Language of document : ECLI:EU:T:2021:241

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 5ης Μαΐου 2021 (*)

«Φάρμακα για ανθρώπινη χρήση – Αίτηση χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του φαρμάκου Tecfidera – Απορριπτική απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) επί της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας – Προγενέστερη απόφαση της Επιτροπής με την οποία είχε κριθεί ότι το Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας δεν καλυπτόταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Παραδεκτό – Φαρμακευτικός συνδυασμός για τον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κατά το παρελθόν – Μεταγενέστερη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας για ένα από τα συστατικά του φαρμακευτικού συνδυασμού – Εκτίμηση της υπάρξεως δύο διαφορετικών γενικών αδειών κυκλοφορίας – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑611/18,

Pharmaceutical Works Polpharma S.A., με έδρα το Starogard Gdański (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τους M. Martens, N. Carbonnelle, δικηγόρους, και την S. Faircliffe, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπούμενου από τους T. Jabłoński, Σ. Δρόσο και R. Pita,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Sipos και την L. Haasbeek,

και από την

Biogen Netherlands BV, με έδρα το Badhoevedorp (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από την C. Schoonderbeek, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα να κριθεί παραδεκτή και βάσιμη η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η οποία προβλήθηκε κατά της εκτελεστικής αποφάσεως C(2014) 601 final της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2014, για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου για ανθρώπινη χρήση Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας, κατά το μέρος που η Επιτροπή έκρινε, με την εκτελεστική αυτή απόφαση, ότι το Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας δεν καλύπτεται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm και, αφετέρου, αίτημα, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, να ακυρωθεί η από 30 Ιουλίου 2018 απορριπτική απόφαση του ΕΜΑ επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του φαρμάκου Tecfidera,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos (εισηγητή), πρόεδρο, V. Valančius, I. Reine, L. Truchot και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουλίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Pharmaceutical Works Polpharma S.A., είναι φαρμακευτική εταιρία που αναπτύσσει και διαθέτει στο εμπόριο διάφορα φάρμακα, μεταξύ των οποίων και γενόσημα φάρμακα.

2        Στις 9 Αυγούστου 1994, το Bundesinstitut für Arzneimittel und Medizinprodukte (Ομοσπονδιακό ινστιτούτο φαρμάκων και ιατροτεχνολογικών προϊόντων, Γερμανία, στο εξής: BfArM) χορήγησε στη Fumapharm AG δύο άδειες κυκλοφορίας για δύο περιεκτικότητες φαρμάκου με την ονομασία Fumaderm. Το Fumaderm περιέχει φουμαρικό διμεθύλιο (στο εξής: DMF) και διάφορα άλατα του όξινου φουμαρικού αιθυλεστέρα (άλατα φουμαρικού μονοαιθυλεστέρα, στο εξής: MEF). Αφενός, το Fumaderm prae, ή Fumaderm initial, προορίζεται για χρήση κατά τη διάρκεια αρχικής φάσεως τριών εβδομάδων προκειμένου να βελτιώσει την ανεκτικότητα στη θεραπεία. Παρουσιάζεται υπό τη μορφή δισκίων που αποτελούνται μεταξύ άλλων από 30 mg DMF, από 67 mg άλατος ασβεστίου MEF, 5 mg άλατος μαγνησίου MEF και από 3 mg άλατος ψευδαργύρου MEF. Αφετέρου, το Fumaderm προορίζεται για χρήση κατά το πέρας της αρχικής φάσεως και παρουσιάζεται υπό τη μορφή δισκίων που αποτελούνται μεταξύ άλλων από 120 mg DMF, από 87 mg άλατος ασβεστίου MEF, από 5 mg άλατος μαγνησίου MEF και από 3 mg άλατος ψευδαργύρου MEF. Το Fumaderm ενδείκνυται για τη θεραπεία της ψωριάσεως.

3        Οι δύο εν λόγω άδειες κυκλοφορίας μεταβιβάστηκαν διαδοχικά στην Almirall Hermal GmbH, στη Fumedica AG και, τελικά, στην Biogen Idec. Εξάλλου, τον Οκτώβριο του 2003, η Fumapharm παραχώρησε στην Biogen Idec αποκλειστική άδεια αναπτύξεως και διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων που περιέχουν DMF και κατόπιν, το 2006, η Biogen Idec εξαγόρασε τη Fumapharm.

4        Στις 8 Ιουνίου 2011, η Biogen Idec Ltd υπέβαλε, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ), αίτηση ώστε να θεωρηθεί επιλέξιμη για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας σύμφωνα με την κεντρική διαδικασία στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ 2004, L 136, σ. 1). Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 726/2004 προβλέπει τα εξής:

«Σε κάθε φάρμακο που δεν αναφέρεται στο παράρτημα [του κανονισμού 726/2004] είναι δυνατόν να χορηγείται άδεια κυκλοφορίας από [την Ένωση], βάσει του [εν λόγω] κανονισμού, εφόσον […] ο αιτών καταδεικνύει ότι το εν λόγω φάρμακο αντιπροσωπεύει σημαντική καινοτομία στο θεραπευτικό, επιστημονικό ή τεχνικό επίπεδο ή ότι η χορήγηση άδειας κυκλοφορίας κατά τον [εν λόγω] κανονισμό παρουσιάζει ενδιαφέρον για την υγεία των ασθενών ή για την υγεία των ζώων [στο επίπεδο της Ένωσης].»

5        Η μνημονευόμενη στη σκέψη 4 ανωτέρω αίτηση αφορούσε προϊόν που αποτελείτο από DMF και προοριζόταν για τη θεραπεία της σκληρύνσεως κατά πλάκας. Στην επιστολή που συνόδευε την αίτηση αυτή, η Biogen Idec παρέθεσε τα ακόλουθα στοιχεία. Πρώτον, επισήμανε ότι το DMF συνιστούσε δραστική ουσία που δεν είχε εγκριθεί ή αξιολογηθεί κατά το παρελθόν ως μεμονωμένη ουσία, ήτοι ως μοναδικό συστατικό ενός φαρμάκου, για οποιαδήποτε ένδειξη. Δεύτερον, τόνισε ότι προτίθετο να υποβάλει «πλήρη» αίτηση άδειας κυκλοφορίας, συνοδευόμενη, δηλαδή, από το σύνολο των στοιχείων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ 2001, L 311, σ. 67), και, ιδίως, από τα αποτελέσματα των προκλινικών και των κλινικών δοκιμών. Τρίτον, διευκρίνισε ότι ήταν κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας που είχε χορηγηθεί το 1994 στη Fumapharm για το Fumaderm, που αποτελείτο από DMF και από άλατα MEF (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

6        Υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός, η Biogen Idec αιτήθηκε να επιβεβαιωθεί ότι το προϊόν για το οποίο ζητούσε άδεια κυκλοφορίας και το οποίο αποτελείτο από DMF δεν καλυπτόταν από τη γενική άδεια κυκλοφορίας του Fumaderm κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83.

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 προβλέπει τα εξής:

«Κανένα φάρμακο δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά σε κράτος μέλος αν δεν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αυτού σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή εάν δεν έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 […]

Όταν έχει χορηγηθεί αρχική άδεια κυκλοφορίας σε φάρμακο σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, χορηγείται επίσης άδεια σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο ή περιλαμβάνεται στην αρχική άδεια κυκλοφορίας για οιεσδήποτε πρόσθετες δοσολογίες, φαρμακοτεχνικές μορφές, οδούς χορήγησης και παρουσιάσεις, καθώς και για κάθε τροποποίηση και επέκταση. Όλες αυτές οι άδειες κυκλοφορίας θεωρούνται ότι ανήκουν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, ιδίως για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1.»

8        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 προβλέπει τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο θʹ, και με την επιφύλαξη της νομοθεσίας περί βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, ο αιτών δεν υποχρεούται να προσκομίζει τα αποτελέσματα των προκλινικών και κλινικών δοκιμών αν μπορεί να αποδείξει ότι το φάρμακο είναι γενόσημο φάρμακο ενός φαρμάκου αναφοράς για το οποίο έχει ή είχε εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 6, πριν από οκτώ τουλάχιστον έτη σε ένα κράτος μέλος ή στην [Ένωση].

Γενόσημο φάρμακο για το οποίο έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας δυνάμει της παρούσας διάταξης δεν κυκλοφορεί στην αγορά πριν παρέλθει δεκαετία από την αρχική άδεια κυκλοφορίας του προϊόντος αναφοράς.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει επίσης εάν το φάρμακο αναφοράς δεν έχει άδεια κυκλοφορίας στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση για το γενόσημο φάρμακο. Στην περίπτωση αυτή, ο αιτών πρέπει να αναφέρει στην αίτηση το όνομα του κράτους μέλους στο οποίο το φάρμακο αναφοράς έχει ή είχε άδεια κυκλοφορίας. Αιτήσει της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους διαβιβάζει, εντός ενός μηνός, επιβεβαίωση ότι το φάρμακο αναφοράς έχει ή είχε άδεια κυκλοφορίας, καθώς και την πλήρη σύνθεση του φαρμάκου αναφοράς και, εάν απαιτείται, τυχόν λοιπή τεκμηρίωση.

Η δεκαετής περίοδος που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο αυξάνεται σε ένδεκα έτη, κατ’ ανώτατο όριο, εάν ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας λάβει, κατά τη διάρκεια των οκτώ πρώτων ετών της εν λόγω δεκαετούς περιόδου, άδεια για μία ή περισσότερες νέες θεραπευτικές ενδείξεις που κρίνεται, κατά την επιστημονική αξιολόγηση η οποία διενεργείται πριν την έγκρισή τους, ότι συνεπάγονται σημαντικό κλινικό όφελος σε σύγκριση με τις υπάρχουσες θεραπευτικές μεθόδους.»

9        Αφετέρου, και λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Biogen Idec ζήτησε επίσης από τον ΕΜΑ, στις 8 Ιουνίου 2011, να επιβεβαιώσει ότι το προϊόν για το οποίο ζητούσε άδεια κυκλοφορίας, εφόσον εγκρινόταν βάσει πλήρους αιτήσεως, θα έχαιρε της περιόδου προστασίας δεδομένων που προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004, ανεξάρτητα από το ζήτημα εάν η δραστική ουσία που περιείχε, το DMF, χαρακτηριζόταν ή μη ως «νέα δραστική ουσία».

10      Το άρθρο 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004 προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των νομοθετικών διατάξεων περί προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, στα φάρμακα για ανθρώπινη χρήση στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια βάσει του [εν λόγω] κανονισμού παρέχεται προστασία δεδομένων οκτώ ετών και προστασία εμπορίας 10 ετών. Η προστασία εμπορίας παρατείνεται σε 11 το πολύ έτη εάν, κατά τα πρώτα 8 από τα 10 αυτά έτη, ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας λάβει άδεια για μια ή περισσότερες θεραπευτικές ενδείξεις οι οποίες, κατά την επιστημονική αξιολόγηση πριν από την έγκρισή τους, κρίνεται ότι παρέχουν σημαντικά κλινικά οφέλη σε σύγκριση με τις υπάρχουσες θεραπείες.»

11      Στις 21 Ιουλίου 2011, η Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση (στο εξής: CHMP), που συστάθηκε με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 726/2004, έκανε δεκτό ότι για το προϊόν της Biogen Idec, που αποτελείται από DMF, μπορούσε να υποβληθεί αίτηση άδειας κυκλοφορίας κατά την κεντρική διαδικασία για τον λόγο ότι αντιπροσωπεύει σημαντική καινοτομία στο θεραπευτικό επίπεδο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 726/2004 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω).

12      Με επιστολή της 3ης Αυγούστου 2011, ο ΕΜΑ ενημέρωσε την Biogen Idec ότι η CHMP εκτιμούσε ότι μπορούσε να υποβάλει αίτηση άδειας κυκλοφορίας για το προϊόν της, που αποτελείτο από DMF, κατά την κεντρική διαδικασία. Ο ΕΜΑ διευκρίνισε, στην ίδια επιστολή, ότι η άδεια κυκλοφορίας φαρμακευτικού συνδυασμού δεν θεωρείτο ότι καλύπτεται από τις γενικές άδειες κυκλοφορίας των διαφόρων μεμονωμένων δραστικών ουσιών σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83. Ο ΕΜΑ προσέθεσε ότι, λαμβανομένων υπόψη της εκτιμήσεως αυτής και του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα είχε προβεί σε πλήρη ανάπτυξη για το προϊόν της που περιέχει DMF, το επίμαχο φάρμακο θα έχαιρε, κατ’ αρχήν, της προβλεπόμενης στο άρθρο 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004, αποκλειστικότητας των δεδομένων, ανεξάρτητα από το ζήτημα εάν η δραστική ουσία θα χαρακτηριζόταν «νέα δραστική ουσία» ή όχι.

13      Στις 28 Φεβρουαρίου 2012, η Biogen Idec υπέβαλε, ενώπιον του ΕΜΑ, αίτηση άδειας κυκλοφορίας για το φάρμακο για ανθρώπινη χρήση Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας (στο εξής: Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας ή Tecfidera) κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 726/2004. Η εν λόγω αίτηση άδειας κυκλοφορίας περιλάμβανε όλα τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83 στοιχεία. Στην αίτηση αυτή, η Biogen Idec τόνισε, κατ’ ουσίαν, ότι το Tecfidera ενδεικνυόταν για τη θεραπεία της σκληρύνσεως κατά πλάκας. Η αίτηση αυτή αφορούσε γαστροανθεκτικά σκληρά καψάκια των 120 mg και 240 mg DMF. Η προτεινόμενη δοσολογία συνίστατο σε δόση ενάρξεως 120 mg δύο φορές την ημέρα επί επτά ημέρες, κατόπιν σε αύξηση της δόσεως αυτής προκειμένου να επιτευχθεί η συνιστώμενη δόση των 240 mg δύο φορές την ημέρα. Εξάλλου, η Biogen Idec δήλωσε, στο έντυπο που συνόδευε την αίτησή της, ότι η αίτησή της αφορούσε γνωστή δραστική ουσία και δεν δήλωσε ότι το Tecfidera περιείχε νέα δραστική ουσία για την οποία δεν είχε χορηγηθεί ποτέ άδεια στην Ένωση.

14      Στις 21 Μαρτίου 2013, η CHMP εξέδωσε, υπό το πρίσμα του συνόλου των χορηγηθέντων στοιχείων και των επιστημονικών συζητήσεων που διεξήχθησαν στους κόλπους της, θετική γνώμη σχετικά με την άδεια κυκλοφορίας του Tecfidera.

15      Κατόπιν της γνώμης αυτής, η Biogen Idec επικοινώνησε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ζήτησε να επισημαίνεται στην απόφαση περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004 αποκλειστικότητα των δεδομένων εφαρμόζεται στο Tecfidera, σύμφωνα με τη θέση που διατύπωσε ο ΕΜΑ στην επιστολή του της 3ης Αυγούστου 2011 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω).

16      Στις 16 Μαΐου 2013, έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και της Biogen Idec. Κατά τη συνάντηση αυτή, η Επιτροπή τόνισε ότι δεν περιλαμβάνεται, στις αποφάσεις που χορηγούν άδεια κυκλοφορίας, καμία δήλωση περί αποκλειστικότητας των δεδομένων με το αιτιολογικό ότι η αποκλειστικότητα των δεδομένων συνιστά δυναμική έννοια υποκείμενη σε μεταβολές σε περίπτωση μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ εταιριών. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι οι αποφάσεις περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας περιλαμβάνουν μόνον, βάσει της επιστημονικής αξιολογήσεως της CHMP, δήλωση σχετικά με το καθεστώς της «νέας δραστικής ουσίας», κατά την έννοια του παραρτήματος Ι, μέρος ΙΙ, σημείο 3, της οδηγίας 2001/83. Το σημείο αυτό προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «[ό]ταν η δραστική ουσία ενός ουσιαστικά παρεμφερούς φαρμακευτικού προϊόντος περιέχει την ίδια θεραπευτική ποσότητα με το αρχικό εγκεκριμένο προϊόν συνδεδεμένη με διαφορετικό άλας/εστέρα σύμπλοκο/παράγωγο πρέπει να παρέχονται αποδεικτικά στοιχεία ότι δεν υπάρχει αλλαγή της φαρμακοκινητικής του δραστικού τμήματος, της φαρμακοδυναμικής ή/και της τοξικότητας που θα μπορούσαν να μεταβάλουν τα χαρακτηριστικά ασφαλείας/αποτελεσματικότητας» και ότι «εάν δεν συμβαίνει αυτό, η σύνδεση αυτή θα θεωρείται νέα δραστική ουσία». Η Επιτροπή εξέφρασε, εξάλλου, επιφυλάξεις όσον αφορά την ερμηνεία του ΕΜΑ, σχετικά με την αποκλειστικότητα των δεδομένων για το Tecfidera, ανεξάρτητα από την ιδιότητα της «νέας δραστικής ουσίας» (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω). Συνεπώς, η Επιτροπή επισήμανε στην Biogen Idec ότι της προσφερόταν μια επιλογή. Αφενός, η Biogen Idec είχε τη δυνατότητα να αφήσει την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση που θα χορηγούσε την άδεια κυκλοφορίας χωρίς δήλωση σχετικά με την ιδιότητα της «νέας δραστικής ουσίας». Καθώς το θέμα αυτό δεν είχε εξεταστεί στην έκθεση αξιολογήσεως της CHMP, η Biogen Idec όφειλε, σε περίπτωση εγκρίσεως αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του Tecfidera, να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Αφετέρου, η Biogen Idec μπορούσε να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή προκειμένου η τελευταία να αναστείλει τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας και να ζητήσει αξιολόγηση σχετικά με την ιδιότητα της «νέας δραστικής ουσίας». Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η διαδικασία αυτή ενδέχεται να είναι χρονοβόρα και τόνισε ότι ήταν αδύνατο να προβλεφθεί η έκβαση της επιστημονικής αξιολογήσεως. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή ζήτησε από την Biogen Idec να την ενημερώσει περί της προτιμήσεώς της το συντομότερο δυνατό.

17      Με επιστολή της 17ης Μαΐου 2013 προς τον ΕΜΑ, η Επιτροπή επισήμανε μεταξύ άλλων ότι η απόφασή της περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας στο Tecfidera δεν μπορούσε να περιλαμβάνει δήλωση σχετικά με την ιδιότητα της «νέας δραστικής ουσίας» εν προκειμένω, καθώς το ζήτημα δεν είχε εξεταστεί στην έκθεση αξιολογήσεως της CHMP.

18      Με επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 προς τον πρόεδρο της CHMP, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Biogen Idec είχε ζητήσει να εξεταστεί το ζήτημα αν η δραστική ουσία DMF μπορεί να χαρακτηριστεί νέα δραστική ουσία. Η Επιτροπή διευκρίνισε, εξάλλου, ότι ως νέα δραστική ουσία ορίζεται η χημική ουσία για την οποία δεν έχει χορηγηθεί κατά το παρελθόν άδεια για να κυκλοφορήσει ως φάρμακο εντός της Ένωσης. Αναφέρθηκε, συναφώς, στο παράρτημα Ι της «Ανακοινώσεως προς τους αιτούντες, Τόμος 2Α, Διαδικασίες άδειας κυκλοφορίας, Κεφάλαιο 1, Άδεια κυκλοφορίας στην αγορά» (Notice to applicants, Volume 2A, Procedures for marketing authorisation, Chapter 1, Marketing authorisations, στο εξής: ανακοίνωση προς τους αιτούντες) όπως ίσχυε τον Ιούνιο του 2013. Προσέτι, τόνισε ότι δεν είχε χορηγηθεί κατά το παρελθόν άδεια κυκλοφορίας εντός της Ένωσης στο DMF ως φάρμακο, αλλά ότι το DMF αποτελεί μέρος του φαρμάκου Fumaderm, για το οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στη Γερμανία το 1994. Προκειμένου, επομένως, να εκτιμήσει αν το DMF συνιστά νέα δραστική ουσία, η Επιτροπή ζήτησε από τη CHMP να αξιολογήσει αν το DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, που αποτελείται από DMF και άλατα MEF. Συνακόλουθα, η Επιτροπή κάλεσε τη CHMP να επανεξετάσει την έκθεσή της αξιολογήσεως προκειμένου να συμπεριλάβει αξιολόγηση του DMF που περιέχεται στο Tecfidera υπό το πρίσμα της ιδιότητας της «νέας δραστικής ουσίας».

19      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, ο ΕΜΑ έλαβε την αίτηση της Biogen Idec για τον χαρακτηρισμό του DMF που περιέχεται στο Tecfidera ως «νέας δραστικής ουσίας».

20      Σε έκθεση αξιολογήσεως της 9ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με την ιδιότητα του DMF που περιέχεται στο Tecfidera ως «νέας δραστικής ουσίας», ο εισηγητής της CHMP έκρινε ότι το DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF και MEF. Για λόγους, ωστόσο, συνοχής με παρεμφερείς προγενέστερες περιπτώσεις, ο εισηγητής ζήτησε τη γνώμη του Quality Working Party, ήτοι μιας μόνιμης ομάδας εργασίας η οποία χορηγεί στη CHMP, μεταξύ άλλων, συμβουλές περί της ποιότητας των φαρμάκων, όσον αφορά το ζήτημα αν το DMF και ο MEF μπορούν ή όχι να θεωρηθούν αμοιβαίως παράγωγα.

21      Σε δεύτερη έκθεση αξιολογήσεως της 9ης Οκτωβρίου 2013, ο συνεισηγητής της CHMP κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Tecfidera, το οποίο αποτελείται από DMF, είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF και MEF. Ζήτησε, ωστόσο, τη γνώμη του Quality Working Party προκειμένου να πληροφορηθεί αν το τελευταίο θα συμφωνούσε στο συμπέρασμα ότι, αφενός, το DMF και ο MEF είναι χημικώς διαφορετικά και, αφετέρου, ότι το DMF και ο MEF δεν συνιστούν αμοιβαίως παράγωγα.

22      Σε κοινή έκθεση της 18ης Οκτωβρίου 2013, ο εισηγητής και ο συνεισηγητής της CHMP (στο εξής, από κοινού: εισηγητές) θεώρησαν ότι έπρεπε να προσκομιστούν πρόσθετες πληροφορίες προς στήριξη του ισχυρισμού ότι το DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, που αποτελείται από DMF και MEF. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εισηγητές διατύπωσαν πλείονες ενστάσεις προς την Biogen Idec. Πρώτον, εκτίμησαν ότι η Biogen Idec όφειλε να τεκμηριώσει τους λόγους για τους οποίους ο MEF και το DMF δεν μπορούσαν να θεωρηθούν εστέρες και παράγωγα το ένα του άλλου. Δεύτερον, κάλεσαν την Biogen Idec να αναλύσει, από απόψεως ασφάλειας και/ή αποτελεσματικότητας, ενδεχόμενες σημαντικές διαφορές, όσον αφορά τις ιδιότητές τους, μεταξύ, αφενός του DMF που περιέχεται στο Tecfidera και, αφετέρου, του μίγματος DMF και αλάτων MEF που περιέχεται στο Fumaderm.

23      Κατά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στις 24 Οκτωβρίου 2013, η CHMP προέβαλε δύο μείζονες ενστάσεις κατά του αιτήματος αναγνωρίσεως της ιδιότητας της «νέας δραστικής ουσίας» στο DMF. Οι ενστάσεις αυτές αποσκοπούσαν, πρώτον, στη διευκρίνιση αν το DMF και ο MEF συνιστούν εστέρες ή παράγωγα το ένα του άλλου και, δεύτερον, στην εξέταση των κρίσιμων κλινικών διαφορών, από άποψη ασφάλειας και/ή αποτελεσματικότητας, μεταξύ, αφενός, του DMF και, αφετέρου, του DMF σε συνδυασμό με τον MEF.

24      Στις 4 Νοεμβρίου 2013, η Biogen Idec απάντησε στις ενστάσεις που προέβαλε η CHMP.

25      Σε κοινή έκθεση της 11ης Νοεμβρίου 2013, οι εισηγητές εξέτασαν τις απαντήσεις της Biogen Idec και έκριναν ότι η δραστική ουσία DMF που περιέχεται στο φάρμακο Tecfidera δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί «νέα δραστική ουσία» για τον λόγο ότι δεν προέκυπτε από τα προσκομισθέντα στοιχεία ότι οι ιδιότητες του DMF διέφεραν σημαντικά, από απόψεως ασφάλειας ή/και αποτελεσματικότητας, από το προϊόν Fumaderm για το οποίο είχε ήδη χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας και το οποίο περιείχε μίγμα DMF και αλάτων MEF.

26      Στις 21 Νοεμβρίου 2013, η CHMP εξέδωσε αναθεωρημένη γνώμη σε σχέση με τη γνώμη που είχε εκδώσει στις 21 Μαρτίου 2013 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Η CHMP τόνισε, στην εν λόγω αναθεωρημένη γνώμη, ότι η Επιτροπή είχε διευκρινίσει, στο αίτημά της της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) περί εξετάσεως της ιδιότητας του DMF εντός του Tecfidera ως «νέας δραστικής ουσίας», αφενός, ότι «νέα δραστική ουσία» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/83 συνιστά η χημική ουσία που δεν έχει εγκριθεί ως φάρμακο εντός της Ένωσης κατά το παρελθόν, και, αφετέρου, ότι το DMF αποτελεί μέρος του φαρμάκου Fumaderm, για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στη Γερμανία το 1994, αλλά δεν έχει εγκριθεί ως φάρμακο εντός της Ένωσης κατά το παρελθόν.

27      Στην ίδια γνώμη, η CHMP, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του κανονισμού 726/2004, συνέστησε, κατόπιν συναινέσεως, τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στο Tecfidera. Εξάλλου, βάσει της εξετάσεως των επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων και σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), η CHMP έκρινε ότι το DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF και από άλατα MEF. Η CHMP συνήγαγε εξ αυτού ότι η δραστική ουσία του Tecfidera, το DMF, συνιστά «νέα δραστική ουσία».

