Language of document : ECLI:EU:T:2017:874

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2017 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Δολοφονία υπαλλήλου και της συζύγου του – Κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ αιτήσεως, διοικητικής ενστάσεως και αγωγής αποζημιώσεως – Υποχρέωση εγγυήσεως της ασφάλειας του προσωπικού της Ένωσης – Αιτιώδης συνάφεια – Υλική ζημία – Ευθύνη εις ολόκληρον – Συνυπολογισμός των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών – Ηθική βλάβη – Ευθύνη θεσμικού οργάνου για την ηθική βλάβη θανόντος υπαλλήλου – Ευθύνη θεσμικού οργάνου για την ηθική βλάβη όσων έλκουν δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο»

Στην υπόθεση T‑401/11 P-RENV-RX,

Stefano Missir Mamachi di Lusignano, κάτοικος Σαγκάης (Κίνα), και οι λοιποί αναιρεσείοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται σε παράρτημα(1),εκπροσωπούμενοι από τους F. Di Gianni, G. Coppo και A. Scalini, δικηγόρους,

αναιρεσείοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Gattinara και D. Martin,

αναιρεσίβλητης,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 12ης Μαΐου 2011, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, EU:F:2011:55),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger (εισηγητή), Πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (2)

1        Η παρούσα διαδικασία αποτελεί συνέχεια της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Επανεξέταση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (C‑417/14 RX–II, στο εξής: απόφαση επί επανεξετάσεως, EU:C:2015:588), με την οποία το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, στο εξής: απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, EU:T:2014:625), επί αναιρέσεως ασκηθείσας κατά της αποφάσεως της 12ης Μαΐου 2011, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, στο εξής: πρωτόδικη απόφαση, EU:F:2011:55), έπληττε την ενότητα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακύρωσε εν μέρει την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Ο Alessandro Missir Mamachi di Lusignano (στο εξής: Alessandro Missir Mamachi) δολοφονήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2006 με τη σύζυγό του στο Ραμπάτ (Μαρόκο), όπου επρόκειτο να αναλάβει καθήκοντα πολιτικού και διπλωματικού συμβούλου στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η δολοφονία διαπράχθηκε σε επιπλωμένη οικία την οποία είχε μισθώσει η αντιπροσωπεία αυτή για τον Alessandro Missir Mamachi, τη σύζυγό του και τα τέσσερα τέκνα τους.

3        Κατόπιν του συμβάντος αυτού, η επιτροπεία των τέκνων ανατέθηκε στον εκ πατρός πάππο τους, τον Livio Missir Mamachi di Lusignano (στο εξής: Livio Missir Mamachi), και στην εκ πατρός μάμμη τους.

4        Η Επιτροπή κατέβαλε στα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi, ως κληρονόμους αυτού, μεταξύ άλλων, το ποσό των 414 308,90 ευρώ ως παροχή λόγω θανάτου, σύμφωνα με το άρθρο 73 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), καθώς και το ποσό των 76 628,40 ευρώ λόγω του θανάτου συζύγου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του παραρτήματος X του ΚΥΚ. Περαιτέρω, η Επιτροπή αναγνώρισε στα τέκνα αυτά, από 1ης Ιανουαρίου 2007, το δικαίωμα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 80 του ΚΥΚ σύνταξη ορφανού, καθώς και στο προβλεπόμενο από το παράρτημα VII του ΚΥΚ σχολικό επίδομα.

5        Με έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2008 απευθυνόμενο στην Επιτροπή, ο Livio Missir Mamachi διαφώνησε ως προς το ύψος των καταβολών προς τα εγγόνια του. Μη έχοντας ικανοποιηθεί από την απόφαση που ελήφθη από την Επιτροπή σε απάντησή της στο εν λόγω έγγραφο, υπέβαλε, με σημείωμα της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή υπείχε ευθύνη για υπηρεσιακό πταίσμα το οποίο διέπραξε, λόγω μη τηρήσεως της υποχρεώσεώς της προστασίας του προσωπικού της. Προέβαλε, επίσης, ότι η Επιτροπή υπείχε ευθύνη άνευ πταίσματος και, επικουρικώς, ότι παρέβη το άρθρο 24 του ΚΥΚ, κατά το οποίο οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες υποχρεούνται να επανορθώνουν αλληλεγγύως τη ζημία την οποία έχει προκαλέσει τρίτος σε υπάλληλό τους.

6        Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2009.

 Πρωτόδικη απόφαση

7        Ο Livio Missir Mamachi άσκησε προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή είχε παραβεί την υποχρέωση προστασίας του προσωπικού της. Η εν λόγω προσφυγή-αγωγή αφορούσε, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 3ης Φεβρουαρίου 2009 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή του και, αφετέρου, την αποκατάσταση, πρώτον, της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν τα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi, για λογαριασμό τους, δεύτερον, της ηθικής βλάβης που υπέστησαν τα τέκνα αυτά, για λογαριασμό τους, τρίτον, της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ίδιος ως πατέρας του Alessandro Missir Mamachi, για λογαριασμό του, και, τέταρτον, της ηθικής βλάβης που υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi, για λογαριασμό των τέκνων του, δεδομένου ότι αυτά υπεισήλθαν στα δικαιώματα του πατρός τους.

8        Με την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε την προσφυγή-αγωγή εν μέρει ως απαράδεκτη, ως προς τις προβληθείσες ηθικές βλάβες, και εν μέρει ως αβάσιμη, ως προς τις προβληθείσες περιουσιακές ζημίες.

9        Ως προς τις προβληθείσες περιουσιακές ζημίες, κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, παραβαίνοντας υπαιτίως την υποχρέωσή της να εξασφαλίσει την προστασία του Alessandro Missir Mamachi, η Επιτροπή είχε διαπράξει πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι είχε αποδειχθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος αυτού και της προβαλλόμενης περιουσιακής ζημίας. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι απέμενε να προσδιορισθεί το μερίδιο ευθύνης του δολοφόνου στην επέλευση των ζημιών.

10      Λαμβάνοντας υπόψη τις δύο ζημίες που προέβαλε ο Livio Missir Mamachi, ήτοι τη διπλή δολοφονία και την απώλεια της πιθανότητας επιβιώσεως, καθώς και το γεγονός ότι η δεύτερη αυτή ζημία ήταν πιο περιορισμένη από την πρώτη, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, στη σκέψη 197 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι έπρεπε να καταλογιστεί στην Επιτροπή ευθύνη για τις προκληθείσες ζημίες σε ποσοστό 40 %.

11      Όσον αφορά το εύρος της περιουσιακής ζημίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, με τη σκέψη 200 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι η συνδεόμενη με την απώλεια εσόδων περιουσιακή ζημία που έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς ανερχόταν στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ.

12      Τέλος, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 201 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή υποχρεούτο να αποκαταστήσει τη ζημία αυτή σε ποσοστό 40 %, που αντιστοιχεί στο ποσό των 1,2 εκατομμυρίων ευρώ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε, με τη σκέψη 202 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, πέραν των παροχών που κανονικά προβλέπει ο ΚΥΚ, τα ποσά που η Επιτροπή είχε ήδη καταβάλει και θα εξακολουθούσε να καταβάλλει στους έλκοντες δικαιώματα προσέγγιζαν τα 1,4 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που θα μπορούσε να ανέλθει σχεδόν στα 2,4 εκατομμύρια ευρώ εάν οι εν λόγω παροχές εξακολουθούσαν να καταβάλλονται έως το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας εκάστου των τεσσάρων τέκνων. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε, με τη σκέψη 203 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε ήδη αποκαταστήσει πλήρως την περιουσιακή ζημία κατά το μέρος που ευθυνόταν για αυτήν.

13      Βάσει των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε, με τη σκέψη 205 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι ο προβληθείς με την αγωγή ισχυρισμός, καίτοι βάσιμος, δεν του επέτρεπε να κάνει δεκτά τα αιτήματα του Livio Missir Mamachi περί αποκαταστάσεως των επαχθεισών περιουσιακών ζημιών.

14      Ο Livio Missir Mamachi άσκησε αναίρεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως.

 Η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως

15      Με την επί της αναιρέσεως απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εκδικάσει την προσφυγή-αγωγή σε πρώτο βαθμό. Το Γενικό Δικαστήριο διαχώρισε, μεταξύ άλλων, τη ζημία που υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi, αφενός, από τις ζημίες που υπέστησαν τα τέκνα του καθώς και ο Livio Missir Mamachi, αφετέρου.

16      Όσον αφορά την περιουσιακή ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστησαν ο Livio Missir Mamachi και τα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι έκρινε εαυτό αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή-αγωγή ως προς τα αιτήματα αποκαταστάσεως των ζημιών αυτών και αποφάνθηκε ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εξετάσει σε πρώτο βαθμό τα εν λόγω αιτήματα.

17      Ως προς την ηθική βλάβη που υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi, και για την οποία ζητούσε χρηματική ικανοποίηση ο Livio Missir Mamachi επ’ ονόματι των τέκνων, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήταν αρμόδιο να εξετάσει το συγκεκριμένο αίτημα, διαπίστωσε ότι αυτό, δεχόμενο την ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή προς αμφισβήτηση του παραδεκτού του συγκεκριμένου αιτήματος, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο προβαίνοντας σε εσφαλμένη εφαρμογή του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ του αιτήματος αποζημιώσεως και της στρεφόμενης κατά της απορρίψεως του αιτήματος αυτού διοικητικής ενστάσεως.

 Απόφαση επί επανεξετάσεως

18      Κατόπιν προτάσεως που υπέβαλε ο πρώτος γενικός εισαγγελέας, το Δικαστήριο αποφάσισε να επανεξετάσει την επί της αναιρέσεως απόφαση. Με την απόφαση επί επανεξετάσεως, το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ακύρωσε την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως ως προς την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, δεύτερον, έκρινε ότι η απόφαση αυτή έπρεπε να θεωρηθεί αμετάκλητη στον βαθμό που, με αυτήν, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην πρωτόδικη απόφαση το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο την πρώτη ένσταση απαραδέκτου την οποία είχε προβάλει η Επιτροπή και απορρίπτοντας, για τον λόγο αυτόν, ως απαράδεκτο το αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί ο Alessandro Missir Mamachi και, τρίτον, παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφανθεί επί των εκκρεμών ζητημάτων.

 Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

19      Κατόπιν παραπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, σε αυτό απόκειται να αποφανθεί, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 18 ανωτέρω, επί των λόγων αναιρέσεως τους οποίους δεν εξέτασε στο πλαίσιο της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

20      Συμφώνως προς το άρθρο 222, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στις 12 Οκτωβρίου 2015, ο Livio Missir Mamachi και η Επιτροπή υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που έπρεπε να συναχθούν από την απόφαση επί επανεξετάσεως για την επίλυση της διαφοράς.

21      Ο Livio Missir Mamachi επανέλαβε τα αιτήματα που είχε ήδη διατυπώσει στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, με τα οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την πρωτόδικη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στους έλκοντες δικαιώματα από τον Alessandro Missir Mamachi di Lusignano το ποσό των 3 975 329 ευρώ προς αποκατάσταση της επαχθείσας περιουσιακής ζημίας·

–        αφού κρίνει παραδεκτό το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για τη μη περιουσιακή ζημία να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει:

–        στους έλκοντες δικαιώματα από τον Alessandro Missir Mamachi, αφενός, το ποσό των 250 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για τη μη περιουσιακή ζημία που υπέστη το θύμα πριν από τον θάνατό του και, αφετέρου, το ποσό των 1 276 512 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για τη μη περιουσιακή ζημία που υπέστησαν αυτοί ως τέκνα του θύματος και ως μάρτυρες της τραγικής δολοφονίας του,

–        στον ίδιο, το ποσό των 212 752 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για τη μη περιουσιακή ζημία που υπέστη ως πατέρας του θύματος·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή στην καταβολή των αντισταθμιστικών τόκων και των τόκων υπερημερίας που θα έχουν εν τω μεταξύ καταστεί απαιτητοί·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή επίσης επιβεβαίωσε τα αιτήματα που είχε διατυπώσει στο υπόμνημα απαντήσεως το οποίο είχε καταθέσει στις 16 Δεκεμβρίου 2011 στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, με τα οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        μόνον ως προς την ηθική βλάβη που υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi μεταξύ του χρόνου της κατ’ αυτού επιθέσεως και του χρόνου του θανάτου του, να παραπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον Livio Missir Mamachi στα δικαστικά έξοδα.

23      Με έγγραφο που απέστειλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2015, ο εκπρόσωπος του Livio Missir Mamachi ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο περί της τελευτής του πελάτη του και επισήμανε ότι οι κληρονόμοι του, ήτοι η Anne Sintobin (σύζυγός του), ο Stefano Missir Mamachi di Lusignano (ο υιός του), η Maria Missir Mamachi di Lusignano (η θυγατέρα του), ο Carlo Missir Mamachi di Lusignano (ο υιός του Αlessandro Missir Mamachi, που είχε ενηλικιωθεί εκκρεμούσης της δίκης) καθώς και ο Filiberto Missir Mamachi di Lusignano, ο Tommaso Missir Mamachi di Lusignano και η Giustina Missir Mamachi di Lusignano (τα ανήλικα τέκνα του Αlessandro Missir Mamachi, που εκπροσωπούντο από την Anne Sintobin), προετίθεντο να εξακολουθήσουν τη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ως προς την ηθική βλάβη που είχαν υποστεί τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi, ο εκπρόσωπος του Livio Missir Mamachi διευκρίνισε ότι ο Carlo Missir Mamachi di Lusignano, που είχε ενηλικιωθεί, ενεργούσε επ’ ονόματί του και ότι η Anne Sintobin θα ενεργούσε ως νόμιμη εκπρόσωπος των τριών ανήλικων τέκνων του Αlessandro Missir Mamachi στη θέση του Livio Missir Mamachi. Περαιτέρω, από τη δικογραφία συνάγεται ότι, στις 30 Ιουλίου 2016, η Giustina Missir Mamachi di Lusignano ενηλικιώθηκε και αυτή επίσης. Έτσι, η Anne Sintobin, ο Stefano Missir Mamachi di Lusignano, η Maria Missir Mamachi di Lusignano, ο Carlo Missir Mamachi di Lusignano, ο Filiberto Missir Mamachi di Lusignano, ο Tommaso Missir Mamachi di Lusignano και η Giustina Missir Mamachi di Lusignano, οι αναιρεσείοντες, ενεργούν υπό διαφορετικές ιδιότητες. Οι επτά κληρονόμοι του Livio Missir Mamachi ενεργούν επ’ ονόματί του ως προς τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του. Ο Carlo Missir Mamachi di Lusignano και η Giustina Missir Mamachi di Lusignano, οι οποίοι ενηλικιώθηκαν εκκρεμούσης της δίκης, ενεργούν επίσης επ’ όνοματί τους ως προς την αποζημίωση για τις ζημίες τους και τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του πατρός τους, ως κληρονόμοι του. Τέλος, ο Filiberto Missir Mamachi di Lusignano και ο Tommaso Missir Mamachi di Lusignano, οι οποίοι είναι ανήλικοι, εκπροσωπούνται από την Anne Sintobin ως προς το αίτημα αποζημιώσεως για την υλική ζημία και το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη τους καθώς και για την ηθική βλάβη του πατρός τους.

 Σκεπτικό

24      Προς στήριξη της αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους αναιρέσεως, αντλούμενους, ο πρώτος, από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνοντας απαράδεκτο το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi και ο Livio Missir Mamachi, ο δεύτερος, από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περιορίζοντας στο 40 % την ευθύνη της Επιτροπής και, ο τρίτος, από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφαινόμενο ότι οι παροχές του ΚΥΚ συνιστούσαν πλήρη αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία.

[παραλειπόμενα]

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως περί πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περιορίζοντας στο 40 % την ευθύνη της Επιτροπής

51      Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι υποχρέωσε την Επιτροπή στην καταβολή αποζημιώσεως για ένα τμήμα της περιουσιακής ζημίας, ενώ θα έπρεπε να υποχρεωθεί στην καταβολή του συνόλου της ζημίας, πρώτον, κυρίως και, δεύτερον, εις ολόκληρον. Ο λόγος αυτός αποτελείται από τέσσερα σκέλη. Τα τρία πρώτα σκέλη αφορούν την κύρια ευθύνη της Επιτροπής και ο τέταρτος την ευθύνη εις ολόκληρον της Επιτροπής.

52      Πρέπει να εξετασθούν κατ’ αρχάς τα τρία πρώτα σκέλη.

 Επί των τριών πρώτων σκελών του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, τα οποία αφορούν την κύρια ευθύνη της Επιτροπής

53      Ως προς το πρώτο σκέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σχετικά με τον αποκλεισμό του κύριου μέρους της ευθύνης της Επιτροπής στερείται λογικής συνοχής και είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη «άμεσου και βέβαιου» αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του πταίσματος της Επιτροπής και της διπλής δολοφονίας, στη σκέψη 183 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απεφάνθη, στη σκέψη 192 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το εν λόγω πταίσμα δεν είχε ως «άμεση και αναπόδραστη» συνέπεια τη διπλή αυτή δολοφονία και, επομένως, δεν μπορούσε να αποδοθεί στην Επιτροπή η πλήρης και κύρια ευθύνη.

