Language of document : ECLI:EU:T:2023:716

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Κατάλογοι προσώπων, οντοτήτων και φορέων επί των οποίων εφαρμόζεται η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Εγγραφή και διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους καταλόγους – Έννοια του “εξέχοντος επιχειρηματία” – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Σφάλμα εκτιμήσεως – Δικαίωμα ακροάσεως – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Επιχειρηματική ελευθερία – Αναλογικότητα – Κατάχρηση εξουσίας»

Στην υπόθεση T‑193/22,

OT, εκπροσωπούμενος από τους J.‑P. Hordies και C. Sand, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους V. Piessevaux και A. Boggio-Tomasaz και την M.‑C. Cadilhac,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις C. Pochet, L. Van den Broeck και M. Van Regemorter,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Spielmann (εισηγητή), πρόεδρο, R. Mastroianni, M. Brkan, I. Gâlea και T. Tóth, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 30ής Μαΐου 2022, OT κατά Συμβουλίου (T‑193/22 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:307),

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, και ειδικότερα:

–        το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2022,

–        την απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022 με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα περί ανωνυμίας του προσφεύγοντος και απέρριψε το αίτημά του περί υπαγωγής της υπόθεσης στην ταχεία διαδικασία,

–        την απόφαση της 25ης Αυγούστου 2022 με την οποία επιτράπηκε στο Βασίλειο του Βελγίου να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου,

–        το υπόμνημα προσαρμογής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Νοεμβρίου 2022,

–        τα έγγραφα του προσφεύγοντος που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2022 και περιελήφθησαν στη δικογραφία,

–        την απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2023 να μην περιληφθούν στη δικογραφία νέα έγγραφα προσκομισθέντα από τον προσφεύγοντα στις 24 Ιανουαρίου 2023,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 26ης Απριλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο προσφεύγων OT ζητεί την ακύρωση, αφενός, της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2022/429 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2022, L 87 I, σ. 44), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/427 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2022, L 87 I, σ. 1) (στο εξής από κοινού: αρχικές πράξεις), και, αφετέρου, κατόπιν προσαρμογής της προσφυγής, της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2022/1530 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2022, L 239, σ. 149), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/1529 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2022, L 239, σ. 1) (στο εξής από κοινού: μεταγενέστερες πράξεις περί διατήρησης), στο μέτρο που οι πράξεις αυτές (στο εξής από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις) τον αφορούν.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Ο προσφεύγων είναι επιχειρηματίας ρωσικής ιθαγένειας.

3        Στις 17 Μαρτίου 2014 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 16). Την ίδια ημέρα εξέδωσε, βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) 269/2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 6).

4        Στις 21 Φεβρουαρίου 2022 ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας υπέγραψε διάταγμα με το οποίο αναγνώρισε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της αυτοανακηρυχθείσας «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ» και της αυτοανακηρυχθείσας «Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ» και διέταξε την ανάπτυξη ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στις περιοχές αυτές.

5        Στις 22 Φεβρουαρίου 2022 ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (στο εξής: Ύπατος Εκπρόσωπος) εξέδωσε δήλωση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία καταδίκασε τις προεκτεθείσες ενέργειες, καθόσον συνιστούν σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος ανακοίνωσε ότι η Ένωση επρόκειτο να αντιδράσει στις πρόσφατες παραβιάσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας λαμβάνοντας κατεπειγόντως πρόσθετα περιοριστικά μέτρα.

6        Στις 23 Φεβρουαρίου 2022 το Συμβούλιο έλαβε μια πρώτη σειρά περιοριστικών μέτρων. Αυτά αφορούσαν, πρώτον, περιορισμούς που ισχύουν για τις οικονομικές σχέσεις με τις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, δεύτερον, περιορισμούς ως προς την πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά, μεταξύ άλλων διά της απαγόρευσης της χρηματοδότησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζάς της, και, τρίτον, την προσθήκη μελών της κυβέρνησης, τραπεζών, επιχειρηματιών, στρατηγών καθώς και 336 μελών της Gosudarstvennaya Duma Federal’nogo Sobrania Rossiskoï Federatsii (Κρατικής Δούμας της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας) στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα.

7        Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας εξήγγειλε τη διεξαγωγή στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία, αυθημερόν δε οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση κατά της Ουκρανίας.

8        Την ίδια ημέρα ο Ύπατος Εκπρόσωπος εξέδωσε δήλωση εξ ονόματος της Ένωσης με την οποία καταδίκασε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την «απρόκλητη εισβολή» των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στην Ουκρανία και επισήμανε ότι η αντίδραση της Ένωσης θα περιελάμβανε τόσο τομεακά όσο και ατομικά περιοριστικά μέτρα.

9        Κατά την έκτακτη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καταδίκασε τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία, σημειώνοντας παράλληλα την κατ’ αρχήν συμφωνία του για τη λήψη περιοριστικών μέτρων και οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας βάσει των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ύπατου Εκπροσώπου.

10      Στις 25 Φεβρουαρίου 2022 το Συμβούλιο εξέδωσε δεύτερη δέσμη περιοριστικών μέτρων. Την ίδια ημερομηνία, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης στην Ουκρανία, το Συμβούλιο εξέδωσε, αφενός, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2022/329 για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2022, L 50, σ. 1) και, αφετέρου, τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/330 για την τροποποίηση του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2022, L 51, σ. 1), προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει τα κριτήρια κατ’ εφαρμογή των οποίων τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή άλλους φορείς.

11      Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης 2014/145, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2022/329, προβλέπει τα εξής:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που τελούν υπό την κυριότητα, την κατοχή ή τον έλεγχο:

[…]

δ)      φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που παρέχουν υλική ή οικονομική στήριξη σε Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας ή έχουν οφέλη από αυτούς·

[…]

ζ)      εξεχόντων επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία και των άμεσων μελών των οικογενειών τους ή άλλων φυσικών προσώπων που ωφελούνται από αυτούς ή επιχειρηματιών, νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς οι οποίοι αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας·

και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

2.      Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα ή προς όφελος αυτών.»

12      Οι διαδικαστικές λεπτομέρειες της δέσμευσης των κεφαλαίων καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 6, της απόφασης 2014/145.

13      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και εʹ, της απόφασης 2014/145, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να αποτρέψουν την είσοδο στο έδαφός τους ή τη διέλευση μέσω της επικράτειάς τους των φυσικών προσώπων που πληρούν ουσιαστικά τα ίδια κριτήρια με εκείνα που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ζʹ, της ίδιας απόφασης.

14      Ο κανονισμός 269/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2022/330, επιβάλλει τη λήψη μέτρων για τη δέσμευση κεφαλαίων και καθορίζει τις σχετικές διαδικαστικές λεπτομέρειες χρησιμοποιώντας κατ’ ουσίαν την ίδια διατύπωση με εκείνη της απόφασης 2014/145, όπως έχει τροποποιηθεί. Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως ζʹ, του κανονισμού, όπως έχει τροποποιηθεί, ουσιαστικά επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως ζʹ, της εν λόγω απόφασης.

15      Στο πλαίσιο αυτό, με τις αρχικές πράξεις, το Συμβούλιο προσέθεσε το όνομα του προσφεύγοντος στους καταλόγους των υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα προσώπων, οντοτήτων και φορέων που περιλαμβάνονταν στο παράρτημα της απόφασης 2014/145, όπως έχει τροποποιηθεί, και στο παράρτημα I του κανονισμού 269/2014, όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι).

16      Οι λόγοι για την καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους είναι οι εξής:

«[Ο προσφεύγων] είναι μεγαλομέτοχος του ομίλου Alfa Group, ο οποίος περιλαμβάνει την Alfa Bank, έναν από τους μεγαλύτερους φορολογούμενους της Ρωσίας. Θεωρείται ένα από τα εξέχοντα πρόσωπα της Ρωσίας. Έχει εδραιωμένους δεσμούς με τον Πρόεδρο της Ρωσίας. Η μεγαλύτερη κόρη του Βλαντιμίρ Πούτιν, Μαρία, διηύθυνε ένα φιλανθρωπικό έργο, το Alfa-Endo, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την Alfa Bank. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιβράβευσε τον όμιλο Alfa Group για την αφοσίωσή του προς τις ρωσικές αρχές, παρέχοντας πολιτική στήριξη στα επενδυτικά σχέδια του Alfa Group στο εξωτερικό.

Συνεπώς, [ο προσφεύγων] παρέχει ενεργά υλική ή οικονομική στήριξη σε Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας και επωφελείται από αυτούς. Είναι επίσης εξέχων Ρώσος επιχειρηματίας, ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομικούς τομείς, οι οποίοι συνιστούν σημαντική πηγή εσόδων για την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας.»

17      Στις 16 Μαρτίου 2022 το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση υπόψη των προσώπων, των οντοτήτων και των φορέων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα τα οποία προβλέπονται στην απόφαση 2014/145, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2022/429, και στον κανονισμό αριθ. 269/2014, όπως εφαρμόζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 2022/427 (ΕΕ 2022, C 121 I, σ. 1). Στην ανακοίνωση επισημαινόταν, μεταξύ άλλων, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μπορούσαν να υποβάλουν στο Συμβούλιο αίτηση επανεξέτασης της απόφασης με την οποία τα ονόματά τους είχαν εγγραφεί στους καταλόγους των παραρτημάτων των εν λόγω πράξεων, επισυνάπτοντας σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα.

18      Με επιστολές της 5ης και της 8ης Απριλίου 2022, ο προσφεύγων ζήτησε από το Συμβούλιο να του κοινοποιήσει τον φάκελο στον οποίο στηριζόταν η εγγραφή του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους.

19      Στις 13 Απριλίου 2022 το Συμβούλιο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα ολόκληρο τον φάκελο WK 3073/2022 (στο εξής: φάκελος αποδεικτικών στοιχείων), στον οποίο είχε στηρίξει την απόφασή του.

20      Στις 14 Απριλίου, στις 30 Μαΐου, στις 7 Ιουνίου, στις 5 Ιουλίου και στις 18 Αυγούστου 2022 ο προσφεύγων απέστειλε τις παρατηρήσεις του στο Συμβούλιο, ζητώντας ειδικότερα από το Συμβούλιο να επανεξετάσει την απόφαση περί καταχώρισής του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους και να τον καλέσει σε ακρόαση.

21      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2022 το Συμβούλιο εξέδωσε τις μεταγενέστερες πράξεις περί διατήρησης. Από αυτές προκύπτει ότι τα ατομικά περιοριστικά μέτρα τα οποία ισχύουν για τον προσφεύγοντα παρατάθηκαν έως τις 15 Μαρτίου 2023 για τους ίδιους λόγους με εκείνους που διαλαμβάνονταν στις αρχικές πράξεις (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω).

22      Με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, το Συμβούλιο επισήμανε, μεταξύ άλλων, στον προσφεύγοντα ότι οι παρατηρήσεις που περιέχονταν στις από 14 Απριλίου, 30 Μαΐου, 7 Ιουνίου, 5 Ιουλίου και 18 Αυγούστου 2022 επιστολές του δεν κλόνιζαν την εκτίμησή του ως προς την ανάγκη διατήρησης των επίμαχων περιοριστικών μέτρων. Το Συμβούλιο ανέφερε επίσης ότι, λόγω της ομοιότητας των επιχειρημάτων, παρέπεμπε στις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και στην υπό κρίση υπόθεση. Κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι το όνομα του προσφεύγοντος έπρεπε να διατηρηθεί στους επίμαχους καταλόγους.

23      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2022 το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα τα οποία προβλέπονται στην απόφαση 2014/145, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2022/1530, και στον κανονισμό αριθ. 269/2014, όπως εφαρμόζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 2022/1529 (ΕΕ 2022, C 353 I, σ. 1).

24      Την 1η Νοεμβρίου 2022 ο προσφεύγων υπέβαλε στο Συμβούλιο αίτηση επανεξέτασης.

 Αιτήματα των διαδίκων

25      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

26      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

27      Το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως.

 Σκεπτικό

28      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των διατάξεων του άρθρου 1, στοιχεία δʹ και ζʹ, του κανονισμού 2022/330. Προβάλλει επίσης λόγο ακυρώσεως που αφορά παράβαση των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που υπογράφηκε στις 20 Νοεμβρίου 1989, και του άρθρου 8 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, λόγο ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογίας, λόγο ακυρώσεως που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως, λόγο ακυρώσεως που αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως λόγο ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και λόγο ακυρώσεως που αφορά προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος. Στο πλαίσιο του υπομνήματος προσαρμογής, προβάλλει επίσης λόγο που αφορά την ύπαρξη κατάχρησης εξουσίας.

