Language of document : ECLI:EU:T:2020:120

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Μαρτίου 2020 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έκθεση ελέγχου σχετικά με το ανθρώπινο δυναμικό του EACEA – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Εξαίρεση σχετική με την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου»

Στην υπόθεση T‑646/18,

Laurence Bonnafous, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από την A. Blot και τον S. Rodrigues, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις C. Ehrbar και K. Herrmann,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 6753 final της Επιτροπής, της 9ης Οκτωβρίου 2018, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας για πρόσβαση στην τελική έκθεση ελέγχου του 2018 σχετικά με το ανθρώπινο δυναμικό του Εκτελεστικού Οργανισμού Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA), με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 2018,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, N. Półtorak (εισηγήτρια) και M. Stancu, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Laurence Bonnafous, ήταν συμβασιούχος υπάλληλος του Εκτελεστικού Οργανισμού Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA).

2        Στις 30 Ιουλίου 2018, η προσφεύγουσα απηύθυνε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να ζητήσει, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), πρόσβαση στο έγγραφο το οποίο προσδιορίζεται από την εν λόγω υπηρεσία ως «Final audit report – IAS Audit on HR Management in the Education, Audiovisual and Cultural Executive Agency [Ares(2018) 361356]» (Τελική έκθεση ελέγχου – Έλεγχος της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής σχετικά με τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του EACEA, στο εξής: ζητηθέν έγγραφο).

3        Με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 2018, η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής αρνήθηκε να παράσχει στην προσφεύγουσα πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο. Η άρνηση αυτή στηριζόταν, κατ’ ουσίαν, στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο ορίζει ότι θεσμικό όργανο της Ένωσης μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε ένα έγγραφο εάν η γνωστοποίησή του είναι ικανή να θίξει την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση αυτή υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον. Συγκεκριμένα, η ως άνω υπηρεσία έκρινε ότι η γνωστοποίηση, στο στάδιο αυτό, του ζητηθέντος εγγράφου θα έθιγε την προστασία των σκοπών που επιδιώκονται με τις δραστηριότητες επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου τις οποίες αφορούσε το έγγραφο αυτό, στο μέτρο που θα παρακώλυε την αποτελεσματική εφαρμογή των συστάσεων που περιείχε και στον βαθμό που τα σχετικά μέτρα εφαρμογής δεν είχαν ολοκληρωθεί.

4        Με έγγραφο της 29ης Αυγούστου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στο ζητηθέν έγγραφο.

5        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η αρχική προθεσμία προς απάντηση στην επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως την οποία αυτή είχε υποβάλει έπρεπε να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να οριστεί νέα σχετική προθεσμία, η οποία έληγε στις 10 Οκτωβρίου 2018.

6        Στις 9 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2018) 6753 final (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση της προσφεύγουσας για πρόσβαση στο έγγραφο. Η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 99, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), αντιτίθετο στην πρόωρη γνωστοποίηση εκθέσεως ελέγχου, η οποία μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την απρόσκοπτη διεξαγωγή και την ανεξαρτησία του ελέγχου και, αφετέρου, ότι κανένα υπερισχύον δημόσιο συμφέρον δεν δικαιολογούσε την μη εφαρμογή αυτής της εξαιρέσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Οκτωβρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

8        Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε τη συνεκδίκαση της υποθέσεως T‑614/17, Bonnafous κατά EACEA, με την υπό κρίση υπόθεση. Στις 5 Δεκεμβρίου 2018 η Επιτροπή αντιτάχθηκε στη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων.

9        Στις 21 Δεκεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα κατέθεσε πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

10      Με απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2019, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη μη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση T‑614/17.

11      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2019.

12      Η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2019.

13      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Απριλίου 2019.

14      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

15      Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, αποφάσισε να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση τόσο του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όσο και του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και του κανονισμού 1049/2001. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 41 του Χάρτη. Τέλος, ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

19      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει την προσφυγή αρχίζοντας από τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41 του Χάρτη

20      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προσδιορισμός των κινδύνων γίνεται σε υποθετική βάση και χωρίς καμία αναφορά στους συγκεκριμένους λόγους που θα καθιστούσαν δυνατό τον προσδιορισμό τους ή έστω τη σκιαγράφησή τους. Η προσφεύγουσα εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για το γεγονός ότι η εν λόγω αφηρημένη αιτιολογία στηρίζεται σε πολύ αόριστες εκτιμήσεις. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι υφίστανται αντιφάσεις μεταξύ της αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως και του περιεχομένου του μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της 19ης Σεπτεμβρίου 2018 που της απηύθυνε ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής προκειμένου να δικαιολογήσει την αναβολή της απαντήσεως που έπρεπε να δοθεί στην επιβεβαιωτική αίτηση την οποία αυτή είχε υποβάλει. Κατά την προσφεύγουσα, στο ως άνω μήνυμα ως εξήγηση για την εν λόγω καθυστέρηση αναφερόταν πράγματι η ανάγκη συγκεντρώσεως όλων των στοιχείων που ήταν αναγκαία για την απάντηση στην αίτηση προσβάσεως στο έγγραφο την οποία αυτή είχε υποβάλει. Πλην όμως, στην απόφαση αυτή δεν περιλαμβάνεται καμία αναφορά στα εν λόγω στοιχεία. Στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, και πάντοτε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή παρέβη το καθήκον αρωγής και ενημερώσεως του κοινού που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001.

