Language of document : ECLI:EU:C:2019:864

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 16ης Οκτωβρίου 2019(1)

Υπόθεση C371/18

Sky plc,

Sky International AG,

Sky UK Limited

κατά

SkyKick UK Limited,

SkyKick Inc

{αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division [ανωτέρου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο]
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως}

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών – Σήματα – Προσδιορισμός των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η προστασία του σήματος – Απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας – Κακοπιστία – Κακοπιστία λόγω της απουσίας προθέσεως χρήσης του σήματος για τα προϊόντα ή υπηρεσίες που προσδιορίστηκαν στην αίτηση – Ερμηνεία της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361)»






1.        Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως από το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο] εγείρει ορισμένα σημαντικά ζητήματα δικαίου των σημάτων της Ένωσης. Είναι ενδεικτικό ότι η από 6 Φεβρουαρίου 2018 [([2018] EWHC 155 (Ch), δικαστής Arnold] απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου στην κύρια δίκη εκδόθηκε κατόπιν πενθήμερης ακροαματικής διαδικασίας και είναι 94 σελίδων (358 σκέψεις) (στο εξής: απόφαση της κύριας δίκης).

2.        Στην κύρια δίκη, οι ενάγουσες (ουσιαστικά, ραδιοτηλεοπτικοί φορείς παροχής δορυφορικών και ψηφιακών τηλεοπτικών υπηρεσιών, καλούμενοι στο εξής από κοινού: Sky) ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενες (στο εξής, από κοινού: SkyKick, όπου SkyKick Inc. είναι μια νεοφυής εταιρία παροχής υπηρεσιών πληροφορικής σχετικών με τη μετάβαση στο υπολογιστικό νέφος (2)) προσέβαλαν, μέσω της χρήσης του διακριτικού σημείου «SkyKick» και παραλλαγών του, τα δικαιώματα της δεύτερης ενάγουσας (στο εξής: Sky AG) επί τεσσάρων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα δικαιώματα της πρώτης ενάγουσας (στο εξής: Sky plc) επί ενός εθνικού σήματος καταχωρισμένου στο Ηνωμένο Βασίλειο, αμφότερα δε τα σήματα αυτά συνίστανται στη λέξη SKY (στο εξής: σήματα).

3.        Η υπόθεση είναι αρκετά περίπλοκη αλλά, ουσιαστικά, η SkyKick αρνήθηκε ότι προσέβαλε τα σήματα και άσκησε ανταγωγή ζητώντας να αναγνωριστεί ότι τα σήματα καταχωρίστηκαν παρατύπως, εν όλω ή εν μέρει, επειδή κατά την άποψή της: i) ο προσδιορισμός των προϊόντων και των υπηρεσιών στερείται σαφήνειας και ακρίβειας και ii) οι αιτήσεις κατατέθηκαν κακόπιστα.

4.        Η υπόθεση είναι σημαντική καθόσον επιτρέπει στο Δικαστήριο να εξετάσει ζητήματα τα οποία αφορούν διάφορες ελλείψεις που έχουν ανακύψει στο σύστημα σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως παρατηρεί η SkyKick, και τα πέντε ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν μία από τις πλέον προβληματικές πτυχές του σήματος –ήτοι, τον ρόλο και τη λειτουργία του «προσδιορισμού» των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας του Δικαστηρίου στο πεδίο των σημάτων αφορά τα σημεία που καταχωρίζονται ως σήματα. Ως προς αυτόν τον τομέα, η νομολογία είναι σχετικά παγιωμένη. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν κενά και ασυνέπειες στη ρύθμιση του προσδιορισμού των προϊόντων και υπηρεσιών. Η προστασία του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχεται με βάση την αρχή της ειδικότητας (3), δηλαδή σε σχέση με συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες των οποίων ο χαρακτήρας και ο αριθμός καθορίζει την έκταση της παρεχόμενης στον δικαιούχο του σήματος προστασίας, σε συνδυασμό με το σημείο.

5.        Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι το πρόβλημα έγκειται ιδίως στο γεγονός ότι, κατά τα φαινόμενα, η SkyKick δεν έχει, βάσει της ισχύουσας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας για τα σήματα, καμία δυνατότητα να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Sky περί προσβολής του σήματος. Τούτο εγείρει το ερώτημα κατά πόσον το δίκαιο των σημάτων έχει φθάσει στο σημείο όπου ο δικαιούχος του σήματος κατέχει απόλυτο μονοπώλιο έναντι του οποίου ουδείς δύναται πλέον να αντιταχθεί στο πλαίσιο διαδικασίας για προσβολή σήματος –παρά το γεγονός ότι το σήμα ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε, ούτε είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί, για πολλά από τα προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε. Συνεπώς, η παρούσα υπόθεση αποτυπώνει την ένταση που επικρατεί σήμερα μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων που πρέπει να εξισορροπηθούν.

I.      Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

6.        Τα επίμαχα σήματα της Sky είναι: i) το υπ’ αριθ. 3 166 352 εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση στις 14 Απριλίου 2003 και το οποίο καταχωρίσθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2012 (στο εξής: EU352) σχετικά με προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 16, 18, 25, 28, 35, 38, 41 και 42, ii) το υπ’ αριθ. 3 203 619 εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση στις 30 Απριλίου 2003 και το οποίο καταχωρίσθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2012 (στο εξής: EU619) σχετικά με προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 16, 18, 25, 28, 35, 38, 41 και 42, iii) το υπ’ αριθ. 5 298 112 λεκτικό σήμα SKY της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση στις 6 Σεπτεμβρίου 2006 και το οποίο καταχωρίσθηκε στις 18 Ιουνίου 2015 (στο εξής: EU112) σχετικά με προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 16, 28, 35, 37, 38, 41, iv) το υπ’ αριθ. 6 870 992 λεκτικό σήμα SKY της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση στις 18 Απριλίου 2008 και το οποίο καταχωρίσθηκε στις 8 Αυγούστου 2012 (στο εξής: EU992) σχετικά με προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 4, 7, 9, 11, 12, 16, 17, 18, 25, 28 και 35 έως 45, και v) το υπ’ αριθ. 2 500 604 λεκτικό σήμα SKY, για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση στις 20 Οκτωβρίου 2008 και το οποίο καταχωρίσθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 7 Σεπτεμβρίου 2012 (στο εξής: UK604) σχετικά με προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 4, 7, 9, 11, 12, 16, 17, 18, 25, 28 και 35 έως 45.

7.        Η Sky άσκησε αγωγή υποστηρίζοντας ότι η SkyKick προσέβαλε αυτά τα σήματα. Για τους σκοπούς των αγωγών λόγω προσβολής, η Sky επικαλείται τις καταχωρίσεις των σημάτων για τα ακόλουθα προϊόντα και υπηρεσίες (καίτοι δεν έχουν καταχωρισθεί όλα τα σήματά της για όλα αυτά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες): i) λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (κλάση 9)· ii) λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές που μεταφορτώνεται από το διαδίκτυο (κλάση 9)· iii) λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές και συσκευές τηλεπικοινωνιών για σύνδεση σε βάσεις δεδομένων και στο διαδίκτυο (κλάση 9)· iv) αποθήκευση δεδομένων (κλάση 9)· v) υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών (κλάση 38)· vi) υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (κλάση 38)· vii) υπηρεσίες πυλών διαδικτύου (κλάση 38) και viii) υπηρεσίες ηλεκτρονικών υπολογιστών για την πρόσβαση και ανάκτηση πληροφοριών/δεδομένων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή δικτύου ηλεκτρονικών υπολογιστών (κλάση 38).

8.        Η Sky έχει κάνει εκτενή χρήση του σήματος SKY για ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών, και ιδίως για προϊόντα και υπηρεσίες που σχετίζονται με τους βασικούς τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας της Sky, ήτοι: i) εκπομπής τηλεοπτικού προγράμματος, ii) τηλεφωνίας και iii) παροχής ευρυζωνικότητας. H SkyKick αναγνωρίζει ότι, μέχρι τον Νοέμβριο του 2014, η Sky αποτελούσε πολύ ισχυρό όνομα στους εν λόγω τομείς στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Ωστόσο, η Sky δεν παρέχει προϊόντα ή υπηρεσίες μετάβασης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο υπολογιστικό νέφος ή δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας στο υπολογιστικό νέφος, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι σκοπεύει να το πράξει στο άμεσο μέλλον.

9.        Η SkyKick υποστηρίζει ότι όλα τα σήματα θα πρέπει να κηρυχθούν (μερικώς) άκυρα για τον λόγο ότι καταχωρίστηκαν για προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία δεν προσδιορίζονται με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια.

10.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ισχυρισμός αυτός εγείρει δύο ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα είναι αν ο συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας μπορεί να προβληθεί έναντι καταχωρισμένου σήματος.

11.      Με την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361) κρίθηκε [και το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 (4) πλέον απαιτεί] ότι ο αιτών την καταχώριση σήματος πρέπει να προσδιορίζει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια ώστε οι αρμόδιες αρχές και οι τρίτοι να μπορούν να καθορίζουν αποκλειστικώς επ’ αυτής της βάσης την έκταση της προστασίας που παρέχεται από το σήμα. Αν ο αιτών δεν το πράξει, η αρμόδια αρχή δεν πρέπει να δεχθεί να προχωρήσει η αίτηση στο στάδιο της καταχωρίσεως χωρίς να τροποποιηθεί η σχετική περιγραφή ώστε να καταστεί ο προσδιορισμός αρκούντως σαφής και ακριβής.

12.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι, αν ο αιτών δεν το πράξει και η αρχή δεν διασφαλίσει ότι ο αιτών έχει θεραπεύσει την έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας κατά την πορεία της εξετάσεως της αιτήσεως, το σήμα μπορεί να κηρυχθεί άκυρο για αυτόν τον λόγο μετά την καταχώριση. Οι λόγοι ακυρότητας που απαριθμούνται στον κανονισμό δεν περιέχουν οποιαδήποτε ρητή αναφορά σε απαίτηση να είναι σαφής και ακριβής ο προσδιορισμός των προϊόντων και υπηρεσιών στην αίτηση για καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ίδια, ουσιαστικά, ισχύουν όσον αφορά τα εθνικά σήματα.

13.      Το δεύτερο ζήτημα που εγείρει το αιτούν δικαστήριο είναι αν, εφόσον μπορεί να προβληθεί τέτοιος λόγος ακυρότητας, πάσχει εν προκειμένω η περιγραφή στην αίτηση για κάποιο από τα σήματα.

14.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η καταχώριση σήματος για «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» καλύπτει υπερβολικά ευρύ πεδίο, είναι αδικαιολόγητη και αντίθετη στο δημόσιο συμφέρον. Ωστόσο, σημειώνει ότι εξ αυτού δεν συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι ο ως άνω όρος στερείται σαφήνειας και ακρίβειας. Τουναντίον φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι όρος με αρκετά σαφές και ακριβές νόημα. Επομένως, είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν τα προϊόντα της SkyKick είναι πανομοιότυπα. Από την άλλη μεριά, το αιτούν δικαστήριο δεν αντιλαμβάνεται για ποιον λόγο το σκεπτικό των Γραφείων Σημάτων του Ευρωπαϊκού Δικτύου Εμπορικών Σημάτων, Σχεδίων και Υποδειγμάτων (στο εξής: TMDN), όπως εκτίθεται στην κοινή ανακοίνωση της 20ής Νοεμβρίου 2013, σε σχέση με τα «μηχανήματα» της κλάσης 7 δεν ισχύει εξίσου για το «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» (5).

15.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εγκυρότητα των επίμαχων σημάτων επηρεάζεται ενδεχομένως από την κακοπιστία του αιτούντος κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως για καταχώριση των σημάτων.

16.      Η SkyKick υποστήριξε, στην κύρια δίκη, ότι τα σήματα καταχωρίστηκαν κακόπιστα στο μέτρο που η Sky δεν σκόπευε να τα χρησιμοποιήσει για όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες που προσδιορίζονται στις αντίστοιχες αιτήσεις. Η SkyKick δέχεται ότι η Sky σκόπευε να χρησιμοποιήσει τα σήματα για ορισμένα από τα περιγραφόμενα προϊόντα και υπηρεσίες. Εντούτοις, ο κύριος ισχυρισμός της SkyKick είναι ότι τα σήματα είναι άκυρα στο σύνολό τους. Επικουρικώς μόνον η SkyKick ισχυρίζεται ότι τα σήματα είναι άκυρα στο μέτρο που η αντίστοιχη περιγραφή σε καθεμία από τις αιτήσεις καταλαμβάνει προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία η Sky ουδεμία πρόθεση είχε να χρησιμοποιήσει το αντίστοιχο σήμα.

17.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε σύγκριση με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου εστιάζουν περισσότερο στην απαίτηση της πρόθεσης χρήσης, εξαιτίας του ρόλου που διαδραματίζει στο σύστημα σημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου το άρθρο 32, παράγραφος 3, του νόμου περί σημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου του 1994 (στο εξής: νόμος του 1994) (6).

18.      Πάντως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η συγκεκριμένη διάταξη είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Αν κριθεί ότι είναι συμβατή, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επίσης αμφιβολίες ως προς την έκταση της απαιτήσεως σχετικά με την πρόθεση χρήσης του σήματος.

19.      Ως εκ τούτου, το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο] αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ένωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Δύναται σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εθνικό σήμα καταχωρισμένο σε κράτος μέλος να κηρυχθεί ολικώς ή μερικώς άκυρο για τον λόγο ότι ορισμένοι ή όλοι οι όροι στην εξειδίκευση προϊόντων και υπηρεσιών στερούνται επαρκούς σαφήνειας και ακρίβειας οι οποίες θα επέτρεπαν στις αρμόδιες αρχές και τους τρίτους να προσδιορίσουν, αποκλειστικά βάσει των όρων αυτών, την έκταση της προστασίας που παρέχει το σήμα;

2)      Εάν δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, μήπως όρος όπως “λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές” είναι υπέρμετρα γενικός και καλύπτει προϊόντα που ποικίλλουν υπέρμετρα για να συνάδουν με τη λειτουργία του σήματος ως ενδείξεως προελεύσεως, και άρα δεν είναι επαρκώς σαφής και ακριβής, ώστε να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και τους τρίτους να προσδιορίσουν, αποκλειστικά βάσει του όρου αυτού, την έκταση της προστασίας που παρέχει το σήμα;

3)      Δύναται να συνιστά κακοπιστία η απλώς και μόνον η υποβολή αίτησης καταχωρίσεως σήματος χωρίς να υφίσταται πρόθεση χρήσεώς του για τα εξειδικευόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες;

4)      Εάν δοθεί καταφατική απάντηση στο τρίτο ερώτημα, είναι δυνατόν να κριθεί ότι ο καταθέτης υπέβαλε την αίτηση εν μέρει καλόπιστα και εν μέρει κακόπιστα, εφόσον και στον βαθμό που αυτός είχε πρόθεση χρήσεως του σήματος για ορισμένα από τα εξειδικευόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες, αλλά δεν είχε τέτοια πρόθεση για άλλα εξειδικευόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες;

5)      Συνάδει το άρθρο 32, παράγραφος 3, του UK Trade Marks Act 1994 (νόμου για τα σήματα του 1994, Ηνωμένο Βασίλειο) με την οδηγία (ΕΕ) 2015/2436 (7) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την προγενέστερη αυτής νομοθεσία;»

II.    Ανάλυση

20.      Η Sky, η SkyKick, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Φινλανδική, η Γαλλική, η Ουγγρική και η Σλοβακική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο. Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πλην της Ουγγρικής, της Πολωνικής, της Σλοβακικής και της Φινλανδικής Κυβερνήσεως.

