Language of document : ECLI:EU:T:2021:527

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 1ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Limbic® Types – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Απόφαση εκδιδόμενη κατόπιν ακύρωσης προγενέστερης απόφασης από το Γενικό Δικαστήριο – Παραπομπή ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001] – Πλάνη περί το δίκαιο – Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών – Άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 – Δεδικασμένο – Άρθρο 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001 – Σύνθεση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως»

Στην υπόθεση T‑96/20,

Gruppe Nymphenburg Consult AG, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον R. Kunze, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον D. Hanf,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως του EUIPO της 2ας Δεκεμβρίου 2019 (υπόθεση R 1276/2017‑G), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου Limbic® Types ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, D. Spielmann (εισηγητή), U. Öberg, O. Spineanu-Matei και R. Mastroianni, δικαστές,

γραμματέας: R. Ūkelytė, διοικητική υπάλληλος

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2020,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαΐου 2020,

έχοντας υπόψη τη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου προς τους διαδίκους της 18ης Νοεμβρίου 2020,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαρτίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 15 Νοεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα, Gruppe Nymphenburg Consult AG, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο Limbic® Types.

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 16, 35 και 41, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν ειδικότερα, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 16: «Έντυπο υλικό, ιδίως βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και φυλλάδια στους τομείς παροχής συμβουλών προς επιχειρήσεις και παροχής συμβουλών σε θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και εγχειρίδια για σήματα»·

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· Παροχή συμβουλών προς επιχειρήσεις και παροχή συμβουλών σε θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, ιδίως στους τομείς της ανάπτυξης σημάτων, της τοποθέτησης εμπορικού σήματος στην αγορά, της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, της ανάπτυξης μοντέλων, της επιλογής προσωπικού, της κινητοποίησης των συνεργατών, της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, της παρουσίασης άρθρων και των μελετών αγοράς»·

–        κλάση 41: «Εκπαίδευση· Επιμόρφωση· Ψυχαγωγία· Αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες· Διαλέξεις, εκπαίδευση και επιμόρφωση στους τομείς της ανάπτυξης σημάτων, της τοποθέτησης εμπορικών σημάτων στην αγορά, της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, της ανάπτυξης μοντέλων, της επιλογής προσωπικού, της κινητοποίησης των συνεργατών, της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, της παρουσίασης άρθρων και των μελετών αγοράς· Δημοσίευση βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων και φυλλαδίων στους τομείς παροχής συμβουλών προς επιχειρήσεις και παροχής συμβουλών σε θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και εγχειρίδιων για σήματα».

4        Με απόφαση της 30ής Μαΐου 2014, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), όσον αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που μνημονεύονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

5        Στις 29 Ιουλίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του EUIPO προσφυγή κατά της απόφασης του εξεταστή, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001).

6        Με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε ότι το σημείο Limbic® Types ήταν περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης της 23ης Ιουνίου 2015, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑516/15.

8        Με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Gruppe Nymphenburg Consult κατά EUIPO (Limbic® Types) (T‑516/15, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: ακυρωτική δικαστική απόφαση, EU:T:2017:83), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της προσφεύγουσας και ακύρωσε την απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015, λόγω εσφαλμένων εκτιμήσεων του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

9        Με απόφαση του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών του EUIPO, της 16ης Ιουνίου 2017, η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως, με αριθμό υποθέσεως R 1276/2017‑G, προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί εκ νέου επ’ αυτής. Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την παραπομπή αυτή με έγγραφο της γραμματείας των τμημάτων προσφυγών που της κοινοποιήθηκε στις 2 Αυγούστου 2017.

10      Με έγγραφο που κοινοποιήθηκε στις 29 Μαΐου 2018, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι έκρινε ότι, λόγω των απόλυτων λόγων απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001, δεν ήταν δυνατή η καταχώριση του ζητηθέντος σήματος για τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες και της ζήτησε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό στις 21 Σεπτεμβρίου 2018.

11      Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2019 (στο εξής: προσβαλλoμένη απόφαση), το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως απέρριψε την προσφυγή. Πρώτον, έκρινε ότι με την ακυρωτική δικαστική απόφαση το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία το πρώτο τμήμα προσφυγών είχε στηρίξει την απόφασή του της 23ης Ιουνίου 2015 δεν αρκούσαν για να συναχθεί ο περιγραφικός χαρακτήρας του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Ως εκ τούτου, καθόσον έκρινε ότι υφίσταντο συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως συνήγαγε εξ αυτών ότι όφειλε, δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, να αποφανθεί εκ νέου επί του περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Δεύτερον, προκειμένου να εκτιμήσει τον περιγραφικό χαρακτήρα, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες προορίζονταν για το ευρύ κοινό καθώς και για τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στην παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις, στην παροχή συμβουλών σε ζητήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, στη διαφήμιση, στο μάρκετινγκ, στο ανθρώπινο δυναμικό, στη διαχείριση επιχειρήσεων, στην επαγγελματική κατάρτιση, στον επαγγελματικό αθλητισμό, στην καθοδήγηση (coaching), στον τομέα της ψυχαγωγίας και στον τομέα του πολιτισμού. Περαιτέρω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως διαπίστωσε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση μεταφραζόταν ως «μεταιχμιακοί τύποι» και έκρινε ότι το αγγλόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό θα εξελάμβανε το σήμα αυτό ως προσδιορίζον, κατ’ ουσίαν, την κατάταξη των ατόμων ανάλογα με τα προφίλ ή τους τύπους προσωπικότητας που καθορίζονται βάσει πληροφοριών που άπτονται του μεταιχμιακού συστήματος. Τέλος, από τις ως άνω διαπιστώσεις συνήγαγε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών. Τρίτον, έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως απέρριψε την προσφυγή.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

