αφορά τη συλλογιστική στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει τη μεταβίβαση του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του Axens και Prosernat, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα του IFPEN ότι η Επιτροπή στήριξε την εν λόγω απόδειξη αποκλειστικώς και μόνο στο τεκμήριο μεταβιβάσεως του πλεονεκτήματος μέσω της μη τιμολογήσεως του κόστους που συνδεόταν με την κάλυψη, από την κρατική εγγύηση, των υπηρεσιών που παρείχε ο IFPEN για λογαριασμό των θυγατρικών του.

176    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στην απόφαση 2009/157 προκειμένου να αποδείξει τη μεταβίβαση του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων έρευνας επί συμβάσει και παροχής υπηρεσιών τις οποίες ασκούσε ο IFPEN για λογαριασμό των εν λόγω θυγατρικών εκτός των τομέων αποκλειστικής δραστηριότητάς τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα αυτό, δεδομένου ότι δεν αφορά τη μεταβίβαση του πλεονεκτήματος στους τομείς που καλύπτονται από τις συμφωνίες αποκλειστικότητας, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές για τον λόγο που εκτέθηκε στη σκέψη 165 ανωτέρω.

177    Τέταρτον, η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο ότι η τιμολόγηση, από τον IFPEN στις θυγατρικές του, των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών και έρευνας επί συμβάσει γίνεται με βάση τους όρους της αγοράς.

178    Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη το ως άνω στοιχείο όσον αφορά την απόδειξη της μεταβιβάσεως του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του Axens και Prosernat εκτός του πεδίου αποκλειστικών δραστηριοτήτων των θυγατρικών. Ειδικότερα, όπως παρατηρεί η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, από την αιτιολογική σκέψη 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η παρασχεθείσα από τις γαλλικές αρχές περιγραφή του τρόπου καθορισμού των τιμών του IFPEN, μολονότι αποδείκνυε ότι η τιμολόγηση των υπηρεσιών έρευνας του IFPEN εκτός του πεδίου των αποκλειστικών σχέσεών του με τις θυγατρικές του καθοριζόταν με βάση το πλήρες κόστος παραγωγής προσαυξημένο κατά ορισμένο περιθώριο κέρδους, εντούτοις δεν έκανε λόγο για ασφάλιστρο κινδύνου καταβαλλόμενο προς το Δημόσιο ως αντιπαροχή για την απεριόριστη εγγύησή του υπέρ του IFPEN.

179    Αφετέρου, όπως επίσης υποστηρίζει η Επιτροπή, από την αιτιολογική σκέψη 246 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, όσον αφορά την απόδειξη της μεταβιβάσεως του υπέρ του IFPEN πλεονεκτήματος προς τις θυγατρικές του Axens και Prosernat στους τομείς αποκλειστικής δραστηριότητάς τους, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην απόφαση 2009/157, από τις αιτιολογικές σκέψεις 146 και 147 της οποίας προκύπτει ότι οι αμοιβές που κατέβαλλαν οι Axens και Prosernat στον IFPEN για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες στους τομείς αποκλειστικής δραστηριότητάς τους ήταν χαμηλότερες από το κόστος παραγωγής των υπηρεσιών αυτών και συνεπάγονταν μεταβίβαση κρατικής ενισχύσεως. Επισημαίνεται, όμως, ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν προσέβαλε την απόφαση 2009/157 ούτε αμφισβήτησε τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν από την απόφαση αυτή σε σχέση με τις αμοιβές που κατέβαλλαν οι Axens και Prosernat προς τον IFPEN για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες στους τομείς αποκλειστικής δραστηριότητάς τους, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

180    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η αιτίαση της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο ότι η τιμολόγηση, από τον IFPEN προς τις θυγατρικές του, των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών και έρευνας επί συμβάσει γίνεται με βάση την τιμή της αγοράς.

