Language of document : ECLI:EU:T:2010:240

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 17ης Ιουνίου 2010 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως “Ποιότητα ζωής και διαχείριση των έμβιων πόρων (1998-2002)” – Σχέδια Seahealth και Biopal – Χρεωστικά σημειώματα – Προσφυγές ακυρώσεως – Αναχαρακτηρισμός προσφυγής – Παραδεκτό – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και δικαιώματα άμυνας – Ολοσχερής ανάκτηση της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σοβαρές χρηματοπιστωτικές παρατυπίες»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑428/07 και T‑455/07,

Centre d’étude και de valorisation des algues SA (CEVA), με έδρα το Pleubian (Γαλλία), εκπροσωπούμενo από τoν J.-M. Peyrical, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους L. Escobar Guerrero και W. Roels, στη συνέχεια από τον M. Roels, επικουρούμενο από τον E. Bouttier, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να ακυρωθεί στην υπόθεση T‑428/07 το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3240908670, της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, σχετικά με το σχέδιο Seahealth, και, στην υπόθεση T‑455/07, το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3240909271, της 4ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τη σύμβαση Biopal, καθώς και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επιστρέψει τα ποσά των χρεωστικών αυτών σημειωμάτων στο CEVA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. W. H. Meij (εισηγητής), πρόεδρο, V. Vadapalas και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Συμβατικό πλαίσιο και ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 24 Δεκεμβρίου 2002, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνήψε, μεταξύ άλλων με το προσφεύγον Centre d’étude et de valorisation des algues SA (CEVA), γαλλική δημοτική εταιρία μικτής οικονομίας, υπό την ιδιότητά του ως συντονιστή κοινοπραξίας, δύο συμβάσεις με αντικείμενο την επιστροφή των δαπανών για ερευνητικά σχέδια και σχέδια τεχνολογικής αναπτύξεως. Οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν στο πλαίσιο της αποφάσεως 1999/167/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1999, για τη θέσπιση ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με θέμα «Ποιότητα ζωής και διαχείριση έμβιων πόρων (1998-2002)» (ΕΕ L 64, σ. 1). Μία εκ των συμβάσεων αυτών, επονομαζόμενη «Seahealth» (σύμβαση GLK1-CT-2002-02433, στο εξής: σύμβαση Seahealth), αφορά σχέδιο που φέρει τον τίτλο «Seaweed antioxydants as novel ingredients for better health and food quality» («Τα αντιοξειδωτικά εκχυλίσματα φυκών ως νέα συστατικά για καλύτερη υγεία και ποιότητα τροφίμων»). Η άλλη σύμβαση, επονομαζόμενη «BIOPAL» (σύμβαση QLK5-CT-2002-02431, στο εξής: σύμβαση Biopal), αφορά σχέδιο που φέρει τον τίτλο «Algae as raw material for production of bioplastics and biocomposites contributing to sustainable development of european coastal regions» («Τα εκχυλίσματα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοπλαστικών και βιοσυνθετικών: συνεισφορά στη βιώσιμη ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών της Ευρώπης»).

2        Το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, των συμβάσεων αυτών ορίζει ότι οι συμβάσεις διέπονται από το βελγικό δίκαιο. Περιλαμβάνουν, εξάλλου, ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ. Οι εν λόγω συμβάσεις έχουν συνταχθεί στην αγγλική.

3        Κατά τις διευκρινίσεις που έχει παράσχει το προσφεύγον και δεν αμφισβήτησε η Επιτροπή, οι εν λόγω δύο συμβάσεις εκτελέστηκαν προσηκόντως από το 2003 έως το 2005.

4        Το επιλέξιμο για επιστροφή δαπανών κόστος ορίζεται στα άρθρα 22 έως 24 των κοινών για τις δύο συμβάσεις γενικών όρων που αποτυπώνονται στο παράρτημα II καθεμίας εκ των εν λόγω συμβάσεων (στο εξής: παράρτημα II).

5        Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ορίζει μεταξύ άλλων:

«Το σύνολο των ωρών εργασίας που δαπανήθηκαν για τη σύμβαση πρέπει να καταγράφεται κατά τη διάρκεια του σχεδίου, και μάλιστα, στην περίπτωση του συντονιστή, εντός μέγιστης προθεσμίας δύο μηνών από την παρέλευση της διάρκειας του σχεδίου, και πιστοποιείται τουλάχιστον άπαξ μηνιαίως από το επιφορτισμένο με τις εργασίες πρόσωπο που έχει οριστεί από τον αντισυμβαλλόμενο δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του παρόντος παραρτήματος ή από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον αντισυμβαλλόμενο αρμόδιο επί οικονομικών ζητημάτων.»

6        Όσον αφορά τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος II προβλέπει ότι «[η] Επιτροπή δύναται, σε περίπτωση υπονοιών απάτης ή σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου, να αναστείλει τις πληρωμές και/ ή να υποχρεώσει τον συντονιστή να απόσχει από κάθε πληρωμή προς τον αντισυμβαλλόμενο. Ο τελευταίος εξακολουθεί να δεσμεύεται από τις συμβατικές του υποχρεώσεις».

7        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του παραρτήματος II:

«Όταν η συνολικώς οφειλόμενη από την Κοινότητα χρηματοδοτική συμμετοχή, λαμβανομένων υπόψη τυχόν προσαρμογών, συμπεριλαμβανομένων και των προσαρμογών κατόπιν λογιστικού ελέγχου, όπως ο προβλεπόμενος από το άρθρο 26 του παρόντος παραρτήματος, είναι κατώτερη από το συνολικό ύψος πληρωμών που προβλέπει η παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του παρόντος άρθρου, οι οικείοι αντισυμβαλλόμενοι επιστρέφουν τη διαφορά σε ευρώ εντός της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή σε αίτηση που τους απευθύνει δια συστημένης επιστολής συνοδευόμενης από απόδειξη παραλαβής […]».

8        Εξάλλου, το άρθρο 3, παράγραφος 5, ορίζει τα εξής:

«Μετά την πλήρη εκτέλεση της συμβάσεως, καταγγελία της συμβάσεως ή λήξη της συμμετοχής αντισυμβαλλομένου, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει ή ζητεί, κατά περίπτωση, από τον αντισυμβαλλόμενο, κατόπιν απατών ή σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου, την επιστροφή του συνόλου της κοινοτικής χρηματοδοτικής συμμετοχής που του καταβλήθηκε. Στο επιστρεπτέο ποσό προστίθενται τόκοι ύψους άνω του 2 % του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου καταβλήθηκαν τα κεφάλαια στον οικείο αντισυμβαλλόμενο. Οι τόκοι αφορούν την περίοδο μεταξύ της καταβολής των κεφαλαίων και της επιστροφής τους.»

9        Το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος II ορίζει, ιδίως, ότι η Επιτροπή καταγγέλλει αμέσως τη σύμβαση ή παύει τη συμμετοχή συμβαλλομένου, σε περίπτωση που αυτός «προέβη σε ψευδείς δηλώσεις για τις οποίες είναι δυνατό να θεωρηθεί υπεύθυνος, ή εσκεμμένως παρέλειψε να εισπράξει τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα προβλέπει η σύμβαση».

10      Σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, το άρθρο 7, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος II προβλέπει ότι «η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την επιστροφή ολόκληρης ή μέρους της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας. Στο επιστρεπτέο ποσό προστίθενται τόκοι ύψους άνω του 2 % του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου καταβλήθηκαν τα κεφάλαια στον οικείο αντισυμβαλλόμενο. Οι τόκοι αφορούν την περίοδο μεταξύ της καταβολής των κεφαλαίων και της επιστροφής τους.»

11      Όσον αφορά τον οικονομικό έλεγχο του σχεδίου, το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος II προβλέπει την ακόλουθη διαδικασία:

«Βάσει των διαπιστώσεων κατά τη διάρκεια του λογιστικού ελέγχου συντάσσεται προσωρινή έκθεση. Η Επιτροπή την κοινοποιεί στον οικείο αντισυμβαλλόμενο. Αυτός διαθέτει μέγιστη προθεσμία ενός μηνός από την παραλαβή της, προκειμένου να υποβάλει παρατηρήσεις.

Η οριστική έκθεση διαβιβάζεται στον οικείο αντισυμβαλλόμενο. Αυτός δύναται να κοινοποιήσει τις παρατηρήσεις του στην Επιτροπή εντός ενός μήνα από την παραλαβή της. Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να μην λάβει υπόψη παρατηρήσεις που της κοινοποιήθηκαν μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας.

Η Επιτροπή λαμβάνει, βάσει των πορισμάτων του λογιστικού ελέγχου, οποιοδήποτε κατάλληλο μέτρο θεωρεί ως αναγκαίο, συμπεριλαμβανομένης της εκδόσεως εντάλματος εισπράξεως του συνόλου ή μέρους των καταβληθέντων από αυτή ποσών.»

12      Τον Μάιο του 2006, διενεργήθηκε λογιστικός έλεγχος στο CEVA από μέλη υπηρεσιών της Επιτροπής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26 του παραρτήματος II (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

13      Με το από 1ης Αυγούστου 2006 έγγραφο, το CEVA υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με το σχέδιο της εκθέσεως λογιστικού ελέγχου που του κοινοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2006 και από τα πορίσματα του οποίου προέκυπταν παρατυπίες όσον αφορά τις δαπάνες που παρουσίασε το CEVA.

14      Τον Οκτώβριο του 2006, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διεξήγαγε έρευνα στο CEVA και κατέσχεσε τα πρωτότυπα όλων των συμβάσεων και δικαιολογητικών, ιδίως, τα σχετικά με τις επίμαχες συμβάσεις «δελτία χρόνου εργασίας», καθώς και την αλληλογραφία και τα έγγραφα που αντηλλάγησαν επ’ αφορμή των αποστολών. Εξάλλου, κατόπιν αιτήματος της OLAF, η εισαγγελία του Guingamp (Γαλλία) ξεκίνησε προκαταρκτική έρευνα σχετικά με «τη διαχείριση από το CEVA της εθνικής και ευρωπαϊκής δημόσιας χρηματοδοτήσεως [...] που ελήφθη τα τελευταία έτη», ενώ κατόπιν πρόσφατης αποσύρσεως της υποθέσεως από την εισαγγελία η υπόθεση ανατέθηκε στο ειδικό διαπεριφερειακό δικαστήριο της Rennes (Γαλλία).

15      Στην τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου που κοινοποιήθηκε στο CEVA με το από 14 Δεκεμβρίου 2006 έγγραφο, η Επιτροπή ενέμεινε στις διαπιστώσεις της σχετικά με την ύπαρξη πλειόνων και σοβαρών παρατυπιών όσον αφορά τις δαπάνες.