13      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

14      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος από παραβάσεις ουσιώδους τύπου, ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001, ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, ο τέταρτος από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, ο πέμπτος από παράβαση του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού και ο έκτος από παράβαση του άρθρου 96 του κανονισμού.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

15      Λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας υποβολής της επίμαχης αιτήσεως καταχωρίσεως, ήτοι της 15ης Νοεμβρίου 2013, η οποία είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, η υπό κρίση διαφορά διέπεται από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009 (πρβλ. διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2004, Alcon κατά ΓΕΕΑ, C‑192/03 P, EU:C:2004:587, σκέψεις 39 και 40, και απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Gugler France κατά Gugler και EUIPO, C‑736/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:308, σκέψη 3 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Επομένως, εν προκειμένω, όσον αφορά τους κανόνες ουσίας, οι παραπομπές στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001, στις οποίες προέβησαν το μεν τμήμα προσφυγών με την προσβαλλομένη απόφαση, η δε προσφεύγουσα με τα επιχειρήματά της, πρέπει να νοηθούν ως αφορώσες το ταυτόσημου περιεχομένου άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009.

17      Εξάλλου, στο μέτρο που, κατά πάγια νομολογία, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται εν γένει από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η διαφορά διέπεται, ανάλογα με την ημερομηνία των σχετικών γεγονότων, από τις διαδικαστικές διατάξεις των κανονισμών 207/2009 και 2017/1001.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται παραβάσεις ουσιώδους τύπου

18      Προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις αιτιάσεις.

 Επί της πρώτης και της δεύτερης αιτίασης, με τις οποίες προβάλλονται έλλειψη κοινοποίησης και ανεπαρκής αιτιολογία της απόφασης περί παραπομπής ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως

19      Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν της κοινοποιήθηκε αυτή καθεαυτήν η απόφαση του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών της 16ης Ιουνίου 2017, με την οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως, αλλά ότι η ίδια ενημερώθηκε για την απόφαση αυτή απλώς και μόνον με το έγγραφο που της κοινοποιήθηκε στις 2 Αυγούστου 2017, κατά παράβαση του άρθρου 165, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 166, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001, του άρθρου 35, παράγραφοι 1 και 4, και του άρθρου 37, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 2017/1001 και για την κατάργηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 1).

20      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών της 16ης Ιουνίου 2017 εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 94 του κανονισμού 2017/1001, δεδομένου ότι στην απόφαση αυτή δεν μνημονεύονταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 165 του προμνησθέντος κανονισμού λόγοι για τη συγκεκριμένη παραπομπή. Προσθέτει ότι η αιτιολογία αυτή ήταν κατά μείζονα λόγο αναγκαία δεδομένου ότι, αφενός, το πρώτο τμήμα προσφυγών, το οποίο είχε εκδώσει την μνημονευόμενη στη σκέψη 6 ανωτέρω απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015 ήταν μονομελές και, αφετέρου, δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί σε ποια βάση είχε στηριχθεί η παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως.

21      Το EUIPO αμφισβητεί το παραδεκτό των ανωτέρω αιτιάσεων, για τον λόγο ότι δεν βάλλουν κατά της προσβαλλομένης απόφασης, αλλά κατά της απόφασης του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών της 16ης Ιουνίου 2017, η οποία δεν βλάπτει την προσφεύγουσα. Αμφισβητεί επίσης το βάσιμό τους και, όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, τον λυσιτελή της χαρακτήρα, καθότι οι λόγοι για την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως είχαν γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα με το έγγραφο που της κοινοποιήθηκε στις 29 Μαΐου 2018, η δε τελευταία είχε κληθεί να διατυπώσει παρατηρήσεις απαντώντας στο εν λόγω έγγραφο.

22      Κατά το άρθρο 72, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, μόνον οι αποφάσεις που εκδίδουν τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, παραδεκτοί είναι μόνον οι λόγοι που βάλλουν κατά της απόφασης του τμήματος προσφυγών [πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2005, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE-Zentral (Salvita), T‑303/03, EU:T:2005:200, σκέψη 59, και της 16ης Μαΐου 2019, KID-Systeme κατά EUIPO – Sky (SKYFi), T‑354/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:333, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

23      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προβαλλόμενες από την προσφεύγουσα πλημμέλειες μπορεί να βαρύνουν την απόφαση του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών της 16ης Ιουνίου 2017, αλλά όχι την προσβαλλομένη απόφαση.

24      Επομένως, η πρώτη και η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απαράδεκτες.

 Επί της τρίτης αιτίασης, με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 169, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001

25      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η σύνθεση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση δεν ήταν σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 169, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, για τον λόγο ότι ένα εκ των μελών του ήταν το μοναδικό μέλος του τμήματος προσφυγών που είχε εκδώσει την απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015.

26      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας.

27      Κατά το άρθρο 169, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε διαδικασία προσφυγής εάν συνέπραξαν στην έκδοση της απόφασης κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή.