29      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων δήλωσε ότι παραιτείται από τα επιχειρήματα περί παράβασης των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, των άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και του άρθρου 8 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα επιχειρήματα περί ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά.

 Επί της ένστασης ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 1, στοιχεία δʹ και ζʹ, του κανονισμού 2022/330 και της επακόλουθης παραβίασης των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης

30      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους οφείλεται στην εφαρμογή παράνομης ρύθμισης, για τον λόγο ότι ο κανονισμός 269/2014, όπως τροποποιήθηκε, παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να καταχωρίσει στους επίμαχους καταλόγους τα ονόματα προσώπων ρωσικής ιθαγένειας τα οποία δεν έχουν κανένα δεσμό με το καθεστώς που στοχεύουν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, με το πρόσχημα ότι τα πρόσωπα αυτά αποτελούν, μέσω των οικονομικών δραστηριοτήτων τους, πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλει παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης. Επομένως, κατά την άποψή του, η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους συνεπεία της εφαρμογής μιας παράνομης ρύθμισης είναι ακυρωτέα. Με το υπόμνημα απαντήσεως το οποίο κατέθεσε, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο επιλεκτικό και, ως εκ τούτου, κατά τρόπο που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή τους οικείους οικονομικούς τομείς. Επιπλέον, κατά την άποψή του, το Συμβούλιο έπρεπε να είναι σε θέση να αιτιολογήσει με ποιον τρόπο η δημιουργία των κατηγοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχεία δʹ και ζʹ, του κανονισμού 2022/330 είχε ως αποτέλεσμα να αποκατασταθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων που θεσπίστηκαν από το 2014 και να αποδειχθεί ο αναγκαίος, πρόσφορος και μη αντικαταστατός χαρακτήρας τους. Με το υπόμνημα προσαρμογής υπογραμμίζει ότι, στα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί από το 2022, έχει παύσει να απαιτείται η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της κατάστασης στην Ουκρανία και του ρόλου των φυσικών προσώπων στα οποία επιβάλλονται κυρώσεις, καθώς και ότι, συνακόλουθα, είναι αναγκαία η ενίσχυση του δικαστικού ελέγχου επί του ζητήματος.

31      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

32      Σύμφωνα με το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, κάθε διάδικος μπορεί, επ’ ευκαιρία διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας τίθεται υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος που έχει εκδοθεί από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, να επικαλείται το ανεφάρμοστο της πράξης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έναν από τους λόγους του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

33      Το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση γενικής αρχής δυνάμει της οποίας κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση απόφασης που έχει ως αποδέκτη τον ίδιο, να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως το κύρος πράξεων γενικής ισχύος που αποτελούν τη βάση μιας τέτοιας απόφασης εφόσον δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ευθεία προσφυγή κατά των πράξεων αυτών, των οποίων υφίσταται, ως εκ τούτου, τις συνέπειες χωρίς να έχει μπορέσει να ζητήσει την ακύρωσή τους. Η πράξη γενικής ισχύος της οποίας αμφισβητείται παρεμπιπτόντως η νομιμότητα πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, πρέπει δε να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης ατομικής απόφασης και της γενικής πράξης (βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2017, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑14/14 και T‑87/14, EU:T:2017:102, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Όσον αφορά την ένταση του δικαστικού ελέγχου, κατά πάγια νομολογία, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΛΕΕ, να διασφαλίζουν τον κατ’ αρχήν πλήρη έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης από πλευράς των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης. Η απαίτηση αυτή κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, C‑280/12 P, EU:C:2013:775, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Το Συμβούλιο διαθέτει πάντως ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον γενικό και αφηρημένο καθορισμό των νομικών κριτηρίων και των διαδικαστικών λεπτομερειών των περιοριστικών μέτρων (πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C‑605/13 P, EU:C:2015:248, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, οι κανόνες γενικής ισχύος οι οποίοι καθορίζουν τα κριτήρια και τις διαδικαστικές λεπτομέρειες, όπως οι διατάξεις των προσβαλλόμενων πράξεων που προβλέπουν τα επίδικα κριτήρια στα οποία αναφέρεται ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, υπόκεινται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο, ο οποίος εξαντλείται στην εξακρίβωση της τήρησης, πρώτον, των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία και την αιτιολογία, δεύτερον, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, τρίτον, της απουσίας νομικού σφάλματος, και, τέταρτον, της απουσίας πρόδηλου σφάλματος κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών καθώς και κατάχρησης εξουσίας [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου, Τ‑246/08 και Τ-332/08, EU:T:2009:266, σκέψεις 44 και 45, και της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Amisi Kumba κατά Συμβουλίου, T‑163/18, EU:T:2020:57, σκέψη 149 (μη δημοσιευθείσα)].

36      Εν προκειμένω, από το άρθρο 2 και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ζʹ, του κανονισμού 269/2014, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι δεσμεύονται τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι «[των] φυσικ[ών] ή νομικ[ών] προσώπ[ων], [των] οντοτήτ[ων] ή [των] φορ[έων] που παρέχουν υλική ή οικονομική στήριξη σε Ρώσους ιθύνοντες οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας ή έχουν οφέλη από αυτούς» (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 269/2014) (στο εξής: κριτήριο δʹ) και «εξ[εχόντων] επιχειρηματι[ών], νομικ[ών] προσώπ[ων], οντοτήτ[ων] ή φορ[έων] που δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς οι οποίοι αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας» (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 269/2014, όπως έχει τροποποιηθεί) (στο εξής: κριτήριο ζʹ).

37      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα κριτήρια δʹ και ζʹ(στο εξής από κοινού: επίδικα κριτήρια), τα οποία εφαρμόστηκαν εν προκειμένω, παραβιάζουν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης.

38      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου, απαγορεύει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ή να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου, T‑246/08 και T‑332/08, EU:T:2009:266, σκέψη 135).

39      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επίδικα κριτήρια δεν αφορούν μόνο τους Ρώσους υπηκόους ή ορισμένους οικονομικούς τομείς, αλλά κάθε πρόσωπο που παρέχει υλική ή οικονομική στήριξη στους Ρώσους ιθύνοντες και κάθε εξέχον φυσικό πρόσωπο κατά την έννοια των εφαρμοστέων κριτηρίων. Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι υπήκοοι των κρατών μελών της Ένωσης μπορούν επίσης να υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα.

40      Επιπλέον, στον βαθμό που ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να λάβει περιοριστικά μέτρα εις βάρος ορισμένων προσώπων ή ορισμένων οντοτήτων που πληρούν τα επίδικα κριτήρια, άσκησε την εξουσία του κατά τρόπο που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις και παρέλειψε να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα στοιχεία σχετικά με τα προαναφερθέντα πρόσωπα ή τις προαναφερθείσες οντότητες, τα επιχειρήματα αυτά εμπίπτουν στην εξέταση της ατομικής κατάστασης του προσφεύγοντος. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή όσον αφορά τη νομιμότητα του επίμαχου κριτηρίου.

41      Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

42      Δεύτερον, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει να είναι η νομοθεσία της Ένωσης σαφής, ακριβής και προβλέψιμη, ως προς την εφαρμογή της, για τους πολίτες (βλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2015, Europäisch-Iranische Handelsbank κατά Συμβουλίου, C‑585/13 P, EU:C:2015:145, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 17ης Φεβρουαρίου 2017, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑14/14 και T‑87/14, EU:T:2017:102, σκέψη 192 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα επίδικα κριτήρια δεν πληρούν την προϋπόθεση της προβλεψιμότητας, κατά βάση επειδή διατυπώνονται με πολύ γενικούς όρους.

44      Επισημαίνεται ότι, αφενός, όσον αφορά το κριτήριο δʹ, από το ίδιο το κείμενο του κανονισμού 269/2014, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει χωρίς αμφισημία ότι το συγκεκριμένο κριτήριο αναφέρεται στοχευμένα και επιλεκτικά στα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία, ακόμη κι αν ουδεμία σχέση έχουν, τα ίδια, με την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας, παρέχουν υλική ή οικονομική στήριξη στους Ρώσους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για αυτήν ή αντλούν οφέλη από τους Ρώσους ιθύνοντες. Το κριτήριο δʹ αποτελείται, συνεπώς, από δύο στοιχεία, ήτοι την υλική ή οικονομική στήριξη στους Ρώσους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας και την άντληση έχουν οφέλους από τους Ρώσους ιθύνοντες, τα δύο δε αυτά στοιχεία δεν είναι σωρευτικά. Επιπλέον, βάσει του ως άνω κριτηρίου, δεν απαιτείται τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή οντότητες να αποκομίζουν προσωπικώς όφελος από την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Αρκεί να αντλούν όφελος από έναν εκ των «Ρώσων ιθυνόντων» που είναι υπεύθυνοι για τα γεγονότα αυτά, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, του οφέλους που αποκόμισαν τα κατονομαζόμενα πρόσωπα και, αφετέρου, της προσάρτησης της Κριμαίας ή της αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Roternberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 87).

45      Αφετέρου, όσον αφορά το κριτήριο ζʹ, η διατύπωσή του είναι αρκούντως σαφής και ακριβής και αναφέρεται ειδικότερα σε εξέχοντες επιχειρηματίες δραστηριοποιούμενους σε τομείς που αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση. Λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης του κριτηρίου αυτού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η διάταξη πρέπει να θεωρούνται ως εξέχοντα λόγω της σημασίας τους στον τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται και της σημασίας του τομέα αυτού για τη ρωσική οικονομία (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 157).

46      Επιπλέον, το κριτήριο ζʹ εντάσσεται σε νομικό πλαίσιο σαφώς οριοθετημένο από τους σκοπούς που επιδιώκει η κανονιστική ρύθμιση η οποία διέπει τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, ήτοι την ανάγκη, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της κατάστασης, άσκησης μεγίστης πίεσης στις ρωσικές αρχές ώστε να τερματίσουν τις ενέργειες και τις πολιτικές τους που αποσταθεροποιούν την Ουκρανία, καθώς και τη στρατιωτική επίθεση κατά της εν λόγω χώρας. Υπό το πρίσμα αυτό, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα συνάδουν προς τον εξαγγελλόμενο στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΕΕ σκοπό της διατήρησης της ειρήνης, της πρόληψης των συγκρούσεων και της ενίσχυσης της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τους στόχους και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που υπογράφηκε στο Σαν Φρανσίσκο (Ηνωμένες Πολιτείες) στις 26 Ιουνίου 1945 (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψεις 115 και 123· της 25ης Ιουνίου 2020, VTB Bank κατά Συμβουλίου, C‑729/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:499, σκέψη 59, και της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 163).

47      Επιπλέον, η εξουσία εκτιμήσεως η οποία παρέχεται στο Συμβούλιο με τα επίδικα κριτήρια αντισταθμίζεται από την υποχρέωση αιτιολογίας και από την αναγνώριση ενισχυμένων διαδικαστικών δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, T‑578/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:678, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Ως εκ τούτου, τα επίδικα κριτήρια ανταποκρίνονται στον βαθμό προβλεψιμότητας τον οποίο απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης.

49      Εξάλλου, όσον αφορά το κριτήριο ζʹ, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, υφίσταται λογικός σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της στόχευσης των εξεχόντων επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς οι οποίοι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχουν για τη ρωσική οικονομία, αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την κυβέρνηση και, αφετέρου, του επιδιωκόμενου εν προκειμένω σκοπού των περιοριστικών μέτρων, ο οποίος συνίσταται στο να αυξηθούν η πίεση στη Ρωσική Ομοσπονδία καθώς και το κόστος των ενεργειών της που αποσκοπούν στην υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 157 και εκεί μνημονευόμενη νοολογία).

50      Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέο το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι έχει παύσει να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της κατάστασης στην Ουκρανία και του ρόλου των φυσικών προσώπων που υπόκεινται στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

51      Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου πρέπει να απορριφθεί.

52      Τρίτον, η αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, η οποία επιβάλλει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 58, και της 6ης Ιουνίου 2018, Arbuzov κατά Συμβουλίου, T‑258/17, EU:T:2018:331, σκέψη 61), δεν τεκμηριώνεται με κανέναν άλλο τρόπο και, ως εκ τούτου, πρέπει επίσης να απορριφθεί.