28      Στις 26 Νοεμβρίου 2013, η CHMP εξέδωσε την Ευρωπαϊκή Δημόσια Έκθεση Αξιολόγησης (στο εξής: EPAR) σχετικά με το Tecfidera. Η EPAR δημοσιεύθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 726/2004. Αποτελεί περίληψη των χαρακτηριστικών του φαρμάκου συντεταγμένη κατά τρόπο κατανοητό από το κοινό, με την αιτιολογία της θετικής για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας γνώμης της CHMP. Η EPAR σχετικά με το Tecfidera περιλαμβάνει τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος, η CHMP υπενθύμισε το ιστορικό της διαδικασίας. Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνει επιστημονική συζήτηση που διεξήγαγε η CHMP όσον αφορά μεταξύ άλλων τις ποιοτικές πτυχές, τις μη κλινικές πτυχές, τις κλινικές πτυχές καθώς και την ιδιότητα του DMF που περιέχεται στο Fumaderm ως «νέας δραστικής ουσίας». Στο τρίτο μέρος, η CHMP προέβη σε αξιολόγηση της σχέσεως οφέλους/κινδύνου του Tecfidera και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχέση αυτή ήταν θετική για τη θεραπεία «ενηλίκων που πάσχουν από κυκλικές μορφές σκληρύνσεως κατά πλάκας». Στο τέταρτο μέρος, η CHMP συνέστησε τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων.

29      Όσον αφορά συγκεκριμένα την ιδιότητα του DMF που περιέχεται στο Tecfidera ως «νέας δραστικής ουσίας», η CHMP υπενθύμισε την από 18ης Σεπτεμβρίου 2013 διευκρίνιση της Επιτροπής, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 18 ανωτέρω. H CHMP τόνισε, εξάλλου, ότι, για να εκτιμήσει αν το DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF και από άλατα MEF, έλαβε υπόψη το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83, το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «[τ]α διάφορα άλατα, εστέρες, αιθέρες, ισομερή, μείγματα ισομερών, σύμπλοκα ή παράγωγα μιας δραστικής ουσίας θα θεωρούνται ως μία και η αυτή δραστική ουσία, εκτός εάν οι ιδιότητές τους διαφέρουν σημαντικά από απόψεως ασφαλείας ή/και αποτελεσματικότητας». Τέλος, η CHMP εκτίμησε ότι ο MEF και το DMF είναι αμφότερα δραστικά και ότι δεν αντιστοιχούν στην ίδια δραστική ουσία, δεδομένου ότι δεν περιέχουν την ίδια θεραπευτική ποσότητα. Συναφώς, η CHMP αναφέρθηκε στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, σημείο 3, της οδηγίας 2001/83, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 16 ανωτέρω. Η CHMP συνήγαγε εξ αυτού ότι δεν ήταν αναγκαία περαιτέρω έρευνα περί των ενδεχόμενων σημαντικών διαφορών όσον αφορά τα χαρακτηριστικά ασφάλειας/αποτελεσματικότητας. Η CHMP κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δραστική ουσία του Tecfidera, το DMF, συνιστά νέα δραστική ουσία.

30      Στις 19 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως σχετικά με τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στο φάρμακο για ανθρώπινη χρήση Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας στη Μόνιμη Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση που συστάθηκε βάσει του άρθρου 121, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 και μνημονεύεται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, του κανονισμού 726/2004, προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη της εν λόγω επιτροπής μέσω έγγραφης διαδικασίας.

31      Στις 10 Ιανουαρίου 2014, ένα από τα μέλη της Μόνιμης Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση ζήτησε τη σύγκληση της ολομέλειας της εν λόγω επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 726/2004. Το μέλος αυτό συμφωνούσε με τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στο Tecfidera στη βάση της σχέσεως οφέλους προς κίνδυνο. Διαφωνούσε, αντιθέτως, με την εκτίμηση ότι το DMF του Tecfidera συνιστούσε νέα δραστική ουσία, καθόσον το DMF χρησιμοποιούνταν ήδη, σε συνδυασμό με άλλη δραστική ουσία, στο Fumaderm. Παρά τη διαφωνία αυτή, θεωρούσε ότι το Tecfidera υπαγόταν σε νέα γενική άδεια κυκλοφορίας, δεδομένου ότι δεν αποτελούσε ούτε πρόσθετη δοσολογία, φαρμακοτεχνική μορφή, οδό χορηγήσεως ή παρουσίαση ούτε επέκταση του Fumaderm.

32      Στις 28 Ιανουαρίου 2014, συγκλήθηκε στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) ολομέλεια της Μόνιμης Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση προκειμένου να συζητήσει το σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στο φάρμακο για ανθρώπινη χρήση Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας δυνάμει του άρθρου 726/2004.

33      Κατά τη συνεδρίαση αυτή, πολλά μέλη εξέφρασαν την άποψη ότι η ιδιότητα της «νέας δραστικής ουσίας» δεν μπορούσε να αναγνωριστεί σε ουσία που περιεχόταν σε φάρμακο για το οποίο είχε ήδη χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας και ότι, κατά συνέπεια, το DMF δεν συνιστούσε νέα δραστική ουσία.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, τροποποιήθηκε η αιτιολογική σκέψη 3 του σχεδίου της εκτελεστικής αποφάσεως της Επιτροπής, προκειμένου, αφενός, να απαλειφθεί η αναφορά στην ιδιότητα της «νέας δραστικής ουσίας» και, αφετέρου, να μνημονευθεί το γεγονός ότι η αίτηση άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83. Η Μόνιμη Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση εξέδωσε εν συνεχεία θετική γνώμη για το εν λόγω τροποποιημένο σχέδιο.

35      Στις 30 Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση C(2014) 601 final για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου για ανθρώπινη χρήση Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας δυνάμει του κανονισμού 726/2004 (στο εξής: εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014). Σύνοψη της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 28 Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, C 59, σ. 1).

36      Στην αιτιολογική σκέψη 1 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το φάρμακο Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2001/83.

37      Στην αιτιολογική σκέψη 2 της εκτελεστικής αποφάσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι πρέπει επομένως να επιτραπεί η κυκλοφορία του στην αγορά.

38      Η αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Το [DMF], η δραστική ουσία που περιέχεται στο “Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας”, είναι μέρος της σύνθεσης του εγκεκριμένου φαρμάκου Fumaderm, το οποίο αποτελείται από DMF καθώς και από άλας ασβεστίου του φουμαρικού αιθυλεστέρα, άλας μαγνησίου του όξινου φουμαρικού αιθυλεστέρα και άλας ψευδαργύρου του όξινου φουμαρικού αιθυλεστέρα (άλατα MEF) και το οποίο ανήκει στον ίδιο κάτοχο άδειας κυκλοφορίας. Η επιτροπή φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο [MEF] και το [DMF] είναι αμφότερα δραστικά και ότι δεν αντιστοιχούν στην ίδια δραστική ουσία, δεδομένου ότι δεν περιέχουν την ίδια θεραπευτική ποσότητα. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι το Tecfidera που περιέχει DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το άλλο ήδη εγκεκριμένο φάρμακο το οποίο αποτελείται από DMF και από άλατα MEF. Επομένως, το “Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας”, η αίτηση για το οποίο στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, και το ήδη εγκεκριμένο φάρμακο “Fumaderm” δεν υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ.»

39      Κατόπιν της εκδόσεως της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, προστέθηκε σημείωση στην EPAR (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), προκειμένου να επισημανθεί ότι «υπό το πρίσμα της εξελίξεως των κανονιστικών εκτιμήσεων, την οποία απηχ[ούσε] η αιτιολογική σκέψη [3] της [εκτελεστικής] αποφάσεως [της 30ής Ιανουαρίου 2014], η τελική δήλωση της γνώμης της CHMP, σύμφωνα με την οποία η δραστική ουσία του Tecfidera, ήτοι το DMF, συνιστ[ούσε] νέα δραστική ουσία δεν [ίσχυε] πλέον». Η CHMP διευκρίνισε, ωστόσο, ότι όλες οι λοιπές εκτιμήσεις και επιστημονικά συμπεράσματα σχετικά με την αξιολόγησή της παρέμεναν σε ισχύ.

40      Στις 22 Ιουνίου 2015, η προσφεύγουσα υπέβαλε, ενώπιον του BfArM, αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα κατ’ εφαρμογήν του σχετικού γερμανικού νόμου. Η αίτηση αυτή αφορούσε, κατ’ ουσίαν, όλα τα έγγραφα που βρίσκονταν εις χείρας του BfArM και σχετίζονταν με την αίτηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου Fumaderm. Στις 20 Φεβρουαρίου 2017, το BfArM απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι οι πληροφορίες στις οποίες ζητούνταν πρόσβαση καλύπτονταν από το επιχειρηματικό και εμπορικό απόρρητο της Biogen Idec και ότι η τελευταία αντιτίθετο σε τέτοια πρόσβαση.

41      Στις 22 Νοεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε νέα αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα του BfArM. Η αίτηση αυτή αφορούσε το σύνολο των εγγράφων που βρίσκονταν εις χείρας του BfArM και συνδέονταν με την αίτηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου Fumaderm. Η εν λόγω αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα αφορούσε επίσης προϊόν με την ονομασία Panaclar 120 mg που απέβλεπε στη θεραπεία της ψωριάσεως. Για το προϊόν αυτό είχε υποβληθεί το 2005 από τη Fumapharm αίτηση άδειας κυκλοφορίας ενώπιον του BfArM η οποία εν συνεχεία αποσύρθηκε.

42      Στις 27 Νοεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ενώπιον του ΕΜΑ. Με την αίτηση αυτή, ζητούσε να επιβεβαιωθεί ότι ήταν επιλέξιμη για την υποβολή αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας σύμφωνα με την κεντρική διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 726/2004 για γενόσημο φάρμακο με την ονομασία Dimethyl Fumarate Pharmaceutical Works Polpharma. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 726/2004 προβλέπει ότι σε γενόσημο φάρμακο ενός φαρμάκου αναφοράς για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια από την Ένωση είναι δυνατόν, υπό ορισμένους όρους, να χορηγηθεί άδεια από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με την οδηγία 2001/83.

43      Με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2017, ο ΕΜΑ επιβεβαίωσε την παραλαβή της μνημονευόμενης στη σκέψη 42 ανωτέρω αιτήσεως. Εξάλλου, επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι, βάσει των εγγράφων που προσκόμισε, το Dimethyl Fumarate Pharmaceutical Works Polpharma ήταν επιλέξιμο για υποβολή αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας σύμφωνα με την κεντρική διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 726/2004. Περαιτέρω, ο ΕΜΑ τόνισε ότι η αίτηση άδειας κυκλοφορίας της προσφεύγουσας θα γινόταν δεκτή μόνον μετά τη λήξη της περιόδου προστασίας των δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004, η οποία είχε χορηγηθεί στο φάρμακο αναφοράς με την ονομασία Tecfidera, στο οποίο είχε χορηγηθεί αρχική άδεια κυκλοφορίας στις 30 Ιανουαρίου 2014. Συναφώς, ο ΕΜΑ παρέπεμψε στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω). Ο ΕΜΑ εξήγησε ότι, στην εν λόγω εκτελεστική απόφαση, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι το Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας, αφενός, και το ήδη εγκεκριμένο φάρμακο Fumaderm, αφετέρου, δεν υπάγονταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω). O ΕΜΑ τόνισε, πάντοτε στην επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2017, ότι δεν θα προέβαινε σε οποιονδήποτε ορισμό εισηγητών πριν καταστεί δυνατή η υποβολή αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας. Τέλος, ο ΕΜΑ κάλεσε την προσφεύγουσα να τον ενημερώσει, το αργότερο επτά μήνες νωρίτερα, περί της προθέσεώς της να υποβάλει αίτηση άδειας κυκλοφορίας, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου προστασίας των δεδομένων που είχε χορηγηθεί στο Tecfidera.

44      Στις 19 Μαρτίου 2018, το BfArM απέρριψε τη μνημονευόμενη στη σκέψη 41 ανωτέρω αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα.

45      Με επιστολή της 22ας Μαρτίου 2018, ο ΕΜΑ αναφέρθηκε στην επιστολή της προσφεύγουσας της 27ης Νοεμβρίου 2017 (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω) και την ενημέρωσε ότι, κατά τη διάρκεια συσκέψεως τον Μάρτιο του 2018, η CHMP και η Επιτροπή Φαρμακοεπαγρύπνησης – Αξιολόγησης Κινδύνου είχαν ορίσει από κοινού έναν εισηγητή για την καθεμία εξ αυτών.

46      Στις 19 Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της μνημονευόμενης στη σκέψη 44 ανωτέρω αποφάσεως του BfArM, με την οποία το τελευταίο απέρριψε την αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα.

47      Στις 27 Ιουνίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον του ΕΜΑ αίτηση άδειας κυκλοφορίας γενόσημου φαρμάκου του Tecfidera. Η αίτηση αυτή τροποποιήθηκε στις 5 και 18 Ιουλίου 2018. Αφορούσε γαστροανθεκτικά σκληρά καψάκια των 120 mg και 240 mg DMF. Η αίτηση στηριζόταν στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, το οποίο προβλέπει την υποβολή αιτήσεως κυκλοφορίας βάσει της καλούμενης «συνοπτικής» διαδικασίας (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

48      Με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2018, ο ΕΜΑ ζήτησε από την προσφεύγουσα να διαβιβάσει συμπληρωματικές πληροφορίες.

49      Στις 18 Ιουλίου 2018, η προσφεύγουσα απάντησε στο αίτημα του ΕΜΑ.

50      Με επιστολή της 30ής Ιουλίου 2018 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), ο ΕΜΑ τόνισε μεταξύ άλλων ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, το Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας, η αίτηση άδειας κυκλοφορίας του οποίου στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83, αφενός, και το ήδη εγκεκριμένο φάρμακο Fumaderm, αφετέρου, δεν καλύπτονταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, για τον λόγο ότι ο MEF και το DMF ήταν αμφότερα δραστικά και δεν αντιστοιχούσαν στην ίδια δραστική ουσία, διότι η θεραπευτική τους ποσότητα δεν ήταν η ίδια. Ο ΕΜΑ υπενθύμισε, εξάλλου, ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004, με την επιφύλαξη των νομοθετικών διατάξεων περί προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, στα φάρμακα για ανθρώπινη χρήση στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια βάσει του εν λόγω κανονισμού παρέχεται προστασία δεδομένων οκτώ ετών και προστασία εμπορίας δέκα ετών. Η ΕΜΑ έκρινε, συνεπώς, ότι το Tecfidera διέθετε προδήλως δική του ανεξάρτητη περίοδο προστασίας δεδομένων οκτώ ετών και ότι η περίοδος αυτή προστασίας δεν είχε ακόμη λήξει. Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων αυτών, ο ΕΜΑ επισήμανε ότι δεν επιτρεπόταν επί του παρόντος η αναφορά στα δεδομένα σχετικά με τις προκλινικές και τις κλινικές δοκιμές, τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο του Tecfidera, προς τον σκοπό της υποβολής αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83. Ο ΕΜΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να εγκρίνει την αίτηση της προσφεύγουσας που αποσκοπούσε στη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας γενόσημου φαρμάκου με βάση το Tecfidera.

51      Στις 8 Οκτωβρίου 2018, ο BfArM απέρριψε τη διοικητική προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 46 ανωτέρω, κατά το μέτρο που η προσφυγή αφορούσε τα έγγραφα σχετικά με την άδεια κυκλοφορίας του Fumaderm.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

52      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

53      O ΕΜΑ κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 17 Ιανουαρίου 2019.

54      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2018 και στις 31 Ιανουαρίου 2019 αντίστοιχα, η Biogen Netherlands BV, ήτοι η εταιρία στην οποία είχε μεταβιβαστεί η άδεια κυκλοφορίας του Tecfidera (στο εξής: Biogen), και η Επιτροπή ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του ΕΜΑ.

55      Με επιστολές της 5ης, της 7ης και της 25ης Φεβρουαρίου 2019, ο EMA ζήτησε την εμπιστευτική μεταχείριση, έναντι της Biogen και της Επιτροπής, ορισμένων στοιχείων που περιλαμβάνονταν στα παραρτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως.

56      H προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως στις 11 Μαρτίου 2019.

57      Με διατάξεις του προέδρου του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2019, επετράπη στην Biogen και στην Επιτροπή να παρέμβουν υπέρ του ΕΜΑ. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς το βάσιμο των αιτημάτων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

58      Ο ΕΜΑ κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 29 Απριλίου 2019.

59      H Biogen και η Επιτροπή κατέθεσαν, βάσει των μη εμπιστευτικών εκδοχών των εγγράφων της διαδικασίας, τα υπομνήματα παρεμβάσεώς στις 16 και 17 Μαΐου 2019 αντιστοίχως.

60      O ΕΜΑ και η προσφεύγουσα κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως στις 21 Ιουνίου και στις 24 Ιουνίου 2019 αντιστοίχως.

61      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε, από τις 4 Οκτωβρίου 2019, στο έβδομο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

62      Κατόπιν προτάσεως του εβδόμου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

63      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε πλείονες γραπτές ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός των προθεσμιών που είχαν ταχθεί.

64      Καθώς η επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία είχε οριστεί αρχικά για τις 7 Μαΐου 2020, αναβλήθηκε, οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιουλίου 2020.

65      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας την οποία προβάλλει κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 στο μέτρο που η Επιτροπή, με την εν λόγω εκτελεστική απόφαση, έκρινε ότι το Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας δεν καλύπτεται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει τον ΕΜΑ στα δικαστικά έξοδα.

66      Ο ΕΜΑ ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014·

–        εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας διαδικασίας.

67      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 και, κατά συνέπεια, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει ως αβάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 και, κατά συνέπεια, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη.

68      H Biogen ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014·

–        εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, περιλαμβανομένων και των εξόδων της Biogen.

III. Σκεπτικό

69      Με το πρώτο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλει κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014. Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

Α.      Επί του πρώτου αιτήματος, με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014

70      Κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, κάθε διάδικος μπορεί, επ’ ευκαιρία διαφοράς που θέτει υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος που έχει εκδοθεί από θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, να επικαλείται το ανεφάρμοστο της πράξης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έναν από τους λόγους του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

71      Το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση μιας γενικής αρχής που παρέχει σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να προσβάλει παρεμπιπτόντως το κύρος πράξεων γενικής ισχύος που αποτελούν τη νομική βάση αποφάσεως η οποία του έχει απευθυνθεί προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 39, και της 19ης Ιανουαρίου 1984, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, 262/80, EU:C:1984:18, σκέψη 6).

72      Η διαπίστωση περί έλλειψης νομιμότητας στην οποία προβαίνει ο δικαστής δεν παράγει αποτελέσματα erga omnes, αλλά οδηγεί σε έλλειψη νομιμότητας της προσβληθείσας ατομικής απόφασης, ενώ αφήνει να διατηρηθεί στην έννομη τάξη η πράξη γενικής ισχύος χωρίς να θίγει τη νομιμότητα των λοιπών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει αυτής και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν εντός της προθεσμίας άσκησης προσφυγής (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, KF κατά CSUE, T‑286/15, EU:T:2018:718, σκέψη 157 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Συνεπώς, η δυνατότητα επικλήσεως του ανίσχυρου πράξεως γενικής ισχύος, κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, δεν αποτελεί αυτοτελές μέσο έννομης προστασίας και μπορεί να ασκείται μόνον παρεμπιπτόντως (βλ. διάταξη της 8ης Ιουλίου 1999, Area Cova κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑194/95, EU:T:1999:141, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, T‑279/11, EU:T:2013:299, σκέψη 96).

74      Στο πλαίσιο, εξάλλου, αιτήματος ακυρώσεως ατομικής βλαπτικής πράξεως, ο δικαστής της Ένωσης είναι, βεβαίως, αρμόδιος να διαπιστώσει παρεμπιπτόντως τον παράνομο χαρακτήρα διατάξεως γενικής ισχύος επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη. Εντούτοις, δεν είναι αρμόδιος να προβαίνει σε τέτοιες διαπιστώσεις με το διατακτικό των αποφάσεών του (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, GQ κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑525/16, EU:T:2018:964, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, μέσω αυτοτελούς αιτήματος, να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλει κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, στο μέτρο που η Επιτροπή, με την απόφαση αυτή, έκρινε ότι το Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας δεν καλύπτεται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm.

76      Από τη μνημονευόμενη στις σκέψεις 70 έως 73 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι το πρώτο αίτημα είναι απαράδεκτο και πρέπει να απορριφθεί.

77      Λαμβανομένου, ωστόσο, υπόψη του περιεχομένου του δικογράφου της προσφυγής, το αίτημα αυτό δεν εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 στο πλαίσιο της απαντήσεώς του στο δεύτερο υποβληθέν με την προσφυγή αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2018, GQ κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑525/16, EU:T:2018:964, σκέψεις 38 και 39, και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Feral κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑529/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:851, σκέψεις 27, 33 και 58).

Β.      Επί του δεύτερου αιτήματος, περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως

78      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μοναδικό λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την έλλειψη νομιμότητας της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 στο μέτρο που η Επιτροπή, με την εν λόγω απόφαση, έκρινε ότι το Tecfidera δεν καλυπτόταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm. Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, η οποία αποτελεί τη μοναδική νομική βάση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στερείται νομιμότητας και πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, να κηρυχθεί ανεφάρμοστη. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απορρίπτει την αίτηση άδειας κυκλοφορίας γενόσημου φαρμάκου του Tecfidera, στερείται, κατά την προσφεύγουσα, νομικής βάσεως και πρέπει να ακυρωθεί, ιδίως λόγω ελλιπούς αιτιολογίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

79      O ΕΜΑ, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή και από την Biogen, προβάλλει ένσταση απαραδέκτου.

1.      Επί του παραδεκτού

80      Ο ΕΜΑ, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή και από την Biogen, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, αν υποτεθεί ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 αποτελεί κανονιστική πράξη στο μέτρο που η Επιτροπή έκρινε, με την εν λόγω απόφαση, ότι το Tecfidera δεν καλυπτόταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να είχε παραδεκτώς προσβάλει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την εν λόγω εκτελεστική απόφαση και θα όφειλε συνεπώς να έχει ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της ως άνω αποφάσεως, κάτι το οποίο δεν έπραξε.

81      Αφενός, ο ΕΜΑ υποστηρίζει ότι εάν, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 αποτελεί, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 3 αυτής, κανονιστική πράξη, η εν λόγω πράξη παράγει άμεσα, και χωρίς να ληφθούν εκτελεστικά μέτρα, αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της εν λόγω προσφεύγουσας. Κατά τον ΕΜΑ, η εν λόγω εκτελεστική απόφαση είχε ως αποτέλεσμα να χορηγηθεί στο Tecfidera χωριστή περίοδος προστασίας των δεδομένων και, κατά συνέπεια, να εμποδίζεται η προσφεύγουσα να στηριχθεί στον φάκελο του Tecfidera μέχρι τη λήξη της περιόδου αυτής.

82      Αφετέρου, ο ΕΜΑ, υποστηριζόμενος από την Biogen, ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα διέθετε έννομο συμφέρον να προσβάλει την εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, κατά το μέρος που η Επιτροπή επιβεβαίωσε με αυτή ότι το Tecfidera και το Fumaderm δεν καλύπτονταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας. Συναφώς, ο ΕΜΑ τονίζει ότι τυχόν ακύρωση της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως θα οδηγούσε στη διαπίστωση ότι το Tecfidera καλύπτεται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm και θα παρείχε συνεπώς στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει αμέσως αίτηση άδειας κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του Tecfidera.

83      Κατά τον ΕΜΑ, η προσβολή της έννομης καταστάσεως της προσφεύγουσας ήταν βέβαιη κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταξύ της δημοσιεύσεως, στις 28 Φεβρουαρίου 2014, συνόψεως της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως.

84      Από μέρους της, η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι δεν υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ορισμένων προπαρασκευαστικών μέτρων της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

α)      Επί του χαρακτηρισμού της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 ως «πράξεως γενικής ισχύος»

85      Από το γράμμα του άρθρου 277 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ένσταση ελλείψεως νομιμότητας μπορεί να προβληθεί μόνο κατά πράξεως γενικής ισχύος (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω).

86      Εξάλλου, το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[η] απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της» και ότι «[ό]ταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς».

87      Εν προκειμένω, η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 εκδόθηκε κατόπιν της υποβολής αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας από τη Biogen Idec. Εξάλλου, η εν λόγω εκτελεστική απόφαση χορηγεί άδεια κυκλοφορίας σε συγκεκριμένη εταιρία, ήτοι την Biogen Idec. Τέλος, η Biogen Idec είναι ο μόνος αποδέκτης της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως.

88      Συνεπώς, από τυπικής απόψεως, η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 αποτελεί ατομική απόφαση και όχι πράξη γενικής ισχύος.

89      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της μορφής δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση μιας πράξεως με αποτέλεσμα να πρέπει να εξετάζεται αν το περιεχόμενο της πράξεως αντιστοιχεί πράγματι στη μορφή την οποία έχει περιβληθεί η πράξη αυτή (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Grimaldi, C‑322/88, EU:C:1989:646, σκέψη 14, και διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2015, Βέλγιο κατά Επιτροπής, T‑721/14, EU:T:2015:829, σκέψη 20). Εξάλλου, για να καθοριστεί η εμβέλεια πράξεως, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αρκεστεί στην επίσημη ονομασία της πράξεως, αλλά πρέπει να λάβει υπόψη, πρωτίστως, το αντικείμενο και το περιεχόμενό της (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1962, Confédération nationale des producteurs de fruits et légumes κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 16/62 και 17/62, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1962:47, σ. 918).

90      Μια πράξη έχει γενική ισχύ αν εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και αν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 29).

91      Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 277 ΣΛΕΕ πρέπει, συνεπώς, να επεκταθεί στις πράξεις των θεσμικών οργάνων οι οποίες, αν και δεν έχουν τη μορφή κανονισμού, παράγουν ωστόσο ανάλογα αποτελέσματα (απόφαση της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 40). Με άλλα λόγια, η ένσταση νομιμότητας δεν μπορεί να περιορίζεται στις πράξεις που έχουν τη μορφή πράξεως γενικής ισχύος κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων γενικού χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων υπέρ των προσώπων που αποκλείονται από την άσκηση ευθείας προσφυγής κατά τέτοιων πράξεων, οσάκις αυτά θίγονται από εκτελεστικές αποφάσεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1993, Reinarz κατά Επιτροπής, T‑6/92 και T‑52/92, EU:T:1993:89, σκέψη 56).