21      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

22      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ καθώς και από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και πρέπει να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 147 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      H απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 150 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όσον αφορά τις αιτήσεις προσβάσεως σε έγγραφα, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση αυτήν, πρέπει να αποδεικνύει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ότι τα έγγραφα στα οποία ζητείται η πρόσβαση εμπίπτουν πράγματι στις εξαιρέσεις που απαριθμεί ο κανονισμός 1049/2001 (αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Williams κατά Επιτροπής, T‑42/05, EU:T:2008:325, σκέψη 95, και της 7ης Ιουλίου 2011, Valero Jordana κατά Επιτροπής, T‑161/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:337, σκέψη 49).

24      Επομένως, κατά τη νομολογία, στο θεσμικό όργανο που αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφο απόκειται να παράσχει αιτιολογία από την οποία να μπορεί να γίνει κατανοητό και να εξακριβωθεί, αφενός, αν το ζητηθέν έγγραφο έχει πράγματι σχέση με τον τομέα τον οποίο αφορά η προβαλλόμενη εξαίρεση και, αφετέρου, αν όντως υφίσταται η συνδεόμενη με την εξαίρεση αυτή ανάγκη προστασίας (βλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2012, In ‘t Veld κατά Συμβουλίου, T‑529/09, EU:T:2012:215, σκέψη 118 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εξάλλου, καίτοι η Επιτροπή υποχρεούται να εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή εν προκειμένω μιας από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001, εντούτοις δεν υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες που βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την κατανόηση, από τον αιτούντα την πρόσβαση, των λόγων για τους οποίους εξέδωσε την απόφασή της και για τον έλεγχο, από το Γενικό Δικαστήριο, της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2008, Τερεζάκης κατά Επιτροπής, T‑380/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:19, σκέψη 119).

26      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων πρέπει να προσδιοριστεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το άρθρο 41 του Χάρτη.

27      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι κίνδυνοι στους οποίους αναφέρεται η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνησή της να γνωστοποιήσει το ζητηθέν έγγραφο διατυπώνονται κατά τρόπο καθαρά υποθετικό, χωρίς καμία αναφορά στους συγκεκριμένους λόγους που θα καθιστούσαν δυνατό τον προσδιορισμό των κινδύνων.

28      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται σαφώς σε αυτή.

29      Συγκεκριμένα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θεώρησε, κατ’ ουσίαν και υπό το πρίσμα ενός γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας, ότι η ενδεχόμενη γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου ήταν ικανή να θίξει τους σκοπούς του επίμαχου ελέγχου. Έκρινε, συνεπώς, ότι μια τέτοια γνωστοποίηση μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την απρόσκοπτη διεξαγωγή και την ανεξαρτησία του ελέγχου αυτού, ιδίως όσον αφορά τη συνέχεια που έπρεπε να δοθεί καθώς και την έγκρισή της από την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι υφίστατο προβλέψιμος κίνδυνος η γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου να υπονομεύσει το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του EACEA και της εν λόγω υπηρεσίας, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες στην εφαρμογή των σχετικών συστάσεων.

30      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέθεσε σαφώς τους κινδύνους βάσει των οποίων έκρινε ότι γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τους σκοπούς του επίμαχου ελέγχου.

31      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, στο στάδιο αυτό, παρέλκει να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του βασίμου της αιτιολογίας που παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, η εξέταση της υπάρξεως και της εκτάσεως της αιτιολογίας αποφάσεως της Επιτροπής εμπίπτει στον έλεγχο του ουσιώδους τύπου και, κατά συνέπεια, της τυπικής νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας της αποφάσεως, το οποίο εμπίπτει στον έλεγχο της ουσιαστικής της νομιμότητας (βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και το οποίο, εν προκειμένω, θα εξετασθεί στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

32      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι υπερβολικά αφηρημένη, στο μέτρο που στηρίζεται σε πολύ αόριστες εκτιμήσεις.

33      Συναφώς και όπως προκύπτει από τη σύνοψη που παρατίθεται στη σκέψη 29 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, πέραν των κινδύνων στους οποίους θα εξέθετε τους σκοπούς του επίμαχου ελέγχου η γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου, στη γνωστοποίηση αυτή αντιτίθετο και το γεγονός ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 έπρεπε να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθύμισε την ανάγκη διακρίσεως μεταξύ των διοικητικών δραστηριοτήτων και των νομοθετικών διαδικασιών, δεδομένου ότι η απαίτηση διαφάνειας είναι περισσότερο έντονη για τις τελευταίες, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα.