1.      Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

1.      Συνοπτική παράθεση των επιχειρημάτων των μετεχόντων στη διαδικασία

21.      Η Sky υποστηρίζει ότι η απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας που απορρέει από την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361), αφορά αποκλειστικά την αίτηση καταχωρίσεως. Επομένως, η μοναδική ενδεχόμενη κύρωση για τη μη τήρηση της εν λόγω απαιτήσεως είναι η αυτεπάγγελτη ενέργεια στην οποία θα προβούν οι αρχές ώστε να διασφαλιστεί ότι η συγκεκριμένη αίτηση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την καταχώριση για προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία περιγράφονται με όρους οι οποίοι δεν είναι ούτε σαφείς ούτε ακριβείς. Η Sky διατείνεται ότι τόσο οι λόγοι απαραδέκτου καταχωρίσεως όσο και οι λόγοι ακυρότητας καταχωρισμένου σήματος προβλέπονται εξαντλητικώς από την εθνική και την ενωσιακή νομοθεσία και ότι σε αυτούς τους λόγους δεν περιλαμβάνεται η απαίτηση να είναι ο προσδιορισμός σαφής και ακριβής. Επιπλέον, στις αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Brandconcern κατά EUIPO και Scooters India (C‑577/14 P, EU:C:2017:122, σκέψεις 29 και 30), και της 11ης Οκτωβρίου 2017, EUIPO κατά Cactus (C‑501/15 P, EU:C:2017:750, σκέψη 38), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χωρεί, για ήδη καταχωρισμένα σήματα, επίκληση της απαιτήσεως σαφήνειας και ακρίβειας που απορρέει από την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361). Η Sky προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, καθόσον η περιγραφή «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» στην οποία βασίζεται ο ισχυρισμός περί προσβολής του καταχωρισμένου σήματος πληροί στην πράξη το κριτήριο σαφήνειας και ακρίβειας.

22.      Η SkyKick προτείνει να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Ειδάλλως, εταιρίες όπως η SkyKick δεν έχουν πρακτικώς κανένα μέσο ένδικης προστασίας ή θεραπείας σε περιπτώσεις εις βάρος τους αγωγών λόγω προσβολής σήματος, όταν ο δικαιούχος του σήματος επικαλείται περιγραφή η οποία στερείται της σαφήνειας και ακρίβειας που απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης. Έτσι, το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι η οδηγία 2008/95/ΕΚ (8) [και, κατ’ αναλογία, ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 (9)] απαιτεί να είναι σαφής και ακριβής ο προσδιορισμός των προϊόντων και υπηρεσιών. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν εξέτασε ρητώς τις συνέπειες σε περίπτωση που ο προσδιορισμός δεν πληροί τις προαναφερθείσες απαιτήσεις. Αν γινόταν δεκτό ότι η άποψη της Sky είναι ορθή, η σημασία της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361) θα καθίστατο, από πρακτικής απόψεως, πολύ περιορισμένη.

23.      Κατά τη SkyKick, η απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας συνάγεται από τα άρθρα 4, 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 8, του κανονισμού 2017/1001, καθώς και από τα άρθρα 3, 4 και 5 της οδηγίας 2015/2436, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann (C‑273/00, EU:C:2002:748). Η SkyKick υποστηρίζει ότι είναι αξιοσημείωτο ότι το ίδιο το Δικαστήριο παραπέμπει, στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361, σκέψεις 43 έως 45), στις συγκεκριμένες διατάξεις και στο γεγονός ότι προβλέπουν λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως ή ακυρότητας του καταχωρισμένου σήματος.

24.      Η SkyKick υποστηρίζει, ουσιαστικά, ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Διατείνεται ότι η αοριστία την οποία συνεπάγεται το γεγονός ότι μια περιγραφή είναι γενικόλογη και μπορεί να καλύπτει σε πληθώρα διαφορετικών ειδών προϊόντων και υπηρεσιών συνιστά ελάττωμα, υπό την έννοια της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361).

25.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Γαλλική, η Ουγγρική, η Πολωνική, η Σλοβακική και η Φινλανδική Κυβέρνηση προτείνουν να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, καθόσον οι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως απαριθμούνται εξαντλητικώς και σε καμία νομοθετική διάταξη δεν προβλέπεται ρητή απαίτηση να είναι σαφής και ακριβής ο προσδιορισμός των προϊόντων και υπηρεσιών. Επιπλέον, από τη νομολογία συνάγεται (σημείο 21 των παρουσών προτάσεων) ότι η απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας τυγχάνει εφαρμογής μόνο στο στάδιο καταχωρίσεως του σήματος.

26.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Φινλανδική Κυβέρνηση φρονούν ότι, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνουν να δοθεί στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

27.      Η Ουγγρική, η Γαλλική, η Πολωνική και η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, ουσιαστικά, ότι ο όρος «λογισμικό» δεν είναι υπερβολικά γενικός και δεν αναφέρεται σε προϊόντα τα οποία είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους ώστε να είναι αδύνατος ο προσδιορισμός των προϊόντων και υπηρεσιών που αφορά η καταχώριση.

28.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ουσιαστικά, προβάλλοντας επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα των κυβερνήσεων που μετέχουν στη διαδικασία, ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα στηρίζεται στη σχέση που υφίσταται μεταξύ του «σημείου» και των «προϊόντων ή υπηρεσιών» και όχι στην ακρίβεια ή ανακρίβεια του προσδιορισμού αυτών των προϊόντων ή υπηρεσιών (10). Αν ο προσδιορισμός των προϊόντων είναι ασαφής, θα ερμηνευθεί εις βάρος του δικαιούχου του σήματος και το συμπέρασμα θα είναι ότι δεν θα υπάρχει διακριτικός χαρακτήρας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Πάντως, θεωρεί ότι η κοινή ανακοίνωση δεν έχει εφαρμογή ratione temporis  στην περίπτωση των επίμαχων σημάτων.

2.      Ανάλυση

29.      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικά, αν η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας της περιγραφής μέσω της οποίας προσδιορίζονται τα καλυπτόμενα από το σήμα προϊόντα και υπηρεσίες μπορεί να συνιστά λόγο ακυρότητας του καταχωρισμένου σήματος. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, επιθυμεί να μάθει αν ο επίμαχος στην κύρια δίκη όρος «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» είναι επαρκώς σαφής και ακριβής ώστε να επιτρέψει στις αρμόδιες αρχές και στους τρίτους να καθορίσουν αποκλειστικά βάσει αυτού του όρου την έκταση της παρεχόμενης από το σήμα προστασίας.

30.      Τούτου λεχθέντος, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο τελευταίο αυτό ακόμη και αν η απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική. Και τούτο διότι είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας του προσδιορισμού των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτονται από την καταχώριση του σήματος μπορεί να συνδεθεί με κάποιον από τους λόγους ακυρότητας οι οποίοι προβλέπονται ρητώς από την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης.

31.      Πριν στραφώ στην ουσία των ερωτημάτων, επισημαίνω ότι το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, κατά την εκτίμηση των συγκεκριμένων ζητημάτων, να εξετάσει ποιο ακριβώς νομοθετικό πλαίσιο της Ένωσης εφαρμόζεται ratione temporis, καθόσον στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν αναφέρεται ειδικώς σε κάποια συγκεκριμένη νομοθετική πράξη.

32.      Η διαδικασία αφορά τόσο σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, όσο και ένα εθνικό σήμα, αφετέρου, για το χρονικό διάστημα από το 2003 έως το 2018. Λόγω της φύσης της κύριας αγωγής (αγωγή για προσβολή σήματος) και της ανταγωγής που ασκήθηκε με αντικείμενο την κήρυξη ακυρότητας, ενδέχεται στη διαδικασία να έχουν εφαρμογή περισσότεροι του ενός κανονισμοί και οδηγίες του καθεστώτος που ισχύει για τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

33.      Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η κρίσιμη ημερομηνία για την εκτίμηση της ανταγωγής που ασκήθηκε στο πλαίσιο της δίκης λόγω προσβολής σήματος είναι η ημερομηνία κατά την οποία κατατέθηκε η αίτηση για την καταχώριση. Οι εναγόμενες κατέθεσαν τις αιτήσεις τους για την καταχώριση σημάτων κατά το χρονικό διάστημα από τις 14 Απριλίου 2003 έως τις 20 Οκτωβρίου 2008. Για τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τούτο σημαίνει ότι τα κρίσιμα νομοθετήματα είναι ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 (11) (και όχι ο κανονισμός 207/2009) και για το εθνικό σήμα, η οδηγία 89/104/ΕΟΚ (12) (και όχι η οδηγία 2015/2436).

34.      Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί προσβολής σήματος, για τα επίμαχα σήματα της Ένωσης, η δίκη αφορά τις χρονικές περιόδους που καλύπτονται από τον κανονισμό 207/2009· για το εθνικό σήμα, η κρίσιμη νομοθεσία είναι η οδηγία 2008/95.

35.      Εξ αυτού συνάγεται ότι, υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, για τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην αγωγή λόγω προσβολής σήματος έχει εφαρμογή ο κανονισμός 207/2009 και στην αίτηση για καταχώριση ο κανονισμός 40/94· για το δε εθνικό σήμα, στην αγωγή λόγω προσβολής σήματος εφαρμόζεται η οδηγία 2008/95 και στην αίτηση για καταχώριση η οδηγία 89/104.

36.      Χάριν ευκολίας, στις παρούσες προτάσεις αρκεί να εξεταστούν κυρίως οι διατάξεις της οδηγίας 89/104 και του κανονισμού 40/94, καθόσον, αν μη τι άλλο, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των σχετικών διατάξεων του προγενέστερου κανονισμού 40/94 και της διάδοχης νομοθετικής πράξεως, ήτοι του κανονισμού 207/2009, καίτοι ορισμένες από τις αριθμήσεις των άρθρων έχουν τροποποιηθεί· το ίδιο ισχύει και για την οδηγία 89/104 και την οδηγία 2008/95 (13).

1)      Η απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των λόγων ακυρότητας που προβλέπονται εξαντλητικώς από τη νομοθεσία της Ένωσης

37.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα απαιτεί από το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει το πεδίο εφαρμογής της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361). Το αιτούν δικαστήριο ζητεί ειδικότερα να αποσαφηνιστούν οι συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την εν λόγω νομολογία όταν το καταχωρισμένο σήμα δεν πληροί την απαίτηση περί σαφήνειας και ακρίβειας.

38.      Καταλήγω στο συμπέρασμα –και σε αυτό συμφωνούν, σε μεγάλο βαθμό, τόσο τα μετέχοντα στη διαδικασία κράτη μέλη όσο και η Επιτροπή– ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

39.      Ο λόγος είναι απλός: ουδεμία διάταξη υφίσταται στη σχετική νομοθεσία η οποία να προβλέπει την ακυρότητα καταχωρισμένου σήματος για τον λόγο ότι στερούνται επαρκούς σαφήνειας και ακρίβειας ορισμένοι ή όλοι οι όροι που χρησιμοποιούνται στην περιγραφή για τον προσδιορισμό των προϊόντων ή των υπηρεσιών.

40.      Καίτοι είναι αληθές ότι η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας της αναπαραστάσεως του σημείου συνιστά λόγο ακυρότητας δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 89/104 (και της οδηγίας 2008/95) και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 40/94, γεγονός παραμένει ότι αυτό δεν ισχύει όσον αφορά τον προσδιορισμό των προϊόντων και υπηρεσιών. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία στερεί σε μεγάλο βαθμό από τις διατάξεις του άρθρου 2 της οδηγίας 89/104 και του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού την πρακτική αποτελεσματικότητά τους.

41.      Όσον αφορά τα εθνικά σήματα, το άρθρο 3 της οδηγίας 89/104 (λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως ή ακυρότητας του καταχωρισμένου σήματος) απλώς δεν προβλέπει κάποιον ειδικό λόγο ακυρότητας ο οποίος να στηρίζεται στην έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας του προσδιορισμού των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτει η καταχώριση. Τούτο αναγνωρίζεται και από το αιτούν δικαστήριο (βλ. σκέψη 159 της αποφάσεως της κύριας δίκης).

42.      Η νομολογία, επίσης, τονίζει ότι: «[ό]πως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία ρυθμίζει εξαντλητικά τους λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας της καταχωρίσεως που αφορούν το σήμα καθαυτό» (14). Καθίσταται επίσης σαφές, όσον αφορά την οδηγία 2008/95, η οποία κωδικοποίησε την οδηγία 89/104, ότι «απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν άλλους λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας πλην των προβλεπομένων στην οδηγία αυτή […]» (15).

43.      Επομένως, στον βαθμό που η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας των όρων που χρησιμοποιούνται στην περιγραφή των προϊόντων και υπηρεσιών που καλύπτονται από την καταχώριση εθνικού σήματος δεν προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 3 της οδηγίας 89/104, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά πρόσθετο λόγο ακυρότητας, πλέον αυτών που προβλέπονται ήδη από το εν λόγω άρθρο.

44.      Ομοίως, όσον αφορά τα σήματα της Ένωσης, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι ο κατάλογος των λόγων απόλυτης ακυρότητας που παρατίθεται στο άρθρο 51 του κανονισμού 40/94 και στο άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 51, δεν περιλαμβάνει λόγο ακυρότητας ο οποίος να συνίσταται στην έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας των όρων που χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστούν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που καλύπτονται από την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

45.      Το άρθρο 96 του κανονισμού 40/94, το οποίο επιγράφεται «Ανταγωγή» ορίζει ότι «[η] ανταγωγή με αίτημα την έκπτωση ή την ακυρότητα μπορεί να βασίζεται μόνο στους λόγους έκπτωσης ή ακυρότητας που προβλέπει ο παρών κανονισμός».

46.      Η μνημονευόμενη στο σημείο 42 των παρουσών προτάσεων νομολογία σαφώς εφαρμόζεται επίσης στους κανονισμούς της Ένωσης για τα σήματα και στα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

47.      Εξ αυτού συνάγεται ότι ο κατάλογος των λόγων απόλυτης ακυρότητας στο άρθρο 51 του κανονισμού 40/94 είναι εξαντλητικός και ότι η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας στον προσδιορισμό των προϊόντων και υπηρεσιών που καλύπτονται από την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά πρόσθετο λόγο ακυρότητας, πλέον αυτών που προβλέπονται από τον νομοθέτη της Ένωσης στον εν λόγω κανονισμό.

48.      Πράγματι, συμφωνώ ότι ζητήματα όπως η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας είναι σημαντικά στο δίκαιο των σημάτων, ωστόσο, αποτελούν ζητήματα που πρέπει να εξετάζονται από τα αρμόδια γραφεία σημάτων όταν αυτά εξετάζουν την αίτηση για καταχώριση του σήματος.

49.      Καίτοι υφιστάμενες καταχωρίσεις οι οποίες δεν πληρούν την απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας δεν μπορούν να κηρυχθούν άκυρες εξ αυτού του λόγου, γεγονός παραμένει ότι τούτο έχει επιπτώσεις στην έκταση της προστασίας του καταχωρισμένου σήματος.