92      Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, ότι το Tecfidera που περιέχει DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το άλλο ήδη εγκεκριμένο φάρμακο το οποίο αποτελείται από DMF και άλατα MEF. Εξ αυτού συνήγαγε ότι το Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας, η αίτηση άδειας κυκλοφορίας του οποίου στηρίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83, και το ήδη εγκεκριμένο φάρμακο Fumaderm δεν καλύπτονται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

93      Επιβάλλεται συναφώς η επισήμανση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 παραπέμπει στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και επομένως συνδέει ρητώς την έννοια της «γενικής άδειας κυκλοφορίας» με τη διαλαμβανόμενη στο εν λόγω άρθρο 10, παράγραφος 1, περίοδο νόμιμης προστασίας των δεδομένων των φαρμάκων αναφοράς, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η έννοια αυτή καλύπτει διάφορες αναπτύξεις του αρχικού φαρμάκου για τις οποίες διαφορετικά δεδομένα πρέπει να προσκομίζονται σε διαφορετικά χρονικά σημεία (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Novartis Europharm κατά Επιτροπής, C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2017:498, σκέψη 64). Η διαπίστωση αυτή ισχύει επίσης όσον αφορά την περίοδο νόμιμης προστασίας των δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004.

94      Συνεπώς, η διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, κατά την οποία το Tecfidera και το Fumaderm, για το οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κατά το παρελθόν, δεν καλύπτονται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, έχει ως συνέπεια ότι η εν λόγω εκτελεστική απόφαση πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την εφαρμογή περιόδου νόμιμης προστασίας των δεδομένων σχετικά με το Tecfidera.

95      Συνεπώς, η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις, λόγω της διαπιστώσεως των αντίστοιχων χαρακτηριστικών του Fumaderm και του Tecfidera στην οποία προβαίνει. Εξάλλου, στο μέτρο που η εφαρμογή της περιόδου νόμιμης προστασίας των σχετικών με το Tecfidera δεδομένων απορρέει από τη διαπίστωση αυτή, η εν λόγω εκτελεστική απόφαση δύναται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, ήτοι κάθε επιχειρηματία του οποίου η δραστηριότητα δύναται να συνδέεται με το Tecfidera και, ιδίως, κάθε επιχειρηματία που δύναται να παρασκευάσει γενόσημο φάρμακο του Tecfidera.

96      Κατά συνέπεια, η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, συνιστά, όπως υποστήριξαν εξάλλου ο ΕΜΑ και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, πράξη γενικής ισχύος κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που διαπιστώνει, στην αιτιολογική σκέψη 3 αυτής, ότι το Tecfidera δεν καλύπτεται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm.

β)      Επί της υπάρξεως δεσμού μεταξύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των εκτιμήσεων κατά των οποίων βάλλει η προσφεύγουσα

97      Η Επιτροπή τονίζει ότι υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως και της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, στο μέτρο που η απόρριψη που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση συνδέεται άμεσα, πρώτον, με τη διαπίστωση ότι το Tecfidera είναι διαφορετικό από το Fumaderm και, δεύτερον, με την αυτοτελή περίοδο προστασίας των δεδομένων που απορρέει από τον χαρακτηρισμό αυτόν. Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι δεν υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ορισμένων από τα προπαρασκευαστικά μέτρα της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, ήτοι της αναθεωρημένης γνώμης της CHMP της 21ης Νοεμβρίου 2013 (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω) και, κατά μείζονα λόγο, της EPAR της 26ης Νοεμβρίου 2013 σχετικά με το Tecfidera (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω).

98      Καθόσον το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στον διάδικο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εφαρμογή οποιασδήποτε πράξεως γενικού χαρακτήρα προς στήριξη οιασδήποτε προσφυγής, το περιεχόμενο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς. Συνεπώς, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, KF κατά Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (SATCEN), T‑286/15, EU:T:2018:718, σκέψη 156 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99      Συναφώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως προσφυγών ακυρώσεως κατά ατομικών αποφάσεων, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι μπορούν βασίμως να αποτελέσουν αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας οι διατάξεις πράξεως γενικής ισχύος που συνιστούν τη βάση των εν λόγω αποφάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1981, Krupp Stahl κατά Επιτροπής, 275/80 και 24/81, EU:C:1981:247, σκέψη 32, και της 11ης Ιουλίου 1985, Salerno κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, 87/77, 130/77, 22/83, 9/84 και 10/84, EU:C:1985:318, σκέψη 36) ή που διατηρούν άμεσο νομικό δεσμό με τις αποφάσεις αυτές (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1965, Macchiorlati Dalmas κατά Ανωτάτης Αρχής, 21/64, EU:C:1965:30, σ. 245· της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Kik κατά ΓΕΕΑ, C‑361/01 P, EU:C:2003:434, σκέψη 76, και της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 237).

100    Συναφώς, είναι αληθές ότι, στην απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, Teva Pharma και Teva Pharmaceuticals Europe κατά EMA (T‑140/12, EU:T:2015:41, σκέψεις 52 και 53), την οποία επικαλείται η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά συνοπτικής εκθέσεως και κατά γνώμης της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα του ΕΜΑ. Στην απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι εν λόγω πράξεις συνιστούσαν προπαρασκευαστικές πράξεις και ότι η Επιτροπή μπορούσε να αποκλίνει από τη γνώμη της εν λόγω επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι οι πράξεις αυτές δεν ήταν πράξεις γενικής ισχύος και δεν ήταν, ως εκ της φύσεώς τους, πράξεις δυνάμενες να αποτελέσουν τη νομική βάση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ή να έχουν νομικό δεσμό με αυτήν με αποτέλεσμα η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητάς τους να μην μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή στην επίλυση της διαφοράς.

101    Εντούτοις, πρώτον, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει ρητώς, στο πλαίσιο της προσφυγής, ένταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της γνώμης του CHMP ή κατά της EPAR. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η επιστημονική αξιολόγηση της CHMP είναι προδήλως εσφαλμένη καθόσον καταλήγει στην ύπαρξη κρίσιμης διαφοράς μεταξύ του Tecfidera και του Fumaderm. Κατά την προσφεύγουσα, τούτο συνεπάγεται ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, που επικυρώνει επί του σημείου αυτού τις διαπιστώσεις της CHMP, στερείται νομιμότητας και είναι μη εφαρμοστέα.

102    Δεύτερον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο μέτρο που μια απόφαση απλώς επιβεβαιώνει τη γνώμη του ΕΜΑ, μπορεί να θεωρηθεί ότι το περιεχόμενο της γνώμης αυτής, όπως εξάλλου και το περιεχόμενο της εκθέσεως αξιολογήσεως που στηρίζει τη γνώμη, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολογίας της αποφάσεως, ιδίως όσον αφορά την επιστημονική αξιολόγηση του επίμαχου φαρμάκου (βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Laboratoires CTRS κατά Επιτροπής, T‑452/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:373, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103    Η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε, στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, το συμπέρασμα της CHMP ότι η δραστική ουσία του Tecfidera, το DMF, συνιστούσε νέα δραστική ουσία. Στην εν λόγω εκτελεστική απόφαση, ωστόσο, η Επιτροπή στηρίχθηκε ρητώς, αφενός, στην εκτίμηση της CHMP ότι ο MEF και το DMF είναι αμφότερα δραστικά και δεν αντιστοιχούν στην ίδια δραστική ουσία, δεδομένου ότι δεν περιέχουν την ίδια θεραπευτική ποσότητα και, αφετέρου, στο συμπέρασμα της CHMP ότι το DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι το Tecfidera και το Fumaderm δεν καλύπτονταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας. Συνεπώς, μετά την έκδοση της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως, προστέθηκε σημείωση στη σχετική με το Tecfidera EPAR προκειμένου να επισημανθεί ότι «υπό το πρίσμα της εξελίξεως των κανονιστικών εκτιμήσεων, την οποία απηχ[ούσε] η αιτιολογική σκέψη [3] της [εκτελεστικής] αποφάσεως [της 30ής Ιανουαρίου 2014], η τελική δήλωση της γνώμης της CHMP, σύμφωνα με την οποία η δραστική ουσία του Tecfidera, ήτοι το DMF, συνιστ[ούσε] νέα δραστική ουσία, δεν [ίσχυε] πλέον». Αντιθέτως, η CHMP διευκρίνισε ότι παρέμεναν σε ισχύ όλες οι λοιπές εκτιμήσεις και επιστημονικά συμπεράσματα σχετικά με την αξιολόγησή της.

104    Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι το περιεχόμενο της αναθεωρημένης γνώμης της CHMP, όπως εξάλλου το περιεχόμενο της EPAR στο οποίο στηρίζεται, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αιτιολογίας της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, ιδίως όσον αφορά την επιστημονική αξιολόγηση της υπάρξεως διαφοράς μεταξύ του Tecfidera και του Fumaderm.

105    Η προσφεύγουσα δύναται, συνεπώς, να αμφισβητήσει, προκειμένου να αποδείξει την έλλειψη νομιμότητας της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, τις εκτιμήσεις που, πρώτον, περιλαμβάνονται στην αναθεωρημένη γνώμη της CHMP, καθώς και στην EPAR, και στις οποίες βασίζεται, δεύτερον, η εν λόγω εκτελεστική απόφαση.

106    Απορρίπτεται επομένως η προβαλλόμενη από την Επιτροπή επιχειρηματολογία η οποία αντλείται από την έλλειψη άμεσου νομικού δεσμού μεταξύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ορισμένων προπαρασκευαστικών μέτρων της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

γ)      Επί του δικαιώματος της προσφεύγουσας να ασκήσει ευθεία προσφυγή κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014

107    Το άρθρο 277 αποτελεί έκφραση γενικής αρχής διασφαλίζουσας σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να αμφισβητήσει, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση αποφάσεως που τον αφορά άμεσα και ατομικά, το κύρος προγενέστερων πράξεων θεσμικού οργάνου, που αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν ο εν λόγω διάδικος δεν διέθετε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, απευθείας προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων, των οποίων υφίσταται έτσι τις συνέπειες, χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή τους (αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 39, και της 17ης Ιουνίου 1999, ARAP κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑82/96, EU:T:1999:127, σκέψη 46).

108    Καθόσον ο προσφεύγων διάδικος μπορούσε να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως της οποίας την έλλειψη νομιμότητας επικαλείται μεταγενέστερα κατ’ ένσταση, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται κατά της πράξεως αυτής απορρίπτεται ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι η πάροδος απράκτου της αποκλειστικής προθεσμίας άσκησης προσφυγής αποκλείει την εν λόγω παρεμπίπτουσα αμφισβήτηση πράξεως που κατέστη απρόσβλητη (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08, EU:T:2011:493, σκέψη 68). Πράγματι, αν γινόταν δεκτό ότι ο προσφεύγων μπορεί, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως, να προβάλλει παρατυπίες προγενέστερης πράξεως της οποίας θα μπορούσε να είχε ζητήσει την ακύρωση, θα του παρεχόταν η δυνατότητα να προσβάλλει εμμέσως προγενέστερες αποφάσεις μη προσβληθείσες εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, να καταστρατηγεί την εν λόγω προθεσμία (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑135/93, EU:C:1995:201, σκέψη 17).

109    Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν, υπό το πρίσμα των στοιχείων της δικογραφίας, θα ήταν παραδεκτή προσφυγή ασκούμενη από την προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

110    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα [και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται] εκτελεστικά μέτρα».

111    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν αποδέκτης της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

112    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από την προϋπόθεση να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο αυτό νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα, κάτι το οποίο ισχύει σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η προσφυγή αυτή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα εφόσον η πράξη το αφορά άμεσα (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 59 και 91, και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 39).

113    Πρώτον, όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η πράξη πρέπει να αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι πρόσωπο άλλο από τον αποδέκτη αποφάσεως δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι η απόφαση το αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή το θίγει λόγω συγκεκριμένων προσωπικών ιδιοτήτων του ή λόγω μιας ιδιαίτερης πραγματικής καταστάσεως η οποία το διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 223· της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 72, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 46).

114    Η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά τα υποκείμενα αυτά ατομικώς, εφόσον η εφαρμογή αυτή γίνεται βάσει μιας αντικειμενικής, νομικής ή πραγματικής καταστάσεως η οποία προσδιορίζεται από την επίδικη πράξη (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2001, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, C‑451/98, EU:C:2001:622, σκέψη 52, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 47).

115    Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων και είχε την πρόθεση, ενδεχομένως, να θέσει σε κυκλοφορία γενόσημη εκδοχή του Tecfidera δεν είναι ικανό, αφ’ εαυτού, να την εξατομικεύσει, δεδομένου ότι άλλοι επιχειρηματίες ενδέχεται να βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με αυτή.

116    Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 εκδόθηκε κατόπιν της υποβολής αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας από την Biogen Idec.

117    Εντούτοις, στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/83 ή του κανονισμού 726/2004, η διαδικασία χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας νοείται ως διμερής διαδικασία, που αφορά μόνο τον αιτούντα και την αρμόδια αρχή (πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2014, Olainfarm, C‑104/13, EU:C:2014:2316, σκέψη 34). Συγκεκριμένα, πρόκειται για διαδικασία μεταξύ του αιτούντος και των αρχών της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας οι αρχές της Ένωσης οφείλουν να λάβουν υπόψη το συμφέρον του αιτούντος να λάβει άδεια κυκλοφορίας και το δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην προστασία της δημόσιας υγείας. Οι τρίτοι, όπως εν προκειμένω η προσφεύγουσα, δεν δύνανται να μετάσχουν στη διαδικασία αυτή ούτε να αναχθούν σε συνομιλητές της CHMP και της Επιτροπής όσον αφορά την αξιολόγηση των επιστημονικών στοιχείων σχετικά με το επίμαχο φάρμακο (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2003, Olivieri κατά Επιτροπής και EMEA, T‑326/99, EU:T:2003:351, σκέψη 94).

118    Πρέπει, τέλος, να τονιστεί ότι η Επιτροπή έκρινε, στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, ότι το Tecfidera που περιέχει DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το έτερο ήδη εγκεκριμένο φάρμακο το οποίο αποτελείται από DMF και από άλατα MEF, και ότι, κατά συνέπεια, το Tecfidera – φουμαρικός διμεθυλεστέρας, η αίτηση άδειας του οποίου βασίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83, και το φάρμακο Fumaderm για το οποίο έχει ήδη χορηγηθεί άδεια δεν καλύπτονται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83.

119    Προκύπτει, συνεπώς, από τη διαδικασία εκδόσεως και από το περιεχόμενο της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 ότι η ατομική κατάσταση της προσφεύγουσας δεν ελήφθη υπόψη κατά την έκδοση της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως, καθόσον, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή με την ως άνω απόφαση έκρινε ότι το Tecfidera και το ήδη εγκεκριμένο φάρμακο Fumaderm δεν καλύπτονται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83.

120    Η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 αφορούσε συνεπώς την προσφεύγουσα αποκλειστικά λόγω της αντικειμενικής της ιδιότητας ως παρασκευάστριας φαρμάκων, ιδίως γενόσημων φαρμάκων, όπως κάθε άλλον επιχειρηματία ευρισκόμενο, την ίδια στιγμή και δυνητικά, σε πανομοιότυπη κατάσταση.

121    Δεν αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 αφορούσε ατομικά την προσφεύγουσα.

122    Δεύτερον, όσον αφορά την ύπαρξη κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, πρέπει να τονιστεί ότι η έννοια των «κανονιστικών πράξεων», κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ καλύπτει όλες τις μη νομοθετικές πράξεις γενικής ισχύος (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 28).

123    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 έχει γενική ισχύ όσον αφορά τις εκτιμήσεις κατά των οποίων βάλλει η προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 85 έως 96 ανωτέρω). Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η ως άνω εκτελεστική απόφαση δεν συνιστά νομοθετική πράξη.

124    Η εν λόγω εκτελεστική απόφαση συνιστά επομένως κανονιστική πράξη κατά το μέρος που διαπιστώνει, στην αιτιολογική σκέψη 3, ότι το Tecfidera δεν καλύπτεται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm.

125    Κατά πάγια νομολογία, η φράση «[για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται] εκτελεστικά μέτρα», κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από το ιστορικό της θεσπίσεώς της, στην αποτροπή του ενδεχομένου να υποχρεούται ο ιδιώτης να παραβεί τον νόμο προκειμένου να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία κανονιστική πράξη παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, το πρόσωπο αυτό θα διέτρεχε τον κίνδυνο να στερηθεί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εάν δεν διέθετε ένδικο βοήθημα δυνάμενο να ασκηθεί ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της εν λόγω κανονιστικής πράξεως. Πράγματι, ελλείψει εκτελεστικών μέτρων, το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο, μολονότι η επίμαχη πράξη το αφορά άμεσα, θα μπορούσε να επιτύχει τον δικαστικό της έλεγχο μόνον αφότου θα παρέβαινε τις διατάξεις της, επικαλούμενο την έλλειψη νομιμότητάς τους στο πλαίσιο των διαδικασιών που θα κινούνταν εναντίον του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

126    Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία κανονιστική πράξη συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της εννόμου τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται ανεξαρτήτως αν τα μέτρα αυτά ελήφθησαν από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν δύνανται, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού που καθορίζει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ να προσβάλουν απευθείας ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης μια κανονιστική πράξη της Ένωσης, προστατεύονται από την έναντι αυτών εφαρμογή τέτοιας πράξεως με τη δυνατότητα να προσβάλουν τα εκτελεστικά μέτρα των οποίων τη λήψη συνεπάγεται η πράξη αυτή (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

127    Οσάκις η θέση σε εφαρμογή τέτοιας πράξεως απόκειται στα θεσμικά και λοιπά όργανα ή στους οργανισμούς της Ένωσης, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δύνανται να ασκήσουν ευθεία προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης κατά των πράξεων εφαρμογής υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και να προβάλουν, προς στήριξη της προσφυγής τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, την έλλειψη νομιμότητας της επίμαχης βασικής πράξεως (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Το Δικαστήριο έχει, εξάλλου, επανειλημμένως κρίνει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο μια κανονιστική πράξη επάγεται εκτελεστικά μέτρα, πρέπει να εξετάζεται η κατάσταση του προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ. Είναι, επομένως, αδιάφορο αν η επίμαχη πράξη επάγεται εκτελεστικά μέτρα έναντι άλλων ιδιωτών (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

129    Επιπλέον, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, η εξέταση πρέπει να διενεργείται με γνώμονα αποκλειστικώς το αντικείμενο της προσφυγής, σε περίπτωση δε κατά την οποία προσφεύγων ζητεί τη μερική μόνον ακύρωση πράξεως πρέπει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα εκτελεστικά μέτρα τα οποία συνεπάγεται ενδεχομένως το μέρος αυτό της πράξεως (βλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Kyocera Mita Europe κατά Επιτροπής, C‑553/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:805, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 61).

130    Τέλος, το γράμμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ακροτελεύτια φράση, ΣΛΕΕ δεν απαιτεί, προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως εκτελεστικό μέτρο κανονιστικής πράξεως, η συγκεκριμένη πράξη να αποτελεί τη νομική βάση του μέτρου αυτού. Το ίδιο μέτρο μπορεί να είναι εκτελεστικό τόσο της πράξεως της οποίας οι διατάξεις αποτελούν τη νομική βάση του όσο και μιας διακριτής πράξεως, εφόσον το σύνολο ή μέρος των εννόμων αποτελεσμάτων της τελευταίας αυτής πράξεως θα επέλθουν, έναντι του προσφεύγοντος, μόνο μέσω του μέτρου αυτού (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 72).

131    Το ζήτημα αν τα εκτελεστικά μέτρα έχουν ή όχι απλώς διεκπεραιωτικό χαρακτήρα στερείται σημασίας (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 47). Με άλλα λόγια, για να διαπιστωθεί αν για την εφαρμογή της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξεως απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν έχει σημασία το αν η ως άνω πράξη παρέχει ή όχι διακριτική ευχέρεια στις αρχές που είναι αρμόδιες για τη λήψη των εκτελεστικών μέτρων (απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, T‑279/11, EU:T:2013:299, σκέψη 53· πρβλ. επίσης διάταξη της 14ης Ιουλίου 2015, Forgital Italy κατά Συμβουλίου, C‑84/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:517, σκέψη 44).

132    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι το περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψεως 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014. Συγκεκριμένα, στο υπόμνημα παρεμβάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η άρνηση της εγκρίσεως που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση συνδεόταν άμεσα με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονταν στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014. Στις γραπτές απαντήσεις της προς τις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή προσέθεσε ότι ο ΕΜΑ δεσμευόταν από το περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψεως 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

133    Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι κατά τη συνάντηση που έλαβε χώρα στις 16 Μαΐου 2013 μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και της Biogen Idec, η Επιτροπή τόνισε ότι, στις αποφάσεις που χορηγούσαν άδεια κυκλοφορίας, δεν γινόταν καμία δήλωση περί αποκλειστικότητας των δεδομένων για τον λόγο ότι η αποκλειστικότητα των δεδομένων συνιστούσε δυναμική έννοια υποκείμενη σε μεταβολές σε περίπτωση μεταβιβάσεως στοιχείων ενεργητικού μεταξύ εταιριών. Προσέτι, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή στο υπόμνημα παρεμβάσεως, ο ΕΜΑ επαληθεύει, στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως, εάν έχει λήξει η νόμιμη περίοδος προστασίας των δεδομένων για το φάρμακο αναφοράς. Στις γραπτές απαντήσεις του στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ο ΕΜΑ διευκρίνισε ότι, προκειμένου να καθοριστεί εάν το φάρμακο αναφοράς ήταν εγκεκριμένο εδώ και λιγότερο από οκτώ χρόνια, έπρεπε να επαληθευθεί εάν ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου αναφοράς κατείχε επίσης άδειες για άλλα προϊόντα που περιέχουν την ίδια δραστική ουσία. Τέλος, όπως διευκρίνισαν ο ΕΜΑ και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι επαληθεύσεις στις οποίες προβαίνει ο ΕΜΑ στο πλαίσιο της αρμοδιότητας εγκρίσεως που διαθέτει συνίστανται, γενικότερα, στην εκτίμηση εάν ο φάκελος του αιτούντος άδεια κυκλοφορίας είναι πλήρης υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 3, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83.

134    Πρέπει, συνεπώς, να επισημανθεί ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, η οποία διαπιστώνει ότι το Tecfidera δεν υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm, παρήγαγε τα έννομα αποτελέσματά της έναντι της προσφεύγουσας αποκλειστικά μέσω της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της υποβολής αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας κατά την καλούμενη «συνοπτική» διαδικασία (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) και απέρριψε την αίτηση αυτή.

135    Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι εντελώς τεχνητή η κατασκευή βάσει της οποίας ο ανταγωνιστής του δικαιούχου εθνικού μέτρου το οποίο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση θα πρέπει να ζητήσει από τις εθνικές αρχές τη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού και να προσβάλει την πράξη με την οποία απορρίπτεται το αίτημά του ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να υποχρεώσει το τελευταίο να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής αναφορικά με το εν λόγω μέτρο (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

136    Εντούτοις, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να καταδείξει, δεόντως, τους λόγους για τους οποίους η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 μπορούσε να παραγάγει άμεσα, συγκεκριμένα και βέβαια αποτελέσματα επηρεάζοντα τη νομική της κατάσταση μόνον διά της υποβολής αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας γενόσημου φαρμάκου του Tecfidera. Συνεπώς, η υποβολή αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας γενόσημου φαρμάκου του Tecfidera δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τεχνητή, δεδομένου ότι παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να καταδείξει ότι ήταν σε θέση να παρασκευάσει γενόσημο φάρμακο του Tecfidera και ότι είχε αποφασίσει να διαθέσει στο εμπόριο ένα τέτοιο φάρμακο. Πρέπει να προστεθεί ότι ο ΕΜΑ επαλήθευσε, μετά την υποβολή της αιτήσεως αυτής, αν για το υποδειχθέν από την προσφεύγουσα φάρμακο αναφοράς, ήτοι το Tecfidera, ίσχυε περίοδος νόμιμης προστασίας των δεδομένων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004.

137    Έπεται, αφενός, ότι για την εφαρμογή της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, καθόσον η απόφαση αυτή διαπιστώνει, στην αιτιολογική σκέψη 3, ότι το Tecfidera δεν καλύπτεται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm και, αφετέρου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απευθύνεται στην προσφεύγουσα, αποτελεί ένα εκ των μέτρων αυτών.

138    Εν πάση περιπτώσει, τίποτε δεν εμποδίζει έναν διάδικο να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά πράξεως γενικής ισχύος για τον λόγο ότι δεν μπορούσε να αποδείξει, εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, έννομο συμφέρον να στραφεί απευθείας κατ’ αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑236/17 P, EU:C:2019:258, σκέψη 103, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Compagnie des pêches de Saint-Malo, C‑212/19, EU:C:2020:179, σημεία 49 και 50).

139    Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

140    Αντιθέτως, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον όταν η θετική έκβαση μιας προσφυγής δεν είναι ικανή, σε κάθε περίπτωση, να παράσχει ικανοποίηση στον προσφεύγοντα (βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Bionorica και Diapharm κατά Επιτροπής, C‑596/15 P και C‑597/15 P, EU:C:2017:886, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

141    Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς. Δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

142    Κατά συνέπεια, το έννομο συμφέρον πρέπει να συνιστά την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

143    Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα άσκησε, στις 27 Φεβρουαρίου 2014, ήτοι την προηγουμένη της δημοσιεύσεως συνόψεως της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανακοπή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας κατά ευρωπαϊκού διπλώματος που είχε χορηγηθεί τον Μάιο του 2013 στην Biogen Idec, το οποίο αφορούσε τις «συνθέσεις και τις χρήσεις τους για τη θεραπεία της σκληρύνσεως κατά πλάκας» και το οποίο κάλυπτε τη χρήση του DMF στη θεραπεία της σκληρύνσεως κατά πλάκας μέσω ορισμένης δοσολογίας εγκεκριμένης για το Tecfidera. Η Biogen προσκόμισε, εξάλλου, δημοσίευση της προσφεύγουσας η οποία, αφενός, σχετίζεται με τα δραστικά φαρμακευτικά συστατικά που βρίσκονταν υπό ανάπτυξη κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014 και, αφετέρου, μνημονεύει το DMF για τη θεραπεία της σκληρύνσεως κατά πλάκας.