34      Επιβάλλεται, ωστόσο, η παρατήρηση ότι οι αιτιολογίες που εκτίθενται στη σκέψη 33 ανωτέρω συνιστούσαν επαρκείς ενδείξεις, παρασχεθείσες στην προσφεύγουσα, ώστε αυτή να είναι σε θέση να γνωρίζει αν η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν βάσιμη ή αν ενείχε πλημμέλεια η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αμφισβήτηση του κύρους της. Συγκεκριμένα, με βάση τις αιτιολογίες αυτές, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να κατανοήσει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή είχε κρίνει, εν προκειμένω, ότι το ζητηθέν έγγραφο καλυπτόταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Εξάλλου, διαπιστώνεται συναφώς ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει δεκτή η ως άνω ερμηνεία της εν λόγω εξαιρέσεως βρίσκεται στο επίκεντρο των επιχειρημάτων που αυτή ανέπτυξε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει. Επιπλέον, διαπιστώνεται επίσης ότι οι αιτιολογίες αυτές αρκούν προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να είναι σε θέση να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

35      Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η νομολογία, όπως αυτές υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 22 έως 25 ανωτέρω. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι υπερβολικά αόριστη πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

36      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι αιτιολογίες που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν στους λόγους που εκτίθενται στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που της απεστάλη στις 19 Σεπτεμβρίου 2018.

37      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι σκοπός του επίμαχου μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ήταν απλώς να επισημάνει στην προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να απαντήσει στην επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στο ζητηθέν έγγραφο εντός της αρχικώς προβλεπόμενης προθεσμίας. Συνεπώς, το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ουδόλως αποσκοπούσε στην παράθεση των λόγων για τους οποίους θα έπρεπε, ενδεχομένως, να απορριφθεί η εν λόγω αίτηση.

38      Επομένως, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να απορριφθεί.

39      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον αρωγής και ενημερώσεως του κοινού που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001.

40      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι «[τ]α θεσμικά όργανα παρέχουν πληροφορίες και βοήθεια στους πολίτες ως προς το πως και που μπορούν να υποβάλλονται αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφα».

41      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή παρέβη, εν προκειμένω, τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, ούτε, εξάλλου, ότι η φερόμενη έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία προβάλλει, συνιστά τέτοια παράβαση του καθήκοντος αρωγής και ενημερώσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή.

42      Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 2 έως 6 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα ζήτησε, καταρχάς, πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο απευθύνοντας μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής στις 30 Ιουλίου 2018. Η υπηρεσία αυτή απάντησε δεόντως στο εν λόγω μήνυμα με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 2018. Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την εκτίμηση που είχε διατυπώσει η εν λόγω υπηρεσία, υποβάλλοντας επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στις 29 Αυγούστου 2018. Η Επιτροπή απάντησε δεόντως στην επιβεβαιωτική αυτή αίτηση προσβάσεως με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 9 Οκτωβρίου 2018, αφού φρόντισε να ενημερώσει την προσφεύγουσα, στις 19 Σεπτεμβρίου 2018, ότι η προθεσμία απαντήσεως στην εν λόγω αίτηση έπρεπε να παραταθεί κατά δεκαπέντε ημέρες.

43      Πρέπει επίσης να διευκρινισθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το νομότυπο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει, εξάλλου, ότι η προσφεύγουσα διέθετε επαρκή πληροφόρηση σχετικά με τη διαδικασία υποβολής αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα, ώστε να είναι σε θέση να υποβάλει την επίδικη αίτηση προσβάσεως. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή απάντησε με επιμέλεια στην αίτηση αυτή.

44      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον αρωγής που υπέχει, όπως αυτό προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, ή ότι μια τέτοια παράβαση είναι ικανή να θίξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα στοιχείο ικανό να εξηγήσει τη σχέση που αυτή θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ της προβαλλόμενης ως άνω παραβάσεως και της αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής η οποία, εντούτοις, αποτελεί το αντικείμενο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

45      Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας με το οποίο προβάλλεται παράβαση από την Επιτροπή του καθήκοντος αρωγής και ενημερώσεως του κοινού, που απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, είναι αβάσιμο. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

46      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, του άρθρου 42 του Χάρτη και του κανονισμού 1049/2001

47      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς η Επιτροπή αρνήθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου επικαλούμενη την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Ο λόγος αυτός μπορεί να υποδιαιρεθεί σε τέσσερα σκέλη.