28      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η ακυρωτική δικαστική απόφαση ενεργεί ex tunc και έχει, συνεπώς, ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης από την έννομη τάξη [βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, Kaul κατά ΓΕΕΑ – Bayer (ARCOL), T‑402/07, EU:T:2009:85, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

29      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος απορρίφθηκε με απόφαση του εξεταστή του EUIPO της 30ής Μαΐου 2014 και ότι, κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας από την προσφεύγουσα, το πρώτο τμήμα προσφυγών επικύρωσε την απόρριψη της αίτησης καταχωρίσεως με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015. Πλην όμως, η τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, η οποία κατέστη αμετάκλητη, οπότε εξαφανίστηκε αναδρομικώς από την έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, η απόφαση κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 169, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως δεν είναι η απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015, αλλά η απόφαση του εξεταστή της 30ής Μαΐου 2014.

30      Επιπλέον, το άρθρο 35, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 ορίζει τα εξής:

«Όταν απόφαση τμήματος προσφυγών ακυρωθεί ή τροποποιηθεί με τελεσίδικη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου […], ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών, προς τον σκοπό της συμμόρφωσης με την απόφαση αυτή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 72 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, κατανέμει εκ νέου την υπόθεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε τμήμα προσφυγών, στη σύνθεση του οποίου δεν περιλαμβάνονται τα μέλη που έλαβαν την ακυρωθείσα απόφαση, εκτός εάν η υπόθεση παραπέμπεται στο διευρυμένο τμήμα προσφυγών […]».

31      Ως εκ τούτου, στο μέτρο που, εν προκειμένω, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως, μπορούσε να μετέχει στη σύνθεσή του το μοναδικό μέλος του τμήματος προσφυγών που είχε εκδώσει την απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015.

32      Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η σύνθεση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση δεν έπασχε πλημμέλεια ικανή να καταστήσει παράνομη την εν λόγω απόφαση. Επομένως, η τρίτη αιτίαση και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση του δεδικασμένου

33      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση του δεδικασμένου, υπό το πρίσμα του άρθρου 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001, καθόσον το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωσή του να λάβει τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης και, κατά συνέπεια, παραβίασε το απόλυτο δεδικασμένο που περιβάλλει το σκεπτικό και το διατακτικό της εν λόγω απόφασης. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν ήταν περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, και όχι ότι το τμήμα προσφυγών δεν είχε καταδείξει επαρκώς κατά νόμον τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος αυτού. Δεδομένου, επομένως, ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ουσίας, η προσφεύγουσα συνάγει ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως δεν μπορούσε εγκύρως να προβεί σε νέα εξέταση του εν λόγω περιγραφικού χαρακτήρα.

34      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Πρώτον, υποστηρίζει ότι η απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015 ακυρώθηκε, και δεν μεταρρυθμίστηκε, με την ακυρωτική δικαστική απόφαση και, κατά συνέπεια, η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν υποχρέωσε το EUIPO να επιτρέψει την καταχώριση του ζητηθέντος σήματος. Σεβόμενη την κατανομή αρμοδιοτήτων τις οποίες έχουν το Γενικό Δικαστήριο και το EUIPO αντιστοίχως, η ακυρωτική δικαστική απόφαση δεν περιέχει οριστική διαπίστωση σχετικά με τη δυνατότητα καταχωρίσεως του ζητηθέντος σήματος, και με τη συνδρομή ή μη του απόλυτου λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009. Από την ακυρωτική δικαστική απόφαση προκύπτει απλώς και μόνον ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονταν οι εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το πρώτο τμήμα προσφυγών με την απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015 δεν επαρκούσαν ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το σήμα ήταν περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών.

35      Δεύτερον, το EUIPO υποστηρίζει ότι η υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης των πραγματικών περιστατικών την οποία αυτό υπέχει βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 ισχύει, όσον αφορά τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου, έως την ημερομηνία καταχωρίσεως, και ότι, δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, δύναται να επαναλάβει, ανά πάσα στιγμή πριν από την καταχώριση και με δική του πρωτοβουλία, την εξέταση ενός απολύτου λόγου απαραδέκτου εφόσον τούτο δικαιολογείται από νέα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από παρατηρήσεις τρίτων, από διαπιστώσεις πραγματοποιηθείσες κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης διαδικασίας ανακοπής ή, όπως εν προκειμένω, κατόπιν ακυρωτικής δικαστικής απόφασης η οποία κατέστη αμετάκλητη.

36      Τρίτον, το EUIPO υποστηρίζει ότι κακώς η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ότι επανεξέτασε τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, καθότι η εξέταση στην οποία προέβη το εν λόγω τμήμα αφορούσε πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία διαφορετικά από εκείνα στα οποία είχε στηριχθεί η απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015.

37      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως κατά της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, τούτη έχει καταστεί αμετάκλητη.

38      Επιπλέον, στη νομολογία έχει υπογραμμισθεί η σημασία της αρχής του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις. Πράγματι, προκειμένου να διασφαλισθεί τόσο η σταθερότητα του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορούν πλέον να προσβληθούν οι δικαστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκησή τους (βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C‑221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001, το EUIPO υποχρεούται να λάβει τα μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του δικαστή της Ένωσης.

40      Δεν αμφισβητείται ότι, με την απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015, το τμήμα προσφυγών απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως του ζητηθέντος σήματος λόγω του περιγραφικού χαρακτήρα του ως προς τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες. Με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009. Με το σημείο 1 του διατακτικού της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του τμήματος προσφυγών της 23ης Ιουνίου 2015.

41      Το σκεπτικό με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 34 έως 52 της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, έχει ως εξής:

«34      [E]πιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών δεν κατέδειξε ότι το ενδιαφερόμενο εν προκειμένω κοινό θα αντιληφθεί, αμέσως και χωρίς άλλη σκέψη, κάποια συγκεκριμένη και ευθεία σχέση μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, αφενός, και του σημείου Limbic® Types, αφετέρου.

