Language of document : ECLI:EU:T:2005:147

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 27ης Απριλίου 2005 (*)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Προσωρινά μέτρα – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Παραδεκτό – Οδηγία 91/414/ΕΟΚ»

Στην υπόθεση T‑34/05 R,

Makhteshim-Agan Holding BV, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Άλφα Γεωργικά Εφόδια ΑΕΒΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

Aragonesas Agro, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους C. Mereu και K. Van Maldegen,

αιτούσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον B. Doherty, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση για τη λήψη ορισμένων προσωρινών μέτρων σχετικά με την αξιολόγηση του endosulfan ενόψει της ενδεχόμενης καταχωρίσεώς του στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1),

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1        Η οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), θεσπίζει, μεταξύ άλλων, το κοινοτικό καθεστώς που εφαρμόζεται στη χορήγηση και ανάκληση της εγκρίσεως διαθέσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά.

2        Το άρθρο 4 της οδηγίας 91/414 προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη φροντίζουν ώστε κάθε φυτοπροστατευτικό προϊόν να εγκρίνεται μόνον εφόσον [...]οι δραστικές του ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι». Ωστόσο, οι δραστικές ουσίες οι οποίες ήσαν διαθέσιμες στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας 91/414 και οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας μπορούν να υπαχθούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε ένα μεταβατικό καθεστώς παρεκκλίσεων. Έτσι, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 ορίζει ότι «ένα κράτος μέλος μπορεί, επί περίοδο δώδεκα ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, να εγκρίνει τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν αναφέρονται στο παράρτημα Ι και τα οποία διατίθενται ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας». Αυτή η περίοδος των δώδεκα ετών, που έληξε στις 26 Ιουλίου 2003, παρατάθηκε για ορισμένες ουσίες έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 με τον κανονισμό (ΕΚ) 2076/2002 της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, τη μη καταχώριση ορισμένων δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τις ουσίες αυτές (ΕΕ L 319, σ. 3). Το endosulfan, δραστική ουσία που χρησιμοποιείται ιδίως για την παρασκευή εντομοκτόνων, συγκαταλέγεται μεταξύ των ουσιών τις οποίες αφορά η ως άνω παράταση.

3        Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, οι εν λόγω δραστικές ουσίες πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο προγράμματος αξιολογήσεως, μετά το πέρας του οποίου μπορούν να καταχωρισθούν στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 ή, αντιθέτως, να μην καταχωρισθούν, αν οι ουσίες αυτές δεν πληρούν τις καθοριζόμενες στο άρθρο 5 της οδηγίας 91/414 απαιτήσεις ασφαλείας ή αν δεν προσκομίστηκαν «εντός της οριζόμενης προθεσμίας» τα απαιτούμενα για την αξιολόγηση πληροφοριακά στοιχεία. Τέλος, προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του προγράμματος αξιολογήσεως ορίζονται με κανονισμό της Επιτροπής.

4        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3600/92 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του πρώτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 366, σ. 10), διοργανώνει τη διαδικασία αξιολογήσεως πολλών ουσιών ενόψει της ενδεχομένης καταχωρίσεώς τους στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Το endosulfan συγκαταλέγεται μεταξύ των ουσιών αυτών.

5        Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3600/92 προβλέπει ότι καθορίζεται το εισηγούμενο για την αξιολόγηση καθεμιάς από τις εν λόγω δραστικές ουσίες κράτος μέλος. Το Βασίλειο της Ισπανίας καθορίστηκε ως το εισηγούμενο κράτος μέλος που είναι επιφορτισμένο με την εξέταση του endosulfan, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 933/94 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 1994, που αφορά τον καθορισμό των δραστικών ουσιών των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των εισηγουμένων κρατών μελών για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 3600/92 (ΕΕ L 107, σ. 8).

 Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

6        Η Makhteshim-Agan Holding BV, η Aragonesas Agro, SA, και η Άλφα Γεωργικά Εφόδια ΑΕΒΕ είναι εταιρίες που δραστηριοποιούνται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της παρασκευής και της πωλήσεως endosulfan και φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση το endosulfan. Η Aragonesas Agro είναι θυγατρική εταιρία και διανομέας της Makhteshim-Agan Holding. Η εν λόγω εταιρία είναι κάτοχος εγκρίσεων για τη διάθεση στην αγορά στην Ισπανία ορισμένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση το endosulfan. Η Άλφα Γεωργικά Εφόδια είναι θυγατρική εταιρία και διανομέας της Makhteshim-Agan Holding και είναι κάτοχος εγκρίσεων για τη διάθεση στην αγορά στην Ελλάδα ορισμένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση το endosulfan.