48      Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο έλεγχος, στο πλαίσιο του οποίου συντάχθηκε το ζητηθέν έγγραφο, είχε περατωθεί κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ζήτησε πρόσβαση σε αυτό. Συναφώς, ο ίδιος ο τίτλος του εν λόγω εγγράφου, ήτοι «Final audit report – IAS Audit on HR Management in the Education, Audiovisual and Cultural Executive Agency (Ares(2018)361356)», καθώς και οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά τις οποίες, «[β]άσει της τελικής εκθέσεως ελέγχου, ο [EACEA] συμφώνησε να εφαρμόσει τις προτεινόμενες συστάσεις» καταδεικνύουν την ολοκλήρωση του επίμαχου ελέγχου. Εξάλλου, το έγγραφο με τίτλο «HR Annual Plan» (Ετήσιο σχέδιο σχετικά με το ανθρώπινο δυναμικό), το οποίο καταρτίστηκε από τον ίδιο τον EACEA, επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς αυτούς, καθόσον προβλέπει διορθωτικές ενέργειες που αποδεικνύουν ότι το τελικό στάδιο του ελέγχου είχε ολοκληρωθεί. Επιπλέον, από το τελευταίο αυτό έγγραφο προκύπτει ότι επτά από τις δράσεις που προτάθηκαν με το ζητηθέν έγγραφο υλοποιήθηκαν πλήρως, ενώ είναι εύλογο να υποτεθεί ότι και οι δύο τελευταίες δράσεις που προτάθηκαν με το επίμαχο έγγραφο θα είχαν υλοποιηθεί πλήρως, δεδομένου ότι είχαν ήδη εκτελεσθεί σε ποσοστό 70 % και 80 %, αντιστοίχως, κατά το χρονικό σημείο κατάρτισης του εγγράφου με τίτλο «HR Annual Plan». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι δέκα σημαντικές δράσεις είχαν επομένως υλοποιηθεί πλήρως βάσει των συστάσεων της εκθέσεως ελέγχου. Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, η προσφεύγουσα συνέταξε ανακεφαλαιωτικό σημείωμα στο οποίο αναλύονται τα ποσοστά εκτελέσεως των μέτρων εφαρμογής από τον EACEA. Ωστόσο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι, εφόσον η επίκληση της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να μην επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφο, είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η γνωστοποίησή του είναι ικανή να θέσει σε κίνδυνο τους σκοπούς του ελέγχου, η εξαίρεση αυτή δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω λόγω του ότι είχε ολοκληρωθεί ο επίμαχος έλεγχος.  Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν απαράδεκτο η πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο να εξαρτάται από ένα αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός, που ενδεχομένως θα συμβεί στο απώτερο μέλλον.

49      Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο οι συστάσεις που διατυπώθηκαν με το ζητηθέν έγγραφο πρέπει προηγουμένως να έχουν τεθεί στο αρχείο από αυτή, κατόπιν της εφαρμογής τους από τον EACEA, πριν επιτραπεί η δημοσιοποίησή τους στο κοινό, αντιβαίνει τόσο στον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001 όσο και στο δικαίωμα για διαφάνεια που αναγνωρίζεται από το άρθρο 15 ΣΛΕΕ και το άρθρο 42 του Χάρτη. Εξάλλου, τούτο έχει διαπιστωθεί από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2010, Éditions Jacob κατά Επιτροπής (T‑237/05, EU:T:2010:224). Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γενικό περιεχόμενο που η Επιτροπή προσδίδει στην έννοια του σκοπού της έρευνας απορρέει από μια ερμηνεία, εκ μέρους της, η οποία εξουδετερώνει το δικαίωμα για διαφάνεια και η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Επιπλέον, η δυνατότητα επικλήσεως ορισμένων γενικών τεκμηρίων δεν μπορεί, κατά την προσφεύγουσα, να συναχθεί κατά τρόπο συστηματικό για κάθε διαδικασία έρευνας ή ελέγχου, διότι οι εξαιρέσεις από την αρχή της διαφάνειας πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να οριοθετούνται από τις ιδιαιτερότητες της οικείας διαδικασίας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 123 της αποφάσεως της 9ης Ιουνίου 2010, Éditions Jacob κατά Επιτροπής (T‑237/05, EU:T:2010:224).

50      Με το τρίτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μια διάταξη του παράγωγου δικαίου δεν μπορεί να θέτει αδικαιολόγητους περιορισμούς σε ένα θεμελιώδες δικαίωμα του οποίου η νομική ισχύς είναι ισοδύναμη με εκείνη του πρωτογενούς δικαίου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού το οποίο ορίζει ότι «οι εκθέσεις και οι διαπιστώσεις του εσωτερικού ελεγκτή […] καθίστανται προσιτές στο κοινό μόνο μετά την επικύρωση από τον εσωτερικό ελεγκτή των δράσεων που αναλαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν τους». Στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι λαμβάνει υπόψη ότι η εν λόγω εξαίρεση πρέπει να μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνεπή με το άρθρο 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού. Θεωρεί, ωστόσο, ότι η επίκληση της υποχρεώσεως αυτής εμπιστευτικότητας δεν μπορούσε, εν προκειμένω, να απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωση να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του ζητηθέντος εγγράφου, στο μέτρο που, καθόσον το εν λόγω έγγραφο είχε ολοκληρωθεί, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να εφαρμόσει την εξαίρεση που στηρίζεται στην τελευταία αυτή διάταξη, ούτε ένα γενικό τεκμήριο προστασίας του ελέγχου.

