Language of document : ECLI:EU:T:2010:272

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-568/08 και T-573/08

Métropole télévision (M6) και Télévision française 1 SA (TF1)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία – Σχέδιο χορηγήσεως, εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενισχύσεως υπέρ της France Télévisions – Εισφορά κεφαλαίου ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ – Απόφαση του οργάνου να μη διατυπώσει αντιρρήσεις – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Κριτήριο αναλογικότητας – Μη ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέταση από την Επιτροπή – Προκαταρκτική φάση και κατ’ αμφισβήτηση διαδικασία – Συμβατό ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Δυσχέρειες εκτιμήσεως – Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την κατ’ αμφισβήτηση διαδικασία

(Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα που σκοπούν στην αντιστάθμιση του κόστους εκπληρώσεως των συνισταμένων στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολών τις οποίες έχει αναλάβει μια επιχείρηση

(Άρθρα 86 § 2 ΕΚ και 87 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος – Υπαγωγή στους κανόνες της Συνθήκης – Κριτήρια εκτιμήσεως του συμβατού κρατικής χρηματοδότησης με την κοινή αγορά – Μη ύπαρξη όρου περί οικονομικής αποδοτικότητας του αρμοδίου φορέα

(Άρθρο 86 § 2 ΕΚ)

4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρο 253 ΕΚ)

1.      Η επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ καθίσταται αναγκαία όταν η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες κατά την αξιολόγηση ενισχύσεως ως συμβατής ή μη με την κοινή αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να περιορισθεί στην προκαταρκτική έρευνα του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και να λάβει ευνοϊκή απόφαση επί συγκεκριμένης ενισχύσεως, μόνον εφόσον είναι σε θέση να βεβαιωθεί, κατόπιν μιας πρώτης εξετάσεως, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά. Αντιθέτως, αν, από την πρώτη αυτή εξέταση, η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή δεν είναι σε θέση να υπερκεράσει όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση του συμβατού με την κοινή αγορά χαρακτήρα της εν λόγω ενισχύσεως, οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητείται τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπο αντικειμενικό, δια αντιπαραβολής των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως με στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί του συμβατού των επίδικων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Εξ αυτού συνάγεται ότι ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, υπερβαίνει, εκ φύσεως, την αναζήτηση του πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 60-61)

2.      Οι τέσσερις προϋποθέσεις που διαμορφώθηκαν με τη σκέψη 95 της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark έχουν ένα και μοναδικό αντικείμενο, ήτοι τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως με σκοπό την εξακρίβωση της υπάρξεως ή μη υποχρεώσεως κοινοποιήσεώς του στην Επιτροπή, σε περίπτωση νέας ενισχύσεως, ή συνεργασίας με το εν λόγω θεσμικό όργανο, σε περίπτωση υφιστάμενης ενισχύσεως.

Πράγματι, η μέθοδος Altmark, που σκοπεί να καθορίσει αν υφίσταται ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν μπορεί να συγχέεται με τη μέθοδο του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, που παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν ένα μέτρο που συνιστά ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 129, 131)

3.      Συνεπώς, το ζήτημα αν η επιχείρηση που έχει αναλάβει την παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος θα μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας με χαμηλότερο κόστος στερείται σημασίας στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί του συμβατού της κρατικής χρηματοδοτήσεως της εν λόγω υπηρεσίας με τους κοινοτικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ δεν εμπερικλείει όρο περί οικονομικής αποδοτικότητας του αρμοδίου φορέα κατά την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας. Πράγματι, σκοπός του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ είναι να προλαμβάνεται, μέσω της εκτιμήσεως του αναλογικού χαρακτήρα της ενισχύσεως, η χορήγηση, στην επιχείρηση που είναι επιφορτισμένη με την παροχή της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, ενισχύσεως υπερβαίνουσας το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας.

Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες του ανταγωνισμού στον βαθμό κατά τον οποίο η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει, νομικώς ή εν τοις πράγμασι, την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί, με την επιφύλαξη, ωστόσο, ότι η ανάπτυξη του εμπορίου δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας. Επιτρέποντας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, παρεκκλίσεις από τους γενικούς κανόνες της Συνθήκης, το άρθρο 86, παράγραφος 2, EK σκοπεί στον συγκερασμό του συμφέροντος των κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως του δημόσιου τομέα, ως όργανο οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής με το συμφέρον της Κοινότητας για τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού και διατήρηση της ενότητας της κοινής αγοράς.

Προκειμένου να πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ δεν είναι αναγκαίο να απειλείται η οικονομική ισορροπία ή η οικονομική βιωσιμότητα της επιχειρήσεως που είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Αρκεί, ελλείψει των επίμαχων δικαιωμάτων, να καθίσταται αδύνατη η εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση, όπως η αποστολή αυτή συγκεκριμενοποιείται μέσω των υποχρεώσεων και των περιορισμών που βαρύνουν την εν λόγω επιχείρηση ή αρκεί η διατήρηση των δικαιωμάτων αυτών να είναι αναγκαία προκειμένου να παρέχεται στον κάτοχό τους η δυνατότητα να εκπληρώσει υπό οικονομικώς αποδεκτούς όρους την αποστολή γενικού οικονομικού συμφέροντος που του έχει ανατεθεί.

Επιπλέον, η Επιτροπή, ελλείψει συναφούς εναρμονισμένης κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως δεν είναι αρμόδια να αποφαίνεται επί της εκτάσεως της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας την οποία έχει αναλάβει δημόσια επιχείρηση εκμεταλλεύσεως, ήτοι επί του ύψους των δαπανών που συνδέονται με την υπηρεσία αυτή, ούτε επί της σκοπιμότητας των σχετικών πολιτικών επιλογών των εθνικών αρχών ή επί της οικονομικής αποδοτικότητας της επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 136-141)

4.      H δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις συνθήκες εκάστης περιπτώσεως, ιδίως σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλόμενων λόγων και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 253 της Συνθήκης ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος αυτής, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

(βλ. σκέψη 163)