181    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και είναι σχετικοί με τη μεταβίβαση του πλεονεκτήματος του οποίου απέλαυε ο IFPEN προς τις θυγατρικές του, Axens και Prosernat, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί του λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και είναι σχετικός με την ύπαρξη μεταφοράς κρατικών πόρων

182    Με επιχείρημα που αναπτύσσει στο τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑157/12, ο IFPEN υποστηρίζει επαλλήλως ότι δεν υφίσταται επαρκής σύνδεσμος μεταξύ του πλεονεκτήματος του οποίου απολαύει και της μεταφοράς κρατικών πόρων προερχόμενων από την επίμαχη απεριόριστη εγγύηση. Ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τις σχέσεις με τους προμηθευτές ή με τους πελάτες του, ο σύνδεσμος μεταξύ της προβαλλόμενης μειώσεως των τιμών ή της προβαλλόμενης χρήσεως της εγγυήσεως καλής εκτελέσεως, αφενός, και της μεταφοράς κρατικών πόρων, αφετέρου, έχει, αντικειμενικώς εξεταζόμενος, τεχνητό χαρακτήρα και βασίζεται εξ ολοκλήρου σε υποθετικές κατασκευές που δεν ερείδονται σε κανένα αντικειμενικό στοιχείο.

183    Επισημαίνεται συναφώς ότι, μολονότι τα επιχειρήματα του IFPEN αναπτύσσονται στο τμήμα εκείνο της προσφυγής που αφορά την ύπαρξη του πλεονεκτήματος, εντούτοις αναφέρονται σε μια άλλη προϋπόθεση για την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ήτοι στη δέσμευση κρατικών πόρων.

184    Εξάλλου, σημειώνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά αφορούν μόνον τις σχέσεις μεταξύ του IFPEN και των προμηθευτών και των πελατών του.

185    Επομένως, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 105 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η έμμεση και απεριόριστη κρατική εγγύηση υπέρ του IFPEN παρέσχε, ή μπορούσε να παράσχει, αποκλειστικό πλεονέκτημα υπέρ του IFPEN στις σχέσεις του με τους προμηθευτές και τους πελάτες του, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί του λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

186    Ο IFPEN προβάλλει τα επιχειρήματα περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως στην υπόθεση T‑157/12.

187    Τα επιχειρήματα αυτά περιλαμβάνουν δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, ο IFPEN υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει αντικειμενικώς την ύπαρξη έμμεσης και απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως υπέρ των EPIC και, ως εκ τούτου, στήριξε τη συλλογιστική της σε σειρά μη επαληθευμένων υποθετικών εκτιμήσεων, η απαίτηση να υπόκειται συστηματικώς η ίδρυση ενός EPIC στην υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως και, εν συνεχεία, στην υποχρέωση υποβολής σειράς διοικητικών εκθέσεων όσον αφορά τη συμβατότητά της προς την εσωτερική αγορά, είναι δυσανάλογη. Κατά τον IFPEN, η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας είναι πρόδηλη κατά μείζονα λόγο διότι, αφενός, οι νομικές αρχές που εφαρμόζονται επί των EPIC είναι προγενέστερες της Συνθήκης της Ρώμης και η Γαλλική Κυβέρνηση προέβαλε ισχυρή νομική επιχειρηματολογία προκειμένου να καταδείξει ότι η άποψη της Επιτροπής είναι εσφαλμένη και, αφετέρου, η Γαλλική Κυβέρνηση προσφέρθηκε να λάβει επαρκή μέτρα ώστε να άρει τις αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη εγγυήσεως υπέρ των EPIC, προτείνοντας την τροποποίηση του διατάγματος εφαρμογής του νόμου της 16ης Ιουλίου 1980.

188    Με το δεύτερο σκέλος, ο IFPEN διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει στις γαλλικές αρχές και, κατά συνέπεια, στον ίδιο την τήρηση σειράς υποχρεώσεων που είναι προδήλως δυσανάλογες τόσο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό όσο και σε σχέση με την πολύ περιορισμένη έκταση, όσον αφορά την περίπτωσή του, των επιπτώσεων που έχει το νομικό καθεστώς των EPIC.