35      Βεβαίως, το σύμβολο “®” και ο όρος “τύποι” μπορούν να γίνουν αντιληπτοί από το ενδιαφερόμενο κοινό, το μεν πρώτο ως απεικονίζον το σημείο που προσδιορίζει ένα καταχωρισμένο σήμα, ο δε δεύτερος ως ο συνήθης αγγλικός όρος που παραπέμπει στη γενική μορφή, τη δομή ή τον χαρακτήρα που διακρίνει ένα είδος, μια ομάδα ή μια συγκεκριμένη κατηγορία ζωντανών όντων ή αντικειμένων. Η σημασία των δύο αυτών στοιχείων όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό, όπως έγινε δεκτή από το τμήμα προσφυγών, δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα και πρέπει να επιβεβαιωθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση.

36      Ωστόσο, δεν αρκεί ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που συνθέτουν ένα σημείο να είναι περιγραφικά· Ο περιγραφικός χαρακτήρας πρέπει να διαπιστώνεται για το σημείο στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένου, εν προκειμένω, του τρίτου όρου, ήτοι της λέξης “limbic” [πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2016, provima Warenhandels κατά ΓΕΕΑ – Renfro (HOT SOX), T‑543/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:102, σκέψη 29].

37      Συναφώς, όπως επισήμαναν το EUIPO, καθώς και ο εξεταστής και το τμήμα προσφυγών, ο όρος “limbic”, όπως ορίζεται, μεταξύ άλλων, στο Oxford English Dictionary, αναφέρεται στο “μεταιχμιακό σύστημα” (limbic system στα αγγλικά) που προσδιορίζει μια περιοχή του εγκέφαλου η οποία επηρεάζει την έκκριση ορμονών και το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Η προσφεύγουσα συμφώνησε, κατά τη διαδικασία, με τον ως άνω ορισμό.

38      Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό, πρώτον, ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο συνδυασμός των τριών όρων που συνθέτουν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι ασυνήθης όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες.

39      Πράγματι, όπως προκύπτει από τους διάφορους ορισμούς του λεξικού που παραθέτουν ο εξεταστής και το τμήμα προσφυγών, ο όρος “limbic” χρησιμοποιείται συνήθως στα αγγλικά ως μέρος των γνωστών φράσεων “limbic system” ή “limbic lobe” που περιγράφουν συγκεκριμένο μέρος του εγκέφαλου.

40      Όσον αφορά, όμως, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, αφενός, ο όρος “limbic” παρατίθεται εκτός της φράσης που του προσδίδει κανονικά την έννοιά του. Ο όρος “limbic” έχει δηλαδή απογυμνωθεί από το σαφές και άμεσο πειεχόμενό του.

41      Αφετέρου, ο όρος “limbic” περιλαμβάνεται στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση σε συνδυασμό με το σύμβολο “®” και τον όρο “types”, δηλαδή σε έναν συνδυασμό που δεν είναι γνωστός ή συνήθης στην αγγλική γλώσσα.

42      Λόγω λοιπόν του ασυνήθους χαρακτήρα του συνδυασμού που αναφέρεται στα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες, η διατύπωση του σήματος που προτείνεται προς καταχώριση δημιουργεί εντύπωση που αφίσταται αυτής που δημιουργεί η απλή συνένωση των στοιχείων που το συνθέτουν, όπερ μπορεί να προσδώσει στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση μη περιγραφικό χαρακτήρα των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών (πρβλ. τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 21 ανωτέρω).

43      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς προβάλλει και η προσφεύγουσα, ο όρος “limbic”, ο οποίος παραπέμπει στο μεταιχμιακό σύστημα, αποτελεί ιατρικό όρο σχετιζόμενο με τη νευρολογία και συνιστά, επομένως, έναν άκρως εξειδικευμένο όρο.

44      Επ’ αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι το τμήμα προσφυγών περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το σήμα ως παραπέμπον στα διάφορα είδη προσωπικότητας, τα οποία αντιδρούν διαφορετικά στα ερεθίσματα του μεταιχμιακού συστήματος.

45      Πλην όμως, δεν αποδεικνύεται, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 22 ανωτέρω, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται τα ιατρικά επαγγέλματα, θα αντιληφθεί αμέσως, χωρίς περαιτέρω σκέψη, τον όρο “limbic” ως αναφερόμενο σε μέρος του εγκέφαλου ή, τουλάχιστον, στο μέρος του εγκέφαλου που επηρεάζει την έκκριση ορμονών και το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Δεν αποδεικνύεται εξάλλου ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιληφθεί, χωρίς περαιτέρω σκέψη, τον συνδυασμό των τριών στοιχείων που συνθέτουν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως υποδηλούντα την έννοια των διαφόρων ειδών προσωπικότητας, τα οποία αντιδρούν διαφορετικά στα ερεθίσματα του μέρους του εγκέφαλου που επηρεάζει την έκκριση ορμονών και το αυτόνομο νευρικό σύστημα και, επομένως, ως περιγραφική ένδειξη των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών ή ενός χαρακτηριστικού τους.

46      Τέλος, το γεγονός ότι οι επίμαχες υπηρεσίες (που υπάγονται στις κλάσεις 35 και 41) αποσκοπούν ενδεχομένως στην πληροφόρηση για τους διάφορους μεταιχμιακούς τύπους και παρέχουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να καθορίσουν τη βέλτιστη στρατηγική τους διαφήμισης και πωλήσεων σε συνάρτηση με τα διάφορα είδη προσωπικότητας, όπως εκτιμά το τμήμα προσφυγών στις σκέψεις 22 και 23 της προσβαλλομένης απόφασης, δεν αρκεί για να θεωρηθεί το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως περιγραφικό των εν λόγω υπηρεσιών.