16      Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι οι ελεγκτές εξέτασαν βάσει δοκιμασιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος II, τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα ποσά των δηλωθεισών δαπανών. Τόνισαν ότι σκοπός του ελέγχου τους δεν ήταν ο εντοπισμός περιστατικών ή απατών.

17      Στην εν λόγω τελική έκθεση, οι ελεγκτές κατέληξαν ότι οι δαπάνες προσωπικού δεν ήταν επιλέξιμες για επιστροφή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επειδή τα δελτία χρόνου εργασίας που κατήρτισε το CEVA δεν ήταν αξιόπιστα, και ότι ο αριθμός των δηλωθεισών ωρών εργασίας όσον αφορά τα επίμαχα σχέδια ήταν ανακριβής.

18      Εξάλλου, στο γενικό πόρισμα της εν λόγω εκθέσεως, οι ελεγκτές δήλωσαν ότι, κατ’ εξαίρεση των προαναφερθεισών διορθώσεων που αφορούσαν κατ’ ουσίαν τις δαπάνες προσωπικού, οι δαπάνες που δήλωσε το προσφεύγον στην Επιτροπή αντιστοιχούσαν στα ποσά που είχαν εγγραφεί στα λογιστικά βιβλία αυτής και δικαιολογούνταν από αντίστοιχα έγγραφα και πληρωμές.

19      Προβαίνοντας βάσει των διαπιστώσεων αυτών σε προσαρμογή των επιλέξιμων δαπανών, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι, από το συνολικό ποσό των δαπανών που δηλώθηκαν για τα έτη 2003 και 2004, τα οποία ανέρχονταν σε 465 409 ευρώ όσον αφορά τη σύμβαση Seahealth και σε 351 430 ευρώ όσον αφορά τη σύμβαση Biopal, το ύψος των επιλέξιμων δυνάμει της συμβάσεως Seahealth δαπανών ανερχόταν, κατόπιν αναπροσαρμογής, σε 110 971 ευρώ, και το ύψος των επιλέξιμων δυνάμει της συμβάσεως Biopal δαπανών σε 32 110 ευρώ.

20      Με το από 22 Ιανουαρίου 2007 έγγραφο η Επιτροπή κατήγγειλε τις δύο συμβάσεις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος II, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή καταγγέλλει αμελλητί τη σύμβαση σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος προέβη σε ψευδείς δηλώσεις, για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος, ή εσκεμμένως παρέλειψε να εισπράξει τη χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα προβλέπει η σύμβαση. Προς στήριξη της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή επικαλέστηκε την προβαλλόμενη παράβαση εκ μέρους του προσφεύγοντος των προαναφερθέντων άρθρων 22 και 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος II. Βασίστηκε στις διαπιστώσεις σχετικά με τις δαπάνες προσωπικού που περιέχονταν στην τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου και επισήμανε ότι οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν κατά την επιθεώρηση της OLAF.

21      Με έγγραφο της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή, κρίνοντας ότι το προσφεύγον είχε διαπράξει σοβαρές χρηματοπιστωτικές παρατυπίες, το ενημέρωσε, παραπέμποντας στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, του παραρτήματος II, σχετικά με την πρόθεσή της να απαιτήσει την ολοσχερή επιστροφή των ποσών που του είχαν καταβληθεί στο πλαίσιο εκτελέσεως των δύο επίμαχων συμβάσεων. Επιπλέον, επισήμανε ότι δεν θα προέβαινε σε καμία επιπρόσθετη πληρωμή δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων.

22      Με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι σκόπευε να ζητήσει να της επιστραφεί ποσό 208 613 ευρώ όσον αφορά τη σύμβαση Biopal και ποσό 140 320 ευρώ όσον αφορά τη σύμβαση Seahealth. Κάλεσε το προσφεύγον να υποβάλει τις παρατηρήσεις του και να παράσχει πληροφορίες, βασισμένες σε αποσπάσματα τραπεζικών λογαριασμών, σχετικά με το τμήμα των προκαταβολών που είχε λάβει ως συντονιστής και δεν είχε ακόμη μεταβιβάσει στους λοιπούς συμβαλλομένους.

23      Με το από 1ης Μαρτίου 2007 έγγραφο, το προσφεύγον υπέβαλε τις παρατηρήσεις του και παρέσχε τις απαιτούμενες από το ως άνω έγγραφο της Επιτροπής πληροφορίες. Προέβαλε, κυρίως, ότι δεν είχε πλέον στη διάθεσή του τις συμβάσεις, τα «δελτία χρόνου εργασίας», την αλληλογραφία και τα έγγραφα που αντηλλάγησαν επ’ αφορμή των αποστολών, που είχε κατασχέσει η OLAF.

24      Κατόπιν του εγγράφου αυτού, η Επιτροπή επανυπολόγισε το ύψος των επιστρεπτέων ποσών. Με το από 20 Μαρτίου 2007 έγγραφο ενημέρωσε το CEVA σχετικά με την πρόθεσή της να ζητήσει την επιστροφή ποσού, το ύψος του οποίου είχε ήδη οριστεί σε 205 745 ευρώ όσον αφορά τη σύμβαση Biopal και σε 189 703 ευρώ όσον αφορά τη σύμβαση Seahealth, και το κάλεσε εκ νέου να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Στο εν λόγω έγγραφο επισύναψε αντίγραφο των συμβάσεων και της εκθέσεως λογιστικού ελέγχου.

25      Με το από 3 Απριλίου 2007 έγγραφο, το προσφεύγον απέλυσε τον γενικό διευθυντή του, κυρίως, εξαιτίας «σοβαρότατων παρατυπιών όσον αφορά τη διαχείριση και την τήρηση λογιστικών εγγράφων».

26      Με το από 25 Μαΐου 2007 έγγραφο το προσφεύγον υπέβαλε τις παρατηρήσεις του. Καταρχάς προέβαλε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας σχετικά με τη διαχείριση από το CEVA της εθνικής και κοινοτικής δημόσιας χρηματοδοτήσεως που είχε λάβει τα τελευταία έτη, η οποία ξεκίνησε κατόπιν αιτήματος της OLAF, η εισαγγελία της Rennes επιβεβαίωσε ότι είχε την πρόθεση να εξακολουθήσει να απαγορεύει την πρόσβαση στα κατασχεθέντα από την OLAF έγγραφα καθόλη τη διάρκεια της έρευνας και αρνήθηκε να του διαβιβάσει αντίγραφο των εν λόγω εγγράφων. Ως εκ τούτου, το προσφεύγον ζήτησε από την Επιτροπή να του διαβιβάσει αντίγραφο «των εγγράφων βάσει των οποίων [αυτή είχε] σχηματίσει [την] κρίση της, όπως [τα έγγραφα] της εκθέσεως της OLAF». Ακολούθως, το προσφεύγον επισήμανε, στο ίδιο έγγραφο, ότι, κατόπιν του λογιστικού ελέγχου της Επιτροπής και της έρευνας της OLAF, έθεσε σε ισχύ νέο σύστημα «δελτίων χρόνου», το οποίο εφαρμοζόταν στα διάφορα σχέδια από τον Φεβρουάριο του 2007, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2007. Καθιέρωσε, εξάλλου, νέο υπόδειγμα υπολογισμού των δαπανών, το οποίο καθιστούσε δυνατό τον εκ νέου υπολογισμό του κόστους των παλιών σχεδίων. Το προσφεύγον πρότεινε, ως εκ τούτου, να επανεξεταστούν ιδία δαπάνη οι δηλώσεις των σχετικών με τις επίμαχες συμβάσεις δαπανών βάσει των εγγράφων που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή από ανεξάρτητο παρέχοντα υπηρεσίες που θα επιλεγόταν κατόπιν κοινής συμφωνίας.

27      Με το από 21 Αυγούστου 2007 έγγραφο, η OLAF αρνήθηκε να κοινοποιήσει στο προσφεύγον τα έγγραφα και τα πορίσματα της εκκρεμούς έρευνας, κυρίως επειδή αφορούσαν εκκρεμή έρευνα και ενέπιπταν ως εκ τούτου στο καθεστώς εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, που προβλέπει ο κανονισμός (EΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

28      Με το από 28 Αυγούστου 2007 έγγραφο η Επιτροπή απάντησε στο προαναφερθέν από 25 Μαΐου 2007 έγγραφο του προσφεύγοντος ότι οι συμβάσεις και η έκθεση λογιστικού ελέγχου που του είχαν κοινοποιηθεί αρκούσαν προκειμένου να είναι δυνατή η άμυνά του. Τόνισε ότι οι διαπιστώσεις της OLAF επιβεβαίωναν απλώς τα αποτελέσματα του λογιστικού ελέγχου της Επιτροπής. Επισήμανε ότι το νέο σύστημα διαχειρίσεως του χρόνου που έθεσε σε εφαρμογή το προσφεύγον καθιστούσε δυνατό τον επανυπολογισμό του πραγματικού αριθμού ωρών που είχαν αναλωθεί για το σχέδιο αποκλειστικώς βάσει «δελτίων του χρόνου εργασίας» που υπέγραφαν τα μέλη του προσωπικού και οι προϊστάμενοι κατά την εκτέλεση του σχεδίου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κοινοποίησε στο προσφεύγον την απόφασή της να απαιτήσει, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, την επιστροφή του συνόλου των ποσών που του είχαν χορηγηθεί δυνάμει των συμβάσεων Seahealth και Biopal.

29      Επισημαίνοντας ότι το προσφεύγον «[επεδίωκε καλόπιστα] να ανευρεθεί εύλογη και δίκαιη λύση», η Επιτροπή επιβεβαίωσε με το από 9 Οκτωβρίου 2007 έγγραφο ότι κατόπιν των σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών που αυτό διέπραξε όσον αφορά τη διαχείριση των εν λόγω σχεδίων ήταν υποχρεωμένη να του ζητήσει να της επιστρέψει τα καταβληθέντα ποσά.

30      Κατά συνέπεια, το CEVA πλήρωσε το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3240908670, της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, που αφορούσε συνολικό ποσό ύψους 189 703 ευρώ που του είχε καταβληθεί δυνάμει της συμβάσεως Seahealth, και το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3240909271, της 4ης Οκτωβρίου 2007, που αφορούσε το συνολικό ποσό ύψους 205 745 ευρώ που του καταβλήθηκε δυνάμει της συμβάσεως Biopal.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 22 Νοεμβρίου και στις 14 Δεκεμβρίου 2007, το προσφεύγον άσκησε τις υπό κρίση προσφυγές.