189    Συγκεκριμένα, πρώτον, ο IFPEN παρατηρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει στις γαλλικές αρχές και, επομένως, στον ίδιο, την υποχρέωση να υποβάλουν κάθε έτος, από 1ης Ιανουαρίου 2010 και έως τη λήξη της ισχύος των αποκλειστικών συμφωνιών, ετήσια οικονομική έκθεση που να περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως. Όμως, κατά τον IFPEN, αφενός, η απαίτηση της Επιτροπής να περιλαμβάνει η ετήσια έκθεση αξιολόγηση της προσαυξήσεως την οποία επάγεται η προβαλλόμενη απεριόριστη εγγύηση και η οποία απορρέει από την ευνοϊκότερη εκτίμηση, εκ μέρους των προμηθευτών, του κινδύνου αδυναμίας πληρωμών του IFPEN και από τη μη καταβολή ασφαλίστρου αντιστοιχούντος στην προβαλλόμενη εγγύηση καλής εκτελέσεως, συνεπάγεται σπατάλη των ιδίων πόρων του, ενώ μια τέτοια απαίτηση είναι εντελώς τεχνητή και αναντίστοιχη προς την οικονομική πραγματικότητα. Το γεγονός ότι μια τέτοια «προσαύξηση» δεν εντοπίζεται στις λογιστικές καταστάσεις του IFPEN και ότι η Επιτροπή δεν είναι σε θέση, μετά από πολλά έτη, να καθορίσει αποδεκτούς δείκτες συγκρίσεως επιβεβαιώνει τον εξόχως τεχνητό, αν όχι επινοημένο, χαρακτήρα οποιασδήποτε αναφοράς σε «προσαύξηση». Αφετέρου, ο IFPEN επισημαίνει ότι, μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και της ημερομηνίας ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν, συμφώνως προς το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2009/157, την ανανέωση της ισχύος των συμφωνιών βιομηχανικής έρευνας μεταξύ του ιδίου και των θυγατρικών του, Axens και Prosernat, στους τομείς αποκλειστικής δραστηριότητας των τελευταίων. Κατά τον IFPEN, η προσβαλλόμενη απόφαση εξαρτά ρητώς τη θετική έκβαση της εξετάσεως που αφορά τη συμβατότητα της ανανεώσεως των εν λόγω συμφωνιών από την τήρηση του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως. Όμως, στην πράξη, η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει στις γαλλικές αρχές την υποχρέωση να υποβάλουν ετήσια έκθεση έως τη λήξη της ισχύος των αποκλειστικών συμφωνιών, ήτοι για συνολικό χρονικό διάστημα δέκα ετών, πράγμα το οποίο είναι προδήλως δυσανάλογο σε σχέση με τον σκοπό του ελέγχου μιας κρατικής ενισχύσεως ως προς την ύπαρξη της οποίας θα μπορούσαν να διατυπωθούν εύλογες αμφιβολίες.

190    Δεύτερον, ο IFPEN προσάπτει στην Επιτροπή ότι επέβαλε στις γαλλικές αρχές την υποχρέωση να περιλάβουν στις συμβάσεις του IFPEN τις ρήτρες που μνημονεύονται στο άρθρο 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μέτρο το οποίο είναι εξόχως δεσμευτικό και δεν δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο διότι η Επιτροπή συνήγαγε την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως βάσει σειράς μη επαληθευμένων υποθετικών εκτιμήσεων και προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως.

191    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι το σκέλος αυτό στηρίζεται στην προκείμενη ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το νομικό καθεστώς του EPIC παρείχε στον IFPEN έμμεση και απεριόριστη κρατική εγγύηση.

192    Εντούτοις, αφενός, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), έκρινε ότι, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιου είδους εγγυήσεως, η οποία δεν προβλέπεται ρητώς από κανένα νομοθετικό ή συμβατικό κείμενο, η Επιτροπή μπορεί να βασίζεται στη μέθοδο της δέσμης σοβαρών, συγκεκριμένων και συγκλινουσών ενδείξεων, προκειμένου να εξακριβώνει αν υπάρχει στο εθνικό δίκαιο πραγματική υποχρέωση για το Δημόσιο να δεσμεύσει ιδίους πόρους, προκειμένου να καλύπτει τις ζημίες αφερέγγυου EPIC, και, επομένως, κατά πάγια νομολογία, αν υπάρχει αρκούντως συγκεκριμένος οικονομικός κίνδυνος επιβαρύνσεως του κρατικού προϋπολογισμού (απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 65).