7        Η Makhteshim Agan Intern. Coordination συγκαταλέγεται μεταξύ των επτά παραγωγών που μνημονεύονται στο παράρτημα I του κανονισμού 933/94 ως παραγωγοί οι οποίοι γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να επιτύχουν την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή αναφέρεται στην ως άνω επιχείρηση με την ονομασία «Makhteshim Agan International Coordination Center». Στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτούσες διευκρινίζουν ότι η Makhteshim Agan International Coordination Center είναι θυγατρική εταιρία της Makhteshim-Agan Holding.

8        Πριν από τις 31 Οκτωβρίου 1995, ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας που έταξε ο κανονισμός 933/94, όπως τροποποιήθηκε, μόνον η Makhteshim Agan International Coordination Center και η AgrEvo GmbH, αποκαλούμενη στο εξής Bayer CropScience AG, υπέβαλαν προς το Βασίλειο της Ισπανίας φακέλους, κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 3600/92, σχετικά με το endosulfan. Μετά την υποβολή των ως άνω φακέλων, η Makhteshim Agan International Coordination Center και η AgrEvo εστίασαν τις προσπάθειές τους στο πλαίσιο μιας ομάδας εργασίας που αποκαλείται «ομάδα εργασίας endosulfan» (task force endosulfan).

9        Το Βασίλειο της Ισπανίας, αφού εξέτασε τους υποβληθέντες φακέλους, απηύθυνε στην Επιτροπή, τον Φεβρουάριο του 2000, ένα σχέδιο εκθέσεως σχετικά με το endosulfan.

10      Κατά τη διάρκεια του θέρους του έτους 2000, η Επιτροπή απέστειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 3600/92, το σχέδιο εκθέσεως στα κράτη μέλη και την AgrEvo, ως εκπρόσωπο της ομάδας εργασίας endosulfan.

11      Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο 2001, η Pesticide Safety Directorate (βρετανική διεύθυνση ασφάλειας σχετικά με τα παρασιτοκτόνα) διοργάνωσε, εξ ονόματος της Επιτροπής, πολλές συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων από πολλά κράτη μέλη προκειμένου να εξεταστεί το σχέδιο εκθέσεως και τα σχόλια που προκαλούσε το εν λόγω σχέδιο. Στις 27 Ιουνίου 2001, η έκθεση που συντάχθηκε μετά την περάτωση της ως άνω εξετάσεως διανεμήθηκε στα κράτη μέλη και, στις 25 Αυγούστου 2001, η ίδια έκθεση διαβιβάστηκε στην ομάδα εργασίας endosulfan για τη διατύπωση συμπληρωματικών σχολίων και διευκρινίσεων.

12      Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι ορισμένα συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία ήσαν αναγκαία για την εξέταση του endosulfan, εξέδωσε, στις 21 Νοεμβρίου 2001, την απόφαση 2001/810/ΕΚ σχετικά με την απόφαση περί ενδεχόμενης καταχωρήσεως ορισμένων δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ (ΕΕ L 305, σ. 32). Με την εν λόγω απόφαση παρατάθηκε έως τις 25 Μαΐου 2002 η ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για την προσκόμιση νέων στοιχείων σχετικά με το endosulfan. Για τις μακροχρόνιες μελέτες, ως ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για την προσκόμιση των εν λόγω στοιχείων ορίστηκε η 31η Μαΐου 2003.

13      Στις 8 Μαρτίου 2002 διεξήχθη συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν η ομάδα εργασίας endosulfan και οι ισπανικές αρχές.

14      Η ομάδα εργασίας endosulfan υπέβαλε τις απαιτούμενες μελέτες μέχρι τις 25 Μαΐου 2002, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

15      Στις 17 Ιουλίου 2002 διεξήχθη νέα συνεδρίαση στην οποία έλαβαν μέρος και οι ισπανικές αρχές.

16      Η ομάδα εργασίας endosulfan υπέβαλε τις απαιτούμενες μελέτες μέχρι τις 31 Μαΐου 2003, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

17      Στις 22 Ιανουαρίου 2004 διεξήχθη νέα συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν η ομάδα εργασίας endosulfan και οι ισπανικές αρχές. Κατά την ως άνω συνεδρίαση, ένας εμπειρογνώμων στους τομείς του περιβάλλοντος και της οικοτοξικολογίας ενημέρωσε την ομάδα εργασίας endosulfan σχετικά με ορισμένες ανησυχίες του όσον αφορά το endosulfan.