53      Τέταρτον, ο προσφεύγων, με το υπόμνημα απαντήσεως, προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν ήταν σε θέση να αιτιολογήσει για ποιον λόγο οι κατηγορίες προσώπων και οντοτήτων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, στοιχεία δʹ και ζʹ, του κανονισμού 2022/330 έχουν ως αποτέλεσμα να αποκατασταθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων που είχαν ληφθεί από το 2014 και να αποδειχθεί ο αναγκαίος, πρόσφορος και μη αντικαταστατός χαρακτήρας τους.

54      Ωστόσο, όπως υπογράμμισε το Συμβούλιο, χωρίς να αμφισβητηθεί από τον προσφεύγοντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρόκειται για επιχείρημα το οποίο δεν προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο απαγορεύει την προβολή, κατά τη διάρκεια της δίκης, νέων ισχυρισμών εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

55      Εξάλλου, η νομιμότητα των περιοριστικών μέτρων δεν εξαρτάται από τη διαπίστωση των άμεσων αποτελεσμάτων τους, αλλά απαιτείται απλώς να μην είναι τα μέτρα αυτά προδήλως απρόσφορα σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑732/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:727, σκέψη 97). Συνεπώς, το Συμβούλιο δεν ήταν σε καμία περίπτωση υποχρεωμένο να αποδείξει ότι τα επίδικα κριτήρια ήταν ικανά να θεραπεύσουν την κατάσταση ως προς την προβαλλόμενη αναποτελεσματικότητα των μέτρων που είχαν ληφθεί από το 2014.

56      Όσον αφορά την αιτίαση του προσφεύγοντος με την οποία αμφισβητείται ο αναγκαίος και πρόσφορος χαρακτήρας των επίδικων κριτηρίων, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να είναι τα μέτρα που προβλέπονται από διάταξη του δικαίου της Ένωσης πρόσφορα για την υλοποίηση των επιδιωκόμενων από την οικεία ρύθμιση νόμιμων σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή τους μέτρο (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C‑380/09 P, EU:C:2012:137, σκέψη 52).

57      Επιπλέον, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όταν πρόκειται για τομείς στους οποίους καλείται να προβεί σε επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσης καθώς και σε σύνθετες εκτιμήσεις, η δε νομιμότητα ενός τέτοιου μέτρου θίγεται μόνον αν το μέτρο είναι προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 77).

58      Εν προκειμένω, τα επίδικα κριτήρια, όπως ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του νομοθετικού και ιστορικού πλαισίου εντός του οποίου θεσπίστηκαν, δεν φαίνονται προδήλως απρόσφορα, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού των περιοριστικών μέτρων, ο οποίος υπενθυμίστηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω, της πρωταρχικής σημασίας της διατήρησης της ειρήνης και της διαφύλαξης της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ασφάλειας και σταθερότητας.

59      Τέλος, οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος ότι το όνομά του έχει καταχωριστεί στους επίμαχους καταλόγους αποκλειστικώς λόγω της ιδιότητάς του ως μετόχου της Alfa Bank και λόγω του χαρακτηρισμού της Alfa Bank ως μεγάλου φορολογούμενου της Ρωσίας, όπερ ο προσφεύγων αμφισβητεί, εμπίπτουν στο πλαίσιο της εξέτασης της ατομικής του κατάστασης και, ως εκ τούτου, της εξέτασης του λόγου που αφορά σφάλμα εκτιμήσεως.

60      Επομένως, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

61      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, πρώτον, ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων δεν του παρείχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει επακριβώς για ποιες «επίδικες συναλλαγές» επρόκειτο και να κατανοήσει το περιεχόμενο του μέτρου που ελήφθη εις βάρος του. Δεύτερον, κατά την άποψή του, η παρατιθέμενη αιτιολογία δεν μπορεί να θεμελιώσει το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο εξέτασε επιμελώς τους λόγους καταχώρισης του ονόματός τους στους επίμαχους καταλόγους και είναι στην πραγματικότητα αμιγώς τυπική. Προσθέτει δε, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η αιτιολογία των πράξεων δεν τεκμηριώνεται και είναι ανακριβής. Με το υπόμνημα προσαρμογής, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι από τις μεταγενέστερες πράξεις με τις οποίες διατηρείται το όνομά του στους επίμαχους καταλόγους δεν είναι δυνατόν να συναχθεί για ποιους λόγους η διατήρηση αυτή εξακολουθεί να είναι επιβεβλημένη τον Σεπτέμβριο του 2022, ενώ η κατάσταση έχει μεταβληθεί σε σχέση με εκείνη του αρχικού κανονισμού του 2014. Επιπλέον, δεν έγινε ούτε απολογισμός των επιπτώσεων των μέτρων ή ούτε κάποια επικαιροποιημένη αξιολόγηση. Ομοίως, η από 15 Σεπτεμβρίου 2022 απορριπτική επιστολή του Συμβουλίου επί της αιτήσεως του προσφεύγοντος επανεξέταση του επανεξέτασης ουδεμία αιτιολογία περιείχε από την οποία να προκύπτουν οι λόγοι διατήρησης του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους.

62      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

63      Κατά τη νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό να παράσχει, αφενός, στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως ενέχει πλημμέλεια ικανή να αποτελέσει λόγο αμφισβήτησης του κύρους της ενώπιον του ενωσιακού δικαστή και, αφετέρου, να παράσχει στον ενωσιακό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς τη νομιμότητα της πράξης αυτής (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 49).

64      Η αιτιολογία που απαιτείται κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Ειδικότερα, η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία ούτε να απαντά λεπτομερώς στις παρατηρήσεις που διατύπωσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διαβούλευση πριν από την έκδοση της ίδιας πράξης, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Κατά συνέπεια, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου το οποίο είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του μέτρου που ελήφθη εις βάρος του (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 53· βλ., επίσης, απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Ως εκ τούτου, αφενός, μια βλαπτική πράξη κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου το οποίο είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του μέτρο που ελήφθη εις βάρος του. Αφετέρου, ο βαθμός ακρίβειας της αιτιολογίας μιας πράξης πρέπει να αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες, στις τεχνικές συνθήκες και στις προθεσμίες που διέπουν την έκδοσή της (βλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Επιπλέον, η νομολογία έχει διευκρινίσει ότι η αιτιολογία πράξης του Συμβουλίου περί επιβολής περιοριστικού μέτρου πρέπει να προσδιορίζει όχι μόνον τη νομική βάση του μέτρου αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα στον ενδιαφερόμενο (βλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη αιτιολογία).

67      Εν προκειμένω, τα επίμαχα μέτρα εκδόθηκαν βάσει των προσβαλλόμενων πράξεων, οι οποίες, τόσο για τις αρχικές πράξεις όσο και για τις μεταγενέστερες πράξεις περί διατήρησης, διευκρινίζουν, στις αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις τους, το πλαίσιο όπου εντάσσονται και τις νομικές βάσεις επί των οποίων εκδόθηκαν.

68      Επιπλέον, η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, συνιστά αρκούντως σαφή και ακριβή αιτιολογία ώστε ο προσφεύγων να είναι σε θέση να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το όνομά του καταχωρήθηκε και στη συνέχεια διατηρήθηκε στους επίμαχους καταλόγους.

69      Συναφώς, το επιχείρημα ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων δεν του παρείχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει επακριβώς για ποιες «επίδικες συναλλαγές» επρόκειτο δεν αναιρεί την ως άνω διαπίστωση, εφόσον δεν απαιτείται η αιτιολογία να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία πριν από την έκδοση πράξης περί διατήρησης του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο. Ομοίως, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που χρησιμοποιήθηκε, το επιχείρημα ότι επρόκειτο για αιτιολογία αμιγώς τυπική πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, η αιτιολογία περιέχει εν προκειμένω επαρκή πραγματικά στοιχεία και διευκρινίσεις ώστε να μπορεί ο μεν προσφεύγων να κατανοήσει το περιεχόμενο του μέτρου που ελήφθη εις βάρος του, το δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

70      Τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος ότι η αιτιολογία του Συμβουλίου είναι ανακριβής ή δεν τεκμηριώνεται αφορούν την ουσιαστική νομιμότητα και δεν ασκούν επιρροή σε σχέση με την υποχρέωση αιτιολόγησης. Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα ότι δεν έγινε ούτε απολογισμός των επιπτώσεων των μέτρων ούτε επικαιροποιημένη αξιολόγηση.

71      Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει, με το υπόμνημα προσαρμογής, ότι δεν είναι δυνατόν να συναχθούν από τις μεταγενέστερες πράξεις οι λόγοι της διατήρησης του ονόματός του.

72      Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 20 και 22 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο, αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο προσφεύγων, έκρινε ότι, λόγω της ομοιότητας των επιχειρημάτων, οι προγενέστερες παρατηρήσεις του ίσχυαν και στο πλαίσιο της υπό κρίσης υπόθεσης.

73      Όπως είναι αρκούντως σαφές, τούτο σημαίνει ότι οι λόγοι διατήρησης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους είναι οι ίδιοι με εκείνους που είχαν δικαιολογήσει την αρχική εγγραφή του και ότι δεν απαιτείται, κατόπιν των έξι μηνών που μεσολάβησαν, συμπληρωματική αιτιολογία. Ούτε απαιτείται η αιτιολογία των μεταγενέστερων πράξεων περί διατήρησης να απαντά λεπτομερώς στις παρατηρήσεις που διατύπωσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διαβούλευση πριν από την έκδοση της ίδιας πράξης.

74      Εξάλλου, το επιχείρημα ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 2022/1529 παραπέμπει στον κανονισμό 269/2014, ενώ, κατά τον προσφεύγοντα, η κατάσταση έχει αλλάξει, αφορά το βάσιμο της αιτιολογίας και δεν είναι λυσιτελές υπό το πρίσμα της υποχρέωσης αιτιολόγησης. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Τούτο διότι οι αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης 2022/1530 στηρίζονται στη συνέχιση της ρωσικής στρατιωτικής επίθεσης στην Ουκρανία και ο εκτελεστικός κανονισμός 2022/1529 απλώς προσάρμοσε το παράρτημα Ι του κανονισμού 269/2014 προκειμένου να το ευθυγραμμίσει προς το παράρτημα της απόφασης 2014/145, κατόπιν της τροποποίησης του τελευταίου με την απόφαση 2022/1530.

75      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραθέτουν επαρκώς κατά νόμον τα νομικά και πραγματικά στοιχεία τα οποία αποτελούν, κατά το θεσμικό όργανο έκδοσής τους, τη βάση τους.

76      Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως

77      Ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας, για τον λόγο ότι δεν του γνωστοποιήθηκαν εγκαίρως οι λόγοι της καταχώρισης του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους. Υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν του κοινοποίησε ατομικώς τις προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά δημοσίευσε ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα, μολονότι η διεύθυνσή του ήταν γνωστή στις γαλλικές αρχές. Επισημαίνει ότι το αίτημά του να τύχει ακροάσεως, το οποίο διατύπωσε με την από 7 Ιουνίου 2022 επιστολή του, παρέμεινε αναπάντητο. Προσθέτει, με το υπόμνημα προσαρμογής, ότι το Συμβούλιο όφειλε να του γνωστοποιήσει τους λόγους διατήρησης του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους. Επιπλέον, η προσκόμιση νέου εγγράφου με το υπόμνημα ανταπαντήσεως προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνάς του.

78      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

79      Υπενθυμίζεται ότι το κατοχυρωμένο στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δικαίωμα ακροάσεως σε κάθε διαδικασία, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (βλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δέχεται, εντούτοις, περιορισμούς κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει, εφόσον ο σχετικός περιορισμός προβλέπεται από τον νόμο, σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενο του οικείου θεμελιώδους δικαιώματος και εφόσον, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, ο περιορισμός είναι αναγκαίος και εξυπηρετεί όντως σκοπούς γενικού συμφέροντος τον οποίο αναγνωρίζει η Ένωση (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως επ’ αυτού ότι τα δικαιώματα άμυνας μπορούν να υπόκεινται σε περιορισμούς ή παρεκκλίσεις, μεταξύ άλλων και στον τομέα των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Επιπλέον, η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, και δη με τη φύση της οικείας πράξης, με το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και με τους κανόνες δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης διακρίνει μεταξύ, αφενός, της αρχικής καταχώρισης του ονόματος ενός προσώπου στους επίμαχους καταλόγους και, αφετέρου, της διατήρησης του σε αυτούς (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2015, Al-Chihabi κατά Συμβουλίου, T‑593/11, EU:T:2015:249, σκέψη 40).

84      Υπό το πρίσμα αυτών των νομολογιακών αρχών πρέπει να αναλυθεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως.