54      Για την Επιτροπή, οι αναιρεσείοντες συγχέουν το πταίσμα, τον αιτιώδη σύνδεσμο και τις συνέπειες που συνδέονται με την ευθύνη της. Στη σκέψη 175 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε την ύπαρξη πταίσματος, που συνίσταται στην παράλειψη να ληφθούν ορισμένα μέτρα ασφαλείας. Στη σκέψη 183 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η Επιτροπή είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επέλευση της ζημίας και ότι, επομένως, είχε αποδειχθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος. Στις σκέψεις 192 και 193 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατέληξε, ως προς την ευθύνη της Επιτροπής, ότι το πταίσμα της δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη διπλή δολοφονία, αλλά ότι οι πράξεις του δράστη δεν ήσαν εντούτοις ικανές να απαλλάξουν πλήρως την Επιτροπή από την ευθύνη της. Επομένως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς εξέτασε τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης της Επιτροπής, ήτοι το πταίσμα και τον αιτιώδη σύνδεσμο, προκειμένου εν συνεχεία να συναγάγει τις εντεύθεν συνέπειες διαπιστώνοντας την ευθύνη της μέχρι ποσοστού 40 % της επαχθείσας ζημίας.

55      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτίμησε εσφαλμένα, στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως, τη σχέση μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής και των συνεπειών της. Η γενόμενη συναφώς από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διάκριση, ως προς τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας, μεταξύ των συνεπειών «που μπορούν κατά κανόνα να προβλεφθούν» (κλοπή, συνοδευόμενη ενδεχομένως με απειλές σωματικής βίας κατά των ενοίκων) και των συνεπειών που δεν μπορούν να προβλεφθούν (φόνος), επί τη βάσει της βαρύτητάς τους, είναι αντίθετη προς την πραγματικότητα των γεγονότων όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το εφετείο του Ραμπάτ με τις αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου και της 18 Ιουνίου 2007, και στερούμενη λογικής συνοχής, αυθαίρετη και νομικά ανεπέρειστη, δεδομένου ότι από τη σκέψη 184 της πρωτόδικης αποφάσεως συνάγεται ότι ο κίνδυνος που ελήφθη υπόψη για την ασφάλεια του προσωπικού της αντιπροσωπείας του Ραμπάτ ήταν η τρομοκρατική απειλή, η οποία συνιστούσε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν της διαπράξεως εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει, ως εκ τούτου, για τον περιορισμό της αποζημιώσεως που οφείλει η Επιτροπή μόνο στις συνέπειες που μπορούν κατά κανόνα να προβλεφθούν συνεπεία παράνομης πράξεως για την οποία ευθύνεται, διακρίνοντας, συναφώς, διάφορες εγκληματικές πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Κατά τους αναιρεσείοντες, άπαξ γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε με τον ορθό τρόπο στην υποχρέωση να διασφαλίσει την προστασία του υπαλλήλου της, πρέπει να συναχθεί ότι οποιοδήποτε ζημιογόνο γεγονός αποτελεί άμεση και προβλέψιμη συνέπεια μια τέτοιας συμπεριφοράς.

56      Για την Επιτροπή, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν με αυτό την εκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ήτοι, ιδίως, του κινήτρου του εγκλήματος όπως διαπιστώθηκε από το εφετείο του Ραμπάτ, χωρίς να επικαλούνται παραμόρφωση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

57      Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν παραμόρφωσε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία αποφαινόμενο ότι ο δολοφόνος του Αlessandro Missir Mamachi και της συζύγου του είχε ως κίνητρο την κλοπή. Στη δε σκέψη 184 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκανε δεκτό ακριβώς τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ο οποίος στηριζόταν επί του κινδύνου τρομοκρατικής επιθέσεως, προκειμένου να απορρίψει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

58      Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν ήταν προδήλως η ίδια που προκάλεσε τον θάνατο του Αlessandro Missir Mamachi και της συζύγου του, δεδομένου ότι οι φόνοι διαπράχθηκαν από τρίτον. Έτσι, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς επισήμανε, στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι το πταίσμα της Επιτροπής δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη διπλή δολοφονία. Εξάλλου, κατά τη νομολογία, το απλό γεγονός ότι η παράνομη συμπεριφορά αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την επέλευση της ζημίας, υπό την έννοια ότι αυτή δεν θα είχε επέλθει ελλείψει της συμπεριφοράς αυτής, δεν αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου. Η Επιτροπή επικαλείται, στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑107/08, EU:T:2011:704, σκέψη 80). Περαιτέρω, προκειμένου να καθορίσει τον βαθμό της ευθύνης της Επιτροπής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έλαβε υπόψη του, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 181 της πρωτόδικης αποφάσεως, κατά την οποία μια ζημία μπορεί να έχει πολλαπλές αιτίες, το γεγονός ότι ο αυτουργός των δολοφονιών ήταν ένας τρίτος.

59      Η Επιτροπή φρονεί, σε σχέση με την εκτίμηση της προβλεψιμότητας της επελεύσεως της ζημίας υπό το πρίσμα της πιθανής συμπεριφοράς ενός τρίτου, ότι αυτή αφορά αποδεικτικά στοιχεία προσκομισθέντα στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης και ότι, επομένως, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επανεξετάσεως στην κατ’ αναίρεση δίκη.

60      Επικουρικώς, επί των δύο πρώτων σκελών του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί ότι το σκεπτικό της πρωτόδικης αποφάσεως στερείται λογικής συνοχής και είναι αντιφατικό, θα μπορούσε να αντικατασταθεί το σκεπτικό και να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση. Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται τη σκέψη 134 της αποφάσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2006, É. R. κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑138/03, EU:T:2006:390), κατά την οποία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου απαιτεί η προσαπτόμενη συμπεριφορά να είναι η βεβαίη και άμεση αιτία της φερόμενης ζημίας και, στην περίπτωση που η συμπεριφορά η οποία υποστηρίζεται ότι προκαλεί τη συγκεκριμένη ζημία συνίσταται σε αποχή από δράση, είναι ειδικότερα αναγκαίο να υπάρχει η βεβαιότητα ότι η εν λόγω ζημία προκλήθηκε όντως από τις προσαπτόμενες παραλείψεις και δεν προκλήθηκε ενδεχομένως από συμπεριφορές διακριτές από τις προσαπτόμενες στα εναγόμενα θεσμικά όργανα. Εν προκειμένω, η Επιτροπή φρονεί ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος, ήτοι της μη λήψεως ορισμένων μέρων ασφαλείας, και της ζημίας διερράγη, δεδομένου ότι η ζημία προκλήθηκε από συμπεριφορά διακριτή από αυτήν που της καταλογίζεται. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ουδόλως πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη διπλή δολοφονία και ότι, επομένως, η υπό κρίση αναίρεση πρέπει να απορριφθεί.

61      Ως προς το τρίτο σκέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι οι αρχές οι οποίες μπορούν να συναχθούν από την οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ 1989, L 183, σ. 1), και, ιδίως, από το άρθρο της 5, παράγραφος 4, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα μερικής απαλλαγής των εργοδοτών από την ευθύνη για συμβάντα οφειλόμενα σε ξένες προς αυτούς, ανώμαλες και απρόβλεπτες συνθήκες, ή σε έκτακτα γεγονότα, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί παρ’ όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια, μπορούσαν να περιορίσουν την ευθύνη της Επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή δεν δύναται να μετριάσει την ευθύνη της Επιτροπής, διότι προϋποθέτει ότι ο εργοδότης επέδειξε επιμέλεια και ότι οι επιζήμιες συνέπειες δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, πράγμα το οποίο δεν συνέβη εν προκειμένω. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι περιστάσεις ήσαν εξαιρετικές, η Επιτροπή φέρει τη σχετική ευθύνη στον βαθμό που, στη σκέψη 183 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, εάν αυτή είχε συμμορφωθεί προς την υποχρέωση να διασφαλίσει την προστασία του υπαλλήλου της, η διπλή δολοφονία θα είχε αποφευχθεί.

62      Κατά την Επιτροπή, η επιχειρηματολογία που παρατίθεται στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως έχει αμιγώς επικουρικό χαρακτήρα και δεν συνιστά τη κύρια συλλογιστική του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Περαιτέρω, αυτό αναφέρθηκε στις «αρχές» της οδηγίας 89/391, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η οδηγία αυτή δεν ήταν καθ’ εαυτήν εφαρμοστέα, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τη σκέψη 131 της πρωτόδικης αποφάσεως, στην οποία ρητώς επισημαίνεται ότι η κατοικία υπαλλήλου ο οποίος καλείται να ασκήσει τα καθήκοντά του σε τρίτη χώρα «δεν μπορεί να εξομοιωθεί πλήρως με θέση εργασίας ή τόπο εργασίας, κατά την έννοια της οδηγίας 89/391».

63      Με τα τρία σκέλη του λόγου αναιρέσεως, που μπορούν να συνεξεταστούν, οι αναιρεσείοντες, με διαφορετικά επιχειρήματα, υποστηρίζουν ότι, κατ’ ουσίαν, άπαξ αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση να διασφαλίσει την προστασία του Αlessandro Missir Mamachi, οποιοδήποτε ζημιογόνο γεγονός αποτελεί την άμεση και προβλέψιμη συνέπεια μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Έτσι, η γενόμενη διάκριση μεταξύ των πράξεων που δεν μπορούν να προβλεφθούν και των πράξεων της κοινής εγκληματικότητας που μπορούν να προβλεφθούν, προκειμένου να προσδιορισθεί η ευθύνη της Επιτροπής, δεν ασκεί επιρροή, στον βαθμό που η πλημμελής συμπεριφορά της είχε ως συνέπεια να ευθύνεται για οποιοδήποτε ζημιογόνο γεγονός σημειωνόταν εν συνεχεία. Κατ’ ουσίαν, οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά του γεγονότος ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν θεώρησε το πταίσμα της Επιτροπής ως την επαρκή και καθοριστική αιτία της διπλής δολοφονίας. Εξάλλου, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν επίσης ότι η διάκριση μεταξύ των προβλέψιμων και των απρόβλεπτων γεγονότων, όπως έγινε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, είναι αντιφατική υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως του εφετείου του Ραμπάτ και στερούμενη λογικής συνοχής, δεδομένου ότι ο κίνδυνος που ελήφθη υπόψη προκειμένου να εξασφαλισθεί η προστασία του προσωπικού της αντιπροσωπείας του Ραμπάτ ήταν η τρομοκρατική απειλή. Τέλος, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν τη διάκριση μεταξύ προβλέψιμων και απρόβλεπτων γεγονότων υπό το πρίσμα της παραπομπής από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στο άρθρο 5 της οδηγίας 89/391. Η δε Επιτροπή δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, στη σκέψη 183 της πρωτόδικης αποφάσεως, κατά την οποία είχε αποδειχθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος το οποίο είχε διαπράξει και της διπλής δολοφονίας. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 60 ανωτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη του εν λόγω συνδέσμου μόνο στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί κάποιο από τα δύο πρώτα σκέλη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως.

64      Εισαγωγικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατ’ αρχήν, δύο θεωρίες περί αιτιότητας δύνανται να εφαρμοσθούν στην περίπτωση της πολλαπλότητας των αιτίων μίας και της αυτής ζημίας, ήτοι η θεωρία του «ισοδυνάμου των όρων» και αυτή της «πρόσφορης αιτίας».

65      Ως προς την πρώτη θεωρία, για τους σκοπούς της υπό κρίση αναιρέσεως, είναι χρήσιμο να γίνει διάκριση μεταξύ δύο υποθετικών περιπτώσεων, ήτοι αυτής των ταυτόχρονων πταισμάτων και αυτής των διαδοχικών πταισμάτων. Στην πρώτη περίπτωση, είναι δυνατό να υφίστανται ταυτόχρονα πταίσματα διαπραττόμενα από έναν αυτουργό και από το θύμα που υπέστη τη ζημία ή από δύο ή πλείονες αυτουργούς, τους λεγόμενους συναυτουργούς. Στη δεύτερη περίπτωση, τα πταίσματα παρουσιάζουν μια χρονική κλιμάκωση και είναι, το πλέον σύνηθες, διαφορετικής φύσεως. Εντούτοις, παρά τη διαφορά αυτή, τα δύο πταίσματα συμβάλλουν στην πρόκληση της ίδιας ζημίας. Πράγματι, χωρίς το πρώτο, το δεύτερο δεν θα είχε διαπραχθεί, διότι ο αυτουργός του δεν θα είχε την ευκαιρία.

66      Αντιθέτως, ως προς τη δεύτερη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, είναι επιβεβλημένο να ιεραρχηθεί η σημασία των γεγονότων που προηγούνται της ζημίας, οπότε πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αυτών που επιδέχονται τον νομικό χαρακτηρισμό των αιτιών και των λοιπών. Η θεωρία αυτή συνεπάγεται ότι έκαστος συναυτουργός στην πρόκληση της ζημίας δεν θα έχει κατ’ ανάγκην την ίδια ευθύνη.

67      Ως προς το δίκαιο της Ένωσης, υπάρχει μια τάση υπέρ της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας. Πράγματι, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι η Ένωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη παρά μόνον για τη ζημία η οποία προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράτυπη συμπεριφορά του οικείου θεσμικού οργάνου (βλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2000, Fresh Marine κατά Επιτροπής, T‑178/98, EU:T:2000:240, σκέψη 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Μαρτίου 2010, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T‑42/06, EU:T:2010:102, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012, Interspeed κατά Επιτροπής, T‑587/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:355, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι ο ενάγων πρέπει να αποδεικνύει ότι, άνευ του πταίσματος, η ζημία δεν θα είχε προκληθεί και ότι το πταίσμα αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας που αυτός υπέστη (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑149/96, EU:T:1998:228, σκέψεις 116 έως 121).

68      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, οσάκις, αφενός, η προσαπτόμενη σε θεσμικό όργανο συμπεριφορά εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία στην οποία υπάρχει συμμετοχή τρίτων και, αφετέρου, η προβαλλόμενη ζημία έχει ως άμεση αιτία την παρέμβαση κάποιου εξ αυτών των τρίτων, εναπόκειται στον δικαστή να διαπιστώσει εάν η παρέμβαση αυτή είχε καταστεί αναπόφευκτη εκ του λόγου και μόνον ότι επιδείχθηκε η προσαπτόμενη συμπεριφορά ή εάν, αντιθέτως, συνιστούσε την εκδήλωση αυτοτελούς βουλήσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2009, CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής, C‑497/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:273, σκέψεις 61 και 62, και της 18ης Δεκεμβρίου 2009, Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑440/03, T‑121/04, T‑171/04, T‑208/04, T‑365/04 και T‑484/04, EU:T:2009:530, σκέψεις 92 και 93). Στην περίπτωση της αυτοτελούς βουλήσεως, εναπόκειται στο δικαστήριο να διαπιστώσει τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου.

69      Από τη νομολογία συνάγεται επίσης ότι η αντίληψη κατά την οποία αρκεί, για την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, η παράνομη συμπεριφορά να αποτελούσε αναγκαίο όρο για την επέλευση της ζημίας, υπό την έννοια ότι αυτή δεν θα είχε επέλθει ελλείψει της συμπεριφοράς αυτής, δεν ανταποκρίνεται σε αυτήν που επικρατεί στο δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, μια τόσο ευρεία αντίληψη του αιτιώδους συνδέσμου δεν προκύπτει από τη νομολογία επί του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η εν λόγω νομολογία, πράγματι, περιορίζει την ευθύνη της Ένωσης στις ζημίες που απορρέουν κατά τρόπο άμεσο, και μάλιστα κατά τρόπο αρκούντως άμεσο, από την παράνομη συμπεριφορά του οικείου θεσμικού οργάνου, πράγμα που αποκλείει, μεταξύ άλλων, να καλύπτει η εν λόγω ευθύνη τις ζημίες που δεν είναι παρά μόνον απομεμακρυσμένη συνέπεια της συμπεριφοράς αυτής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψεις 39 και 40). Με βάση τη λογική αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το απλό γεγονός ότι η παράνομη συμπεριφορά αποτελούσε αναγκαίο όρο για την επέλευση της ζημίας, στον βαθμό που αυτή δεν θα είχε επέλθει ελλείψει της συμπεριφοράς αυτής, δεν αρκούσε προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑107/08, EU:T:2011:704, σκέψη 80).

70      Εντούτοις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 67 έως 69 ανωτέρω δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, την εφαρμογή της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, αλλά επιτρέπει απλώς να διαπιστώνεται ότι, εάν το πταίσμα του θεσμικού οργάνου είναι απομεμακρυσμένο από τη ζημία και ότι ο δικαστής διαπιστώνει τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων πρέπει να απορρίπτεται. Ως εκ τούτου, a contrario, στην περίπτωση που η ζημία απορρέει κατά τρόπο άμεσο ή αρκούντως άμεσο από το πταίσμα του θεσμικού οργάνου και, επομένως, στην περίπτωση που το πταίσμα αυτό δεν είναι απομεμακρυσμένο από τη ζημία ώστε να επέρχεται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να προβεί σε εφαρμογή της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων.

71      Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει αποφανθεί ρητώς ότι η ζημία δύναται να μην οφείλεται σε μία μόνον άμεση και βέβαιη αιτία, αλλά να ανάγεται σε περισσότερες αιτίες, οι οποίες συντείνουν κατά τρόπο καθοριστικό στην επέλευσή της. Εντούτοις, η νομολογία αυτή αφορά περιπτώσεις μετριασμού της ευθύνης του οικείου θεσμικού οργάνου λόγω της συμπεριφοράς του ιδίου του θύματος, δεδομένου ότι αυτό δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση της ζημίας του (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, Sommerlatte κατά Επιτροπής, 229/84, EU:C:1986:241, σκέψεις 24 έως 27).