18      Στις 26 Ιανουαρίου 2004, το Βασίλειο της Ισπανίας κοινοποίησε σε ένα από τα μέλη της ομάδας εργασίας endosulfan την έκθεση σχετικά με την αξιολόγηση των στοιχείων που παρουσίασε η εν λόγω ομάδα τον Μάιο του 2002 και τον Μάιο του 2003.

19      Στις 11 Μαρτίου 2004 διεξήχθη συνεδρίαση μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, κατά τη διάρκεια της οποίας συνήχθη το συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται στοιχεία που να δικαιολογούν την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

20      Στις 17 Μαΐου 2004 διεξήχθη τριμερής συνεδρίαση, στην οποία συμμετείχαν η Επιτροπή, οι ισπανικές αρχές και οι εκπρόσωποι της ομάδας εργασίας endosulfan, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/414. Κατά την ως άνω συνεδρίαση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής ανέφερε στην ομάδα εργασίας endosulfan ότι η Επιτροπή σχεδίαζε να προτείνει στη μόνιμη επιτροπή της τροφικής αλυσίδας και της υγείας των ζώων (στο εξής: επιτροπή) να μην καταχωρίσει το endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και ότι αντικείμενο της συνεδριάσεως ήταν να παρασχεθεί η δυνατότητα στην ομάδα εργασίας endosulfan να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής διευκρίνισε ότι η ομάδα εργασίας endosulfan μπορούσε να αποστείλει τις παρατηρήσεις της πριν από τις 21 Ιουνίου 2004, αλλά ότι κανένα νέο στοιχείο προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι είχε ήδη παρέλθει η προθεσμία της 31ης Μαΐου 2003.

21      Στις 25 Ιουνίου 2004, οι εκπρόσωποι της ομάδας εργασίας endosulfan απηύθυναν επιστολή στην Επιτροπή προκειμένου να αμφισβητήσουν τον τρόπο με τον οποίο είχε διεξαχθεί η αξιολόγηση του endosulfan και να παράσχουν ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις τεχνικής φύσεως.

22      Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από το Βασίλειο της Ισπανίας να μη λάβει υπόψη τις νέες μελέτες που παρουσίασε η ομάδα εργασίας endosulfan.

23      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, η ομάδα εργασίας endosulfan απέστειλε έγγραφο στην Επιτροπή μέσω των συμβούλων της. Στην εισαγωγή του εν λόγω εγγράφου, η ομάδα εργασίας endosulfan διευκρίνισε ότι συνέταξε το έγγραφο αυτό για να «ζητήσει επίσημα από την Επιτροπή να παρέμβει για λόγους χρηστής διοικήσεως προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και να προστατευθούν τα σχετικά δικαιώματα και οι θεμιτές προσδοκίες της [ομάδας εργασίας endosulfan]». Εξάλλου, η ομάδα εργασίας endosulfan κάλεσε την Επιτροπή να «διασφαλίσει την προσήκουσα, από επιστημονική και νομική άποψη, διεξαγωγή της αξιολογήσεως του endosulfan και να κοινοποιήσει στην ομάδα εργασίας endosulfan τη σχετική απόφασή της». Στο ίδιο έγγραφο, η ομάδα εργασίας endosulfan διευκρίνισε ότι «η Επιτροπή [είχε] την υποχρέωση να εξετάσει κατά τρόπο αμερόληπτο τα στοιχεία που υπέβαλε η ομάδα εργασίας endosulfan, να παρέμβει για λόγους χρηστής διοικήσεως και να παραπέμψει την εξέταση του endosulfan στον εισηγητή ή στους εξειδικευμένους φορείς που θεσπίζει το κοινοτικό δίκαιο με την εντολή να εξεταστούν όλα τα σχετικά στοιχεία βάσει των καταλλήλων κριτηρίων αξιολογήσεως που καθορίζονται στην οδηγία 91/414». Στο τελευταίο μέρος του ως άνω εγγράφου, η ομάδα εργασίας endosulfan απηύθυνε όχληση προς την Επιτροπή προκειμένου η τελευταία να λάβει θέση εντός προθεσμίας 60 ημερών.