 Όσον αφορά τις αρχικές πράξεις

85      Πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο όφειλε να του γνωστοποιήσει τις αρχικές πράξεις με άμεση κοινοποίηση.

86      Εν προκειμένω, οι λόγοι της καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους γνωστοποιήθηκαν με ανακοίνωση δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της 16ης Μαρτίου 2022 (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω).

87      Συναφώς, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της απόφασης 2014/145, όπως έχει τροποποιηθεί αφενός, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 269/2014, όπως έχει τροποποιηθεί αφετέρου, προβλέπουν ότι το Συμβούλιο γνωστοποιεί την απόφασή του μαζί με την έκθεση των λόγων για την καταχώριση του ονόματος του προσώπου που υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα «είτε άμεσα, εάν η διεύθυνσή του είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση ανακοίνωσης, παρέχοντας τη δυνατότητα στο εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα να υποβάλει παρατηρήσεις».

88      Περαιτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι η ατομική κοινοποίηση τέτοιου είδους αποφάσεων είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαία, δεδομένου ότι απλώς και μόνον η ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα δεν αρκεί, κρίνεται παρά ταύτα σκόπιμο να εξετάζει ο δικαστής της Ένωσης, σε κάθε υπόθεση, αν το γεγονός ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η επίδικη απόφαση δεν γνωστοποιήθηκαν ατομικώς στον προσφεύγοντα είχε ως συνέπεια να στερήσει από τον τελευταίο τη δυνατότητα να λάβει εγκαίρως γνώση της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης και να εκτιμήσει το βάσιμο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου δέσμευσης κεφαλαίων και οικονομικών πόρων (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T‑383/11, EU:T:2013:431, σκέψη 48, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, Al-Imam κατά Συμβουλίου, T‑203/20, EU:T:2021:605, σκέψη 102· πρβλ. επίσης, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C‑548/09 P, EU:C:2011:735, σκέψη 56).

89      Επιπλέον, κατά τη νομολογία, μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο αδυνατεί να κοινοποιήσει ατομικώς σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε οντότητα μια πράξη η οποία προβλέπει περιοριστικά μέτρα που το ή την αφορούν είτε όταν η διεύθυνση του προσώπου ή της οντότητας δεν είναι δημόσια και δεν έχει δοθεί στο Συμβούλιο είτε όταν η κοινοποίηση στη διεύθυνση την οποία έχει στη διάθεσή του το Συμβούλιο αποτυγχάνει, παρά τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί, με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια, προκειμένου να διενεργήσει την κοινοποίηση αυτή (αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 61, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, Al-Imam κατά Συμβουλίου, T‑203/20, EU:T:2021:605, σκέψη 103).

90      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν είχε τη διεύθυνση του προσφεύγοντος.

91      Ο προσφεύγων δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το Συμβούλιο διέθετε τη διεύθυνσή του, προσωπική ή επαγγελματική, κατά τον χρόνο έκδοσης των αρχικών πράξεων, είτε διότι είχε γνωστοποιηθεί στο Συμβούλιο είτε διότι ήταν δημόσια. Το δε γεγονός που επικαλείται ο προσφεύγων, ότι οι γαλλικές αρχές γνώριζαν τη διεύθυνσή του, είναι άνευ σημασίας. Πράγματι, το ενδεχόμενο να είχαν οι γαλλικές αρχές στη διάθεσή τους τη διεύθυνσή του δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης των εν λόγω πράξεων, το Συμβούλιο δεν την είχε.

92      Ως εκ τούτου, κρίνεται απορριπτέο το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο όφειλε να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα τις αρχικές πράξεις με άμεση κοινοποίηση.

93      Κατά τα λοιπά, σημειώνεται ότι, κατά τη νομολογία, η έλλειψη ατομικής κοινοποίησης των αρχικών πράξεων, μολονότι επηρεάζει τον χρόνο έναρξης της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής, δεν δικαιολογεί, αυτή καθ’ εαυτήν, την ακύρωση των επίμαχων πράξεων. Ο προσφεύγων δεν προβάλλει όμως κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει ότι, εν προκειμένω, η έλλειψη ατομικής κοινοποίησης των επίμαχων πράξεων είχε ως συνέπεια προσβολή των δικαιωμάτων του η οποία θα δικαιολογούσε την ακύρωση των πράξεων αυτών κατά το μέρος που τον αφορούν (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, VTB Bank κατά Συμβουλίου, T‑734/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:542, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν του γνωστοποιήθηκαν εγκαίρως οι λόγοι της καταχώρισης του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους.

95      Εντούτοις, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατόπιν της ανακοίνωσης που δημοσιεύθηκε στις 16 Μαρτίου 2022, ο προσφεύγων ζήτησε από το Συμβούλιο, με επιστολή της 5ης Απριλίου 2022, να του γνωστοποιήσει τα έγγραφα τα οποία τεκμηρίωναν την καταχώριση, όπερ έπραξε το Συμβούλιο με επιστολή της 13ης Απριλίου 2022. Με επιστολή της 14ης Απριλίου 2022, οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο.

96      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η γνωστοποίηση της αιτιολογίας έγινε εν προκειμένω εγκαίρως, εφόσον δόθηκε στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί των λόγων που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος του.

97      Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ούτε οι επίμαχες ρυθμίσεις ούτε η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας παρέχουν στους ενδιαφερομένους δικαίωμα ακρόασης, εφόσον αρκεί η δυνατότητα γραπτής υποβολής των παρατηρήσεών τους (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 93· της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑35/10 και T‑7/11, EU:T:2013:397, σκέψη 105, και της 10ης Νοεμβρίου 2021, Alkattan κατά Συμβουλίου, T‑218/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:765, σκέψη 64).

98      Εν προκειμένω, μετά την παραλαβή ολόκληρου του φακέλου των αποδεικτικών στοιχείων στις 13 Απριλίου 2022, ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στο Συμβούλιο στις 14 Απριλίου, 30 Μαΐου, 7 Ιουνίου, 5 Ιουλίου και 18 Αυγούστου 2022. Επίσης, άσκησε προσφυγή και υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προβάλλοντας αναλυτική επιχειρηματολογία.

99      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η απουσία ακροάσεως του προσφεύγοντος από το Συμβούλιο δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς του.

 Όσον αφορά τις μεταγενέστερες πράξεις περί διατήρησης

100    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, με το υπόμνημα προσαρμογής, ότι το Συμβούλιο όφειλε να του έχει γνωστοποιήσει, πριν από τη διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, τους λόγους για τους οποίους το όνομά του έπρεπε να διατηρηθεί καταχωρισμένο.

101    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην περίπτωση απόφασης περί δέσμευσης κεφαλαίων, με την οποία το όνομα ενός προσώπου ή μιας οντότητας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων των οποίων δεσμεύονται τα κεφάλαια διατηρείται στον κατάλογο, πριν από την έκδοση της απόφασης πρέπει, κατ’ αρχήν, να γνωστοποιούνται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή στην ενδιαφερόμενη οντότητα τα εις βάρος τους στοιχεία και να τους παρέχεται η ευκαιρία να ακουστούν (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2021, Boshab κατά Συμβουλίου, T‑107/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:583, σκέψη 78· πρβλ., επίσης, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 62).

102    Το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεων με τις οποίες διατηρείται το όνομα προσώπου ή οντότητας σε κατάλογο προσώπων ή οντοτήτων που υπόκεινται περιοριστικά μέτρα παρέχεται υποχρεωτικώς όταν το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη, στην απόφαση περί διατήρησης του ονόματος του στον κατάλογο, νέα στοιχεία εις βάρος του ενδιαφερομένου, δηλαδή στοιχεία που δεν είχαν ληφθεί υπόψη στην αρχική απόφαση περί καταχώρισης του ονόματός του στον ίδιο κατάλογο (βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Amisi Kumba κατά Συμβουλίου, T‑163/18, EU:T:2020:57, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103    Εντούτοις, εφόσον η διατήρηση του ονόματος του θιγόμενου προσώπου ή της θιγόμενης οντότητας σε κατάλογο προσώπων ή οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα στηρίζεται στους ίδιους λόγους με εκείνους που δικαιολόγησαν την έκδοση της αρχικής πράξης, χωρίς να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία εις βάρος του, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο του σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως του ενδιαφερομένου, να του γνωστοποιήσει εκ νέου τα εις βάρος του στοιχεία (αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2016, Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου, C‑266/15 P, EU:C:2016:208, σκέψεις 32 και 33, και της 22ας Ιουνίου 2022, Haswani κατά Συμβουλίου, T‑479/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:383, σκέψη 85).

104    Εν προκειμένω, με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση επανεξέτασης με την αιτιολογία ότι οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος δεν αναιρούσαν την εκτίμησή του ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι για τη διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των επιχειρημάτων, το Συμβούλιο παρέπεμψε στις παρατηρήσεις του στις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων που αφορούν τον προσφεύγοντα [υποθέσεις T‑193/22 R και C‑526/22 P (R)] και στο υπόμνημα αντικρούσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

105    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι το όνομά του διατηρήθηκε στους επίμαχους καταλόγους για τους ίδιους λόγους που είχαν δικαιολογήσει την έκδοση των αρχικών πράξεων, χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη νέα στοιχεία εις βάρος του.

106    Ενόψει των περιστάσεων αυτών, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο, στο πλαίσιο του σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως του προσφεύγοντος, να του γνωστοποιήσει εκ νέου τα εις βάρος του στοιχεία.

107    Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, το άρθρο της εφημερίδας Le Monde diplomatique του Σεπτεμβρίου 2019 σχετικά με τη διαφθορά στη Ρωσία προσκομίστηκε με το υπόμνημα ανταπαντήσεως σε απάντηση επιχειρήματος του υπομνήματος απαντήσεως και όχι ως αιτιολογία a posteriori. Επομένως, δεν μπορεί συναφώς να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος.

108    Ως εκ τούτου, ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και αβάσιμη αιτιολογία

109    Από την αιτιολογία της καταχώρισης και της διατήρησης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους προκύπτει ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα κατ’ εφαρμογήν των επίδικων κριτηρίων.

110    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων, πρώτον, αμφισβητεί την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν προς στήριξη της καταχώρισης του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους και, δεύτερον, υποστηρίζει ότι είναι προδήλως εσφαλμένες οι εκτιμήσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων.

111    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να αρχίσει από την εξέταση των δύο αυτών σκελών υπό το πρίσμα του κριτηρίου ζʹ.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται προς στήριξη του κριτηρίου ζʹ δεν έχουν αποδεικτική αξία

112    Ο προσφεύγων αμφισβητεί την αποδεικτική αξία των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αποδεικτικών στοιχείων του Συμβουλίου. Υποστηρίζει ότι τα άρθρα του Τύπου που προσκόμισε το Συμβούλιο δεν φέρουν ημερομηνία ή χρονολογούνται από 17 και πλέον έτη ή ότι ο συντάκτης τους είναι άγνωστος. Αμφισβητεί την αξιοπιστία τους και επισημαίνει ότι η αληθοφάνειά τους δεν διασταυρώθηκε με άλλες πηγές από επίσημες αρχές.

113    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

114    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η διαδικασία ενώπιον του ενωσιακού δικαστή διέπεται από την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης της αξίας των αποδείξεων και το μοναδικό κριτήριο εκτίμησης της αξίας των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων είναι η αξιοπιστία τους. Ειδικότερα, για να εκτιμηθεί η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η αληθοφάνεια της περιεχόμενης σε αυτό πληροφορίας και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, ώστε να εξετάζεται αν, βάσει του περιεχομένου του, το έγγραφο φαίνεται λογικό και αξιόπιστο [βλ. αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2018, Kaddour κατά Συμβουλίου, T‑461/16, EU:T:2018:316, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Amisi Kumba κατά Συμβουλίου, T‑163/18, EU:T:2020:57, σκέψη 95 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

115    Ελλείψει εξουσίας διενέργειας έρευνας σε τρίτες χώρες, η εκτίμηση των αρχών της Ένωσης πρέπει, εκ των πραγμάτων, να βασιστεί σε διαθέσιμες στο κοινό πηγές πληροφόρησης, εκθέσεις, άρθρα στον Τύπο, εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών ή άλλες παρόμοιες πηγές πληροφόρησης (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2018, Kim κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑533/15 και T‑264/16, EU:T:2018:138, σκέψη 107, και της 1ης Ιουνίου 2022, Prigozhin κατά Συμβουλίου, T‑723/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:317, σκέψη 59).