144    Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η δημοσίευση της προσφεύγουσας, την οποία προσκόμισε η Biogen, αναφέρει ότι η ανάπτυξη του DMF βρισκόταν σε πρώιμο στάδιο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014. Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε, χωρίς να αντικρουσθεί από τους λοιπούς διαδίκους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η ανάπτυξη γενόσημου φαρμάκου απαιτεί πολλαπλά στάδια και μελέτες προκειμένου να παραγάγει τα δεδομένα που απαιτεί ο φάκελος της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας. Ισχυρίστηκε επίσης ότι τα αποτελέσματα ορισμένων εκ των μελετών αυτών παρέμεναν αβέβαια μέχρι την ολοκλήρωση των τελευταίων. Διευκρίνισε ότι ορισμένες εκ των αναγκαίων μελετών, όπως η μελέτη βιοϊσοδυναμίας, δεν μπορούσαν να αρχίσουν ή να πραγματοποιηθούν ενόσω το φάρμακο αναφοράς, εν προκειμένω το Tecfidera, δεν διετίθετο στην αγορά.

145    Συνεπώς, αφενός, οι διευκρινίσεις της προσφεύγουσας δείχνουν ότι το έννομο συμφέρον της να ζητήσει απευθείας την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 δεν ήταν γεγενημένο και ενεστώς, αλλά μελλοντικό, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο θα είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως, στο μέτρο που δεν ήταν νοητό, κατά τον χρόνο αυτό, να υποβάλει αίτηση άδειας κυκλοφορίας γενόσημου φαρμάκου του Tecfidera και που το χρονικό διάστημα το οποίο απαιτείτο για την υποβολή μιας τέτοιας αιτήσεως ήταν πολύ μεγαλύτερο από την προθεσμία της προσφυγής ακυρώσεως. Αφετέρου, οι εν λόγω διευκρινίσεις δείχνουν επίσης ότι η ικανότητα της προσφεύγουσας να τηρήσει τις προϋποθέσεις της άδειας κυκλοφορίας γενόσημου φαρμάκου του Tecfidera ήταν αβέβαιη κατά τον χρόνο κατά τον οποίο θα είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

146    Επομένως, υπό το πρίσμα της καταστάσεως της προσφεύγουσας μεταξύ της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της συνόψεως της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, δεν αποδείχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε γεννημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον να ασκήσει ευθεία προσφυγή κατά της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως.

147    Έχει, εξάλλου, κριθεί ότι, στο μέτρο που αφορά μελλοντική και αβέβαιη κατάσταση, μια απλή δήλωση προθέσεως εισόδου στην αγορά δεν είναι δυνατόν να επαρκεί για την απόδειξη γεννημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος (πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Bionorica και Diapharm κατά Επιτροπής, C‑596/15 P και C‑597/15 P, EU:C:2017:886, σκέψεις 114 και 115).

148    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να ασκήσει παραδεκτώς, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή ακυρώσεως κατά της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

149    Απορρίπτεται επομένως η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλεται κατά της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

2.      Επί της ουσίας

150    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένο κριτήριο και υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το Tecfidera και το Fumaderm ήταν διαφορετικά και ότι, κατά συνέπεια, το Tecfidera δεν καλυπτόταν από τη γενική άδεια κυκλοφορίας του Fumaderm. Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον το Tecfidera και το Fumaderm ήταν διαφορετικά για τους σκοπούς της γενικής άδειας κυκλοφορίας, εφάρμοσε εσφαλμένο κριτήριο που δεν λάμβανε υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες. Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν η CHMP και η Επιτροπή είχαν εφαρμόσει το ενδεδειγμένο κριτήριο και είχαν λάβει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες, δεν θα είχαν αποφασίσει ότι το Tecfidera δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm. Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του δικογράφου της προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι δύο αυτές αιτιάσεις πρέπει να συνεξεταστούν, στο μέτρο που με αμφότερες προβάλλεται, στην πράξη, ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως για τον λόγο ότι η Επιτροπή βασίστηκε, κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, σε στοιχεία που δεν συνιστούσαν το σύνολο των διαθέσιμων και κρίσιμων δεδομένων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας δραστικής ουσίας περιεχόμενης σε φαρμακευτικό συνδυασμό για τον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κατά το παρελθόν, η εκτίμηση της υπάρξεως τυχόν διαφοράς μεταξύ του συνδυασμού αυτού και της μεμονωμένης δραστικής ουσίας εξαρτάται από το ζήτημα εάν οι επιμέρους δραστικές ουσίες του συνδυασμού έχουν τεκμηριωμένη και κρίσιμη θεραπευτική συμβολή εντός του εν λόγω συνδυασμού.

151    Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο θα διατυπώσει, κατ’ αρχάς, ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη λυσιτέλεια του μοναδικού λόγου ακυρώσεως και την έκταση του δικαστικού ελέγχου. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο θα εκτιμήσει αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, εξετάζοντας διαδοχικά τα ακόλουθα τέσσερα ζητήματα: πρώτον, τη γενική άδεια κυκλοφορίας και τους σκοπούς της, δεύτερον, το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης και την εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων μεταξύ 1994 και 2014, τρίτον, την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αποφάσεων που εκδίδονται από τις εθνικές αρχές και, τέταρτον, τα στοιχεία που διέθεταν ή ήταν σε θέση να διαθέτουν ο ΕΜΑ και η Επιτροπή όσον αφορά τον ρόλο του MEF εντός του Fumaderm.

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

152    Προκαταρκτικώς, πρέπει να επιβεβαιωθεί η λυσιτέλεια του μοναδικού λόγου ακυρώσεως και να προσδιοριστεί η έκταση του δικαστικού ελέγχου.

1)      Επί της λυσιτέλειας του μοναδικού λόγου ακυρώσεως

153    Στο πλαίσιο των απαντήσεών του στα μνημονευόμενα στη σκέψη 63 ανωτέρω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ο ΕΜΑ ισχυρίστηκε ότι από το γράμμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως προέκυπτε ότι αυτή στηριζόταν σε δύο διακριτές μεταξύ τους νομικές βάσεις, ήτοι, αφενός στο άρθρο 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, και, αφετέρου, στην εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής της 30ής Ιανουαρίου 2014. Ο ΕΜΑ διευκρίνισε επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν σε σύγκριση των ποιοτικών συνθέσεων του Fumaderm και του Tecfidera όσον αφορά τις δραστικές ουσίες, αφενός, και στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, αφετέρου. Κατά τον ΕΜΑ, οι δύο νομικές βάσεις αυτές είναι διακριτές, δεδομένου ότι στηρίζονται σε ελαφρώς διαφορετικούς συλλογισμούς.

154    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο ΕΜΑ υποστήριξε, στις γραπτές απαντήσεις του στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε τη μία από τις βάσεις αιτιολογίας στις οποίες στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι τη σύγκριση των ποιοτικών συνθέσεων του Fumaderm και του Tecfidera, στην οποία προέβη ο ίδιος ο ΕΜΑ, κατά το στάδιο της εγκρίσεως της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας του Dimethyl Fumarate Pharmaceutical Works Polpharma.

155    Εντούτοις, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο ΕΜΑ υπενθύμισε κατ’ αρχήν την αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, η οποία παραπέμπει στις εκτιμήσεις της CHMP. Εν συνεχεία, ο ΕΜΑ υπενθύμισε τις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004. Τέλος, ο ΕΜΑ επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι το Tecfidera και το Fumaderm διέφεραν ως προς την ποιοτική τους σύνθεση σε δραστικές ουσίες. Συναφώς, ανέφερε το περιεχόμενο του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83. Ο ΕΜΑ προσέθεσε ότι, όπως είχε επισημάνει η Επιτροπή στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, το Tecfidera και το Fumaderm δεν υπάγονταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας και ότι ήταν προφανές ότι στο Tecfidera είχε χορηγηθεί ιδιαίτερη ανεξάρτητη περίοδος προστασίας των δεδομένων, διάρκειας οκτώ ετών.

156    Ο ΕΜΑ συνήγαγε εξ αυτού ότι, υπό το πρίσμα της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, η οποία δέχεται ότι το Tecfidera και το Fumaderm δεν καλύπτονται από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, και υπό το πρίσμα του άρθρου 14, παράγραφος 11, του κανονισμού 726/2004, δεν ήταν σε θέση να εγκρίνει την αίτηση άδειας κυκλοφορίας την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα για γενόσημη εκδοχή του Tecfidera.

157    Προκύπτει, συνεπώς, από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, σε αυτή, ο ΕΜΑ στηρίχθηκε αποκλειστικά στο συμπέρασμα που περιλαμβανόταν ήδη στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, κατά το οποίο «ο [MEF] και το [DMF] είναι αμφότερα δραστικά και δεν αντιστοιχούν στην ίδια δραστική ουσία, δεδομένου ότι δεν περιέχουν την ίδια θεραπευτική ποσότητα [και] ως εκ τούτου θεωρείται ότι το Tecfidera που περιέχει DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm, το άλλο ήδη εγκεκριμένο φάρμακο το οποίο αποτελείται από DMF και άλατα MEF».

158    H προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί συνεπώς να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο ΕΜΑ προέβη ο ίδιος σε σύγκριση των ποιοτικών συνθέσεων του Fumaderm και του Tecfidera, κατά το στάδιο εγκρίσεως της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας την οποία κατέθεσε η προσφεύγουσα για γενόσημο φάρμακο του Tecfidera.

159    Εξάλλου, στο μέτρο που η Επιτροπή είχε ήδη αποφανθεί επί της συγκρίσεως των ποιοτικών συνθέσεων του Fumaderm και του Tecfidera, δεν ήταν αναγκαίο, για τον ΕΜΑ, να προβεί στη δική του σύγκριση των ποιοτικών συνθέσεων του Fumaderm και του Tecfidera.

160    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η ερμηνεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην οποία προέβη ο ΕΜΑ στο πλαίσιο των γραπτών απαντήσεών του στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, δεν συνάδει με τις διευκρινίσεις που περιέλαβε στο υπόμνημα αντικρούσεως και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως.

161    O ΕΜΑ διευκρίνισε, βεβαίως, στο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η διαπίστωση περί υπάρξεως διαφορετικών γενικών αδειών κυκλοφορίας βάσει συγκρίσεως της περιλήψεως των χαρακτηριστικών των επίμαχων προϊόντων (στο εξής: ΠΧΠ) μπορούσε να λάβει χώρα κατά την έγκριση κάθε αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του Tecfidera, είτε αυτή υποβλήθηκε ενώπιον είτε του ΕΜΑ είτε ενώπιον αρμόδιας εθνικής αρχής. Ο ΕΜΑ διευκρίνισε, εξάλλου, ότι η απόφασή του στηριζόταν στο γεγονός ότι το Tecfidera δεν υπαγόταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm, καθόσον διέφεραν οι ποιοτικές συνθέσεις του Tecfidera και του Fumaderm σε δραστικές ουσίες.

162    Εντούτοις, ο ΕΜΑ υποστήριξε, στο ίδιο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι το κριτήριο της συγκρίσεως των ποιοτικών συνθέσεων των δύο φαρμάκων, όπως αυτά εγκρίθηκαν, ήταν δυνατό να πληρωθεί με δύο τρόπους: είτε κατόπιν συγκρίσεως των ΠΧΠ που αφορούσαν, αντιστοίχως, το Fumaderm και το Tecfidera, όπως είχε υποδείξει ο ΕΜΑ στην επιστολή του της 3ης Αυγούστου 2011 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω) είτε κατόπιν αξιολογήσεως που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το DMF και ο MEF συνιστούσαν διαφορετικές δραστικές ουσίες (κριτήριο που εφάρμοσε η Επιτροπή κατά τον χρόνο χορηγήσεως της άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera). Εξάλλου, από τα δικόγραφα του ΕΜΑ προκύπτει ότι ο τελευταίος υποστήριξε ότι θα μπορούσε να είχε περιοριστεί στη σύγκριση των ΠΧΠ σχετικά με τα επίμαχα φάρμακα και ότι η απλή διαπίστωση, βάσει της συγκρίσεως των εν λόγω ΠΧΠ, της υπάρξεως διαφορετικής συνθέσεως σε δραστικές ουσίες παρείχε τη δυνατότητα συναγωγής συμπεράσματος. Με άλλα λόγια, ο ΕΜΑ διευκρίνισε ότι «θα ήταν δυνατό» να ακολουθήσει μια τέτοια διαδικασία εν προκειμένω και ότι αυτή τη διαδικασία θα ακολουθούσε μελλοντικά. Αντιθέτως, ο ΕΜΑ ουδέποτε υποστήριξε, στο υπόμνημα αντικρούσεως και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι πράγματι ακολούθησε τη διαδικασία αυτή εν προκειμένω, στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του, ο ΕΜΑ στηρίχθηκε επανειλημμένως στην προσέγγιση υπέρ της οποίας είχε ταχθεί στην επιστολή του της 3ης Αυγούστου 2011, και όχι στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει, εξάλλου, καμία αναφορά στα ΠΧΠ που αφορούσαν, αντιστοίχως, το Fumaderm και το Tecfidera.

163    Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του ΕΜΑ με την οποία προβάλλεται ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής καθόσον η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε τη μία από τις βάσεις αιτιολογίας στις οποίες στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

2)      Επί της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου

164    Όταν η διοικητική απόφαση είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων, όπως παραδείγματος χάριν στον ιατροφαρμακευτικό τομέα, οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν κατ’ αρχήν αντικείμενο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της εν λόγω αρχής περί των πραγματικών περιστατικών με δική του [βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2008, Schräder κατά Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) (SUMCOL 01), T‑187/06, EU:T:2008:511, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

165    Πράγματι, οσάκις ένα όργανο της Ένωσης καλείται να προβεί σε περίπλοκες αξιολογήσεις, διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια η άσκηση της οποίας υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ο οποίος περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν το εν λόγω μέτρο ενέχει πρόδηλο σφάλμα ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας ή αν η αρμόδια αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, PP Nature-Balance Lizenz κατά Επιτροπής, T‑189/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1056, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

166    Ωστόσο, μολονότι ο δικαστής της Ένωσης αναγνωρίζει στη διοίκηση περιθώριο εκτιμήσεως σε οικονομικά και τεχνικά ζητήματα, τούτο δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να ελέγχει την ερμηνεία των στοιχείων τεχνικής ή οικονομικής φύσεως από τη διοίκηση. Πράγματι, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλ’ οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα [βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2008, Schräder κατά Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) (SUMCOL 01), T‑187/06, EU:T:2008:511, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

167    Ο δικαστικός έλεγχος, έστω και περιορισμένης εκτάσεως, επιβάλλει όπως τα όργανα της Ένωσης που εξέδωσαν την επίμαχη πράξη είναι σε θέση να αποδείξουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν πραγματικής ασκήσεως της διακριτικής τους ευχέρειας, η οποία προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις της καταστάσεως στη ρύθμιση της οποίας σκοπεί η πράξη αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 34, και της 30ής Απριλίου 2015, Polynt και Sitre κατά Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), T‑134/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:254, σκέψη 53).

168    Προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα όργανο κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη δυνάμενη να δικαιολογήσει την ακύρωση πράξεως, πρέπει τα προσκομισθέντα από τον προσφεύγοντα αποδεικτικά στοιχεία να είναι ικανά να ανατρέψουν τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που έχουν γίνει στην εν λόγω πράξη (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑257/07, EU:T:2011:444, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

169    Όσον αφορά τη γνώμη της CHMP, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της εν λόγω επιτροπής. Συγκεκριμένα, ο δικαστικός έλεγχος ασκείται μόνο ως προς τη νομιμότητα της λειτουργίας της επιτροπής καθώς και ως προς την εσωτερική συνοχή και την αιτιολόγηση της γνώμης της. Ως προς το τελευταίο σημείο, ο δικαστής έχει αρμοδιότητα μόνο για να επαληθεύσει αν η γνώμη διαθέτει αιτιολογία παρέχουσα τη δυνατότητα να αξιολογηθούν οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται και αν, με τη γνώμη αυτή, συνδέονται με εύληπτο τρόπο οι ιατρικές ή επιστημονικές διαπιστώσεις και τα συναγόμενα συμπεράσματα. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η CHMP υποχρεούται να αναφέρει στη γνώμη της τις κύριες επιστημονικές εκθέσεις και εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης στις οποίες στηρίζεται και να προσδιορίζει, σε περίπτωση σημαντικής διχογνωμίας, τους λόγους για τους οποίους αποκλίνει από τα συμπεράσματα των εκθέσεων ή των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης που προσκομίζουν οι οικείες επιχειρήσεις. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται ιδιαιτέρως σε περίπτωση επιστημονικής αμφιβολίας. Διασφαλίζοντας την κατόπιν αντιπαραθέσεως και με διαφάνεια έκδοση της γνώμης της επιτροπής, η υποχρέωση αυτή διασφαλίζει τη διενέργεια εις βάθος και αντικειμενικής επιστημονικής αξιολογήσεως της εξεταζόμενης ουσίας, κατόπιν αντιπαραθέσεως των πλέον αντιπροσωπευτικών επιστημονικών απόψεων και των επιστημονικών θέσεων που προβάλλουν τα οικεία φαρμακευτικά εργαστήρια (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, PP Nature-Balance Lizenz κατά Επιτροπής, T‑189/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1056, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

170    Τέλος, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 260) και τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούσε να έχει στη διάθεσή του το οικείο όργανο της Ένωσης όταν την εξέδωσε [απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Brink’s Security Luxembourg κατά Επιτροπής, T‑437/05, EU:T:2009:318, σκέψη 96· πρβλ. επίσης, απόφαση της 12ης Απριλίου 2013, Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑31/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:167, σκέψη 157].

171    Ο προσφεύγων δεν μπορεί, συνεπώς, να επικαλείται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης πραγματικά στοιχεία μεταγενέστερα της πράξεως της οποίας αμφισβητείται η νομιμότητα ή τα οποία δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ο εκδότης της πράξεως κατά την έκδοσή της. Τα επιχειρήματα που αντλούνται από τέτοια στοιχεία είναι συνεπώς αλυσιτελή.

172    Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξεταστεί εάν η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, ότι το Tecfidera, που αποτελείται αποκλειστικά από DMF, δεν καλύπτεται από τη γενική άδεια κυκλοφορίας του Fumaderm που χορηγήθηκε από τον BfArM το 1994.

β)      Επί της γενικής άδειας κυκλοφορίας και των σκοπών της

173    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το Tecfidera εγκρίνεται με διαφορετική διαδικασία, για διαφορετική ένδειξη και με διαφορετική εμπορική ονομασία από το Fumaderm δεν συνιστά παράγοντα που μπορεί να προβληθεί αυτός καθεαυτόν προκειμένου να υποστηριχθεί ότι το Tecfidera δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της γενικής άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm. Υποστηρίζει ότι η θεραπευτική δράση, ή η έλλειψη τέτοιας δράσεως, των αλάτων MEF στη σύνθεση του Fumaderm αποτελεί το κλειδί για να αποδειχθεί εάν υφίσταται οποιαδήποτε κρίσιμη διαφορά μεταξύ του Tecfidera και του Fumaderm για τους σκοπούς της γενικής άδειας κυκλοφορίας. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η θεραπευτική ενέργεια των αλάτων MEF στη σύνθεση του Fumaderm πρέπει να είναι κρίσιμη. Συγκεκριμένα, θα ήταν άτοπο να θεωρηθούν «διαφορετικά» δύο προϊόντα για τον λόγο και μόνον ότι το ένα εξ αυτών περιέχει ένα ιδιαίτερο συστατικό στοιχείο το οποίο προκαλεί ένα οποιοδήποτε φαρμακευτικό αποτέλεσμα το οποίο ελλείπει στο προϊόν με το οποίο συγκρίνεται. Στην αντίθετη περίπτωση, ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει με μεγάλη ευκολία πρόσθετη μακρά περίοδο νόμιμης προστασίας των δεδομένων προσθέτοντας ή αφαιρώντας, κατά τη στιγμή της επεκτάσεως του προϊόντος σε νέα θεραπευτική ένδειξη, μια ουσία δραστική από φαρμακευτικής απόψεως, πλην μη ασκούσα επιρροή από κλινικής απόψεως. Το ίδιο θα ίσχυε για ουσία με κρίσιμη δράση, που θα περιλαμβανόταν σε έναν συνδυασμό, πλην σε περιεκτικότητα πολύ χαμηλή για να παραγάγει οποιοδήποτε σημαντικό θεραπευτικό αποτέλεσμα, και που θα μπορούσε, και αυτή, να αφαιρεθεί από τον συνδυασμό χωρίς ουδεμία αισθητή επίδραση επί της θεραπευτικής δράσεως. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, εάν τέτοιες τροποποιήσεις επιβραβεύονταν με την παροχή νέας περιόδου νόμιμης προστασίας των δεδομένων για τον λόγο και μόνον ότι οι επίμαχες δραστικές ουσίες είχαν αναπτύξει, θεωρούμενες μεμονωμένα, μια (κάποια) θεραπευτική δράση, τούτο θα αντέβαινε στους επιδιωκόμενους από την οδηγίας 2001/83 σκοπούς και δεν θα καθιστούσε δυνατή τη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ της προστασίας των συμφερόντων των καινοτομουσών εταιριών και της ανάγκης να προαχθεί η παραγωγή γενόσημων φαρμάκων από την άποψη του γενικού συμφέροντος.

174    Ο ΕΜΑ αντικρούει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το νομικό κριτήριο που εφάρμοσε η Επιτροπή για να καθορίσει αν δύο φάρμακα καλύπτονται από χωριστές γενικές άδειες κυκλοφορίας θα μπορούσε να παράσχει στις επιχειρήσεις ένα μέσο για να καταστρατηγήσουν τους κανόνες σχετικά με τη νόμιμη προστασία των δεδομένων. Κατά τον ΕΜΑ, ο κίνδυνος καταστρατηγήσεως τον οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα είναι εντελώς υποθετικός.

175    Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) αποσκοπεί στον συμβιβασμό μεταξύ, αφενός, της επαρκούς προστασίας των εργασιών έρευνας και αναπτύξεως τις οποίες πραγματοποιούν οι καινοτόμες φαρμακευτικές επιχειρήσεις και, αφετέρου, της βουλήσεως να αποφευχθούν οι περιττές δοκιμές στον άνθρωπο και στα ζώα. Έτσι, κατά την αιτιολογική σκέψη 9 της εν λόγω οδηγίας, είναι σκόπιμο «να καθοριστούν σαφέστερα οι περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι αναγκαίο να προσκομίζονται τα αποτελέσματα των τοξικολογικών, φαρμακολογικών ή κλινικών δοκιμών προκειμένου να χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας για φάρμακο που είναι ουσιαστικά παρεμφερές με άλλο φάρμακο που έχει εγκριθεί, χωρίς ωστόσο να θίγονται τα συμφέροντα των καινοτομουσών εταιρειών», ενώ στην αιτιολογική σκέψη 10 αναφέρεται ότι «για λόγους δημόσιας τάξης αντενδείκνυται η επανάληψη δοκιμών στον άνθρωπο ή σε ζώα, χωρίς να υπάρχει επιτακτική ανάγκη» (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Novartis Europharm κατά Επιτροπής, T‑472/12, EU:T:2015:637, σκέψη 62).

176    Η έννοια της γενικής άδειας κυκλοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2001/83, όπως έχει τροποποιηθεί (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), συμμορφώνεται προς πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που ανέπτυξε την έννοια αυτή, ιδίως, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο σκοπός της «συνοπτικής» διαδικασίας, ο οποίος συνίσταται στην εξοικονόμηση του χρόνου και του κόστους που απαιτούνται για τη συλλογή των αποτελεσμάτων των φαρμακολογικών, τοξικολογικών και κλινικών δοκιμών και στην αποφυγή επαναλήψεως των δοκιμών στον άνθρωπο ή στα ζώα. Ο σκοπός αυτός προδήλως θα υπονομευόταν αν ο παρασκευαστής του αρχικού φαρμάκου μπορούσε επ’ αόριστον να παρατείνει την περίοδο νόμιμης προστασίας των δεδομένων, εμποδίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων να χρησιμοποιήσουν το εν λόγω αρχικό φάρμακο ως φάρμακο αναφοράς κατά τη λήξη της περιόδου νόμιμης προστασίας των δεδομένων, την οποία ρητώς έχει προβλέψει ο νομοθέτης με σκοπό την επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ των συμφερόντων των καινοτόμων επιχειρήσεων και του γενικού συμφέροντος (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Novartis Europharm κατά Επιτροπής, T‑472/12, EU:T:2015:637, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

177    Υπό το πρίσμα του γράμματος του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 και του επιδιωκόμενου από τη διάταξη αυτή σκοπού το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι το πεδίο εφαρμογής της γενικής άδειας κυκλοφορίας, όπως οριοθετείται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, όπως έχει τροποποιηθεί, εμπερικλείει τις αναπτύξεις οι οποίες αποτελούν αντικείμενο χωριστών αδειών κυκλοφορίας βάσει της κεντρικής διαδικασίας και, ότι, αφετέρου, το γεγονός ότι ένας δικαιούχος πέτυχε να αποκτήσει, μέσω της εν λόγω διαδικασίας, άδεια κυκλοφορίας για νέες θεραπευτικές ενδείξεις με νέα ονομασία στερείται συνεπώς σημασίας σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της περιόδου νόμιμης προστασίας των δεδομένων (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Novartis Europharm κατά Επιτροπής, T‑472/12, EU:T:2015:637, σκέψη 82). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83 έννοια της «γενικής άδειας κυκλοφορίας» εμπερικλείει όλες τις μεταγενέστερες αναπτύξεις του αρχικού φαρμάκου, ανεξάρτητα από τις διαδικασίες εγκρίσεώς τους, ήτοι διά της τροποποιήσεως της αρχικής άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου αυτού ή διά της απονομής χωριστής άδειας κυκλοφορίας (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Novartis Europharm κατά Επιτροπής, C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2017:498, σκέψη 72).