193    Αφετέρου, υπενθυμίζεται επίσης ότι, ερωτηθείς από το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑559/12 P, EU:C:2014:217), για την υπό κρίση διαφορά, ο IFPEN διευκρίνισε, με την από 5 Μαΐου 2014 επιστολή του, ότι, κατά την άποψή του, η εκτίμηση που εκτέθηκε στη σκέψη 192 ανωτέρω έχει εφαρμογή εν προκειμένω και ότι, κατά συνέπεια, παραιτούνταν από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε πλάνη περί το δίκαιο και κατά τον οποίο η Επιτροπή υπερέβη τα όρια που της αναγνωρίζονται για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων.

194    Επομένως, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, στο μέτρο που δεν αποσύρθηκε από τον IFPEN, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

195    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ο IFPEN υποστηρίζει ότι οι υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν στη Γαλλική Δημοκρατία και, εμμέσως, στον ίδιο με το άρθρο 5 και το άρθρο 9, παράγραφοι 1 έως 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι δυσανάλογες.

196    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, με δεδομένο ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση της 24ης Μαΐου 2007, Maatschap Schonewille‑Prins, C‑45/05, EU:C:2007:296, σκέψη 45).

197    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι από το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το μέτρο περί του οποίου κάνει λόγο το άρθρο 1, παράγραφος 4, της αποφάσεως αυτής συνιστά, από 1ης Ιανουαρίου 2010 και έως τη λήξη της ισχύος των αποκλειστικών συμφωνιών μεταξύ του IFPEN και των θυγατρικών του Axens και Prosernat, κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω αποφάσεως.

198    Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[η] ετήσια οικονομική έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της απόφασης C 51/05 περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται ήδη στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω [αποφάσεως], και τα στοιχεία που απαριθμούνται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου».

199    Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι «[η] ετήσια οικονομική έκθεση περιλαμβάνει το ποσό, το επιτόκιο και τους συμβατικούς όρους των δανείων που συνάπτει ο [IFPEN] κατά την εξεταζόμενη ετήσια περίοδο καθώς και εκτίμηση του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης της ενδεχόμενης επιδότησης επιτοκίου που συνδέεται με την κρατική εγγύηση, εκτός εάν προσκομιστεί απόδειξη ότι οι εν λόγω δανειακές συμβάσεις είναι σύμφωνες με τους συνήθεις όρους της αγοράς, είτε συγκρίνοντας τους όρους με αυτούς που ελάμβανε ο [IFPEN] πριν τη μεταβολή του καθεστώτος του, είτε βάσει μιας ακριβέστερης μεθοδολογίας εκ των προτέρων εγκεκριμένης από την Επιτροπή».

200    Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει ότι «[η] ετήσια οικονομική έκθεση περιλαμβάνει το ποσό των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει ο [IFPEN] από προμηθευτές για την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 της παρούσας απόφασης, κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης ετήσιας περιόδου, καθώς και ανώτατη εκτίμηση του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης της ενίσχυσης που είναι αποτέλεσμα μιας ευνοϊκότερης εκτίμησης εκ μέρους των προμηθευτών του κινδύνου αθέτησης της επιχείρησης» και ότι «[η] εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται είτε με την εφαρμογή κατ’ αποκοπήν ποσοστού 2,5 % στο ποσό των αγορών που έχουν πραγματοποιηθεί, είτε βάσει ακριβέστερης μεθοδολογίας που έχει εγκριθεί εκ των προτέρων από την Επιτροπή».