116    Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι η σύγκρουση στην οποία εμπλέκονται η Ρωσική Ομοσπονδία και η Ουκρανία καθιστά στην πράξη ιδιαιτέρως δυσχερή την πρόσβαση σε ορισμένες πηγές, τη ρητή αναφορά της πρωταρχικής πηγής ορισμένων πληροφοριών καθώς και την ενδεχόμενη συλλογή μαρτυριών από πρόσωπα που δέχονται να ταυτοποιηθούν. Οι επακόλουθες δυσκολίες στη διεξαγωγή ερευνών ενδέχεται να εμποδίζουν την εύρεση συγκεκριμένων αποδείξεων και αντικειμενικών πληροφοριακών στοιχείων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C‑605/13 P, EU:C:2015:248, σκέψη 46, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, Al Zoubi κατά Συμβουλίου, T‑257/19, EU:T:2021:819, σκέψη 73).

117    Εν προκειμένω, για να δικαιολογήσει την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους βάσει του κριτηρίου ζʹ, το Συμβούλιο στηρίχθηκε σε άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε στις 6 Απριλίου 2018 στον αμερικανικό ειδησεογραφικό ιστότοπο Daily Beast και είχε συνταχθεί από Αμερικανίδα ιστορικό (αποδεικτικό στοιχείο αριθ. 1). Το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι σκοπός των χρονογραφημάτων ήταν η εκμετάλλευση ενός νέου πεδίου σατιρικών και δημοφιλών ιστολογίων ενόψει των επικείμενων εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν αρκεί για να αφαιρέσει κάθε αποδεικτική αξία από το έγγραφο.

118    Το άρθρο που προέρχεται από τον ιστότοπο «astral.ru» (αποδεικτικό στοιχείο αριθ. 2), αν και δεν φέρει ημερομηνία, περιέχει υπότιτλο από τον οποίο προκύπτει ότι έχει ως θέμα τους φορολογουμένους μεγάλου πλούτου στη Ρωσίας για το 2020. Επιπλέον, ακόμη και αν, όπως αναφέρει ο προσφεύγων, πρόκειται για τον εμπορικό ιστότοπο ρωσικού παρόχου ψηφιακών υπηρεσιών, το άρθρο αναφέρεται σε εγκύκλιο της ρωσικής Ομοσπονδιακής Φορολογικής Υπηρεσίας και επισημαίνει τα κριτήρια κατ’ εφαρμογήν των οποίων ένας φορολογούμενος θεωρείται μεγάλου πλούτου. Περιέχει δε κατάλογο με τους Ρώσους που ανήκαν στη συγκεκριμένη κατηγορία το 2020. Ως εκ τούτου, η αποδεικτική αξία του εν λόγω άρθρου, το οποίο παραθέτει τις πηγές του και τα επαληθεύσιμα στοιχεία στα οποία στηρίζεται, δεν μπορεί να αποκλειστεί.

119    Το άρθρο που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο «banki.ru» στις 30 Αυγούστου 2018 (αποδεικτικό στοιχείο αριθ. 3) αναφέρεται στην κατάταξη του περιοδικού Forbes σχετικά με τους Ρώσους με τη μεγαλύτερη επιρροή. Ακόμη και αν πρόκειται για δευτερεύουσα πηγή, το άρθρο παραπέμπει στον κατάλογο του Forbes για τα άτομα με τη μεγαλύτερη επιρροή το 2018 και, ως εκ τούτου, η αποδεικτική του αξία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

120    Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας συγκυρίας στη Ρωσία και ελλείψει εξουσιών έρευνας του Συμβουλίου σε τρίτες χώρες (βλ. τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 115 και 116 ανωτέρω), η αποδεικτική αξία των εγγράφων του φακέλου αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται «προδήλως» εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα του κριτηρίου ζʹ

121    Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι ο λόγος αυτός πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά σφάλμα εκτιμήσεως και όχι πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Πράγματι, μολονότι είναι ασφαλώς αληθές ότι το Συμβούλιο διαθέτει ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως για να κρίνει κατά περίπτωση αν πληρούνται τα νομικά κριτήρια επί των οποίων στηρίζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, παραμένει γεγονός ότι τα δικαστήρια της Ένωσης πρέπει να εξασφαλίζουν έναν έλεγχο, κατ’ αρχήν πλήρη, της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Prigozhin κατά Συμβουλίου, Τ‑723/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:317, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

122    Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου τον οποίο εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων απαιτεί, μεταξύ άλλων, να βεβαιώνεται ο δικαστής της Ένωσης ότι η απόφαση για τη λήψη περιοριστικών μέτρων ή για τη διατήρησή τους σε ισχύ, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή την ενδιαφερόμενη οντότητα, στηρίζεται σε επαρκώς στέρεη πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών στα οποία αναφέρεται η αιτιολογική έκθεση που αποτελεί τη βάση της αποφάσεως, ούτως ώστε ο δικαιοδοτικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην αφηρημένη πιθανολόγηση των λόγων των οποίων γίνεται επίκληση στην αιτιολογία, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής για να στηρίξει την ίδια απόφαση είναι τεκμηριωμένοι (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 119).

123    Στην αρμόδια αρχή της Ένωσης εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του ενδιαφερόμενου προσώπου ή της ενδιαφερόμενης οντότητας, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη της έλλειψης του βασίμου των λόγων (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 121, και της 3ης Ιουλίου 2014, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, T‑565/12, EU:T:2014:608, σκέψη 57).

124    Κατά την εκτίμηση του βασίμου, τα αποδεικτικά και πληροφοριακά στοιχεία δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται. Πράγματι, το Συμβούλιο ανταποκρίνεται στο βάρος αποδείξεως το οποίο φέρει, εφόσον προσκομίζει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μια δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου μεταξύ του υποκείμενου σε περιοριστικό μέτρο προσώπου και του καθεστώτος ή, γενικά, των καταστάσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν (βλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Badica και Kardiam κατά Συμβουλίου, T‑619/15, EU:T:2017:532, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

125    Υπό το πρίσμα αυτών των νομολογιακών αρχών πρέπει να κριθεί αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, υπήρχε αρκούντως στέρεα πραγματική βάση δυνάμενη να δικαιολογήσει, αφενός, την αρχική καταχώριση και, αφετέρου, τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους.

126    Προκαταρκτικώς, πρέπει να κριθεί το παραδεκτό των συμπληρωματικών εγγράφων που προσκόμισε ο προσφεύγων.

–       Επί του παραδεκτού των συμπληρωματικών εγγράφων που προσκόμισε ο προσφεύγων

127    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατ’ εξαίρεση, οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση.

128    Εν προκειμένω, ο προσφεύγων προσκόμισε πέντε συμπληρωματικά έγγραφα στις 19 Δεκεμβρίου 2022, δικαιολογώντας την όψιμη υποβολή τους επικαλούμενος ότι παρακολουθούσε καθημερινά την έρευνα της υποθέσεώς του και απαντούσε στα επιχειρήματα του Συμβουλίου.

129    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία είναι εκπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, απαράδεκτα καθώς και, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελή.

130    Το πρώτο συμπληρωματικό έγγραφο είναι βεβαίωση, με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 2022, των ελεγκτών της ABH Holdings SA και το δεύτερο συμπληρωματικό έγγραφο είναι βεβαίωση, με ημερομηνία 16 Δεκεμβρίου 2022, του δικηγορικού γραφείου της εν λόγω εταιρίας. Από τα ως άνω έγγραφα προκύπτει, μεταξύ άλλων, η ιδιότητα του προσφεύγοντος ως μειοψηφούντος μετόχου, η ύπαρξη συμφωνίας για τη μεταβίβαση των μεριδίων του στην ABH Holdings την παραμονή της έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων του Μαρτίου του 2022 και η μετοχική σύνθεση της εταιρίας. Συνεπώς, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία παρέχουν πληροφοριακά στοιχεία τα οποία ο προσφεύγων γνώριζε οπωσδήποτε και σε προγενέστερο στάδιο. Ωστόσο, ο προσφεύγων ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την προσκόμιση τους σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας ούτε εξήγησε για ποιον λόγο δεν το έκανε. Το γεγονός ότι επισήμανε ότι παρακολουθούσε καθημερινά την έρευνα της υποθέσεώς του δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση η οποία να δικαιολογεί την καθυστερημένη προσκόμισή τους κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

131    Το τρίτο συμπληρωματικό έγγραφο περιέχει μαρτυρία με ημερομηνία 28 Μαρτίου 2022, ενώ το τέταρτο και το πέμπτο συμπληρωματικό έγγραφο περιέχουν μαρτυρίες με ημερομηνία 1η Απριλίου 2022. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα αυτά θα μπορούσαν να είχαν επισυναφθεί στο υπόμνημα απαντήσεως της 19ης Αυγούστου 2022, ακόμη και στο δικόγραφο της προσφυγής της 15ης Απριλίου 2022.

132    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων δεν δικαιολόγησε, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, την καθυστερημένη προσκόμιση των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά είναι απαράδεκτα και δεν θα ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

–       Επί της αρχικής καταχώρισης

133    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις του κριτηρίου ζʹ, το οποίο, κατά την άποψή του, αναφέρεται σε έναν περιορισμένο κύκλο εξεχόντων επιχειρηματιών που έχουν την εύνοια του Προέδρου Πούτιν και παρέχουν στήριξη στο ρωσικό καθεστώς, όπερ δεν συμβαίνει στην περίπτωσή του. Από κανένα από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να συναχθεί ότι είναι εξέχων επιχειρηματίας. Αμφισβητεί επίσης την ερμηνεία του όρου «εξέχον πρόσωπο» από το Συμβούλιο, θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατόν η ερμηνεία να στηρίζεται αποκλειστικώς στη σπουδαιότητα του προσώπου χωρίς να εξετάζεται αν υπάρχουν στενοί δεσμοί του με το επίμαχο πολιτικό καθεστώς. Αμφισβητεί την αποδεικτική αξία του καταλόγου της ρωσικής έκδοσης του Forbes, υπογραμμίζοντας ότι δεν έχουν επιβληθεί κυρώσεις σε όλους τους επιχειρηματίες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Προσθέτει ότι ο ίδιος δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό του ολιγάρχη σύμφωνα με την ουκρανική νομοθεσία.

134    Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι κακώς το Συμβούλιο τον ταυτίζει με την εταιρία Alfa Bank, παρόλο που ποτέ δεν είχε εκτελεστικό ρόλο σε αυτήν, ήταν απλώς μειοψηφών μέτοχος με ποσοστό 16,3 % χωρίς μάλιστα να υφίσταται μειοψηφία αρνησικυρίας, και είχε ήδη παραιτηθεί όταν εκδόθηκαν οι αρχικές πράξεις. Κατά τον προσφεύγοντα, η Alfa Bank ασκεί τακτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στη Ρωσία, χωρίς ωστόσο να στηρίζει τις δραστηριότητες του καθεστώτος. Επισημαίνει ότι η έννοια της «επιρροής» δεν πρέπει να εστιάζει μόνο στην κατοχή συμμετοχής σε εταιρία στην οικεία χώρα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ποιος έχει εκτελεστικά καθήκοντα ή πλειοψηφική συμμετοχή Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν ασκεί έλεγχο και δεν είναι πραγματικός δικαιούχος σε καμία οντότητα του ομίλου Alfa Group.

135    [Εμπιστευτικό](1)

136    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

137    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το όνομα του προσφεύγοντος καταχωρίσθηκε στους επίμαχους καταλόγους βάσει του κριτηρίου ζʹ, με την αιτιολογία ότι «είναι μεγαλομέτοχος του ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων Alfa Group, ο οποίος περιλαμβάνει την Alfa Bank, έναν από τους μεγαλύτερους φορολογούμενους της Ρωσίας, [και ότι] θεωρείται ένα από τα πιο εξέχοντα πρόσωπα της Ρωσίας».

138    Πρέπει να σημειωθεί ότι το κριτήριο ζʹ χρησιμοποιεί την έννοια των «εξεχόντων επιχειρηματιών» σε συσχετισμό με την άσκηση «δραστηριότητας σε οικονομικούς τομείς που παρέχουν σημαντική πηγή εισοδήματος στη [ρωσική] κυβέρνηση», χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση σχετική με την ύπαρξη άμεσου ή έμμεσου συνδέσμου με την εν λόγω κυβέρνηση. Πράγματι, σκοπός του κριτηρίου ζʹ είναι η άσκηση της μέγιστης δυνατής πίεσης στις ρωσικές αρχές, προκειμένου να παύσουν τις ενέργειες και τις πολιτικές τους που αποσταθεροποιούν την Ουκρανία, καθώς και τη στρατιωτική επίθεση κατά της χώρας αυτής.