32      Στις 16 Ιουνίου 2008, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], πραγματοποιήθηκε ενώπιον του εισηγητή δικαστή συνεδρίαση με τη συμμετοχή εκπροσώπων των διαδίκων, προκειμένου να αποσαφηνιστούν ορισμένα από τα μεταξύ τους ζητήματα και να διευκολυνθεί η έναρξη συζητήσεων προς τον σκοπό τυχόν συμβιβαστικής επιλύσεως των υπό κρίση διαφορών. Οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους και συμφωνήθηκε ότι εντός προθεσμίας ενός μηνός η Επιτροπή θα ενημέρωνε το Πρωτοδικείο αν ήταν διατεθειμένη να έρθει εκ νέου σε επαφή με το CEVA, προκειμένου να επιτευχθεί συμβιβασμός. Με το από 10 Ιουλίου 2008 έγγραφο η Επιτροπή ενημέρωσε το Πρωτοδικείο ότι αδυνατούσε να ξεκινήσει τέτοιου είδους συζητήσεις.

33      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2008.

34      Με διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2009, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Πρωτοδικείου, αφού άκουσε τους διαδίκους, διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T-428/07 και T-455/07, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

35      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε διάφορες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό και η Επιτροπή προσκόμισε ορισμένα έγγραφα.

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Δεκεμβρίου 2009.

37      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα χρεωστικά σημειώματα υπ’ αριθ. 3240908670 και 3240909271·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να επιστρέψει τα καταβληθέντα κατ’ εφαρμογή των εν λόγω χρεωστικών σημειωμάτων ποσά·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει τα χρεωστικά σημειώματα, καθόσον ζητείται με αυτά η εξ ολοκλήρου επιστροφή των καταβληθέντων στο πλαίσιο των συμβάσεων Biopal και Seahealth ποσών και να υποχρεώσει την Επιτροπή να επιστρέψει τα καταβληθέντα ποσά κατ’ εφαρμογή των εν λόγω χρεωστικών σημειωμάτων·

–        έτι επικουρικότερον, να ορίσει πραγματογνώμονα.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές ακυρώσεως ως απαράδεκτες·

–        επικουρικώς, να απορρίψει τα αιτήματα περί μειώσεως του ύψους των χρεωστικών σημειωμάτων ή περί διορισμού πραγματογνώμονα·

–        έτι επικουρικότερον, να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως, έως ότου το ποινικό δικαστήριο επιτρέψει στο CEVA να λάβει γνώση των εγγράφων που θεωρεί αναγκαία για την προάσπιση των συμφερόντων του·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Χωρίς να προβάλλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή προβάλλει, κατά βάση, ότι οι υπό κρίση προσφυγές ακυρώσεως των ως άνω χρεωστικών σημειωμάτων είναι απαράδεκτες.

40      Η Επιτροπή φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε αναχαρακτηρισμό των υπό κρίση προσφυγών.

41      Προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί μόνον κατ’ εξαίρεση να χαρακτηρίσει ως αγωγή εκ συμβατικής ευθύνης προσφυγή που ασκήθηκε ως προσφυγή ακυρώσεως σε περίπτωση που με το δικόγραφο προβάλλεται παράβαση του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου. Το γεγονός απλώς και μόνον ότι γίνεται επίκληση συγκεκριμένων όρων της συμβάσεως δεν δικαιολογεί αναχαρακτηρισμό.

42      Υπενθυμίζει, συναφώς, ότι στη διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2007, T‑205/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 57), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν μπορεί να προβεί σε έναν τέτοιο αναχαρακτηρισμό, εφόσον, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν εκθέτει, ούτε καν συνοπτικά, κανένα ισχυρισμό, επιχείρημα ή αιτίαση που να αντλείται από την παράβαση του λουξεμβουργιανού δικαίου [εφαρμοστέου εν προκειμένω] ή τη μη τήρηση συγκεκριμένων όρων της συμβάσεως».

43      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι λόγοι ακυρώσεως είναι κατ’ ανάγκη επιχειρήματα στηριζόμενα σε παράβαση νόμου. Εξ αυτού συνάγει ότι ως εκ περισσού και δεδομένων των συγκεκριμένων περιστατικών της εν λόγω υποθέσεως το Πρωτοδικείο επισήμανε, στην προπαρατεθείσα διάταξη Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε μη τήρηση συμβατικών όρων. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώθηκε από τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 2008, Τ-100/03, Maison de l’Europe Avignon Méditerranée κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

44      Οποιαδήποτε διαφορετική λύση θα έθιγε τα δικαιώματα άμυνας και θα προσέκρουε στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Συνεπώς, οι υπό κρίση προσφυγές δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστούν αγωγές εκ συμβατικής ευθύνης, καθόσον, αντιθέτως προς το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, στα δικόγραφα που κατέθεσε το CEVA δεν εκτίθετο κανένας λόγος σχετικά με παράβαση του βελγικού δικαίου, του μόνου εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου.

45      Το προσφεύγον αμφισβητεί την εν λόγω επιχειρηματολογία. Στο υπόμνημα αντικρούσεώς του, υποστηρίζει ότι, όταν το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως ή αγωγής αποζημιώσεως,ενώ η ένδικη διαφορά είναι συμβατικού χαρακτήρα, προβαίνει σε αναχαρακτηρισμό του εν λόγω ένδικου βοηθήματος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

46      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι στον προσφεύγοντα απόκειται να επιλέξει το νομικό έρεισμα της προσφυγής του και όχι στον δικαστή της Ένωσης να επιλέξει αυτός την καταλληλότερη νομική βάση (βλ., κατά την έννοια αυτή, διατάξεις του Πρωτοδικείου Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 38, και της 6ης Οκτωβρίου 2008, Τ-235/06, Austrian Relief Program κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑207, σκέψη 32).

47      Εν προκειμένω, καίτοι τα δικόγραφα δεν βασίζονται ρητώς στις διατάξεις που διέπουν την προσφυγή ακυρώσεως, εντούτοις από την εξέτασή τους προκύπτει ότι με τις προσφυγές ζητείται η ακύρωση των χρεωστικών σημειωμάτων της 20ής Σεπτεμβρίου και της 4ης Οκτωβρίου 2007, των συμβάσεων Seahealth και Biopal αντιστοίχως (στο εξής: χρεωστικά σημειώματα), και ότι επομένως βασίζονται εμμέσως στις διατάξεις αυτές. 

48      Επιπλέον, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, το προσφεύγον υπέβαλε επίσης ορισμένα καταψηφιστικά αιτήματα. Ειδικότερα, στα αιτήματά του το προσφεύγον ζητεί κατά πρώτον την ακύρωση των προαναφερθέντων χρεωστικών σημειωμάτων. Κατά δεύτερον, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να του επιστρέψει το ποσό των εν λόγω χρεωστικών σημειωμάτων, το οποίο είχε εν τω μεταξύ καταβάλει.

49      Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία αιτημάτων επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, δεν είναι δυνατό να ερμηνευτούν ανεξάρτητα από τις προσφυγές ακυρώσεως των χρεωστικών σημειωμάτων ως αυτοτελή καταψηφιστικά αιτήματα απορρέοντα από τις συμβάσεις και ως εμμέσως βασισμένα στο άρθρο 238 EΚ, τα οποία θα είχαν υποβληθεί παράλληλα με τα ακυρωτικά αιτήματα. Ειδικότερα, και παρότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε το προσφεύγον στα δικόγραφά του βασίζεται κυρίως στους όρους των επίμαχων συμβάσεων, τα δικόγραφα φέρουν τον τίτλο «προσφυγές ακυρώσεως». Επιπλέον, το προσφεύγον δεν προβάλλει ότι τα εν λόγω δικόγραφα περιέχουν καταψηφιστικά αιτήματα. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητεί στα υπομνήματα απαντήσεως ότι οι προσφυγές διατυπώθηκαν κατά τρόπο ανεπαρκή. Υποστηρίζει αντιθέτως ότι πρέπει να αναχαρακτηριστούν.

50      Συνάγεται ότι το προσφεύγον στήριξε τις υπό κρίση προσφυγές αποκλειστικώς στο άρθρο 230 EK.

51      Δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα και παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 10ης Απριλίου 2008, T‑97/07, Imelios κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 21, και διάταξη Austrian Relief Program κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).

52      Κατά πάγια νομολογία, οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα και εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων που προβλέπει το άρθρο 249 ΕΚ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 230 EΚ (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2004, T-314/03 και T-378/03, Musée Grévin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1421, σκέψη 64, και Austrian Relief Program κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35).

53      Εν προκειμένω, αρκεί να διαπιστωθεί ότι τα χρεωστικά σημειώματα εντάσσονται στο πλαίσιο των συμβάσεων Seahealth και Biopal, με τις οποίες συνδέονται αρρήκτως. Ειδικότερα, βασιζόμενη σε συμβατικούς όρους που διατυπώθηκαν κυρίως στο άρθρο 3 του παραρτήματος II, η Επιτροπή επιδιώκει μέσω των εν λόγω χρεωστικών σημειωμάτων την επιστροφή της εισφοράς που καταβλήθηκε στο προσφεύγον δυνάμει των συμβάσεων αυτών.

54      Συνάγεται ότι, λόγω της φύσεώς τους τα εν λόγω χρεωστικά σημειώματα δεν συνιστούν διοικητικές αποφάσεις εμπίπτουσες στις πράξεις που προβλέπει το άρθρο 249 EΚ, η ακύρωση των οποίων μπορεί να ζητηθεί ενώπιον κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνου δυνάμει του άρθρου 230 EΚ.

55      Συνεπώς, οι υπό κρίση προσφυγές δεν μπορούν να κριθούν παραδεκτές δυνάμει του άρθρου 230 EΚ καθόσον με αυτές ζητείται η ακύρωση χρεωστικών σημειωμάτων

56      Τα προαναφερθέντα καταψηφιστικά αιτήματα είναι επίσης απαράδεκτα, καθότι προβλήθηκαν βάσει του άρθρου 230 ΕΚ (βλ. σκέψεις 49 και 50 ανωτέρω), στο μέτρο που, κατά πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα ή να τα υποκαταστήσει, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας που ασκεί, αλλά στην οικεία διοικητική αρχή εναπόκειται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 1998, Τ-67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1, σκέψη 200 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο, όταν ασκείται ενώπιόν του προσφυγή ακυρώσεως ή αγωγή αποζημιώσεως, ενώ η διαφορά είναι, στην πραγματικότητα, συμβατικής φύσεως, προβαίνει σε αναχαρακτηρισμό του ασκηθέντος μέσου παροχής ένδικης προστασίας, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τέτοιου είδους αναχαρακτηρισμό (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T‑26/00, Lecureur κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2623, σκέψη 38· διατάξεις του Πρωτοδικείου Musée Grévin κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 88, και της 9ης Ιουνίου 2005, T‑265/03, Helm Düngemittel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2009, σκέψη 54).