201    Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[η] ετήσια οικονομική έκθεση περιλαμβάνει το ποσό των οικονομικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 της παρούσας απόφασης, που ασκούνται από τον [IFPEN] κατά την εξεταζόμενη ετήσια περίοδο καθώς και μέγιστη εκτίμηση του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης της ενίσχυσης που είναι αποτέλεσμα της μη καταβολής ασφαλίστρου για την παροχή εγγύησης εκτέλεσης της σύμβασης, ή τουλάχιστον καλύτερης προσπάθειας, στους δικαιούχους των εν λόγω οικονομικών υπηρεσιών» και ότι «[η] εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται είτε με την εφαρμογή ενός κατ’ αποκοπήν ποσοστού 5 % επί του ποσού των υλοποιούμενων δραστηριοτήτων, είτε βάσει ακριβέστερης μεθοδολογίας που εγκρίνεται εκ των προτέρων από την Επιτροπή».

202    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το άρθρο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλει στον IFPEN, κατ’ ουσίαν, υποχρεώσεις που αποσκοπούν στην εξακρίβωση της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά της ενισχύσεως που του χορήγησε το Δημόσιο. Το εν λόγω άρθρο επιβάλλει στον φορέα αυτόν την υποχρέωση να υποβάλλει στην Επιτροπή, σε ετήσια βάση, στοιχεία σχετικά με τους όρους των δανείων που έχει συνάψει, τα ποσά τα οποία δαπάνησε για αγαθά και υπηρεσίες που απέκτησε από προμηθευτές προς άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του, την ανώτατη εκτίμηση του ισοδυνάμου επιχορηγήσεως της ενισχύσεως και, τέλος, το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις οικονομικές δραστηριότητες που έχει ασκήσει, συνοδευόμενο από μέγιστη εκτίμηση του ισοδυνάμου επιχορηγήσεως της ενισχύσεως.

203    Επισημαίνεται συναφώς ότι, στην περίπτωση που ένα κρατικό μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το μέτρο αυτό υπόκειται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Επομένως, η υποχρέωση κοινοποιήσεως στην Επιτροπή των πληροφοριακών στοιχείων που είναι αναγκαία για την εκτίμηση της συμβατότητας ορισμένης ενισχύσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθεαυτήν, ως αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

204    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν στον IFPEN αποτελούν συνέχεια των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν με την απόφαση 2009/157, η οποία δεν προσβλήθηκε ούτε από τον IFPEN ούτε από τη Γαλλική Δημοκρατία.

205    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, όπως επίσης υποστηρίζει η Επιτροπή, η υποβολή ετήσιας εκθέσεως στο πλαίσιο καθεστώτος ενισχύσεων αποτελεί πρακτική πάγια και αναλογική σε σχέση με τον σκοπό του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

206    Εντούτοις, εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, μολονότι η υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως συνδέεται με το τεκμήριο υπάρξεως πλεονεκτήματος υπέρ του IFPEN στις σχέσεις του με τους τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, το οποίο, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, ορθώς χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή προκειμένου να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση το μέτρο που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της ίδιας αποφάσεως, δεν ισχύει το ίδιο και για τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, της ίδιας αποφάσεως.

207    Πράγματι, διαπιστώνεται ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις διατάξεις αυτές αφορούν το πλεονέκτημα που φέρεται να αποκόμισε ο IFPEN στις σχέσεις του με τους προμηθευτές και τους πελάτες, και του οποίου την ύπαρξη δεν απέδειξε η Επιτροπή, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 105 ανωτέρω. Επομένως, τέτοιες υποχρεώσεις δεν μπορούν, εξ ορισμού, να θεωρηθούν κατάλληλες και αναγκαίες κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 196 ανωτέρω.

208    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφοι 1 έως 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλει στις γαλλικές αρχές, κατ’ ουσίαν, την υποχρέωση να περιλαμβάνουν στις συναπτόμενες από τον IFPEN συμβάσεις ρήτρα περί αποκλεισμού της ευθύνης του Δημοσίου και στις συναπτόμενες από τις θυγατρικές του IFPEN συμβάσεις ρήτρα περί αποκλεισμού της ευθύνης του οργανισμού αυτού καθώς και της ευθύνης του Δημοσίου.