139    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω), υφίσταται λογικός σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της στόχευσης όσων εξεχόντων επιχειρηματιών δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς που παρέχουν σημαντικά έσοδα στη Ρωσική Κυβέρνηση και, αφετέρου, του σκοπού των περιοριστικών μέτρων εν προκειμένω, ο οποίος συνίσταται στο να αυξηθούν η πίεση στη Ρωσική Ομοσπονδία καθώς και το κόστος των ενεργειών της που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 157).

140    Ωστόσο, από κανένα στοιχείο των αιτιολογικών σκέψεων και των διατάξεων της απόφασης 2014/145 και του κανονισμού 269/2014, όπως έχουν τροποποιηθεί, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Συμβούλιο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη στενού δεσμού ή αλληλεξάρτησης μεταξύ, αφενός, του προσώπου του οποίου το όνομα καταχωρίζεται στους επίμαχους καταλόγους και, αφετέρου, της Ρωσικής Κυβέρνησης ή των ενεργειών της που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

141    Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, από τη νομολογία σχετικά με το κριτήριο του «εξέχοντος επιχειρηματία» όπως εφαρμόστηκε στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν έναντι της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η έννοια του «εξέχοντος επιχειρηματία», η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του κριτηρίου που εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση, συνεπάγεται την υποχρέωση του Συμβουλίου να αποδείξει την ύπαρξη στενών δεσμών ή αλληλεξάρτησης με τη Ρωσική Κυβέρνηση.

142    Μια τέτοια ερμηνεία θα προσέκρουε όχι μόνο στο γράμμα του κριτηρίου ζʹ, αλλά και στον επιδιωκόμενο σκοπό.

143    Πράγματι, αφενός, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του κριτηρίου ζʹ, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα οικεία πρόσωπα πρέπει να θεωρούνται ως πρόσωπα με μεγάλη επιρροή λόγω της σημασίας τους στον τομέα εντός του οποίου ασκούν τη δραστηριότητά τους και λόγω της σημασίας του τομέα αυτού για τη ρωσική οικονομία (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 157 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνακόλουθα, ο όρος «εξέχων επιχειρηματίας» πρέπει, επομένως, να γίνεται αντιληπτός υπό την έννοια ότι αφορά τη σπουδαιότητα των προσώπων αυτών λόγω, μεταξύ άλλων, του επαγγελματικού τους κύρους, του κύκλου των οικονομικών δραστηριοτήτων τους, του ύψους των κεφαλαιουχικών μεριδίων τους ή του ρόλου τους σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις στις οποίες ασκούν τέτοιες δραστηριότητες.

144    Αφετέρου, σκοπός των επίμαχων περιοριστικών μέτρων δεν είναι η επιβολή κυρώσεων σε ορισμένα πρόσωπα ή οντότητες λόγω των δεσμών τους με την κατάσταση στην Ουκρανία ή των δεσμών τους με τη Ρωσική Κυβέρνηση, αλλά, όπως τούτο υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω, η επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσική Ομοσπονδία, προκειμένου να αυξηθούν η πίεση σε αυτήν καθώς και το κόστος των ενεργειών της που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, προκειμένου να τεθεί τέρμα, το συντομότερο δυνατόν, στην επίθεση την οποία υπέστη η τελευταία (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 160).

145    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, το κριτήριο ζʹ δεν σημαίνει ότι το Συμβούλιο υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη στενών δεσμών ή σχέσης αλληλεξάρτησης με τη Ρωσική Κυβέρνηση. Ούτε εξαρτάται η εφαρμογή του από τη δυνατότητα καταλογισμού στον προσφεύγοντα της απόφασης να συνεχιστεί η στρατιωτική επίθεση κατά της Ουκρανίας ή από την ύπαρξη άμεσου ή έμμεσου συνδέσμου με την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας, όπως υποστηρίχθηκε στο υπόμνημα προσαρμογής.

146    Υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι ο προσφεύγων ήταν εξέχων επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος σε οικονομικό τομέα ο οποίος αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση.

147    Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά την ιδιότητα του προσφεύγοντος ως εξέχοντος επιχειρηματία, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει ιδίως από το αποδεικτικό στοιχείο αριθ. 1, ο προσφεύγων είναι συνιδρυτής του Alfa Group, ο οποίος είναι ένας μεγάλος ιδιωτικός ρωσικός βιομηχανικός και χρηματοοικονομικός όμιλος που έχει, όπως παραδέχθηκε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, συμφέροντα σε διάφορους τομείς, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, το εμπόριο, οι ασφαλίσεις, οι τηλεπικοινωνίες και οι εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες.

148    Από το αποδεικτικό στοιχείο αριθ. 3 προκύπτει επίσης ότι το περιοδικό Forbes συνέταξε κατάλογο των Ρώσων με τη μεγαλύτερη επιρροή όπως πολιτικών, βουλευτών, ιθυνόντων καθώς και διευθυντών των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, και ότι ο προσφεύγων μνημονευόταν στον κατάλογο των100 Ρώσων με τη μεγαλύτερη επιρροή. Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, μολονότι μπορεί να υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις ως προς τις παραμέτρους που χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση της εν λόγω κατάταξης, εντούτοις αυτή είναι ενδεικτική των προσώπων που κατέχουν σημαντική θέση στον οικονομικό, τον πολιτικό και τον διοικητικό τομέα στη Ρωσία. Εξάλλου, τούτο επιβεβαιώνεται και από το συνημμένο στο δικόγραφο της προσφυγής άρθρο του Insider της 13ης Απριλίου 2022, το οποίο παραπέμπει στην κατάταξη Forbes international του 2022 και μνημονεύει τον προσφεύγοντα ως «ένα από τα πρόσωπα της Ρωσίας με τη μεγαλύτερη επιρροή». Το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι γίνεται μνεία και ορισμένων επιχειρηματιών στους οποίους όμως δεν έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα πρέπει να απορριφθεί, εφόσον ενδεχόμενη διαφορετική πρακτική του Συμβουλίου ως προς το ζήτημα αυτό εμπίπτει, συναφώς, στην εξουσία εκτιμήσεώς του και δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στα οικεία πρόσωπα και οντότητες (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C‑380/09 P, EU:C:2012:137, σκέψη 62).

149    Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο προσφεύγων ήταν ένα από τα οκτώ μέλη του εποπτικού συμβουλίου (Supervisory Board) της A 1 Investment Holding SA, επενδυτικής δομής της κοινοπραξίας Alfa Group, από τον Οκτώβριο του 2018 έως τις 15 Μαρτίου 2022.

150    Τέλος, από τα στοιχεία της δικογραφίας και από τις διευκρινίσεις που παρείχε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι ο όμιλος Alfa Group περιλαμβάνει μια τραπεζική δομή, την ABH Holdings, η οποία κατέχει μεταξύ άλλων την Alfa Bank, και ότι ο προσφεύγων ήταν μέτοχος της ABH Holdings σε ποσοστό 16,3 %.

151    Ως εκ τούτου, μολονότι από το 2010 ο προσφεύγων δεν ασκούσε πλέον εκτελεστικά καθήκοντα ούτε στην ABH Holdings ούτε στις θυγατρικές της, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντάς τον ως «μεγαλομέτοχο του ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων του Alfa Group», λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κατείχε το16,3 % του μετοχικού κεφαλαίου της ABH Holdings. Μολονότι είναι αληθές ότι πρόκειται για μειοψηφική συμμετοχή, εντούτοις παραμένει σημαντική, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη εταιρία ελέγχει, με τη σειρά της, την Alfa Bank, η οποία είναι η μεγαλύτερη ρωσική ιδιωτική εμπορική και επενδυτική τράπεζα.

152    Ασφαλώς, από τη χρονολογημένη στις 6 Απριλίου 2022 βεβαίωση του διευθυντή της ABH Holdings προκύπτει ότι ο προσφεύγων, στις 14 Μαρτίου 2022, μεταβίβασε τα μερίδια που είχε στην εταιρία αυτή και δεν είχε πλέον ιδιοκτησιακά συμφέροντα (ownership interest) στην εταιρία.

153    Ωστόσο, πέραν του ότι η αποδεικτική αξία της προαναφερθείσας βεβαίωσης, πρέπει να σχετικοποιηθεί, κατ’ εφαρμογήν της προπαρατεθείσας νομολογίας (βλ. σκέψη 114 ανωτέρω), καθώς εκδόθηκε από τον διευθυντή της εταιρίας στην οποία ο προσφεύγων ήταν μέτοχος, διαπιστώνεται ότι από τη βεβαίωση συνάγεται ότι ο προσφεύγων ήταν μέτοχος της ABH Holdings μέχρι την παραμονή της έκδοσης των αρχικών πράξεων. Η προβαλλόμενη μεταβολή της κατάστασης που επήλθε την παραμονή της έκδοσης των αρχικών πράξεων, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι αποδεικνύεται στην πράξη, δεν μπορεί να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό του προσφεύγοντος ως εξέχοντος επιχειρηματία και να στηρίξει τυχόν διαπίστωση ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως.

154    Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου ζʹ, η έννοια του «εξέχοντος επιχειρηματία» αναφέρεται σε πραγματικά στοιχεία που εντάσσονται ταυτόχρονα σε παρελθοντικό και διαχρονικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι οι λόγοι για την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους αναφέρονται σε μια πραγματική κατάσταση η οποία υφίστατο πριν από την έκδοση των αρχικών πράξεων και μεταβλήθηκε πολύ πρόσφατα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος του με τις εν λόγω πράξεις είναι παρωχημένα (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Amisi Kumba κατά Συμβουλίου, T‑163/18, EU:T:2020:57, σκέψη 83).

155    Ως εκ τούτου, κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, κατά την ημερομηνία έκδοσης των αρχικών πράξεων, ότι ο προσφεύγων πληρούσε τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί εξέχων επιχειρηματίας κατά την έννοια του κριτηρίου ζʹ.

156    Δεύτερον, όσον αφορά τον επίμαχο οικονομικό τομέα, πρέπει να τονιστεί ότι η Alfa Bank, η οποία ανήκει στην ABH Holdings, είναι ιδιωτική τράπεζα η οποία, όπως επισημαίνει ο προσφεύγων, ασκεί τακτική δραστηριότητα στη Ρωσία, είναι η μεγαλύτερη ιδιωτική ρωσική εμπορική και επενδυτική τράπεζα και αποτελεί μέρος του Alfa Group, ενός μεγάλου ιδιωτικού βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού ομίλου της Ρωσίας. Συναφώς, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι από το κριτήριο ζʹ προκύπτει ότι ο οικονομικός τομέας, και όχι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου το όνομα εγγράφεται στους επίμαχους καταλόγους, πρέπει να αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση. Ο επίμαχος οικονομικός τομέας είναι, εν προκειμένω, ο τραπεζικός τομέας, ο οποίος αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση.

157    Επιπλέον, η διαπίστωση ότι η Alfa Bank είναι ένας από τους μεγαλύτερους φορολογουμένους της Ρωσίας στηρίζεται στα συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο. Ειδικότερα, το αποδεικτικό στοιχείο αριθ. 1 αναφέρει την Alfa Bank ως μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες της Ρωσίας και το αποδεικτικό στοιχείο αριθ. 2 περιέχει κατάλογο των 24 μεγαλύτερων Ρώσων φορολογουμένων το 2020, μεταξύ των οποίων και η Alfa Bank.

158    Το επιχείρημα του προσφεύγοντος με το οποίο αμφισβητείται η θέση της Alfa Bank μεταξύ των 24 μεγαλύτερων φορολογουμένων στη Ρωσία πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, ο προσφεύγων αμφισβητεί την κατάταξη για την οποία γίνεται λόγος στο έγγραφο υποστηρίζοντας ότι, εφόσον οι εταιρίες δεν δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις, ο χαρακτηρισμός του φορολογουμένου δεν μπορεί να επαληθευτεί και να αποδειχθεί χωρίς να έχουν ληφθεί, από τη φορολογική αρχή της οικείας χώρας, ακριβείς πληροφορίες σχετικές με τη φορολογική κατάσταση του φορολογουμένου. Ωστόσο, μολονότι ο προσφεύγων αμφισβητεί τον αξιόπιστο και ακριβή χαρακτήρα της κατάταξης, δεν θέτει εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό της εταιρίας ως σημαντικού φορολογούμενου.

159    Συνεπώς, το Συμβούλιο απέδειξε με αρκούντως συγκεκριμένες, σαφείς και συγκλίνουσες ενδείξεις ότι ο όμιλος Alfa Group, όπου ανήκει και η Alfa Bank, δραστηριοποιείται σε οικονομικό τομέα, εν προκειμένω στον τραπεζικό τομέα, ο οποίος αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση.