50.      Η ως άνω άποψη ενισχύεται από τη συστηματική ανάλυση του νομοθετικού πλαισίου της Ένωσης. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, γεννάται το ερώτημα για ποιον λόγο ο νομοθέτης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας στην αναπαράσταση σημείου πρέπει να συνιστά λόγο ακυρότητας, ενώ δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τον προσδιορισμό των προϊόντων και υπηρεσιών. Ο λόγος είναι ότι η αναπαράσταση του σημείου, αφ’ ης στιγμής κατατεθεί η αίτηση για την καταχώριση του σήματος, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να τροποποιηθεί (πέραν ελαχίστων, πολύ περιορισμένων εξαιρέσεων) για λόγους που άπτονται της ασφάλειας δικαίου. Συνεπώς, η διαπίστωση ότι η αίτηση για την καταχώριση κατατέθηκε ή ότι το σήμα καταχωρίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 89/104 ή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 40/94 δεν μπορεί να θεραπευθεί εκ των υστέρων. Η απόρριψη ως απαραδέκτου (προ της καταχωρίσεως) ή η κήρυξη της ακυρότητας (μετά την καταχώριση) του σήματος αποτελούν τις μοναδικές διαθέσιμες επιλογές υπ’ αυτές τις περιστάσεις.

51.      Κατ’ αντιδιαστολή, σύμφωνα με τον κανονισμό 40/94, ο προσδιορισμός των προϊόντων και των υπηρεσιών μπορεί πάντοτε να υπόκειται σε περιορισμό ή μερική παραίτηση (ο δικαιούχος σήματος μπορεί εκ των υστέρων να εξειδικεύσει περαιτέρω και να περιορίσει, αλλά επ’ ουδενί να διευρύνει τον κατάλογο των προϊόντων και υπηρεσιών και, συνεπώς, να θεραπεύσει ενδεχόμενη έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας). Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ενδεχόμενη έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας στον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών μπορεί να θεραπευθεί είτε πριν είτε μετά την καταχώριση. Η οδηγία 89/104 παρέχει δικονομική αυτονομία, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα.

2)      Συνδέεται η απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας με λόγο ακυρότητας που προβλέπεται από τη νομοθεσία της Ένωσης;

52.      Επιβάλλεται εν συνεχεία να εξεταστεί αν η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας στον προσδιορισμό των προϊόντων και υπηρεσιών που καλύπτονται από την καταχώριση του σήματος μπορεί να συνδεθεί με κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται εξαντλητικώς από την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης.

53.      Η SkyKick προβάλλει, συναφώς, δύο πιθανότητες.

54.      Πρώτον, υποστηρίζει ότι, καίτοι η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361), δεν αποσαφηνίζει σε ποιο ακριβώς σημείο του κειμένου των εφαρμοστέων οδηγιών και κανονισμών υπονοούνται οι λέξεις, ώστε να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη της σιωπηρή προϋποθέσεως σαφήνειας του προσδιορισμού για την οποία έγινε λόγος στην υπόθεση εκείνη, εντούτοις «διαπιστώνει σαφώς ότι αυτή [η σαφήνεια] αποτελεί σιωπηρή απαίτηση για την καταχώριση, και βεβαίως για την εγκυρότητα, του σήματος, καθώς και προϋπόθεση για την καταχώριση». Ο φυσικός χώρος για μια τέτοια σιωπηρή προϋπόθεση θα ήταν, για τα μεν εθνικά σήματα, το άρθρο 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 89/104, για τα δε σήματα της Ένωσης, το άρθρο 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 40/94.

55.      Στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann (C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψεις 51 και 52), το Δικαστήριο έκρινε όσον αφορά τη γραφική αναπαράσταση των σημείων ότι «οι επιχειρηματίες πρέπει να μπορούν να ενημερώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια για τις καταχωρίσεις που πραγματοποιούν ή τις αιτήσεις καταχωρίσεως που υποβάλλουν οι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές τους και να λαμβάνουν κατά τον τρόπο αυτό τις προσήκουσες πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα τρίτων» και ότι «[ο]ι χρήστες του εν λόγω μητρώου για να είναι σε θέση να προσδιορίζουν, βάσει της καταχωρίσεως ενός σήματος, τον ακριβή χαρακτήρα του, η γραφική παράσταση του σήματος εντός του μητρώου πρέπει να είναι αφεαυτής πλήρης, ευχερώς προσιτή και αντιληπτή».

56.      Η SkyKick υποστηρίζει ότι το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά την απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας στην περιγραφή για τον προσδιορισμό των προϊόντων και υπηρεσιών που καλύπτονται από την καταχώριση.

57.      Είναι μάλλον προφανές ότι, όπως υποστηρίχθηκε ουσιαστικά από όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία, πλην της SkyKick, η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361) –παρά την ισχυρή γλώσσα που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο–, απλώς δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εισάγει έναν νέο λόγο ακυρότητας, ιδίως από τη στιγμή που από την ίδια τη νομοθεσία προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι ο κατάλογος των λόγων ακυρότητας είναι εξαντλητικός.

58.      Φρονώ (όπως η Επιτροπή) ότι κάνοντας, στην απόφαση Chartered Institute of Patent Attorneys, έναν παραλληλισμό με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann (C‑273/00, EU:C:2002:748), το Δικαστήριο επέδειξε ιδιαίτερη προσοχή ώστε να διευκρινίσει ότι σκοπός της απαιτήσεως σαφήνειας και ακρίβειας, όπως ισχύει για τα υπό καταχώριση σημεία, είναι να καθορίζεται το αντικείμενο της προστασίας προκειμένου να οριοθετείται η έκταση της σκοπούμενης προστασίας (16). Η αίτηση για την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος πρέπει να υποβάλλεται πάντοτε σε συνδυασμό με συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες. Ενώ ο λόγος για τον οποίο υφίσταται η απαίτηση γραφικής αναπαραστάσεως του σημείου στην αίτηση καταχωρίσεως είναι για να ορίζεται το ίδιο το σήμα προκειμένου να καθορίζεται το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που θα παρέχει το καταχωρισμένο σήμα (17), η έκταση της προστασίας αυτής καθορίζεται από τον χαρακτήρα και τον αριθμό των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσδιορίζονται στην οικεία αίτηση. Επομένως, από την απόφαση Chartered Institute of Patent Attorneys συνάγεται ότι πρόκειται απλώς για λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως σήματος και τίποτε στην απόφαση εκείνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει λόγο κηρύξεως ακυρότητας από τη στιγμή που πραγματοποιείται η καταχώριση και έπειτα. Το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί των συνεπειών που έχει η καταχώριση σήματος το οποίο δεν πληροί την απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας.

59.      Δεύτερον, η SkyKick υποστηρίζει ότι η απαίτηση αυτή μπορεί επίσης να καλύπτεται από τον λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως ή κηρύξεως της ακυρότητας σημάτων που αντίκεινται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 89/104 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 40/94 αντιστοίχως.

60.      Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό ακριβώς ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση και, όπως εξηγώ κατωτέρω (στο σημείο 79 των παρουσών προτάσεων), συντάσσομαι με την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου ότι η καταχώριση σήματος για «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» είναι αδικαιολόγητη και αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον.

61.      Εξάλλου, και από τη νομολογία μπορεί να συναχθεί ότι σήμα το οποίο δεν πληροί την απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας αντίκειται στη δημόσια τάξη [βλ., ιδίως, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361, σκέψεις 46 έως 48)].

62.      Επιπλέον, αν η καταχώριση είναι υπερβολικά εύκολη ή καλύπτει υπερβολικά ευρύ πεδίο, θα έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της εισόδου τρίτων στην αγορά, δεδομένου ότι η διαθεσιμότητα κατάλληλων σημάτων ελαχιστοποιείται, προκαλώντας αύξηση των δαπανών που ενδέχεται να μετακυλιστούν στους καταναλωτές και συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας (βλ. σημείο 95 των παρουσών προτάσεων).

63.      Φρονώ, πρώτον, ότι στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361), το Δικαστήριο έκρινε ρητώς ότι γενικοί όροι οι οποίοι ενδέχεται να έχουν εφαρμογή σε πολλά διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας. Δεύτερον, όπως υπογραμμίζει η SkyKick, οι υπερβολικά γενικοί όροι εγείρουν σαφώς τις ίδιες ανησυχίες δημοσίας τάξεως όπως και άλλες μορφές ασαφών και ανακριβών όρων. Αυτό το ζήτημα δημοσίας τάξεως αποτυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 2017/1001. Τρίτον, η καταχώριση σήματος για προϊόντα και υπηρεσίες που προσδιορίζονται με τόσο γενικό τρόπο δεν συνάδει με τη βασική λειτουργία του σήματος, όπως αυτή καθορίζεται στην απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon (C‑39/97, EU:C:1998:442, σκέψη 28).

64.      Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι, αν υποτεθεί ότι τα σήματα καλύπτουν εγκύρως τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες, θα εξαναγκαζόταν να διαπιστώσει ότι συντρέχει προσβολή του δικαιώματος επί του σήματος με βάση τη σύγκριση μεταξύ, αφενός, των προσδιοριζόμενων με υπερβολικά ευρύ τρόπο προϊόντων και υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκαν τα σήματα της Sky (ανεξαρτήτως της πραγματικής χρήσεώς τους από τη Sky και της φήμης της για αυτά τα προϊόντα και υπηρεσίες· για την ακρίβεια, όπως καταδεικνύεται στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, θα μπορούσε να γίνει λόγος για σήματα που χρησιμοποιούνται σε «ένα τεράστιο και εξαιρετικά ευρύ φάσμα προϊόντων») και, αφετέρου, των προϊόντων και υπηρεσιών της SkyKick. Είναι σαφές ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ήταν καθόλου πεπεισμένο για την ορθότητα μιας τέτοιας διαπιστώσεως.

65.      Το αιτούν δικαστήριο προέβη σε πραγματικές διαπιστώσεις σχετικά με το εύρος του φάσματος των προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζονται στις αιτήσεις για την καταχώριση των σημάτων (βλ. διάταξη περί παραπομπής, σκέψη 4): για παράδειγμα, κατά τις ημερομηνίες υποβολής των αιτήσεων της Sky για την καταχώριση των σημάτων της Ένωσης, η Sky δεν είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει τα σήματα της Ένωσης για το σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών που καλύπτονται από τις αντίστοιχες περιγραφές (βλ. απόφαση της κύριας δίκης, σκέψη 250). Η δήλωση δε της Sky δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994, ότι χρησιμοποιούσε το εθνικό σήμα (ή σκόπευε να το χρησιμοποιήσει) στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με προϊόντα/υπηρεσίες για τα οποία επιδίωκε την παροχή προστασίας του σήματος, ήταν, εν μέρει, ψευδής (βλ. απόφαση της κύριας δίκης, σκέψη 254).

66.      Επιπλέον, οι περιγραφές περιλαμβάνουν προϊόντα/υπηρεσίες σε σχέση με τα οποία η Sky δεν είχε κανέναν λόγο, από εμπορικής απόψεως, να ζητήσει την καταχώριση των αντίστοιχων σημάτων. Όπως αποφάνθηκε ο δικαστής που επιλήφθηκε της υποθέσεως στην κύρια δίκη, κατόπιν εξετάσεως του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων και της ακροαματικής διαδικασίας, «[ε]ίμαι υποχρεωμένος να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ο λόγος που συμπεριλήφθηκαν αυτά τα προϊόντα και υπηρεσίες είναι ότι η Sky ακολουθούσε τη στρατηγική να επιδιώκει την εξασφάλιση πολύ ευρείας προστασίας των σημάτων, ανεξαρτήτως αν τούτο ήταν δικαιολογημένο από εμπορικής απόψεως» (βλ. απόφαση της κύριας δίκης, σκέψη 250). Για παράδειγμα, οι περιγραφές είναι εξαιρετικά εκτενείς στην αίτηση για το σήμα EU112 (2 836 λέξεις), το σήμα EU992 (8 127 λέξεις) και το σήμα UK604 (8 255 λέξεις) (διάταξη περί παραπομπής, σκέψη 4). Σε αρκετές περιπτώσεις, ο μάρτυρας της Sky δεν ήταν σε θέση να δηλώσει αν η Sky είχε πράγματι την παραμικρή πρόθεση να χρησιμοποιήσει τα σήματα όσον αφορά συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτονταν από τις περιγραφές (βλ. απόφαση της κύριας δίκης, σκέψη 246).

67.      Συναφώς, υπογραμμίζω ότι το αιτούν δικαστήριο εξέτασε τις διάφορες κατηγορίες και συνήγαγε συμπεράσματα από την ανάλυση αυτή, έλαβε υπόψη του μαρτυρικές καταθέσεις και εξακρίβωσε τα πραγματικά περιστατικά, προέβη δηλαδή στο είδος ακριβώς του ελέγχου που πρέπει να διενεργείται σε υποθέσεις όπως η προκείμενη.

68.      Φρονώ ότι μολονότι η χρήση δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την καταχώριση ενός σήματος, εντούτοις, σε τελική ανάλυση, το όλο σύστημα των σημάτων λειτουργεί με βάση τη σύνδεσή τους, αργά ή γρήγορα, με (κάποια) ορισμένη χρήση.

69.      Συναφώς, υπενθυμίζω την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2008/95 και την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 207/2009.

70.      Το Δικαστήριο (18) έχει κρίνει ότι «προκύπτει [από τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις] ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να εξαρτάται η διατήρηση σε ισχύ των δικαιωμάτων που απορρέουν από εθνικό [σήμα] ή […] σήμα [της Ένωσης] από την προϋπόθεση της ουσιαστικής χρήσεως του σήματος αυτού. […]. [Σ]ήμα [της Ένωσης] που δεν χρησιμοποιείται δύναται να παρακωλύσει την ανάπτυξη του ανταγωνισμού, περιορίζοντας το φάσμα των σημείων των οποίων την καταχώριση ως σημάτων μπορούν να ζητήσουν τρίτοι και στερώντας τους ανταγωνιστές από τη δυνατότητα χρήσεως του σήματος αυτού ή παρόμοιου κατά την εντός της εσωτερικής αγοράς παροχή υπηρεσιών ή διάθεση προϊόντων πανομοιότυπων ή παρόμοιων αυτών που προσδιορίζονται με το επίμαχο σήμα. Κατά συνέπεια, η μη χρήση σήματος [της Ένωσης] ενέχει επίσης τον κίνδυνο περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών». Καίτοι είναι αληθές ότι οι παρατηρήσεις αυτές αφορούσαν την ανάκληση μετά από πέντε χρόνια μη χρήσης, οι ίδιες σκέψεις ισχύουν και για την απαίτηση χρήσης για όλο τον κύκλο ζωής του σήματος και, επομένως, οι ανησυχίες σχετικά με την «αταξία» του μητρώου ενισχύουν έτι περαιτέρω την ανάγκη μεγαλύτερης ακρίβειας (19). Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατά το παρελθόν ότι το μητρώο σημάτων πρέπει να είναι «πρόσφορο και ακριβές» (20). Πράγματι, η αταξία του μητρώου δημιουργεί ανισορροπίες εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος στη «στάθμιση» που πρέπει να γίνεται στον τομέα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και, για τον λόγο αυτό, απαιτείται από τα πρόσωπα που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν προστασία να προσδιορίζουν με σαφήνεια τι ακριβώς είναι αυτό που επιδιώκουν να προστατεύσουν νομίμως (21).