51      Με το τέταρτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πληρούσε το κριτήριο του ευλόγως προβλέψιμου κινδύνου. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος να θιγεί η απρόσκοπτη διεξαγωγή και η ανεξαρτησία της οικείας έρευνας διατυπώνεται στην εν λόγω απόφαση κατά τρόπο καθαρά υποθετικό. Αντιθέτως, δεν αποδεικνύεται με την απόφαση αυτή ούτε η ανάγκη εφαρμογής της οικείας εξαιρέσεως ούτε η ανάγκη εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ως προς το σύνολο του ζητηθέντος εγγράφου. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση ενός γενικού τεκμηρίου μη γνωστοποιήσεως προκειμένου να δικαιολογηθεί η εν λόγω απόφαση. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εν προκειμένω, δεν υπήρχε λόγος επικλήσεως υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος προκειμένου να δικαιολογηθεί η γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Εντούτοις, η προσφεύγουσα επισημαίνει εν πάση περιπτώσει και επικουρικώς, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως την οποία ενέχει η απόφαση αυτή. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι εσφαλμένως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα επιχειρήματά της για να αποκτήσει πρόσβαση στο έγγραφο αυτό είναι «μάλλον ιδιωτικής φύσεως». Η Επιτροπή όφειλε να προσδιορίσει ποιες ήταν αυτές οι ιδιωτικής φύσεως εκτιμήσεις και να εξετάσει αν η επίκληση των γενικών αρχών περί διαφάνειας αρκούσε για να αποκλειστεί η ανάγκη προστασίας του εγγράφου αυτού.

52      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

53      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς από κοινού το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος και, στη συνέχεια, το τέταρτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου σκέλους

54      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 42 του Χάρτη, «[κ]άθε πολίτης της Ένωσης καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος». Από το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ προκύπτει επίσης ότι «[κ]άθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος».

55      Παράλληλα, ο κανονισμός 1049/2001, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 255, παράγραφος 2, ΕΚ, αποσκοπεί, όπως προκύπτει από το άρθρο του 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 4, στο να παράσχει στο κοινό δικαίωμα όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 40).

56      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, υπό ειδικές περιστάσεις, το εν λόγω δικαίωμα προσβάσεως μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς. Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, «[ο]ι γενικές αρχές και τα όρια, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, καθορίζονται, μέσω κανονισμών, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία». Επομένως, από το γράμμα του άρθρου προκύπτει σαφώς ότι τα εν λόγω όρια μπορούν να καθορίζονται με κανονισμούς.

57      Ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει, στο άρθρο του 4, καθεστώς εξαιρέσεων βάσει του οποίου τα θεσμικά όργανα μπορούν να αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο σε περίπτωση που η γνωστοποίησή του θα έθιγε κάποιο από τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει το άρθρο αυτό (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Συναφώς, η νομολογία έχει υπενθυμίσει, εξάλλου, ότι το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς στηριζόμενους σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι, δεδομένου ότι συνιστούν απόκλιση από τη γενική αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα, οι ως άνω εξαιρέσεις πρέπει να τυγχάνουν στενής ερμηνείας και αυστηρής εφαρμογής (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψεις 62 και 63).

59      Μεταξύ των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα περιλαμβάνεται εκείνη του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, κατά την οποία τα θεσμικά όργανα αρνούνται την παροχή προσβάσεως σε έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

60      Το καθεστώς των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, και ιδίως η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου, στηρίζεται σε στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ήτοι, αφενός, των συμφερόντων που θα ευνοούνταν από τη γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων και, αφετέρου, των συμφερόντων που θα απειλούνταν από τη γνωστοποίηση αυτή. Η απόφαση που θα ληφθεί επί αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ζήτημα ποιο είναι το συμφέρον που πρέπει να υπερισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 42).

61      Εξάλλου, οσάκις ζητείται από θεσμικό όργανο η γνωστοποίηση εγγράφου, το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει να εκτιμά, κατά περίπτωση, αν το έγγραφο αυτό εμπίπτει στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 35).

62      Υπό το πρίσμα ακριβώς των ανωτέρω εκτιμήσεων πρέπει να κριθεί, εν προκειμένω, το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η άρνησή της να παράσχει στην προσφεύγουσα πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο ήταν δικαιολογημένη βάσει της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού, για τον λόγο, κατ’ ουσίαν, ότι υπήρχε προβλέψιμος κίνδυνος η γνωστοποίησή του να θίξει τον σκοπό του επίμαχου ελέγχου, υπονομεύοντας την εφαρμογή από το EASA των συστάσεων που περιλαμβάνονταν σε αυτό.

63      Από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι αυτή βάλλει κατά της εφαρμογής στο ζητηθέν έγγραφο της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και κατά της ερμηνείας της υπό το πρίσμα του άρθρου 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού, για τον λόγο ότι ο έλεγχος στο πλαίσιο του οποίου είχε συνταχθεί το έγγραφο αυτό είχε ολοκληρωθεί κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεώς της για πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο. Κατά την προσφεύγουσα, θα ήταν, πράγματι, αντίθετο προς τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001, καθώς και προς την αρχή της διαφάνειας, να αναμένεται να εφαρμοστούν οι συστάσεις που διατυπώνονται σε τελική έκθεση ελέγχου πριν καταστεί δυνατή η γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων χωρίς τον φόβο να θιγούν οι σκοποί που ο έλεγχος αυτός επιδιώκει.