72      Τέλος, υπό το φως της σκέψεως 70 ανωτέρω, στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο ευθύνεται για την παράβαση υποχρεώσεως προστασίας που συνέβαλε στην πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας, στην αποτροπή της οποία σκοπούσε η εν λόγω υποχρέωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση αυτή, ακόμη και εάν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η μόνη αιτία της ζημίας, μπορεί να συμβάλει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο στην επέλευσή της. Έτσι, ο δικαστής μπορεί να κρίνει ότι η πράξη ενός τρίτου, προβλέψιμη ή μη, δεν δύναται να επιφέρει ούτε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου ούτε να αποτελεί περίσταση απαλλάσσουσα πλήρως το θεσμικό όργανο από την ευθύνη του, δεομένου ότι αμφότερες οι αιτίες, ήτοι η υπαίτια παράβαση από το θεσμικό όργανο και η πράξη ενός τρίτου, συνέβαλαν στην επέλευση της ίδιας ζημίας.

73      Πάντως, εν προκειμένω, στις σκέψεις που διατυπώνονται υπό τον τίτλο «Επί του αιτιώδους συνδέσμου και της συνδρομής απαλλακτικού της ευθύνης λόγου (πταίσμα των θυμάτων και πράξη τρίτου)» της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αφού διαπίστωσε, στη σκέψη 177 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε διαπράξει κατάφωρη παράβαση της υποχρεώσεως διασφαλίσεως της προστασίας του προσωπικού της δυνάμενη να θεμελιώνει την ευθύνη της, εκκινεί από τη βάση ότι ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί εάν η συμπεριφορά του Αlessandro Missir Mamachi και η πράξη του δολοφόνου μπορούσαν να απαλλάξουν πλήρως ή εν μέρει την Επιτροπή από την ευθύνη της.

74      Εν συνεχεία, στη συλλογιστική του, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραπέμπει σε αποφάσεις που εφαρμόζουν τόσο τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας όσο και τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων. Πράγματι, η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 179 και 180 της πρωτόδικης αποφάσεως φαίνεται να κινείται στην κατεύθυνση της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας, στον βαθμό που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέπεμψε, στη σκέψη 179 της πρωτόδικης αποφάσεως, στη νομολογία κατά την οποία η Ένωση ευθύνεται μόνο για τη ζημία η οποία απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράτυπη συμπεριφορά του οικείου οργάνου. Στη σκέψη 180 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέπεμψε επίσης στη νομολογία κατά την οποία ο ενάγων πρέπει να αποδεικνύει ότι, εάν το πταίσμα δεν είχε διαπραχθεί, η ζημία δεν θα είχε προκληθεί και ότι το πταίσμα είναι η καθοριστική αιτία της ζημίας που υπέστη. Περαιτέρω, στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, «μολονότι η Επιτροπή ε[ίχε] δημιουργήσει τις συνθήκες για την επέλευση της ζημίας […], το πταίσμα αυτό δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη διπλή δολοφονία».

75      Αντιθέτως, στη σκέψη 181 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέπεμψε στις αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1986, Sommerlatte κατά Επιτροπής (229/84, EU:C:1986:241, σκέψεις 24 έως 27), της 3ης Φεβρουαρίου 1994, Grifoni κατά Επιτροπής (C‑308/87, EU:C:1994:38, σκέψεις 17 και 18), και της 24ης Οκτωβρίου 2000, Fresh Marine κατά Επιτροπής (T‑178/98, EU:T:2000:240, σκέψεις 135 και 136), κατά τις οποίες η ζημία δύναται να μην οφείλεται σε μία μόνον άμεση και βέβαιη αιτία, αλλά να ανάγεται σε περισσότερες αιτίες, οι οποίες συντείνουν κατά τρόπο καθοριστικό στην επέλευσή της.

76      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καθόρισε, στις σκέψεις 191 έως 197 της πρωτόδικης αποφάσεως, το μερίδιο ευθύνης του δολοφόνου στην επέλευση των ζημιών και, κατά συνέπεια, το μερίδιο ευθύνης της Επιτροπής.

77      Ως προς την απώλεια της πιθανότητας επιβιώσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η άμεση και αποκλειστική ευθύνη για τη ζημία αυτή έπρεπε να καταλογισθεί στην Επιτροπή και ότι οι πιθανότητες επιβιώσεως του Αlessandro Missir Mamachi παρά τα τραύματά του ήσαν τόσο ισχνές ώστε μπορούσαν να εκτιμηθούν στο 20 %.

78      Ως προς τη διπλή δολοφονία, όπως τονίστηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι το κύριο μέρος της ευθύνης για τη ζημία αυτή δεν μπορούσε να αποδοθεί στην Επιτροπή, διότι το πταίσμα της δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη διπλή δολοφονία. Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε ότι οι δολοφονίες αποτελούν πράξη ατόμου που είχε ως κίνητρό του την κλοπή και του οποίου η συμπεριφορά δεν ηδύνατο να προβλεφθεί, διευκρινίζοντας ότι η εκτίμηση αυτή ήταν σύμφωνη προς τις αρχές της οδηγίας 89/391, η οποία, στο άρθρο της 5, παράγραφος 4, ορίζει ότι η ευθύνη εργοδότη δύναται να περιορισθεί, μεταξύ άλλων, για πράξεις που οφείλονται σε περιστάσεις ξένες προς αυτόν, ανώμαλες και απρόβλεπτες. Εντούτοις, στη σκέψη 193 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η πράξη ενός τρίτου δεν μπορούσε να απαλλάξει πλήρως την Επιτροπή από την ευθύνη της, διαπιστώνοντας ότι μια λύση η οποία συνεπάγεται την πλήρη απαλλαγή της από την ευθύνη δεν θα ήταν απολύτως σύμφωνη με τη νομολογία κατά την οποία μία ζημία δύναται να έχει περισσότερες αιτίες. Έτσι, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έλαβε υπόψη του τη νομολογία η οποία εφαρμόζει τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων. Ωστόσο, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν θεώρησε στην πραγματικότητα την πράξη του δολοφόνου ως μη προβλέψιμη ή, καλύτερα ακόμη, θεώρησε ότι η πράξη αυτή είχε, κατ’ αρχήν, αυτόν τον χαρακτήρα, πλην όμως έκρινε ότι η νομολογία η οποία εφαρμόζει τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων δικαιολογούσε να αποκλεισθεί η πλήρης απαλλαγή της ευθύνης της Επιτροπής. Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτίμησε ότι η Επιτροπή ευθυνόταν σε ποσοστό 30 % ως προς τη διπλή δολοφονία και σε ποσοστό 40 % ως προς το σύνολο των ζημιών που προκλήθηκαν.

79      Παρά τη συλλογιστική αυτή που εμπνέεται από τις δύο διαφορετικές θεωρίες περί αιτιώδους συνδέσμου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προέκρινε, κατ’ ουσίαν, τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων και όχι τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας. Πράγματι, στη σκέψη 183 της πρωτόδικης αποφάσεως, ως προς τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του πταίσματος και της διπλής δολοφονίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι ο Livio Missir Mamachi είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον τον άμεσο και βέβαιο χαρακτήρα του αιτιώδους συνδέσμου και ότι, εάν η Επιτροπή είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωση να διασφαλίσει την προστασία του υπαλλήλου της, η διπλή δολοφονία δεν θα είχε τελεσθεί. Περαιτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος είχε διακοπεί, αφενός, στη σκέψη 189 της πρωτόδικης αποφάσεως, λόγω αμέλειας του Αlessandro Missir Mamachi και, αφετέρου, στη σκέψη 193 της ίδιας αποφάσεως, από την πράξη ενός τρίτου. Τέλος, και ιδίως ως προς την πράξη ενός τρίτου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, στην ίδια σκέψη 193, ότι ο πλήρης αποκλεισμός της ευθύνης της Επιτροπής δεν θα εναρμονιζόταν με τη νομολογία που παρατίθετο στη σκέψη 181 της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία δέχεται ότι μία ζημία δύναται να έχει περισσότερες αιτίες. Ωστόσο, η νομολογία αυτή, που επικαλείται τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι αφορά περιπτώσεις μετριασμού της ευθύνης του θεσμικού οργάνου λόγω της επιδειχθείσας από το θύμα συμπεριφοράς. Παρά την εσφαλμένη αυτή αναφορά, για τους λόγους που παρατίθενται στη σκέψη 70 ανωτέρω, είναι σαφές ότι η νομολογία δεν έχει αποκλείσει κατά απόλυτο τρόπο την εφαρμογή της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, καθώς δέχεται ότι εναπόκειται στο δικαστήριο να εκτιμήσει εάν το πταίσμα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως απομεμακρυσμένη αιτία της ζημίας. Έτσι, η συλλογιστική του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δύο αιτίες συνέβαλαν στη διπλή δολοφονία, η υπαίτια παράβαση από την Επιτροπή της υποχρεώσεως προστασίας και η πράξη ενός τρίτου. Σε τελική ανάλυση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εφήρμοσε τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων.

80      Κρίνοντας έτσι, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

81      Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι, εν αντιθέσει προς όσα οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 67 έως 69 ανωτέρω συνάγεται ότι, κατ’ αρχήν, η υπαίτια παράβαση από θεσμικό όργανο δεν αρκεί, καθ’ εαυτήν, προκειμένου να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά του είναι η άμεση και βέβαιη αιτία της ζημίας που προκλήθηκε. Συναφώς, η νομολογία έχει διευκρινίσει επίσης ότι, οσάκις, αφενός, η προσαπτόμενη σε θεσμικό όργανο συμπεριφορά εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία στην οποία υπάρχει συμμετοχή τρίτων και, αφετέρου, η προβαλλόμενη ζημία έχει ως άμεση αιτία την παρέμβαση κάποιου από αυτούς τους τρίτους, εναπόκειται στον δικαστή να διαπιστώσει εάν η παρέμβαση αυτή κατέστη αναπόφευκτη εκ του λόγου και μόνον ότι το θεσμικό όργανο είχε επιδείξει την προσαπτόμενη συμπεριφορά ή εάν, αντιθέτως, συνιστούσε την εκδήλωση αυτοτελούς βουλήσεως. Έτσι, εναπόκειται στο δικαστήριο να διαπιστώσει τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου και να συναγάγει τις εντεύθεν συνέπειες.

82      Δεύτερον, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, εάν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε εφαρμόσει τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, τούτο θα συνεπαγόταν την απόρριψη του αιτήματος των αναιρεσειόντων. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μηχανική και άτεγκτη εφαρμογή της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας συνεπάγεται σε όλες τις περιπτώσεις την απαλλαγή του θεσμικού οργάνου από την ευθύνη, στον βαθμό που, κατά τη νομολογία επί της πράξεως ενός τρίτου που παρατίθεται στη σκέψη 68 ανωτέρω, η εν λόγω πράξη συνεπάγεται παγίως τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου πράγμα που έχει ως συνέπεια ουσιαστικά την απαλλαγή του θεσμικού οργάνου από την ευθύνη.

83      Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία συνάγεται ότι η αντίληψη κατά την οποία αρκεί, για την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, να αποτελούσε η παράνομη συμπεριφορά αναγκαίο όρο για την επέλευση της ζημίας, υπό την έννοια ότι αυτή δεν θα είχε επέλθει ελλείψει της συμπεριφοράς αυτής, δεν ανταποκρίνεται σε αυτήν που επικρατεί στο δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, όπως τονίστηκε στη σκέψη 70 ανωτέρω, η νομολογία αυτή δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων. Πράγματι, επαφίεται στην εκτίμηση του δικαστή να διαπιστώσει εάν η εκδήλωση της αυτοτελούς βουλήσεως ενός τρίτου δύναται να επιφέρει διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Έτσι, ενδέχεται η παρέμβαση ενός τρίτου, ακόμη και εάν αποτελεί την εκδήλωση αυτοτελούς βουλήσεως, να μη διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του πταίσματος και της ζημίας, δεδομένου ότι το θεσμικό όργανο και ο τρίτος συνέβαλαν, στην περίπτωση αυτή, στην επέλευση της ζημίας. Συναφώς, στην παρούσα αναίρεση, ο αιτιώδης σύνδεσμος που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την πρωτόδικη απόφαση μεταξύ του πταίσματος της Επιτροπής και της ζημίας που προκλήθηκε δεν αμφισβητείται από αυτήν, εκτός από την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί ένα από τα δύο πρώτα σκέλη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως. Έτσι, πλην της περιπτώσεως αυτής, ο δικάζων κατ’ αναίρεση δικαστής δεν μπορεί να επανέλθει στη γενόμενη από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτίμηση, το οποίο έκρινε ότι η Επιτροπή ευθύνεται για την παράβαση της υποχρεώσεως προστασίας του προσωπικού της, παράβαση η οποία συνέβαλε στην πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας στην αποτροπή της οποίας σκοπούσε η εν λόγω υποχρέωση και ότι, επομένως, η πράξη ενός τρίτου, προβλέψιμη ή μη, δεν μπορούσε να προκαλέσει διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου ούτε να θεωρηθεί ως περίσταση απαλλάσσουσα πλήρως την Επιτροπή από την ευθύνη της, δεδομένου ότι οι δύο αιτίες, ήτοι η υπαίτια παράβαση από την Επιτροπή και η πράξη ενός τρίτου, συνέβαλαν στην επέλευση της ίδιας ζημίας.

84      Έτσι, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, στην περίπτωση πταίσματος συνιστάμενου σε παράβαση υποχρεώσεως προστασίας που συνέβαλε στην επέλευση της συγκεκριμένης ζημίας στην αποτροπή της οποίας σκοπούσε η εν λόγω υποχρέωση, ακόμη και εάν το θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κυρίως ευθυνόμενο για τη ζημία, το εν λόγω θεσμικό όργανο έπρεπε να θεωρηθεί ως συναυτουργός στην πρόκληση της ζημίας.

85      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα τα οποία αναπτύσσουν οι αναιρεσείοντες στο πλαίσιο των τριών πρώτων σκελών του λόγου αναιρέσεως.

86      Πρώτον, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σχετικά με τον αποκλεισμό του κύριου μέρους της ευθύνης της Επιτροπής στερείται λογικής συνοχής και είναι αντιφατική στον βαθμό που, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη «άμεσου και βέβαιου» αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του πταίσματος της Επιτροπής και της διπλής δολοφονίας, στη σκέψη 183 της πρωτόδικης αποφάσεως, αυτό απεφάνθη, στη σκέψη 192 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το εν λόγω πταίσμα δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη διπλή αυτή δολοφονία και, επομένως, δεν μπορούσε να αποδοθεί στην Επιτροπή το κύριο μέρος της ευθύνης.

87      Αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ερείδεται επί εσφαλμένης ερμηνείας της πρωτόδικης αποφάσεως. Κατά πρώτον, στη σκέψη 183 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν απεφάνθη ότι η Επιτροπή ήταν η μόνη ευθυνόμενη για τη ζημία, αλλά έκρινε ότι «η Επιτροπή [είχε συμβάλει] […] άμεσα στην πρόκληση της ζημίας, δημιουργώντας τις συνθήκες επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος» λόγω της παραβάσεως της υποχρεώσεως προστασίας του προσωπικού της. Έτσι, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατέληξε, στην επόμενη περίοδο, ότι «ο άμεσος και βέβαιος χαρακτήρας του αιτιώδους συνδέσμου [είχε αποδειχθεί]». Σε τελική ανάλυση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περιορίστηκε στην εκτίμηση ότι το πταίσμα της Επιτροπής μπορούσε να θεωρηθεί ως αρκούντως άμεσο προκειμένου να θεμελιώσει την ευθύνη της για τη δολοφονία του Αlessandro Missir Mamachi, επί τη βάσει της νομολογίας κατά την οποία η ίδια ζημία δύναται να έχει περισσότερες αιτίες. Μολονότι η νομολογία αυτή, που παρατίθεται στη σκέψη 181 της πρωτόδικης αποφάσεως και επικαλείται τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, προβάλλεται αλυσιτελώς εν προκειμένω, στον βαθμό που αφορά περιπτώσεις μετριασμού της ευθύνης του θεσμικού οργάνου λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξε το ίδιο το θύμα, εντούτοις, για τους λόγους που παρατίθενται στη σκέψη 70 ανωτέρω, από την εν λόγω νομολογία συνάγεται ότι δεν αποκλείεται παντάπασι η εφαρμογή της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων στην περίπτωση που ο δικαστής διαπιστώνει ότι το πταίσμα δεν αποτελεί απομεμακρυσμένη αιτία της ζημίας.

88      Κατά δεύτερον, στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι δεν μπορούσε βασίμως να υποστηριχθεί ότι το κύριο μέρος της ευθύνης για την εν λόγω ζημία θα πρέπει να αποδοθεί στην Επιτροπή, στον βαθμό που, ακόμη και εάν αυτή ή τελευταία είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επέλευση της ζημίας, το πταίσμα της δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη διπλή δολοφονία, δεδομένου ότι οι δολοφονίες διεπράχθησαν από άτομο που είχε ως κίνητρο την κλοπή και του οποίου η συμπεριφορά δεν ήταν προβλέψιμη. Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε το γεγονός ότι η εκτίμηση αυτή δεν αφίστατο των αρχών της οδηγίας 89/391, η οποία προβλέπει, στο άρθρο της 5, παράγραφος 4, ότι η ευθύνη του εργοδότη μπορεί να μετριασθεί λόγω γεγονότων που οφείλονται σε περιστάσεις ξένες προς αυτόν, ανώμαλες και απρόβλεπτες. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το εν λόγω άρθρο αναγνωρίζει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα πλήρους απαλλαγής ή μετριασμού της ευθύνης των εργοδοτών σε σχέση με μη προβλέψιμα γεγονότα. Έτσι, στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της συλλογιστικής το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η υπαίτια παράβαση της Επιτροπής δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη διπλή δολοφονία.