47      Πράγματι, πέραν του ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιέχει έναν όρο που χρησιμοποιείται σε ασυνήθη συνδυασμό και έχει απογυμνωθεί από το σαφές και άμεσο περιεχόμενό του, δεν αποδεικνύεται ότι ο μέσος επαγγελματίας, ιδίως στον τομέα της διαφήμισης, της εμπορικής διαχείρισης και της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και επιχειρήσεων, όταν συναντήσει έναν ειδικό ιατρικό όρο, δεν θα πρέπει τουλάχιστον να ακολουθήσει κάποια διαδικασία ερμηνείας, συνεπαγόμενη ένα διάστημα σκέψης, ώστε να αντιληφθεί την έννοια του σήματος που προτείνεται για τις επίμαχες υπηρεσίες. Μια τέτοια διαδικασία ερμηνείας δεν συμβιβάζεται όμως με την αναγνώριση του περιγραφικού χαρακτήρα, του οποίου η σημασία πρέπει να γίνεται αμέσως αντιληπτή χωρίς περαιτέρω σκέψη [πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Psytech International κατά ΓΕΕΑ – Institute for Personality & Ability Testing (16PF), T‑507/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:253, σκέψη 40].

48      Ομοίως, για τους ίδιους λόγους (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω), πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα προϊόντα στον τομέα της παροχής συμβουλών προς τις επιχειρήσεις και της παροχής συμβουλών για τη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού (που υπάγονται στην κλάση 16) μπορούν να παρέχουν πληροφόρηση για τους διάφορους μεταιχμιακούς τύπους και τη συμπεριφορά τους και για τον καλύτερο τρόπο εντοπισμού τους, όπως έκρινε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 21 της προσβαλλομένης απόφασης, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως περιγραφικό των εν λόγω προϊόντων.

49      Εξάλλου, όσον αφορά την εκτίμηση του περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβάνεται το ευρύ κοινό, αρκεί να επισημανθεί ότι, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το εν λόγω σήμα συνεπάγεται ακόμη περισσότερο μια διαδικασία ερμηνείας η οποία δεν συμβιβάζεται με τον περιγραφικό χαρακτήρα ενός σήματος (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, 16PF, T‑507/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:253, σκέψη 43).

50      Όσον αφορά τη νομολογία που επικαλείται το EUIPO, κατά την οποία πρέπει να απορρίπτεται η καταχώριση λεκτικού σημείου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, εάν, σε μία τουλάχιστον από τις δυνητικές σημασίες του, είναι δηλωτικό χαρακτηριστικού γνωρίσματος των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 32), αρκεί να επισημανθεί, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν έχει αρκούντως σαφή και άμεση σημασία ώστε να μπορεί να θεωρηθεί από το ενδιαφερόμενο κοινό ως περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών.

51      Επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία το σημείο Limbic® Types θα γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό υπό την έννοια των διαφόρων ειδών προσωπικότητας που αντιδρούν διαφορετικά στα ερεθίσματα του μεταιχμιακού συστήματος.

52      Ωσαύτως, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το εν λόγω σημείο έχει αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση με τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 16, 35 και 41.»

42      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 28 ανωτέρω, η ακυρωτική δικαστική απόφαση ενεργεί ex tunc και έχει συνεπώς ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης από την έννομη τάξη.

43      Επιπλέον, έχει κριθεί ότι το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν πράγματι ή κατ’ αναγκαία συναγωγή με την επίμαχη δικαστική απόφαση (βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C‑221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Επομένως, προκειμένου να συμμορφωθεί με την ακυρωτική δικαστική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο συνιστά το αναγκαίο του έρεισμα. Ειδικότερα, στο σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, παρατίθενται οι ακριβείς λόγοι της έλλειψης νομιμότητας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους το οικείο όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξης [βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, Shoe Branding Europe κατά EUIPO – adidas (Αποτύπωση δύο παράλληλων ριγών επί υποδήματος), T‑629/16, EU:T:2018:108, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

45      Εν προκειμένω, κατόπιν της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της απόφασης του εξεταστή της 30ής Μαΐου 2014 κατέστη εκ νέου εκκρεμής ενώπιον του EUIPO. Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απορρέουσα από το άρθρο 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001 υποχρέωσή του να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, το EUIPO όφειλε να μεριμνήσει ώστε η προσφυγή να καταλήξει στην έκδοση νέας απόφασης εκ μέρους ενός τμήματος προσφυγών. Το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, ενημέρωσε την προσφεύγουσα, με έγγραφο που της κοινοποιήθηκε στις 29 Μαΐου 2018, ότι έκρινε ότι, λόγω των απόλυτων λόγων απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν ήταν δυνατή η καταχώριση του ζητηθέντος σήματος για τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες και ότι είχε την εξουσία να εξετάσει εκ νέου αυτούς τους λόγους απαραδέκτου.