160    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, κατά την ημερομηνία έκδοσης των αρχικών πράξεων, ότι ο προσφεύγων πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου ζʹ.

161    Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων δεν αναιρούν την ως άνω διαπίστωση.

162    Πρώτον, τα στοιχεία που προέβαλε ο προσφεύγων σχετικά με το γεγονός ότι ο όμιλος Alfa Group, καθώς δεν ελέγχεται και δεν λαμβάνει καμία στήριξη από το ρωσικό κράτος, παραμένει εκτός πολιτικής, χρησιμοποιεί τα «δυτικά πρότυπα δεοντολογίας» και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ουκρανική οικονομία, δεν ασκούν επιρροή υπό το πρίσμα της εφαρμογής του κριτηρίου ζʹ. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό ότι η Alfa Bank ασκεί τακτική δραστηριότητα στη Ρωσία χωρίς να στηρίζει τις δραστηριότητες της Ρωσικής Κυβέρνησης κατά της Ουκρανίας. Πράγματι, το κριτήριο ζʹ αναφέρει ότι ο τομέας πρέπει να αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της πηγής εσόδων και των ενεργειών της Ρωσικής Κυβέρνησης στην Ουκρανία ή την απόδειξη πρόθεσης στήριξης των ενεργειών αυτών. Εξάλλου, όπως παραδέχθηκε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Alfa Bank περιλαμβάνεται στους ευρωπαϊκούς καταλόγους περιοριστικών μέτρων από τις 25 Φεβρουαρίου 2022 [βλ. παράρτημα V της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2022/327 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/512/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσικής Ομοσπονδίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία (ΕΕ 2022, L 48, σ. 1)].

163    Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους συνιστά σφάλμα υπό το πρίσμα της πολυμερούς πολιτικής κυρώσεων. Ωστόσο, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με το γεγονός ότι το όνομά του δεν έχει καταχωριστεί στους ουκρανικούς ή τους αμερικανικούς καταλόγους κυρώσεων δεν μπορούν να είναι καθοριστικά για την ερμηνεία των κριτηρίων καταχώρισης που αφορούν ειδικά την έννομη τάξη της Ένωσης. Ομοίως, στο γράμμα διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει, κατά κανόνα, να δίδεται αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία σε ολόκληρη την Ένωση, η οποία πρέπει να αναζητείται με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη και τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Pantochim, C‑19/19, EU:C:2020:456, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, ο ορισμός του ολιγάρχη στο ουκρανικό δίκαιο δεν ασκεί επιρροή για την ερμηνεία του κριτηρίου ζʹ, το οποίο είναι ανεξάρτητο από την προσωπική εμπλοκή του προσφεύγοντος στον πόλεμο ή από την ύπαρξη άμεσων ή στενών δεσμών ή σχέσης αλληλεξάρτησης με το επίμαχο πολιτικό καθεστώς.

164    [Εμπιστευτικό]

165    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, με τις αρχικές πράξεις, ότι ο προσφεύγων πληρούσε τις προϋποθέσεις του κριτηρίου ζʹ.

–       Επί της διατήρησης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους

166    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, με το υπόμνημα προσαρμογής, ότι υπέβαλε στο Συμβούλιο στοιχεία, τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη, όπως το γεγονός ότι είναι απλώς μέτοχος μειοψηφίας, ότι ουδεμία επιρροή ασκεί στις δραστηριότητες ή τη στρατηγική της τράπεζας και ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι ενεργός επιχειρηματίας στον εν λόγω τομέα. Επικαλείται επίσης την αναποτελεσματικότητα των μέτρων, το γεγονός ότι δεν γίνεται απολογισμός ή αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους και το ότι λαμβάνεται υπόψη μόνον η όλη κατάσταση που υφίστατο τον Σεπτέμβριο του 2022 χωρίς να ληφθεί υπόψη η ατομική του κατάσταση.

167    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

168    Είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι τα περιοριστικά μέτρα έχουν προληπτικό και, εξ ορισμού, προσωρινό χαρακτήρα, η δε ισχύς τους εξαρτάται πάντοτε από το αν εξακολουθούν να υφίστανται οι πραγματικές και νομικές περιστάσεις βάσει των οποίων ελήφθησαν τα περιοριστικά μέτρα καθώς και από την ανάγκη διατήρησής τους προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτά σκοπού. Συνεπώς, κατά την περιοδική επανεξέτασή τους, εναπόκειται στο Συμβούλιο να προβαίνει σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της κατάστασης και σε απολογισμό των επιπτώσεων των μέτρων, προκειμένου να κρίνει αν τα μέτρα κατέστησαν δυνατή την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονταν με την αρχική καταχώριση των ονομάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων και οντοτήτων στον επίμαχο κατάλογο ή αν εξακολουθεί να είναι δυνατή η συναγωγή του ίδιου συμπεράσματος σχετικά με τα εν λόγω πρόσωπα και τις οντότητες (βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2022, Ilunga Luyoyo κατά Συμβουλίου, T‑108/21, EU:T:2022:253, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, Ovsyannikov κατά Συμβουλίου, T‑714/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:674, σκέψη 67).

169    Προκειμένου να δικαιολογήσει τη διατήρηση του ονόματος ενός προσώπου στον επίμαχο κατάλογο, το Συμβούλιο δεν απαγορεύεται να στηρίζεται στα ίδια στοιχεία που δικαιολογούσαν την αρχική εγγραφή, την εκ νέου εγγραφή ή την προηγούμενη διατήρηση του ονόματος του ενδιαφερόμενου προσώπου στον κατάλογο, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, οι λόγοι εγγραφής παραμένουν αμετάβλητοι και, αφετέρου, το πλαίσιο δεν έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να καθιστά τα στοιχεία αυτά παρωχημένα (πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Kaddour κατά Συμβουλίου, T‑510/18, EU:T:2020:436, σκέψη 99). Το πλαίσιο περιλαμβάνει όχι μόνον την κατάσταση της χώρας ως προς την οποία έχει δημιουργηθεί το σύστημα περιοριστικών μέτρων, αλλά και την ιδιαίτερη κατάσταση του ενδιαφερόμενου προσώπου [απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, Ovsyannikov κατά Συμβουλίου, T‑714/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:674, σκέψη 78· βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, Borborudi κατά Συμβουλίου, T‑580/19, EU:T:2021:330, σκέψη 60 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Ομοίως, η διατήρηση στον επίμαχο κατάλογο δικαιολογείται με βάση όλες τις σχετικές περιστάσεις και, ιδίως, με βάση το γεγονός ότι οι στόχοι που επιδιώκονται με τα περιοριστικά μέτρα δεν επιτεύχθηκαν (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Amisi Kumba κατά Συμβουλίου, T‑163/18, EU:T:2020:57, σκέψεις 83 και 84· της 27ης Απριλίου 2022, Boshab κατά Συμβουλίου, T‑103/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:248, σκέψη 121, και της 27ης Απριλίου 2022, Ilunga Luyoyo κατά Συμβουλίου, T‑108/21, EU:T:2022:253, σκέψη 56).

170    Εν προκειμένω, από το άρθρο 6 της απόφασης 2014/145, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι η απόφαση αυτή τελεί υπό διαρκή επανεξέταση και παρατείνεται ή τροποποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, εάν το Συμβούλιο κρίνει ότι οι στόχοι της δεν έχουν επιτευχθεί. Το άρθρο 14, παράγραφος 4, του κανονισμού 269/2014, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ότι ο κατάλογος του παραρτήματος αυτού αναθεωρείται σε τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον κάθε 12 μήνες.

171    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο των μεταγενέστερων πράξεων περί διατήρησης, διαπιστώνεται ότι οι λόγοι καταχώρισης παραμένουν οι ίδιοι με εκείνους που περιλαμβάνονταν στις αρχικές πράξεις.

172    Επομένως, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας νομολογίας (σκέψη 169 ανωτέρω), να εξακριβωθεί αν το όλο πλαίσιο, οι σκοποί των μέτρων και η ατομική κατάσταση του προσφεύγοντος δικαιολογούσαν τη διατήρηση της καταχώρισης του ονόματός του βάσει αμετάβλητης αιτιολογίας.

173    Όσον αφορά το γενικότερο πλαίσιο που συνδέεται με την κατάσταση στην Ουκρανία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης των μεταγενέστερων πράξεων περί διατήρησης της καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος, η κατάσταση στην Ουκρανία παρέμενε σοβαρή.

174    Ομοίως, τα περιοριστικά μέτρα εξακολουθούν να δικαιολογούνται από τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την άσκηση μέγιστης πίεσης στις ρωσικές αρχές, προκειμένου αυτές να παύσουν τις ενέργειες και τις πολιτικές τους που αποσταθεροποιούν την Ουκρανία, καθώς και τη στρατιωτική επίθεση κατά της εν λόγω χώρας, και την αύξηση του κόστους των ενεργειών της Ρωσικής Ομοσπονδίας που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

175    Όσον αφορά την ατομική κατάσταση του προσφεύγοντος, διαπιστώνεται ότι οι επιστολές του προσφεύγοντος, ιδίως η επιστολή του της 30ής Μαΐου 2022 και η αίτησή του επανεξέτασης της 1ης Νοεμβρίου 2022 αναφέρονται σε επιχειρήματα που έχουν ήδη προβληθεί στο πλαίσιο των παρατηρήσεών του επί των αρχικών πράξεων. Ειδικότερα, ο προσφεύγων τονίζει εκεί [εμπιστευτικό] ότι μόνο η Alfa Bank είναι Ρώσος φορολογούμενος και ότι ο ίδιος είναι μόνο μέτοχος μειοψηφίας στην Alfa Bank χωρίς διοικητική θέση.

176    Επομένως, ορθώς έκρινε το Συμβούλιο ότι τα στοιχεία που προέβαλε ο προσφεύγων στα έγγραφα τα οποία υπέβαλε ενώπιόν του με σκοπό την επανεξέταση των περιοριστικών μέτρων δεν ήταν ούτε νέα ούτε καθοριστικά σε σχέση με την ανταλλαγή επιστολών που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης σχετικά με τις αρχικές πράξεις.

177    Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον διαπίστωσε ότι η ατομική κατάσταση του προσφεύγοντος δεν είχε μεταβληθεί και στηρίχθηκε στα ίδια στοιχεία για να διατηρήσει την καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους.

178    Το επιχείρημα το οποίο προέβαλε ο προσφεύγων με το υπόμνημα προσαρμογής, δηλαδή ότι δεν ήταν δυνατόν να καταλογιστεί σε αυτόν η απόφαση να συνεχιστεί η εισβολή στην Ουκρανία, πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι το κριτήριο ζʹ δεν μνημονεύει καμία τέτοια προϋπόθεση.

179    Ομοίως, τα λοιπά επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με την απουσία απολογισμού ή αξιολόγησης του αντίκτυπου των μέτρων και την αναποτελεσματικότητά τους πρέπει να απορριφθούν. Συγκεκριμένα, δεν είναι ικανά να τεκμηριώσουν σφάλμα εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης σε σχέση με το εφαρμοστέο κριτήριο.

180    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με τη μεταβίβαση των μετοχών του της ABH Holdings, υπενθυμίζεται ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μεταβίβαση αυτή δεν αποδείχθηκε με επαρκώς πειστικά στοιχεία κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 114 ανωτέρω, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευσή του, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ποιος ήταν ο αποδέκτης του καθώς και να εξετάζεται αν το έγγραφο είναι, ως εκ του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο.

181    Εν προκειμένω, η βεβαίωση, η οποία επισυνάφθηκε στο υπόμνημα απαντήσεως με ημερομηνία 19 Αυγούστου 2022, συντάχθηκε από τον διευθυντή της ABH Holdings και πιστοποιεί ότι στις 14 Μαρτίου 2022 ο προσφεύγων μεταβίβασε τα μερίδιά του στην εταιρία αυτή σε τρίτον και ότι δεν έχει πλέον ιδιοκτησιακά συμφέροντα (ownership interest) στην εταιρία.

182    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η ως άνω βεβαίωση προσκομίζεται χωρίς άλλο επίσημο υποστηρικτικό έγγραφο και χωρίς να διευκρινίζονται, μεταξύ άλλων, ο αποδέκτης των μεριδίων του προσφεύγοντος ή οι όροι μεταβίβασης των μεριδίων. Επιπλέον, στο πλαίσιο της αίτησης επανεξέτασης που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο την 1η Νοεμβρίου 2022, όπως και στο πλαίσιο των γραπτών παρατηρήσεών του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων εξακολούθησε να αναφέρεται στην ιδιότητά του ως «μειοψηφούντος εταίρου» ή ως «μειοψηφούντος μετόχου της Alfa Bank».