89      Εντούτοις, στη σκέψη 193 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διευκρίνισε ότι η λύση που συνίσταται στην πλήρη απαλλαγή της Επιτροπής από την ευθύνη της, μια λύση η οποία θα αποτελούσε τη συνέπεια της αυστηρής εφαρμογής της εκτιμήσεως στην οποία κατέληξε στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν θα ήταν απολύτως σύμφωνη με τη νομολογία κατά την οποία μια ζημία δύναται να έχει περισσότερες αιτίες. Σε τελική ανάλυση, η γενόμενη από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτίμηση στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως δεν αποτελεί παρά ένα απλώς στάδιο της συλλογιστικής του και μόνον στη σκέψη 193 της πρωτόδικης αποφάσεως αντλεί τις συνέπειες της αναλύσεώς του αποφασίζοντας να μην εφαρμόσει τη μνημονευόμενη στη σκέψη 192 αρχή, η οποία θα συνεπαγόταν την πλήρη απαλλαγή της Επιτροπής, και εκτιμώντας ότι η Επιτροπή και ο τρίτος είχαν συμβάλει στην επέλευση της ζημίας. Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εναρμονίζεται με την ερμηνεία της πρωτόδικης αποφάσεως κατά την οποία, σε περίπτωση υπαίτιας παραβάσεως της υποχρεώσεως ασφαλείας η οποία συνέβαλε στην πρόκληση της συγκεκριμένη ζημίας στην αποτροπή της οποίας σκοπούσε η εν λόγω υποχρέωση, το θεσμικό όργανο πρέπει να θεωρηθεί ως συναυτουργός στην πρόκληση της ζημίας, καθώς η πράξη ενός τρίτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περίσταση που την απαλλάσσει πλήρως από την ευθύνη της.

90      Δεύτερον, πρέπει επίσης να απορριφθούν διάφορα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων που προβάλλονται στο πλαίσιο του δευτέρου και του τρίτου σκέλους και αφορούν τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ως προς τον προβλέψιμο ή μη χαρακτήρα των συνεπειών της υπαίτιας παραβάσεως της Επιτροπής όσον αφορά, ιδίως, το κίνητρο του τρίτου, ήτοι την κλοπή και τη δολοφονία. Συναφώς, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η διάκριση σε σχέση με τη φύση του κινήτρου, αφενός, είναι αντιφατική υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως του εφετείου του Ραμπάτ και, αφετέρου, στερείται λογικής συνοχής, δεδομένου ότι ο κίνδυνος που ελήφθη υπόψη για την ασφάλεια του προσωπικού της αντιπροσωπείας του Ραμπάτ ήταν η τρομοκρατική απειλή. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι είναι εσφαλμένο να περιορίζεται η ευθύνη της Επιτροπής επί τη βάσει των αρχών της οδηγίας 89/391, η οποία προβλέπει, στο άρθρο της 5, παράγραφος 4, ότι η ευθύνη του εργοδότη μπορεί να μετριασθεί, μεταξύ άλλων, λόγω γεγονότων που οφείλονται σε περιστάσεις ξένες προς αυτόν, ανώμαλες και απρόβλεπτες, και υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι περιστάσεις ήσαν εξαιρετικές, η Επιτροπή ευθύνεται στον βαθμό που, στη σκέψη 183 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, εάν είχε συμμορφωθεί προς την υποχρέωση να διασφαλίσει την προστασία του υπαλλήλου της, η διπλή δολοφονία δεν θα είχε τελεσθεί.

91      Κατά πρώτον, το επιχείρημα περί του αντιφατικού και στερούμενου λογικής συνοχής χαρακτήρα της διακρίσεως σε σχέση με τη φύση του κινήτρου δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, στη σκέψη 184 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι η διαφορά μεταξύ του κινδύνου τρομοκρατικής απειλής και των εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου ουδεμία επιρροή ασκούσε επί της εκτιμήσεως του άμεσου και βέβαιου χαρακτήρα του αιτιώδους συνδέσμου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, στην εν λόγω σκέψη, ότι είναι εύλογο να συναχθεί ότι τα μέτρα που προορίζονται για την πρόληψη τρομοκρατικής επιθέσεως έπρεπε να εξασφαλίζουν προστασία επαρκή, κατά μείζονα λόγο, έναντι της εισβολής διαρρήκτη στην οικία υπαλλήλου. Ως εκ τούτου, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προέβη σε μια αντιφατική και στερούμενη λογικής συνοχής διαπίστωση υπό το πρίσμα των γεγονότων που διαπιστώθηκαν από το εφετείο του Ραμπάτ σε σχέση με το κίνητρο του δολοφόνου, η διαπίστωση αυτή ουδόλως επηρέασε την εκτίμησή του σχετικά με την ευθύνη της Επιτροπής.

92      Κατά δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που προβλήθηκε κατά της γενόμενης από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραπομπής στο άρθρο 5 της οδηγίας 89/391. Πράγματι, εν αντιθέσει προς όσα οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, στη σκέψη 192 της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν στήριξε την εκτίμησή του επί του άρθρου αυτού. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αφού διαπίστωσε ότι η Επιτροπή είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την πρόκληση της ζημίας παραβιάζοντας την υποχρέωση προστασίας του προσωπικού της, προσέθεσε ότι το κύριο μέρος της ευθύνης της διπλής δολοφονίας δεν μπορούσε καταλογισθεί σε αυτήν, καθώς η διπλή αυτή δολοφονία ήταν το αποτέλεσμα ενός μη προβλέψιμου γεγονότος. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατέληξε ότι η διαπίστωση αυτή δεν αφίστατο των αρχών της οδηγίας 89/391 και, ιδίως, του άρθρου της 5, παράγραφος 4. Έτσι, καθαυτό, το επιχείρημα των αναιρεσειόντων αφορά μια επάλληλη αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως και, επομένως, μπορεί να απορριφθεί βάσει της πάγιας νομολογίας κατά την οποία ο λόγος αναιρέσεως που αφορά την επάλληλη αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να απορρίπτεται (βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2015, Walton κατά Επιτροπής, T‑261/14 P, EU:T:2015:110, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η παραπομπή στο εν λόγω άρθρο είναι εσφαλμένη λόγω του γεγονότος ότι η συμπεριφορά του τρίτου δεν ήταν προβλέψιμη, το σφάλμα αυτό δεν ασκεί επιρροή επί του αποτελέσματος στο οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατέληξε περαίνοντας τη συλλογιστική του. Πράγματι, από τον διεξαχθέντα ανωτέρω έλεγχο συνάγεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς απεφάνθη ότι η Επιτροπή και ο τρίτος είχαν συμβάλει στη ζημία, πράγμα που σημαίνει ότι ουδείς εκ των δύο μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κύριος υπεύθυνος.

94      Τέλος, τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι περιστάσεις ήσαν εξαιρετικές, η Επιτροπή θα έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη στον βαθμό που, στη σκέψη 183 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, εάν η Επιτροπή είχε συμμορφωθεί στην υποχρέωση να διασφαλίσει την προστασία του υπαλλήλου της, η διπλή δολοφονία δεν θα είχε τελεσθεί. Με το επιχείρημα αυτό, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, εκ νέου, ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση προστασίας του προσωπικού της, οποιαδήποτε συνέπεια που απορρέει από διαδοχικά γεγονότα πρέπει να καταλογισθεί σε αυτήν. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εάν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε εφαρμόσει τη νομολογία σχετικά με τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, θα έπρεπε να είχε αποφανθεί ότι η υπαίτια παράβαση της Επιτροπής καθ’ εαυτήν δεν αρκούσε για την κατάφαση της ευθύνης της. Επομένως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, λόγω της φύσεως της υπαίτιας παραβάσεως, ήτοι της παραβάσεως της υποχρεώσεως προστασίας που συνέβαλε στην πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας στην αποτροπή της οποίας σκοπούσε η εν λόγω υποχρέωση, έκρινε, κατ’ ουσίαν, την Επιτροπή και τον τρίτο ως συναυτουργούς στην πρόκληση της ίδιας ζημίας.

95      Ως εκ τούτου, υπό το φως των όσων αναπτύχθηκαν ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν τα τρία πρώτα σκέλη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

 Επί του τετάρτου σκέλους, σχετικά με την εις ολόκληρον ευθύνη της Επιτροπής

96      Με το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως η κύρια υπεύθυνη για τη ζημιογόνο πράξη, εντούτοις πρέπει να θεωρηθεί ως ευθυνόμενη εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της συνολικής ζημίας. Κατ’ ουσίαν, οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά της κατανομής της ευθύνης από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή έπρεπε να θεωρηθεί ως ευθυνόμενη εις ολόκληρον με τον δολοφόνο.

97      Συναφώς, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η ευθύνη εις ολόκληρον της Επιτροπής απορρέει, πρώτον, από γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, δεύτερον, από την όλη οικονομία του ΚΥΚ και, τρίτον, από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης.

98      Πρώτον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, ελλείψει ειδικών κανόνων και νομολογιακών προηγούμενων, είναι αναγκαία η αναφορά στις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών. Συναφώς, παραθέτουν αποφάσεις γερμανικών, ισπανικών, γαλλικών, βελγικών και ιταλικών δικαστηρίων, οι οποίες δέχονται ότι, οσάκις πλείονα πραγματικά περιστατικά συνέβαλαν στην επέλευση της ζημίας, έκαστος υπεύθυνος πρέπει να ευθύνεται για το σύνολο της επαχθείσας ζημίας, εις ολόκληρον με τους λοιπούς. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι είναι επίσης δυνατή η εφαρμογή της ευθύνης εις ολόκληρον στην περίπτωση που η υποχρέωση απορρέει από διαφορετικές πηγές. Συναφώς, παραπέμπουν στο σημείο 12 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven επί της υποθέσεως Spie–Batignolles κατά Επιτροπής (201/86, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1989:300), στις οποίες καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «[α]πό συγκριτική μελέτη του δικαίου των κρατών μελών της υπηρεσίας έρευνας και τεκμηριώσεως του Δικαστηρίου συναγ[όταν] ότι η πλειονότητα των κρατών μελών δέχο[νταν] ότι, οσάκις αποδει[κνυόταν] ότι συμβατικό και […] εξωσυμβατικό πταίσμα [είχαν] προκαλέσει ενιαία ζημία, αυτοί που βαρύνονταν με αυτά τα δύο πταίσματα [μπορούσαν] να θεωρηθούν ως ευθυνόμενοι εις ολόκληρον για τη ζημία αυτή».

99      Δεύτερον, ως προς από την όλη οικονομία του ΚΥΚ, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι από την ερμηνεία του άρθρου 24 του ΚΥΚ συνάγεται ότι η αρχή της ευθύνης εις ολόκληρον πρέπει να εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο οσάκις η ζημιογόνος πράξη κατέστη εφικτή από την παράνομη συμπεριφορά των θεσμικών οργάνων. Πράγματι, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 24 του ΚΥΚ αφορά την ειδική περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή, χωρίς να θεμελιώνεται δικής της ευθύνη, λόγω του καθήκοντός της αρωγής έναντι του προσωπικού της, ευθύνεται εις ολόκληρον με τον αυτουργό της ζημιογόνου πράξεως, κατά του οποίου μπορεί εν συνεχεία να στραφεί. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε ότι η Επιτροπή ήταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για τη ζημιογόνο πράξη. Θα ήταν επομένως απολύτως παράλογο να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ευθύνεται εις ολόκληρον οσάκις δεν στοιχειοθετείται ευθύνη της, αλλά, αντιθέτως, δεν ευθύνεται εις ολόκληρον σε μια σοβαρότερη περίπτωση, όπως εν προκειμένω, κατά την οποία συνέβαλε στην επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος.

100    Τρίτον, ως προς το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι βάσει των αρχών της νομοθεσίας της Ένωσης περί αποζημιώσεως των θυμάτων εγκλημάτων βίας, οι οποίες απορρέουν από την οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων (ΕΕ 2004, L 261, σ. 15), προβλέπεται η ύπαρξη ευθύνης εις ολόκληρον. Η εν λόγω οδηγία, εμπνεόμενη από την ευρωπαϊκή σύμβαση σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 24 Νοεμβρίου 1983, ερείδεται επί της αρχής κατά την οποία, στην περίπτωση που ο αυτουργός της παράνομης πράξεως αδυνατεί να αποκαταστήσει πλήρως τη ζημία, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συμβάλουν στην αποκατάσταση αυτή. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι είναι παράλογο μια τέτοια υποχρέωση να μην εφαρμόζεται στην Επιτροπή στην περίπτωση που η ίδια συνέβαλε στην επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Ακόμη και εάν η νομοθεσία της Ένωσης δεν είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη, φρονούν ότι η αρχή της αλληλέγγυας ευθύνης την οποίο προβλέπει, ιδίως, η οδηγία 2004/80 θα έπρεπε να εφαρμόζεται a fortiori στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ιδίως στην περίπτωση που η ζημιογόνος πράξη κατέστη εφικτή συνεπεία πλημμελούς συμπεριφοράς της Επιτροπής.

101    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ως προς τον κανόνα της συρροής μεταξύ της πράξεως θεσμικού οργάνου και της πράξεως τρίτου, η αναφορά στις αρχές που αντλούνται από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών είναι άνευ σημασίας. Πρώτον, το μόνο νομοθέτημα που είναι κρίσιμο για τον καθορισμό της ενδεχόμενης αλληλέγγυας ευθύνης των θεσμικών οργάνων είναι ο ΚΥΚ, στον βαθμό που το άρθρο 270 ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος για την εκδίκαση κάθε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της «εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο κανονισμός περί υπηρεσιακής κατάστασης». Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ΚΥΚ αναφέρεται σε αλληλέγγυα ευθύνη μόνο στο άρθρο του 24, πρώτο εδάφιο, κατά το οποίο οι Κοινότητες επανορθώνουν αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από τον δράστη. Περαιτέρω, ο ΚΥΚ προβλέπει στο άρθρο του 85α την περίπτωση της υποκαταστάσεως της Ένωσης στα δικαιώματα προσφυγής του θύματος, του υπαλλήλου ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα κατά του υπευθύνου τρίτου, πλην ενδεχομένως της προσφυγής κατά του τρίτου, για ζημιογόνο γεγονός που προκλήθηκε από τρίτον σε υπάλληλο και επέφερε θάνατο, ατύχημα ή ασθένεια. Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στις αποφάσεις των ιταλικών και των βελγικών δικαστηρίων τις οποίες παραθέτουν οι αναιρεσείοντες, η αλληλέγγυα ευθύνη ήταν δικαιολογημένη εκ του λόγου ότι η υποχρέωση είχε την ίδια πηγή, με άλλα λόγια οι «ζημιογόνες πράξεις» ενέπιπταν στο αστικό δίκαιο, ενώ, εν προκειμένω, η ευθύνη του δολοφόνου πηγάζει από την τέλεση ανθρωποκτονίας που διέπεται από το ποινικό δίκαιο, ενώ η ευθύνη της Επιτροπής, ως εργοδότη, έχει χαρακτήρα «διοικητικό-αστικό».

102    Πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, το επιχείρημα ότι η ευθύνη εις ολόκληρον απορρέει από την όλη οικονομία του ΚΥΚ. Πράγματι, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 24 του ΚΥΚ αφορά την ειδική περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή, χωρίς να θεμελιώνεται δικής της ευθύνη, λόγω του καθήκοντός της αρωγής έναντι του προσωπικού της, ευθύνεται αλληλεγγύως με τον αυτουργό της ζημιογόνου πράξεως, κατά του οποίου μπορεί εν συνεχεία να στραφεί, στην περίπτωση ζημίας που υπέστη ο υπάλληλος λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε ότι η Επιτροπή ευθύνεται για τη ζημιογόνο πράξη. Ως εκ τούτου, θα ήταν παράλογο το Γενικό Δικαστήριο να δεχθεί ότι η Επιτροπή ευθύνεται αλληλεγγύως όταν δεν στοιχειοθετείται ευθύνη της, αλλά, αντιθέτως, δεν υπέχει μια τέτοια ευθύνη σε μια πολύ σοβαρότερη περίπτωση όπου συνέβαλε στην επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Οι αναιρεσείοντες προτείνουν, κατ’ ουσίαν, μια εναλλακτική ερμηνεία του άρθρου 24 του ΚΥΚ, κατά την οποία η εφαρμογή της αρχής της αλληλέγγυας ευθύνης δεν εξαρτάται από το εάν ο υπάλληλος υπέστη ζημία λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του, αλλά από το εάν το θεσμικό όργανο διέπραξε ή όχι πταίσμα. Σε τελική ανάλυση, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι ο Alessandro Missir Mamachi υπέστη ζημία λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του ουδεμία σημασία έχει για τον καθορισμό της ευθύνης εις ολόκληρον της Επιτροπής. Κατ’ αυτούς, πρέπει να εξετασθεί εάν το θεσμικό όργανο διέπραξε ή όχι πταίσμα.

103    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ΚΥΚ κάνει λόγο για αλληλέγγυα ευθύνη των θεσμικών οργάνων μόνον οσάκις ο υπάλληλος, λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του, είναι θύμα των πράξεων που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ευθύνεται μόνο στην περίπτωση που ο υπάλληλος υφίσταται τη ζημία λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέκλεισε, εν προκειμένω, την εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ στις σκέψεις 220 έως 225 της πρωτόδικης αποφάσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι το άρθρο 85α του ΚΥΚ προβλέπει την περίπτωση της υποκαταστάσεως της Ένωσης στα δικαιώματα προσφυγής του υπαλλήλου ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα κατά του υπευθύνου τρίτου και ότι, εξάλλου, παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα στην ποινική δίκη ενώπιον του μαροκινού δικαστηρίου.