46      Στην προσβαλλομένη απόφαση, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως, παραπέμποντας στο άρθρο 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001, έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι το EUIPO δεσμεύεται από το διατακτικό δικαστικής απόφασης μόνο στο μέτρο που τα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα στα οποία αυτή στηρίζεται ήταν πανομοιότυπα. Ανέφερε επίσης ότι, με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν «έως σήμερα» δεν αρκούσαν ώστε να αποδειχθεί ότι συντρέχει ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 και παρέθεσε τα στοιχεία της αιτιολογίας της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης που περιέχονταν στις σκέψεις 34, 45 έως 48 αυτής, τα οποία θεωρούσε ικανά να στηρίξουν την ανωτέρω εκτίμηση. Κρίνοντας ότι μπορούσε να στηριχθεί σε νέα αποδεικτικά στοιχεία και να βασισθεί στις διατάξεις του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, το τμήμα προσφυγών συνήγαγε ότι ήταν επιτρεπτή και αναγκαία η νέα εξέταση της δυνατότητας καταχώρισης του ζητηθέντος σήματος, στο μέτρο που τα καθοριστικά στοιχεία της αιτιολογίας της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης δεν απέκλειαν την επανεξέταση, βάσει νέων αποδεικτικών στοιχείων, ενός απόλυτου λόγου απαραδέκτου. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι όφειλε να επανεξετάσει τον λόγο αυτόν.

47      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, οι εξεταστές του EUIPO και, κατόπιν προσφυγής, τα τμήματα προσφυγών του EUIPO οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να προσδιορίσουν αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εμπίπτει ή όχι σε έναν από τους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως. Επομένως, δύνανται εν τέλει να στηρίξουν τις αποφάσεις τους σε πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκε ο αιτών (απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Celltech, C‑273/05 P, EU:C:2007:224, σκέψη 38).

48      Επιπλέον, κατά το άρθρο 45, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, καθώς και κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, το τμήμα προσφυγών έχει το δικαίωμα να αρχίσει με ιδία πρωτοβουλία, οποτεδήποτε πριν από την καταχώριση, την εκ νέου εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης λόγου απαραδέκτου της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος του οποίου δεν έχει ήδη γίνει επίκληση στην απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής [απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Refan Bulgaria κατά EUIPO (Μορφή λουλουδιού), T‑747/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:849, σκέψη 21].

49      Εντούτοις, το EUIPO μπορεί να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του απονέμουν οι προμνησθείσες διατάξεις μόνον εφόσον τηρεί την προβλεπόμενη στο άρθρο 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001 υποχρέωσή του να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση του δικαστή της Ένωσης.

50      Επομένως, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως είχε το δικαίωμα να προβεί αυτεπαγγέλτως σε νέα εξέταση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να καθορίσει αν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ενέπιπτε ή όχι σε κάποιον απόλυτο λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως. Εντούτοις, στο πλαίσιο της νέας αυτής αυτεπάγγελτης εξέτασης, όφειλε να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που κατέληξε στο εν λόγω διατακτικό.

51      Συναφώς, όπως ορθώς επισήμαναν το μεν τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως στην προσβαλλομένη απόφαση, το δε EUIPO με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ιδίως στις σκέψεις 45 έως 48 της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 41 ανωτέρω, ότι ορισμένες από τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το πρώτο τμήμα προσφυγών με την απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015 δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένες ή δεν παρείχαν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ως περιγραφικό το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν μπορούσαν να στηρίξουν το συμπέρασμα του πρώτου τμήματος προσφυγών σχετικά με τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

52      Επιπλέον, με το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 50 έως 52 της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 41 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του περιγραφικού χαρακτήρα των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, κρίνοντας ότι το εν λόγω σήμα δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, κακώς είχε προβληθεί κατά της καταχώρισης του σήματος αυτού ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

53      Κατά συνέπεια, το ζήτημα του περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση πρέπει να θεωρηθεί ως πραγματικό και νομικό ζήτημα το οποίο επιλύθηκε πράγματι με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω. Συναφώς, τα στοιχεία της αιτιολογίας που παρατίθενται στις σκέψεις 45 έως 48 και 50 έως 52 της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης σχετικά με την απουσία τέτοιου χαρακτήρα ήταν καθοριστικής σημασίας για την τεκμηρίωση του σημείου 1 του διατακτικού της εν λόγω απόφασης, με το οποίο ακυρώθηκε η απόφαση της 23ης Ιουνίου 2015, και συνιστούσαν το αναγκαίο του θεμέλιο. Ως εκ τούτου, καλύπτονται από το δεδικασμένο της εν λόγω απόφασης.

54      Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα του EUIPO κατά τα οποία, στην ακυρωτική δικαστική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν απομόνωσε τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά για την εκτίμηση της δυνατότητας καταχωρίσεως του σήματος αυτού ούτε από τα επιχειρήματα σχετικά με την έκταση της αυτεπάγγελτης εξέτασης των πραγματικών περιστατικών την οποία προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, κατά τα οποία ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης πραγματοποιείται, κατ’ αρχήν, αποκλειστικώς βάσει των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που δέχθηκε το τμήμα προσφυγών.

55      Συγκεκριμένα, μολονότι, όπως διαπιστώθηκε, η ακυρωτική δικαστική απόφαση περιέχει στοιχεία αιτιολογίας κατά τα οποία ορισμένες εκτιμήσεις του πρώτου τμήματος προσφυγών δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένες ή δεν καθιστούσαν δυνατό να θεωρηθεί ως περιγραφικό το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, η απόφαση αυτή περιέχει επίσης στοιχεία αιτιολογίας που επικρίνουν, βάσει αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών, εσφαλμένες ουσιαστικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το τμήμα αυτό. Τουτέστιν, με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών έπασχε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, ως προς τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

56      Επιπλέον, η αρμοδιότητα του EUIPO να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι δυνατόν να του επιτρέπει να θέτει υπό αμφισβήτηση ένα πραγματικό και νομικό ζήτημα το οποίο επιλύθηκε πράγματι από το Γενικό Δικαστήριο, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως στήριξε την εκ μέρους του εξέταση του περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση σε πραγματικά στοιχεία τα οποία το πρώτο τμήμα προσφυγών δεν είχε λάβει υπόψη του στο πλαίσιο της απόφασής του της 23ης Ιουνίου 2015 δεν μπορεί να στερήσει την ισχύ δεδικασμένου από τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος αυτού στις σκέψεις 50 έως 52 της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.