71.      Επιπλέον, επισημαίνω ότι η νέα οδηγία 2015/2436 είναι διατυπωμένη υπό ακόμη πιο αυστηρούς όρους. Οι αιτιολογικές της σκέψεις 31 και 32 έχουν ως ακολούθως: «[τ]α σήματα εκπληρώνουν τον σκοπό τους, που συνίσταται στη διάκριση των προϊόντων ή των υπηρεσιών και στην παροχή στους καταναλωτές της δυνατότητας να κάνουν συνειδητές επιλογές, μόνον εάν όντως χρησιμοποιούνται στην αγορά. Η απαίτηση χρήσης είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να περιοριστεί ο συνολικός αριθμός των καταχωρισμένων και προστατευόμενων σημάτων εντός της Ένωσης και, κατ’ επέκταση, ο αριθμός των συγκρούσεων οι οποίες αναφύονται μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, είναι ουσιώδους σημασίας να απαιτείται η ουσιαστική χρησιμοποίηση των καταχωρισμένων σημάτων για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ή τις οποίες είναι καταχωρισμένα, επί ποινή εκπτώσεως αν δεν χρησιμοποιηθούν για αυτά τα προϊόντα ή για αυτές τις υπηρεσίες εντός διαστήματος πέντε ετών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της διαδικασίας καταχώρισης» (η υπογράμμιση δική μου) και, συνεπώς, «[…] ένα καταχωρισμένο σήμα θα πρέπει να προστατεύεται μόνον στον βαθμό που όντως χρησιμοποιείται». Πράγματι, ουδείς λόγος συντρέχει να προστατεύεται ένα σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν δεν χρησιμοποιείται πράγματι (22).

72.      Αν μια περιγραφή η οποία δεν ανταποκρίνεται στη χρήση, πλην όμως υπάρχει, ούτως ή άλλως, στο μητρώο, είναι ασαφής και ανακριβής, τούτο θα έχει επίσης αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τους ανταγωνιστές που εξετάζουν το ενδεχόμενο εισόδου τους στη σχετική αγορά (23), στον βαθμό που μια εταιρία όπως η Sky θα εμφανίζεται να κατέχει μεγαλύτερη θέση στην αγορά από αυτήν που κατέχει στην πραγματικότητα.

73.      Εν ολίγοις, η Sky ουδεμία πρόθεση είχε να χρησιμοποιήσει τα σήματα για προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτονται από τις καταχωρίσεις, από τρεις διαφορετικές απόψεις (βλ. απόφαση της κύριας δίκης, σκέψη 251): i) οι περιγραφές περιλαμβάνουν ειδικώς κατονομαζόμενα προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία η Sky ουδεμία πρόθεση είχε να χρησιμοποιήσει τα σήματα, όπως «λευκαντικά παρασκευάσματα», «μονωτικά υλικά» και «μαστίγια», ii) οι περιγραφές περιλαμβάνουν κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών οι οποίες είναι τόσο γενικές που η Sky δεν σκόπευε να χρησιμοποιήσει τα σήματα για όλο το φάσμα της κατηγορίας: παράδειγμα αποτελεί το «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές», αλλά υπάρχουν και άλλες κατηγορίες όπως οι «τηλεπικοινωνίες/υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών» και στις πέντε καταχωρίσεις· και iii) οι περιγραφές προορίζονταν να καλύψουν όλα τα προϊόντα/υπηρεσίες των οικείων κλάσεων (για παράδειγμα, από την κλάση 9 σκοπός ήταν να καλυφθούν όλα τα είδη λογισμικών για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η Sky ούτε παρείχε ούτε μπορούσε ποτέ να παρέχει όλα τα είδη λογισμικών), αλλά η πρόθεση της Sky ήταν να καλύψει το σύνολο των προϊόντων που υπάγονται στην κλάση 9. Η κλάση αυτή περιέχει εκατοντάδες διαφορετικά προϊόντα τα οποία ποικίλλουν από ηλεκτρικά κουδούνια θυρών μέχρι και χρονόμετρα για το βράσιμο αυγών και από συναγερμούς πυρασφαλείας μέχρι και πυροκροτητές. Η Sky χρησιμοποίησε τα σήματα (και άλλα σήματα τα οποία κατέχει) προκειμένου να αντιταχθεί σε αιτήσεις καταχωρίσεως σημάτων από τρίτους, οι οποίες καλύπτουν προϊόντα και υπηρεσίες ως προς τα οποία η Sky δεν είχε καμία πρόθεση χρήσης των σημάτων (βλ. απόφαση της κύριας δίκης, σκέψη 255).

74.      Καίτοι, υπό μια έννοια, ο όρος «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» είναι σαφής (στο μέτρο που συνίσταται σε κώδικα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές), εντούτοις, αναμφίβολα, στερείται ακρίβειας υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει προϊόντα τα οποία έχουν τόσο διαφορετικές χρήσεις και εμπίπτουν σε τόσο διαφορετικούς τομείς χρήσης, ώστε δεν είναι δυνατό να συνάδει με τη λειτουργία του σήματος.

75.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2012:361, σκέψη 54), «ορισμένες από τις γενικές ενδείξεις που περιλαμβάνονται στους τίτλους κλάσεων της ταξινομήσεως της Νίκαιας […] δεν μπορούν να ικανοποιούν την απαίτηση [επαρκούς σαφήνειας και ακρίβειας] όταν είναι υπερβολικά γενικόλογες και καλύπτουν εξαιρετικά ποικίλα προϊόντα και υπηρεσίες ώστε να είναι συμβατές προς την αρχική λειτουργία του σήματος» (η υπογράμμιση δική μου).

76.      Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως. Πράγματι, συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο ότι η καταχώριση σήματος για το «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» είναι υπερβολικά ευρεία για τους λόγους που εξέθεσε ο δικαστής Laddie στην υπόθεση Mercury κατά Mercury (24), οι οποίοι ισχύουν με μεγαλύτερη ακόμη ένταση σήμερα, σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, όπου πλέον η εξάπλωση του λογισμικού για ηλεκτρονικούς υπολογιστές είναι πολύ πιο γενικευμένη σε σχέση με το 1995.

77.      Στην υπόθεση εκείνη, ο δικαστής Laddie έκρινε ότι «[…] ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι, υπό την παρούσα διατύπωση, η καταχώριση του ενάγοντος δημιουργεί μονοπώλιο επί του σήματος (και των δυνάμενων να προκαλέσουν σύγχυση παρόμοιων σημάτων) εφόσον αυτό χρησιμοποιείται για ένα τεράστιο και εξαιρετικά ευρύ φάσμα προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων επί των οποίων ο ενάγων δεν έχει κανένα θεμιτό συμφέρον. Κατά την πορεία της ακροαματικής διαδικασίας επισήμανα [στον ενάγοντα] ότι η καταχώριση ενός σήματος για “λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές” θα καταλάμβανε οποιοδήποτε σύνολο καταγεγραμμένων ψηφιακών εντολών που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο κάθε είδους ηλεκτρονικού υπολογιστή. Δεν καταλαμβάνει απλώς το είδος των προϊόντων του ενάγοντος αλλά το λογισμικό για ηλεκτρονικά παιχνίδια, το λογισμικό λογιστικής, το λογισμικό σχεδιασμού γενεαλογικών πινάκων, το λογισμικό που χρησιμοποιείται στο πεδίο της διαγνωστικής ιατρικής, το λογισμικό που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των δορυφόρων και το λογισμικό που χρησιμοποιείται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μέσω των οποίων λειτουργεί το μετρό του Λονδίνου. Τελικώς, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου μάλλον αποδέχθηκε ότι ορισμένα εξ αυτών των προϊόντων διαφέρουν τόσο πολύ από το προϊόν που διέθετε στην αγορά ο εντολέας του ώστε θα ήταν, ενδεχομένως, επιθυμητός ο περιορισμός της εκτάσεως της καταχωρίσεως προκειμένου να εξαιρεθούν ορισμένα από τα πιο εξεζητημένα προϊόντα. Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως αν τούτο έγινε δεκτό ή όχι, μπορεί κατά την άποψή μου να υποστηριχθεί σοβαρά ότι η καταχώριση σήματος απλώς για “λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές” θα έχει, κατά κανόνα, υπερβολικά ευρύ πεδίο. Κατ’ εμέ, το χαρακτηριστικό που έχει καθοριστική σημασία σε ένα λογισμικό δεν είναι ούτε το μέσο στο οποίο έχει καταγραφεί, ούτε το γεγονός ότι ελέγχει έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, ούτε οι εμπορικοί δίαυλοι μέσω των οποίων διατίθεται στην αγορά, αλλά η επιτελούμενη από αυτό λειτουργία. Λογισμικό το οποίο επιτρέπει σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή να λειτουργήσει ως εξομοιωτής πτήσεων αποτελεί εντελώς διαφορετικό προϊόν από λογισμικό το οποίο, για παράδειγμα, επιτρέπει στον υπολογιστή να αναγνώσει ένα κείμενο οπτικών χαρακτήρων ή να σχεδιάσει ένα χημικό εργοστάσιο. Κατά την άποψή μου, είναι απολύτως αθέμιτο ο έμπορος που δραστηριοποιείται σε έναν συγκεκριμένο τομέα λογισμικού για ηλεκτρονικούς υπολογιστές να αποκτά, διά της καταχωρίσεως, εκ του νόμου μονοπώλιο, αόριστης χρονικής διάρκειας, το οποίο καταλαμβάνει όλα τα είδη λογισμικών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ουδόλως σχετίζονται με τον δικό του τομέα εμπορικών συμφερόντων».

78.      Συναφώς, η SkyKick παρατήρησε ορθώς ότι στη σύγχρονη κοινωνία μια πρακτικώς απεριόριστη γκάμα «έξυπνων» προϊόντων έχουν ενσωματωμένο, ή είναι εφοδιασμένα με, λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών: οι κονσόλες παιχνιδιών, τα ηλεκτρονικά βιβλία, οι οικιακές συσκευές, τα παιχνίδια, οι τηλεοράσεις, τα ρολόγια, κ.λπ. (πόσο μάλλον εφαρμογές όπως το λογισμικό ελέγχου λειτουργίας της συσκευής του μεγάλου επιταχυντή αδρονίων του CERN). Όλα αυτά τα προϊόντα περιέχουν μεν λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πλην όμως πρόκειται για εντελώς διαφορετικά είδη προϊόντων. Σε τελική ανάλυση, σκοπός των κανόνων της Ένωσης για τα εμπορικά σήματα δεν είναι να ελεγχθεί για προσβολή σήματος μια εταιρία που εμπορεύεται «έξυπνα» ψυγεία επειδή προμηθεύει παρεμφερή προϊόντα –ήτοι λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές– με αυτά που παρέχει ο προμηθευτής μιας πλατφόρμας συναλλαγών.

79.      Εν ολίγοις, κατά την άποψή μου, η καταχώριση σήματος για «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» είναι αδικαιολόγητη και αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον, καθόσον παρέχει στον δικαιούχο ένα μονοπώλιο τεράστιου εύρους το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από οποιοδήποτε θεμιτό εμπορικό συμφέρον του δικαιούχου.

80.      Είναι αξιοσημείωτο, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, ότι η ανωτέρω άποψη αναγνωρίζεται επίσης από το Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Σημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών (στο εξής: USPTO) και από το Εγχειρίδιο Σημάτων της Διαδικασίας Εξετάσεως (στο εξής: TMEP) (στο σύστημα σημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επιτρέπεται η υποβολή αιτήσεως για «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές», αυτό καθαυτό –αντιθέτως, χάριν ακρίβειας, ο αιτών πρέπει επίσης να εξειδικεύσει το είδος/τον σκοπό του λογισμικού και το πεδίο χρήσεώς του) (25). Στις 21 Ιουνίου 2012 ο ελεγκτής του USPTO προέβαλε αντιρρήσεις ως προς τους όρους «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» και «υπηρεσίες ηλεκτρονικών υπολογιστών»: «η διατύπωση “λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές” […] είναι αόριστη και πρέπει να διευκρινιστεί προκειμένου να καταγραφεί ο σκοπός της […]. Ο προσδιορισμός του λογισμικού ηλεκτρονικών υπολογιστών πρέπει να εξειδικεύει τον σκοπό ή τη λειτουργία του λογισμικού».

81.      Συμφωνώ επίσης με το αιτούν δικαστήριο ότι είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό για ποιον λόγο η συλλογιστική του TMDN όσον αφορά τα «μηχανήματα» στην κλάση 7 δεν ισχύει εξίσου ως προς το «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» (βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων), τις «υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών» (βλ. απόφαση της κύριας δίκης, σκέψη 163), ή ακόμη και τις «χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες» (26).

3)      Ποια είναι τα κρίσιμα κριτήρια προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένας όρος στην περιγραφή είναι αρκούντως σαφής και ακριβής;

82.      Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σημείο αφετηρίας για την ανάλυση των κριτηρίων που είναι κρίσιμα για να διαπιστωθεί αν ο προσδιορισμός είναι σαφής και ακριβής πρέπει να αποτελέσει η υφιστάμενη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις περιπτώσεις όπου είχε διαπιστωθεί ότι η απαίτηση «χρήσης» πληρούνταν για ορισμένα, αλλά όχι όλα, προϊόντα ή υπηρεσίες. Όπως επισημαίνεται στη νομική θεωρία (27), τούτο είναι σημαντικό καθόσον εξηγεί με ποιον τρόπο τα μέρη ενός σήματος που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί διακρίνονται από αυτά που έχουν χρησιμοποιηθεί. Αποτυπώνει το επίπεδο εξειδικεύσεως που θα απαιτούνταν ιδανικά προκειμένου το σήμα να είναι έγκυρο και, εν πάση περιπτώσει, πόσο ακριβές πρέπει να είναι μετά από πέντε έτη.

83.      Μέχρι στιγμής, μόνον το Γενικό Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 2005, Reckitt Benckiser (España) κατά ΓΕΕΑ – Aladin (ALADIN) (T‑126/03, EU:T:2005:288, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως) (28), εκτίθεται η βασική προσέγγιση ως προς τη μερική χρήση προϊόντος ή υπηρεσίας. Καθορίζονται οι δύο δυνάμεις που περιορίζουν την έκταση της χρήσης. Όταν ένα σήμα χρησιμοποιείται για ορισμένα μόνο προϊόντα ή υπηρεσίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι χρησιμοποιείται για όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίστηκε (σκέψη 44 της αποφάσεως εκείνης). Φρονώ ότι η προσέγγιση αυτή είναι ορθή στον βαθμό που συγκεκριμένα προϊόντα χωρίζονται σε κατηγορίες και υποκατηγορίες. Η χρήση σε μία κατηγορία επαρκεί για να θεωρηθεί ότι αφορά το σύνολο της κατηγορίας όταν αυτή δεν είναι δυνατόν να υποδιαιρεθεί σε επαρκώς διακριτές υποκατηγορίες (σκέψεις 45 και 46) κατά τρόπο ο οποίος δεν είναι αυθαίρετος (29). Επομένως, είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί αν μια κατηγορία περιλαμβάνει ή όχι ανεξάρτητες υποκατηγορίες, προκειμένου το Δικαστήριο να μπορέσει να αποφανθεί αν αποδείχθηκε χρήση μόνο για αυτήν την υποκατηγορία προϊόντων και υπηρεσιών ή, από την άλλη μεριά, όταν δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν επιμέρους υποκατηγορίες, η χρήση θεωρείται ότι καταλαμβάνει το σύνολο της κατηγορίας (30).

84.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί ότι η πρόθεση χρήσης πρέπει να αντιστοιχεί στην έκπτωση λόγω μη χρήσης (31).

