Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 17 Σεπτεμβρίου 2021 η Ana Carla Mendes de Almeida κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) στις 8 Ιουλίου 2021 στην υπόθεση T-75/21, Ana Carla Mendes de Almeida κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση C-576/21 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ana Carla Mendes de Almeida (εκπρόσωποι: R. Leandro Vasconcelos, M. Marques de Carvalho και P. Almeida Sande, advogados)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τη διάταξη της 8ης Ιουλίου 2021 που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) στην υπόθεση T-75/21 με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη, ως εκπρόθεσμη, η προσφυγή την οποία άσκησε η νυν αναιρεσείουσα δυνάμει του άρθρου 263 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2020/11171 , του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 2020, για τον διορισμό των ευρωπαίων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή διορίστηκε ο José Eduardo Moreira Alves d’Oliveira Guerra ευρωπαίος εισαγγελέας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως έκτακτος υπάλληλος στον βαθμό AD 13, για μη ανανεώσιμη θητεία τριών ετών από τις 29 Ιουλίου 2020·

να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθόσον δεν υφίστανται λόγοι για τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία προς τον σκοπό αυτό·

να αποφασίσει για τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ούτως ώστε το Συμβούλιο να φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με το άρθρο 138 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τόσο για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και για τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους:

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αντίθεση προς τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και κατά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης1 και των εφαρμοστέων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2017/19392 , οι οποίες εγγυώνται την προστασία των δικαιωμάτων των υποψηφίων, όπως απορρέουν από την όλη οικονομία του εν λόγω κανονισμού και από την αρχή της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του κανονισμού αυτού.

Η αναιρεσείουσα προβάλλει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης στην ΕΕΕΕ. Η αναιρεσείουσα δεν είχε στη διάθεσή της κατά την ημερομηνία αυτή όλα τα στοιχεία που θα της παρείχαν τη δυνατότητα να προσβάλει την εν λόγω απόφαση δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με βάση τους λόγους ακυρώσεως επί των οποίων ερείδεται η προσφυγή την οποία άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, λόγοι οι οποίοι απορρέουν, αφενός, από το έγγραφο που απέστειλε η Πορτογαλική Κυβέρνηση προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 29 Νοεμβρίου 2019 με το οποίο αντιτάχθηκε στην κατάταξη των προταθέντων από την Κυβέρνηση υποψηφίων στην οποία προέβη η επιτροπή επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 και υπέδειξε άλλον υποψήφιο της προτίμησης της Κυβέρνησης και, αφετέρου, από την έγκριση του εν λόγω εγγράφου από το Συμβούλιο. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη του εγγράφου αυτού, επί του οποίου στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και το οποίο ενέχει δύο σφάλματα ουσίας και θέτει υπό αμφισβήτηση τη δομή της διαδικασίας διορισμού των ευρωπαίων εισαγγελέων και την ανεξαρτησία τους. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο ενημέρωσε την αναιρεσείουσα σχετικά με το εν λόγω έγγραφο μόλις στις 27 Νοεμβρίου 2020, ρητώς προς τον σκοπό άσκησης εκ μέρους της αναιρεσείουσας των δικαιωμάτων της άμυνας. Η αναιρεσείουσα αντικρούει το ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής μπορούσε να αρχίσει να τρέχει πριν από την ημερομηνία αυτή, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, καθόσον εκτιμά ότι τούτο θα συνιστούσε παραβίαση της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και παραβίαση της αρχής της ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 6 του κανονισμού 2017/1939.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο γνωστοποίησε την ειδική αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης στις 7 Οκτωβρίου 2020, σε αντίθεση προς τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και κατά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η αναιρεσείουσα προβάλλει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα είχε λάβει γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης με το από 7 Οκτωβρίου 2020 έγγραφο, με το οποίο υποτίθεται ότι το Συμβούλιο της γνώρισε την ειδική αιτιολογία της εν λόγω απόφασης. Ωστόσο, με το έγγραφο αυτό το Συμβούλιο δεν γνωστοποίησε την ύπαρξη του εγγράφου που του απέστειλε η Πορτογαλική Κυβέρνηση στις 29 Νοεμβρίου 2019, άνευ του οποίου δεν θα υφίστατο ο λόγος ακυρώσεως επί του οποίου θεμελιώνεται η ασκηθείσα προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, αφορά μη εφαρμογή ή εξαιρετικά περιορισμένη εφαρμογή της νομολογίας περί συγγνωστής πλάνης και μη συνεκτίμηση του λόγου περί ύπαρξης τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας

Κατά πάγια νομολογία, η πλήρης γνώση του οριστικού χαρακτήρα μιας απόφασης και της εφαρμοστέας προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ δεν αποκλείει, αυτή καθεαυτή, να μπορεί ιδιώτης να επικαλεστεί συγγνωστή πλάνη ικανή να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της προσφυγής του. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη το γεγονός ότι το Συμβούλιο είχε αποκρύψει το έγγραφο της Πορτογαλικής Κυβέρνησης έως την ημερομηνία κατά την οποία το γνώρισε στην αναιρεσείουσα στις 27 Νοεμβρίου 2020. Η κατάσταση αυτή μπορεί να συνιστά, κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, συγγνωστή πλάνη ικανή να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της προσφυγής της. Το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε επίσης τον ισχυρισμό περί τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας ως επιχείρημα υπέρ της μη εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τις δικονομικές προθεσμίες.

____________

1 ΕΕ 2020, L 244, σ. 18.

1 ΕΕ 2000, C 364, σ. 1.

1 Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2017, L 283, σ. 1).