64      Πρώτον, όσον αφορά το στάδιο στο οποίο βρισκόταν ο επίμαχος έλεγχος κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζητηθέν έγγραφο είναι τελική έκθεση της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής, η οποία αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου σχετικά με έλεγχο της διαχειρίσεως του ανθρώπινου δυναμικού εντός του EACEA.

65      Συναφώς, διαπιστώνεται καταρχάς ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Μαΐου 2015, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής (T‑480/11, EU:T:2015:272), την οποία, μεταξύ άλλων, επικαλείται η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση ως παράδειγμα. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 66 της αποφάσεως αυτής, ότι, «κατά την ημερομηνία εκδόσεως της [επίμαχης] αποφάσεως, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η τελική έκθεση περατώσεως της διαδικασίας ελέγχου και εξακολουθούσε να είναι δυνατή και εφικτή η διενέργεια περαιτέρω ερευνών σε σχέση με τον εν λόγω έλεγχο». Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η τελική έκθεση είχε ολοκληρωθεί κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

66      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ιδίως από το ανακεφαλαιωτικό σημείωμα για τη σύνταξη του οποίου μερίμνησε η ίδια η προσφεύγουσα, στις 24 Οκτωβρίου 2018 μόνον ορισμένες συστάσεις από τις διατυπωθείσες στο ζητηθέν έγγραφο είχαν εφαρμοστεί, πράγμα που σημαίνει ότι κατά τη έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είχαν ακόμη εφαρμοστεί όλες οι συστάσεις που είχαν διατυπωθεί στο εν λόγω έγγραφο.

67      Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, μολονότι η τελική έκθεση για την περάτωση της διαδικασίας ελέγχου είχε πράγματι εκδοθεί κατά τον χρόνο υποβολής της επίμαχης αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα, εντούτοις, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, βρίσκονταν σε εξέλιξη μέτρα εφαρμογής σχετιζόμενα με την εν λόγω διαδικασία ελέγχου.

68      Δεύτερον, καθόσον η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το να αναμένεται να τεθούν από την Επιτροπή στο αρχείο οι συστάσεις που διατυπώθηκαν με το ζητηθέν έγγραφο πριν επιτραπεί η δημοσιοποίηση του εγγράφου στο κοινό αντιβαίνει τόσο στον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001 όσο και στο δικαίωμα διαφάνειας που αναγνωρίζεται από το άρθρο 15 ΣΛΕΕ και το άρθρο 42 του Χάρτη, διαπιστώνονται τα ακόλουθα.

69      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, έπρεπε να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014, και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1), ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο του 281, παράγραφος 1, κατάργησε τον δημοσιονομικό κανονισμό από τις 2 Αυγούστου 2018, περιλαμβάνει, στο άρθρο του 118, παράγραφος 9, μια διάταξη η οποία επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού.

70      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει ότι «[ο]ι εκθέσεις και οι διαπιστώσεις του εσωτερικού ελεγκτή, καθώς και η έκθεση του οργάνου, καθίστανται προσιτές στο κοινό μόνο μετά την επικύρωση από τον εσωτερικό ελεγκτή των δράσεων που αναλαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν τους».

71      Διαπιστώνεται επίσης ότι ο κανονισμός 1049/2001 και ο δημοσιονομικός κανονισμός έχουν διαφορετικούς σκοπούς. Ο σκοπός του κανονισμού 1049/2001 συνίσταται στην κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό διευκόλυνση της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα και στην προώθηση πρακτικών χρηστής διοικήσεως (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 109). Ο δημοσιονομικός κανονισμός αποσκοπεί στον καθορισμό των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Ειδικότερα, το κεφάλαιο 9 ορίζει τα καθήκοντα και τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες λειτουργίας που έχουν εφαρμογή στον εσωτερικό ελεγκτή τον οποίο οφείλει να έχει κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης.

72      Παράλληλα, παρατηρείται ότι ο κανονισμός 1049/2001 και ο δημοσιονομικός κανονισμός δεν περιέχουν διάταξη η οποία να προβλέπει ρητώς ότι ο ένας υπερισχύει του άλλου. Από πάγια νομολογία, ωστόσο, προκύπτει ότι δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η ερμηνεία των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 υπό το πρίσμα ορισμένων ειδικών ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι έκαστος των κανονισμών αυτών θα εφαρμόζεται κατά τρόπο συμβατό με την εφαρμογή του άλλου, ώστε να καθίσταται δυνατή η συνεπής εφαρμογή αμφοτέρων (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 123, της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 85, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Secolux κατά Επιτροπής, T‑363/14, EU:T:2016:521, σκέψη 43).

73      Ωστόσο, ο ίδιος ο σκοπός του άρθρου 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού συνίσταται στο να περιορίσει την πρόσβαση στις εκθέσεις και στις διαπιστώσεις του εσωτερικού ελεγκτή, προστατεύοντας τα εν λόγω έγγραφα από τη γνωστοποίηση στο κοινό μέχρι την επικύρωση των μέτρων εφαρμογής τους από τον εν λόγω ελεγκτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παροχή γενικευμένης προσβάσεως, βάσει του κανονισμού 1049/2001, στις εκθέσεις του εσωτερικού ελεγκτή, των οποίων τα μέτρα εφαρμογής δεν έχουν ακόμη επικυρωθεί από τον τελευταίο, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ισορροπία που ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διασφαλίσει στο πλαίσιο του δημοσιονομικού κανονισμού μεταξύ του δικαιώματος του κοινού να έχει όσο το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων και της δυνατότητας του εσωτερικού ελεγκτή να ολοκληρώσει τους ελέγχους που διεξάγει.

