Language of document : ECLI:EU:T:2015:4

Υπόθεση T‑127/09 RENV

Abdulbasit Abdulrahim

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αναπομπή κατόπιν αναιρέσεως — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα έναντι ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Κανονισμός (EK) 881/2002 — Δέσμευση κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων ατόμου περιλαμβανομένου σε κατάλογο καταρτισθέντα από όργανο των Ηνωμένων Εθνών — Αναγραφή του ονόματος του ατόμου αυτού στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (EK) 881/2002 — Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Υπέρβαση — Συγγνωστή πλάνη — Θεμελιώδη δικαιώματα — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Δικαίωμα σεβασμού της ιδιοκτησίας — Δικαίωμα σεβασμού της προσωπικής σφαίρας και της οικογενειακής ζωής»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 14ης Ιανουαρίου 2015

1.      Ένδικη διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Εκπρόθεσμη άσκηση – Τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία – Έννοια – Καθυστέρηση στην ταχυδρομική διαβίβαση εγγράφου

(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 45, εδ. 2)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Δικαστικός έλεγχος νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων – Κανονισμός για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν – Περιεχόμενο του ελέγχου

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 881/2002 του Συμβουλίου, παράρτημα I)

1.      Το άρθρο 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου έχει εφαρμογή σε περίπτωση ασυνήθων δυσχερειών, ανεξαρτήτων από τη βούληση του ενδιαφερομένου, που είναι αναπόφευκτες έστω και αν αυτός επιδεικνύει κάθε δυνατή επιμέλεια. Εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να αποδείξει, αφενός, ότι λόγω ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς αυτόν περιστάσεων κατέστη αδύνατη η εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, ότι δεν μπορούσε να προφυλαχθεί από τις συνέπειες των εν λόγω περιστάσεων λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα, χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Ειδικότερα, ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών.

Επομένως, όταν οι δικηγόροι του προσφεύγοντος έχουν επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια παραδίδοντας υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής σε αξιόπιστη υπηρεσία επιδόσεως αλληλογραφίας, εξαρτώμενη από τον παραδοσιακό φορέα των ταχυδρομείων κράτους μέλους, την ίδια ημέρα της αποστολής του αντιγράφου με τηλεομοιοτυπία, αυτοί ευλόγως αναμένουν ότι το εν λόγω υπογεγραμμένο πρωτότυπο θα περιέλθει στη Γραμματεία σε χρόνο μικρότερο από τις δέκα ημέρες που διαθέτουν προς τούτο. Συναφώς, δεν μπορεί να απαιτείται από τον προσφεύγοντα, κατά μείζονα λόγο όταν του έχει παρασχεθεί δικαστική αρωγή, να επιλέγει το ακριβότερο είδος υπηρεσίας διεθνούς αλληλογραφίας από τα προτεινόμενα εκ μέρους της επιχειρήσεως παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, όταν ένα λιγότερο ακριβό είδος υπηρεσίας προτεινόμενο από την ίδια επιχείρηση μπορεί, καταρχήν, να εξασφαλίσει τη διαβίβαση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

(βλ. σκέψεις 45-47, 49)

2.      Σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο άτομο αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί εγγραφής ή περί διατηρήσεως του ονόματός του στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού 881/2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να βεβαιώνεται ιδίως, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου νομιμότητας των λόγων στους οποίους βασίζεται η οικεία απόφαση, ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται σε επαρκώς σταθερή πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, έτσι ώστε ο δικαιοδοτικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην εκτίμηση της αόριστης βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να αφορά το αν οι ως άνω λόγοι είναι τεκμηριωμένοι στο σύνολό τους ή, τουλάχιστον, έστω ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής καθαυτός για να στηρίξει την απόφαση αυτή. Προς τούτο, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να διενεργήσει την εξέταση αυτή ζητώντας, ενδεχομένως, από την αρμόδια αρχή της Ένωσης να προσκομίσει τις πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία, εμπιστευτικά ή μη, που είναι κρίσιμα για την εν λόγω εξέταση.

Αν η αρμόδια αρχή της Ένωσης αδυνατεί να ανταποκριθεί στο αίτημα του δικαστή της Ένωσης, στον τελευταίο εναπόκειται τότε να στηριχθεί αποκλειστικώς στα στοιχεία που του έχουν γνωστοποιηθεί. Αν τα στοιχεία αυτά δεν επιτρέπουν τη διαπίστωση του βασίμου ενός λόγου, ο δικαστής της Ένωσης απορρίπτει τον λόγο αυτό ως έρεισμα της οικείας αποφάσεως περί εγγραφής ή περί διατηρήσεως της εγγραφής. Αν, αντιθέτως, η αρμόδια αρχή της Ένωσης προσκομίσει πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία επ’ αυτού, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εξακριβώσει την ουσιαστική ακρίβεια των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών σε συνάρτηση με τις πληροφορίες ή τα στοιχεία αυτά και να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία τους σε σχέση με τις περιστάσεις της οικείας υποθέσεως και με γνώμονα ενδεχόμενες παρατηρήσεις, ιδίως, του ενδιαφερομένου επί των στοιχείων αυτών, ενδεχομένως εφαρμόζοντας τεχνικές που παρέχουν τη δυνατότητα να συμβιβαστούν, αφενός, οι θεμιτοί λόγοι ασφάλειας που αφορούν τη φύση και τις πηγές πληροφοριών που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, η ανάγκη επαρκούς διασφαλίσεως στον πολίτη του σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων του.

Λαμβανομένης υπόψη της προληπτικής φύσεως των σχετικών περιοριστικών μέτρων, αν ο δικαστής της Ένωσης κρίνει, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, ότι τουλάχιστον ένας από τους λόγους οι οποίοι διαλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση της επιτροπής κυρώσεων είναι αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένος, ότι είναι τεκμηριωμένος και ότι συνιστά καθαυτός επαρκές έρεισμα για να στηρίξει την πράξη αυτή, το γεγονός ότι άλλοι από τους λόγους αυτούς δεν συνιστούν τέτοιο έρεισμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω πράξεως. Στην αντίθετη περίπτωση, θα προβεί σε ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή της Ένωσης δεν καθιστά προσβάσιμες στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και, εν συνεχεία, στον δικαστή της Ένωσης πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται στην αποκλειστική κατοχή της επιτροπής κυρώσεων ή του οικείου μέλους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και τα οποία αφορούν την αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η επίμαχη απόφαση, δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να θεμελιώσει διαπίστωση προσβολής των ίδιων αυτών δικαιωμάτων. Ωστόσο, σε μια τέτοια κατάσταση, ο δικαστής της Ένωσης, ο οποίος καλείται να ελέγξει το από την άποψη των πραγματικών περιστατικών βάσιμο των λόγων που περιέχονται στην αιτιολογική έκθεση που παρέσχε η επιτροπή κυρώσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και τα απαλλακτικά στοιχεία που ενδεχομένως προσκόμισε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο καθώς και την απάντηση της αρμόδιας αρχής της Ένωσης στις παρατηρήσεις αυτές, δεν θα διαθέτει πρόσθετες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, αν του είναι αδύνατο να διαπιστώσει το βάσιμο των λόγων αυτών, οι τελευταίοι αυτοί δεν θα μπορούν να χρησιμεύσουν ως έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως περί εγγραφής.

(βλ. σκέψεις 62, 63, 66, 68, 71)