24      Με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή απάντησε στο αίτημα της ομάδας εργασίας endosulfan. Στο ως άνω έγγραφο, η Επιτροπή πληροφορούσε την ομάδα εργασίας endosulfan ότι προετοίμαζε πρόταση αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και ότι είχε την πρόθεση να υποβάλει το εν λόγω σχέδιο στην επιτροπή κατά την πρώτη συνεδρίαση της τελευταίας για το έτος 2005. Επίσης, η Επιτροπή ανέφερε ότι, στο έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2004, είχε υπενθυμίσει την προβλεπόμενη από τον κανονισμό 3600/92 διαδικασία καθώς και τις προθεσμίες που προβλέπονται για την τελική επεξεργασία της εξετάσεως των ουσιών που αφορά ο εν λόγω κανονισμός. Τέλος, η Επιτροπή παρατήρησε ότι το αίτημα της ομάδας εργασίας endosulfan αποσκοπούσε στο να αξιολογήσει η Επιτροπή μελέτες που είχαν υποβληθεί πριν από σύντομο χρονικό διάστημα και απαιτούσαν λεπτομερή ανάλυση, οπότε το εν λόγω αίτημα ήταν αντιφατικό με εκείνο που αποσκοπούσε στο να λάβει θέση η Επιτροπή επί του συνόλου του φακέλου εντός προθεσμίας 60 ημερών.

25      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Ιανουαρίου 2005, η Bayer CropScience και οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή κατά παραλείψεως βάσει του άρθρου 232 ΕΚ. Με την ως άνω προσφυγή, οι αιτούσες ζητούν κατ’ ουσίαν από το Πρωτοδικείο, κυρίως:

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή παρέβη, αφενός, την υποχρέωσή της να εξετάσει τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί για την εξέταση του endosulfan και, αφετέρου, την υποχρέωσή της να σεβαστεί το δικαίωμα των αιτουσών για την τήρηση μιας ενδεδειγμένης διαδικασίας («due process») κατά τη διάρκεια της ως άνω εξετάσεως·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να τηρήσει τις υποχρεώσεις της και, ως εκ τούτου, να εξετάσει όλα τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί για την εξέταση του endosulfan και να σεβαστεί το δικαίωμά τους για την τήρηση μιας ενδεδειγμένης διαδικασίας («due process»).

26      Με χωριστό δικόγραφο, που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία στις 31 Ιανουαρίου 2005, οι αιτούσες υπέβαλαν την παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Με την αίτηση αυτή, οι αιτούσες ζητούν από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να αποφανθεί, βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, προτού η Επιτροπή υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

27      Στις 8 Φεβρουαρίου 2005, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου έθεσε εγγράφως ορισμένες ερωτήσεις στην Επιτροπή, στις οποίες η τελευταία απάντησε με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2005.

28      Στις 11 Φεβρουαρίου 2005, οι αιτούσες κατέθεσαν στη Γραμματεία έγγραφο το οποίο περιείχε ορισμένα σχόλια ως προς το έγγραφο της Επιτροπής της 9ης Φεβρουαρίου 2005 και το οποίο, όπως αποφάσισε ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου, κατατέθηκε στη δικογραφία. Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2005 στη Γραμματεία, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

29      Κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου, οι αιτούσες κατέθεσαν νέες παρατηρήσεις στις 22 Φεβρουαρίου 2005. Στις εν λόγω παρατηρήσεις, οι αιτούσες ζήτησαν από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα πρακτικά και προγράμματα των συνεδριάσεων της επιτροπής κατά το μέρος που αυτά αναφέρονται στο endosulfan.

30      Με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2005, που πρωτοκολλήθηκε την επομένη ημέρα στη Γραμματεία, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των παρατηρήσεων που κατέθεσαν οι αιτούσες στις 22 Φεβρουαρίου 2005. Κατόπιν αιτήματος του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι είχε προτείνει επίσημα στην επιτροπή ένα σχέδιο αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Η Επιτροπή επισύναψε στις παρατηρήσεις της αντίγραφο του ως άνω σχεδίου αποφάσεως και διευκρίνισε ότι το εν λόγω σχέδιο είχε εγκριθεί από την επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 14ης και 15ης Φεβρουαρίου 2005.

31      Στις 8 Μαρτίου 2005, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου κάλεσε τις αιτούσες να καταθέσουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επί των διευκρινίσεων που παρέσχε η Επιτροπή ως προς τα πραγματικά περιστατικά κατόπιν αιτήματος του Προέδρου του Πρωτοδικείου. Σε απάντηση στην ως άνω πρόσκληση, οι αιτούσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2005, στο οποίο η Επιτροπή απάντησε στις 16 Μαρτίου 2005.