104    Εισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε, με την πρωτόδικη απόφαση, ισχυρισμό κατά τον οποίο η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ήταν δήθεν υποχρεωμένη να επανορθώσει αλληλεγγύως τις επαχθείσες ζημίες, καθώς ο Alessandro Missir Mamachi δεν είχε δολοφονηθεί λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του.

105    Αφενός, μολονότι ορθώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αρνήθηκε να εφαρμόσει το άρθρο 24 του ΚΥΚ εν προκειμένω, αφετέρου, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι το εν λόγω άρθρο δεν αποκλείει, κατ’ αποτέλεσμα, την ευθύνη εις ολόκληρον για τη ζημία που υπέστη ο υπάλληλος συνεπεία πλημμελούς συμπεριφοράς ενός θεσμικού οργάνου.

106    Πράγματι, τα δύο εδάφια που αποτελούν το άρθρο 24 του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθούν από κοινού. Προβλέπουν, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση ένδικης διαφοράς, ότι «[οι] Κοινότητες παρέχουν βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων, δυσφημίσεων, ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του» και ότι «επανορθώνουν αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από τον δράστη». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς απέρριψε τον προβληθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό, δεδομένου ότι ο Alessandro Missir Mamachi δεν φονεύθηκε στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων του. Έτσι, εν αντιθέσει προς όσα προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου αυτού είναι το γεγονός ότι ο υπάλληλος υφίσταται ζημία λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του.

107    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μολονότι, αφενός, στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος υπέστη ζημία λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του, οι Κοινότητες επανορθώνουν αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί, είτε έχουν διαπράξει πταίσμα είτε όχι, και μολονότι, αφετέρου, δεν συντρέχει λόγος επικλήσεως της εννοίας της ευθύνης εις ολόκληρον εάν ο υπάλληλος υπέστη ζημία εκτός της ασκήσεως των καθηκόντων του και εάν ουδεμία παράνομη συμπεριφορά τελούσα σε σχέση αιτιώδους συνάφειας με την εν λόγω ζημία μπορεί να προσαφθεί σε κάποιο θεσμικό όργανο, αντιθέτως, στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο συνέβαλε με το πταίσμα του σε ζημία που υπέστη ο υπάλληλος εκτός της ασκήσεως των καθηκόντων του, η σιωπή του ΚΥΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ως αποκλείουσα κατ’ αποτέλεσμα την αλληλέγγυα ευθύνη του θεσμικού οργάνου.

108    Συναφώς, στη σκέψη 13 της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), το Δικαστήριο έκρινε δεν μπορεί να αντληθεί επιχείρημα από την απουσία οποιασδήποτε ρητής διατάξεως στον ΚΥΚ και στη ρύθμιση προκειμένου να αποκλεισθεί το δικαίωμα του υπαλλήλου και όσων έλκουν δικαιώματα από αυτόν να ζητήσουν την καταβολή περαιτέρω αποζημιώσεως οσάκις το θεσμικό όργανο ευθύνεται για το ατύχημα βάσει του κοινού δικαίου, οι δε παροχές του συστήματος που προβλέπει ο ΚΥΚ δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε. Μολονότι είναι αληθές ότι η απόφαση αυτή αφορά την περίπτωση κατά την οποία το πταίσμα του θεσμικού οργάνου διεπράχθη στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου, εντούτοις καθιερώνει την αρχή κατά την οποία η σιωπή του ΚΥΚ δεν συνεπάγεται ότι αποκλείεται παν ό,τι ρητώς δεν προβλέπεται σε αυτόν. Η αρχή αυτή μπορεί επομένως να μεταφερθεί στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

109    Περαιτέρω, το επιχείρημα που προβλήθηκε από την Επιτροπή σε σχέση με το άρθρο 85α του ΚΥΚ δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο αφορά την υποκατάσταση της Ένωσης στην περίπτωση ζημίας καταλογιστής σε τρίτον, ενώ, εν προκειμένω, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως συναυτουργός στην πρόκληση της ζημίας. Συνεπώς, το γεγονός ότι παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα στη ποινική δίκη ενώπιον των δικαστηρίων του Μαρόκου είναι άνευ σημασίας προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πρέπει να αναγνωρισθεί η ευθύνη της εις ολόκληρον με τον δολοφόνο.

110    Αφού διαπιστώθηκε ότι η σιωπή του ΚΥΚ δεν αποκλείει την ευθύνη εις ολόκληρον για τη ζημία που υπέστη ο υπάλληλος συνεπεία πλημμελούς συμπεριφοράς θεσμικού οργάνου και προ της εξετάσεως του ζητήματος εάν η εν λόγω ευθύνη μπορεί να βρει έρεισμα στις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, πρέπει να εξετασθούν δύο ενστάσεις τις οποίες προέβαλε η Επιτροπή.

111    Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι, ως προς τον κανόνα της συρροής μεταξύ της πράξεως θεσμικού οργάνου και της πράξεως τρίτου, η παραπομπή στις αρχές που απορρέουν από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών είναι άνευ αντικειμένου, στον βαθμό που, συμφώνως προς το άρθρο 270 ΣΛΕΕ, η αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να εκδικάζει κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της ασκείται στο πλαίσιο του ΚΥΚ και, δεύτερον, ότι, δεδομένου ότι η πηγή της υποχρεώσεως του καθήκοντος επανορθώσεως είναι διαφορετική, ήτοι αυτή του δολοφόνου πηγάζει από την τέλεση ανθρωποκτονίας διεπόμενης από το ποινικό δίκαιο του Μαρόκου ενώ αυτή της Επιτροπής, ως εργοδότη, έχει χαρακτήρα «διοικητικό-αστικό», δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη ευθύνης εις ολόκληρον, δεδομένου ότι η πηγή των δύο αυτών υποχρεώσεων δεν είναι ταυτόσημη.

112    Η μεν πρώτη ένσταση πρέπει να απορριφθεί επί τη βάσει της συλλογιστικής που αναπτύσσεται στις σκέψεις 106 και 107 ανωτέρω. Πράγματι, το γεγονός ότι ο ΚΥΚ δεν περιέχει κανόνες σε σχέση με την ευθύνη εις ολόκληρον θεσμικού οργάνου το οποίο συνέβαλε στην επέλευση της ζημίας που υπέστη ο υπάλληλος εκτός της ασκήσεως των καθηκόντων του δεν σημαίνει ότι αποκλείεται αυτομάτως η αρχή μιας τέτοιας ευθύνης.

113    Η δε δεύτερη ένσταση είναι επίσης απορριπτέα. Πράγματι, μολονότι είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να αποφανθεί επί του πταίσματος του δολοφόνου, το οποίο διέπεται από το ποινικό δίκαιο του Μαρόκου, εντούτοις εξακολουθεί να είναι αρμόδιος να κρίνει την ευθύνη του θεσμικού οργάνου οσάκις αυτό έχει προκαλέσει, μόνο του ή με τρίτον, ζημία στον υπάλληλο. Από τον ίδιο τον ΚΥΚ προκύπτει μια ερμηνεία βάσει της οποίας μπορεί να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής. Πράγματι, εάν ο Alessandro Missir Mamachi είχε δολοφονηθεί λόγω των καθηκόντων του, η Επιτροπή θα ευθυνόταν εις ολόκληρον με τον δολοφόνο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Βεβαίως, το γεγονός ότι Alessandro Missir Mamachi δεν φονεύθηκε λόγω των καθηκόντων του κωλύει την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, πλην όμως το γράμμα του καθιστά σαφές ότι η φύση της ευθύνης ενός τρίτου ουδόλως επηρεάζει την υποχρέωση εις ολόκληρον του θεσμικού οργάνου που ευθύνεται για την πρόκληση της ζημίας ως συναυτουργός. Πράγματι, το άρθρο 24 του ΚΥΚ καθιστά σαφές ότι ο δικαστής της Ένωσης ενδέχεται να κληθεί να αποφανθεί επί διαφοράς σε σχέση με το ζήτημα της ευθύνης εις ολόκληρον θεσμικού οργάνου από πράξη ενός τρίτου, η δε φύση της ευθύνης του τρίτου ουδόλως επηρεάζει την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να αποφαίνεται επί της ευθύνης εις ολόκληρον ενός θεσμικού οργάνου.

114    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ διευκρινίζει ότι οι Κοινότητες επανορθώνουν αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί εάν ο υπάλληλος δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει ικανοποίηση από τον δράστη. Η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί από το Γενικό Δικαστήριο ως εξαρτώσα το παραδεκτό της αιτήσεως αποζημιώσεως που υποβάλλει υπάλληλος από την εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων της εθνικής έννομης τάξεως, εφόσον τα βοηθήματα αυτά διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και μπορούν να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση της φερόμενης ζημίας (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Q, T‑80/09 P, EU:T:2011:347, σκέψη 67). Ωστόσο, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής εν προκειμένω. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή προτάθηκε για την περίπτωση που το θεσμικό όργανο δεν έχει διαπράξει πταίσμα, ενώ, εν προκειμένω, η Επιτροπή διέπραξε πταίσμα που συνέβαλε στην επέλευση της ζημίας. Έτσι, μολονότι, στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο δεν είχε διαπράξει πταίσμα, το Γενικό Δικαστήριο εξάρτησε τη δυνατότητα του υπάλληλου να ζητήσει από το θεσμικό αυτό όργανο επανόρθωση της επαχθείσας από τρίτον ζημίας από το γεγονός ότι ο υπάλληλος έπραξε τα δέοντα προκειμένου να επιτύχει την οφειλόμενη επανόρθωση ενώπιον του εθνικού δικαστή, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να στραφεί ο εν λόγω υπάλληλος απευθείας κατά του θεσμικού οργάνου χωρίς να έχει επιχειρήσει να επιτύχει την οφειλόμενη από τον τρίτον επανόρθωση, εντούτοις η εφαρμογή της αρχής αυτής στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως θα ήταν ιδιαιτέρως μη ικανοποιητική και ανεπιεικής, δεδομένου ότι η Επιτροπή ευθύνεται ως συναυτουργός με τον τρίτον για τη ζημιογόνο πράξη. Εξάλλου, από τη δικογραφία συνάγεται ότι, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά του τρίτου που διέπραξε τη δολοφονία, η αφερεγγυότητα του τρίτου διαπιστώθηκε από το εφετείο του Ραμπάτ, που τον καταδίκασε στο συμβολικό ποσό του ενός ντιρχάμ (MAD) υπέρ της Ένωσης η οποία παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα στη δίκη. Έτσι, εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο τρίτος ήταν αφερέγγυος, θα ήταν ακόμη λιγότερο ικανοποιητική η παραδοχή ότι η αγωγή των αναιρεσειόντων είναι απαράδεκτη λόγω του γεγονότος ότι αυτοί δεν είχαν εξαντλήσει τα ένδικα βοηθήματα της μαροκινής έννομης τάξεως.

115    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής (5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1967:31), που παρατίθεται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:290, σημείο 106), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, σε περίπτωση από κοινού εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και κράτους μέλους, οι ιδιώτες που υποστηρίζουν ότι ζημιώθηκαν πρέπει πρώτα να προσφύγουν ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων αν την κύρια ή πρωτογενή ευθύνη για τις προβαλλόμενες παραβάσεις έχουν οι αρχές του κράτους μέλους. Πράγματι, αυτή η περίπτωση αλληλέγγυας ευθύνης αφορά μια κατάσταση μικτής διοικήσεως μεταξύ της Ένωσης και κράτους μέλους ενώ, εν προκειμένω, τα πραγματικά περιστατικά διαφέρουν.

116    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί εάν από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών απορρέει μια γενική αρχή κατά την οποία αναγνωρίζεται η ευθύνη εις ολόκληρον των συναυτουργών στην πρόκληση της ίδιας ζημίας και η οποία δύναται να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο συνέβαλε στην επέλευση της ζημίας που υπέστη ο υπάλληλος εκτός της ασκήσεως των καθηκόντων του.

117    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι, «στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

118    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία, σε περιστάσεις παρεμφερείς με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, ο εθνικός δικαστής αναγνωρίζει την ευθύνη εις ολόκληρον των συναυτουργών στην πρόκληση της ίδιας ζημίας, εκτιμώντας ότι είναι δίκαιο να μην υποχρεούται ο ζημιωθείς, αφενός, να καθορίσει το ποσοστό της ζημίας βάσει του οποίου ευθύνεται έκαστος των συναυτουργών και, αφετέρου, να φέρει τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας εκείνου κατά του οποίου στρέφεται.

119    Υπό το φως των εκτιμήσεων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο περιορίζοντας στο 40 % τη συμμετοχή της Επιτροπής στην αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν τα τέκνα του Αlessandro Missir Mamachi. Έτσι, δεδομένου ότι παρέλκει η εξέταση του επιχειρήματος που αντλείται από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως περί πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφαινόμενο ότι η περιουσιακή ζημία αποκαταστάθηκε πλήρως με τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές

120    Εισαγωγικώς, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα 2, που προσκομίστηκε ως παράρτημα A.2 της αναιρέσεως, το ποσό που μνημονεύεται στη σκέψη 202 της πρωτόδικης αποφάσεως αντιπροσωπεύει το σύνολο των παροχών τις οποίες δικαιούνται τα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi μέχρι συμπληρώσεως του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας τους, ήτοι 1 381 077 ευρώ, καθώς και των παροχών τις οποίες θα μπορούσαν να δικαιούνται, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να συντηρούνται από την οικογένεια και να σπουδάζουν μέχρι του εικοστού έκτου έτους της ηλικίας τους, ήτοι 1 097 298 ευρώ. Εξάλλου, οι αναιρεσείοντες προσθέτουν ότι, στη χώρα διαμονής των τεσσάρων τέκνων του Αlessandro Missir Mamachi, στο Βασίλειο του Βελγίου, οι πανεπιστημιακές σπουδές ολοκληρώνονται κατά κανόνα μεταξύ 22 και 23 ετών. Κατά συνέπεια, εκτός του καθαρώς υποθετικής φύσεως ποσού των 1 097 298 ευρώ του οποίου η καταβολή εξαρτάται από μια σειρά προϋποθέσεων οι οποίες είναι πολύ πιθανόν να μην πληρωθούν, οι αναιρεσείοντες φρονούν, εν πάση περιπτώσει, ότι τα ποσά αυτά δεν μπορούν να αφαιρεθούν από το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούνται τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi.

121    Εν συνεχεία, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αποφαινόμενο ότι όλες οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές, περιλαμβανομένων αυτών που διαφέρουν από το κεφάλαιο αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ, έπρεπε να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί εάν είχε ήδη καταβληθεί αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από την Επιτροπή, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

122    Προς στήριξη αυτού του λόγου αναιρέσεως, πρώτον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή και στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 204 της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις υπό κρίση περιστάσεις. Κατ’ αυτούς, η απόφαση αυτή δεν αφορά όλες τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές, αλλά μόνον το κεφάλαιο αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ.

123    Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi βάσει του ΚΥΚ δεν μπορούν να αφαιρεθούν από την αποζημίωση για τη ζημία που είναι καταλογιστή στην Επιτροπή, λόγω του γεγονότος ότι οι παροχές που έχουν χαρακτήρα συντάξεως χορηγούνται επί τη βάσει δικαιώματος που ο υπάλληλος είχε αποκτήσει βάσει της εργασιακής του σχέσεως και το οποίο, ως ίδιο δικαίωμα του υπαλλήλου, μεταβιβάζεται αυτομάτως στους κληρονόμους. Συναφώς, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι τυχόν διαφορετικό συμπέρασμα θα ισοδυναμούσε με δυσμενή διάκριση έναντι των τεσσάρων τέκνων του Alessandro Missir Mamachi, δεδομένου ότι τα τέκνα αυτά θα έπρεπε να λάβουν, στην πράξη, το ίδιο ποσό με τα τέκνα θανόντος από φυσικά αίτια υπαλλήλου. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, ελλείψει κανόνων στην έννομη τάξη της Ένωσης, η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), στη σκέψη 122, αναφέρεται στο δικαίωμα που υφίσταται στην πλειονότητα των κρατών μελών σε σχέση με την εξωσυμβατική ευθύνη του θεσμικού οργάνου έναντι του υπαλλήλου.

124    Τρίτον, ως προς το γεγονός ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 111 της πρωτόδικης αποφάσεως, ο Livio Missir Mamachi «δεν [είχε] διατυπώ[σει], εξάλλου, αίτημα σε σχέση με την απώλεια συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία ο υιός του θα είχε αποκτήσει», οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι «υπολόγισαν την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν οι κληρονόμοι του Missir Mamachi χωρίς να συνεκτιμήσουν τις κοινωνικές παροχές τις οποίες θα εδικαιούτο ο αποβιώσας υπάλληλος εκτιμώντας ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιωμάτων που είχε θεμελιώσει ο αποβιώσας συμψηφί[ζονταν] με τη σύνταξη ορφανού η οποία ε[ίχε] χορηγηθεί» στα τέκνα του. Συναφώς, οι αναιρεσείοντες θεωρούν ότι οι καταβαλλόμενες στα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi παροχές βάσει της συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως αντιστοιχούν στα ποσά που αυτός πιθανώς να ελάμβανε μετά τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου στον ΚΥΚ ορίου ηλικίας. Υπό το φως των ανωτέρω, οι αναιρεσείοντες υπογραμμίζουν ότι, εάν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αφαιρούντο από την αποζημίωση, τα σχετικά με τα δικαιώματα αυτά ποσά θα αφαιρούντο δύο φορές. Αφενός, θα αποκλείονταν από τον υπολογισμό της περιουσιακής ζημίας. Αφετέρου, θα αφαιρούντο από το οφειλόμενο στους κληρονόμους του δολοφονηθέντος υπαλλήλου επιστρεφόμενο ποσό.