178    Πρέπει, τέλος, να προστεθεί ότι o νομοθέτης προέβλεψε, στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο της οδηγίας 2001/83 ότι η δεκαετής περίοδος εμπορικής αποκλειστικότητας της οποίας απολαύει το φάρμακο αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος «εάν ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας λάβει, κατά τη διάρκεια των οκτώ πρώτων ετών της εν λόγω δεκαετούς περιόδου, άδεια για μία ή περισσότερες νέες θεραπευτικές ενδείξεις που κρίνεται, κατά την επιστημονική αξιολόγηση η οποία διενεργείται πριν την έγκρισή τους, ότι συνεπάγονται σημαντικό κλινικό όφελος σε σύγκριση με τις υπάρχουσες θεραπευτικές μεθόδους» με σκοπό «να διευκολυνθεί η έρευνα νέων θεραπευτικών ενδείξεων που παρουσιάζουν σημαντικό κλινικό όφελος και οι οποίες βελτιώνουν την ευημερία και την ποιότητα ζωής του ασθενούς» μεριμνώντας ώστε «να διατηρηθεί η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ της προώθησης τέτοιων καινοτομιών και της ανάγκης να τονωθεί η παραγωγή φαρμάκων κοινόχρηστης ονομασίας». Η αύξηση αυτή κατά ένα έτος της περιόδου εμπορικής αποκλειστικότητας συνιστά επομένως, κατά τον νομοθέτη της Ένωσης, τη δέουσα επιβράβευση για την επένδυση σε νέες θεραπευτικές ενδείξεις (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Novartis Europharm κατά Επιτροπής, C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2017:498, σκέψεις 77 και 78).

179    Στην ίδια λογική, το άρθρο 10, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/83 προβλέπει ότι «[π]έραν των διατάξεων της παραγράφου 1, στις περιπτώσεις που υποβάλλεται αίτηση για νέα ένδειξη μιας ουσίας εγνωσμένης αξίας, χορηγείται αποκλειστικότητα των σχετικών δεδομένων επί μη σωρευτική περίοδο ενός έτους, υπό τον όρο ότι έχουν διενεργηθεί σημαντικές προκλινικές ή κλινικές μελέτες σε σχέση με τη νέα ένδειξη». Το άρθρο 10, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/83 αφορά τις ουσίες εγνωσμένης αξίας οι οποίες αποτελούν μέρος της συνθέσεως φαρμάκων για τα οποία έχει λήξει η περίοδος νόμιμης προστασίας δεδομένων. Εξάλλου, η προστασία των δεδομένων, διάρκειας ενός έτους, που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, εφαρμόζεται μόνο στα δεδομένα που αφορούν τη νέα ένδειξη και όχι στο σύνολο των δεδομένων που αφορούν το φάρμακο για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας κατά το παρελθόν.

180    Έπεται ότι το γεγονός, το οποίο μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, ότι η αίτηση άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83, ήτοι σε «πλήρη» αίτηση (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω) δεν ασκεί επιρροή επί του πεδίου εφαρμογής της έννοιας της γενικής άδειας κυκλοφορίας (βλ. σκέψη 177 ανωτέρω). Εξάλλου, το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, υφίστατο, εν προκειμένω, κίνδυνος να χορηγηθεί στην Biogen Idec πλήρης περίοδος νόμιμης προστασίας των δεδομένων, διάρκειας οκτώ ετών, για τον λόγο και μόνον ότι, κατά τη στιγμή που αιτήθηκε άδεια κυκλοφορίας για ένδειξη διαφορετική από εκείνη που καλύπτεται από το Fumaderm, αφαίρεσε τον MEF, που αποτελούσε μέρος της συνθέσεως του Fumaderm, πλην δεν ήταν κλινικά κρίσιμος ή η περιεκτικότητά του ήταν πολύ χαμηλή για να παραγάγει οποιοδήποτε σημαντικό θεραπευτικό αποτέλεσμα εντός του Fumaderm, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των μνημονευόμενων στις σκέψεις 174 έως 179 ανωτέρω σκοπών.

γ)      Επί του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης και της εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων από το 1994 έως το 2014

181    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί καθ’ υπόθεση, εν προκειμένω, ότι τα άλατα MEF είχαν κρίσιμη θεραπευτική συμβολή στη σύνθεση του Fumaderm για τον λόγο ότι το Fumaderm είχε αξιολογηθεί στο παρελθόν από το BfArM και είχε εξασφαλίσει από το τελευταίο άδεια κυκλοφορίας. Συναφώς, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η οδηγία 2001/83 δεν απαιτεί την απόδειξη της υπάρξεως θεραπευτικής συμβολής για όλες τις δραστικές ουσίες που περιέχονται στους σταθερούς φαρμακευτικούς συνδυασμούς. Εξάλλου, το περιεχόμενο των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τους φαρμακευτικούς συνδυασμούς και, ειδικότερα, το απαιτούμενο από τις εν λόγω κατευθυντήριες οδηγίες επίπεδο αποδείξεως, εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου. Προσέτι, ήταν δυνατή η παρέκκλιση από τις κατευθυντήριες γραμμές, δεδομένου ότι αυτές δεν ήταν νομικώς δεσμευτικές.

182    Στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ασκεί κριτική στον ισχυρισμό του ΕΜΑ ότι το κατάλληλο νομικό κριτήριο είναι εκείνο το οποίο υπέδειξε στην Biogen Idec στην επιστολή του της 3ης Αυγούστου 2011 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω) και σύμφωνα με το οποίο η άδεια κυκλοφορίας φαρμακευτικού συνδυασμού δεν θεωρείται ότι υπάγεται στις γενικές άδειες κυκλοφορίες των διαφορετικών δραστικών ουσιών που αποτελούν τον εν λόγω συνδυασμό. Συγκεκριμένα, αφενός, η ερμηνεία αυτή δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα της οδηγίας 2001/83 ούτε από την ανακοίνωση προς τους αιτούντες. Αφετέρου, ο ΕΜΑ παρέχει μια εκ των υστέρων δικαιολογητική βάση και η απλότητα του κριτηρίου που προτείνει δεν συνάδει με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε εν προκειμένω. Πράγματι, αν ήταν ορθή η ερμηνεία που προτείνει ο ΕΜΑ, ουδέποτε θα έπρεπε να είχαν διεξαχθεί η συζήτηση σχετικά με τη δυνατότητα να χορηγηθεί πλήρης περίοδος νόμιμης προστασίας των δεδομένων στο Tecfidera και η επιστημονική αξιολόγηση στην οποία προέβη εν προκειμένω η Επιτροπή.

183    O EMA υποστηρίζει ότι είναι δυνατόν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Fumaderm και το Tecfidera δεν υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, καθόσον το Fumaderm εγκρίθηκε ως σταθερός συνδυασμός που περιέχει τις δύο δραστικές ουσίες DMF και MEF, ενώ το Tecfidera εγκρίθηκε ως μονοθεραπεία που περιέχει μόνον τη δραστική ουσία DMF. Η προσέγγιση αυτή απηχεί την εφαρμογή δύο αρχών που έχουν από καιρό καθιερωθεί στη νομοθεσία. Η πρώτη αρχή συνδέεται με την έννοια της γενικής άδειας κυκλοφορίας και με την εκτίμηση ότι δύο φάρμακα υπάγονται σε χωριστές γενικές άδειες κυκλοφορίας εφόσον διαφέρουν ως προς την ποιοτική τους σύνθεση σε δραστικές ουσίες. Σύμφωνα με την εν λόγω πρώτη αρχή, εφόσον ένα προϊόν έχει εγκριθεί ως σταθερός συνδυασμός, τούτο προϋποθέτει αυτόματα ότι η ποιοτική του σύνθεση σε δραστικές ουσίες διαφέρει από την ποιοτική σύνθεση κάθε φαρμάκου που έχει εγκριθεί ως μονοθεραπεία. Η δεύτερη αρχή την οποία προβάλλει ο ΕΜΑ συνδέεται με την εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης σχετικά με τη χορήγηση άδειας σε φάρμακα για ανθρώπινη χρήση, η οποία διασφαλίζει ότι τα φάρμακα εγκρίνονται, εντός της Ένωσης, βάσει των ίδιων κανόνων και προτύπων όσον αφορά την ποιότητα, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα.

184    Κατά πρώτον, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, όταν η Biogen Idec υπέβαλε αίτηση άδειας κυκλοφορίας για το Tecfidera, ήταν η πρώτη φορά που ετίθετο, στο επίπεδο της Ένωσης, το ζήτημα εάν ένας εγκεκριμένος φαρμακευτικός συνδυασμός, αφενός, και ένα συστατικό του συνδυασμού αυτού, αφετέρου, υπάγονται ή μη στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας.

185    H διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο τμήμα της ανακοινώσεως προς τους αιτούντες που αφορά την έννοια της γενικής άδειας κυκλοφορίας.

186    Συγκεκριμένα, όπως ίσχυε τον Ιούνιο του 2013, η ανακοίνωση προς τους αιτούντες διευκρίνιζε μόνον τα εξής:

«Αν το υπό αξιολόγηση φάρμακο περιέχει τροποποιημένη υφιστάμενη ουσία και ανήκει στον ίδιο αιτούντα [κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας], πρέπει να διευκρινιστεί κατά τη διαδικασία [χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας] αν το φάρμακο περιέχει, ή όχι, νέα δραστική ουσία. Η διευκρίνιση αυτή ασκεί επιρροή επί της υπάρξεως ή μη [γενικής άδειας κυκλοφορίας]. Η αξιολόγηση αυτή θα διενεργηθεί σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Παράρτημα Ι, στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου, κριτήρια και το συμπέρασμα θα περιληφθεί τουλάχιστον στην έκθεση αξιολογήσεως. Εάν η τελευταία δεν επισημαίνει ότι το φάρμακο περιέχει νέα δραστική ουσία, θα θεωρηθεί ότι το επίμαχο φάρμακο περιέχει την ίδια δραστική ουσία και υπάγεται στη [γενική άδεια κυκλοφορίας].»

187    Το πρώτον μετά την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, ήτοι τον Ιούλιο του 2015, προβλέφθηκαν, στο τμήμα της ανακοινώσεως προς τους αιτούντες που αφορά την έννοια της γενικής άδειας κυκλοφορίας, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της έννοιας αυτής σε αιτήσεις σχετικά με συστατικό φαρμακευτικού συνδυασμού για τον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας κατά το παρελθόν.

188    Συγκεκριμένα, στο σημείο 2.3, παράγραφος 3, της ανακοινώσεως προς τους αιτούντες, όπως τροποποιήθηκε τον Ιούλιο του 2015, αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Αν το υπό αξιολόγηση φάρμακο περιέχει μία μόνον δραστική ουσία που αποτελούσε μέρος φαρμακευτικού συνδυασμού για τον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια, το νέο φάρμακο θα συνιστά νέο και μοναδικό φάρμακο για το οποίο απαιτείται χωριστή [άδεια κυκλοφορίας]. Στο μέτρο που, κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως του φαρμακευτικού συνδυασμού για τον οποίο έχει ήδη χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας, ο [κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας] είχε καταδείξει ότι κάθε ουσία του σταθερού συνδυασμού έχει τεκμηριωμένη θεραπευτική συμβολή εντός του συνδυασμού και ότι, ως εκ τούτου, τα συστατικά αποτελούν όλα διαφορετικές δραστικές ουσίες, η άδεια κυκλοφορίας του εν λόγω νέου φαρμάκου δεν θεωρείται ότι υπάγεται στη [γενική άδεια κυκλοφορίας] του φαρμακευτικού συνδυασμού για τον οποίο έχει ήδη χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας όπως ορίζει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ.»

189    Κατά δεύτερον, με την εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή επέτρεψε την κυκλοφορία του Tecfidera και έκρινε ότι το φάρμακο αυτό δεν καλυπτόταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm. Η κυκλοφορία του Fumaderm είχε επιτραπεί από το BfArM το 1994, ήτοι πάνω από δεκαπέντε έτη πριν από την υποβολή της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera.

190    Κατά τον χρόνο χορηγήσεως της άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm, η εξέταση των αιτήσεων άδειας κυκλοφορίας για φαρμακευτικούς συνδυασμούς διεπόταν, πρώτον, από την οδηγία 65/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1965, περί της προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα (ΕΕ ειδ. έκδ. 013/001, σ. 25), η οποία έχει επανειλημμένως τροποποιηθεί, δεύτερον, από την οδηγία 75/318/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1975, περί της προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις αναλυτικές, τοξικοφαρμακολογικές και κλινικές προδιαγραφές και πρωτόκολλα στον τομέα των δοκιμών των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 013/003, σ. 54), η οποία έχει επανειλημμένως τροποποιηθεί, και, τρίτον, από τη δεύτερη οδηγία 75/319/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα (ΕΕ ειδ. έκδ. 013/003, σ. 66), η οποία έχει επανειλημμένως τροποποιηθεί.

191    Το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, σημείο 8, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 65/65, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 87/21/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986 (ΕΕ 1987, L 15, σ. 36), προέβλεπε ότι «[ό]σον αφορά ένα νέο ιδιοσκεύασμα που περιέχει γνωστά συστατικά, τα οποία όμως δεν έχουν μέχρι στιγμής συνδυαστεί για θεραπευτικούς σκοπούς, πρέπει να προσκομίζονται τα αποτελέσματα των φαρμακολογικών, τοξικολογικών και κλινικών δοκιμών του συνδυασμού, χωρίς να απαιτείται να προσκομίζεται η σχετική τεκμηρίωση για κάθε συστατικό».

192    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις γραπτές απαντήσεις του ΕΜΑ στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που πρέπει να συνοδεύουν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 της οδηγίας 65/65, την αίτηση άδειας κυκλοφορίας παρατίθεντο στο παράρτημα Ι της οδηγίας 75/318, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/507/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1991 (ΕΕ 1991, L 270, σ. 32). Το εν λόγω παράρτημα περιελάμβανε τέσσερα μέρη, που αφορούσαν, αντιστοίχως, την περίληψη του φακέλου, τις χημικές, φαρμακευτικές και βιολογικές δοκιμές των φαρμακευτικών προϊόντων, τις τοξικολογικές και φαρμακολογικές δοκιμασίες και την κλινική τεκμηρίωση.

193    Το τρίτο μέρος του εν λόγω παραρτήματος, που αφορά τις τοξικολογικές και φαρμακευτικές δοκιμασίες, περιελάμβανε σημείο ΙΙ που αφορούσε τη διεξαγωγή των δοκιμών. Στο σημείο ΙΙ ΣΤ, που αφορά τη φαρμακοδυναμική, ήτοι τη μελέτη των μεταβολών που προκαλούνται από το φάρμακο στις λειτουργίες των οργανισμών, είτε οι λειτουργίες αυτές είναι κανονικές είτε πειραματικά τροποποιημένες, ορίζονταν τα εξής:

«Οι φαρμακευτικοί συνδυασμοί δύνανται να είναι το αποτέλεσμα είτε φαρμακολογικών θεωρήσεων είτε κλινικών ενδείξεων.

Στην πρώτη περίπτωση, η φαρμακοδυναμική μελέτη πρέπει να επισημαίνει τις αλληλεπιδράσεις που καθιστούν τον ίδιο το συνδυασμό ενδεδειγμένο για κλινική χρήση.

Στη δεύτερη περίπτωση, όπου η επιστημονική αιτιολόγηση του φαρμακευτικού συνδυασμού αναζητείται στον κλινικό πειραματισμό, πρέπει να ερευνάται αν οι αναμενόμενες ενέργειες από το συνδυασμό δύνανται να καταστούν εμφανείς στα ζώα, και τουλάχιστον πρέπει να ελέγχεται η σπουδαιότητα των παρενεργειών.

Αν ένας συνδυασμός περιλαμβάνει μία νέα δραστική ουσία, η τελευταία αυτή πρέπει προηγουμένως να έχει γίνει αντικείμενο σε βάθος μελέτης.»

194    Στο σημείο II Η, που αφορά τη φαρμακοκινητική, ήτοι τη μελέτη της συμπεριφοράς του προϊόντος εντός του οργανισμού, η οποία περιλαμβάνει τη μελέτη της απορροφήσεως, της κατανομής, της βιομετατροπής και της απεκκρίσεως, οριζόταν ότι «[σ]την περίπτωση νέων συνδυασμών γνωστών ουσιών που έχουν ερευνηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, δεν απαιτούνται φαρμακοκινητικές έρευνες, εφόσον οι τοξικολογικές δοκιμασίες και ο κλινικός πειραματισμός δικαιολογούν την παράλειψή τους».

195    Το τέταρτο μέρος του παραρτήματος αυτού, που αφορά την κλινική τεκμηρίωση, περιελάμβανε, υπό το σημείο Γ, με τίτλο «Παρουσίαση των αποτελεσμάτων», σημείο Γ.6 με την εξής διατύπωση: «[τ]α πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν νέο φαρμακευτικό συνδυασμό πρέπει να είναι τα ίδια με τα προβλεπόμενα για ένα νέο φάρμακο και να τεκμηριώνουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού».

196    Εντούτοις, πρώτον, από τα έγγραφα που κατατέθηκαν από τους διαδίκους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι δυνατό να συναχθεί αν το Fumaderm ήταν αποτέλεσμα φαρμακολογικών θεωρήσεων ή κλινικών ενδείξεων. Από τα στοιχεία του φακέλου δεν είναι δυνατόν, επίσης, να συναχθεί αν το BfArM δέχθηκε ότι ο MEF και το DMF συνιστούσαν γνωστές ή νέες ουσίες. Γενικότερα, από τα εν λόγω στοιχεία δεν προκύπτει η μέθοδος που χρησιμοποίησε το BfArM για να αναλύσει το Fumaderm και τις διαφορετικές ουσίες που το αποτελούν.

197    Αντιθέτως, ο φάκελος που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο περιλαμβάνει τη δημοσίευση των Nieboer, C., de Hoop, D., van Loenen, A. C., Langendijk, P. N. J. και van Dijk, E., με τίτλο «Systemic therapy with fumaric acid derivatives: New possibilities in the treatment of psoriasis» (J Am Acad Dermatol, 1989· 20(4):601–608, στο εξής: μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989), την οποία διέθετε ο ΕΜΑ κατά την εξέταση της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera. Στη δημοσίευση αυτή διευκρινίζεται ότι μια νέα θεραπεία, καλούμενη «θεραπεία βασιζόμενη σε φουμαρικό οξύ» είχε καταστεί δημοφιλής στη Δυτική Ευρώπη κατά τα προηγούμενα είκοσι χρόνια μεταξύ χιλιάδων ασθενών που έπασχαν από ψωρίαση. Η εν λόγω θεραπεία είχε εγκαινιαστεί από έναν βιομηχικό ο οποίος έπασχε ο ίδιος από ψωρίαση και ο οποίος δημοσίευσε τις εργασίες του το 1959 και το 1966. Η μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989 επισημαίνει εν συνεχεία ότι η θεραπεία αυτή τυποποιήθηκε από έναν Γερμανό γενικό ιατρό ο οποίος τη συνόδευσε με αυστηρή διατροφή και δημοσίευσε μελέτες το 1982 και το 1984. Η μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989 επισημαίνει επίσης ότι στην Ελβετία ιδρύθηκε κλινική ειδικευμένη στην εν λόγω θεραπεία. Προκύπτει, εξάλλου, από άλλη δημοσίευση χρονολογούμενη από το 1998, η οποία περιλαμβάνεται στον φάκελο που υποβλήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο και της οποίας μπορούσαν να λάβουν γνώση ο ΕΜΑ και η Επιτροπή κατά την εξέταση της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera, ότι οι εστέρες φουμαρικού οξέος είχαν συνταγογραφηθεί από το 1959 από μικρή ομάδα ιατρών στη Γερμανία, την Ελβετία και τις Κάτω Χώρες.

198    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι οι διαλαμβανόμενες στις σκέψεις 190 έως 195 ανωτέρω διατάξεις δεν περιλαμβάνουν ουδεμία διευκρίνιση περί της μορφής που δύναται να λάβει η τεκμηρίωση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας του φαρμακευτικού συνδυασμού.

199    Όταν το τρίτο μέρος του παραρτήματος Ι της οδηγίας 75/318 προβλέπει ότι, στην περίπτωση φαρμακευτικών συνδυασμών που είναι αποτέλεσμα φαρμακολογικών θεωρήσεων, η φαρμακοδυναμική μελέτη πρέπει να επισημαίνει τις αλληλεπιδράσεις που καθιστούν τον ίδιο τον συνδυασμό «ενδεδειγμένο» για κλινική χρήση, το εν λόγω παράρτημα δεν υποδεικνύει πώς πρέπει να επισημαίνονται οι εν λόγω αλληλεπιδράσεις. Η διάταξη αυτή, εξάλλου, αφορά τον «ενδεδειγμένο» χαρακτήρα του συνδυασμού στο σύνολό του. Τέλος, στην περίπτωση των φαρμακευτικών συνδυασμών που είναι αποτέλεσμα κλινικών ενδείξεων, το ίδιο μέρος του παραρτήματος Ι της οδηγίας 75/318 μνημονεύει τις αναμενόμενες ενέργειες από τον «συνδυασμό», που δύνανται να καταστούν εμφανείς στα ζώα.

200    Τρίτον, όπως εξήγησε ο ΕΜΑ στις γραπτές απαντήσεις του προς τις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, τα στοιχεία τα οποία, κατά το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έπρεπε, το 1994, να συνοδεύουν αίτηση άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικού συνδυασμού περιλαμβάνονταν στην πραγματικότητα στο παράρτημα V της συστάσεως 83/571/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1983, σχετικά με τις δοκιμές των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων για τη θέση τους σε κυκλοφορία (ΕΕ 1983, L 332, σ. 11). Το εν λόγω παράρτημα V, με τίτλο «Ειδικοί φαρμακευτικοί συνδυασμοί», αποτελούσε επεξηγηματική σημείωση για την εφαρμογή του τρίτου μέρους, σημείο ΙΙ.Γ.2, του παραρτήματος της οδηγίας 75/318 [νυν τέταρτο μέρος, σημείο Γ.6, του παραρτήματος της οδηγίας 75/318, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο διαλαμβάνεται στη σκέψη 195 ανωτέρω] προκειμένου να χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας νέου φαρμάκου.

201    Συναφώς, είναι αληθές ότι το παράρτημα V της συστάσεως 83/571 ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Οι αιτούντες έχουν υποχρέωση να αιτιολογούν τον συγκεκριμένο συνδυασμό δραστικών ουσιών που προτείνουν. Οι ειδικοί φαρμακευτικοί συνδυασμοί θεωρούνται παραδεκτοί μόνον εφόσον ο προτεινόμενος συνδυασμός βασίζεται σε βάσιμες θεραπευτικές αρχές.

[…]

Οι ενδείξεις που αναφέρονται για τη χρήση ενός ειδικού φαρμακευτικού συνδυασμού πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να δικαιολογείται η παρουσία κάθε συστατικού για καθεμία ένδειξη. Η σύσταση του παρασκευάσματος πρέπει να είναι τέτοια ώστε η ποσότητα και η αναλογία του κάθε συστατικού να προσφέρεται για όλες τις ενδεικνυόμενες χρήσεις.

[…]

Για νέους συνδυασμούς πρέπει να γίνονται κλινικές δοκιμές ώστε να προσδιορίζεται ο ρόλος του καθενός συστατικού μέσα στο σύνολο.

[…]

Πρέπει πάντοτε να αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο αλληλεπιδράσεων μεταξύ των συστατικών. Όταν υπάρχει περίπτωση φαρμακευτικών, φαρμακοκινητικών ή φαρμακοδυναμικών αλληλεπιδράσεων, ο αιτών πρέπει να παρέχει στοιχεία που να αποδεικνύουν είτε ότι δεν συμβαίνουν τέτοιες αλληλεπιδράσεις είτε ότι είναι γνωστές και καθορισμένες.»

202    Δεν προκύπτει, ωστόσο, από το γράμμα, από το περιεχόμενο και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκδοσή του, ότι το εν λόγω έγγραφο παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα για τα κράτη μέλη και, συγκεκριμένα, για τις εθνικές αρχές.

203    Προσέτι, όπως παρατηρεί η προσφεύγουσα, το περιεχόμενο των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τους φαρμακευτικούς συνδυασμούς και το εύρος των πληροφοριών που ζητούνται από τους αιτούντες εξελίχθηκε συναφώς αισθητά μεταξύ, αφενός, της ημερομηνίας χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας στο Fumaderm, στις 9 Αυγούστου 1994, και, αφετέρου, της εκδόσεως της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

204    Με άλλα λόγια, η εξέταση των διαδοχικών εκδοχών των συστάσεων ή των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τους φαρμακευτικούς συνδυασμούς καταδεικνύει ότι αυτές συμπληρώθηκαν σταδιακά και ότι οι συμπληρώσεις αυτές είχαν ως αντικείμενο τη διάκριση μεταξύ διαφορετικών τύπων φαρμακευτικών συνδυασμών και τη σύσταση στις εθνικές αρχές να ζητούν αυξανόμενο αριθμό πληροφοριών από τους αιτούντες.

205    Συναφώς, οι κατευθυντήριες γραμμές, στην αναθεωρημένη εκδοχή τους του Απριλίου του 1996 (Note for Guidance concerning the application of section C.6 Part 4 of the Annex to Directive 75/318/EEC as amended) παρουσιάζουν τις ακόλουθες διαφορές σε σχέση με τη σύσταση 83/571:

–        προβλέπουν ότι ο αιτών οφείλει να δηλώνει σαφώς αν η αναφερόμενη ένδειξη συνίσταται σε θεραπεία πρώτης γραμμής (η οποία προορίζεται για ασθενείς που δεν λάμβαναν καμία από τις επίμαχες ουσίες) ή σε θεραπεία δεύτερης γραμμής (η οποία εφαρμόζεται όταν η μονοθεραπεία δεν κατέδειξε ικανοποιητική σχέση οφέλους/κινδύνου). Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, όπως αναθεωρήθηκαν τον Απρίλιο του 1996, διευκρινίζουν ότι οι κλινικές μελέτες πρέπει να πραγματοποιούνται αναλόγως·

–        περιλαμβάνουν τμήμα που αφορά τις φαρμακοδυναμικές και φαρμακοκινητικές μελέτες οι οποίες διαλαμβάνουν τις συμπληρωματικές απαιτήσεις που δύνανται να επιβληθούν στους αιτούντες. Οι μελέτες αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τις αλληλεπιδράσεις των ουσιών που αποτελούν τον συνδυασμό. Συνακόλουθα, οι κατευθυντήριες γραμμές, όπως αναθεωρήθηκαν το 1996, διευκρινίζουν ότι ο αιτών οφείλει να αποδείξει ότι οι διαφορετικές ουσίες δεν επηρεάζουν τα αντίστοιχα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά τους·

–        περιλαμβάνουν τμήμα που αφορά τη σύνθεση και τη δοσολογία, το οποίο συστήνει να αιτιολογούνται οι προτεινόμενες δοσολογίες. Επισημαίνεται συγκεκριμένα ότι «[η] δοσολογία κάθε ουσίας εντός του σταθερού συνδυασμού πρέπει να διασφαλίζει ότι ο συνδυασμός είναι ασφαλής και αποτελεσματικός για σημαντική υποκατηγορία πληθυσμού και ότι η αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων/κινδύνων του σταθερού συνδυασμού είναι ίση ή ανώτερη εκείνης των ουσιών του μεμονωμένως εξεταζόμενων», ότι «[δ]ύναται να χρησιμοποιηθεί multilevel factorial design, πλην υφίστανται και άλλα μέσα επιβεβαιώσεως προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο συνδυασμός είναι ανώτερος των συστατικών του» και ότι «[π]εριγραφικά εργαλεία, όπως οι response surface methods δύνανται να αποβούν χρήσιμα (βλ. τις πληροφορίες περί της σχέσεως δόσεως/απαντήσεως για να στηριχθεί η άδεια του προϊόντος»·

–        περιλαμβάνουν σημείο που αφορά τις θεραπευτικές δοκιμές, το οποίο προβλέπει ότι είναι αναγκαίες κλινικές δοκιμές επιβεβαιώσεως για να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα, κατά προτίμηση μέσω συγκρίσεων παράλληλων ομάδων στις οποίες ο σταθερός συνδυασμός συγκρίνεται με τη μεμονωμένη ουσία του. Συνιστάται να περιλαμβάνεται, εφόσον είναι εφικτό, ομάδα εικονικού σκευάσματος (placebo).