 Αιτήματα

32      Οι αιτούσες ζητούν από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή:

–        «να διατάξει την Επιτροπή να μην περατώσει την εξέταση, δυνάμει της οδηγίας [91/414], της δραστικής φυτοπροστατευτικής ουσίας endosulfan και, κατά συνέπεια, να μην υποβάλει στην [επιτροπή], σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας [91/414], πρόταση περί μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I, κατά τη συνεδρίαση της εν λόγω [ε]πιτροπής της 14ης και 15ης Φεβρουαρίου 2005, ή σε οποιαδήποτε άλλη συνεδρίαση λάβει χώρα προτού εκδοθεί η απόφαση στην κύρια δίκη» ή «να διατάξει την Επιτροπή να μην εκδώσει και/ή να μη δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] απόφαση περί μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας [91/414] (στην περίπτωση που η [επιτροπή] έχει ήδη επιληφθεί προτάσεως κατά την έννοια του άρθρου 19 της οδηγίας [91/414] και έχει εγκρίνει την εν λόγω πρόταση)»·

–        «να λάβει οποιαδήποτε άλλα προσωρινά μέτρα κρίνονται κατάλληλα από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου προκειμένου να προστατευθεί η θέση των αιτουσών μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση στην κύρια δίκη»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη ή αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις αιτούσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

34      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν δεν συντρέχει μια από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30]. Ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής σταθμίζει επίσης, κατά περίπτωση, τα εμπλεκόμενα συμφέροντα (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73).

35      Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων, καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την ανάγκη της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 23].

36      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξεταστεί η παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επί του παραδεκτού

37      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφυγή στην κύρια δίκη είναι προδήλως απαράδεκτη, κατ’ ουσίαν για επτά λόγους. Πρώτον, η εν λόγω προσφυγή στηρίζεται σε σύγχυση μεταξύ, αφενός, των προσφυγών κατά παραλείψεως που ασκούνται βάσει του άρθρου 232 ΕΚ και, αφετέρου, των προσφυγών ακυρώσεως που στηρίζονται στο άρθρο 230 ΕΚ. Δεύτερον, η Επιτροπή δεν έχει ακόμη εκδώσει δεσμευτική πράξη, οπότε η προβαλλόμενη παράλειψη της Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νομική κατάσταση των αιτουσών. Τρίτον, η εκ μέρους των αιτουσών όχληση είναι ανακριβής ως προς τις πράξεις των οποίων η έκδοση ζητείται από την Επιτροπή. Τέταρτον, η Επιτροπή δεν υπέχει καμία υποχρέωση να ενεργήσει εντός της προθεσμίας που τάσσουν οι αιτούσες. Πέμπτον, έστω και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει κατά τον τρόπο που επιθυμούσαν οι αιτούσες, η απάντησή της της 26ης Νοεμβρίου 2004 σήμανε το τέλος της προβαλλομένης παραλείψεως της Επιτροπής. Έκτον, το Πρωτοδικείο είναι αναρμόδιο να απευθύνει διαταγές στην Επιτροπή. Έβδομον, η Aragonesas Agro και η Άλφα Γεωργικά Εφόδια δεν έχουν ενεργητική νομιμοποίηση βάσει του άρθρου 232 ΕΚ.

38      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι, αυτή καθ’ εαυτήν, απαράδεκτη. Πρώτον, η αίτηση είναι πρόωρη. Δεύτερον, η εν λόγω αίτηση είναι αντιφατική με την προσφυγή στην κύρια δίκη. Τρίτον, τα ζητούμενα μέτρα προδικάζουν την έκβαση της προσφυγής στην κύρια δίκη. Τέταρτον, το αίτημα που αποσκοπεί στη λήψη «οποιουδήποτε άλλου προσωρινού μέτρου» δεν είναι σύμφωνο προς το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

39      Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να διεξαχθεί εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής στην κύρια δίκη. Προσθέτουν δε ότι το γεγονός ότι η Makhteshim-Agan Holding προέβη σε κοινοποίηση και υπέβαλε πλήρη φάκελο αρκεί για να διακριθεί η εν λόγω εταιρία από όλους τους άλλους επιχειρηματίες. Η Aragonesas Agro και η Άλφα Γεωργικά Εφόδια συμμετείχαν στη διαδικασία κοινοποιήσεως μέσω της Makhteshim-Agan Holding και, ως εκ τούτου, απολαύουν των ιδίων δικαιωμάτων. Εξάλλου, κατά το μέτρο που η προσφυγή των αιτουσών αφορά παράλειψη, οι αιτούσες δεν μπορούν να βάλουν κατά μιας πράξεως σε εθνικό επίπεδο. Επομένως, το απαράδεκτο της αιτήσεώς τους θα αντέβαινε, αφενός, στο θεμελιώδες δικαίωμά τους για την επιβολή πραγματικής κυρώσεως και, αφετέρου, στο δικαίωμά τους ακροάσεως.