58      Συναφώς, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, δεν συνάγεται από τη νομολογία ότι τέτοιου είδους αναχαρακτηρισμός εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι γίνεται επίκληση στο δικόγραφο του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου. Αντιθέτως, από τις σκέψεις 38 έως 40 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Lecureur κατά Επιτροπής, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αναχαρακτηρισμού της προσφυγής, που βασίζεται στο άρθρο 230 EΚ, προς στήριξη του οποίου ο προσφεύγων προέβαλε αποκλειστικώς τη μη τήρηση από την Επιτροπή των συμβατικών της υποχρεώσεων.

59      Επιπλέον, η εξέταση της νομολογίας καταδεικνύει ότι όταν επιλαμβάνεται διαφοράς συμβατικής φύσεως το Γενικό Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί σε αναχαρακτηρισμό προσφυγής ακυρώσεως τόσο όταν η εκπεφρασμένη βούληση της προσφεύγουσας να μη βασίσει την προσφυγή της στο άρθρο 238 EΚ αποκλείει τέτοιου είδους αναχαρακτηρισμό (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες διατάξεις Musée Grévin κατά Επιτροπής, σκέψη 88, και Maison de l’Europe Avignon Méditerranée κατά Επιτροπής, σκέψη 54) όσο και όταν η προσφυγή δεν στηρίζεται σε λόγο που αφορά παράβαση των κανόνων που διέπουν την επίμαχη συμβατική σχέση, είτε πρόκειται για συμβατικούς όρους είτε για διατάξεις του εθνικού δικαίου που ορίζεται ως το εφαρμοστέο στη σύμβαση (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες διατάξεις Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 57, και Imelios κατά Επιτροπής, σκέψη 33).

60      Η περιοριστική ερμηνεία της προπαρατεθείσας διατάξεως Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής από την Επιτροπή βασίζεται σε εσφαλμένη αντίληψη της έννοιας του ισχυρισμού, κατά την έννοια ιδίως του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ορισμός της Επιτροπής, κατά τον οποίο, στο πλαίσιο αγωγής εκ συμβατικής ευθύνης, δεν είναι δυνατό να βασιστεί ισχυρισμός σε παράβαση του εθνικού νόμου περί συμβάσεων. Ειδικότερα, οι συμβατικοί όροι αποτελούν από κοινού με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, και στο πλαίσιο αυτού, τους κανόνες που διέπουν τη συμβατική σχέση. Εξάλλου, η ερμηνεία συμβάσεως υπό το πρίσμα των διατάξεων του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς το περιεχόμενο της συμβάσεως ή τη σημασία ορισμένων από τους όρους της (απόφαση του Πρωτοδικείου 19ης Νοεμβρίου 2008, Τ-316/06, Επιτροπή κατά Premium, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53). Συνεπώς, δεδομένου ότι ο όρος «ισχυρισμός» καταλαμβάνει κάθε νομικό ή πραγματικό επιχείρημα δυνάμενο να οδηγήσει τον δικαστή, εφόσον το κρίνει βάσιμο, να κάνει δεκτά τα αιτήματα του διαδίκου που το προβάλλει, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, όπως και η επίκληση του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, η επίκληση συμβατικών όρων συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση λόγου ακυρώσεως στο πλαίσιο προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο 238 EΚ.

61      Επομένως, αρκεί η επίκληση στο δικόγραφο ενός από τους χαρακτηριστικούς λόγους ακυρώσεως στο πλαίσιο προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο 238 EΚ κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να είναι δυνατός ο αναχαρακτηρισμός της εν λόγω προσφυγής, χωρίς να προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας του καθού θεσμικού οργάνου. Στο πλαίσιο αυτό, αν, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή, γίνει δεκτό ότι είναι δυνατός ο αναχαρακτηρισμός προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο 238 EΚ, όταν ο προσφεύγων προβάλλει λόγους ακυρώσεως που αφορούν παράβαση του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, ουδόλως αποκλείεται να αποδοθούν οι ίδιες νομικές συνέπειες, προς τον σκοπό τυχόν αναχαρακτηρισμού, σε λόγους που αφορούν τη μη τήρηση συμβατικών υποχρεώσεων.

62      Η προπαρατεθείσα διάταξη Maison de l’Europe Avignon Méditerranée κατά Επιτροπής, την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή, δεν είναι ικανή να αναιρέσει την ανάλυση αυτή. Αληθεύει ότι στη σκέψη 23 της διατάξεως αυτής, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι ο προσφεύγων δεν εξέθεσε «κανένα λόγο ακυρώσεως ή επιχείρημα ή αιτίαση περί παραβιάσεως του βελγικού δικαίου, το οποίο ήταν το μόνο εφαρμοστέο στην επίμαχη συμφωνία δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας που προέβλεπε η εν λόγω συμφωνία». Παρέλειψε συνεπώς να διαπιστώσει και την ανυπαρξία λόγων ακυρώσεως σχετικών με τη μη τήρηση συμβατικού όρου. Εντούτοις, δεν προκύπτει από την εν λόγω διάταξη ότι είχαν προβληθεί τέτοιου είδους λόγοι ακυρώσεως. Επιπλέον, η απόρριψη του αιτήματος να αναχαρακτηριστεί η προσφυγή δεν αιτιολογήθηκε μόνο βάσει της προαναφερθείσας αιτιολογίας. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο στη διάταξή του αυτή βασίστηκε στο ουσιώδες στοιχείο ότι ο προσφεύγων επισήμανε, ρητώς, ότι η προσφυγή του στηρίζεται στο άρθρο 230 EΚ.

63      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προέβαλε το προσφεύγον, στα υπομνήματα απαντήσεως, προς στήριξη του αναχαρακτηρισμού των προσφυγών, τα δικόγραφα στηρίζονται ρητώς στους επίμαχους όρους των συμβάσεων, ήτοι στο άρθρο 26 και το άρθρο 3, παράγραφοι 4 και 5, του παραρτήματος II. Το προσφεύγον αμφισβητεί ειδικότερα την ερμηνεία και την εφαρμογή από την Επιτροπή του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, που επιτρέπει την πλήρη επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, τα οποία αφορούν τα χρεωστικά σημειώματα, ενώ από τις διαπιστωθείσες παρατυπίες προκύπτει σχετικώς μικρή απόκλιση μεταξύ των δηλώσεων δαπανών προς τη Επιτροπή και των επιλέξιμων δαπανών. Καταλογίζει στην Επιτροπή ότι δεν βασίστηκε στο άρθρο 3, παράγραφος 4, του παραρτήματος II, το οποίο επιτρέπει στο εν λόγω θεσμικό όργανο να απαιτήσει την επιστροφή της διαφοράς που διαπιστώθηκε κατόπιν λογιστικού ελέγχου. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα δικόγραφα της προσφυγής περιέχουν πλήρη και σαφή έκθεση του λόγου ακυρώσεως που αφορά τον παράτυπο χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη των συμβατικών όρων, της ολοσχερούς ανακτήσεως της χρηματοδοτικής συμμετοχής που καταβλήθηκε δυνάμει της επίμαχης συμβάσεως.

64      Συνεπώς οι υπό κρίση προσφυγές μπορούν να χαρακτηριστούν αγωγές στηριζόμενες στο άρθρο 238 EΚ, καθόσον βασίζονται ειδικότερα στη μη τήρηση των συμβατικών όρων. Τα εν λόγω ένδικα βοηθήματα είναι συνεπώς παραδεκτά.

 Επί της ουσίας

65      Το προσφεύγον προβάλλει, κυρίως, παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας και, επικουρικώς, το παράτυπο της ανακτήσεως του συνόλου των χορηγηθέντων ποσών.

66      Η Επιτροπή, με τη σειρά της, υποστηρίζει προκαταρκτικώς ότι, ακόμη και αν οι υπό κρίση προσφυγές χαρακτηρισθούν καταψηφιστικές αγωγές, είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμες, λόγω του μη εκτελεστού χαρακτήρα των χρεωστικών σημειωμάτων.

67      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα χρεωστικά σημειώματα έχουν χαρακτήρα αμιγώς προπαρασκευαστικό και ενημερωτικό ενόψει τυχόν αποφάσεως της Επιτροπής να συνεχίσει τη διαδικασία ανακτήσεως βάσει του άρθρου 256 EΚ. Όποια και αν είναι η φύση των υπό κρίση ενδίκων βοηθημάτων, τέτοιου είδους χρεωστικά σημειώματα δεν συνιστούν επομένως πράξεις δεκτικές προσφυγής. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι, ακόμη και αν οι υπό κρίση προσφυγές χαρακτηρισθούν αγωγές εκ συμβατικής ευθύνης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, για τον λόγο ότι η έκδοση των επίμαχων χρεωστικών σημειωμάτων δεν είναι δυνατό να συνιστά πταίσμα και να προκάλεσε τη ζημία που φέρεται ότι υπέστη το CEVA εξαιτίας της επιστροφής των ποσών που ζήτησε η Επιτροπή.

68      Συναφώς, κατά πρώτον, αρκεί να υπομνησθεί ότι, επί συμβατικών διαφορών, η Επιτροπή υπόκειται στις γενικές αρχές που ισχύουν για τις συμβάσεις (βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, C‑294/02, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑2175, I‑2178, σημείο 170). Καταρχήν, δεν διαθέτει, στο πλαίσιο αυτό, την εξουσία να εκδίδει μονομερείς πράξεις (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, διάταξη Musée Grévin κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 85). Συνεπώς, δεν εναπόκειται σε αυτή να απευθύνει πράξη εκτελεστού χαρακτήρα στον οικείο συμβαλλόμενο, προκειμένου αυτός να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα, αλλά απόκειται σε αυτήν, κατά περίπτωση, να προσφεύγει στον αρμόδιο για την εκδίκαση καταψηφιστικών αγωγών δικαστή.

69      Στο συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, και καθόσον οι υπό κρίση προσφυγές χαρακτηρίστηκαν αγωγές με αίτημα την καταβολή των επιστραφέντων από τον προσφεύγοντα ποσών κατόπιν των χρεωστικών σημειωμάτων που του απευθύνθηκαν, οι εν λόγω καταψηφιστικές αγωγές πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των συμβατικών όρων που επικαλέστηκαν οι διάδικοι. Στο πλαίσιο τέτοιου είδους αγωγών εκ συμβατικής ευθύνης, το βασισμένο στη νομική φύση των χρεωστικών σημειωμάτων επιχείρημα της Επιτροπής είναι, κατά συνέπεια, παντελώς αλυσιτελές. Ειδικότερα, επιληφθέν των υπό κρίση καταψηφιστικών αγωγών δυνάμει του άρθρου 238 EΚ, το Γενικό Δικαστήριο καλείται απλώς και μόνο να κρίνει αν, υπό το πρίσμα των όρων των συμβάσεων, η Επιτροπή δικαιούται να ανακτήσει ολοσχερώς το ποσό των χρηματοδοτικών συμμετοχών που καταβλήθηκαν στο προσφεύγον.