206    Πρέπει να προστεθεί ότι το παράρτημα V της συστάσεως 83/571 δεν μνημόνευε ρητώς την απαίτηση κάθε ουσία του σταθερού φαρμακευτικού συνδυασμού να έχει τεκμηριωμένη συμβολή εντός του συνδυασμού. Πράγματι, οι κατευθυντήριες γραμμές στην αναθεωρημένη εκδοχή τους του Απριλίου 1996 διέλαβαν για πρώτη φορά ότι κάθε ουσία του σταθερού φαρμακευτικού συνδυασμού έπρεπε να έχει «τεκμηριωμένη συμβολή» εντός του συνδυασμού. Ακολούθως, οι κατευθυντήριες γραμμές, ως είχαν το 2009 (Guideline on clinical development of fixed combination medicinal products), έκαναν μνεία για τεκμηριωμένη «θεραπευτική» συμβολή.

207    Γενικότερα, στις κατευθυντήριες γραμμές που αντικατέστησαν τις αναθεωρημένες το 1996 κατευθυντήριες γραμμές, ενισχύθηκαν περαιτέρω οι συστάσεις και πολλαπλασιάστηκαν και διευκρινίστηκαν οι αναμενόμενες από τους αιτούντες πληροφορίες.

208    Συνεπώς, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας στο Fumaderm, κανένα νομικά δεσμευτικό κείμενο δεν προέβλεπε με ακρίβεια τις προϋποθέσεις στις οποίες υπέκειτο η χορήγηση άδειας κυκλοφορίας για φαρμακευτικό συνδυασμό, ούτε τον τρόπο αιτιολογήσεως του φαρμακευτικού συνδυασμού. Προσέτι, είναι αληθές ότι η σύσταση 83/571 προέβλεπε ήδη ότι οι αιτούντες είχαν υποχρέωση να αιτιολογούν τον συγκεκριμένο συνδυασμό δραστικών ουσιών που πρότειναν και ότι για νέους συνδυασμούς έπρεπε να γίνονται κλινικές δοκιμές για να προσδιορίζεται ο ρόλος του κάθε συστατικού μέσα στο σύνολο. Εντούτοις, οι προϋποθέσεις αυτές, που περιλαμβάνονταν σε μη δεσμευτικό κείμενο, παρέμεναν περιορισμένες και αόριστες ως προς τον τρόπο εφαρμογής τους, ιδίως σε σχέση με τις προϋποθέσεις που διατυπώθηκαν στη συνέχεια, προκειμένου να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, η εξέλιξη της τεχνικής.

209    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Biogen Idec διευκρίνισε, σε επιστολή την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή την 1η Μαΐου 2013 και την οποία προσκόμισε η τελευταία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι το BfArM είχε εγκρίνει το Fumaderm ως συνδυασμό τεσσάρων δραστικών συστατικών. Η Biogen Idec διευκρίνισε, ωστόσο, ότι «[κ]ατά το BfArM […], ο φάκελος του Fumaderm δεν περιλ[άμβανε] κλινικά στοιχεία περί των ειδικών δραστικών φαρμακευτικών συστατικών· περιλ[άμβανε] μόνο δεδομένα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας για τον φαρμακευτικό συνδυασμό συνολικώς εξεταζόμενο, καθώς δεν ήταν γνωστές οι ιδιότητες του DMF, μεμονωμένως εξεταζόμενου».

210    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο εκπρόσωπος του ΕΜΑ διευκρίνισε, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι, εξ όσων γνώριζε, η έννοια της «δραστικής ουσίας» δεν είχε οριστεί στο επίπεδο της Ένωσης πριν από τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 2001/83. Η εν λόγω οδηγία τέθηκε όμως σε ισχύ μετά την απόφαση του BfArM περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας στο Fumaderm.

211    Τέλος, κρίθηκε επίσης, το 2013, ότι στο τότε στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης ήταν δύσκολο να αποφευχθεί η διατήρηση, ενόσω δεν είχε επιτευχθεί πληρέστερη εναρμόνιση των μέτρων που απαιτούνται για την προστασία της υγείας, διαφορών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των προϊόντων στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/83 (βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Laboratoires Lyocentre, C‑109/12, EU:C:2013:626, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

212    Κατά τρίτον, κατά την αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2001/83, «οι έννοιες του επιβλαβούς και της θεραπευτικής ενέργειας δύνανται να εξετάζονται μόνον ως προς την αμοιβαία μεταξύ τους σχέση και έχουν μόνο σχετική σημασία, η οποία εκτιμάται σε συνάρτηση με την πρόοδο της επιστήμης, λαμβάνοντας υπόψη τον προορισμό του φαρμάκου».

213    Συναφώς, έχει ήδη κριθεί ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν ένα προϊόν εμπίπτει στον ορισμό του «φαρμάκου», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/83, οι εθνικές αρχές, ενεργώντας υπό τον δικαστικό έλεγχο, οφείλουν να αποφαίνονται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των χαρακτηριστικών του προϊόντος, δηλαδή, μεταξύ άλλων, τη σύνθεσή του, τις φαρμακολογικές, ανοσολογικές ή μεταβολικές του ιδιότητες, όπως οι ιδιότητες αυτές αποδεικνύονται με βάση τις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις, τον τρόπο χρήσης του, την έκταση της κυκλοφορίας του, τη γνώση που έχουν περί αυτού οι καταναλωτές και τους κινδύνους που μπορεί να ενέχει η χρήση του (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, D. και G., C‑358/13 και C‑181/14, EU:C:2014:2060, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

214    Η άδεια κυκλοφορίας χορηγείται συνεπώς σε συνάρτηση με την κατάσταση των επιστημονικών γνώσεων κατά την ημερομηνία της χορηγήσεώς της.

215    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι την απόφαση περί άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm και την υποβολή αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera χωρίζει περίοδος άνω των δεκαπέντε ετών. Προκύπτει, ωστόσο, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο, ότι, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου, οι επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τις ουσίες που αποτελούν το Fumaderm, την αντίστοιχη δράση τους καθώς και τα μέσα μελέτης τους εξελίχθηκαν σημαντικά.

216    Προκύπτει, εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι, κατά την εξέταση του ζητήματος αν το Tecfidera υπαγόταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm, η Biogen Idec παρουσίασε αποδείξεις μεταγενέστερες της αποφάσεως του BfArM και ότι οι αποδείξεις αυτές ελήφθησαν υπόψη από την CHMP. Συγκεκριμένα, στην αίτησή της περί υπαγωγής του Tecfidera στο καθεστώς της «νέας δραστικής ουσίας», η Biogen Idec αναφέρθηκε σε πολλές μελέτες που δημοσιεύθηκαν μετά την απόφαση του BfArM. Προσέτι, η Biogen Idec προσκόμισε μεταξύ άλλων, προς στήριξη της αιτήσεώς της, επιστολή με ημερομηνία 9 Σεπτεμβρίου 2013 με τίτλο «παρατηρήσεις επί των διαφορών χημικής δομής μεταξύ του Tecfidera και του φαρμακευτικού συνδυασμού Fumaderm». Ωστόσο, η μνημονευόμενη στην επιστολή αυτή επιστημονική βιβλιογραφία είναι, πλην μίας εξαιρέσεως, μεταγενέστερη της αποφάσεως του BfArM. Τέλος, η CHMP δέχθηκε, στην EPAR, ότι ο MEF και το DMF ήταν αμφότερα δραστικά και ότι δεν συνιστούσαν την ίδια δραστική ουσία, ιδίως βάσει στοιχείων μεταγενέστερων της αποφάσεως του BfArM, τα οποία προσκόμισε η Biogen Idec.

217    Βάσει των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή αντιμετώπισε το νέο ζήτημα αν η άδεια κυκλοφορίας φαρμάκου, με μόνη δραστική ουσία ένα συστατικό στοιχείο φαρμακευτικού συνδυασμού για τον οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας κατά το παρελθόν, υπάγεται ή μη στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας που έχει χορηγηθεί για τον εν λόγω συνδυασμό. Το νέο αυτό ζήτημα ετίθετο, εξάλλου, σε ιδιαίτερο πλαίσιο που χαρακτηριζόταν από το γεγονός ότι η απόφαση περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας για τον επίμαχο συνδυασμό είχε εκδοθεί από εθνική αρχή το 1994, ήτοι πλέον των δεκαπέντε ετών πριν από την υποβολή αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας για το φάρμακο που αποτελείται από μία μόνον δραστική ουσία. Εντούτοις, το 1994 το στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης και οι επιστημονικές γνώσεις ήταν ουσιωδώς διαφορετικά.

218    Στο ιδιαίτερο αυτό πλαίσιο, διαπιστώνεται ότι ορθώς η Επιτροπή, αφενός, δεν υιοθέτησε την προσέγγιση που εκθέτει ο ΕΜΑ στην από 3ης Αυγούστου 2011 επιστολή του προς την Biogen Idec, κατά την οποία η άδεια κυκλοφορίας φαρμακευτικού συνδυασμού δεν θεωρείται ότι υπάγεται στις γενικές άδειες κυκλοφορίας των διαφόρων μεμονωμένων δραστικών ουσιών σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω) και, αφετέρου, ζήτησε από την CHMP, με την από 18ης Σεπτεμβρίου 2013 επιστολή της, να εξετάσει αν το DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm που αποτελείται από DMF και από άλατα MEF (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

δ)      Επί της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αποφάσεων που εκδίδονται από τις εθνικές αρχές

219    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ήταν σημαντικό να επαληθεύσει η Επιτροπή αν είχε αποδειχθεί ότι τα άλατα ΜΕF αναπτύσσουν κρίσιμη, από θεραπευτικής απόψεως, δράση εντός του Fumaderm. Εντούτοις, η CHMP και η Επιτροπή παρέλειψαν να προβούν σε τέτοια επαλήθευση. Δεν αποδεικνύεται από κανένα διαθέσιμο στοιχείο ότι το εν λόγω κριτήριο της τεκμηριωμένης θεραπευτικής συμβολής πράγματι εφαρμόστηκε, όσον αφορά τα άλατα MEF, κατά την αρχική αξιολόγηση του Fumaderm,. Εξάλλου, τίποτε δεν αποδείκνυε ότι, κατά την αξιολόγηση του Tecfidera, η CHMP είχε ζητήσει, σε οποιαδήποτε στιγμή, από το BfArM να της παράσχει πληροφορίες προκειμένου να βεβαιωθεί ότι είχε αξιολογηθεί ορθώς η δράση των αλάτων MEF εντός του Fumaderm.

220    Ο ΕΜΑ επικαλείται την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και υποστηρίζει ότι ρυθμιστική αρχή, όπως η Επιτροπή ή ο ίδιος, στερείται της δυνατότητας να επανεξετάσει την αξιολόγηση άλλης ρυθμιστικής αρχής στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας φαρμάκου. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπεται από νομικής απόψεως, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων (επί παραδείγματι, στην περίπτωση παραπομπής δυνάμει του άρθρου 31 της οδηγίας 2001/83) στον ΕΜΑ να προβεί σε νέα εξέταση της αρχικής επιστημονικής αξιολογήσεως φαρμάκου για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας. Ο ΕΜΑ προσθέτει ότι το ζήτημα της εκτιμήσεως της θεραπευτικής ενέργειας τόσο του DMF όσο και του MEF εντός του Fumaderm είχε ήδη εξεταστεί στο πλαίσιο της αξιολογήσεως που διενήργησε το BfArM και, εάν τούτο δεν είχε συμβεί, δεν θα ήταν δυνατό να έχει χορηγηθεί άδεια στο Fumaderm ως φαρμακευτικό συνδυασμό.

221    Ο ΕΜΑ αμφισβητεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η εικαζόμενη θεραπευτική συμβολή του MEF εντός του Fumaderm ουδέποτε επαληθεύθηκε κατά την αξιολόγηση της CHMP ούτε συνεκτιμήθηκε κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η επαλήθευση της τεκμηριωμένης θεραπευτικής συμβολής του MEF εντός του Fumaderm δεν ενέπιπτε, de facto, στο πεδίο της αξιολογήσεως σχετικά με το DMF που ζήτησε η Επιτροπή από την CHMP. Εξάλλου, η εν λόγω επαλήθευση κείται de lege εκτός του πεδίου εφαρμογής της αξιολογήσεως της CHMP, δεδομένου ότι η τελευταία δεν δύναται, στο πλαίσιο της άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera, να επανεξετάσει την επιστημονική αξιολόγηση του Fumaderm στην οποία προέβη το BfArM.

222    Τέλος, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 περιλαμβάνει, κατά τον ΕΜΑ, σαφή αναφορά στη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm από το BfArM και στο γεγονός ότι χορηγήθηκε άδεια κυκλοφορίας στο Fumaderm ως φάρμακο που περιέχει τις δραστικές ουσίες MEF και DMF. Μια τέτοια αναφορά περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην παραπομπή στην επιστημονική αξιολόγηση της θεραπευτικής συμβολής κάθε ουσίας του φαρμακευτικού συνδυασμού, η οποία οδήγησε στη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm ως φαρμακευτικού συνδυασμού.

223    Είναι αληθές ότι, όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83 διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ερμηνεία ότι το κράτος μέλος που επιλαμβάνεται αιτήσεως αμοιβαίας αναγνωρίσεως δύναται, πλην της περιπτώσεως κινδύνου για τη δημόσια υγεία του άρθρου 29 της εν λόγω οδηγίας, να αξιολογήσει εκ νέου τα σχετικά με την ουσιαστική ομοιότητα στοιχεία που οδήγησαν το κράτος μέλος αναφοράς να δεχθεί συνοπτική αίτηση (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, Synthon, C‑452/06, EU:C:2008:565, σκέψη 31). Το Δικαστήριο έχει κρίνει περαιτέρω ότι η ερμηνεία αυτή δεν θίγει μόνον το γράμμα των άρθρων 28 και 29 της οδηγίας 2001/83, αλλά στερεί τις διατάξεις αυτές από την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Συγκεκριμένα, αν ένα κράτος μέλος, καλούμενο να αναγνωρίσει χορηγηθείσα από άλλο κράτος μέλος άδεια, μπορεί να εξαρτά την αναγνώριση αυτή από εν όλω ή εν μέρει δεύτερη αξιολόγηση της αιτήσεως άδειας, τούτο σημαίνει ότι η διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης στερείται κάθε νοήματος και διακυβεύεται σοβαρώς η υλοποίηση των σκοπών της οδηγίας 2001/83 όπως, ειδικότερα, η ελεύθερη κυκλοφορία των φαρμάκων στην εσωτερική αγορά (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, Synthon, C‑452/06, EU:C:2008:565, σκέψη 32).

224    Είναι επίσης αληθές ότι, σχετικά με την προβλεπόμενη στο άρθρο 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83 αποκεντρωμένη διαδικασία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μόλις διαπιστωθεί η γενική συμφωνία των κρατών μελών στα οποία είχε υποβληθεί η αίτηση άδειας κυκλοφορίας, οι αρμόδιες αρχές αυτών των κρατών μελών, όταν λαμβάνουν την απόφασή τους σχετικά με τη διάθεση του φαρμάκου στην αγορά στο έδαφός τους, δεν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής. Επιπλέον του ότι τούτο θα ήταν αντίθετο προς το γράμμα του άρθρου 28, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/83, μια ερμηνεία δεχόμενη τη δυνατότητα αυτή θα καθιστούσε άνευ περιεχομένου την αποκεντρωμένη διαδικασία και θα έθετε σε κίνδυνο ιδίως την επίτευξη του σκοπού της ελεύθερης κυκλοφορίας των φαρμάκων ο οποίος εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, Astellas Pharma, C‑557/16, EU:C:2018:181, σκέψη 26).

225    Εντούτοις, κατ’ αρχάς, στις μνημονευόμενες στις σκέψεις 223 και 224 ανωτέρω αποφάσεις, το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να αποφανθεί επί υποθέσεων στις οποίες, όπως εν προκειμένω, είχε υποβληθεί στον ΕΜΑ αίτηση άδειας κυκλοφορίας όπως αυτή που αφορά το Tecfidera στο πλαίσιο της κεντρικής διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός 726/2004 και στις οποίες η Επιτροπή αποτελούσε την αρχή που όφειλε να εκδώσει απόφαση περί της αιτήσεως αυτής.

226    Συγκεκριμένα, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2008, Synthon (C‑452/06, EU:C:2008:565), και της 14ης Μαρτίου 2018, Astellas Pharma (C‑557/16, EU:C:2018:181), το Δικαστήριο επιλήφθηκε ζητημάτων σχετικά με τις αρμοδιότητες των κρατών μελών στο πλαίσιο της διαδικασίας της αμοιβαίας αναγνωρίσεως ή της αποκεντρωμένης διαδικασίας. Από τα άρθρα 28 και 29 της οδηγίας 2001/83 προκύπτει δε ότι οι διαδικασίες αυτές αφορούν τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας ενός φαρμάκου σε πλείονα κράτη μέλη και ως εκ τούτου τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών.

227    Δεν μπορεί, συνεπώς, να συναχθεί από τις αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2008, Synthon (C‑452/06, EU:C:2008:565), και της 14ης Μαρτίου 2018, Astellas Pharma (C‑557/16, EU:C:2018:181), τις οποίες επικαλείται ο ΕΜΑ στο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η Επιτροπή δεν δικαιούτο να ζητήσει από την CHMP να προβεί σε νέα επιστημονική αξιολόγηση φαρμάκου για το οποίο είχε ήδη χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας από εθνική αρχή ή, τουλάχιστον, να ζητήσει από το BfArM τις πληροφορίες που ήταν αναγκαίες για να επαληθεύσει την προγενέστερη αξιολόγηση της εν λόγω εθνικής αρχής.

228    Πρέπει, ακολούθως, να τονιστεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 726/2004, το κυριότερο καθήκον του ΕΜΑ θα πρέπει να είναι η παροχή επιστημονικών γνωμών του υψηλότερου δυνατού επιπέδου στα θεσμικά όργανα της Ένωσης καθώς και στα κράτη μέλη, προκειμένου να ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται από την ενωσιακή νομοθεσία στον τομέα των φαρμάκων, όσον αφορά τη χορήγηση άδειας και την εποπτεία των φαρμάκων. Πάντοτε κατά την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 726/2004, μόνον ύστερα από μια ενιαία επιστημονική αξιολόγηση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου ποιότητας, ασφάλειας και αποτελεσματικότητας των φαρμάκων υψηλής τεχνολογίας, πραγματοποιούμενη από τον ΕΜΑ, θα πρέπει να χορηγείται από την Ένωση άδεια κυκλοφορίας με ταχεία διαδικασία που να εξασφαλίζει τη στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

229    Από τον κανονισμό 726/2004 προκύπτει ότι ο ΕΜΑ είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό των υφιστάμενων επιστημονικών πόρων που θέτουν στη διάθεσή του τα κράτη μέλη για την αξιολόγηση, την εποπτεία και τη φαρμακοεπαγρύπνηση όσον αφορά τα φάρμακα και ότι αποτελείται, μεταξύ άλλων, από την CHMP, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διαμόρφωση της γνώμης του ΕΜΑ σχετικά με κάθε θέμα που αφορά την αξιολόγηση φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση. Κατά το άρθρο 57, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 726/2004, ο ΕΜΑ παρέχει στα κράτη μέλη και στα όργανα της Ένωσης τις καλύτερες δυνατές επιστημονικές συμβουλές για κάθε θέμα σχετικό με την αξιολόγηση της ποιότητας, της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση ή των κτηνιατρικών φαρμάκων, το οποίο παραπέμπεται σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης για τα φάρμακα. Κατά το άρθρο 60 του κανονισμού 726/2004, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, ο ΕΜΑ συλλέγει, προκειμένου περί εγκεκριμένων φαρμάκων, κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με τις μεθόδους που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της προστιθεμένης θεραπευτικής αξίας κάθε νέου φαρμάκου.

230    Πρέπει, τέλος, να τονιστεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2001/83, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ κρατών μελών ως προς την ποιότητα, την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα φαρμάκου, πρέπει να γίνεται επιστημονική αξιολόγηση του θέματος στο επίπεδο της Ένωσης, για την έκδοση μιας ενιαίας απόφασης όσον αφορά τα σημεία της διαφωνίας, η οποία είναι δεσμευτική για τα οικεία κράτη μέλη. Η απόφαση αυτή πρέπει να λαμβάνεται με ταχεία διαδικασία που διασφαλίζει τη στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Περαιτέρω, κατά την αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 726/2004, η Ένωση θα πρέπει να διαθέτει τα μέσα επιστημονικής αξιολόγησης των φαρμάκων που υποβάλλονται σύμφωνα με τις αποκεντρωμένες διαδικασίες χορήγησης άδειας. Εξάλλου, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ουσιαστική εναρμόνιση των διοικητικών αποφάσεων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη όσον αφορά φάρμακα που υποβάλλονται σύμφωνα με τις αποκεντρωμένες διαδικασίες χορήγησης άδειας, είναι ανάγκη να διαθέτει η Ένωση μέσα επίλυσης διαφωνιών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την ποιότητα, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων.

231    Συνακόλουθα, κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, αν για συγκεκριμένο φάρμακο έχουν υποβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 8 και τα άρθρα 10, 10α, 10β, 10γ και 11 της οδηγίας, δύο ή περισσότερες αιτήσεις για άδεια κυκλοφορίας και τα κράτη μέλη λάβουν διαφορετικές αποφάσεις ως προς την άδεια, την αναστολή ή την ανάκλησή της, κάθε κράτος μέλος ή η Επιτροπή ή ο αιτών ή ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας στην αγορά μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στη CHMP για να εφαρμοστεί η διαδικασία των άρθρων 32, 33 και 34 της ίδιας οδηγίας.

232    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, σε ειδικές περιπτώσεις που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την Ένωση, τα κράτη μέλη, η Επιτροπή, ο αιτών ή ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας παραπέμπουν το θέμα στη CHMP για την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 32, 33 και 34 της οδηγίας, προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας ή αναστολή ή ανάκληση άδειας κυκλοφορίας ή για οποιαδήποτε άλλη τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας που φαίνεται αναγκαία.

233    Με τη θέσπιση της οδηγίας 2004/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83 (ΕΕ 2004, L 136, σ. 34), ιδιαίτερα με την τροποποίηση του άρθρου 31 της οδηγίας 2001/83, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στην Επιτροπή την αρμοδιότητα εκδόσεως πράξεων οι οποίες παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των κρατών μελών.

234    Όταν η CHMP επιλαμβάνεται ειδικών περιπτώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την Ένωση, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, εναπόκειται σε αυτή να διενεργεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τη δική της αξιολόγηση του οικείου φαρμάκου. Η αξιολόγηση που διενεργείται από την επιτροπή αυτή είναι ανεξάρτητη από εκείνη που διενεργήθηκε από τις εθνικές αρχές. Συναφώς, δεν μπορεί να αντιταχθεί στη CHMP, υπό το πρίσμα των πληροφοριών που καλείται να αναλύσει για πρώτη φορά, η εκτίμηση στην οποία τυχόν προέβη, ως προς τις πληροφορίες αυτές, εθνική αρχή κατά το παρελθόν (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, PP Nature-Balance Lizenz κατά Επιτροπής, C‑82/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:796, σκέψη 37· πρβλ. επίσης απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, GE Healthcare κατά Επιτροπής, T‑783/17, EU:T:2019:624, σκέψη 101).

235    Η προβλεπόμενη από το άρθρο 31 της οδηγίας 2001/83 διαδικασία δύναται επομένως, ιδίως με πρωτοβουλία της Επιτροπής, να οδηγήσει, μετά από ανεξάρτητη αξιολόγηση που διεξάγεται από την CHMP, σε απόφαση της Επιτροπής με την οποία η τελευταία υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών να εκδώσουν οι ίδιες απόφαση δυνάμει του άρθρου 116 της οδηγίας 2001/83, ήτοι απόφαση περί αναστολής, ανακλήσεως ή τροποποιήσεως της άδειας κυκλοφορίας, εφόσον γίνει δεκτό ότι το επίμαχο φάρμακο είναι επιβλαβές, ότι η θεραπευτική ενέργεια είναι ανύπαρκτη, ότι η σχέση οφέλους/κινδύνου είναι δυσμενής ή ότι το φάρμακο δεν έχει τη δηλωθείσα ποιοτική και ποσοτική σύνθεση.

236    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, και χωρίς να χρειάζεται το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της δυνατότητας εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 31 της οδηγίας 2001/83, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας οι οποίες κινούνται στο επίπεδο της Ένωσης ή στα κράτη μέλη, ο ΕΜΑ και η Επιτροπή επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία, μη δυνάμενη να συγκριθεί με εκείνη των εθνικών αρχών. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, την οποία επικαλείται ο ΕΜΑ, δεν μπορεί συνεπώς να εμποδίσει την CHMP να εξετάσει, κατόπιν υποβολής αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας στο πλαίσιο της κεντρικής διαδικασίας, τις προγενέστερες αξιολογήσεις στις οποίες προέβη εθνική αρχή ή να προβεί η ίδια σε ανεξάρτητη αξιολόγηση. Τούτο ισχύει ιδίως όταν υποβάλλεται στο επίπεδο της Ένωσης αίτηση άδειας κυκλοφορίας για ουσία περιλαμβανόμενη σε φαρμακευτικό συνδυασμό στον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στο εθνικό επίπεδο πριν από δεκαπέντε έτη και όταν τα δεδομένα που έχει στην κατοχή της η CHMP είναι ικανά να ανατρέψουν την υπόθεση ότι η ουσία που αφαιρέθηκε από τον εν λόγω φαρμακευτικό συνδυασμό, εν προκειμένω ο MEF, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο εντός του συνδυασμού.