74      Επομένως, για την ερμηνεία της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να εφαρμοσθεί γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η γνωστοποίηση των διαπιστώσεων και των εκθέσεων του εσωτερικού ελεγκτή, πριν από την επικύρωση από τον τελευταίο των περιλαμβανόμενων σε αυτές μέτρων εφαρμογής, είναι ικανή να θίξει τους σκοπούς των ελέγχων που αυτός διεξάγει (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 123, της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 85, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Secolux κατά Επιτροπής, T‑363/14, EU:T:2016:521, σκέψη 43), εξυπακουομένου ότι το τεκμήριο αυτό περί επιζήμιου χαρακτήρα δεν αποκλείει τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να αποδείξουν, μεταξύ άλλων, ότι συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η γνωστοποίηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω τεκμηρίου (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Εν πάση περιπτώσει, διευκρινίζεται ότι το γεγονός ότι τα έγγραφα που αφορούν εσωτερικό έλεγχο καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, εφόσον τα μέτρα που αφορούν την εφαρμογή του επίμαχου ελέγχου δεν έχουν επικυρωθεί από τον εσωτερικό ελεγκτή, περιορίζει το θεμελιώδες δικαίωμα του κοινού για πρόσβαση στα έγγραφα κατά τρόπο διττώς περιορισμένο.

76      Συγκεκριμένα, αφενός, η ερμηνεία αυτή αφορά, μεταξύ των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, μόνον την ειδική κατηγορία των ελέγχων που διενεργεί ο εσωτερικός ελεγκτής. Αφετέρου, είναι χρονικώς περιορισμένη, δεδομένου ότι δεν επιτρέπει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να αρνούνται την πρόσβαση στις εκθέσεις και στα συμπεράσματα που αφορούν τέτοιους εσωτερικούς ελέγχους παρά μόνον έως ότου ο εσωτερικός ελεγκτής επικυρώσει τα μέτρα που λαμβάνονται για την εφαρμογή τους. Με άλλα λόγια, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού, περιορίζεται στη διάρκεια της διαδικασίας κατά το πέρας της οποίας ο εσωτερικός ελεγκτής επικυρώνει τα μέτρα εφαρμογής των εκθέσεων αυτών.

77      Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001 και του δημοσιονομικού κανονισμού, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε ερμηνεία η οποία εξουδετερώνει το δικαίωμα για διαφάνεια, καθόσον αρνήθηκε να της παράσχει πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο με την αιτιολογία ότι η συνέχεια που έπρεπε να δοθεί στον επίμαχο έλεγχο δεν είχε ακόμη επικυρωθεί από τον εσωτερικό ελεγκτή.

78      Τρίτον, καθόσον η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω, στο μέτρο που η γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου δεν μπορούσε να υπονομεύσει τους σκοπούς του επίμαχου οικονομικού ελέγχου για τον λόγο ότι αυτός είχε ολοκληρωθεί, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 66 ανωτέρω, το σύνολο των συστάσεων που διατυπώνονται στο εν λόγω έγγραφο δεν είχε ακόμη εφαρμοστεί κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

79      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής (T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, οι σχετικές διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα στο πλαίσιο διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου δεν είχαν ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση και ότι ο δημοσιονομικός κανονισμός, όπως ίσχυε τότε, δεν προέβλεπε κανόνες που να περιορίζουν την πρόσβαση του κοινού στις εκθέσεις ελέγχου. Από την έναρξη ισχύος, ωστόσο, του άρθρου 99, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού του 2012, οι διατάξεις του πρέπει να λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη όσον αφορά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης απόφασης για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 68 έως 77. Επομένως, τα επίμαχα, εν προκειμένω, μέτρα εφαρμογής δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός, που ενδεχομένως θα συμβεί στο απώτερο μέλλον, από το οποίο εξαρτάται η πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο κατά την έννοια της νομολογίας την οποία παραθέτει η προσφεύγουσα.

80      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τέταρτου σκέλους

81      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση του ζητηθέντος εγγράφου πριν καταλήξει στον «εμπιστευτικό χαρακτήρα» του. Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι το συμφέρον της να της γνωστοποιηθεί το ζητηθέν έγγραφο ήταν μάλλον ιδιωτικής φύσεως.

82      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι ένα θεσμικό όργανο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη αξιολόγηση του περιεχομένου των εγγράφων που διαλαμβάνονται σε αίτηση που του απευθύνεται βάσει του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, EU:T:2005:125, σκέψη 74).