125    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς απεφάνθη ότι ο δικαστής, οσάκις εκτιμά εάν η επαχθείσα ζημία αποκαταστάθηκε ή όχι από το θεσμικό όργανο, λαμβάνει υπόψη του όλες τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές. Προς στήριξη της εκτιμήσεως αυτής, η Επιτροπή παραθέτει τις αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής (C‑257/98 P, EU:C:1999:402), στις οποίες διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα του υπαλλήλου σε αποκατάσταση κατά το κοινό δίκαιο έχει αποκλειστικώς συμπληρωματικό χαρακτήρα και υφίσταται μόνον εάν ο υπάλληλος αποδείξει ότι οι παροχές του συστήματος που προβλέπει ο ΚΥΚ δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποκατάσταση της επαχθείσας ζημίας. Επομένως, κατά την Επιτροπή, εάν οι καταβαλλόμενες βάσει της συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως παροχές δεν αφαιρούντο από την αποζημίωση, οι έλκοντες δικαιώματα θα ελάμβαναν διπλή αποζημίωση, ήτοι τις συντάξεις ορφανού και το οφειλόμενο για την αποκατάσταση της ζημίας ποσό.

126    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 202 της πρωτόδικης αποφάσεως, έχει ήδη χορηγήσει στους έλκοντες δικαιώματα ποσά που βαίνουν πέραν των παροχών που κανονικά προβλέπει ο ΚΥΚ. Το στοιχείο αυτό καθιστά σαφές, κατά την Επιτροπή, ότι έλαβε υπόψη της τις ιδιαίτερες περιστάσεις του θανάτου του Alessandro Missir Mamachi κατά τη χορήγηση των παροχών, ούτως ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο δυσμενούς διακρίσεως.

127    Ως προς την παραπομπή των αναιρεσειόντων στις έννομες τάξεις των κρατών μελών στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στη σκέψη 22 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο δεν αναφέρεται στο υφιστάμενο στην πλειονότητα των κρατών μελών δικαίωμα σε σχέση με την εξωσυμβατική ευθύνη του θεσμικού οργάνου έναντι του οικείου υπαλλήλου, αλλά στην αποζημίωση για τις συνέπειες που είχε το ατύχημα για τη σύζυγο και τις θυγατέρες του G. Leussink, αποζημίωση την οποία το Δικαστήριο απέκλεισε εν πάση περιπτώσει. Η Επιτροπή προσθέτει περαιτέρω ότι, υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται ο συμπληρωματικός χαρακτήρας της αγωγής αποζημιώσεως για πταίσμα του κοινού δικαίου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, ότι δεν υφίστανται κανόνες στο δίκαιο της Ένωσης οι οποίοι να διέπουν το δικαίωμα της αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστησαν οι υπάλληλοι. Κατά συνέπεια, η παραπομπή στη νομολογία των κρατών μελών είναι, κατά την Επιτροπή, άνευ οποιασδήποτε σημασίας.

128    Τέλος, ως προς τον κίνδυνο διπλής αφαιρέσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η παραδοχή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 111 της πρωτόδικης αποφάσεως είναι «όλως δευτερεύουσα και επικουρική και, ως εκ τούτου, άνευ σημασίας».

129    Εισαγωγικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι με το αιτητικό τους οι αναιρεσείοντες ζητούν την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας ύψους 3 975 329 ευρώ, με την αναίρεση δεν αμφισβητούν το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ που όρισε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επί τη βάσει των αποδοχών τις οποίες ο Alessandro Missir Mamachi θα εισέπραττε έως την ημερομηνία συνταξιοδοτήσεώς του, μειωμένο κατά το ποσό το οποίο αυτός και η σύζυγός του θα δαπανούσαν για τις ανάγκες τους. Πράγματι, με τον παρόντα λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες βάλλουν απλώς κατά της εκτιμήσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη, σε σχέση με την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, όλες οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές, περιλαμβανομένων και αυτών που δεν εμπίπτουν στο κεφάλαιο αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ. Εξάλλου, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ζητώντας την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας ύψους 3 975 329 ευρώ, οι αναιρεσείοντες θέτουν εν αμφιβόλω τον καθορισμό του ποσού στα 3 εκατομμύρια ευρώ στον οποίο προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει διαπιστώσει την ύπαρξη ζημίας, μόνον αυτό είναι αρμόδιο να εκτιμήσει, εντός των ορίων του αιτήματος αποζημιώσεως, τον τρόπο και την έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας αυτής, υπό την επιφύλαξη ότι, προκειμένου να είναι το Γενικό Δικαστήριο σε θέση να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο επί των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι αρκούντως αιτιολογημένες και, όσον αφορά την εκτίμηση της ζημίας, να αναφέρουν τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού που έγινε δεκτό (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Thomé, T‑669/13 P, EU:T:2014:929, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Έτσι, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες δεν εξήγησαν σε τι ακριβώς συνίσταται η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που χρησιμοποίησε για τον καθορισμό του ποσού των 3 εκατομμυρίων ευρώ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί στην αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi.

130    Εν συνεχεία, πρέπει να διευκρινισθεί το περιεχόμενο, αφενός, της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 204 της πρωτόδικης αποφάσεως και η οποία, κατά τους αναιρεσείοντες, δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και, αφετέρου, της αποφάσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής (C‑257/98 P, EU:C:1999:402), στην οποία η Επιτροπή παρέπεμψε με τις παρατηρήσεις της.

131    Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 του ΚΥΚ και από τη ρύθμιση κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος συνιστούσε πλήρες σύστημα αποζημιώσεως το οποίο, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, απέκλειε κάθε άλλη αξίωση αποζημιώσεως βάσει των αρχών του κοινού δικαίου. Πράγματι, ο G. Leussink, η σύζυγός του και τα τέσσερα τέκνα τους είχαν υποβάλει αίτηση συμπληρωματικής αποζημιώσεως κατά το κοινό δίκαιο, υποστηρίζοντας ότι η αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 73 του ΚΥΚ δεν κάλυπτε παρά μόνον τις οικονομικές συνέπειες του ατυχήματος και όχι την ηθική βλάβη τους. Το Δικαστήριο απεφάνθη κατ’ αρχάς, στη σκέψη 11 της αποφάσεως, ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 του ΚΥΚ κάλυψη παρεχόταν στο πλαίσιο ενός στηριζόμενου σε εισφορές γενικού ασφαλιστικού συστήματος κατά των κινδύνων ατυχήματος κατά την υπηρεσία και εκτός αυτής και ότι το δικαίωμα στην παροχή ήταν ανεξάρτητο του δράστη του ατυχήματος και της ευθύνης που αυτός υπέχει. Εν συνεχεία, στη σκέψη 13 της αυτής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει οποιασδήποτε ρητής διατάξεως στη ρύθμιση περί των αιτήσεων συμπληρωματικής αποζημιώσεως κατά του θεσμικού οργάνου, δεν μπορούσε να συναχθεί από αυτήν επιχείρημα κατά την έννοια ότι αποκλείεται το δικαίωμα του υπαλλήλου και των δικαιούχων του να ζητήσουν συμπληρωματική αποζημίωση στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο φέρει την ευθύνη για το ατύχημα κατά το κοινό δίκαιο και οι παροχές του συστήματος που προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποκατάσταση της επαχθείσας ζημίας.

132    Αφού διαπίστωσε ότι επρόκειτο για εργατικό ατύχημα και ότι το ατύχημα οφειλόταν σε αμέλεια ικανή να επισύρει την ευθύνη της Επιτροπής (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής, 169/83 και 136/84, EU:C:1986:371, σκέψεις 15 έως 17), το Δικαστήριο επιδίκασε στον G. Leussink συμπληρωματική αποζημίωση ύψους 2 εκατομμυρίων βελγικών φράγκων (BEF). Ως προς τη σύζυγο και τα τέσσερα τέκνα του, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνέπειες του ατυχήματος για την οικογενειακή ζωή αποτελούσαν την επίπτωση της βλάβης που υπέστη ο G. Leussink και ότι δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των συνεπειών για τις οποίες φέρει ευθύνη η Επιτροπή ως εργοδότης.

133    Ως προς την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής (C‑257/98 P, EU:C:1999:402), την οποία παραθέτει η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στη σκέψη 23, ότι οι παροχές που έχουν χορηγηθεί βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ λόγω ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη από τον δικαστή της Ένωσης για την εκτίμηση της προς αποκατάσταση ζημίας, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας από υπάλληλο λόγω πταίσματος συνεπαγομένου την ευθύνη του εργοδότη οργάνου.

134    Έτσι, οι αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής (C‑257/98 P, EU:C:1999:402), διευκρίνισαν τη σχέση μεταξύ των παροχών που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ λόγω ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας και του καθεστώτος αποζημιώσεως βάσει του κοινού δικαίου.

135    Πρώτον, το καθεστώς του άρθρου 73 του ΚΥΚ και αυτό του κοινού δικαίου είναι συμπληρωματικά, οπότε είναι δυνατό να ζητηθεί συμπληρωματική αποζημίωση στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο φέρει την ευθύνη για το ατύχημα κατά το κοινό δίκαιο και οι παροχές που καταβάλλονται βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποκατάσταση της επαχθείσας ζημίας (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής, 169/83 και 136/84, EU:C:1986:371, σκέψη 13).

136    Δεύτερον, κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής, η νομολογία διευκρίνισε επίσης το γεγονός ότι οι παροχές που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, λόγω ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας, έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της προς αποκατάσταση ζημίας, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας από υπάλληλο λόγω πταίσματος συνεπαγομένου την ευθύνη του εργοδότη οργάνου. Πράγματι, εάν τούτο δεν συνέβαινε, θα καταβαλλόταν διπλή αποζημίωση (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 22).

137    Εντούτοις, οι δύο αυτές αποφάσεις δεν αποφαίνονται επί του ζητήματος εάν για τον καθορισμό της δυνάμενης να αποκατασταθεί ζημίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως. Εντούτοις, εν προκειμένω, παραπέμποντας, στη σκέψη 204 της πρωτόδικης αποφάσεως, στην απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

138    Πράγματι, ακόμη και εάν η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), αφορά τη σχέση μεταξύ της αποζημιώσεως που οφείλεται συμφώνως προς το άρθρο 73 του ΚΥΚ και της αποζημιώσεως που οφείλεται επί τη βάσει του κοινού δικαίου, εντούτοις από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει ότι οποιαδήποτε άλλη παροχή προβλέπει ο ΚΥΚ δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού που οφείλεται ως αποζημίωση για την επαχθείσα ζημία. Εξάλλου, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, εάν οι παροχές συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως, ήτοι οι συντάξεις ορφανού, δεν αφαιρούντο από το ποσό που οφείλεται για την αποκατάσταση της ζημίας, οι έλκοντες δικαιώματα θα εισέπρατταν διπλή αποζημίωση, μια πρώτη αποζημίωση συνιστάμενη στις συντάξεις ορφανού και μια δεύτερη αποζημίωση συνιστάμενη στο οφειλόμενο για την αποκατάσταση της ζημίας ποσό. Περαιτέρω, οι συντάξεις ορφανού που λαμβάνουν οι έλκοντες δικαιώματα από τον Αlessandro Missir Mamachi ισοδυναμούν προς τις παροχές που αυτός θα ελάμβανε εάν εξακολουθούσε να ζει και, επομένως, ως τέτοιες, πρέπει να αφαιρεθούν από το ποσό της αποζημιώσεως για την περιουσιακή ζημία. Τέλος, το άρθρο 73, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι η οφειλόμενη αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου μπορεί να σωρευθεί με αυτές που προβλέπει το κεφάλαιό του 3 και, επομένως, με τη σύνταξη ορφανού που προβλέπει το άρθρο του 80. Έτσι, το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η αρχή που καθιερώνεται με την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

139    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι θα συνιστούσε δυσμενή διάκριση να θεωρηθεί ότι οι συντάξεις ορφανού που καταβάλλονται στα τέσσερα τέκνα του Αlessandro Missir Mamachi βάσει του ΚΥΚ μπορούν να αφαιρεθούν από την αποζημίωση για τη ζημία που είναι καταλογιστή στην Επιτροπή, στον βαθμό που τούτο θα συνεπαγόταν εξομοίωση των τεσσάρων τέκνων του Alessandro Missir Mamachi προς τέκνα θανόντος από φυσικά αίτια υπαλλήλου. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες και όπως διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 204 της πρωτόδικης αποφάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τις όλως ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, χορηγώντας στα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi ποσά που βαίνουν πέραν των υποχρεώσεων που προβλέπει ο ΚΥΚ για τους έλκοντες δικαιώματα από θανόντα από φυσικά αίτια υπάλληλο. Πράγματι, η Επιτροπή τον προήγαγε μετά θάνατον και, επί τη βάσει της προαγωγής αυτής, υπολόγισε τις παροχές στους έλκοντες εξ αυτού δικαιώματα. Περαιτέρω, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας το άρθρο 76 του ΚΥΚ, χορήγησε σε κάθε τέκνο μηνιαίο ποσό που αντιστοιχεί σε δύο επιδόματα για συντηρούμενο τέκνο. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι οι αναιρεσείοντες ερείδονται επί εσφαλμένης παραδοχής, στον βαθμό που τα τέκνα υπαλλήλου ο οποίος δεν πέθανε λόγω ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας, αλλά από φυσικά αίτια, δεν λαμβάνουν την αποζημίωση που καταβάλλεται, συμφώνως προς το άρθρο 73 του ΚΥΚ, στα τέκνα υπαλλήλου που πέθανε λόγω ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας. Έτσι, οι αναιρεσείοντες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στον βαθμό που δεν μπορεί να προσαφθεί σε αυτό ότι προέβη στη διαπίστωση ότι τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi εξομοιώνονται προς τέκνα υπαλλήλου ο οποίος πέθανε από φυσικά αίτια.

140    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι ελλείψει κανόνων στο δίκαιο της Ένωσης, η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), αναφέρεται στο δικαίωμα που υφίσταται στην πλειονότητα των κρατών μελών σε σχέση με την εξωσυμβατική ευθύνη του θεσμικού οργάνου έναντι του υπαλλήλου. Πράγματι, στη σκέψη 22 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο δεν αναφέρεται στο δικαίωμα που υφίσταται στην πλειονότητα των κρατών μελών σε σχέση με την εξωσυμβατική ευθύνη του θεσμικού οργάνου έναντι του υπαλλήλου, και ειδικότερα στη δυνατότητα αφαιρέσεως των καταβαλλόμενων κοινωνικών παροχών, αλλά στην αποζημίωση για τις συνέπειες του ατυχήματος επί της οικογενειακής ζωής, αποζημίωση την οποία το Δικαστήριο απέκλεισε εν πάση περιπτώσει.

141    Πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 111 της πρωτόδικης αποφάσεως, αποφαινόμενο ότι δεν είχαν διατυπώσει αίτημα σε σχέση με την απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Πράγματι, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι δεν ήσαν υποχρεωμένοι να ζητήσουν αποζημίωση βάσει των δικαιωμάτων αυτών, δεδομένου ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως της περιουσιακής ζημίας. Ωστόσο, εν αντιθέσει προς όσα οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, στη σκέψη 111 της πρωτόδικης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περιορίστηκε στη διατύπωση ότι ουδέν αίτημα σε σχέση με την απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων είχε διατυπωθεί, παρά το γεγονός ότι η νομολογία, και ειδικότερα οι αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑45/01, EU:T:2004:289, σκέψη 167), και της 12ης Ιουλίου 2007, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑45/01, EU:T:2007:221, σκέψεις 87 έως 90), δέχεται ότι τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό της περιουσιακής ζημίας. Συνεπώς, το γεγονός ότι οι αναιρεσείοντες φρονούν ότι δεν ήσαν υποχρεωμένοι να διατυπώσουν αίτημα σε σχέση με την απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν ασκεί επιρροή επί της ορθής, και μη αμφισβητηθείσας κατά τα λοιπά, εκτιμήσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το οποίο διαπίστωσε ότι ουδέν αίτημα για το ζήτημα αυτό είχε διατυπωθεί.

142    Τέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το ποσό που οφείλεται στα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi, εάν εξακολουθήσουν τις σπουδές τους έως το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας τους, έχει υποθετικό χαρακτήρα, στον βαθμό που η καταβολή του εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες είναι πολύ πιθανό να μην πληρωθούν και επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως παροχή λαμβανόμενη από αυτά.

143    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, στη σκέψη 202 της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι τα ποσά που η Επιτροπή έχει ήδη καταβάλει ή θα εξακολουθήσει να καταβάλλει ανέρχονται σε 1,4 εκατομμύρια ευρώ και ότι το ποσό αυτό θα μπορούσε να αγγίξει τα 2,4 εκατομμύρια ευρώ περίπου εάν οι παροχές εξακολουθήσουν να καταβάλλονται έως το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας εκάστου των τεσσάρων τέκνων. Επομένως, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν απεφάνθη ρητώς επί της αρχής δυνάμει της οποίας υπάρχει η δυνατότητα αφαιρέσεως των ποσών αυτών από το ποσό που οφείλεται βάσει της ζημίας που είναι δυνατό να αποκατασταθεί.

144    Υπό το φως των εκτιμήσεων αυτών, το επιχείρημα περί πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπό το πρίσμα του υποθετικού χαρακτήρα του ποσού που θα λάβουν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi εάν εξακολουθήσουν τις σπουδές τους έως το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας τους πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, ο δε τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

145    Λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων αυτών, πρέπει να ακυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση στον βαθμό που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη του Livio Missir Mamachi και των τεσσάρων τέκνων του Αlessandro Missir Mamachi και περιόρισε την ευθύνη της Επιτροπής στο 40 % της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα από τον Αlessandro Missir Mamachi, ενώ θα έπρεπε να αποφανθεί ότι η Επιτροπή ευθύνεται εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της ζημίας.