237    Κατά μείζονα δε λόγο ισχύει τούτο εν προκειμένω καθόσον, μετά την κατάθεση της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera κατ’ εφαρμογήν της κεντρικής διαδικασίας, ο ΕΜΑ, διαμέσου της CHMP, και κατόπιν η Επιτροπή αποφάνθηκαν επί του ζητήματος αν το Tecfidera υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm. Η εκτίμηση αυτή είχε αντίκτυπο, σε επίπεδο Ένωσης, επί της περιόδου νόμιμης προστασίας των δεδομένων σχετικά με το Tecfidera και μπορούσε να αποτελέσει κώλυμα για τη χορήγηση, από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή από την Επιτροπή, άδειας κυκλοφορίας για γενόσημο φάρμακο του Tecfidera. Επομένως, το ζήτημα αν το Tecfidera υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm και, στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα αν ο MEF παίζει ρόλο εντός του Fumaderm αποτελούσε ιδιαίτερη περίπτωση που παρουσίαζε ενδιαφέρον για την Ένωση, αφενός, από την άποψη των επιδιωκόμενων από την οδηγία 2001/83 σκοπών εν γένει, ήτοι του θεμελιώδους σκοπού της διαφυλάξεως της δημόσιας υγείας και του σκοπού της ελεύθερης κυκλοφορίας των φαρμάκων, και, αφετέρου, υπό το πρίσμα των επιδιωκόμενων από την έννοια της γενικής άδειας κυκλοφορίας σκοπών, οι οποίοι υπενθυμίζονται στις σκέψεις 174 έως 179 ανωτέρω.

238    Η συμπεριφορά της Επιτροπής κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, καθώς και οι αναλύσεις που πραγματοποίησε η CHMP, κατόπιν αιτήσεως του οργάνου αυτού, σχετικά με το Tecfidera επιβεβαιώνουν τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτισαν αμφότερες. Καταδεικνύουν ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι δεσμευόταν από την απόφαση που εξέδωσε το BfArM το 1994. Πράγματι, η Επιτροπή θεώρησε ότι η διαπίστωση ότι το Tecfidera δεν υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm προϋποθέτει την εκτίμηση του καθεστώτος του Tecfidera ως «νέας δραστικής ουσίας». Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ζήτησε από την CHMP, με επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2013, να εκτιμήσει αν το DMF είναι διαφορετικό από το Fumaderm (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω). Κατόπιν του ως άνω αιτήματος, οι εισηγητές εξέτασαν ταυτόχρονα αν το DMF και ο MEF συνιστούν διαφορετικές δραστικές ουσίες και αν το Fumaderm, αποτελούμενο από MEF και DMF, διαφέρει του DMF από απόψεως ασφάλειας και αποτελεσματικότητας. Το αίτημα που υπέβαλε η Επιτροπή στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, καθώς και τα δεδομένα που συλλέχθηκαν και η εξέταση που πραγματοποίησε η CHMP βάσει του αιτήματος αυτού μπορούσαν όμως να οδηγούσαν σε εκτιμήσεις και σε συμπέρασμα που θα αντέφασκαν με την απόφαση του BfArM να χορηγήσει άδεια κυκλοφορίας στο Fumaderm με την ιδιότητα του φαρμακευτικού συνδυασμού.

ε)      Επί των δεδομένων που διέθεταν ή μπορούσαν να διαθέτουν ο ΕΜΑ και η Επιτροπή σχετικά με το ρόλο του MEF εντός του Fumaderm

239    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 προς τον πρόεδρο της CHMP, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Biogen Idec είχε ζητήσει να εξεταστεί το ζήτημα αν η δραστική ουσία DMF μπορεί να χαρακτηριστεί νέα δραστική ουσία. Η Επιτροπή διευκρίνισε, εξάλλου, ότι ως νέα δραστική ουσία ορίζεται η χημική ουσία η οποία δεν έχει κατά το παρελθόν εγκριθεί ως φάρμακο εντός της Ένωσης. Προσέτι, τόνισε ότι το DMF δεν είχε εγκριθεί ως φάρμακο εντός της Ένωσης κατά το παρελθόν, αλλά ότι αποτελεί μέρος του φαρμάκου Fumaderm, για το οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στη Γερμανία το 1994 (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

240    Μετά την αποστολή της εν λόγω επιστολής, και κατόπιν των εκτιμήσεων που συμπεριέλαβαν οι εισηγητές σε κοινή έκθεση της 18ης Οκτωβρίου 2013 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), η CHMP προέβαλε, κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως που έλαβε χώρα στις 24 Οκτωβρίου 2013, δύο ενστάσεις κατά της αιτήσεως αναγνωρίσεως του καθεστώτος «νέας δραστικής ουσίας» στο DMF (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω). Οι ενστάσεις αυτές αποσκοπούσαν, πρώτον, στη διευκρίνιση αν το DMF και ο MEF συνιστούν εστέρες ή παράγωγα το ένα του άλλου και, δεύτερον, στην εξέταση, από απόψεως ασφάλειας και/ή αποτελεσματικότητας, των κρίσιμων κλινικών διαφορών μεταξύ, αφενός, του DMF και, αφετέρου, του DMF σε συνδυασμό με τον MEF. Στις 4 Νοεμβρίου 2013, η Biogen Idec κατέθεσε τις απαντήσεις της στις ενστάσεις που προέβαλε η CHMP. Σε κοινή έκθεση της 11ης Νοεμβρίου 2013, οι εισηγητές εξέτασαν τις απαντήσεις της Biogen Idec και διατύπωσαν την εκτίμησή τους (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω).

241    Η CHMP δέχθηκε, στην EPAR, ότι ο MEF και το DMF ήταν αμφότερα δραστικά και δεν αντιστοιχούν στην ίδια δραστική ουσία, δεδομένου ότι δεν περιέχουν την ίδια θεραπευτική. Η CHMP συνήγαγε εξ αυτού ότι δεν χρειαζόταν περαιτέρω εξέταση των ενδεχόμενων σημαντικών διαφορών όσον αφορά τα χαρακτηριστικά ασφαλείας/αποτελεσματικότητας. Η CHMP έκρινε, εξάλλου, βάσει επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων και σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της Επιτροπής στην επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2013, ότι το DMF διαφέρει του Fumaderm που αποτελείται από DMF και άλατα MEF. Η ως άνω διαπίστωση, καθώς και η υπενθύμιση του περιεχομένου της επιστολής της Επιτροπής της 18ης Σεπτεμβρίου 2013, περιλαμβάνονται επίσης στη γνώμη της CHMP της 21ης Νοεμβρίου 2013 (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω).

242    Υπό τις συνθήκες αυτές, η CHMP συνέλεξε κλινικά δεδομένα, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη φαρμακολογική δράση του MEF, μεμονωμένως εξεταζόμενου, και τη φαρμακολογική δράση του MEF εντός του Fumaderm. Τα εν λόγω κλινικά δεδομένα προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα στο Γενικό Δικαστήριο προς στήριξη των ισχυρισμών της.

243    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Biogen Idec και ελήφθησαν υπόψη κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, δεν ήταν ούτε επαρκή ούτε αρκετά πειστικά προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη κρίσιμης «διαφοράς» μεταξύ του Tecfidera και του Fumaderm. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η CHMP δεν θα μπορούσε, βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα άλατα MEF αναπτύσσουν κρίσιμη θεραπευτική δράση εντός του συνδυασμού DMF και αλάτων MEF του Fumaderm. Συνεπώς, η μόνη κρίσιμη δραστική ουσία εντός του Fumaderm είναι το DMF. Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται εξάλλου από το γεγονός ότι οι διαθέσιμες κλινικές αποδείξεις δεν στοιχειοθετούν θεραπευτική δράση του MEF μεμονωμένως εξεταζόμενου.

244    Ο ΕΜΑ υποστηρίζει ότι η CHMP ορθώς συνήγαγε το συμπέρασμα ότι ο MEF αναπτύσσει φαρμακολογική δράση βάσει περιορισμένων κλινικών αποδεικτικών στοιχείων, στο μέτρο που, αφενός, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία τεκμηριώνονταν από μη κλινικά δεδομένα και, αφετέρου, στο Fumaderm είχε ήδη χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας και η φαρμακολογική του δράση είχε ήδη διαπιστωθεί από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους. Ο ΕΜΑ προσθέτει ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας κατά της αξιολογήσεως που διενήργησε η CHMP είναι αλυσιτελείς. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως της αξιολογήσεως της CHMP επί των κλινικών και των μη κλινικών δεδομένων, παραγνωρίζει τον επιδιωκόμενο από την εν λόγω αξιολόγηση σκοπό και στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η CHMP υποχρεούτο να αξιολογήσει το θεραπευτικό αποτέλεσμα του MEF εντός του Fumaderm. Το BfArM είχε, όμως, ήδη διενεργήσει μια τέτοια αξιολόγηση και το γεγονός ότι είχε ήδη χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στο Fumaderm ως φαρμακευτικό συνδυασμό συνεπαγόταν ότι αποδείχθηκε, κατά την εν λόγω αξιολόγηση, η τεκμηριωμένη θεραπευτική συμβολή του MEF και του DMF εντός του συνδυασμού. Συνεπώς, η CHMP δεν υποχρεούτο να προβεί εκ νέου σε τέτοια αξιολόγηση στο πλαίσιο της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας του Tecfidera. Ο ΕΜΑ διευκρινίζει ότι η CHMP ανέλυσε τα κλινικά δεδομένα τα οποία προσκόμισε η Biogen Idec και επικαλέστηκε κατόπιν η προσφεύγουσα, μόνον προκειμένου να προσδιορίσει τη φαρμακολογική δράση του MEF. Καθώς τα κλινικά δεδομένα σχετικά με τον MEF, εξεταζόμενο μεμονωμένα, ήταν σχετικά περιορισμένα, η δράση του MEF επαληθεύτηκε εμμέσως, διά της συγκρίσεως των δεδομένων που προέρχονταν από ασθενείς που είχαν λάβει MEF σε συνδυασμό με DMF με εκείνα που προέρχονταν από ασθενείς που είχαν λάβει μόνον το DMF. Συναφώς, ο ΕΜΑ διευκρινίζει ότι η CHMP αναφέρθηκε στη δημοσίευση των Nieboer, C., de Hoop, D., Langendijk, P. N. J., van Loenen, A. C. και Gubbels, J., με τίτλο «Fumaric acid therapy in psoriasis: a double-blind comparison between fumaric acid compound therapy and monotherapy with dimethylfumaric acid ester» (Dermatologica, 1990· 181(1):33–37, στο εξής: μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1990), μόνο προκειμένου να τεκμηριώσει το συμπέρασμα ότι ο MEF είναι δραστικός από φαρμακολογικής απόψεως.

245    Κατά πρώτον, όσον αφορά την κλινική δράση του MEF μεμονωμένως εξεταζόμενου, η CHMP εξέτασε τη μελέτη Nieboer κ.λπ. του 1989 (βλ. σκέψη 197 ανωτέρω), η οποία περιγράφει έξι θεραπευτικά σχήματα βάσει DMF και MEF που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της ψωριάσεως.

246    Στο υπόμνημα αντικρούσεως, ο ΕΜΑ τονίζει ότι οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της μελέτης αυτής έδειξαν ότι «ο δείκτης των κνησμών σημείωσε σημαντικότερη πτώση στην ομάδα που έλαβε [MEF] σε σχέση με την ομάδα που έλαβε το εικονικό σκεύασμα» και ότι «[π]αρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές (p < 0,05) μεταξύ των τελικών δεικτών απολεπίσεως και κνησμών των δύο ομάδων» ασθενών που είχαν λάβει διαφορετικές δόσεις MEF.

247    Κατά τον ΕΜΑ, προκύπτει σαφώς από τα προεκτεθέντα ότι η χορήγηση MEF παρήγαγε αποτελέσματα διαφορετικά, όσον αφορά το κριτήριο των κνησμών, από εκείνα που παρήγαγε η χορήγηση του εικονικού σκευάσματος και ότι διαφορετικές δόσεις MEF παρήγαγαν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά το κριτήριο της απολεπίσεως και των κνησμών.

248    Εντούτοις, αφενός, οι εισηγητές επισημαίνουν, στην κοινή τους έκθεση αξιολογήσεως της 18ης Οκτωβρίου 2013, ότι η μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989 αφορά μορφοποιήσεις των προϊόντων που δεν περιγράφονται επακριβώς και πληθυσμό ως προς τον οποίο επίσης δεν αναφέρονται τα κριτήρια για να συμπεριληφθεί κανείς σε αυτόν και η σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Εξάλλου, η κοινή έκθεση αξιολογήσεως των εισηγητών της 11ης Νοεμβρίου 2013 επισημαίνει ότι «[…] το DMF και τα άλατα MEF δεν παρουσιάζουν ουδεμία κλινικά κρίσιμη διαφορά από απόψεως ασφάλειας[, ότι] δεν είναι δυνατόν να συναχθεί η ύπαρξη κλινικά κρίσιμων διαφορών από απόψεως αποτελεσματικότητας, διότι τα μόνα διαθέσιμα δεδομένα προέρχονται από τη μελέτη [των Nieboer κ.λπ. του 1989 και ότι] εν προκειμένω μόνον δέκα ασθενείς που πάσχουν από ψωρίαση έλαβαν μόνον MEF στο πλαίσιο μελέτης της οποίας η μεθοδολογία δεν μπορεί να αξιολογηθεί με αξιοπιστία».

249    Αφετέρου, η CHMP διευκρινίζει, στην EPAR, ότι τα διαθέσιμα κλινικά δεδομένα όσον αφορά τον ΜΕF εξεταζόμενο μεμονωμένα προέρχονται από τη δημοσιευμένη βιβλιογραφία και είναι περιορισμένα.

250    Συνεπώς, τα στοιχεία της δικογραφίας δείχνουν ότι η μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989 δεν παρέχει κρίσιμα και επαρκή δεδομένα όσον αφορά την κλινική δράση του MEF μεμονωμένως εξεταζόμενου.

251    Επισημαίνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι η μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989 συνέκρινε το άλας νατρίου του MEF (MEF-Na) με εικονικό σκεύασμα. Εντούτοις, το MEF-Na δεν αποτελεί συστατικό του Fumaderm (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω). Εξάλλου, όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ της ομάδας που έλαβε ημερήσια δόση 240 mg άλατος νατρίου του MEF (MEF-Na) και της ομάδας που έλαβε το εικονικό σκεύασμα, επισημαίνεται ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά όσον αφορά τις περιπτώσεις βελτιώσεως, ελλείψεως βελτιώσεως ή επιδεινώσεως. Στην ίδια μελέτη, διευκρινίζεται ότι ο μέσος τελικός δείκτης είναι ο ίδιος στις δύο ομάδες και ότι μόνον ο δείκτης των κνησμών σημείωσε σημαντική πτώση στην ομάδα που έλαβε MEF-Na. Οι συντάκτες της μελέτης διευκρινίζουν επίσης ότι διεξήχθη συγκριτική μελέτη μεταξύ της ημερήσιας λήψεως 720 mg MEF-Na και της ημερήσιας λήψεως 240 mg MEF-Na για τον λόγο ότι η ημερήσια δοσολογία των 240 mg MEF-Na αποδείχθηκε αναποτελεσματική. Εντούτοις, πάντοτε στη μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989, οι συντάκτες διαπιστώνουν ότι δεν παρατηρήθηκε ουδεμία διαφορά μεταξύ της λήψεως 720 mg MEF-Na και της λήψεως 240 mg MEF-Na όσον αφορά τον αριθμό των ασθενών των οποίων η κατάσταση βελτιώθηκε.

252    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του μεμονωμένου DMF και του συνδυασμού DMF και αλάτων MEF, πρώτον, ο ΕΜΑ τονίζει, σχετικά με τη μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989, ότι και η CHMP, στην EPAR, «επισήμανε ότι τα αποτελέσματα της αγωγής είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα στην περίπτωση που το DMF συνδυαζόταν με MEF παρά όταν χορηγείτο μεμονωμένα το DMF». Κατά τον ΕΜΑ, μόνον η φαρμακολογική δράση του MEF δύναται να εξηγήσει το γεγονός ότι η χορήγηση του DMF σε συνδυασμό με MEF παράγει αποτελέσματα ταχύτερα από τη χορήγηση μεμονωμένως του DMF.

253    Εντούτοις, κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η μεθοδολογία της μελέτης των Nieboer κ.λπ. του 1989 δεν κατέστη δυνατό να αξιολογηθεί με αξιοπιστία (βλ. σκέψη 248 ανωτέρω). Συνεπώς, τα στοιχεία της δικογραφίας δείχνουν ότι η μελέτη αυτή δεν παρέχει κρίσιμα δεδομένα όσον αφορά τον ρόλο του MEF εντός του Fumaderm.

254    Εν συνεχεία, προκύπτει από την κοινή έκθεση αξιολογήσεως των εισηγητών της 18ης Οκτωβρίου 2013 ότι η μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989 δεν παρείχε τη δυνατότητα να αξιολογηθεί η έκταση της φαρμακολογικής δράσης που ασκούν το DMF και ο MEF στο πλαίσιο του Fumaderm. Οι εισηγητές θεώρησαν συνεπώς, κατ’ ουσίαν, ότι η αντίστοιχη δράση του DMF και του MEF έπρεπε να περιγραφεί πιο εμπεριστατωμένα από την Biogen Idec προκειμένου να συμβάλει στη στοιχειοθέτηση του ρόλου του MEF εντός του Fumaderm.

255    Εξάλλου, στη μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989, οι συντάκτες τόνισαν ότι, στο πλαίσιο του συνδυασμού DMF και MEF, η δοσολογία σε DMF ήταν σημαντικά υψηλότερη από τη δοσολογία που χρησιμοποιήθηκε για τις δοκιμές που αφορούσαν μεμονωμένα το DMF. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των δοσολογιών που είχαν χρησιμοποιηθεί, τα αποτελέσματα της μελέτης των Nieboer κ.λπ. του 1989 δεν ήταν επαρκή για να συναχθεί εξ αυτών ότι τα αποτελέσματα της αγωγής είχαν διαπιστωθεί ταχύτερα με συνδυασμό DMF και MEF από ό,τι με μεμονωμένο DMF.

256    Τέλος, στη μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1989, οι συντάκτες επισήμαναν ότι αποτελούσε αντικείμενο μελέτης το ζήτημα αν η προσθήκη αλάτων MEF στο DMF είχε πρόσθετο ή ακόμη και ενδεχόμενο αποτέλεσμα.

257    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εξέταση του ζητήματος αν το Tecfidera υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm, η CHMP εξέτασε επίσης τη μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1990 (βλ. σκέψη 244 ανωτέρω), η οποία αφορά διπλά τυφλή δοκιμή που διενεργήθηκε προκειμένου να συγκριθούν τα αποτελέσματα του DMF ως μοναδικού συστατικού και ο συνδυασμός DMF και MEF.

258    Συναφώς, ο ΕΜΑ ισχυρίζεται ότι η CHMP, κατόπιν της μελέτης των Nieboer κ.λπ. του 1990, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «[…] το ποσοστό βελτιώσεως (ήτοι, μείωση άνω του ημίσεος του δείκτη σοβαρότητας της ψωριάσεως) ανερχόταν σε 55 % στην ομάδα που έλαβε αγωγή με DMF και σε 80 % στην ομάδα που έλαβε αγωγή με τον συνδυασμό DMF/αλάτων MEF» και ότι «[η] καμπύλη του συνολικού δείκτη και των διαφόρων παραμέτρων κατά τους τέσσερις μήνες της μελέτης αναδείκνυε τάση ταχύτερων αποτελεσμάτων στην ομάδα που είχε λάβει τον συνδυασμό DMF/αλάτων MEF σε σχέση με την ομάδα που είχε λάβει αγωγή που βασιζόταν μόνο στο DMF». Ο ΕΜΑ συνήγαγε εξ αυτού ότι η χορήγηση DMF σε συνδυασμό με MEF παράγει αποτελέσματα διαφορετικά από εκείνα της χορηγήσεως μόνο DMF.

259    Εντούτοις, στη μελέτη των Nieboer κ.λπ. του 1990, οι συντάκτες διευκρινίζουν, εισαγωγικώς, ότι το DMF και τα άλατα MEF συνιστούν δραστικά συστατικά των γαστροανθεκτικών δισκίων που συνταγογραφούνται συνήθως στο πλαίσιο θεραπειών με βάση το φουμαρικό οξύ. Κατά τους συντάκτες, ο συνδυασμός αυτός φαίνεται να βασίζεται περισσότερο σε ιστορικούς παράγοντες παρά σε ορθολογική θεραπευτική προσέγγιση.

260    Προσέτι, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η σύνθεση στην οποία προέβη η CHMP δεν αντικατοπτρίζει προσηκόντως τις κύριες διαπιστώσεις και συμπεράσματα των συντακτών, ήτοι:

–        ότι «[ο]ι διαφορές που παρατηρήθηκαν μεταξύ των δύο ομάδων δεν φαίνονταν σημαντικές»·

–        ότι η εξέλιξη του συνολικού μέσου δείκτη των δύο ομάδων που ακολούθησαν την αγωγή με βάση μόνο το DMF, αφενός, και με βάση το DFM και τον MEF, αφετέρου, «δεν υπήρξε ποτέ αισθητά διαφορετική [σε οποιαδήποτε στιγμή]», ότι «[α]κολούθως, οι διακριτές παράμετροι δεν έδειξαν επίσης αισθητή διαφορά με την πάροδο του χρόνου», και ότι «[μ]ετά από τέσσερις μήνες, τα αποτελέσματα δεν παρουσίαζαν καμία στατιστική διαφορά»·

–        ότι «[η] εξέλιξη του συνολικού δείκτη και των διακριτών παραμέτρων κατά τους τέσσερις μήνες της μελέτης κατέδειξαν ότι το αποτέλεσμα έτεινε να επέρχεται ταχύτερα με [τον συνδυασμό DMF και MEF] σε σχέση με τη μονοθεραπεία [που βασιζόταν μόνο στον MEF]», αλλά ότι «[η] διαφορά αυτή δεν ήταν, ωστόσο, αισθητή και ο τελικός δείκτης ήταν ο ίδιος στις δύο ομάδες»·

–        ότι, συνοψίζοντας, «μπορ[ούσε] θεμιτώς να υποστηριχθεί ότι η αγωγή για την ψωρίαση με [τον συνδυασμό DMF και MEF] δεν κατ[έληγε] σε καλύτερο κλινικό αποτέλεσμα από τη μονοθεραπεία [βάσει μόνου του DMF]».

261    Εξάλλου, στη δημοσίευση των Rostami-Yazdi, M., Clement, B. και Mrowietz, U., με τίτλο «Pharmacokinetics of anti-psoriatic fumaric acid esters in psoriasis patients» (Arch Dermatol Res., 2010· 302(7):531‑538), την οποία είχε στη διάθεσή της η CHMP κατά την εξέταση του Tecfidera, οι συντάκτες ερμήνευσαν τα αποτελέσματα της μελέτης των Nieboer κ.λπ. του 1990 υπό την έννοια ότι η ως άνω μελέτη καταδείκνυε «ότι το DMF συνιστούσε το κύριο συστατικό του Fumaderm δεδομένου ότι η αγωγή για την ψωρίαση με μίγμα DMF και MEF δεν ήταν ανώτερη σε σύγκριση με μονοθεραπεία βασιζόμενη στο DMF».

262    Τρίτον, στην κοινή τους έκθεση αξιολογήσεως της 18ης Οκτωβρίου 2013, οι εισηγητές διευκρίνισαν ότι η συμβολή των αλάτων MEF στη φαρμακολογική δράση του Fumaderm παρουσίαζε ειδικό ενδιαφέρον. Εντούτοις, μολονότι στο Fumaderm είχε εγκριθεί και τεθεί σε κυκλοφορία στη Γερμανία το 1994 για τη θεραπεία της ψωριάσεως, οι εισηγητές επισήμαναν ότι η Biogen Idec δεν είχε πραγματοποιήσει κλινική μελέτη με το Fumaderm σε ασθενείς που έπασχαν από σκλήρυνση κατά πλάκας, γεγονός που περιέπλεκε την εκτίμηση.

263    Επιβάλλεται, εξάλλου να υπομνησθεί ότι οι εισηγητές, μολονότι διέθεταν τα αποτελέσματα της μελέτης των Nieboer κ.λπ. του 1989 και της μελέτης των Nieboer κ.λπ. του 1990, επισήμαναν, στην κοινή έκθεση αξιολογήσεως της 18ης Οκτωβρίου 2013, ότι η Biogen Idec όφειλε να περιγράψει πιο εμπεριστατωμένα σε ποιον βαθμό το DMF και ο MEF ασκούσαν αντιστοίχως τη φαρμακολογική δράση τους ως συστατικά του προϊόντος Fumaderm, προκειμένου να αποδειχθεί ο ρόλος του MEF εντός του Fumaderm. Συνεπώς, θεώρησαν, κατ’ ουσίαν, ότι η Biogen Idec είχε προσκομίσει ελάχιστα κλινικά δεδομένα και όφειλε να περιγράψει κατά τρόπο πιο εμπεριστατωμένο την αντίστοιχη δράση που ασκούσαν το DMF και ο MEF, προκειμένου να συμβάλει στην απόδειξη του ρόλου του MEF εντός του Fumaderm.

264    Τέταρτον, και προπάντων, επιβάλλεται να τονιστεί ότι οι εισηγητές εξέτασαν, στην κοινή τους έκθεση της 11ης Νοεμβρίου 2013, τις απαντήσεις της Biogen Idec και έκριναν ότι η δραστική ουσία DMF που περιέχεται στο φάρμακο Tecfidera δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί «νέα δραστική ουσία», για τον λόγο ότι δεν προέκυπτε από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν ότι οι ιδιότητες του DMF διέφεραν σημαντικά, από απόψεως ασφάλειας ή/και αποτελεσματικότητας, από το προϊόν Fumaderm στο οποίο είχε επί του παρόντος χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας και το οποίο περιείχε μίγμα DMF και αλάτων MEF.