83      Αυτή η λύση επί της αρχής δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι μία τέτοια εξέταση απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι, εφόσον η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση στην οποία οφείλει κατ’ αρχήν να προβαίνει το θεσμικό όργανο προκειμένου να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως που του υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001 αποσκοπεί στο να δώσει τη δυνατότητα στο εν λόγω θεσμικό όργανο, αφενός, να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό είναι εφαρμοστέα κάποια εξαίρεση στο δικαίωμα προσβάσεως και, αφετέρου, να αξιολογήσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως, η εξέταση αυτή μπορεί να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι προφανές ότι η πρόσβαση πρέπει ή δεν πρέπει να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που ορισμένα έγγραφα καλύπτονται, καταρχάς, προφανώς στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε, αντιστρόφως, είναι προφανώς προσβάσιμα στο σύνολό τους είτε, τέλος, έχουν αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης αξιολογήσεως από την Επιτροπή υπό παρόμοιες συνθήκες (απόφαση της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, EU:T:2005:125, σκέψη 74).

84      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση και για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 29 ανωτέρω, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι σκοποί του επίμαχου ελέγχου θα ετίθεντο σε κίνδυνο σε περίπτωση γνωστοποιήσεως του ζητηθέντος εγγράφου. Οι εκτιμήσεις αυτές, εξάλλου, εκτίθενται σαφώς στην εν λόγω απόφαση.

85      Επομένως, διαπιστώνεται ότι ήταν πρόδηλο, εν προκειμένω, ότι η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου το οποίο αφορούσε η αίτηση δεν ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό καλυπτόταν από γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η γνωστοποίηση των συμπερασμάτων και εκθέσεων που συνέταξε ο εσωτερικός ελεγκτής, πριν από την εκ μέρους του επικύρωση των μέτρων εφαρμογής τους, ενδέχεται να βλάψει τους σκοπούς των οικονομικών ελέγχων τους οποίους αφορούν.

86      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση του ζητηθέντος εγγράφου.

87      Δεύτερον, στον βαθμό που η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, καθόσον έκρινε ότι τα συμφέροντα στα οποία στηριζόταν η αίτηση προσβάσεως στο ζητηθέν έγγραφο που αυτή είχε υποβάλει ήταν μάλλον ιδιωτικής φύσεως, διαπιστώνεται ότι ορθώς η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, όταν ζήτησε τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Bonnafous κατά EACEA (T‑614/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:381), η προσφεύγουσα προέβαλε ρητώς τέτοιους λόγους ιδιωτικής φύσεως, προκειμένου να δικαιολογήσει το συμφέρον της να της παρασχεθεί πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο.

88      Στο πλαίσιο αυτό, με την επίμαχη αίτηση συνεκδικάσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι «[η] ανάγνωση [του ζητηθέντος εγγράφου] θα [της παρείχε τη δυνατότητα] να επιβεβαιώσει και/ή να τεκμηριώσει πολλές από τις αιτιάσεις που προέβαλε στην υπόθεση T‑614/17».

89      Πλην όμως, το ειδικό συμφέρον το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ο αιτών την πρόσβαση σε έγγραφο που τον αφορά προσωπικά δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως υπερισχύον δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Επομένως, η προάσπιση των συμφερόντων του προκειμένου να προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων δεν αποτελεί υπερισχύον δημόσιο συμφέρον υπό την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, NLG κατά Επιτροπής, T‑109/05 και T‑444/05, EU:T:2011:235, σκέψη 148).

90      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί εκ νέου ότι η άρνηση γνωστοποιήσεως που αντιτάσσεται στην προσφεύγουσα καθώς και το γενικό τεκμήριο, επί του οποίου στηρίζεται η άρνηση αυτή, ότι η γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου θα μπορούσε να βλάψει τους σκοπούς του επίμαχου ελέγχου, είναι προσωρινά. Συγκεκριμένα, από την ίδια τη φύση του εν λόγω τεκμηρίου προκύπτει ότι αυτό μπορεί να αντιταχθεί μόνον ενόσω η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής δεν έχει επικυρώσει τα μέτρα εφαρμογής του ζητηθέντος εγγράφου. Επομένως, η αναφορά στις αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2000, JT’s Corporation κατά Επιτροπής (T‑123/99, EU:T:2000:230, σκέψη 50), και της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής (T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 112), η οποία περιλαμβάνεται στο υπόμνημα απαντήσεως προς στήριξη του επιχειρήματος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερεί από τους πολίτες τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

91      Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι υπερισχύον δημόσιο συμφέρον μπορούσε να δικαιολογήσει τη γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου εν προκειμένω.

92      Επομένως, το τέταρτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

93      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γενικό τεκμήριο μη γνωστοποιήσεως του ζητηθέντος εγγράφου στο οποίο στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δικαιολογημένο. Κατά την προσφεύγουσα, η –έστω και μερική– άρνηση δημοσιοποιήσεως του εγγράφου αυτού πρέπει να ερμηνευθεί ως άρνηση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεώς του, γεγονός το οποίο συνιστά πρόδηλη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

94      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

95      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 82 έως 85 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί εν προκειμένω σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του ζητηθέντος εγγράφου.

96      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, συνακόλουθα, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

97      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Laurence Bonnafous στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Półtorak

Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Μαρτίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.