Language of document : ECLI:EU:T:2012:459

Υπόθεση T‑278/10

Wesergold Getränkeindustrie GmbH & Co. KG

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς
(εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχώρισης του λεκτικού σήματος WESTERN GOLD ως κοινοτικού σήματος — Προγενέστερα εθνικά λεκτικά σήματα και προγενέστερο διεθνές και κοινοτικό λεκτικό σήμα WESERGOLD, Wesergold και WeserGold — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Μη ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Διακριτικός χαρακτήρας των προγενέστερων σημάτων»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 21ης Σεπτεμβρίου 2012

1.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή πανομοιότυπες ή παρόμοιες υπηρεσίες — Ομοιότητα των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο β΄)

2.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών με βάση αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του — Αποκλείεται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65)

3.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή πανομοιότυπες ή παρόμοιες υπηρεσίες — Ομοιότητα των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών — Προϊόντα ή υπηρεσίες που αλληλοσυμπληρώνονται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο β΄)

4.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή πανομοιότυπες ή παρόμοιες υπηρεσίες — Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα — Ομοιότητα των οικείων σημάτων — Πιθανότητα εξουδετέρωσης των οπτικών ή ηχητικών ομοιοτήτων λόγω της ύπαρξης εννοιολογικών διαφορών — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο β΄)

5.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ — Εξέταση από το τμήμα προσφυγών — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 64 § 1)

6.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών — Απόφαση που ενέχει παράλειψη εκτίμησης πραγματικών στοιχείων

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65)

1.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 26)

2.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 35)

3.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 40)

4.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 58)

5.      Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, μετά την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής, δυνάμενο «να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση», δηλαδή να αποφανθεί το ίδιο επί της ανακοπής απορρίπτοντάς την ή κηρύσσοντάς την βάσιμη, επικυρώνοντας ή ακυρώνοντας ως προς τούτο την προσβαλλόμενη απόφαση.

Επομένως, το γεγονός ότι με το υπόμνημα αντίκρουσης ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν γίνεται σαφής επίκληση του ενισχυμένου λόγω της χρήσης διακριτικού χαρακτήρα δεν επηρεάζει την υποχρέωση του τμήματος προσφυγών να προβαίνει, όταν αποφαίνεται το ίδιο επί της ανακοπής, σε νέα πλήρη εξέταση της ανακοπής επί της ουσίας, τόσο από νομική άποψη όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

Η έκταση δηλαδή της εξέτασης στην οποία το τμήμα προσφυγών οφείλει να προβαίνει σχετικά με την απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής δεν καθορίζεται καταρχήν από τους λόγους που προβάλλει ο προσφεύγων. Κατά μείζονα λόγο, η έκταση της εξέτασης στην οποία προβαίνει το τμήμα προσφυγών δεν περιορίζεται από το γεγονός ότι ορισμένοι από τους αμυντικούς ισχυρισμούς που έχουν αναπτυχθεί ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν είναι σαφείς.

(βλ. σκέψεις 71, 80)

6.      Κατά το άρθρο 62, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, μετά την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής. Αυτή η υποχρέωση εξέτασης της προσφυγής περιλαμβάνει και την εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα που έχει αποκτηθεί λόγω της χρήσης του σήματος, εφόσον προβάλλεται το επιχείρημα αυτό. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το τμήμα προσφυγών να είχε εκδώσει απόφαση με διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που έχει η προσβαλλόμενη απόφαση, αν είχε εξετάσει το βάσιμο των επιχειρημάτων και αποδεικτικών στοιχείων που είχε υποβάλει ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) ως προς τον διακριτικό χαρακτήρα που έχει αποκτηθεί λόγω της χρήσης. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών, μη προβαίνοντας στην εξέταση αυτή, παρέβη ουσιώδη τύπο, του οποίου η παράβαση οδηγεί κατ’ ανάγκη στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

Εφόσον το τμήμα προσφυγών κακώς δεν αξιολόγησε τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον ενισχυμένο λόγω της χρήσης διακριτικό χαρακτήρα, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αξιολογήσει τα ίδια αυτά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία κατά την εκδίκαση της προσφυγής ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο, όταν εκδικάζει τέτοια προσφυγή, δεν μπορεί, κατά την άσκηση του ελέγχου νομιμότητας, να υποκαθιστά το τμήμα προσφυγών ως προς την εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων στην οποία παρέλειψε να προβεί το τμήμα αυτό. Όταν όμως έχει ασκηθεί προσφυγή ακύρωσης, το Γενικό Δικαστήριο, αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του τμήματος προσφυγών, κατά της οποίας έχει ασκηθεί η προσφυγή ενώπιόν του, στερείται νομιμότητας, οφείλει να την ακυρώσει. Δεν μπορεί να απορρίψει την προσφυγή υποκαθιστώντας με τη δική του αιτιολογία την αιτιολογία του αρμόδιου οργάνου του ΓΕΕΑ, που είναι ο εκδότης της προσβαλλόμενης πράξης.

(βλ. σκέψεις 81, 83)