265    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι από τις κλινικές μελέτες τις οποίες εξέτασε η CHMP δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η χορήγηση του DMF σε συνδυασμό με τον MEF παρήγε διαφορετικά αποτελέσματα από εκείνα της χορηγήσεως αποκλειστικά του DMF. Οι πληροφορίες που διέθεταν ο ΕΜΑ και η Επιτροπή ήταν ικανές, αντιθέτως, να ανατρέψουν την υπόθεση ότι ο MEF διαδραματίζει θεραπευτικό ρόλο εντός του Fumaderm.

266    Σε παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως, ο ΕΜΑ προσκόμισε την απόφαση περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας στο Fumaderm και τα παραρτήματά της που χρονολογούνται από το 1994, ήτοι, μεταξύ άλλων, την ΠΧΠ του εν λόγω φαρμάκου και τις προϋποθέσεις στις οποίες υπέκειτο η κυκλοφορία του στην αγορά.

267    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι ο ΕΜΑ και η Επιτροπή διευκρίνισαν, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν είχαν στην κατοχή τους τα εν λόγω έγγραφα κατά την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014.

268    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην ΠΧΠ του Fumaderm, διευκρινίζεται ότι «δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί ο μηχανισμός της δράσεως των εστέρων φουμαρικού οξέος στη θεραπεία της κοινής ψωριάσεως» και ότι «δεν είναι διαθέσιμη καμία προκλινική μελέτη λόγω της ελλείψεως κατάλληλων ζωικών μοντέλων».

269    Εξάλλου, ορισμένες εξηγήσεις που περιλαμβάνονται στα προσκομισθέντα έγγραφα τείνουν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον ρόλο του MEF εντός του Fumaderm.

270    Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι το BfArM χορήγησε δύο άδειες κυκλοφορίας, την πρώτη για το Fumaderm prae ή Fumaderm initial και τη δεύτερη για το Fumaderm. Η ποσότητα DMF που περιέχεται σε ένα δισκίο Fumaderm prae είναι τέσσερις φορές χαμηλότερη από την ποσότητα DMF που περιέχεται σε ένα δισκίο Fumaderm (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

271    Εντούτοις, το BfArM διευκρινίζει, στο παράρτημα σχετικά με τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας στο Fumaderm prae και στο Fumaderm, ότι το Fumaderm prae δεν δύναται να συνιστά αγωγή για την ψωρίαση, δεδομένου ότι δεν έχει αποδειχθεί η κλινική αποτελεσματικότητά του. Το BfArM επισημαίνει, συναφώς, ότι είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι προκαταρκτική αγωγή τριών εβδομάδων με το Fumaderm prae βελτιώνει την ανοχή στην αγωγή με το Fumaderm. Το BfArM διευκρινίζει, ωστόσο, ότι δεν είναι ακόμη δυνατό να γίνει κατανοητό για ποιο λόγο το ποσοστό μίγματος των τριών ενώσεων φουμαρικού οξέος στο Fumaderm prae πρέπει να είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο από περιέχεται στο Fumaderm. Το BfArM προσθέτει ότι απαιτείται πιο εμπεριστατωμένη έρευνα.

272    Είναι αληθές ότι στην ΠΧΠ του Fumaderm επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την οξεία τοξικότητα, τα συστατικά των γαστροανθεκτικών δισκίων του Fumaderm αποδείχθηκαν λιγότερο τοξικά ευρισκόμενα σε συνδυασμό από ό,τι μεμονωμένως. Εντούτοις, όπως υπενθύμισε ο ΕΜΑ στο υπόμνημα αντικρούσεως, η κοινή έκθεση αξιολογήσεως της 11ης Νοεμβρίου 2013 επισημαίνει ότι «[το DMF και ο MEF] φαίνεται να παρουσιάζουν παρεμφερές νεφροτοξικό δυναμικό, στοιχείο που συνάδει με τις ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν μετά την αγωγή με φουμαρικούς εστέρες σε ασθενείς που πάσχουν από ψωρίαση». Στην εν λόγω έκθεση επισημαίνεται επίσης ότι «[ό]πως αναφέρεται […] στο τμήμα σχετικά με τη νεφροτοξικότητα, μια ορισμένη δόση κατωφλίου φουμαρικών εστέρων (ανεξαρτήτως της περιεκτικότητας σε DMF και MEF) φαίνεται ότι αρκεί για να προκαλέσει [ανεπιθύμητες] γαστρεντορολογικές (καθώς και νεφρικές) [ενέργειες]». Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην κοινή έκθεση της 11ης Νοεμβρίου 2013, οι εισηγητές εξέτασαν τις απαντήσεις της Biogen Idec και έκριναν ότι η δραστική ουσία DMF που περιέχεται στο φάρμακο Tecfidera δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί «νέα δραστική ουσία», για τον λόγο ότι δεν προέκυπτε από τα προσκομισθέντα στοιχεία ότι οι ιδιότητες του DMF διέφεραν ουσιωδώς, από απόψεως ασφάλειας και/ή αποτελεσματικότητας, από το Fumaderm στο οποίο είχε επί του παρόντος χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας και το οποίο περιείχε μίγμα DMF και αλάτων MEF. Η EPAR σχετικά με το Tecfidera περιλαμβάνει εξάλλου ορισμένες αναφορές σχετικά με την κτηθείσα εμπειρία από απόψεως ασφάλειας, μετά τη διάθεση στην αγορά του Fumaderm.

273    Έπεται ότι ο ΕΜΑ και η Επιτροπή διέθεταν ή μπορούσαν να διαθέτουν, κατά την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, στοιχεία ικανά να ανατρέψουν την υπόθεση ότι o MEF παίζει ρόλο εντός του Fumaderm.

274    Υπήρχε συνεπώς ο κίνδυνος να χορηγηθεί στην Biogen Idec πλήρης και πρόσθετη περίοδος νόμιμης προστασίας των δεδομένων, διάρκειας οκτώ ετών, για τον λόγο και μόνο ότι, κατά τον χρόνο της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας για ένδειξη διαφορετική από εκείνη που καλύπτεται από το Fumaderm, είχε αφαιρέσει τον MEF που αποτελούσε συστατικό του Fumaderm, δεν ασκούσε όμως κλινικώς επιρροή ή περιεχόταν σε δοσολογία πολύ χαμηλή για να παραγάγει οποιοδήποτε σημαντικό θεραπευτικό αποτέλεσμα εντός του Fumaderm.

275    Υπό τέτοιες ιδιαίτερες περιστάσεις, η χορήγηση, προς όφελος της Biogen Idec, νέας περιόδου νόμιμης προστασίας των δεδομένων, διάρκειας οκτώ ετών, για φάρμακο που καλύπτει νέα θεραπευτική ένδειξη συνδεόμενη με τροποποίηση της δοσολογίας του φαρμάκου, δύναται να αντιβαίνει στους επιδιωκόμενους από τα άρθρα 6 και 10 της οδηγίας 2001/83 σκοπούς (βλ. σκέψεις 174 έως 179 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, μια τέτοια περίοδος νόμιμης προστασίας των δεδομένων δεν θα διασφάλιζε δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας των συμφερόντων των καινοτομουσών εταιριών και της ανάγκης να τονωθεί η παραγωγή γενόσημων φαρμάκων. Η προστασία αυτή θα αντέβαινε, εξάλλου, στον σκοπό της καλούμενης «συνοπτικής» διαδικασίας, ο οποίος συνίσταται στην εξοικονόμηση του χρόνου και του κόστους που απαιτούνται για τη συλλογή των αποτελεσμάτων των φαρμακολογικών, τοξικολογικών και κλινικών δοκιμών και στην αποφυγή της επανάληψης των δοκιμών στον άνθρωπο ή στα ζώα.

276    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το γεγονός, το οποίο υπενθυμίζει ο ΕΜΑ, ότι η CHMP έλαβε επίσης υπόψη, στην EPAR, το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83 και τις διατάξεις του παραρτήματος Ι, μέρος ΙΙ, σημείο 3, της ίδιας οδηγίας (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω).

277    Συγκεκριμένα, πρώτον, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόστηκαν μόνον προκειμένου να εξεταστεί εάν ο MEF και το DMF, εξεταζόμενα μεμονωμένως και όχι ως συστατικά φαρμακευτικού συνδυασμού, συνιστούσαν διαφορετικές δραστικές ουσίες. Συνακόλουθα, η CHMP διαπίστωσε, στην EPAR, ότι ο MEF και το DMF είναι αμφότερα δραστικά και δεν συνιστούν την ίδια δραστική ουσία, δεδομένου ότι δεν περιέχουν την ίδια θεραπευτική ποσότητα. Η CHMP, όπως υπενθύμισε στην αναθεωρημένη γνώμη της 21ης Νοεμβρίου 2013 (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω) θεώρησε, στην EPAR, ότι το DMF είναι διαφορετικό του Fumaderm, που αποτελείται από DMF και MEF, «βάσει εξετάσεως των επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων και σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της Επιτροπής στην από 18 Σεπτεμβρίου 2013 επιστολή της». Στις διευκρινίσεις, ωστόσο, της Επιτροπής γινόταν αναφορά στο γεγονός ότι το DMF αποτελεί μέρος του φαρμάκου Fumaderm, στο οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στη Γερμανία το 1994.

278    Δεύτερον, αφενός, οι διατάξεις του παραρτήματος Ι, μέρος ΙΙ, σημείο 3, της οδηγίας 2001/83 εφαρμόζονται όταν εξετάζεται η σχέση μεταξύ ουσιαστικά παρεμφερούς φαρμάκου και ήδη εγκεκριμένου προϊόντος όταν η δραστική ουσία του ουσιαστικά παρεμφερούς φαρμάκου περιέχει την ίδια θεραπευτική ποσότητα συνδεδεμένη με διαφορετικό σύμπλοκο/παράγωγο άλατος/εστέρα. Αφορούν επομένως τη σχέση μεταξύ πιθανού γενόσημου φαρμάκου και φαρμάκου αναφοράς. Οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν την εξέταση, όπως εν προκειμένω, της σχέσεως μεταξύ δύο φαρμάκων αναφοράς προκειμένου να καθοριστεί αν υπάγονται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας. Στην πραγματικότητα, οι διατάξεις του παραρτήματος Ι, μέρος ΙΙ, σημείο 3, της οδηγίας 2001/83 αποσκοπούν στην εκτίμηση αν η επίμαχη δραστική ουσία συνιστά «νέα δραστική ουσία». Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 26 έως 39 ανωτέρω, η CHMP είχε καταλήξει αρχικά, στην αναθεωρημένη γνώμη της και στην EPAR, στο συμπέρασμα ότι το DMF συνιστά νέα δραστική ουσία. Η Επιτροπή είχε υιοθετήσει το συμπέρασμα αυτό στο σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως που υπέβαλε στη Μόνιμη Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση που συστάθηκε βάσει του άρθρου 121, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, κατόπιν ενστάσεων που προβλήθηκαν εντός της επιτροπής αυτής, απαλείφθηκε από την αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως, όπως αυτή εκδόθηκε από την Επιτροπή, η αναφορά στο καθεστώς νέας δραστικής ουσίας όσον αφορά το DMF. Κατά συνέπεια, η EPAR τροποποιήθηκε με την προσθήκη σημειώσεως που διευκρινίζει ότι η τελική δήλωση της γνώμης της CHMP περί αποδόσεως του καθεστώτος αυτού στο DMF δεν ισχύει πλέον.

279    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83 διαλαμβάνει τον ορισμό του γενόσημου φαρμάκου. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, ασφαλώς, κάθε φάρμακο για το οποίο δύναται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83, να υποστηριχθεί ότι χαρακτηρίζεται γενόσημο φάρμακο ενός φαρμάκου αναφοράς για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κατά το παρελθόν υπάγεται κατ’ ανάγκην στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας με το εν λόγω φάρμακο. Το γεγονός, ωστόσο, ότι ένα φάρμακο δεν χαρακτηρίζεται γενόσημο κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83 δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην να υπάγεται το φάρμακο αυτό στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας με φάρμακο για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας κατά το παρελθόν. Η έννοια της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 γενικής άδειας κυκλοφορίας είναι συνεπώς ευρύτερη του διαλαμβανόμενου στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ορισμού του γενόσημου φαρμάκου.

280    Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ενός φαρμακευτικού συνδυασμού και των ουσιών που τον αποτελούν, δεν αμφισβητείται ότι η τεκμηριωμένη θεραπευτική συμβολή κάθε ουσίας εντός του συνδυασμού αυτού συνιστά προϋπόθεση για την άδεια κυκλοφορίας του εν λόγω συνδυασμού ως αποτελούμενου από διαφορετικές δραστικές ουσίες. Στις γραπτές απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή τόνισε, εξάλλου, ότι «υφίσταται πρόδηλη σχέση μεταξύ της αποδείξεως της θεραπευτικής συμβολής καθεμιάς από τις διάφορες δραστικές ουσίες που περιέχονται σε σταθερό φαρμακευτικό συνδυασμό και της απαντήσεως στο ζήτημα αν μια μοναδική δραστική ουσία που χρησιμοποιείται σε διαφορετικό φάρμακο μπορεί να χαρακτηριστεί ως δραστική ουσία πανομοιότυπη με τις περιεχόμενες στον σταθερό συνδυασμό». Η εκτίμηση, συνεπώς, διαφοράς μεταξύ ενός φαρμακευτικού συνδυασμού και των ουσιών που τον αποτελούν εξαρτάται από την ύπαρξη τεκμηριωμένης θεραπευτικής συμβολής καθεμιάς από τις εν λόγω ουσίες εντός του εν λόγω συνδυασμού. Από τη διαπίστωση, ως εκ τούτου, ότι ο MEF και το DMF συνιστούν δύο διαφορετικές δραστικές ουσίες, όταν εξετάζονται μεμονωμένως υπό το πρίσμα του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/83, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το DMF, εξεταζόμενο μεμονωμένα, είναι διαφορετικό και υπάγεται συνεπώς σε διαφορετική γενική άδεια κυκλοφορίας, σε σχέση με φαρμακευτικό συνδυασμό αποτελούμενο από MEF και DMF. Πράγματι, για να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα, είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι ο MEF και το DMF έχουν, το καθένα, θεραπευτική συμβολή εντός του εν λόγω συνδυασμού.

281    Τρίτον, από την αιτιολογική σκέψη 3 της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014 προκύπτει σαφώς ότι η εκτίμηση ότι το Tecfidera είναι διαφορετικό από το Fumaderm και δεν υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας με τον φαρμακευτικό αυτό συνδυασμό στηρίζεται σε δύο διαπιστώσεις: στη διαπίστωση της CHMP ότι ο MEF και το DMF είναι αμφότερα δραστικά και δεν αντιστοιχούν στην ίδια δραστική ουσία και στη διαπίστωση ότι είχε ήδη χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στο Fumaderm ως φαρμακευτικό συνδυασμό αποτελούμενο από DMF και MEF.

282    Εν προκειμένω, οι διαπιστώσεις αυτές δεν επαρκούσαν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Tecfidera υπάγεται σε χωριστή γενική άδεια κυκλοφορίας από το Fumaderm. Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της γενικής άδειας κυκλοφορίας, του εφαρμοστέου το 1994 στους φαρμακευτικούς συνδυασμούς δικαίου της Ένωσης και της εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων μεταξύ 1994 και 2014, της ειδικής λειτουργίας που επιτελούν ο ΕΜΑ και η Επιτροπή, καθώς και των στοιχείων τα οποία ο ΕΜΑ και η Επιτροπή διέθεταν ή μπορούσαν να διαθέτουν και τα οποία ήταν ικανά να ανατρέψουν την υπόθεση ότι ο MEF παίζει ρόλο στη σύνθεση του Fumaderm (βλ. σκέψεις 175 έως 275 ανωτέρω), πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Tecfidera υπάγεται σε διαφορετική γενική άδεια κυκλοφορίας από το Fumaderm για το οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας κατά το παρελθόν χωρίς να έχει επαληθεύσει ή χωρίς να έχει ζητήσει από τη CHMP να επαληθεύσει αν και, ενδεχομένως, πώς το BfArM είχε εκτιμήσει τον ρόλο του MEF στη σύνθεση του Fumaderm και χωρίς επίσης να έχει ζητήσει από τη CHMP να εκτιμήσει τον ρόλο του MEF στη σύνθεση του Fumaderm.

283    Εντούτοις, πρώτον, διαπιστώνεται ότι, όπως αυτό προκύπτει από τις γραπτές απαντήσεις στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ούτε ο ΕΜΑ ούτε η Επιτροπή διέθεταν, πριν από την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, τον φάκελο βάσει του οποίου χορηγήθηκε άδεια κυκλοφορίας στο Fumaderm. Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της εκτελεστικής αποφάσεως αυτής, ο ΕΜΑ δεν είχε στην κατοχή του τα συνημμένα στο παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως έγγραφα, ήτοι τις αποφάσεις, στη γερμανική γλώσσα, περί χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας στο Fumaderm prae και στο Fumaderm και τα παραρτήματά τους (βλ. σκέψη 266 ανωτέρω). Μπορεί να επισημανθεί, στο πλαίσιο συγκρίσεως, ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 της οδηγίας 2001/83 το οποίο αφορά τη διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως και την αποκεντρωμένη διαδικασία, όλα τα κράτη μέλη αποτελούν παραλήπτες των φακέλων των αιτήσεων άδειας κυκλοφορίας και των αξιολογήσεων του κράτους μέλους αναφοράς (βλ. επίσης το μνημονευόμενο στη σκέψη 229 ανωτέρω άρθρο 60 του κανονισμού 726/2004).

284    Επισημαίνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε, σε απάντηση σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, την απόφαση του BfArM περί απορρίψεως της αιτήσεως προσβάσεώς της στα έγγραφα που αφορούν την άδεια κυκλοφορίας του Fumaderm (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Στην απόφαση αυτή, το BfArM διευκρίνισε ότι, για τα φάρμακα για τα οποία είχε ζητηθεί άδεια κυκλοφορίας πριν από τις 6 Σεπτεμβρίου 2005, δεν υφίστατο υποχρέωση καταρτίσεως ή δημοσιεύσεως δημόσιας εκθέσεως αξιολογήσεως και ότι, κατά συνέπεια, οι πληροφορίες στις οποίες είχε ζητήσει πρόσβαση η προσφεύγουσα δεν βρίσκονταν στη διάθεση του κοινού.

285    Δεν έχει εξάλλου αποδειχθεί ότι η Biogen Idec προσκόμισε στον ΕΜΑ ή στην Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της αξιολογήσεως του Tecfidera, τα στοιχεία που είχαν προσκομιστεί ενόψει της χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας του Fumaderm. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ο ΕΜΑ εξήγησε, με τις γραπτές απαντήσεις του στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστούν με βεβαιότητα το έγγραφο ή τα έγγραφα και η επιστημονική βιβλιογραφία τα οποία είχε στη διάθεσή του κατά την αξιολόγηση του Tecfidera και τα οποία είχαν επίσης εξεταστεί από το BfArM στο πλαίσιο της αιτήσεως άδειας κυκλοφορίας για το Fumaderm.

286    Προσέτι, από τα στοιχεία της δικογραφίας, ιδίως από τις γραπτές απαντήσεις στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, ο ΕΜΑ και η Επιτροπή δεν ζήτησαν πληροφορίες από το BfArM. Δεν επαλήθευσαν, επίσης, εάν το τελευταίο αξιολόγησε τον ρόλο του MEF εντός του Fumaderm ούτε εξέτασαν με ποιον τρόπον διεξήγαγε την ανάλυσή του το BfArM.

287    Δεύτερον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η CHMP, και κατόπιν η Επιτροπή στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, περιορίστηκαν στη διευκρίνιση ότι το DMF αποτελεί μέρος ήδη εγκεκριμένου φαρμακευτικού συνδυασμού, ήτοι του Fumaderm, και ότι ουδέποτε είχε χορηγηθεί στο DMF ως φάρμακο άδεια κυκλοφορίας στην Ένωση.

288    Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι, παρά τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ο ΕΜΑ, και ειδικότερα η CHMP, περιορίστηκε, στην EPAR σχετικά με το Tecfidera, να εκτιμήσει εάν τα άλατα MEF, μεμονωμένως εξεταζόμενα, είναι, από φαρμακολογικής απόψεως, δραστικά (βλ. σκέψη 242 ανωτέρω). Αντιθέτως, η διεξαχθείσα εξέταση δεν είχε ως αντικείμενο την εξέταση του ρόλου του MEF εντός του Fumaderm ούτε την υποβολή αιτήματος προς το BfArM για συναφείς πληροφορίες.

289    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, πριν από την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014, το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που έπρεπε να συνεκτιμηθούν προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Tecfidera και το Fumaderm υπάγονται σε χωριστή γενική άδεια κυκλοφορίας.

290    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Novartis Europharm κατά Επιτροπής (C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2016:1003) τις οποίες επικαλείται ο EMA.

291    Βεβαίως, στο σημείο 43 των προτάσεών του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Novartis Europharm κατά Επιτροπής (C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2016:1003), ο γενικός εισαγγελέας Μ. Bobek επισήμανε ότι το πιο σημαντικό στοιχείο του φαρμάκου είναι η δραστική του ουσία. Προσέθεσε ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/83, η άδεια κυκλοφορίας που έχει χορηγηθεί για φάρμακο το οποίο βασίζεται σε διαφορετική δραστική ουσία από αυτήν που χρησιμοποιήθηκε για το αρχικό φάρμακο δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ανάπτυξη. Διευκρίνισε ότι αν η διαφορά της δραστικής ουσίας δεν καθιστά αναγκαία τη χορήγηση διαφορετικής γενικής άδειας κυκλοφορίας, είναι δύσκολο να νοηθεί τι είδος καινοτομίας θα παρείχε στον αιτούντα διαφορετική περίοδο νόμιμης προστασίας δεδομένων. Εξάλλου, ο γενικός εισαγγελέας Μ. Bobek εξήγησε, στο σημείο 45 των εν λόγω προτάσεων, ότι όλα τα παραδείγματα που είχε αναφέρει η Επιτροπή όσον αφορά τις αλλαγές του αρχικού φαρμάκου, οι οποίες δεν καλύπτονταν από την ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας, αφορούσαν περιπτώσεις κατά τις οποίες υπήρχε τροποποίηση της δραστικής ουσίας (ή του συνδυασμού δραστικών ουσιών) των αρχικών φαρμάκων και ότι αυτό συμβαίνει, πρώτον, στην περίπτωση φαρμακευτικών προϊόντων πάγιου συνδυασμού δυνάμει του άρθρου 10β της οδηγίας 2001/83, δεύτερον, στην περίπτωση διαχωρισμού της δραστικής ουσίας από τον προηγούμενο συνδυασμό δραστικών ουσιών ή, τρίτον, όταν η τροποποίηση υπάρχουσας δραστικής ουσίας ισοδυναμεί με τη δημιουργία νέας δραστικής ουσίας. Εξ αυτού συνήγαγε, στο σημείο 46 των προτάσεών του, ότι η έννοια της γενικής άδειας κυκλοφορίας βασίζεται στην ταυτότητα του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας και της δραστικής ουσίας (ή των δραστικών ουσιών) και ότι, αν αλλάξουν ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας ή η δραστική ουσία, δεν ισχύει πλέον η ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας.

292    Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι, στην απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Novartis Europharm κατά Επιτροπής (C‑629/15 P και C‑630/15 P, EU:C:2017:498), το Δικαστήριο δεν παρέσχε καμία ένδειξη προς την κατεύθυνση που πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Bobek. Προσέτι, στην υπόθεση στην οποία υποβλήθηκαν οι εν λόγω προτάσεις, το Δικαστήριο δεν είχε κληθεί να αποφανθεί επί του ζητήματος αν άδεια κυκλοφορίας που χορηγήθηκε στο επίπεδο της Ένωσης για συστατικό φαρμακευτικού συνδυασμού στον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια από εθνική αρχή κατά το παρελθόν υπαγόταν στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως ο επίμαχος φαρμακευτικός συνδυασμός. Πρέπει, εξάλλου, να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 150 έως 282 ανωτέρω, προσέγγιση που θα στηριζόταν αποκλειστικά σε διαφορά των δραστικών ουσιών θα ενείχε τον κίνδυνο να καταλήξει, εν προκειμένω, στη χορήγηση νόμιμης προστασίας δεδομένων αντίθετης στους επιδιωκόμενους από την έννοια της γενικής άδειας κυκλοφορίας σκοπούς.

293    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω και, ειδικότερα, στο μέτρο που, παρά τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ούτε η CHMP ούτε η Επιτροπή εξέτασαν τον ρόλο του ΜEF εντός του Fumaderm ή ζήτησαν συναφείς πληροφορίες από το BfArM, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα για τον λόγο ότι η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014 ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον η Επιτροπή, με την εν λόγω απόφαση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Tecfidera δεν υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm.

294    Στον βαθμό που το συμπέρασμα αυτό δεν βασίζεται ούτε σε αιτίαση αντλούμενη από την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ούτε στο περιεχόμενο των παραρτημάτων C.1 και C.2 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως, ούτε στο περιεχόμενο του παραρτήματος R.8 των γραπτών απαντήσεων της προσφεύγουσας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού της εν λόγω αιτιάσεως, το οποίο αμφισβητεί ο ΕΜΑ, καθώς και επί του παραδεκτού των εν λόγω παραρτημάτων.

295    Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλει η προσφεύγουσα και να κηρυχθεί μη εφαρμοστέα η εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, στο μέτρο που η Επιτροπή δέχθηκε, στην εν λόγω εκτελεστική απόφαση, ότι το Tecfidera δεν υπάγεται στην ίδια γενική άδεια κυκλοφορίας όπως το Fumaderm.

296    Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηρίζεται στην εκτελεστική απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, στερείται βάσεως και πρέπει να ακυρωθεί.

 IV.      Επί των δικαστικών εξόδων

297    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο ΕΜΑ ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και εκείνα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το αίτημα της τελευταίας.

298    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

299    Τέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Biogen Idec θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), της 30ής Ιουλίου 2018, περί απορρίψεως της αιτήσεως της Pharmaceutical Works Polpharma S.A. να της χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας γενόσημης εκδοχής του φαρμάκου Tecfidera.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      O ΕΜΑ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Pharmaceutical Works Polpharma.

4)      H Biogen Netherlands BV και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

 

      Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Μαΐου 2021.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.