209    Εντούτοις, ο IFPEN περιορίζεται συναφώς στο επιχείρημα ότι η υποχρέωση προσθήκης των ρητρών περί αποκλεισμού ευθύνης είναι ιδιαιτέρως δεσμευτική για τον ίδιο, χωρίς να εξηγεί από ποια ακριβώς άποψη οι ρήτρες περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι αναγκαίες ούτε κατάλληλες εν προκειμένω.

210    Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας κατά την οποία, συμφώνως προς το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, και προς το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων ή ισχυρισμών. Η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειαστεί πρόσθετες πληροφορίες. Για τον λόγο αυτόν, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, όπερ σημαίνει ότι η αφηρημένη, απλώς και μόνον, επίκληση του λόγου αυτού δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας. Ανάλογες απαιτήσεις ισχύουν οσάκις προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη κάποιου λόγου ή ισχυρισμού (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2018, Winkler κατά Επιτροπής, T‑369/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:334, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

211    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, κατά το μέρος που το σκέλος αυτό αφορά το άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, και να απορριφθεί ως απαράδεκτο κατά τα λοιπά.

212    Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η προσφυγή του IFPEN στην υπόθεση T‑157/12.

213    Αντιθέτως, δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία απορρίφθηκαν, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στην υπόθεση T‑479/11.

 Επί της εκτάσεως της ακυρώσεως

214    Ο IFPEN ζητεί, κυρίως, την ακύρωση του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επικουρικώς, την ακύρωση εκείνων των τμημάτων των ουσιαστικών διατάξεών της που βαρύνονται με ελάττωμα.

215    Επισημαίνεται συναφώς ότι ο λόγος ακυρώσεως που έγινε δεκτός και αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας σχετίζεται μόνο με τις προϋποθέσεις συμβατότητας των μέτρων τα οποία χαρακτηρίστηκαν, με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως κρατικές ενισχύσεις.

216    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να ακυρωθούν το άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που αφορά τη μέγιστη επίπτωση της κρατικής εγγυήσεως, όπως η επίπτωση αυτή εκτιμήθηκε με το άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω αποφάσεως, και να απορριφθούν οι προσφυγές κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

217    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

218    Δεδομένου ότι, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική απόφαση και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων που αφορούν τις ενώπιόν του ένδικες διαδικασίες, περιλαμβανομένης της πρωτόδικης διαδικασίας, καθώς και επί των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής διαδικασίας στην υπόθεση C‑438/16 P.

219    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Ωστόσο, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

220    Δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία, ο IFPEN και η Επιτροπή ηττήθηκαν εν μέρει στην πρωτόδικη διαδικασία, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

221    Η Γαλλική Δημοκρατία, ο IFPEN και η Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

222    Δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε στην υπόθεση T‑479/11 RENV, φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

223    Δεδομένου ότι τόσο ο IFPEN όσο και η Επιτροπή ηττήθηκαν στην υπόθεση T‑157/12 RENV για τον λόγο ότι το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση και απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά, ο IFPEN και η Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 1, κατά το μέρος που αφορά τη μέγιστη επίπτωση της κρατικής εγγυήσεως, όπως η επίπτωση αυτή εκτιμήθηκε με το άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως 2012/26/ΕΕ της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπ’ αριθ. C 35/08 (πρώην NN 11/08) που χορήγησε η Γαλλία στον δημόσιο οργανισμό «Institut français du pétrole».

2)      Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και ο IFP Énergies nouvelles φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του στις υποθέσεις T479/11 και T157/12.

4)      Η Γαλλική Δημοκρατία, ο IFP Énergies nouvelles και η Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του στην υπόθεση C438/16 P.

5)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στην υπόθεση T479/11 RENV.

6)      Ο IFP Énergies nouvelles και η Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του στην υπόθεση T157/12 RENV.

Collins

Kancheva

De Baere

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Οκτωβρίου 2020.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.