85.      Πράγματι, η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει την προσέγγιση αυτή εδώ και 11 έτη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:361, βλ. σκέψεις 31 και 32) (32), εισηγούμενη ότι το EUIPO πρέπει να ελέγχει κατά τη διαδικασία καταχωρίσεως ενός σημείου ως σήματος κατά πόσον η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος κατατέθηκε με σκοπό την πραγματική χρήση του εν λόγω σήματος. Αντιθέτως, στην περίπτωση που το EUIPO δεχτεί την αίτηση καταχώρισης ενός σημείου ως σήματος και το σήμα αυτό, εν συνεχεία, δεν χρησιμοποιηθεί πραγματικά, οι τρίτοι μπορούν, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, να προβάλουν τον ισχυρισμό, πριν τη λήξη της πενταετίας, ότι ο αιτών την καταχώριση υπήρξε κακόπιστος κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας του σήματος για τον λόγο αυτόν. Όσον αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα διαπιστωθεί αν ο αιτών την καταχώριση υπήρξε κακόπιστος, η Επιτροπή αναφέρει τη συμπεριφορά του αιτούντος στην αγορά, τη συμπεριφορά των λοιπών φορέων ως προς το σημείο το οποίο υποβλήθηκε προς καταχώριση, το γεγονός ότι ο αιτών διαθέτει, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης καταχώρισης, ένα χαρτοφυλάκιο σημάτων, καθώς και όλες τις λοιπές ειδικές περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως.

86.      Πρόκειται για μια λογική προσέγγιση στο μέτρο που «όταν κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως, η σκοπούμενη χρήση σήματος αρκεί για να δικαιολογήσει την απόρριψη της αγωγής εκπτώσεως πέντε έτη μετά, το δικαστήριο πρέπει να αποφαίνεται ότι η αίτηση έχει κατατεθεί κακόπιστα. Τίποτα δεν διαφοροποιείται κατά τη διάρκεια της εξετάσεως, το γραφείο σημάτων εξακολουθεί να μην υποχρεούται να καθορίσει αν συντρέχει πρόθεση χρήσεως κατά την υποβολή της αιτήσεως, […] αντιθέτως απόκειται στους τρίτους να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας του σήματος μετά τη χορήγησή του [ή μέσω της διαδικασίας ανακοπής ενώπιον των γραφείων σημάτων όπου μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις για λόγους απόλυτης ακυρότητας] […]. Στην πράξη, τούτο (συνήθως) σημαίνει ότι μόνον αν ο τρίτος επιθυμεί πράγματι να χρησιμοποιήσει το σήμα που δεν χρησιμοποιείται [–όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης–], ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητά του· ειδάλλως, τα μη χρησιμοποιούμενα σήματα (συμπεριλαμβανομένων αυτών για τα οποία ουδέποτε υπήρχε πρόθεση χρήσεώς τους) παραμένουν απλώς στο μητρώο (όπως συμβαίνει επί του παρόντος)» (33).

2.      Τρίτο προδικαστικό ερώτημα

1.      Συνοπτική παράθεση των ισχυρισμών των διαδίκων

87.      Η Sky υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν άλλες απαιτήσεις σχετικές με τη χρήση σήματος καταχωρισμένου είτε σε επίπεδο κράτους μέλους είτε σε επίπεδο Ένωσης πέραν αυτών που καθορίζονται ρητώς από την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης, οι οποίες πρέπει να αξιολογούνται εντελώς αντικειμενικά στο πλαίσιο ενός inter partes αιτήματος για την επιβολή κυρώσεων που υποβάλλεται μετά την παρέλευση αδιάλειπτης περιόδου μη χρήσης διάρκειας πέντε ετών. Η επιβολή κυρώσεων για μη χρήση δεν εξαρτάται από την ύπαρξη υποκειμενικής προθέσεως του δικαιούχου του σήματος. Η Sky προσθέτει ότι δεν επιτρέπεται να θεσπιστεί ή να εφαρμοστεί κανόνας ο οποίος θα έχει ως αποτέλεσμα η προστασία των σημάτων διά της καταχωρίσεως να εξαρτάται ή να είχε εξαρτηθεί από την ύπαρξη ρητής ή σιωπηρής «δήλωσης προθέσεως χρήσης του σήματος» κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως για καταχώριση, είτε σε επίπεδο κρατών μελών είτε σε επίπεδο Ένωσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί από μόνο του να θεσπίσει ή να εφαρμόσει οποιονδήποτε διαφορετικό κανόνα βάσει της κοινοποιήσεως που έχει υποβάλει δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, των κοινών κανονισμών της συμφωνίας της Μαδρίτης και του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης (34). Δεν επιτρέπεται να θεσπίσει ή να εφαρμόσει οποιονδήποτε κανόνα ο οποίος θα έχει ως αποτέλεσμα η ύπαρξη κακοπιστίας να μπορεί απλώς να εξομοιωθεί με την απουσία προθέσεως χρήσης του σήματος για προϊόντα ή υπηρεσίες που καλύπτονται από την αίτηση καταχωρίσεως αυτού του σήματος, η οποία έχει υποβληθεί είτε σε επίπεδο κράτους μέλους είτε σε επίπεδο Ένωσης.

88.      Η SkyKick υποστηρίζει, ουσιαστικά, ότι στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, καθόσον η Sky ενήργησε κακόπιστα.

89.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει να δοθεί μία καταφατική απάντηση στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα.

90.      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα πρέπει να εξεταστούν από κοινού και ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου απαιτείται επίσης ο αιτών να έχει πρόθεση να ζημιώσει τρίτους, με αποτέλεσμα το γεγονός της καταθέσεως αίτησης για την καταχώριση σήματος χωρίς πρόθεση χρησιμοποιήσεως του σήματος αυτού να μην αποτελεί, από μόνο του, επαρκή λόγο για την απόδειξη υπάρξεως κακοπιστίας. Επιπλέον, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αν, εντός της περιόδου χάριτος των πέντε ετών, ο δικαιούχος δεν έχει προβεί σε πραγματική χρήση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία αυτό καταχωρίστηκε, τότε το σήμα υπόκειται στην κύρωση που προβλέπεται για τη μη χρήση και η κύρωση αυτή επιβάλλεται ανεξάρτητα από το αν ο δικαιούχος του σήματος σκοπεύει ή όχι να χρησιμοποιήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στην αίτηση καταχωρίσεως του σήματος.

91.      Η Ουγγρική, η Πολωνική και η Σλοβακική Κυβέρνηση δεν τοποθετούνται επί του συγκεκριμένου ερωτήματος.

92.      Η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προβάλλουν παρεμφερή επιχειρηματολογία και υποστηρίζουν ότι η πρόθεση του αιτούντος ενδέχεται να συνιστά «στοιχείο κακοπιστίας» υπό ορισμένες περιστάσεις, εφόσον αποκλειστικός σκοπός είναι να αποτραπεί η είσοδος τρίτων στην αγορά. Η απουσία πραγματικής προθέσεως χρήσης του σήματος μπορεί «υπό ορισμένες περιστάσεις» να ενισχύει το συμπέρασμα ότι η αίτηση κατατέθηκε κακόπιστα, εφόσον αποδειχθεί ότι ο αποκλειστικός σκοπός που επιδιώκει ο αιτών την καταχώριση σήματος είναι να αποτρέψει τους τρίτους «από την είσοδό τους στην αγορά» (35).

2.      Ανάλυση

93.      Με το τρίτο ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν τα σήματα καταχωρίστηκαν κακόπιστα για τον λόγο ότι η Sky δεν είχε πρόθεση να τα χρησιμοποιήσει για όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες που απαριθμούνται στις αντίστοιχες περιγραφές και, στην πραγματικότητα, κατέθεσε αιτήσεις για την καταχώριση ορισμένων εκ των σημάτων χωρίς οποιαδήποτε πρόθεση χρήσεώς τους όσον αφορά τα προσδιοριζόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του νοήματος και του πεδίου εφαρμογής της έννοιας «κακοπιστία», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94 και το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 89/104 (36).

94.      Κατά την άποψή μου, αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι ο αιτών την καταχώριση σήματος –όπως η Sky εν προκειμένω– είχε εσκεμμένη πρόθεση να αποκτήσει δικαιώματα τα οποία δεν είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει, ενδεχομένως προκειμένου να αποτρέψει, ειδικότερα, τους τρίτους από τη χρήση του καταχωρισμένου σήματος για την πώληση αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών, τότε συντρέχει κακοπιστία (37). Και τούτο διότι η ηθελημένη επιδίωξη καταχωρίσεως σήματος όσον αφορά προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία δεν υπάρχει σκοπός εμπορικής διαθέσεως αντικατοπτρίζει την πρόθεση καταχρήσεως του συστήματος σημάτων. Η δυνατότητα να κηρυχθεί ένα σήμα άκυρο λόγω κακοπιστίας εξαιτίας της απουσίας προθέσεως χρήσεώς του για ορισμένα από τα προσδιοριζόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με αυτόν καθαυτό τον σκοπό του κανονισμού 40/94 και της οδηγίας 89/104 (και των διαδόχων ρυθμίσεων), αλλά είναι σύμφωνη με το πνεύμα που επικράτησε στις νομοπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με την έννοια αυτή (βλ. σημείο 115 των παρουσών προτάσεων).

95.      Το αιτούν δικαστήριο ορθώς υπογραμμίζει ότι τα ακόλουθα ζητήματα είναι σημαντικά: οι περιστάσεις υπό τις οποίες επιτεύχθηκε η καταχώριση ενός σήματος και το πεδίο της προστασίας που εξασφαλίζεται με την καταχώριση αυτή αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά οποιουδήποτε συστήματος εμπορικών σημάτων και έχουν καθοριστική σημασία για την ορθή ισορροπία εντός του συστήματος. Αναμφίβολα, η δυνατότητα καταχωρίσεως σημάτων χωρίς να απαιτείται πραγματική χρήση τους, όπως επιτρέπεται από το ευρωπαϊκό σύστημα (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών), έχει ορισμένα πλεονεκτήματα. Δύο εκ των βασικών πλεονεκτημάτων είναι ότι, αφενός, καθιστά ευχερέστερη την παροχή προστασίας στους κατόχους των σημάτων πριν από την εμπορική προώθηση ενός προϊόντος και, αφετέρου, κάνει απλούστερη, ταχύτερη και φθηνότερη τη διαδικασία καταχωρίσεως. Ωστόσο, αν η καταχώριση είναι υπερβολικά εύκολη ή καλύπτει υπερβολικά ευρύ πεδίο, όπως εν προκειμένω, θα έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της εισόδου τρίτων στην αγορά, δεδομένου ότι η διαθεσιμότητα κατάλληλων σημάτων ελαχιστοποιείται, προκαλώντας αύξηση των δαπανών που ενδέχεται να μετακυλιστούν στους καταναλωτές και συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας.

96.      Συμφωνώ επίσης με τη διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου ότι αν ο αιτών υποβάλει αίτηση για την καταχώριση σήματος χωρίς να έχει την πρόθεση να το χρησιμοποιήσει για τα προσδιοριζόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, τίποτα δεν εμποδίζει την καταχώριση του εν λόγω σήματος (εφόσον, ασφαλώς, το σήμα μπορεί, κατά τα λοιπά, να καταχωριστεί). Ο μοναδικός τρόπος για να κηρυχθεί άκυρη η καταχώριση ή να περιοριστεί η έκτασή της, προ της λήξεως της πενταετούς περιόδου που απαιτείται για την προσβολή της λόγω μη χρήσης, είναι με επίκληση κακοπιστίας κατά την κατάθεση της σχετικής αιτήσεως. Αν το σήμα επιτρέπεται να καταχωριστεί χωρίς να υπάρχει πρόθεση χρήσεώς του για όλα ή ορισμένα από τα προσδιοριζόμενα προϊόντα και υπηρεσίες και η καταχώριση δεν δύναται να προσβληθεί ή να περιοριστεί λόγω κακοπιστίας, τότε το σύστημα είναι ευάλωτο σε καταχρήσεις. Παραδείγματα τέτοιων καταχρήσεων απαντούν στη νομολογία (38).

97.      Κατά μια μάλλον ευτυχή σύμπτωση, τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν από το Δικαστήριο σε μια πρόσφατη υπόθεση. Συντάσσομαι με τη γενική εισαγγελέα J. Kokott, η οποία προτείνει ως κριτήριο για τη διαπίστωση κακοπιστίας την άντληση αδικαιολόγητου οφέλους από το σύστημα εμπορικών σημάτων της Ένωσης (39).

98.      Στην απόφαση επί της υποθέσεως εκείνης [απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Koton Mağazacilik Tekstil Sanayi ve Ticaret κατά EUIPO (C‑104/18 P, EU:C:2019:724, σκέψη 45)], το Δικαστήριο υπενθύμισε αρχικώς ότι σκοπός των κανόνων της Ένωσης για τα σήματα είναι να συμβάλλουν στο σύστημα ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της Ένωσης. Στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος, οι επιχειρήσεις πρέπει να μπορούν, για να προσελκύσουν την πελατεία με την ποιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους, να καταχωρίζουν ως σήματα εκείνα τα σημεία που επιτρέπουν στον καταναλωτή να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, τα δικά τους προϊόντα ή υπηρεσίες από προϊόντα ή υπηρεσίες άλλης προελεύσεως.

99.      Ακολούθως, στη σκέψη 46 της προαναφερθείσας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο λόγος απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 έχει εφαρμογή όταν από συναφείς και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέβαλε την αίτηση καταχωρίσεως του σήματος αυτού όχι με σκοπό να συμμετάσχει καλόπιστα στον ανταγωνισμό, αλλά με την πρόθεση να θίξει, κατά τρόπο που δεν συνάδει προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, τα συμφέροντα τρίτων ή με την πρόθεση να αποκτήσει, χωρίς καν να στρέφεται κατά κάποιου συγκεκριμένου τρίτου, αποκλειστικό δικαίωμα για σκοπούς άλλους από εκείνους που εμπίπτουν στις λειτουργίες του σήματος, ιδίως στην ουσιώδη λειτουργία της ενδείξεως προελεύσεως».

100. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι «η ύπαρξη κακοπιστίας του αιτούντος την καταχώριση, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, πρέπει να εκτιμάται συνολικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικών παραγόντων της προκειμένης υποθέσεως» και ότι «η πρόθεση του αιτούντος κατά τον κρίσιμο χρόνο αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο που πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές περιστάσεις της εν προκειμένω υπόθεσης» (40).

101. Επιπλέον, στην απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Koton Mağazacilik Tekstil Sanayi ve Ticaret κατά EUIPO (C‑104/18 P, EU:C:2019:724, σκέψη 62 επ.), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ήταν σημαντικό να αποφανθεί ότι στην υπόθεση εκείνη το Γενικό Δικαστήριο «παρέλειψε να εξετάσει αν η αίτηση καταχώρισης σήματος που περιείχε τη γραμμένη με ειδική γραμματοσειρά λέξη “KOTON” για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 25, 35 και 39, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, υπαγορευόταν από κάποια εμπορική λογική σε σχέση με τις δραστηριότητες του παρεμβαίνοντος». Επιπλέον, έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο, παρότι αναφέρθηκε στην «εμπορική λογική στην οποία εντάσσεται η κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως» και στη «χρονολογική ακολουθία των γεγονότων που υπήρξαν καθοριστικά για την εν λόγω κατάθεση» ως κρίσιμους, ενδεχομένως, παράγοντες, παρέλειψε ωστόσο να εξετάσει πλήρως τους παράγοντες αυτούς στη συνέχεια της αποφάσεώς του. Το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον λόγο αναιρέσεως και αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

102. Σε αντίθεση με το Δικαστήριο, υπάρχει ήδη πλούσια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την κακή πίστη. Καίτοι είναι αληθές ότι η λύση σε αρκετές υποθέσεις εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τους, εντούτοις, η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου αναγνωρίζει επίσης ότι, υπό ορισμένες τουλάχιστον περιστάσεις, η καταχώριση σήματος χωρίς (πραγματική) πρόθεσή χρήσεώς του μπορεί να συνιστά κακοπιστία (41).