70      Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, είναι άνευ σημασίας η περίσταση ότι το προσφεύγον επέστρεψε τα ποσά που ζήτησε η Επιτροπή μέσω των χρεωστικών σημειωμάτων, παρότι αυτά δεν ήταν εκτελεστές πράξεις (βλ. ανωτέρω σκέψεις 52 έως 54). Ειδικότερα, η εξόφληση των χρεωστικών σημειωμάτων από το προσφεύγον, παρά τον μη εκτελεστό χαρακτήρα τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί παραίτηση από τυχόν δικαίωμα να του καταβληθούν τα επίμαχα ποσά. Συγκεκριμένα, μόνον η παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικαίωμα αυτό ή η παραγραφή της ως άνω αξιώσεως, επιχειρήματα που δεν προέβαλε, εξάλλου, η Επιτροπή, συνεπάγονται την απόρριψη των καταψηφιστικών του αιτημάτων, αν αυτές δικαιολογούνται από τους όρους των συμβάσεων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1993, C‑142/91, Cebag κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑553, σκέψη 18).

71      Κατά δεύτερον, οι υπό κρίση αγωγές αποζημιώσεως δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν,όπως εισηγήθηκε η Επιτροπή αρχικώς, αγωγές αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη το προσφεύγον λόγω της αποστολής από την Επιτροπή των χρεωστικών σημειωμάτων, κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων. Ειδικότερα, με τις εν λόγω προσφυγές ζητείται απλώς και μόνο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στο προσφεύγον τα αναγραφόμενα στα χρεωστικά σημειώματα ποσά, τα οποία αυτή θεωρεί ότι της οφείλονται κατ’ εκτέλεση των συμβάσεων. Στο πλαίσιο των εν λόγω προσφυγών, το Γενικό Δικαστήριο δεν καλείται επομένως να ελέγξει τη νομιμότητα των χρεωστικών σημειωμάτων. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση του αλυσιτελούς χαρακτήρα του επιχειρήματος της Επιτροπής που στηρίζεται στην ιδέα ότι η έκδοση των χρεωστικών σημειωμάτων δεν είναι δυνατό να συνιστά πταίσμα κατά την εκτέλεση της συμβάσεως.

72      Συνάγεται εξ αυτού ότι πρέπει να απορριφθεί η αρχική επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

 Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί προσβολής της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας


 Επιχειρήματα των διαδίκων

73      Το προσφεύγον προβάλλει παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας. Βασίζεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1), περί δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, το οποίο περιλαμβάνει κυρίως το δικαίωμα κάθε προσώπου σε ακρόαση προ της λήψεως ατομικού μέτρου εις βάρος του καθώς και το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα που το αφορούν, στο άρθρο 42 του Χάρτη, περί δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, και στο άρθρο 48 του Χάρτη, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα άμυνας.

74      Το προσφεύγον καταλογίζει κατ’ ουσία στην Επιτροπή ότι βασίζεται, αφενός, στα πορίσματα της έρευνας της OLAF και, αφετέρου, στα σχετικά με τις δύο επίμαχες συμβάσεις «δελτία του χρόνου εργασίας». Όμως, ποτέ δεν έλαβε γνώση των πορισμάτων της OLAF και τα «δελτία του χρόνου εργασίας» κατασχέθηκαν πριν τη σύνταξη της τελικής εκθέσεως του λογιστικού ελέγχου. Το προσφεύγον δεν μπόρεσε συνεπώς να ασκήσει αποτελεσματικώς το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεώς του πριν αποφασίσει η Επιτροπή να ζητήσει την ολοσχερή επιστροφή της χρηματοδοτικής συμμετοχής που καταβλήθηκε δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων.

75      Η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της χρηστής διοικήσεως κατά τη διεξαγωγή του λογιστικού ελέγχου, καθόσον η έκθεση του λογιστικού ελέγχου αφορά όχι μόνον τα «δελτία του χρόνου εργασίας», αλλά και τα πορίσματα της έρευνας της OLAF. Επιπλέον, προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, παραλείποντας να κοινοποιήσει στο CEVA τα «δελτία του χρόνου εργασίας» καθώς και τα πορίσματα της OLAF.

76      Στα υπομνήματα απαντήσεώς του, το προσφεύγον διαπιστώνει τη μεροληπτική και άδικη κατ’ αυτό συμπεριφορά της Επιτροπής, στο πλαίσιο άλλων συμβάσεων που συνήψε με το εν λόγω θεσμικό όργανο.

77      Η Επιτροπή αμφισβητεί την εν λόγω επιχειρηματολογία. Υποστηρίζει ότι τηρήθηκε η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, καθόσον το προσφεύγον γνώριζε το σύνολο των εγγράφων, τα οποία συνέταξε το ίδιο και στα οποία βασίστηκε η Επιτροπή προκειμένου να εκδώσει τα χρεωστικά σημειώματα, λαμβανομένης υπόψη και της εκθέσεως λογιστικού ελέγχου. Επιπλέον, το προσφεύγον απέλυσε τον γενικό διευθυντή του λόγω βαρειάς αμέλειας, αποδεχόμενο τα πορίσματα της Επιτροπής όσον αφορά τις παρατυπίες του κατά τη διαχείριση των «δελτίων του χρόνου εργασίας». Θα ήταν συνεπώς ασυνεπές εκ μέρους της Επιτροπής να αμφισβητήσει τα πορίσματά της.

78      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να βασίζεται στα πορίσματα της εκθέσεως της OLAF, προκειμένου να απαιτήσει την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

79      Το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος II παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο το δικαίωμα να υποβάλλει παρατηρήσεις επί της προσωρινής εκθέσεως λογιστικού ελέγχου και της οριστικής εκθέσεως λογιστικού ελέγχου.

80      Εν προκειμένω, πρέπει καταρχάς να εξετασθεί η αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως του προσφεύγοντος κατά τη διαδικασία του λογιστικού ελέγχου, καθόσον το προσφεύγον δεν είχε πρόσβαση στην έκθεση της OLAF. 

81      Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι ούτε η έκθεση ελέγχου ούτε η απόφαση της Επιτροπής να ζητήσει την επιστροφή της χρηματοδοτικής συμμετοχής που καταβλήθηκαν δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων στηρίζονται στα πορίσματα της OLAF.

82      Από την έκθεση τελικού λογιστικού ελέγχου, στην οποία βασίστηκε η Επιτροπή, προκύπτει ρητώς ότι οι ελεγκτές προέβησαν σε διάκριση μεταξύ του λογιστικού ελέγχου που διενεργήθηκε σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους και του ελέγχου που διενήργησε η OLAF. Είναι επομένως προφανές ότι η έκθεση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τα πορίσματα της OLAF. Ειδικότερα, επισημαίνεται ρητώς ότι αντικείμενό της είναι η εξέταση των σχετικών με τις δηλωθείσες δαπάνες αποδεικτικών στοιχείων, ότι δεν αποσκοπεί στον εντοπισμό «περιστατικών» ή απατών και καταρτίστηκε υπό την επιφύλαξη τυχόν συμπληρωματικών διαπιστώσεων εκ μέρους των υπηρεσιών της OLAF.

83      Επιπλέον, από το από 28 Αυγούστου 2007 έγγραφο που απηύθυνε η Επιτροπή στο προσφεύγον προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο βασίστηκε αποκλειστικώς στις διαπιστώσεις που περιέχονταν στην τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου. Όσον αφορά τα πορίσματα της OLAF, η Επιτροπή επισήμανε απλώς και μόνο στο πλαίσιο της εν λόγω αλληλογραφίας ότι τα πορίσματα της OLAF επιβεβαίωναν τις δηλώσεις των ελεγκτών.

84      Συνάγεται, εν προκειμένω, ότι η επίκληση της εκθέσεως της OLAF είναι αλυσιτελής, καθώς η ολοσχερής ανάκτηση της καταβληθείσας χρηματοδοτικής συμμετοχής, κατά της οποίας στρέφεται το προσφεύγον, δεν βασιζόταν στην εν λόγω έκθεση ούτε σε μεταγενέστερη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας σε βάρος του προσφεύγοντος.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι το προσφεύγον δεν είχε πρόσβαση στην έκθεση της OLAF δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και του δικαιώματος ακροάσεώς του κατά τη διαδικασία του λογιστικού ελέγχου. Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας, δεν είναι τεκμηριωμένο και πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο.

86      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση ότι το προσφεύγον δεν είχε πλέονστη διάθεσή του τα «δελτία του χρόνου εργασίας» όταν υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της τελικής εκθέσεως λογιστικού ελέγχου, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το γεγονός ότι το προσφεύγον είναι ο συντάκτης των «δελτίων του χρόνου εργασίας» δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι του παρασχέθηκε δικαίωμα ακροάσεως, καίτοι δεν είχε πλέον πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα μετά την κατάσχεσή τους από την OLAF. Εξάλλου, το γεγονός ότι το προσφεύγον παραδέχτηκε την ύπαρξη παρατυπιών, ενώ δεν είχε πλέον πρόσβαση στα «δελτία του χρόνου εργασίας» δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί ότι ήταν σε θέση να υπερασπίσει τη θέση του και ότι αναγνώρισε το σύνολο των παρατυπιών που του καταλογίσθηκαν καθώς και τη σοβαρότητά τους.

87      Εν προκειμένω, παρότι η Επιτροπή δεν το προβάλλει, επισημαίνεται ότι το προσφεύγον είχε ακόμη στη διάθεσή του τα «δελτία του χρόνου εργασίας» όταν υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου. Αντιθέτως, δεν διέθετε πλέον τα εν λόγω «δελτία του χρόνου εργασίας», όταν υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της τελικής εκθέσεως ελέγχου.

88      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, καίτοι το προσφεύγον δεν αμφισβητεί ότι η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα πορίσματα της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου, εντούτοις δεν μπόρεσε να ασκήσει αποτελεσματικώς το δικαίωμα ακροάσεώς του όσον αφορά την τελική έκθεση ελέγχου, κατά το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος II. Ούτε ήταν σε θέση να διατυπώσει τη θέση του μεταγενέστερα εν πλήρη γνώσει της υπάρξεως και της σοβαρότητας των διαπιστωθεισών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών, κατόπιν των ως άνω από 22 Ιανουαρίου 2007 και 20 Μαρτίου 2007 εγγράφων της Επιτροπής με τα οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο τον ενημέρωσε σχετικά με την πρόθεσή της να ζητήσει την ολοσχερή επιστροφή της χρηματοδοτικής συμμετοχής που του καταβλήθηκε δυνάμει των δύο επίμαχων συμβάσεων.