57      Επιπροσθέτως, είναι απορριπτέο το επιχείρημα του EUIPO περί αναλογίας μεταξύ της έκτασης της εκ μέρους του αυτεπάγγελτης εξέτασης των πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο αίτησης καταχωρίσεως και της διαδικασίας κήρυξης ακυρότητας για απόλυτο λόγο απαραδέκτου. Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός του EUIPO ότι η δυνατότητα να κηρυχθεί άκυρο ένα σήμα μετά την καταχώρισή του επιβεβαιώνει ότι ο νομοθέτης είχε επίγνωση του ενδεχομένου να μην ήταν κατ’ ανάγκην γνωστό ή αποδεδειγμένο το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων, κατά τον χρόνο της πρώτης εξέτασης περί συνδρομής λόγων απαραδέκτου, δεν συνεπάγεται ότι το EUIPO δύναται, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως σήματος, να αγνοήσει το δεδικασμένο που έχουν περιβληθεί οι εκτιμήσεις του δικαστή της Ένωσης σχετικά με τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος αυτού, οι οποίες περιέχονται σε απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η ληφθείσα στο πλαίσιο διαδικασίας καταχωρίσεως απόφαση τμήματος προσφυγών.

58      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, απορρίπτοντας την αίτηση καταχωρίσεως του ζητηθέντος σήματος με την αιτιολογία ότι αυτό ήταν περιγραφικό κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως παραβίασε το δεδικασμένο της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης και, συνεπώς, παρέβη τις επιταγές του άρθρου 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001.

59      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

60      Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν είχε διακριτικό χαρακτήρα ως προς τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος αυτού στηρίζεται σε εκτιμήσεις που είχαν ήδη διατυπωθεί στο πλαίσιο της εξέτασης του περιγραφικού χαρακτήρα του εν λόγω σήματος, καθώς και στη διαπίστωση ότι το σήμα αυτό είναι περιγραφικό.

61      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας και παραπέμπει συναφώς στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης.

62      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ένα σημείο το οποίο αποτελεί αντικείμενο αίτησης καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιθέτως προς όσα είχε κρίνει το EUIPO, δεν εμπίπτει σε έναν από τους απολύτους λόγους απαραδέκτου τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, η ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της απόφασης του EUIPO η οποία απορρίπτει την αίτηση καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το EUIPO, στο οποίο εναπόκειται να αντλήσει ενδεχομένως τις συνέπειες εκ του διατακτικού και του σκεπτικού της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, θα κινήσει εκ νέου τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος και θα απορρίψει την αίτηση αυτή εφόσον κρίνει ότι το οικείο σήμα εμπίπτει σε άλλον λόγο απαραδέκτου τον οποίο προβλέπει η διάταξη αυτή [βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011, Bang & Olufsen κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα μεγαφώνου), T‑508/08, EU:T:2011:575, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63      Πράγματι, καθένας από τους λόγους άρνησης της καταχωρίσεως που παρατίθενται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 είναι ανεξάρτητος των άλλων και χρήζει χωριστής εξέτασης (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως, ορθώς το τμήμα αυτό εξέτασε στην προσβαλλομένη απόφαση τον απόλυτο λόγο απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατά τον οποίο δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα.

65      Κατά πάγια νομολογία, οι λόγοι απαραδέκτου πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα το γενικό συμφέρον που υπαγορεύει καθέναν από αυτούς. Το γενικό συμφέρον, όταν λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση καθενός από τους λόγους απαραδέκτου, πρέπει να αντανακλά διαφορετικές εκτιμήσεις, ανάλογα με τον προβαλλόμενο λόγο απαραδέκτου (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 46).

66      Ο διακριτικός χαρακτήρας σήματος σημαίνει ότι το σήμα αυτό καθιστά δυνατό να εξατομικευθεί το προϊόν για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, να διακρίνεται το προϊόν αυτό από αντίστοιχα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, Audi κατά ΓΕΕΑ, C‑398/08 P, EU:C:2010:29, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Η δε έννοια του γενικού συμφέροντος στην οποία στηρίζεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού συμπίπτει, προφανώς, με τη βασική λειτουργία του σήματος, η οποία συνίσταται στη διασφάλιση ότι ο καταναλωτής ή ο τελικός χρήστης αναγνωρίζει την προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας που προσδιορίζεται από το σήμα, όπερ του επιτρέπει να διακρίνει, χωρίς το ενδεχόμενο συγχύσεως, το προϊόν ή την υπηρεσία από τα αντίστοιχα άλλης προέλευσης (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 48).

68      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βεβαίως, τα περιγραφικά σημεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 στερούνται επίσης διακριτικού χαρακτήρα, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας απόκτησης διακριτικού χαρακτήρα λόγω της χρήσεως, και ότι, κατά τη νομολογία, αν τουλάχιστον μία από τις ενδεχόμενες σημασίες του σημείου δηλώνει ένα χαρακτηριστικό των οικείων προϊόντων, το σημείο χαρακτηρίζεται ως περιγραφικό κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 και, κατά συνέπεια, δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση (πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψεις 30 και 32).