103. Φρονώ ότι η προαναφερθείσα νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου ορθώς επιβεβαιώνει ότι είναι κρίσιμο να διερευνάται η εμπορική λογική που υπαγόρευσε στον αιτούντα την κατάθεση της αιτήσεώς του (42). Για παράδειγμα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι συμπεριφορά η οποία δεν αποτελεί θεμιτή εμπορική δραστηριότητα, αλλά είναι αντίθετη προς τους σκοπούς του κανονισμού 207/2009, συνιστά κακοπιστία καθόσον τείνει προς την κατάχρηση δικαιώματος. Η απόφαση εκείνη συνηγορεί επίσης υπέρ της απόψεως ότι η κατάθεση αιτήσεως για την καταχώριση σήματος χωρίς να υπάρχει πρόθεση χρήσης του για συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες συνιστά, κατ’ αρχήν, κακοπιστία (43).

104. Σε αντίθεση με την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, φρονώ ότι η προσέγγισή μου και η ερμηνεία της «κακοπιστίας» εκ μέρους του αιτούντος –υπό την έννοια ότι καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες αυτός αιτείται την καταχώριση σήματος για προϊόντα και υπηρεσίες χωρίς πρόθεση χρήσης αυτού του σήματος για τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες– δεν ενέχει τον κίνδυνο να καταστεί άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας ο μηχανισμός εκπτώσεως. Όπως καταδεικνύει το παράδειγμα που παρέθεσε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν κάποιος υποβάλει αίτηση καταχωρίσεως του σήματος «Taxi» για τρία είδη τροφίμων: μπισκότα, γιαούρτια και αλλαντικά, έχει την πρόθεση χρήσης του σήματος και για τα τρία είδη. Αν, ακολούθως, μετά από πέντε έτη, ο δικαιούχος δεν χρησιμοποίησε το σήμα για τα μπισκότα, τότε ελλοχεύει απλώς ο κίνδυνος εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του σήματος, όσον αφορά τα μπισκότα, λόγω μη χρήσης. Με άλλα λόγια, θα είναι δύσκολο για τον αιτούντα να επικαλεστεί το εν λόγω σήμα έναντι άλλου παραγωγού. Στο παράδειγμα αυτό, δεν υπάρχει ασυμβατότητα με την κακοπιστία. Ήταν δικαιολογημένο, από εμπορικής απόψεως, για τον αιτούντα να επιθυμεί να καλύψει το ενδεχόμενο μελλοντικής χρήσης ή επεκτάσεως της χρήσης του σήματός του σε άλλα προϊόντα. Από την άλλη μεριά, αν ο αιτών είχε υποβάλει αίτηση για την καταχώριση του ίδιου σήματος «Taxi» για μπισκότα, γιαούρτια, αλλαντικά, αεροπλάνα και χειρουργικά εργαλεία, τότε το μονοπώλιό του θα απέτρεπε οποιονδήποτε κατασκευαστή αεροπλάνων και χειρουργικών εργαλείων από τη χρήση του όρου «Taxi» ως σήματος για την εταιρία του. Κατά συνέπεια, αν η υποβολή της αιτήσεως είχε ως στόχο να αποτρέψει τους τρίτους από τη χρήση του συγκεκριμένου όρου μολονότι ο αιτών ουδεμία πρόθεση είχε να τον χρησιμοποιήσει, τούτο σημαίνει ότι η αίτηση για καταχώριση κατατέθηκε καταχρηστικά, δεδομένου ότι ουδόλως συνδέεται με τις εμπορικές δραστηριότητες του αιτούντος.

105. Επιπλέον, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο κίνητρο του αιτούντος κατά τη στιγμή καταθέσεως της αιτήσεως για την καταχώριση του σήματος, ενώ για την έκπτωση το ενδιαφέρον πρέπει να επικεντρωθεί στη χρήση που πραγματοποιήθηκε ή δεν πραγματοποιήθηκε κατά τα τελευταία πέντε έτη.

106. Αντιθέτως, είμαι της γνώμης ότι, στην πραγματικότητα, ο μηχανισμός εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του σήματος ενδέχεται να είναι αυτός που «δεν αφήνει χώρο» για εφαρμογή του κριτηρίου της κακοπιστίας.

107. Το Γενικό Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι «η πρόθεση αποτροπής τρίτου από τη διάθεση προϊόντος στην αγορά ενδέχεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αποτελεί στοιχείο κακοπιστίας εκ μέρους του αιτούντος, όταν, εκ των υστέρων, καθίσταται προφανές ότι ο αιτών υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να έχει πρόθεση χρήσεώς του» (44). Αυτή θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αποτελεί μια «ξεκάθαρη» απόφαση ότι η κατάθεση αιτήσεως για την καταχώριση σήματος χωρίς να υπάρχει πρόθεση χρήσης του σε σχέση με τα προσδιοριζόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες συνιστά, από μόνη της, κακοπιστία.

108. Συμμερίζομαι επίσης την άποψη που έχει υιοθετηθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου (45) ότι η κακοπιστία «περιλαμβάνει την ανειλικρίνεια και […] ορισμένες πράξεις που δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα της αποδεκτής εμπορικής συμπεριφοράς την οποία τηρούν τα πρόσωπα που έχουν λογική και πείρα και δραστηριοποιούνται στον εκάστοτε εξεταζόμενο τομέα» (46).

109. Μπορεί ήδη να συναχθεί από την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η καταχώριση σήματος χωρίς οποιαδήποτε πρόθεση χρήσης του μπορεί να συνιστά κακοπιστία (47). Πράγματι, φρονώ (όπως και το αιτούν δικαστήριο) ότι, πρώτον, καίτοι δεν υπάρχει στις ισχύουσες ρυθμίσεις, δηλαδή στον κανονισμό και την οδηγία, ρητή αναφορά σε υποχρέωση να υπάρχει πρόθεση χρήσης του και το καταχωρισμένο σήμα δεν μπορεί να ανακληθεί λόγω μη χρήσης πριν από την παρέλευση πέντε ετών, εντούτοις, η νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου υποδηλώνει ότι, υπό ορισμένες τουλάχιστον περιστάσεις, η κατάθεση αιτήσεως για καταχώριση σήματος χωρίς να υπάρχει πρόθεση χρήσης του σήματος αυτού για τα προσδιοριζόμενα προϊόντα και υπηρεσίες μπορεί να συνιστά κακοπιστία, στον βαθμό που αποτελεί κατάχρηση του συστήματος εμπορικών σημάτων (αυτή είναι επίσης η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής). Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ο αιτών έχει υποβάλει αίτηση καταχωρίσεως σήματος για ένα ευρύ φάσμα προϊόντων ή υπηρεσιών δεν επαρκεί για τη διαπίστωση κακοπιστίας εφόσον ο αιτών βασίζεται σε μια εύλογη εμπορική λογική επιδιώξεως αυτής της προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της εκ μέρους του χρήσης ή σκοπούμενης χρήσης του σήματος.

110. Θα προσέθετα ότι στην περίπτωση που ο αιτών έχει υποβάλει αίτηση για την καταχώριση σήματος χωρίς να έχει οποιαδήποτε πρόθεση χρήσης του, η αίτηση για καταχώριση δεν στηρίζεται σε καμία λογική. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν πρόκειται για μια αίτηση καταχωρίσεως σήματος η οποία εκπληρώνει μια ουσιώδη λειτουργία, αλλά ομοιάζει περισσότερο με μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό ενέργεια που έχει ως σκοπό να παρεμποδίσει τους τρίτους από την ανάπτυξη των δικών τους εμπορικών τους δραστηριοτήτων. Προφανώς, δεν είναι αυτός ο σκοπός του καθεστώτος εμπορικών σημάτων.

111. Το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει ότι μπορεί να συνιστά κακοπιστία η κατάθεση αιτήσεως για την καταχώριση σήματος χωρίς να υπάρχει πρόθεση χρήσης του στο εμπόριο αλλά με αποκλειστικό στόχο την καταχώριση διαδικτυακού ονόματος τομέα (48). Ο αιτών στην υπόθεση εκείνη επιθυμούσε να καταχωρίσει το όνομα τομέα «.eu» για μια γερμανική λέξη (για ελαστικά αυτοκινήτων) καταχωρίζοντάς το ως σουηδικό σήμα (για ζώνες ασφαλείας αυτοκινήτων ή «ιμάντες ασφαλείας»), προκειμένου εν συνεχεία να το μετατρέψει σε όνομα τομέα δυνάμει του εφαρμοστέου κανονισμού. Το Δικαστήριο εφάρμοσε την απόφαση Lindt (49) και αποφάνθηκε ότι από τη διάταξη περί παραπομπής καθίστατο προφανές ότι, καίτοι ο αιτών είχε καταχωρίσει το λεκτικό σήμα &R&E&I&F&E&N& στη Σουηδία για ζώνες ασφαλείας, δεν είχε ουδεμία πρόθεση χρήσεως του εν λόγω σήματος στον βαθμό που «είχε την πρόθεση στην πραγματικότητα να εκμεταλλευθεί έναν ιστότοπο για το εμπόριο ελαστικών επισώτρων του οποίου προέβλεπε την καταχώριση». Κατά συνέπεια, αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν μια προσπάθεια «καταστρατήγησης» των κανόνων περί σημάτων (50). Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάθεση αιτήσεως για την καταχώριση σήματος με σκοπό την «κυβερνοκατάληψη» μπορεί να συνιστά κακοπιστία στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού. Όπως υποστηρίζω στις παρούσες προτάσεις, παρόμοιο σκεπτικό ισχύει γενικότερα όσον αφορά το σύστημα καταχωρίσεως εμπορικών σημάτων.

112. Έχει επίσης αναγνωριστεί από το Γενικό Δικαστήριο ότι η υποβολή αιτήσεως για την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γραφείο Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο μιας στρατηγικής με σκοπό την πρόκληση εμπλοκής μπορεί να συνιστά κακοπιστία (51).

113. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 51 της αποφάσεως εκείνης ότι «η κατάθεση διαδοχικών αιτήσεων καταχωρίσεως εθνικών σημάτων για το ίδιο σημείο, για προϊόντα ή υπηρεσίες εμπίπτοντα σε κλάσεις που ταυτίζονται τουλάχιστον εν μέρει σκοπεί στην παροχή στον κ. A. της δυνατότητας προκλήσεως εμπλοκής. Πράγματι, όταν ένας τρίτος καταθέτει αίτηση καταχωρίσεως πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. A. ζητεί την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεκδικεί την προτεραιότητα για το σήμα αυτό, στηριζόμενος στην τελευταία από τις διαδοχικές αιτήσεις καταχωρίσεως εθνικών σημάτων, και ασκεί ανακοπή στηριζόμενος στην εν λόγω αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η διαδοχική κατάθεση αιτήσεων καταχωρίσεως εθνικών σημάτων σκοπεί στην παροχή προς αυτόν της δυνατότητας προκλήσεως εμπλοκής για διάστημα το οποίο υπερβαίνει τη διάρκεια της εξάμηνης προθεσμίας περισκέψεως την οποία προβλέπει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και ακόμη και την πενταετή περίοδο χάριτος την οποία προβλέπει το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού».

114. Φρονώ ότι στην περίπτωση που ο αιτών δεν σκοπεύει να κάνει χρήση του σήματος, είναι αδιάφορο αν έχει ως στόχο να αποτρέψει κάποιον συγκεκριμένο τρίτο ή όλους τους τρίτους από τη χρήση του εν λόγω σήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αιτών επιδιώκει καταχρηστικώς τη δημιουργία μονοπωλίου προκειμένου να αποκλείσει πιθανούς ανταγωνιστές από τη χρήση σήματος το οποίο ο ίδιος δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει. Τούτο ισοδυναμεί με κατάχρηση του συστήματος εμπορικών σημάτων.

115. Τέλος, κατά την άποψή μου, οι προπαρασκευαστικές εργασίες ενισχύουν την ανωτέρω ανάλυση. Υποδηλώνουν, όσον αφορά την έννοια της κακοπιστίας, ότι η κήρυξη ακυρότητας σήματος λόγω κακοπιστίας περιλαμβάνει επίσης περιπτώσεις στις οποίες η αίτηση για την καταχώριση του σήματος κατατέθηκε χωρίς να υπάρχει πρόθεση χρήσεως όλων/ορισμένων από τα προσδιοριζόμενα προϊόντα/υπηρεσίες. Το 1984, στην ομάδα εργασίας του Συμβουλίου για τον κανονισμό περί σημάτων, η γερμανική αντιπροσωπεία πρότεινε ρητώς να προβλέπεται η υποχρέωση «καλόπιστης προθέσεως χρήσης» κατά την κατάθεση της αιτήσεως για την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Schreiben der deutschen Delegation, έγγραφο 12 Οκτωβρίου 1984, 9755/84, σ. 7 έως 8). Η πρόταση αυτή έγινε εν συνεχεία δεκτή το 1985 και, το 1986, ενσωματώθηκε στο άρθρο 41, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ως λόγος απόλυτης ακυρότητας. Σε μεταγενέστερες εκδόσεις της ίδιας διατάξεως, η διατύπωση της απουσίας «καλόπιστης» προθέσεως χρήσεως αντικαταστάθηκε από τον γενικότερο όρο της κακοπιστίας, ο οποίος, τελικώς, είχε ως αποτέλεσμα το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).

116. Ορισμένοι συγγραφείς (52) έχουν εκφράσει την άποψη ότι η αντικατάσταση της ρητής απαιτήσεως καλόπιστης προθέσεως χρήσης του σήματος απλώς με τον όρο «κακοπιστία» έγινε προκειμένου να αποκλειστεί η απαίτηση προθέσεως χρήσης από τον κανονισμό (και την οδηγία). Θεωρώ ότι η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη.

117. Αδυνατώ να διακρίνω οποιοδήποτε στοιχείο των προπαρασκευαστικών εργασιών το οποίο να συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι ισχύει κάτι τέτοιο και εκτιμώ ότι είναι πολύ περισσότερο πειστική η άποψη των λοιπών συγγραφέων (53), ότι δηλαδή η ρητή απαίτηση που προβλεπόταν παλαιότερα αντικαταστάθηκε από τον γενικότερο όρο «κακοπιστία» προκειμένου να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως, διότι θεωρήθηκε ότι έτσι θα καλύπτει, εκτός από την έλλειψη καλόπιστης προθέσεως χρήσης, και άλλες μορφές κακόπιστης συμπεριφοράς (54).

3.      Τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

1.      Συνοπτική παράθεση των ισχυρισμών των διαδίκων

118. Η Sky υποστηρίζει ότι στην περίπτωση που γίνει δεκτή η ένσταση λόγω κακοπιστίας, αυτή πρέπει υποχρεωτικώς να ισχύει για συγκεκριμένα μόνον προϊόντα ή υπηρεσίες. Κατά πάγια νομολογία, η εξέταση των λόγων απαραδέκτου ή ακυρότητας σήματος πρέπει να διενεργείται σε σχέση με καθένα από τα προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε ή επιτεύχθηκε η καταχώριση (55).