183    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι, ελλείψει απόδειξης της προβαλλόμενης από τον προσφεύγοντα μεταβίβασης των μεριδίων σε τρίτο πρόσωπο που δεν συνδέεται με αυτόν, ορθώς το Συμβούλιο έκρινε ότι η ατομική κατάσταση του προσφεύγοντος δεν είχε μεταβληθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα στοιχεία του φακέλου αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της αρχικής εγγραφής του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους να καταστούν άνευ αντικειμένου.

184    Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της συνεχιζόμενης σοβαρότητας της κατάστασης στην Ουκρανία, της μη επίτευξης των σκοπών που επιδιώκονται με τα περιοριστικά μέτρα και της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι η ατομική κατάσταση του προσφεύγοντος έχει μεταβληθεί, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως διατηρώντας σε ισχύ τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

185    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λόγος καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, ο οποίος στηρίχθηκε στον χαρακτηρισμό του ως εξέχοντος επιχειρηματία δραστηριοποιούμενου σε οικονομικούς τομείς που αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση και αντιστοιχεί στο κριτήριο ζʹ, είναι αρκούντως τεκμηριωμένος, με αποτέλεσμα, υπό το πρίσμα του λόγου αυτού, να είναι βάσιμες η καταχώριση και η διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, οι οποίες απορρέουν από τις αρχικές πράξεις και από τις μεταγενέστερες πράξεις περί διατήρησης.

186    Εξάλλου, κατά τη νομολογία, όσον αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας απόφασης περί επιβολής περιοριστικών μέτρων, λαμβανομένης υπόψη της προληπτικής φύσης τους, αν ο δικαστής της Ένωσης κρίνει ότι, τουλάχιστον, ο ένας από τους προβαλλόμενους λόγους είναι αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένος, ότι είναι τεκμηριωμένος και ότι συνιστά, αυτός καθεαυτόν, επαρκές έρεισμα για να στηρίξει την απόφαση αυτή, το γεγονός ότι άλλοι μεταξύ των λόγων αυτών δεν συνιστούν τέτοιο έρεισμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω απόφασης (βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

187    Επομένως, πρέπει, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το βάσιμο των λοιπών αιτιάσεων που προέβαλε ο προσφεύγων προς αμφισβήτηση της εκτίμησης του Συμβουλίου υπό το πρίσμα του κριτηρίου δʹ, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, όσον αφορά τόσο τις αρχικές πράξεις όσο και τις μεταγενέστερες πράξεις περί διατήρησης.

 Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και την προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος

188    Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι δυσανάλογες, καθόσον τον εμποδίζουν να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα. Τα περιοριστικά μέτρα που του επιβλήθηκαν συνιστούν επίσης δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματός του ιδιοκτησίας, της επιχειρηματικής ελευθερίας του και του δικαιώματός του άσκησης επαγγέλματος, κατά μείζονα λόγο διότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο είναι προδήλως ανεπαρκή.

189    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

190    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4 ΣΕΕ, απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση των επιδιωκόμενων από την οικεία ρύθμιση σκοπών και να μην υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 122, και της 1ης Ιουνίου 2022, Prigozhin κατά Συμβουλίου, T‑723/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:317, σκέψη 133).

191    Επιπλέον, το δικαίωμα ιδιοκτησίας συγκαταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Χάρτη, «[η] επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».

192    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι τα περιοριστικά μέτρα που περιέχονται στις προσβαλλόμενες πράξεις συνεπάγονται όντως περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος επιχειρηματικής ελευθερίας του προσφεύγοντος.

193    Εντούτοις, τα θεμελιώδη δικαιώματα που επικαλείται ο προσφεύγων δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και η άσκησή τους μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από τους σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι στους σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των ούτως κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 148, και της 25ης Ιουνίου 2020, VTB Bank κατά Συμβουλίου, C‑729/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:499, σκέψη 80).

194    Προκειμένου να συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, μια πράξη που θίγει τα επίμαχα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: να προβλέπεται από τον νόμο, να σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενο της αντίστοιχης ελευθερίας, να εξυπηρετεί σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση και να μη στερείται αναλογικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 222 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

195    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι τέσσερις προϋποθέσεις πληρούνται εν προκειμένω.

196    Πρώτον, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα «προβλέπονται από τον νόμο», δεδομένου ότι ορίζονται σε πράξεις οι οποίες έχουν, μεταξύ άλλων, γενική ισχύ και διαθέτουν σαφή νομική βάση στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς και επαρκή προβλεψιμότητα, όπερ δεν αμφισβητείται από τον προσφεύγοντα.

197    Δεύτερον, οι προσβαλλόμενες πράξεις εφαρμόζονται για έξι μήνες και τελούν υπό διαρκή επανεξέταση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 της απόφασης 2014/145. Εφόσον τα εν λόγω μέτρα είναι προσωρινά και αναστρέψιμα, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν θίγουν το ουσιώδες περιεχόμενο των ελευθεριών των οποίων γίνεται επίκληση. Επιπλέον, οι προσβαλλόμενες πράξεις προβλέπουν τη δυνατότητα χορήγησης παρεκκλίσεων από τα εφαρμοζόμενα περιοριστικά μέτρα. Ειδικότερα, όσον αφορά τη δέσμευση κεφαλαίων, το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 4, της απόφασης 2014/145, όπως έχει τροποποιηθεί, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 269/2014, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτρέπεται η χρήση δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγούνται συγκεκριμένες άδειες για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων.

198    Τρίτον, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα ανταποκρίνονται σε αναγνωριζόμενο από την Ένωση σκοπό γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει αρνητικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, για ορισμένους επιχειρηματίες (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 150). Πράγματι, τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν στην άσκηση πιέσεων προς τις ρωσικές αρχές, ώστε να τερματίσουν τις ενέργειες και τις πολιτικές τους που αποσταθεροποιούν την Ουκρανία. Συναφώς, τον Φεβρουάριο του 2022 το Συμβούλιο επιδίωξε να αποδυναμώσει στρατηγικά τη ρωσική οικονομία, αφενός, απαγορεύοντας, μεταξύ άλλων, τη χρηματοδότηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της κυβέρνησής της και της κεντρικής της τράπεζας και, αφετέρου, εφαρμόζοντας τέτοια μέτρα, μεταξύ άλλων, στους τομείς των οικονομικών, της άμυνας και της ενέργειας. Από την αιτιολογική σκέψη 11 της απόφασης 2022/329 προκύπτει, επιπλέον, ότι το Συμβούλιο έκρινε ότι, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης στην Ουκρανία, τα κριτήρια καταχώρισης θα έπρεπε να τροποποιηθούν. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι η Ένωση επιδιώκει να μειώσει τα έσοδα του ρωσικού κράτους και να ασκήσει πίεση στη Ρωσική Κυβέρνηση προκειμένου να μειώσει την ικανότητά της να χρηματοδοτεί δράσεις που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και να τις τερματίσει με στόχο τη διατήρηση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας σταθερότητας. Πρόκειται δε για σκοπό ο οποίος εμπίπτει σε εκείνους που επιδιώκονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και μνημονεύονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ, όπως η διατήρηση της ειρήνης, η πρόληψη των συγκρούσεων και η ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας.

199    Τέταρτον, όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, επισημαίνεται ότι, ενόψει σκοπών γενικού συμφέροντος τόσο θεμελιωδών για τη διεθνή κοινότητα όσο οι μνημονευόμενοι στη σκέψη 198 ανωτέρω, τα μέτρα δεν μπορούν, αυτά καθεαυτά, να θεωρηθούν απρόσφορα (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2020, Kalai κατά Συμβουλίου, T‑178/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:580, σκέψη 171 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

200    Επιπλέον, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα τους, άλλα λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως ένα σύστημα προηγούμενης άδειας, δεν θα καθιστούσε δυνατή την εξίσου αποτελεσματική επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή την άσκηση πίεσης στους υποστηρικτές της Ρωσικής Κυβέρνησης ή στους εξέχοντες επιχειρηματίες, ιδίως επειδή θα ήταν δυνατή η καταστρατήγηση των επιβληθέντων περιορισμών (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2020, Kalai κατά Συμβουλίου, T‑178/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:580, σκέψη 172 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για προσωρινούς και αναστρέψιμους περιορισμούς οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα παρεκκλίσεων χορηγούμενων από τα κράτη μέλη.

201    Όσον αφορά τη ζημία που προκλήθηκε στον προσφεύγοντα, είναι αληθές ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας του περιορίζεται από τις προσβαλλόμενες πράξεις, δεδομένου ότι δεν μπορεί, μεταξύ άλλων, να διαθέσει κεφάλαια που του ανήκουν και βρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης ή να μεταφέρει κεφάλαια που του ανήκουν προς την Ένωση, παρά μόνο με ειδική άδεια.

202    Ωστόσο, τα μειονεκτήματα που προκλήθηκαν στον προσφεύγοντα δεν είναι δυσανάλογα προς τη σημασία του σκοπού που επιδιώκεται με τα με τις προσβαλλόμενες πράξεις. Πράγματι, οι εν λόγω πράξεις προβλέπουν την περιοδική επανεξέταση της καταχώρισης στους επίμαχους καταλόγους, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ονόματα προσώπων και οντοτήτων, τα οποία δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια για καταχώρισης στους καταλόγους, διαγράφονται. Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 197 ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες πράξεις προβλέπουν τη δυνατότητα να επιτρέπεται η χρήση των δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και να χορηγούνται ειδικές άδειες για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων. Συναφώς, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να αξιολογούν, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τη σκοπιμότητα και το περιεχόμενο των αναγκαίων αδειών και παρεκκλίσεων και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους σε εθνικό επίπεδο.

203    Τέλος, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν αποδείχθηκε επαρκώς ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είναι βάσιμα αφορά την ουσιαστική εκτίμηση των μέτρων αυτών και όχι την αναλογικότητά τους.

204    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα προσβαλλόμενα μέτρα δεν παραβίασαν την αρχή της αναλογικότητας και δεν έθιξαν δυσανάλογα το δικαίωμα ιδιοκτησίας, την επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος του προσφεύγοντος.

205    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ασκήσεως επαγγέλματος.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται στο πλαίσιο της προσαρμογής της προσφυγής και αφορά κατάχρηση εξουσίας

206    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο, περιλαμβάνοντας το όνομά του στους επίμαχους καταλόγους, τον καθιστά υπεύθυνο, μεταξύ άλλων, για την κατάσταση στην Ουκρανία, μολονότι δεν υπάρχει καμία άμεση ή έμμεση σχέση μεταξύ του ιδίου και της αποσταθεροποίησης της χώρας αυτής. Λαμβάνοντας περιοριστικά μέτρα σκοπός των οποίων δεν μπορεί να είναι η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι εντελώς αποσυνδεδεμένα από εκείνους που είναι πράγματι υπεύθυνοι για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας και ουδεμία άμεση ή έμμεση σχέση έχουν με την κατάσταση αυτή, το Συμβούλιο τροποποίησε τον αρχικώς επιδιωκόμενο σκοπό, χωρίς να συναγάγει τις αναγκαίες συνέπειες για τη διατήρηση των ατομικών περιοριστικών μέτρων. Με τον τρόπο αυτό, υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας, η οποία συνίσταται σε αντικατάσταση του σκοπού χωρίς προηγούμενη στάθμιση που να δικαιολογεί τη διατήρηση των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντα.

207    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

208    Κατά πάγια νομολογία, μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρίσιμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπουν ειδικά οι Συνθήκες για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 135, και της 25ης Ιουνίου 2020, Vnesheconombank κατά Συμβουλίου, C‑731/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:500, σκέψη 63).

209    Ωστόσο, αρκεί να επισημανθεί ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε τέτοιες ενδείξεις εν προκειμένω. Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, ο επιδιωκόμενος σκοπός, δηλαδή η άσκηση της μέγιστης δυνατής πίεσης στη Ρωσική Ομοσπονδία ώστε να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, ουδόλως μεταβλήθηκε.

210    Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως που αφορά κατάχρηση εξουσίας και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

211    Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα, καθώς και στα έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

212    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως.

2)      Ο OT φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

3)      Το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Spielmann

Mastroianni

Brkan

Gâlea

 

      Tóth

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Νοεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.