89      Συναφώς, το γεγονός ότι τα δικαιολογητικά που είχε στην κατοχή του ο οικείος αντισυμβαλλόμενος, εν προκειμένω, τα «δελτία του χρόνου εργασίας», κατασχέθηκαν από την OLAF και ενέπιπταν, για τον λόγο αυτό, κατά την Επιτροπή, στις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001 δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος ακροάσεως που ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος έλκει από το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος II στο πλαίσιο της διαδικασίας λογιστικού ελέγχου.

90      Εντούτοις, όσον αφορά τις έννομες συνέπειες της προσβολής εν προκειμένω του δικαιώματος ακροάσεως του προσφεύγοντος κατά το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος II, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο των υπό κρίση αγωγών εκ συμβατικής ευθύνης, τέτοιου είδους παρατυπία δεν μπορεί καθαυτή να θεμελιώσει την υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει τα ποσά που αυτό ζητεί. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών που στηρίζονται στο άρθρο 238 EΚ, η συμβατική ευθύνη της Επιτροπής πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων όρων των επίμαχων συμβάσεων που προέβαλαν οι διάδικοι και βάσει όλων των διαθέσιμων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στοιχείων, τηρουμένης της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας.

91      Εξάλλου, η προαναφερθείσα προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος II, μπορεί κατά περίπτωση να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως του αιτήματος αποκαταστάσεως –κυρίως υπό τη μορφή αιτήματος αποδόσεως αντισταθμιστικών τόκων– της ζημίας που προκλήθηκε από την εν λόγω παρατυπία, αν το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα τέτοιου είδους αποζημιώσεως σε περίπτωση μη τηρήσεως των συμβατικών υποχρεώσεων.

92      Εντούτοις, εν προκειμένω, το προσφεύγον δεν ζητεί την αποκατάσταση ζημίας που οφείλεται στην προσβολή του δικαιώματος ακροάσεώς του δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος II. Ειδικότερα, τα υπό κρίση ένδικα βοηθήματα αποσκοπούν αποκλειστικώς στο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επιστρέψει στο προσφεύγον τα ποσά που αυτό αχρεωστήτως απέδωσε στο εν λόγω θεσμικό όργανο μετά την παραλαβή των ως άνω χρεωστικών σημειωμάτων.

93      Τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με την συμπεριφορά που η Επιτροπή φέρεται ότι επέδειξε στο πλαίσιο άλλων συμβάσεων πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθούν, καθόσον δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο των υπό κρίση ένδικων διαφορών.

94      Συνάγεται ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση ένδικης διαφοράς, είναι αλυσιτελής ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος.

95      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που έχουν υποβληθεί στο Γενικό Δικαστήριο και βάσει των οποίων οι διάδικοι ήταν σε θέση να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους είτε στα υπομνήματά τους είτε στις γραπτές απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, είτε κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, σε αυτό απόκειται να εξετάσει τα καταψηφιστικά αιτήματα του προσφεύγοντος.

96      Συναφώς, από τις γραπτές απαντήσεις των διαδίκων στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, πριν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι το προσφεύγον, μετά την εξέτασή του, και η Επιτροπή, ως πολιτικώς ενάγουσα, είχαν ήδη πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων της ποινικής διαδικασίας στη Γαλλία, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ άλλων και τα έγγραφα του προσφεύγοντος, όπως τα σχετικά με τα σχέδια Seahealth και Biopal «δελτία του χρόνου εργασίας», που είχαν κατασχεθεί από την OLAF.

97      Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι το προσφεύγον μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων που έκρινε αναγκαία για την άμυνά του, κατέστη άνευ αντικειμένου το επικουρικό αίτημα της Επιτροπής να ανασταλεί η διαδικασία. Παρέλκει επομένως η κρίση επί του εν λόγω αιτήματος.

98       Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί κατωτέρω ο ισχυρισμός που αφορά τον παράτυπο χαρακτήρα της ολοσχερούς ανακτήσεως των επίμαχων ποσών, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των διαθέσιμων επί του παρόντος στοιχείων, στα οποία το προσφεύγον είχε πρόσβαση και ως προς τα οποία ήταν σε θέση να προβάλει την άποψή του στις απαντήσεις του προς τις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Όσον αφορά τον ισχυρισμό που αφορά τον παράτυπο χαρακτήρα της ανακτήσεως των καταβληθέντων δυνάμει των συμβάσεων Seahealth και Biopal ποσών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

99      Το προσφεύγον υπενθυμίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος ορίζει ότι μόνο σε περίπτωση απάτης ή σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών που διαπιστώνονται στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου μπορεί η Επιτροπή να ζητήσει την ολοσχερή επιστροφή της κοινοτικής συμμετοχής που καταβλήθηκε στον αντισυμβαλλόμενό της.

100    Εν προκειμένω, το προσφεύγον αναγνωρίζει την ύπαρξη «εξόφθαλμων ελλείψεων όσον αφορά την καταγραφή των ωρών» κατά το διάστημα που αντιστοιχούσε στην εκτέλεση των επίμαχων συμβάσεων. Δεν αμφισβητεί τις ασυνέπειες και την αδιαφάνεια του συστήματος των «δελτίων του χρόνου εργασίας», που αποκαλύφθηκαν κατά τον έλεγχο της Επιτροπής. Εντούτοις, δεν είναι δυνατό λόγω των εν λόγω σφαλμάτων ή πταισμάτων να αμφισβητηθεί ότι το προσφεύγον εκτέλεσε πράγματι και κατά τρόπο ποιοτικό το έργο, γεγονός που δεν αμφισβητεί η Επιτροπή. Επιπλέον, δεν είναι αρκούντως σοβαρά, ώστε να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II.

101    Το προσφεύγον εισηγείται να εφαρμοστεί αναδρομικώς στις επίμαχες συμβάσεις το νέο του σύστημα ελέγχου διαχειρίσεως που καθιστά δυνατή την αυστηρή παρακολούθηση των ωρών και των δαπανών, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή το 2007 και στηρίζεται, αφενός, στις δαπάνες και τις ώρες που διατέθηκαν ευθέως στο οικείο σχέδιο και, αφετέρου, τις ώρες που κατανεμήθηκαν στα σχέδια. Κατά τους νέους υπολογισμούς που καταρτίστηκαν βάσει της εν λόγω μεθόδου, η διαφορά μεταξύ των ωρών που διατέθηκαν πράγματι σε κάθε σχέδιο και του αριθμού των ωρών που δηλώθηκαν στα σχετικά με τις δύο επίμαχες συμβάσεις δελτία δαπανών τα οποία διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή δεν υπερβαίνουν το 1,9 % όσον αφορά τη σύμβαση Seahealth και το 5,35 % όσον αφορά τη σύμβαση Biopal. Το προσφεύγον εξηγεί ότι, δεδομένου ότι οι συμβάσεις εκτελέστηκαν το 2003, το 2004 και το 2005, οι παράμετροι υπολογισμού των δαπανών κάθε έτους ανασυστάθηκαν μέσω των λογαριασμών πραγματικών αποτελεσμάτων κατά το τέλος του λογιστικού έτους και των δελτίων μισθοδοσίας κατά τις εν λόγω περιόδους.

102    Στις απαντήσεις του στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι από τα συγκεντρωτικά «δελτία του χρόνου εργασίας» που καταρτίστηκαν ανά σχέδιο από την υπηρεσία διώξεως λογιστικού εγκλήματος της Rennes προκύπτει ότι η διαφορά μεταξύ των «δελτίων του χρόνου εργασίας» και των δελτίων δαπανών ήταν μόνον 6 % όσον αφορά τα σχέδια Seahealth και Biopal.

103    Η διαπίστωση ότι οι διαφορές ήταν επομένως μικρότερες επιβεβαίωσε ότι τα σφάλματα που περιέχονταν στα «δελτία του χρόνου εργασίας» δεν ήταν αρκούντως σοβαρά, ώστε να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II. Το αίτημα ολοσχερούς επιστροφής των καταβληθέντων ποσών είναι συνεπώς δυσανάλογη.

104    Το προσφεύγον ζητεί έτι επικουρικότερον από το Γενικό Δικαστήριο να διορίσει πραγματογνώμονα, προκειμένου αυτός να ελέγξει τον υπολογισμό του χρόνου από αυτό κατ’ εφαρμογή του νέου του συστήματος ελέγχου διαχειρίσεως των επίμαχων συμβάσεων (βλ. ανωτέρω σκέψη 101). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το προσφεύγον διευκρίνισε ότι ένας πραγματογνώμονας είναι σε θέση να υπολογίσει τον απαιτούμενο χρόνο εργασίας, λαμβανομένων υπόψη του επιστημονικού έργου που ζητήθηκε να εκτελεστεί και των μέσων που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή στο πλαίσιο των δύο επίμαχων συμβάσεων.

105    Η Επιτροπή υποστηρίζει κατά πρώτον ότι το προσφεύγον δεν υποστηρίζει ότι παρέβη καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις συμβατικές της υποχρεώσεις ή διάταξη του βελγικού δικαίου. Τα αιτήματα με τα οποία ζητείται η μείωση του ύψους των επιστρεπτέων ποσών και ο διορισμός πραγματογνώμονα πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν ως μη σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

106    Κατά δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, λόγω της σοβαρότητας των χρηματοπιστωτικών παρατυπιών που διαπράχθηκαν, η αίτηση ολοσχερούς επιστροφής των καταβληθέντων ποσών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, είναι δικαιολογημένη. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η ύπαρξη προθέσεως απάτης δεν ήταν απαραίτητη προκειμένου να απαιτηθεί τέτοιου είδους επιστροφή, όταν υφίστανται σοβαρές χρηματοπιστωτικές παρατυπίες, όπως αυτές που διαπιστώθηκαν εν προκειμένω.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

107    Προκαταρκτικώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, όσον αφορά το παραδεκτό του υπό κρίση ισχυρισμού, αυτός προβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 63).

108    Όσον αφορά τα επικουρικά αιτήματα για τον διορισμό πραγματογνώμονα, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την αρχή ότι κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τις δικές του δικονομικές διατάξεις (προπαρατεθείσες προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην απόφαση Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., σημείο 56), τα αιτήματα αυτά πρέπει να εξετασθούν από το Γενικό Δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρθρων 65 έως 67 του Κανονισμού Διαδικασίας περί αποδεικτικών μέσων. Δεν μπορεί επομένως να καταλογισθεί στο προσφεύγον ότι δεν στήριξε τέτοιου είδους αιτήματα στο εφαρμοστέο επί των συμβάσεων δίκαιο.