 Επί της πρωτόδικης προσφυγής

[παραλειπόμενα]

 Επί το αίτημα αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi

148    Από τις σκέψεις 118 και 119 ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή ευθύνεται εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi. Το ποσό της αποκαταστάσεως της ζημίας αυτής ορίστηκε στα 3 εκατομμύρια ευρώ.

149    Πρέπει να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 138 και 139 ανωτέρω, έγινε δεκτό επίσης ότι ορθώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απεφάνθη ότι οι συντάξεις ορφανών έπρεπε να ληφθούν υπόψη για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας.

150    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθούν οι δυνάμενοι να ασκήσουν επιρροή επί της υπό κρίση υποθέσεως κανόνες του ΚΥΚ σε σχέση με τις παροχές οι οποίες, δεδομένου ότι μπορούν να θεωρηθούν ως τρόπος αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας, ήτοι της απώλειας των αποδοχών του Αlessandro Missir Mamachi, πρέπει να αφαιρεθούν από το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ.

151    Πρώτον, το άρθρο 70, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός υπαλλήλου, τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούνται τις συνολικές αποδοχές του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα που ακολουθεί τον μήνα του θανάτου. Δεύτερον, το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ ορίζει ότι, σε περίπτωση θανάτου, καταβάλλεται στα απαριθμούμενα στη διάταξη αυτή πρόσωπα κεφάλαιο ίσο προς το πενταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, υπολογιζόμενο βάσει των μηνιαίων μισθών που χορηγούνταν κατά τους δώδεκα προηγούμενους μήνες. Τρίτον, το άρθρο 76 του ΚΥΚ προβλέπει ότι δύνανται να χορηγηθούν δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές σε όσους έλκουν δικαιώματα από τον θανόντα υπάλληλο και ευρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση για διάφορους λόγους, περιλαμβανομένης της οικογενειακής τους καταστάσεως. Τέταρτον, το άρθρο 80 του ΚΥΚ ορίζει ότι, εάν υπάλληλος αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται συντάξεως επιζώντος, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου του τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VII δικαιούνται συντάξεως ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 21 του παραρτήματος VIII. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VIII προβλέπει ότι το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του παραρτήματος VII. Πέμπτον, από το άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 4, του ΚΥΚ συνάγεται ότι τα επιδόματα για συντηρούμενα τέκνα μπορούν να καταβληθούν σε πρόσωπο άλλο από τον υπάλληλο.

152    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία συνάγεται ότι, πρώτον, συμφώνως προς το άρθρο 70, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η Επιτροπή κατέβαλε στα τέσσερα τέκνα του Αlessandro Missir Mamachi τις συνολικές αποδοχές του από 1ης Οκτωβρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2006. Δεύτερον, η Επιτροπή τους κατέβαλε το συνολικό ποσό των 414 308,90 ευρώ, ως παροχή λόγω θανάτου, συμφώνως προς το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω ΚΥΚ, καθώς και το συνολικό ποσό των 76 628,40 ευρώ, λόγω θανάτου της συζύγου, βάσει του άρθρου 25 του παραρτήματός του X. Τρίτον, η Επιτροπή αναγνώρισε στα τέσσερα τέκνα, από 1ης Ιανουαρίου 2007, το δικαίωμα σε σύνταξη ορφανού που προβλέπει το άρθρο 80 του ΚΥΚ, ήτοι συνολικό ποσό ύψους 4 376,82 ευρώ τον μήνα, και στο σχολικό επίδομα που προβλέπεται στο παράρτημα VII του ΚΥΚ, ήτοι συνολικό ποσό ύψους 2 287,19 ευρώ τον μήνα. Τέταρτον, συμφώνως προς το άρθρο 76 του ΚΥΚ, με απόφαση της 14ης Μαΐου 2007, η Επιτροπή χορήγησε σε έκαστο των τεσσάρων τέκνων και έως τη συμπλήρωση του 19ου έτους της ηλικίας τους, έκτακτο μηνιαίο βοήθημα για κοινωνικούς λόγους, ίσου προς το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, για συνολικό ποσό ύψους 1 332,76 ευρώ τον μήνα. Με απόφαση της 4ης Ιουλίου 2008, το ποσό αυτό διπλασιάσθηκε από 1ης Αυγούστου 2008. Πέμπτον, από το παράρτημα 4 της δικογραφίας της πρωτοβάθμιας δίκης συνάγεται ότι ο Livio Missir Mamachi ελάμβανε επίδομα για τα συντηρούμενα τέκνα συνολικού ύψους 1 453,84 ευρώ τον μήνα και ετύγχανε μειωμένης φορολογήσεως μετά την εφαρμογή τεσσάρων φοροαπαλλαγών λόγω των συντηρούμενων τέκνων η οποία, λαμβανομένου υπόψη του οφειλόμενου φόρου άνευ συντηρούμενων τέκνων και του όντως καταβαλλόμενου φόρου, συνεπαγόταν την καταβολή από την Επιτροπή ποσού ύψους 1 015,78 ευρώ.

153    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εκτός του ποσού των 76 628,40 ευρώ, που καταβλήθηκε λόγω θανάτου της συζύγου βάσει του άρθρου 25 του παραρτήματος X, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τρόπος με τον οποίον η Επιτροπή οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωσή της περί αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας που συνίσταται στην απώλεια των αποδοχών του Αlessandro Missir Mamachi, το ποσό που καταβλήθηκε συμφώνως προς το άρθρο 70, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η παροχή λόγω θανάτου που χορηγήθηκε βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, οι συντάξεις ορφανού που οφείλονταν βάσει του άρθρου 80 του ΚΥΚ, τα σχολικά επιδόματα που προβλέπονται στο παράρτημα VII του ΚΥΚ, το έκτακτο μηνιαίο βοήθημα που καταβαλλόταν συμφώνως προς το άρθρο 76 του ΚΥΚ, τα επιδόματα για συντηρούμενα τέκνα καθώς και το ποσό που συνδέεται με τις φοροαπαλλαγές πρέπει να αφαιρεθούν από το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ.

154    Ως προς τις συντάξεις ορφανού, διαπιστώθηκε στη σκέψη 138 ανωτέρω ότι, εάν δεν αφαιρούντο από το ποσό που οφείλεται λόγω της αποκαταστάσεως της επαχθείσας περιουσιακής ζημίας, οι έλκοντες δικαιώματα θα εισέπρατταν διπλή αποζημίωση. Το δε ποσό που καταβλήθηκε συμφώνως προς το άρθρο 70 του ΚΥΚ αντιστοιχεί σε αποδοχές τριών μηνών του Αlessandro Missir Mamachi και, επομένως, πρέπει να συνεκτιμηθεί στην καταβολή της αποζημιώσεως που συνδέεται με την απώλεια των αποδοχών του. Ως προς την παροχή λόγω θανάτου που χορηγήθηκε βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, επισημαίνεται, στη σκέψη 136 ανωτέρω, ότι, κατά πάγια νομολογία, η αποζημίωση αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου ποσού της ζημίας (αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής, 169/83 και 136/84, EU:C:1986:371, σκέψη 13, και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 22). Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει για το έκτακτο βοήθημα που χορηγείτο συμφώνως προς το άρθρο 76 του ΚΥΚ. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 139 ανωτέρω, το βοήθημα αυτό συνδέεται στενά με την αποζημίωση που χορηγήθηκε βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ. Τέλος, ως προς τα σχολικά επιδόματα, τα επιδόματα για τα συντηρούμενα τέκνα καθώς και το ποσό που ελήφθη λόγω της φοροαπαλλαγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εάν ο Alessandro Missir Mamachi δεν είχε αποβιώσει, θα τα είχε εισπράξει με τις αποδοχές του. Ως εκ τούτου, μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως καταβολή για την απώλεια των αποδοχών του.

155    Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, βεβαίως, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, ορισμένες από τις παροχές που οφείλονται στα τέσσερα τέκνα του Αlessandro Missir Mamachi εξαρτώνται από αιρέσεις, ήτοι ότι θα εξακολουθήσουν να είναι συντηρούμενα και να σπουδάζουν έως το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας τους, αιρέσεις οι οποίες ενδέχεται να μην πληρωθούν από το ένα, τα δύο, τα τρία ή ακόμη και από τα τέσσερα τέκνα. Εξάλλου, όπως επίσης προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, ενδέχεται επίσης τα τέσσερα τέκνα να πραγματοποιήσουν πανεπιστημιακές σπουδές οι οποίες θα ολοκληρωθούν πριν από το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας τους. Εντούτοις, στις περιπτώσεις αυτές, εάν οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές που έχουν όντως καταβληθεί δεν συμπληρώνουν το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ, η Επιτροπή θα υποχρεωθεί να καταβάλει την αναγκαία διαφορά προκειμένου να συμπληρωθεί το ποσό αυτό, στον βαθμό που η επαχθείσα περιουσιακή ζημία αντιστοιχεί στο ύψος της αποζημιώσεως αυτής. Πράγματι, η καταβολή του ποσού των οφειλόμενων παροχών εάν τα τέσσερα τέκνα εξακολουθήσουν να είναι συντηρούμενα και να σπουδάζουν έως το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας τους ή ολοκληρώσουν τις σπουδές τους πριν την ηλικία αυτή αποτελεί τρόπο με τον οποίον η Επιτροπή οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωσή της περί αποκαταστάσεως, δεδομένου ότι το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ που οφείλεται για την αποκατάσταση της επαχθείσας περιουσιακής ζημίας έχει οριστικοποιηθεί.

[παραλειπόμενα]

 Επί των αιτημάτων περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ο Alessandro Missir Mamachi, τα τέσσερα τέκνα του και ο Livio Missir Mamachi

171    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτημάτων περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ο Alessandro Missir Mamachi, τα τέσσερα τέκνα του και ο Livio Missir Mamachi. Πρέπει να διευκρινιστεί, εισαγωγικώς, ότι, όπως και στην περίπτωση των περιουσιακών ζημιών, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση προστασίας του προσωπικού της και πρέπει να θεωρηθεί ως συναυτουργός στην πρόκληση των ηθικών βλαβών.

 Επί του αιτήματος περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi

172    Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής, ο Alessandro Missir Mamachi υπέστη πραγματική και σοβαρή ηθική βλάβη. Κατά τους αναιρεσείοντες, η ζημία αυτή συνίσταται στον φυσικό πόνο που ένιωσε κατά τη στιγμή της επιθέσεως έως τη στιγμή του θανάτου του, ο οποίος πιθανώς προήλθε από ακατάσχετη αιμορραγία αφού ο δολοφόνος τον άφησε στον τόπο του εγκλήματος. Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί η κατάσταση αναστατώσεως και ψυχολογικού τραυματισμού εκ του γεγονότος ότι παρίστατο ανίσχυρος να αντισταθεί στην επίθεση και τη βάρβαρη θανάτωση της αγαπημένης συζύγου του, η τραγική συνειδητοποίηση του επικείμενου τέλους του καθώς και το αίσθημα ανασφάλειας, ανησυχίας και φρικτού άγχους για την τύχη των τεσσάρων νεαρών τέκνων του τα οποία επρόκειτο να μείνουν ορφανά από πατέρα και μητέρα στην περίπτωση που κατόρθωναν να επιβιώσουν της επιθέσεως. Κατά τους αναιρεσείοντες, το δικαίωμα αυτό σε καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi προκύπτει από το δίκαιο της Ένωσης και το ιταλικό δίκαιο.

173    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναγνώριση αυτού του είδους της βλάβης αποτελεί ιδιαιτερότητα του ιταλικού νομικού συστήματος, συμφώνως προς το άρθρο 2059 του ιταλικού αστικού κώδικα και τη νομολογία περί συνταγματικώς προστατευόμενων αγαθών δυνάμει του ιταλικού Συντάγματος. Κατά την Επιτροπή, στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο της Ένωσης, δεν υφίσταται νομικό έρεισμα βάσει του οποίου θα μπορούσε να προβληθεί αυτού του είδους η βλάβη.

174    Εισαγωγικώς, η ένσταση της Επιτροπής ότι δεν υφίσταται, στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο της Ένωσης, νομικό έρεισμα για την προβολή αυτού του είδους της βλάβης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως ήδη τονίστηκε στη σκέψη 107 ανωτέρω, η σιωπή του ΚΥΚ δεν συνεπάγεται ότι αποκλείεται οτιδήποτε δεν προβλέπεται ρητώς σε αυτόν, δεδομένου ότι θα μπορούσε να βρεθεί ενδεχομένως νομικό έρεισμα στις αρχές που απορρέουν από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών.

175    Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί εάν από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών απορρέει κάποια γενική αρχή η οποία αναγνωρίζει στο θύμα δικαίωμα αποζημιώσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη από το γεγονός ότι υπέφερε σωματικά και ψυχολογικά μέχρι τη στιγμή του θανάτου του.

176    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, από τα δίκαια των κρατών μελών δεν απορρέει κάποια κοινή γενική αρχή κατά την οποία, υπό περιστάσεις ανάλογες με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, ένας εθνικός δικαστής θα είχε επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αυτού του είδους.

177    Ως εκ τούτου, το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi πρέπει να απορριφθεί, παρέλκει δε η εξέταση της προβληθείσας από την Επιτροπή ενστάσεως απαραδέκτου κατ’ αυτού.

 Επί των αιτημάτων περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi

178    Κατά τους αναιρεσείοντες, λόγω της απώλειας του Αlessandro Missir Mamachi, τα τέσσερα τέκνα του υπέστησαν jure proprio πραγματική και σοβαρή μη περιουσιακή βλάβη, τόσο ηθική όσο και υπαρξιακή, που προστίθεται στη βλάβη της απώλειας της γονικής σχέσεως, και των οποίων το δικαίωμα χρηματικής ικανοποιήσεως στηρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης και στο ιταλικό δίκαιο.

179    Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η προβαλλόμενη ηθική βλάβη συνδέεται με τα τραγικά συμβάντα της νύκτας της 18ης Σεπτεμβρίου 2006 και οφείλεται στον τρομερό ψυχολογικό και συναισθηματικό τραυματισμό που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi λόγω της παρουσίας τους στο φρικτό και αποτρόπαιο θέαμα της επιθανάτιας αγωνίας και του θανάτου των γονέων τους και της αγρυπνίας τους εν συνεχεία δίπλα στα πτώματά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της νύκτας, αδυνατώντας, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, να λάβουν άλλες πρωτοβουλίες. Αυτός ο τραυματισμός αποτελεί επίσης την αιτία της υπαρξιακής βλάβης που υπέστησαν τα τέσσερα ανήλικα τέκνα τα οποία θα σημαδευθούν διά βίου από τη φρικτή και εφιαλτική εμπειρία που έζησαν στην παιδική τους ηλικία, εμπειρία η οποία μπορεί να έχει στο μέλλον σοβαρές επιπτώσεις επί της ποιότητας των ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεών τους. Τέλος, η βλάβη από την απώλεια της γονικής σχέσεως υφίσταται in re ipsa και συνίσταται στην άδικη οδύνη και τον διαρκή πόνο λόγω της παντοτινής απώλειας των δύο αγαπημένων, και μάλιστα τόσο νέων, γονέων τους.

180    Ως προς τον υπολογισμό της ηθικής βλάβης που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα, οι αναιρεσείοντες παραπέμπουν, προληπτικώς, στην ιταλική νομολογία και ιδίως στην τελευταία επικαιροποίηση των πινάκων τις οποίες κατήρτισε προς τούτο το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο του Μιλάνου, Ιταλία). Οι πίνακες αυτοί περιέχουν, για τις κλασικές περιπτώσεις εκκαθαρίσεως της ζημίας εκάστου των γονέων ή των επιζώντων τέκνων, μια κλίμακα της οποίας οι τιμές κυμαίνονται μεταξύ 106 376 ευρώ και 212 752 ευρώ, ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα προσαρμογής της αποζημιώσεως στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, περιστάσεις οι οποίες συνίστανται, ιδίως, στην ύπαρξη ή μη άλλων επιζώντων συγγενών, στην κοινή ή μη ζωή με αυτούς, στην ποιότητα και την ένταση της εναπομείνασας συναισθηματικής οικογενειακής σχέσεως και στην ποιότητα και την ένταση της συναισθηματικής σχέσεως που χαρακτήριζε τη γονική σχέση με τον εκλιπόντα.

181    Οι αναιρεσείοντες προσθέτουν ότι, συμφώνως προς την πάγια νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων, τα ποσά που μνημονεύονται στη σκέψη 180 ανωτέρω έχουν πάντως αμιγώς ενδεικτική αξία και μπορούν να προσαυξηθούν κατά τη διακριτική εκτίμηση των δικαστών σε ιδιαιτέρως σοβαρές περιπτώσεις. Συναφώς, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν ότι, όταν ο επιζών ανήλικος έχει χάσει τους δύο γονείς του, το ποσό της αποζημιώσεως προσαυξάνεται συνήθως κατά 25 %. Κατά τους αναιρεσείοντες, λαμβανομένων υπόψη του μοναδικού και όλως εξαιρετικού χαρακτήρα της κρινόμενης περιστάσεως, καθώς και των ιδιαιτέρως φρικτών και τραγικών περιστάσεων υπό τις οποίες έχασε τη ζωή του ο Alessandro Missir Mamachi, το τοιουτοτρόπως καθοριζόμενο ποσό πρέπει να προσαυξηθεί κατά 25 %.

182    Υπό το φως των ανωτέρω εκτιμήσεων, οι αναιρεσείοντες ζητούν, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi, ποσό ύψους 319 128 ευρώ για έκαστο εξ αυτών, ήτοι συνολικώς ποσό ύψους 1 276 512 ευρώ.