119. Ο βασικός ισχυρισμός της SkyKick είναι ότι σε περίπτωση που κατατίθεται αίτηση για καταχώριση χωρίς να υπάρχει πρόθεση χρήσης του σήματος σε όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες των οποίων την καταχώριση ζητεί ο αιτών και που επιδιώκεται η εξασφάλιση δικαιωμάτων με υπερβολικά ευρύ πεδίο στο πλαίσιο εσκεμμένης στρατηγικής αποφάσεως του αιτούντος, τούτο θα πρέπει να συνεπάγεται τη συνολική ακυρότητα της καταχωρίσεως. Η SkyKick επικαλείται το άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, το οποίο ορίζει ότι ένα σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «κηρύσσεται άκυρο» εάν «ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος». Η Skykick διατείνεται ότι η μοναδική (εξ όσων γνωρίζει) απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης που αφορά ευθέως το συγκεκριμένο ζήτημα ενισχύει τον κύριο ισχυρισμό της. Στην απόφαση «GRUPPO SALINI» (56), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «η ύπαρξη κακής πίστεως κατά την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως συνεπάγεται τη συνολική ακυρότητα του επίδικου σήματος». Τούτο είναι επίσης σύμφωνο με την αρχή fraus omnia corrumpit (η απάτη ακυρώνει/καταλύει τα πάντα), η οποία απαντά στις έννομες τάξεις αρκετών κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του αγγλικού common law (57).

120. Επικουρικώς, η SkyKick υποστηρίζει ότι η απάντηση στο ζήτημα αν η κακοπιστία συνεπάγεται την ακυρότητα του σήματος εξαρτάται από την κατά περίπτωση εξέταση κάθε υποθέσεως, η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από την ανάλυση διαφόρων παραμέτρων. Μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η ύπαρξη εμπορικών λόγων που να δικαιολογούν την καταχώριση, ο βαθμός στον οποίο ο αιτών δεν σεβάστηκε την ανάγκη των τρίτων και των αρμόδιων αρχών για ασφάλεια δικαίου, το μέγεθος της επιχειρήσεως του δικαιούχου του σήματος και των οικονομικών πόρων που έχει στη διάθεσή του, ο αριθμός των απαριθμούμενων προϊόντων και υπηρεσιών και ο βαθμός κατά τον οποίο αλληλεπικαλύπτονται, το κατά πόσον το σήμα καλύπτει προϊόντα/υπηρεσίες για τα οποία ο αιτών δεν είχε καμία πρόθεση χρήσης, ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος, το αν τα επίμαχα δικαιώματα αποτελούν απλώς επανάληψη παλαιότερων/έχουν «διαιωνιστεί», οποιαδήποτε τυχόν αγωγή ασκήθηκε κατ’ επίκληση σήματος σε σχέση με προϊόντα/υπηρεσίες για τα οποία δεν υπήρχε πρόθεση χρήσης του, καθώς και κατά πόσον ο δικαιούχος μπορεί να δικαιολογήσει ευλόγως την υποβληθείσα εκ μέρους του αίτηση παρά την απουσία προθέσεως χρήσης.

121. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει να συγχωνευθεί η απάντηση στο ερώτημα αυτό με την απάντηση επί του τρίτου ερωτήματος. Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί κοινή απάντηση στο τρίτο και στο πέμπτο ερώτημα. Η Ουγγρική, η Πολωνική και η Σλοβακική Κυβέρνηση δεν τοποθετούνται επί του ερωτήματος.

122. Η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν, ουσιαστικά, ότι η απάντηση που θα πρέπει να δοθεί στο τέταρτο ερώτημα είναι καταφατική. Η επέκταση του αποτελέσματος του λόγου ακυρότητας και σε προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία το σήμα πράγματι χρησιμοποιήθηκε θα ισοδυναμούσε, ως συνέπεια, με την επιβολή κυρώσεως, άποψη υπέρ της οποίας δεν συνηγορεί το γράμμα των οικείων διατάξεων.

2.      Ανάλυση

123. Δεδομένου ότι η απάντηση που δίνεται στο τρίτο ερώτημα είναι καταφατική, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστούν οι συνέπειες της κακοπιστίας εκ μέρους του αιτούντος κατά την υποβολή της αιτήσεως, όταν η κακοπιστία αυτή αφορά μέρος μόνο των προϊόντων και υπηρεσιών που καλύπτονται από την καταχώριση.

124. Κατά την άποψή μου, το αιτούν δικαστήριο ορθώς υποστηρίζει ότι το σήμα μπορεί να κηρυχθεί εν μέρει άκυρο αν η αίτηση έχει υποβληθεί εν μέρει κακόπιστα.

125. Πράγματι, αρκεί να σημειωθεί ότι από το άρθρο 51, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 και το άρθρο 13 της οδηγίας 89/104 συνάγεται ότι όταν ο λόγος ακυρότητας αφορά ορισμένα μόνον από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίστηκε το σήμα, το σήμα κηρύσσεται άκυρο μόνον ως προς αυτά τα προϊόντα ή υπηρεσίες.

126. Συνεπώς, φρονώ ότι η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου (58), η οποία τάσσεται υπέρ της αντίθετης άποψης (ότι, δηλαδή, η ύπαρξη κακοπιστίας συνεπάγεται την ακυρότητα του σήματος στο σύνολό του), είναι εσφαλμένη.

127. Επομένως, υπό το πρίσμα του άρθρου 13 της οδηγίας 89/104 και του άρθρου 51, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, στην περίπτωση που ο λόγος ακυρότητας υφίσταται ως προς ορισμένα μόνον προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα, το σήμα κηρύσσεται άκυρο μόνον όσον αφορά αυτά τα προϊόντα και υπηρεσίες.

4.      Πέμπτο προδικαστικό ερώτημα

1.      Συνοπτική παράθεση των ισχυρισμών των διαδίκων

128. Η Sky υποστηρίζει ότι το άρθρο 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994 είναι ασύμβατο με την όλη νομοθεσία της Ένωσης η οποία διέπει την προστασία των σημάτων διά της καταχωρίσεως τόσο σε επίπεδο κρατών μελών όσο και σε επίπεδο Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψή της, είναι ανεπίτρεπτο να ερμηνευθεί ή να εφαρμοστεί ένα εθνικό νομοθετικό μέτρο όπως το άρθρο 32, παράγραφος 3: i) με αποτέλεσμα τη διαπίστωση κακοπιστίας η οποία σε διαφορετική περίπτωση δεν θα αντιστοιχούσε στην αυτοτελή έννοια της κακοπιστίας κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης ή ii) με αποτέλεσμα να θεσπιστεί άμεσα ή έμμεσα υποχρέωση χρήσης καταχωρισμένων σημάτων διαφορετική ή επαχθέστερη σε σχέση με αυτή που επιβάλλεται ουσιαστικά και ρυθμίζεται, έχουσα ισχύ μόνο από την καταχώριση και έπειτα, από τη νομοθεσία της Ένωσης που εφαρμόζεται στην ανάκληση των καταχωρίσεων και την «απόδειξη χρήσης» ως προϋποθέσεως για την επιβολή των δικαιωμάτων που γεννά η καταχώριση.

129. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο ερώτημα είναι απαράδεκτο στο μέτρο που η οδηγία 2015/2436 δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου.

130. Η SkyKick και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (επικουρικώς) υποστηρίζουν ότι το άρθρο 32, παράγραφος 3, επιβάλλει, ως διαδικαστική υποχρέωση, ότι στην αίτηση πρέπει να δηλώνεται ότι το σήμα όντως χρησιμοποιείται ή ότι ο αιτών σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το σήμα και, ως εκ τούτου, ότι είναι συμβατό με την ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με τα εθνικά σήματα και τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

131. Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί κοινή απάντηση στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα. Η Ουγγρική, η Πολωνική, η Σλοβακική και η Φινλανδική Κυβέρνηση δεν τοποθετούνται επί του συγκεκριμένου ερωτήματος.

132. Η Επιτροπή υποστηρίζει, ουσιαστικά, ότι το άρθρο 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994 δεν αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης.

2.      Ανάλυση

133. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμούν ότι η παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994, μέσω της υποβολής ψευδούς δηλώσεως, μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο αιτήσεως να κηρυχθεί άκυρο το σήμα λόγω κακοπιστίας. Με άλλα λόγια, στο Ηνωμένο Βασίλειο η δήλωση που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 3, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να αποδειχθεί πιθανή κακοπιστία εκ μέρους του αιτούντος, η οποία συνιστά λόγο απόλυτης ακυρότητας.

134. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τη συμβατότητα του εν λόγω άρθρου με την οδηγία 2015/2436 και την προγενέστερη αυτής νομοθεσία και, συνεπώς, το επιχείρημα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου περί απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

135. Οι σχετικές οδηγίες αφήνουν μεν τα ζητήματα που άπτονται της δικονομικής αυτονομίας στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, πλην όμως υπάρχουν επίσης ορισμένα ουσιαστικά ζητήματα τα οποία δεν έχουν εναρμονιστεί. Πράγματι, κατά την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 89/104 (η οποία αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2008/95), «τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίσουν τις διαδικαστικές διατάξεις που αφορούν την καταχώριση, την έκπτωση ή την ακυρότητα των σημάτων που αποκτώνται με καταχώριση […] τα κράτη μέλη, παραδείγματος χάρη, καθορίζουν τη μορφή των διαδικασιών καταχώρισης και ακυρότητας, αποφασίζουν αν τα προγενέστερα δικαιώματα πρέπει να προβάλλονται κατά τη διαδικασία καταχώρισης ή κατά τη διαδικασία ακυρότητας ή και στις δύο, και ακόμη, στην περίπτωση που τα προγενέστερα δικαιώματα μπορούν να προβληθούν στη διαδικασία καταχώρισης, προβλέπουν διαδικασία ανακοπής ή αυτεπάγγελτη εξέταση ή και τα δύο· […] τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα καθορισμού των αποτελεσμάτων της έκπτωσης ή της ακυρότητας των σημάτων» (η υπογράμμιση δική μου).

136. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας αυτής (η οποία αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2008/95) αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν στη νομοθεσία τους λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας που συνδέονται με τους όρους απόκτησης ή διατήρησης του δικαιώματος επί του σήματος για τους οποίους δεν προβλέπεται προσέγγιση, και που αφορούν, για παράδειγμα, τη νομιμοποίηση του δικαιούχου του σήματος, την ανανέωση του σήματος, το καθεστώς των φόρων ή την μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων» (59).

137. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που είναι σημαντικό για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως είναι ότι, κατ’ εμέ, το άρθρο 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994 δεν προβλέπει κάποιον νέο λόγο ακυρότητας.

138. Αντιθέτως, προβλέπει απλώς τις δικονομικές απαιτήσεις που συνδέονται με τις αιτήσεις για την καταχώριση, στο μέτρο που ορίζει ποια στοιχεία πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση για την καταχώριση σήματος. Διάταξη όπως το άρθρο 32, παράγραφος 3, μπορεί επίσης να εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς σχετικούς με την έκπτωση ή την ακυρότητα, συμπεριλαμβανομένης της μη συμμορφώσεως προς τους δικονομικούς ή τους ουσιαστικούς κανόνες.

139. Καίτοι είναι αληθές ότι η παράβαση της δικονομικής υποχρεώσεως που επιβάλλει το εν λόγω άρθρο μπορεί πράγματι να επισύρει την κήρυξη της ακυρότητας καταχωρισμένου σήματος, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η ακυρότητα αυτή, εφόσον αποδειχθεί, θα στηρίζεται στην απαίτηση υπάρξεως κακοπιστίας δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 89/104.

140. Φρονώ (όπως και η Επιτροπή) ότι, από μόνο του, το άρθρο 32, παράγραφος 3, αποτελεί απλώς μια δικονομική υποχρέωση σε σχέση με τη μη συμμόρφωση, η οποία συμβάλλει στην προσκόμιση αποδεικτικού υλικού κακοπιστίας υπό το σύνολο των περιστάσεων κάθε υποθέσεως. Το άρθρο 32, παράγραφος 3, δεν εξειδικεύει τις έννομες συνέπειες της ανακριβούς δηλώσεως του αιτούντος την καταχώριση σήματος. Τούτο, από μόνο του, ισοδυναμεί με λόγο ακυρότητας στο μέτρο που θα αποδειχθεί ότι συντρέχει κακοπιστία, εφόσον ο αιτών δεν είχε καμία καλόπιστη πρόθεση να χρησιμοποιήσει το σήμα για το σύνολο των προσδιοριζόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει λόγος ακυρότητας για κακοπιστία αποκλειστικά και μόνο λόγω της υποβολής ψευδούς δηλώσεως δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994. Μπορεί, ωστόσο, να αποτελεί τμήμα του αποδεικτικού υλικού.

141. Ως εκ τούτου, αδυνατώ να διακρίνω με ποιον τρόπο το άρθρο 32, παράγραφος 3, μπορεί να παρεμποδίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με την οδηγία, στον βαθμό που το άρθρο 32, παράγραφος 3, δεν εξειδικεύει τις έννομες συνέπειες της ανακριβούς δηλώσεως του αιτούντος σχετικά με το σήμα.

142. Κατά συνέπεια, το άρθρο 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994, δεν αντιβαίνει στην οδηγία 89/104, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποτελεί την αποκλειστική βάση για τη διαπίστωση κακοπιστίας.

III. Πρόταση

143. Για τους λόγους αυτούς, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβλήθηκαν από το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο], ως ακολούθως:

1)      Καταχωρισμένο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εθνικό σήμα δεν μπορεί να κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει άκυρο αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο ότι στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας ορισμένοι ή όλοι από τους όρους της περιγραφής για τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών. Η έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας στον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών μπορεί, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της εκτάσεως της προστασίας που μπορεί να χορηγηθεί σε αυτή την καταχώριση.

2)      Πάντως, η απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας μπορεί να εμπίπτει στους λόγους ακυρότητας των σημάτων που αντίκεινται στη δημόσια τάξη, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα, στο μέτρο που η καταχώριση σήματος για «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» είναι αδικαιολόγητη και αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον. Όροι όπως «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» είναι υπερβολικά γενικοί και καλύπτουν προϊόντα και υπηρεσίες που ποικίλλουν σε τέτοιον βαθμό ώστε δεν είναι δυνατό να συνάδουν με τη λειτουργία του σήματος ως ενδείξεως προελεύσεως και άρα δεν είναι επαρκώς σαφείς και ακριβείς ώστε να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές και τους τρίτους να προσδιορίσουν, αποκλειστικά βάσει τέτοιων όρων, την έκταση της προστασίας που παρέχει το σήμα.

3)      Υπό ορισμένες περιστάσεις, η κατάθεση αιτήσεως για την καταχώριση σήματος χωρίς οποιαδήποτε πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για τα προσδιοριζόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες μπορεί να συνιστά στοιχείο κακοπιστίας, ιδίως, όταν αποκλειστικός σκοπός του αιτούντος είναι να αποτρέψει τους τρίτους από το να εισέλθουν στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάθεση της αιτήσεως εντασσόταν στο πλαίσιο καταχρηστικής στρατηγικής, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

4)      Υπό το πρίσμα του άρθρου 13 της οδηγίας 89/104 και του άρθρου 51, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, όταν ο λόγος ακυρότητας υφίσταται για ορισμένα μόνο προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα, το σήμα κηρύσσεται άκυρο μόνο ως προς αυτά τα προϊόντα ή υπηρεσίες.