69      Εντούτοις, η ως άνω νομολογία που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού όταν ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, τίθεται υπό αμφισβήτηση για άλλους λόγους πλην του περιγραφικού του χαρακτήρα (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, achtung! κατά EUIPO, C‑214/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:632, σκέψη 36).

70      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως ανέφερε ότι το εξειδικευμένο ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιλαμβανόταν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ως υποδηλούν ένα αμιγώς πληροφοριακό πραγματικό μήνυμα, και όχι ως εμπορικό σημείο, για δημοσιεύσεις των κλάσεων 16 και 41, για υπηρεσίες στους τομείς της ψυχαγωγίας, του αθλητισμού και του πολιτισμού, καθώς και της επιμόρφωσης και της διαρκούς επιμόρφωσης της κλάσεως 41, και για υπηρεσίες στους τομείς του μάρκετινγκ, της παροχής συμβουλών προς τις επιχειρήσεις και της παροχής συμβουλών σε θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού της κλάσεως 35, στο πλαίσιο των οποίων δημιουργούνται ή χρησιμοποιούνται προφίλ προσωπικότητας βάσει του μεταιχμιακού συστήματος.

71      Το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως προσέθεσε ότι το ίδιο ίσχυε και για το επαγγελματικό κοινό στους τομείς του πολιτισμού, του αθλητισμού και της ψυχαγωγίας, το οποίο απλώς θα υπέθετε ότι οι επίμαχες υπηρεσίες λαμβάνουν υπόψη τις πλέον πρόσφατες γνώσεις για τους διάφορους μεταιχμιακούς τύπους και, επομένως, έχουν προστιθέμενη αξία σε σχέση με τις ίδιου τύπου παραδοσιακές υπηρεσίες.

72      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως απέρριψε επιχείρημα της προσφεύγουσας στηριζόμενο στην απόφαση της 5ης Ιουλίου 2012, Deutscher Ring κατά ΓΕΕΑ (Deutscher Ring Sachversicherungs-AG) (T‑209/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:347), με το σκεπτικό ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη αφορούσε διαφορετικό σημείο και διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες και ότι το εν λόγω σημείο γινόταν αντιληπτό ως επινοημένη ονομασία, ενώ το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση είχε σαφώς περιγραφική σημασία.

73      Τέλος, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως έκρινε ότι η ακολουθία λέξεων που συνθέτουν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν περιείχε καμία γραφική ή εννοιολογική μεταβολή και, κατά συνέπεια, δεν παρουσιάζει κανένα χαρακτηριστικό δυνάμενο να καταστήσει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, θεωρούμενο στο σύνολό του, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του από εκείνα άλλων επιχειρήσεων.

74      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με το παρατεθέν στις σκέψεις 70 και 71 ανωτέρω σκεπτικό, με το οποίο το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση θα γινόταν αντιληπτό ως πραγματικό μήνυμα αμιγώς πληροφοριακού χαρακτήρα, επιδιώκεται να καταδειχθεί, εφόσον απαιτείται, ο ενδεχόμενος περιγραφικός χαρακτήρας του σήματος αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση θα μπορούσε να χρησιμεύσει στο εμπόριο για τον προσδιορισμό, ειδικότερα, της ποιότητας, του προορισμού ή άλλων χαρακτηριστικών των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

75      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως υπενθύμισε ότι, κατά την κρίση του, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση έχει σαφώς περιγραφική σημασία.

76      Όσον αφορά το σκεπτικό που υπομνήσθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω, αφενός, αυτό στηρίζεται στα εσφαλμένα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως κατά τα οποία το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση έχει περιγραφικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009. Αφετέρου, από το σκεπτικό αυτό προκύπτει η χρήση εσφαλμένου κριτηρίου προκειμένου να εκτιμηθεί αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση μπορούσε να καταχωριστεί, κριτήριο σύμφωνα με το οποίο ένα αποτελούμενο από περιγραφικά στοιχεία σημείο θα μπορούσε να πληροί τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως εφόσον υφίσταται αισθητή διαφορά μεταξύ του σημείου και του απλού αθροίσματος των στοιχείων που το συνθέτουν. Πράγματι, η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου αποκλείει μεν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιείται το σήμα για την περιγραφή προϊόντος ή υπηρεσίας, πλην όμως δεν διασφαλίζει ότι το σήμα αυτό μπορεί να εγγυηθεί στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα προέλευσης του προϊόντος ή υπηρεσίας που προσδιορίζει.

77      Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών μείζονος συνθέσεως δεν προέβη σε εξέταση του λόγου απαραδέκτου που άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 ανεξάρτητη από την εξέταση του λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, στηρίζοντας τη συλλογιστική του στην παραδοχή του περιγραφικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης και, κατά συνέπεια, παρέλειψε να λάβει υπόψη το γενικό συμφέρον στην προστασία του οποίου σκοπεί ειδικώς το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης.

78      Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

79      Εκ του συνόλου των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του πέμπτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται αντιστοίχως παράβαση του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 και παράβαση του άρθρου 96 του ίδιου κανονισμού. Δεν χρειάζεται εξάλλου να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 53 ανωτέρω, οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον περιγραφικό χαρακτήρα του σήματος το οποίο αφορά η ακυρωτική δικαστική απόφαση είχαν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

80      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τμήματος προσφυγών μείζονος συνθέσεως του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 2ας Δεκεμβρίου 2019 (υπόθεση R 1276/2017G).

2)      Καταδικάζει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Spielmann

Öberg

Spineanu-Matei

 

      Mastroianni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, την 1η Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.