183    Πρώτον, η Επιτροπή προβάλλει το γεγονός ότι δεν είναι η αυτουργός της βλάβης που υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi. Ως εκ τούτου, η νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων που παρατίθεται από τους αναιρεσείοντες δεν ασκεί επιρροή στον βαθμό που αφορά περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη από τους αυτουργούς εγκλημάτων οι οποίοι προκάλεσαν τον θάνατο των θυμάτων, ενώ, εν προκειμένω, υποστηρίζει ότι υπέχει επικουρική ενδεχομένως ευθύνη λόγω του πταίσματος από τη φερόμενη απουσία επαρκών μέτρων ασφαλείας.

184    Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι, στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο της Ένωσης, δεν υφίσταται δικαίωμα χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη των μελών της οικογενείας υπαλλήλου. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στην απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), στην οποία, κατ’ αυτήν, ο σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του θεσμικού οργάνου και του συμβάντος που έπληξε τον υπάλληλο ήταν προδήλως πιο άμεσος απ’ ό,τι στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνέπειες που έπληξαν τα μέλη της οικογενείας δεν ήσαν παρά ο αντίκτυπος και μόνον της ζημίας που υπέστη ο υπάλληλος και για την οποία το θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο.

185    Τρίτον, και επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ως προς τον ψυχολογικό τραυματισμό που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi λόγω της παρουσίας τους στο φρικτό και αποτρόπαιο θέαμα του θανάτου των γονέων τους, ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία της δίκης ότι τα τέκνα ήσαν παρόντα κατά τη δολοφονία των γονέων τους και, επομένως, ότι η εν λόγω βλάβη δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον.

186    Δεύτερον, ως προς την υπαρξιακή βλάβη που προκλήθηκε από τον τραυματισμό ο οποίος, κατά τους αναιρεσείοντες, θα μπορούσε να έχει στο μέλλον σοβαρές επιπτώσεις επί της ποιότητας των ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων των τεσσάρων τέκνων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αφενός, κατά τη νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων που παρατίθεται από τους αναιρεσείοντες, δεν υφίσταται η υπαρξιακή βλάβη καθ’ εαυτήν ως αυτοτελής κατηγορία και, αφετέρου, αυτή βλάβη δεν δύναται να αποκατασταθεί παρά μόνον όταν την έχει υποστεί απευθείας το θύμα εις βάρος του οποίου διαπράχθηκε η αξιόποινη πράξη από τον αυτουργό του εγκλήματος, ο οποίος, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι η Επιτροπή.

187    Τρίτον, ως προς τη βλάβη που απορρέει από την απώλεια της γονικής σχέσεως η οποία, κατά τους αναιρεσείοντες, υφίσταται in re ipsa, η Επιτροπή επισημαίνει, ακριβώς επί τη βάσει της νομολογίας του Corte suprema di cassazione (Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) που παρατίθεται από τους αναιρεσείοντες, ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αυτό. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, ένα τέτοιο αίτημα παραμορφώνει τη λειτουργία της αποζημιώσεως, η οποία θα καταβάλλεται όχι κατόπιν του πραγματικού προσδιορισμού της ζημίας, αλλά ως μέτρο προσωπικού χαρακτήρα για ζημιογόνο συμπεριφορά. Εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζει ότι για την εν λόγω βλάβη έχει ήδη καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση υπό τη μορφή των παροχών που χορηγήθηκαν βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, το οποίο ακριβώς προβλέπει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου.

188    Τέταρτον και τελευταίον, η Επιτροπή βάλλει κατά της εφαρμογής, εν προκειμένω, των πινάκων που κατήρτισε το Tribunale di Milano (Πρωτοδικείο του Μιλάνου), για τον προσδιορισμό του ύψους της ηθικής βλάβης που φέρεται να υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi. Κατ’ αρχάς, υποστηρίζει ότι οι πίνακες αυτοί αφορούν την περίπτωση της χρηματικής ικανοποιήσεως που επιδικάζεται εις βάρος του αυτουργού του εγκλήματος, περίπτωση η οποία προδήλως δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν είναι η αυτουργός του εγκλήματος. Εν συνεχεία, οι πίνακες αυτοί δείχνουν την τάση που ακολουθείται σε ένα μόνον κράτος μέλος και, εντός αυτού, από ένα μόνο δικαστήριο. Τέλος, η εφαρμογή των καταρτισθέντων από το Tribunale di Milano (Πρωτοδικείο του Μιλάνου) πινάκων την οποία προτείνουν οι αναιρεσείοντες έρχεται σε αντίθεση προς την πάγια νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων, που παρατίθεται από τους αναιρεσείοντες, σε σχέση προς τη βιολογική βλάβη, αλλά η οποία μπορεί να μεταφερθεί επί της ηθικής βλάβης, κατά την οποία η εφαρμογή των πινάκων απαιτεί πάντοτε την επαρκή εξατομίκευση αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων.

189    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή φρονεί ότι το αίτημα αποζημιώσεως της ηθικής βλάβης των τεσσάρων τέκνων του Αlessandro Missir Mamachi πρέπει να απορριφθεί.

190    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξετασθούν οι δύο ενστάσεις που προβλήθηκαν, κατ’ ουσίαν, από την Επιτροπή, η οποία υποστηρίζει, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 183 και 184 ανωτέρω, αφενός, ότι ευθύνεται επικουρικώς μόνο για την ηθική βλάβη που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα και, αφετέρου, ότι από την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), προκύπτει ότι οι συνέπειες που πλήττουν τα μέλη της οικογενείας ενός υπαλλήλου δεν είναι παρά ο αντίκτυπος και μόνον της ζημίας που αυτός υπέστη και για την οποία το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο.

191    Ως προς την πρώτη ένσταση, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη σκέψη 84 ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι, στην περίπτωση πταίσματος που συνίσταται σε παράβαση της υποχρεώσεως προστασίας η οποία συνέβαλε στην πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας την αποτροπή της οποίας είχε ως αντικείμενο η εν λόγω υποχρέωση, ακόμη και εάν το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να κριθεί ως κυρίως ευθυνόμενο για τη ζημία, αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως συναυτουργός στην πρόκληση της ζημίας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ευθύνεται επικουρικώς της ζημίας πρέπει να απορριφθεί.

192    Ως προς τη δεύτερη ένσταση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αρχή την οποία καθιερώνει η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), ήτοι ότι οι συνέπειες που πλήττουν τα μέλη της οικογενείας ενός υπαλλήλου δεν είναι παρά ο αντίκτυπος και μόνον της ζημίας που αυτός υπέστη και για την οποία το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο, είναι εφαρμοστέα, a fortiori, εν προκειμένω.

193    Πρώτον, εν αντιθέσει προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1986, Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), στην οποία ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα υπηρεσιακού ατυχήματος είχε επιβιώσει και είχε λάβει συμπληρωματική αποζημίωση, στην υπό κρίση υπόθεση, ο Alessandro Missir Mamachi αποβίωσε χωρίς να δικαιούται μιας τέτοιας αποζημιώσεως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 177 ανωτέρω, και, επομένως, οι συνέπειες επί των μελών της οικογενείας θανόντος υπαλλήλου δεν μπορούν να είναι ταυτόσημες με τις συνέπειες επί των μελών της οικογενείας υπαλλήλου ο οποίος επιβίωσε.

194    Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία, σε περιστάσεις παρεμφερείς με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, η ύπαρξη καθεστώτος που εγγυάται την αυτόματη καταβολή παροχών στους έλκοντες δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο δεν κωλύει τα πρόσωπα αυτά, εάν φρονούν ότι οι επαχθείσες ζημίες δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται πλήρως από το εν λόγω καθεστώς, να λάβουν και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστησαν προσφεύγοντας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

195    Συναφώς, από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει επίσης μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία η επαχθείσα ηθική βλάβη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διπλής αποζημιώσεως. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο δικαστήριο να διαπιστώσει σε ποιον βαθμό η ύπαρξη καθεστώτος που εγγυάται την αυτόματη καταβολή παροχών καλύπτει πλήρως, μερικώς ή ουδόλως την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα πριν από τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως για την εν λόγω ζημία. Τέλος, από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει ότι η αρχή της ευθύνης εις ολόκληρον, η οποία εφαρμόζεται στην περιουσιακή ζημία σε περιστάσεις παρεμφερείς με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, εφαρμόζεται επίσης στην ηθική βλάβη.

196    Ως εκ τούτου, η δεύτερη ένσταση της Επιτροπής πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

197    Ως προς τα κριτήρια καθορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το εν λόγω ποσό πρέπει να καθορισθεί λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, του ψυχολογικού και συναισθηματικού τραυματισμού τον οποίον υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα λόγω της παρουσίας τους στο φρικτό και αποτρόπαιο θέαμα της επιθανάτιας αγωνίας και του θανάτου των γονέων τους και της αγρυπνίας τους εν συνεχεία δίπλα στα πτώματά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της νύκτας, αδυνατώντας, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, να λάβουν άλλες πρωτοβουλίες, δεύτερον, της υπαρξιακής βλάβης που υπέστησαν τα τέσσερα ανήλικα τέκνα τα οποία θα σημαδευθούν διά βίου από τη φρικτή και εφιαλτική εμπειρία που έζησαν στην παιδική τους ηλικία, και, τρίτον, της βλάβης από την απώλεια της γονικής σχέσεως που συνίσταται στην άδικη οδύνη και τον διαρκή πόνο λόγω της παντοτινής απώλειας των δύο αγαπημένων, και μάλιστα τόσο νέων, γονέων τους.

198    Δεδομένου ότι παρέλκει η κρίση επί των κριτηρίων που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, τα οποία εξάλλου αναφέρονται σε αρχές αντλούμενες από τη νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία, σε περιστάσεις παρεμφερείς με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, αναγνωρίζεται στους έλκοντες δικαιώματα, ιδίως στα τέκνα και τους γονείς του αποθανόντος, ηθική βλάβη δυνάμενη να αποκατασταθεί, που συνίσταται στην προκληθείσα από τον θάνατο οικείου προσώπου ψυχική οδύνη, αρχή την οποία προσεγγίζουν τα διάφορα κριτήρια που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες.

199    Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η ηθική βλάβη που υπέστησαν τα τέσσερα τέκνα δεν έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο χρηματικής ικανοποιήσεως υπό τη μορφή παροχών χορηγηθεισών βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει μια κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου. Πράγματι, από τη σκέψη 153 ανωτέρω συνάγεται ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ελήφθη υπόψη για την αποκατάσταση της περιουσιακής μόνο ζημίας που συνίσταται στην απώλεια των αποδοχών του Αlessandro Missir Mamachi. Αντιθέτως, η ηθική βλάβη που προκλήθηκε από τον θάνατο του Αlessandro Missir Mamachi συνδέεται με την οδύνη που αισθάνθηκαν τα τέσσερα τέκνα και, επομένως, δεν καλύπτεται από τις παροχές που χορηγούνται βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ.

200    Ως προς τον καθορισμό του ύψους της ηθικής βλάβης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν αντιθέσει προς όσα προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, οι καταρτισθέντες από το Tribunale di Milano (Πρωτοδικείο του Μιλάνου) πίνακες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εν προκειμένω. Πράγματι, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους πίνακες που έχουν καταρτισθεί σε ένα μόνον κράτος μέλος για τον καθορισμό του ποσού των αποζημιώσεως της ζημίας που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο της Ένωσης. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να καθορίσει το ποσό ex æquo et bono (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 5ης Ιουνίου 1980, Oberthür κατά Επιτροπής, 24/79, EU:C:1980:145, σκέψη 15), εκθέτοντας τα κριτήρια που έλαβε υπόψη του συναφώς (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1998, Συμβούλιο κατά de Nil και Impens, C‑259/96 P, EU:C:1998:224, σκέψεις 32 και 33· της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 35, και της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής, T‑10/02, EU:T:2006:148, σκέψη 51).

201    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως καθώς και των αρχών που διατυπώνονται στις σκέψεις 194 και 195 ανωτέρω και υπό το φως του κριτηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 198 ανωτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει εις ολόκληρον σε έκαστο τέκνο του Αlessandro Missir Mamachi, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της απώλειας των γονέων τους και της παρουσίας τους στον τόπο της διπλής δολοφονίας, το εκτιμώμενο ex æquo et bono ποσό των 100 000 ευρώ.

 Επί το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη ο Livio Missir Mamachi

202    Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι στους γονείς του Αlessandro Missir Mamachi πρέπει επίσης να επιδικασθεί μια δίκαιη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που συνίσταται στην άδικη οδύνη και τον διαρκή πόνο που απορρέουν από την απώλεια του υιού τους υπό τόσο τραγικές και φρικτές συνθήκες. Στον διαρκή αυτόν πόνο θα πρέπει να προστεθούν, ως υπαρξιακή βλάβη, η σωματική και ψυχολογική κόπωση καθώς και η ανησυχία και η ταραχή που απορρέουν από την ανάγκη να μεριμνούν, παρά την προχωρημένη ηλικία τους, για τη συντήρηση και τη μόρφωση των τεσσάρων ορφανών εγγονών τους. Έτσι, ενόψει των μοναδικών περιστάσεων της κρινόμενης περιπτώσεως και του ιδιαιτέρως τρομακτικού και τραγικού χαρακτήρα της υποθέσεως, οι αναιρεσείοντες ζητούν να επιδικασθεί στον Livio Missir Mamachi το ποσό των 212 752 ευρώ ως ηθική βλάβη την οποία υπέστη.

203    Η Επιτροπή περιορίζεται στην προβολή ενστάσεως απαραδέκτου του αιτήματος αυτού, η οποία εξετάσθηκε και απορρίφθηκε στη σκέψη 170 ανωτέρω.

204    Αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως τονίστηκε στη σκέψη 198 ανωτέρω, από τα δίκαια των κρατών μελών απορρέει μια κοινή γενική αρχή κατά την οποία, σε περιστάσεις παρεμφερείς με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, αναγνωρίζεται στους γονείς του αποβιώσαντος ηθική βλάβη δυνάμενη να αποκατασταθεί και η οποία συνίσταται στην ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου οικείου προσώπου.

205    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και των αρχών που μνημονεύονται στις σκέψεις 194 και 195 ανωτέρω και υπό το φως του κριτηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 198 ανωτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει εις ολόκληρον στο σύνολο των αναιρεσειόντων, ως κληρονόμων του Livio Missir Mamachi και ως χρηματική ικανοποίηση για τη βλάβη που αυτός υπέστη λόγω της απώλειας του υιού του, Alessandro Missir Mamachi, το εκτιμώμενο ex æquo et bono συνολικό ποσό των 50 000 ευρώ.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F50/09), στον βαθμό που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχθηκε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του αιτήματος καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ο Carlo Missir Mamachi di Lusignano, η Giustina Missir Mamachi di Lusignano, ο Filiberto Missir Mamachi di Lusignano και ο Tommaso Missir Mamachi di Lusignano, αυτοί οι δύο τελευταίοι εκπροσωπούμενοι από την Anne Sintobin.

2)      Αναιρεί την απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F50/09), στον βαθμό που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δέχθηκε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά του αιτήματος καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη ο Livio Missir Mamachi di Lusignano.

3)      Αναιρεί την απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F50/09), στον βαθμό που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης περιόρισε την ευθύνη της Επιτροπής στο 40 % της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν ο Carlo Missir Mamachi di Lusignano, η Giustina Missir Mamachi di Lusignano, ο Filiberto Missir Mamachi di Lusignano και ο Tommaso Missir Mamachi di Lusignano, αυτοί οι δύο τελευταίοι εκπροσωπούμενοι από την Α. Sintobin.

4)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.

5)      Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει εις ολόκληρον ποσό ύψους 3 εκατομμυρίων ευρώ, αφαιρουμένων των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών που θεωρούνται ότι αποτελούν μέρος του ποσού αυτού και οι οποίες καταβλήθηκαν ή πρόκειται να καταβληθούν στον Carlo Missir Mamachi di Lusignano, στην Giustina Missir Mamachi di Lusignano, στον Filiberto Missir Mamachi di Lusignano και στον Tommaso Missir Mamachi di Lusignano, αυτοί οι δύο τελευταίοι εκπροσωπούμενοι από την Α. Sintobin, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν.

6)      Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει εις ολόκληρον ποσό ύψους 100 000 ευρώ στον Carlo Missir Mamachi di Lusignano ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

7)      Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει εις ολόκληρον ποσό ύψους 100 000 ευρώ στην Giustina Missir Mamachi di Lusignano ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

8)      Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει εις ολόκληρον ποσό ύψους 100 000 ευρώ στον Tommaso Missir Mamachi di Lusignano, που εκπροσωπείται από την Α. Sintobin, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

9)      Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει εις ολόκληρον ποσό ύψους 100 000 ευρώ στον Filiberto Missir Mamachi di Lusignano, που εκπροσωπείται από την Α. Sintobin, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

10)    Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει εις ολόκληρον το συνολικό ποσό ύψους 50 000 ευρώ στον Stefano Missir Mamachi di Lusignano και στους λοιπούς αναιρεσείοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται σε παράρτημα, ως κληρονόμων του Livio Missir Mamachi di Lusignano, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη.

11)    Οι αποζημιώσεις που αναφέρονται στα σημεία 6 έως 10 ανωτέρω προσαυξάνονται με τόκους υπερημερίας με αφετηρία την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, με το επιτόκιο που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

12)    Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή.

13)    Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

14)    Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού.

Jaeger

Frimodt Nielsen

Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Δεκεμβρίου 2017.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων επισυνάπτεται μόνο στο κείμενο που επιδόθηκε στους διαδίκους.


2      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.