5)      Το άρθρο 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994 είναι συμβατό με την οδηγία 89/104, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για τη διαπίστωση κακοπιστίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Αυτό το είδος υπηρεσιών «μετακίνησης» δεδομένων είναι επίσης γνωστό ως «kick». Τα επιμέρους προϊόντα των εναγομένων είναι υπηρεσίες μετάβασης στο υπολογιστικό νέφος, υπηρεσίες αντιγράφων ασφαλείας στο υπολογιστικό νέφος και υπηρεσίες διαχείρισης των εφαρμογών λογισμικού υπολογιστικού νέφους. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται ως συμπληρώματα του λογισμικού Microsoft Office 365. Η ονομασία SkyKick επελέγη διότι είναι ομόηχη με τη λέξη «sidekick» και παραπέμπει στις υπηρεσίες της εταιρίας, με τις οποίες οι χρήστες «kick» (μετακινούν) τα δεδομένα τους στον «sky» (υπολογιστικό νέφος).


3      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte (C‑418/02, EU:C:2005:12, σημείο 47).


4      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1).


5      Στην ανακοίνωση γίνεται λόγος για πέντε όρους που συμπεριλαμβάνονται στους τίτλους τάξεων και δεν πληρούν την απαίτηση σαφήνειας και ακρίβειας: την κλάση 7, μηχανήματα· την κλάση 37, επισκευές· την κλάση 37, υπηρεσίες εγκατάστασης· την κλάση 40, επεξεργασία υλικών, και την κλάση 45, προσωπικές και κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχονται από άλλους προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες ιδιωτών. Αναφέρει ειδικότερα ότι «ο όρος “μηχανήματα” δεν παρέχει σαφή ένδειξη σχετικά με το ποια μηχανήματα καλύπτονται. Τα μηχανήματα μπορούν να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ή διαφορετικούς σκοπούς, μπορεί να απαιτούν πολύ διαφορετικά επίπεδα τεχνικών ικανοτήτων και τεχνογνωσίας προκειμένου να παραχθούν και/ή να χρησιμοποιηθούν, μπορεί να απευθύνονται σε διαφορετικούς καταναλωτές, μπορεί να πωλούνται μέσω διαφορετικών εμπορικών διαύλων και, ως εκ τούτου, να συνδέονται με διαφορετικούς τομείς της αγοράς».


6      Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «[η] αίτηση [καταχωρίσεως σήματος] δηλώνει ότι το σήμα χρησιμοποιείται από τον καταθέτη ή με τη συγκατάθεση αυτού σε σχέση με τα [τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος] ή ότι ο καταθέτης προτίθεται καλόπιστα να το χρησιμοποιήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο» (η υπογράμμιση δική μου).


7      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2015, L 336, σ. 1).


8      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ 2008, L 299, σ. 25).


9      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).


10      Αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Koninklijke KPN Nederland (C‑363/99, EU:C:2004:86, σκέψη 34), και της 7ης Ιουλίου 2005, Nestlé (C‑353/03, EU:C:2005:432, σκέψη 25).


11      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1891/2006 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 386, σ. 14).


12      Πρώτη οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1).


13      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Oberbank κ.λπ. (C‑217/13 και C‑218/13, EU:C:2014:2012, σκέψη 31).


14      Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, Matratzen Concord (C‑421/04, EU:C:2006:164, σκέψη 19).


15      Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Malaysia Dairy Industries (C‑320/12, EU:C:2013:435, σκέψη 42).


16      Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Chartered Institute of Patent Attorneys (C‑307/10, EU:C:2011:784, σημείο 68).


17      Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann (C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψη 48).


18      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Leno Merken (C‑149/11, EU:C:2012:816, σκέψη 32).


19      Johnson, P., «So Precisely What Will You Use Your Trade Mark For?», International Review of Intellectual Property and Competition Law, 49(8), Αύγουστος 2018, σ. 940 έως 970, τμήμα 2.3. Επιπλέον, στο πλαίσιο ανεξάρτητης μελέτης που πραγματοποιήθηκε κατόπιν παραγγελίας και δημοσιεύθηκε από την Υπηρεσία Διανοητικής Ιδιοκτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, διαπιστώθηκε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις σημάτων στις οποίες η περιγραφή των προϊόντων και υπηρεσιών ανερχόταν σε 1 000 λέξεις, η χρήση των σημάτων περιοριζόταν σε ποσοστό 0,08 % επί του συνόλου όσων ζητήθηκαν κατά την καταχώριση. Βλ. Graevenitz, G., Ashmead, R., Greenhaigh, C., Cluttering and non-use of trade marks in Europe, UK IPO, Αύγουστος 2015.


20      Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann (C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψη 50).


21      Όπως επισημαίνεται στους Graevenity, G., Ashmead, R., Greenhaigh, C., όπ.π., σ. 96.


22      Όσον αφορά το ζήτημα σήματος το οποίο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε και το κατά πόσον μπορεί να γίνει αφηρημένα επίκληση ενός τέτοιου σήματος βλ. την εκκρεμή, επί του παρόντος, υπόθεση C‑622/18, Cooper International Spirits κ.λπ. Το Δικαστήριο οφείλει να είναι συνεπές στην κρίση του σε εκείνη και την παρούσα υπόθεση.


23      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:361, σκέψεις 43 και 44).


24      Mercury Communications Ltd κατά Mercury Interactive (UK) Ltd [1995] FSR 850, σ. 864 και 865.


25      Το TMEP ορίζει στην παράγραφο 1402.03(d): «Οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός προϊόντων για προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών πρέπει να είναι επαρκώς εξειδικευμένος ώστε να επιτρέπει τον προσδιορισμό του κινδύνου συγχύσεως. Σκοπός της απαιτήσεως εξειδικεύσεως είναι να αποτραπεί η έκδοση μη αναγκαίων απορριπτικών αποφάσεων καταχωρίσεως […] στις περιπτώσεις που τα πραγματικά προϊόντα των διαδίκων δεν συνδέονται και δεν υπάρχει σύγκρουση στην αγορά. […] Λόγω του πολλαπλασιασμού και του βαθμού εξειδικεύσεως των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, [ακόμη] και ευρείς χαρακτηρισμοί όπως “προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών στο πεδίο της ιατρικής” ή “προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών στον τομέα της εκπαίδευσης” δεν θα γίνονται δεκτοί, εκτός και αν δηλώνεται η ειδική λειτουργία ή σκοπός του προγράμματος στο συγκεκριμένο πεδίο. […] “προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών για χρήση στη διάγνωση του καρκίνου” ή “προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών για χρήση στην εκμάθηση ανάγνωσης σε παιδιά” θα γίνονται αποδεκτά».


26      Βλ. άλλη μία υπόθεση του αιτούντος δικαστηρίου FIL Ltd κατά Fidelis Underwriting Ltd, [2018], EWHC, 1097, (Pat) σ. 95, δικαστής Arnold.


27      Johnson, P., όπ.π., τμήμα 5.2. Αυτό το τμήμα των παρουσών προτάσεων βασίζεται στην ανάλυση που έχει ήδη προταθεί από τον καθηγητή Johnson.


28      Αυτή η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου θα εξεταστεί από το Δικαστήριο στην υπόθεση C‑714/18 P, ACTC κατά EUIPO και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑720/18 και C‑721/18, Ferrari (οι υποθέσεις αυτές επί του παρόντος εκκρεμούν).


29      Βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR) (T‑256/04, EU:T:2007:46, σκέψη 24).


30      Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, Intesa Sanpaolo κατά ΓΕΕΑ – equinet Bank (EQUITER) (T‑47/12, EU:T:2014:159, σκέψη 20).


31      Όπως έχει ήδη προτείνει ο Johnson, P., όπ.π., τμήμα 5.3.


32      Βλ., επίσης, προτάσεις γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:148, σημείο 48).


33      Johnson, P., όπ. π., τμήμα 4.3, ο οποίος εξηγεί με ποιον τρόπο τούτο είναι συνεπές με τις προπαρασκευαστικές εργασίες.


34      Το σύστημα της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση των σημάτων διέπεται από τη συμφωνία της Μαδρίτης, η οποία συνήφθη αρχικώς το 1891, και το πρωτόκολλο σχετικά με τη συμφωνία της Μαδρίτης, το οποίο εγκρίθηκε αρχικώς το 1989.


35      Η Επιτροπή επικαλείται, κατ’ ουσίαν, τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:361), της 13ης Δεκεμβρίου 2012, pelicantravel.com κατά ΓΕΕΑ – Pelikan (Pelikan) (T‑136/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:689, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως), και της 7ης Ιουλίου 2016, Copernicus-Trademarks κατά EUIPO – Maquet (LUCEO) [T‑82/14, EU:T:2016:396, η ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με τη διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2017, Verus κατά EUIPO (C‑101/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:979)].


36      Καίτοι η διάταξη του κανονισμού ανάγει την κακοπιστία κατά την κατάθεση της αίτησης για καταχώριση του σήματος σε λόγο απόλυτης ακυρότητας, εντούτοις δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο στην περίπτωση του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 89/104. Πράγματι, το άρθρο αυτό παρέχει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια να μεταφέρουν ή όχι αυτόν τον λόγο ακυρότητας στις εθνικές έννομες τάξεις τους. Εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο των δύο αυτών διατάξεων πρέπει να ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο.


37      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:361).


38      Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση LUCEO.


39      Βλ. προτάσεις της στην υπόθεση Koton Mağazacilik Tekstil Sanayi ve Ticaret κατά EUIPO (C‑104/18 P, EU:C:2019:287, σημείο 32).


40      Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:361, σκέψεις 37 και 42).


41      Βλ., για παράδειγμα,, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2011, Psytech International κατά ΓΕΕΑ – Institute for Personality & Ability Testing (16PF) (T‑507/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:253, σκέψεις 88 και 89, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως), της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Peeters Landbouwmachines κατά ΓΕΕΑ – Fors MW (BIGAB) (T‑33/11, EU:T:2012:77, σκέψεις 24 έως 26, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως), Pelikan (σκέψεις 54 έως 55 και 58 έως 60, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως), της 8ης Μαΐου 2014, Simca Europe κατά ΓΕΕΑ – PSA Peugeot Citroën (Simca) (T‑327/12, EU:T:2014:240, σκέψεις 38 και 39, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως), και LUCEO (σκέψεις 28 έως 33 και 48 έως 52).


42      Πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Cipriani κατά EUIPO – Hotel Cipriani (CIPRIANI) (T‑343/14, EU:T:2017:458, σκέψεις 46 και 47, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως).


43      Απόφαση LUCEO (σκέψεις 28 έως 33 και 48 έως 52).


44      Απόφαση της 5ης Μαΐου 2017, PayPal κατά EUIPO – Hub Culture (VENMO) (T‑132/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:316, σκέψεις 63 έως 65, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως).


45      Βλ. απόφαση της κύριας δίκης, σκέψη 210. Φρονώ, συναφώς, ότι το γεγονός ότι οι κανόνες του Ηνωμένου Βασιλείου απαιτούν ρητώς να υπάρχει πρόθεση χρήσεως, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 3, του νόμου του 1994, δεν έχουν, κατ’ ανάγκην, καθοριστική σημασία.


46      Βλ. Gromax Plasticulture Ltd κατά Don & Low Nonwovens Ltd, [1999], RPC 367, σκέψη 379. Βλ., επίσης, DEMON ALE Trade Mark, [2000], RPC 345, Decon Laboratories Ltd κατά Fred Baker Scientific Ltd, [2001], RPC 17, LABORATOIRE DE LA MER Trade Marks, [2002], FSR 51, Knoll AG’s Trade Mark, [2003], RPC 10, Ferrero SpA’s Trade Marks, [2004], RPC 29, 32 Red plc κατά WHG (International) Ltd, [2012], EWCA Civ 19, Red Bull GmbH κατά Sun Mark Ltd, [2012], EWHC 1929 (Ch), Total Ltd κατά YouView TV Ltd, [2014], EWHC 1963 (Ch), Jaguar Land Rover Ltd κατά Bombadier Recreational Products Inc, [2016], EWHC 3266 (Ch), HTC Corp κατά One Max Ltd (O/486/17), Paper Stacked Ltd κατά CKL Holdings NV (O/036/18).


47      Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:361).


48      Απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, Internetportal und Marketing (C‑569/08, EU:C:2010:311).


49      Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:361).


50      Βλ., επίσης, την πρόσφατη απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO στην υπόθεση R 1849/2017-2, Monopoly, 22 Ιουλίου 2019 (το προσβαλλόμενο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάλυπτε αναρίθμητα προϊόντα και υπηρεσίες που αποτελούσαν απλώς επανάληψη όσων είχαν δηλωθεί στις αιτήσεις των προγενέστερων, ήδη υφιστάμενων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης «MONOPOLY». Από όλες αυτές τις περιστάσεις μπορούσε να συναχθεί ότι πρόθεση του δικαιούχου ήταν να επωφεληθεί των κανόνων περί των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργώντας τεχνηέντως μια κατάσταση στην οποία δεν θα ήταν υποχρεωμένος να αποδείξει την ουσιαστική χρήση των προγενέστερων σημάτων του για τα αναφερόμενα προϊόντα και υπηρεσίες και, επομένως, αποδείχθηκε η ύπαρξη μερικής κακοπιστίας).


51      Απόφαση LUCEO.


52      Tsoutsanis, A., «Trade mark registrations in bad faith», Oxford University Press, 2010, σ. 65.


53      Johnson, P., όπ.π., τμήμα 4.3, ο οποίος εκθέτει λεπτομερέστερα τουλάχιστον πέντε ακόμη λόγους για τους οποίους η άποψη αυτή είναι η ορθή.


54      Η έννοια της κακοπιστίας είναι, αναμφίβολα, μια ευρύτερη έννοια που περιλαμβάνει και άλλες μορφές καταχρήσεως του καθεστώτος εμπορικών σημάτων προκειμένου να καταπολεμηθεί η παράνομη εμπορία σημάτων, αλλά και να διασφαλιστεί η χρηστή διοίκηση του συστήματος καταχωρίσεως σημάτων και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να αποτρέπονται οι τρίτοι από την καταχώριση των σημείων (που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν) ως σημάτων (βλ. Schreiben der deutschen Delegation, που μνημονεύεται στο σημείο 115 των παρουσών προτάσεων).


55      Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Isdin κατά Bial-Portela (C‑597/12 P, EU:C:2013:672, σκέψεις 24 έως 30).


56      Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, SA.PAR. κατά ΓΕΕΑ – Salini Costruttori (GRUPPO SALINI) (T‑321/10, EU:T:2013:372, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως).


57      Βλ., για παράδειγμα, Tsoutsanis, A., όπ.π., παράγραφος 2.38 και τις εκεί παραπομπές.


58      Βλ. αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Peeters Landbouwmachines κατά ΓΕΕΑ – Fors MW (BIGAB) (T‑33/11, EU:T:2012:77, σκέψη 32, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως), και της 11ης Ιουλίου 2013, SA.PAR. κατά ΓΕΕΑ – Salini Costruttori (GRUPPO SALINI) (T‑321/10, EU:T:2013:372, σκέψεις 47 και 48, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως).


59      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte (C‑418/02, EU:C:2005:425, σκέψη 30). Όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, στην απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Malaysia Dairy Industries (C‑320/12, EU:C:2013:435), στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη δόθηκε σχετικά στενή ερμηνεία, υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τους λόγους που προβλέπονται από την ίδια την οδηγία, χωρίς να ερμηνευθεί το νόημα της φράσεως «μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν […] για τους οποίους δεν προβλέπεται προσέγγιση».