109    Βάσει των πορισμάτων λογιστικού ελέγχου, η Επιτροπή έχει την εξουσία, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος II, να λάβει κάθε κατάλληλο μέτρο που θεωρεί αναγκαίο, συμπεριλαμβανομένης της εκδόσεως εντάλματος εισπράξεως του συνόλου ή μέρους των ποσών που αυτή κατέβαλε δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων.

110    Εν προκειμένω, κατόπιν του λογιστικού ελέγχου, η Επιτροπή κατήγγειλε τις δύο επίμαχες συμβάσεις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος II, και αποφάσισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εν λόγω παραρτήματος, να μην προβεί σε καταβολή ποσών δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων. Οι συγκεκριμένες αποφάσεις δεν αμφισβητήθηκαν από το προσφεύγον.

111    Eν προκειμένω, το προσφεύγον αμφισβητεί την ανάκτηση από την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, του συνόλου της χρηματοδοτικής συμμετοχής που του καταβλήθηκε ήδη στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων. Καταλογίζει στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε το άρθρο 3, παράγραφος 4, του παραρτήματος II, κατά το οποίο ο οικείος αντισυμβαλλόμενος επιστρέφει αποκλειστικώς τη διαφορά, όταν, λαμβανομένων υπόψη τυχόν προσαρμογών, συμπεριλαμβανομένων και των προσαρμογών κατόπιν λογιστικού ελέγχου, κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 26 του παραρτήματος ΙΙ, τα εισπραχθέντα ποσά υπερβαίνουν το συνολικό ύψος της οφειλόμενης κοινοτικής συμμετοχής.

112    Σκόπιμο είναι να επισημανθεί ότι, ενώ οι συμβάσεις Seahealth και Biopal εκτελέσθηκαν συννόμως από το 2003 έως το 2005, όπως επισήμανε το προσφεύγον χωρίς να αντικρουσθεί από την Επιτροπή, από την τελική έκθεση ελέγχου που διενεργήθηκε τον Μάιο του 2006 προκύπτει ότι ο έλεγχος αφορούσε αποκλειστικώς τα έτη 2003 και 2004.

113    Όσον αφορά τα έτη 2003 και 2004, από την τελική έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι οι δαπάνες προσωπικού δεν δικαιολογήθηκαν από το προσφεύγον σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους και επομένως κρίθηκαν ως μη επιλέξιμες. Αντιθέτως, οι δαπάνες πλην αυτών που σχετίζονται με τις δαπάνες προσωπικού θεωρήθηκαν επιλέξιμες (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω).

114    Εξάλλου, από τις απαντήσεις της Επιτροπής στις ερωτήσεις που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είχε στη διάθεσή του, κατά τον οικονομικό έλεγχο, τις δηλώσεις δαπανών για το 2005, που πραγματοποιήθηκαν εκπρόθεσμα. Οι ως άνω δηλώσεις δαπανών απορρίφθηκαν αυτεπαγγέλτως μετά την έκθεση λογιστικού ελέγχου, καθότι η Επιτροπή έκρινε, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών αμφιβολιών για τα έτη 2003 και 2004, ότι το προσφεύγον δεν εκπλήρωνε πλέον τις χρηματοπιστωτικές του υποχρεώσεις, και κατά το 2005.

115    Επομένως είναι προφανές ότι οι υπό κρίση διαφορές αφορούν, αφενός, τις δηλωθείσες για τα έτη 2003 και 2004 δαπάνες που ελέγχθηκαν στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω) και, αφετέρου, τις σχετικές με το 2005 δηλώσεις δαπανών, οι οποίες απορρίφθηκαν αυτεπαγγέλτως.

116    Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, σε συνδυασμό με το άρθρο 26, παράγραφος 3, και το άρθρο 7, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του εν λόγω παραρτήματος, παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ζητήσει την επιστροφή του συνόλου των χρηματοδοτικών συμμετοχών που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των δύο επίμαχων συμβάσεων.

117    Το άρθρο 26, παράγραφος 3, και το άρθρο 7, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος II προβλέπουν απλώς και μόνο τη δυνατότητα της Επιτροπής να ανακτήσει το σύνολο των εν λόγω χρηματοδοτικών συμμετοχών, κατόπιν αντιστοίχως ελέγχου ή καταγγελίας της συμβάσεως. Δεν ορίζουν όμως τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται τέτοιου είδους ολοσχερής ανάκτηση.

118    Οι εν λόγω προϋποθέσεις ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, που ορίζει ότι αναλόγως της περιπτώσεως η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ή ζητεί από τον αντισυμβαλλόμενό της την επιστροφή του συνόλου της χρηματοδοτικής συμμετοχής που του χορηγήθηκε κατόπιν απάτης ή σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών οι οποίες διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου.

119    Από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II προκύπτει ότι, ακόμη και σε περίπτωση απάτης ή σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται εν πάση περιπτώσει να ανακτήσει το σύνολο της χρηματοδοτικής συμμετοχής που καταβλήθηκε στον οικείο αντισυμβαλλόμενο. Σε αυτήν απόκειται αντιθέτως να εξετάσει «κατά περίπτωση» αν, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της κύριας δίκης, τέτοιου είδους μέτρο είναι υποχρεωτικό ή κατάλληλο, λαμβανομένων υπόψη των όρων της συμβάσεως.

120    Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή από την Επιτροπή η ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση να ζητηθεί η ολοσχερής επιστροφή της επίμαχης χρηματοδοτικής συμμετοχής αφορά μόνον τις περιπτώσεις καταγγελίας της συμβάσεως λόγω πταίσματος, ενώ η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια που της παρέχει τη δυνατότητα να συνεκτιμά την καλή πίστη του αντισυμβαλλομένου στην περίπτωση που δεν έχει λήξει η σύμβαση.

121    Ειδικότερα, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, που βασίζεται στην έννοια της καταγγελίας λόγω πταίσματος, είναι ασαφής. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση έχει λυθεί, όπως συνέβη στην περίπτωση των συμβάσεων Seahealth και Biopal, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος II, το οποίο αφορά ψευδείς δηλώσεις για τις οποίες είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι υπεύθυνος είναι ο αντισυμβαλλόμενος και εσκεμμένες παραλείψεις εισπράξεως της κοινοτικής χρηματοδοτικής συμμετοχής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι κρίσιμες ρήτρες του παραρτήματος II δεν θεμελιώνουν κανένα αυτόματο σύνδεσμο μεταξύ της καταγγελίας δυνάμει του ως άνω άρθρου και τυχόν υποχρεώσεως ολοσχερούς ανακτήσεως της εν λόγω χρηματοδοτικής συμμετοχής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II.

122    Εν προκειμένω, συνάγεται ότι αυτό και μόνο το γεγονός ότι οι επίμαχες συμβάσεις καταγγέλθηκαν δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος II και ότι το προσφεύγον δεν προσέβαλε την εν λόγω καταγγελία δεν ήταν ικανό να επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση ολοσχερούς ανακτήσεως των ποσών που καταβλήθηκαν στο προσφεύγον, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II. Επισημαίνεται εξάλλου ότι, ενώ η Επιτροπή βασίστηκε, στην απόφαση περί καταγγελίας, στο άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, παρά στο άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος II, το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση λόγω σοβαρής χρηματοπιστωτικής παρατυπίας, επικαλείται στο πλαίσιο των υπό κρίση διαφορών αποκλειστικώς την ύπαρξη σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών και δεν διαπιστώνει, αντιθέτως, την ύπαρξη απάτης, όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

123    Πρέπει, επομένως, να διευκρινιστεί αν, λαμβανομένων υπόψη των εξόφθαλμων κενών όσον αφορά την καταγραφή των ωρών, τα οποία αναγνώρισε το προσφεύγον, η Επιτροπή είχε τουλάχιστον την εξουσία, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, να απαιτήσει την ολοσχερή επιστροφή των ποσών που κατέβαλε δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων. Αν οι προϋποθέσεις ολοσχερούς επιστροφής δεν συνέτρεχαν, η Επιτροπή θα είχε απλώς και μόνον το δικαίωμα να ζητήσει δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, του παραρτήματος II, βάσει αποτιμήσεως του συνόλου των επιλέξιμων δαπανών, την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ των ποσών που καταβλήθηκαν και αυτών που οφείλονται από την Ένωση.

124    Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα των συμβατικών υποχρεώσεων που δεσμεύουν τους συμβαλλομένους, όσον αφορά τη δικαιολόγηση των δαπανών τους.

125    Εν προκειμένω, στο προσφεύγον απόκειτο να δικαιολογήσει τις δαπάνες προσωπικού σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος II, που προβλέπει κατ’ ουσία ότι το σύνολο των ωρών εργασίας που διατέθηκαν στη σύμβαση πρέπει να καταγράφεται κατά τη διάρκεια του σχεδίου, και μάλιστα, στην περίπτωση του συντονιστή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ολοκλήρωση του σχεδίου, και πιστοποιείται τουλάχιστον άπαξ μηνιαίως από τον επικεφαλής του σχεδίου ή από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον αντισυμβαλλόμενο αρμόδιο επί οικονομικών ζητημάτων.

126    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να μεριμνά για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των κοινοτικών πόρων, κατά το άρθρο 274 EΚ, και η ανάγκη καταπολεμήσεως της απάτης στην περίπτωση κοινοτικής χρηματοδοτήσεως καθιστούν τις σχετικές με τις χρηματοδοτικές προϋποθέσεις δεσμεύσεις θεμελιώδους σημασίας (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Μαΐου 2007, T‑500/04, Επιτροπή κατά IIC, Συλλογή 2007, σ. II‑1443, σκέψεις 93 έως 95, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑448/04, Επιτροπή κατά Trends, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 141). Εν προκειμένω, η υποχρέωση του αντισυμβαλλομένου να υποβάλει παραστατικά δαπανών τα οποία είναι σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις που θεσπίζει το άρθρο 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος II, περί δαπανών προσωπικού, συνιστά επομένως μία από τις ουσιώδεις δεσμεύσεις του, σκοπός της οποίας είναι να καταστεί δυνατό να έχει η Επιτροπή στη διάθεσή της όλα τα αναγκαία δεδομένα, προκειμένου να εξακριβώσει ότι οι οικείες συνεισφορές χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους.

127    Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή έχει την εξουσία κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του παραρτήματος II να απαιτεί, κατά περίπτωση, την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών που αντιστοιχούν στις δαπάνες που θεωρεί ως μη επιλέξιμες, επειδή δεν δικαιολογήθηκαν σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους.

