Language of document : ECLI:EU:T:2005:147

Υπόθεση T-34/05 R

Makhteshim-Agan Holding BV κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων — Προσωρινά μέτρα — Προσφυγή κατά παραλείψεως — Παραδεκτό — Οδηγία 91/414/ΕΟΚ»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Επείγον — Fumus boni juris — Σωρευτικός χαρακτήρας — Στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων — Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρο 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Παραδεκτό της κύριας προσφυγής — Δεν ασκεί επιρροή — Όρια

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 1)

3.      Προσφυγή κατά παραλείψεως — Άρση της παραλείψεως μετά την άσκηση της προσφυγής — Προσφυγή καθιστάμενη άνευ αντικειμένου — Κατάργηση της δίκης — Πρόταση αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως της δραστικής ουσίας endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 — Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρα 230 ΕΚ, 232 ΕΚ και 233 ΕΚ· οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, παράρτημα I)

1.      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν δεν συντρέχει μια από αυτές. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων σταθμίζει επίσης, κατά περίπτωση, τα εμπλεκόμενα συμφέροντα.

Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων, καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την ανάγκη της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 34-35)

2.      Το ζήτημα του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η κρίση της ουσίας της υποθέσεως. Εντούτοις, μπορεί να καταστεί αναγκαία, όταν προβάλλεται το προδήλως απαράδεκτο της κύριας προσφυγής επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η απόδειξη περί υπάρξεως ορισμένων στοιχείων που επιτρέπουν να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής.

(βλ. σκέψη 53)

3.      Το προβλεπόμενο στο άρθρο 232 ΕΚ ένδικο βοήθημα θεμελιώνεται στην ιδέα ότι η παράνομη αδράνεια του εμπλεκομένου θεσμικού οργάνου επιτρέπει την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου, ώστε αυτά να αποφανθούν αν η παράλειψη ενεργείας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη ΕΚ, οσάκις το συγκεκριμένο όργανο δεν επανόρθωσε τη σχετική παράλειψη. Η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι, κατά το άρθρο 233 ΕΚ, το καθού όργανο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου, υπό την επιφύλαξη των αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που μπορούν να ασκηθούν βάσει της ιδίας διαπιστώσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη της οποίας η παράλειψη αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς εκδόθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής, αλλά πριν από την έκδοση της αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της αρχικής παραλείψεως δεν μπορεί πλέον να συνεπάγεται τις προβλεπόμενες στο άρθρο 233 ΕΚ συνέπειες. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, όπως ακριβώς και στην περίπτωση κατά την οποία το καθού όργανο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση προς ενέργεια εντός της προθεσμίας των δύο μηνών, το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται, οπότε παρέλκει η απόφανση.

Συναφώς, μπορεί να θεωρηθεί, κατά το στάδιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή υπέβαλε επίσημα, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως της δραστικής ουσίας endosulfan ενόψει της ενδεχόμενης καταχωρίσεώς της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, πρόταση αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως της ουσίας αυτής στο εν λόγω παράρτημα I, καταδεικνύει σαφώς τη βούληση του ως άνω θεσμικού οργάνου να περατώσει την εξέταση της επίμαχης δραστικής ουσίας και αποτελεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, λήψη θέσεως που τερματίζει την προβαλλομένη παράλειψη. Το γεγονός ότι μια τέτοια πρόταση δεν αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, πράξη που μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως δεν έχει επιπτώσεις επ’ αυτού, εφόσον συνιστά αναγκαία προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας που θα καταλήξει, κατ’ αρχήν, σε νομική πράξη κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως.

(βλ. σκέψεις 67-70)