128    Αντιθέτως, σε περίπτωση απάτης ή σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών που διαπιστώνονται στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου, το άρθρο 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής να ανακτήσει το σύνολο της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Ένωσης και είναι συνεπώς αποτρεπτικού χαρακτήρα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑199/99, Sgaravatti Mediterranea κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3731, σκέψη 136).

129    Εντούτοις, ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, με το οποίο επιδιώκεται η αποτροπή της απάτης και των σοβαρών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών, δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να μην εφαρμόσει την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων και την απαγόρευση της καταχρηστικής εφαρμογής των συμβατικών ρητρών, καταχρώμενη της διακριτικής της ευχέρειας κατά την ερμηνεία και τη θέση σε εφαρμογή των ρητρών αυτών.

130    Εν προκειμένω, πρέπει επομένως να εξακριβωθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων που περιέχονται στην τελική έκθεση ελέγχου καθώς και στα έγγραφα της δικογραφίας που προσκόμισαν και σχολίασαν οι διάδικοι στις απαντήσεις τους προς τις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και συζήτησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι χρηματοπιστωτικές παρατυπίες που διέπραξε το προσφεύγον ήταν αρκούντως σοβαρές, ώστε να δικαιολογήσουν, υπό το πρίσμα της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, την ανάκτηση, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II, του συνόλου της καταβληθείσας χρηματοδοτικής συμμετοχής.

131    Ασφαλώς, η τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου διαπιστώνει αποκλειστικώς τον μη επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών προσωπικού κατά τα έτη 2003 και 2004, καθόσον ο έλεγχος αφορούσε την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2003 και της 31ης Δεκεμβρίου 2004, όπως επισημάνθηκε ήδη (βλ. ανωτέρω σκέψη 112). Εντούτοις, από την εν λόγω έκθεση προκύπτει ότι η αιτιολογία στην οποία βασίστηκαν οι ελεγκτές προκειμένου να διαπιστώσουν ότι οι δηλωθείσες για τα έτη 2003 και 2004 δαπάνες προσωπικού δεν είχαν δικαιολογηθεί ισχύει και όσον αφορά τις σχετικές με το έτος 2005 δαπάνες προσωπικού.

132    Ειδικότερα, από την τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου προκύπτει ότι τα «δελτία του χρόνου εργασίας» όχι μόνο για τα έτη 2003 και 2004, αλλά και για το έτος 2005, τα οποία παραδόθηκαν στους ελεγκτές εντός κιβωτίου, περιελάμβαναν απλώς και μόνο συνολική εβδομαδιαία και μηνιαία σύνοψη του συνόλου των ωρών εργασίας κάθε μέλους του προσωπικού, για το σύνολο των εκκρεμών σχεδίων. Οι ώρες εργασίας που διατέθηκαν στα σχέδια Seahealth και Biopal δεν καταχωρίστηκαν. Τα εν λόγω «δελτία του χρόνου εργασίας», τα οποία είχε υπογράψει ο πρώην διευθυντής του CEVA, ούτε είχαν υπογραφεί από το προσωπικό που εργαζόταν στα σχέδια ούτε είχαν προσυπογραφεί από τους επικεφαλής των σχεδίων. Επιπλέον, ούτε έφεραν ημερομηνία ούτε ήταν αριθμημένα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ημερομηνίας κατά την οποία καταρτίστηκαν και υπογράφησαν από τον πρώην διευθυντή του προσφεύγοντος. Επιπλέον, οι ελεγκτές διαπίστωσαν την ύπαρξη διάφορων εκδοχών των «δελτίων του χρόνου εργασίας» για τα διάφορα σχέδια, οι οποίες ήταν σε μεγάλο βαθμό αντιφατικές μεταξύ τους.

133    Τέλος, η τελική έκθεση ελέγχου ορίζει ότι ο υπεύθυνος του σχεδίου Biopal επιβεβαίωσε ότι δεν μπορούσε να εκτιμήσει επακριβώς τον χρόνο εργασίας κάθε μέλους του προσωπικού που εργάστηκε σε κάθε σχέδιο, διότι δεν υπήρχε, κατ’ αυτόν, κανένα σύστημα καταγραφής.

134    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ελεγκτές έκριναν ότι τα «δελτία του χρόνου εργασίας» δεν ήταν αξιόπιστα και δεν είχαν στη διάθεσή τους καμία στέρεη βάση, προκειμένου να προσδιορίσουν τον αριθμό των ωρών που δαπανήθηκαν για τα επίμαχα σχέδια. Ως εκ τούτου, έκριναν ότι δεν ήταν επιλέξιμο το σύνολο των δηλωθεισών δαπανών για τα έτη 2003 και 2004, που αναλύθηκαν στο πλαίσιο του λογιστικού ελέγχου.

135    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το προσφεύγον δεν προέβαλε ούτε στις γραπτές απαντήσεις του προς τις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ούτε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση κάποιο σοβαρό επιχείρημα δυνάμενο να αναιρέσει τις διαπιστώσεις και τα πορίσματα της εκθέσεως ελέγχου. Δεν προέβαλε, μεταξύ άλλων, κανένα στοιχείο δυνάμενο να αντικρούσει το γεγονός που του καταλόγισε η Επιτροπή ότι δεν προέβη σε καμία καταγραφή των ωρών εργασίας που δαπανήθηκαν για τις επίμαχες συμβάσεις.

136    Ειδικότερα, το προσφεύγον δεν αμφισβητεί ότι τα «δελτία του χρόνου εργασίας» ανασυστάθηκαν a posteriori, μετά την εκτέλεση των συμβάσεων, από τον πρώην διευθυντή. Όσον αφορά τα επονομαζόμενα συγκεντρωτικά «δελτία χρόνου εργασίας» που καταρτίστηκαν από την υπηρεσία διώξεως λογιστικού εγκλήματος της Rennes, τα οποία επικαλέστηκε το προσφεύγον, δεν αμφισβητείται ότι αυτά συνοψίζουν απλώς τα ανασυσταθέντα δελτία χρόνου και τα αντιπαραβάλλουν προς τις δηλωθείσες δαπάνες. Δεν περιέχουν κανένα στοιχείο σχετικά με τον χρόνο εργασίας που πράγματι δαπανήθηκε για τις επίμαχες συμβάσεις.

137    Επιπλέον, ο μη αξιόπιστος χαρακτήρας της ως άνω ανασυστάσεως των «δελτίων του χρόνου εργασίας» επιβεβαιώθηκε από τις σημαντικές διαφορές μεταξύ του περιεχομένου των εν λόγω «δελτίων του χρόνου εργασίας», όπως προκύπτει από τον συνοπτικό πίνακα των προαναφερθέντων ανακεφαλαιωτικών δελτίων που κατήρτισε το προσφεύγον, στην απάντησή του προς τις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, και τις δηλώσεις ορισμένων μαρτύρων που περιελήφθησαν στην από 31 Μαρτίου 2008 έκθεση της υπηρεσίας διώξεως λογιστικού εγκλήματος, την οποία προσκόμισε η Επιτροπή. Επομένως, ενώ σύμφωνα με έναν από τους μάρτυρες, επικεφαλής σχεδίου, τα δελτία χρόνου ανέφεραν συνολικώς 685 ώρες εργασίας δαπανηθείσες για το σχέδιο Biopal, ο ίδιος μάρτυρας δήλωσε, κατά την ανάκρισή του από την υπηρεσία διώξεως λογιστικού εγκλήματος, ότι ουδέποτε εργάστηκε για το σχέδιο αυτό.

138    Εξάλλου, όσον αφορά πιο συγκεκριμένα τις προκαταβολές που καταβλήθηκαν για το έτος 2005, δεν προκύπτει ούτε από τη δικογραφία ούτε από τις γραπτές απαντήσεις των διαδίκων στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ούτε από τις προφορικές παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το προσφεύγον κοινοποίησε στην Επιτροπή δικαιολογητικά όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού για το έτος 2005 στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων. Το προσφεύγον δεν προβάλλει άλλωστε ότι προσκόμισε τέτοιου είδους δικαιολογητικά.

139    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ύπαρξη απλώς και μόνο τακτικώς ενημερωμένων παραστατικών ωρών όσον αφορά τα έτη 2003, 2004 και 2005 συνιστά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος II, που αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ως μη επιλέξιμο το σύνολο των δαπανών προσωπικού (απόφαση Επιτροπή κατά Premium, προπαρατεθείσα, σκέψη 44).

140    Επιπλέον, δεδομένης της εκτάσεως και της βαρύτητας των καταφανών χρηματοπιστωτικών παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο του λογιστικού ελέγχου, επιβεβαιώθηκαν από τη δικογραφία της ποινικής έρευνας και συζητήθηκαν εν προκειμένω από τους διαδίκους, η ανάκτηση από την Επιτροπή του συνόλου της χρηματοδοτικής συμμετοχής που καταβλήθηκε στο προσφεύγον δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική εφαρμογή των ρητρών του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος II. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, δεν έχει δυσανάλογο χαρακτήρα λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που εξυπηρετούν οι κρίσιμες ρήτρες των επίμαχων συμβάσεων (βλ. ανωτέρω σκέψεις 126 έως 128).

141    Τα επικουρικά αιτήματα του προσφεύγοντος, με τα οποία ζητείται ο διορισμός πραγματογνώμονα, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά, καθόσον το προσφεύγον φέρει, βάσει των συμβατικών του δεσμεύσεων, το βάρος αποδείξεως των δαπανών προσωπικού του σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις αποδείξεως που επιβάλλει το άρθρο 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος II (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση Επιτροπή κατά IIC, προπαρατεθείσα, σκέψη 105).

142    Συνεπώς, οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

143    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

144    Εξάλλου, το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

145    Εν προκειμένω, παρότι απορρίφθηκε το σύνολο των αιτημάτων του προσφεύγοντος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, μετά την κατάσχεση των «δελτίων χρόνου εργασίας» από την OLAF, δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει τη θέση του εν πλήρη γνώσει της υπάρξεως και της σοβαρότητας των χρηματοπιστωτικών παρατυπιών που του καταλογίσθηκαν. Μόνο μετά το πέρας της γραπτής διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απέκτησε πρόσβαση στα έγγραφα (βλ. ανωτέρω σκέψεις 89 και 96). Κατά συνέπεια, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει το ήμισυ των δικών του δικαστικών εξόδων καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Τα ένδικα βοηθήματα απορρίπτονται.

2)       Κάθε διάδικος φέρει το ήμισυ των δικών του δικαστικών εξόδων καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου.

Meij

Vadapalas

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιουνίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.