40      Στις παρατηρήσεις τους της 22ας Φεβρουαρίου 2005, οι αιτούσες προσθέτουν, ιδίως, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τα επίμαχα στοιχεία επηρεάζει τη νομική κατάστασή τους.

 Επί του fumus boni juris

41      Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 95, παράγραφος 3, και το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως κατά την έννοια του άρθρου 211 ΕΚ, «που υποχρεώνει την Επιτροπή να εξετάζει κάθε υπόθεση κατά τρόπο επιμελή και αμερόληπτο στο πλαίσιο των μεταβιβασθεισών αρμοδιοτήτων που αντλεί από την οδηγία [91/414] και να σέβεται τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα για την τήρηση μιας ενδεδειγμένης διαδικασίας», και τις αρχές της ασφαλείας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως, το δικαίωμα ασκήσεως εμπορικών δραστηριοτήτων και το δικαίωμα ιδιοκτησίας.

42      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής στην κύρια δίκη δεν είναι διόλου ισχυροί, ιδίως διότι η Επιτροπή δεν υπείχε καμία υποχρέωση να ενεργήσει πριν από τις 27 Νοεμβρίου 2004.

 Επί του επείγοντος

43      Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η παράλειψη της Επιτροπής είναι προδήλως παράνομη και ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν υφίσταται εν προκειμένω σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι τα ζητούμενα μέτρα έχουν εξαιρετικώς επείγοντα χαρακτήρα λόγω του ότι επίκειται η διατύπωση της γνώμης της επιτροπής. Δεν αμφισβητείται ότι, αφενός, η επιτροπή θα αντιταχθεί στην καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και ότι, αφετέρου, βάσει της ως άνω γνώμης, η Επιτροπή θα εκδώσει επίσημη απόφαση περί μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Κατά τις αιτούσες, η δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έχει ως συνέπεια την ανάκληση από την αγορά όλων των εγκρίσεων που αφορούν φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία περιέχουν endosulfan.

44      Οι αιτούσες προσθέτουν ότι, ελλείψει προσωρινών μέτρων, η κατάσταση στην αγορά θα εξελιχθεί κατά τρόπον ώστε θα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αναστραφεί.

45      Κατ’ αρχάς, η Makhteshim-Agan Holding θα έχανε το σύνολο της δραστηριότητάς της σχετικά με την παρασκευή και την πώληση φαρμακευτικών προϊόντων με βάση το endosulfan στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Makhteshim-Agan Holding απέκτησε την ως άνω δραστηριότητα από την εταιρία Bayer CropScience κατά τη διάρκεια του έτους 2003, βάσει νέων στοιχείων και εφαρμογών από τα οποία προέκυπτε ότι το endosulfan μπορούσε να χρησιμοποιηθεί χωρίς κίνδυνο κατά την έννοια της οδηγίας 91/414, τούτο δε προτού το εισηγούμενο κράτος μέλος διατυπώσει αμφιβολίες σχετικά με την εν λόγω ουσία.

46      Εν συνεχεία, η Aragonesas Agro θα έχανε τις εγκρίσεις που είχε για τη διάθεση στην αγορά στην Ισπανία των φυτοπροστατευτικών προϊόντων της με βάση το endosulfan. Τούτο θα συνεπαγόταν, πρώτον, απώλειες μεριδίου αγοράς, που θα ήσαν αισθητές και όσον αφορά τα άλλα προϊόντα της, δεύτερον, αύξηση των δαπανών της εταιρίας αυτής και, τρίτον, απόλυση εργαζομένων.

47      Τέλος, όσον αφορά την Άλφα Γεωργικά Εφόδια, η απαγόρευση του endosulfan θα συνεπαγόταν, πρώτον, την εξαφάνιση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων της εταιρίας αυτής με βάση το endosulfan, δεύτερον, την απώλεια εμπορικών συμφωνιών, τρίτον, άλλες εμπορικές απώλειες απορρέουσες από την αποδυνάμωση της γκάμας των προϊόντων της και, τέταρτον, μείωση προσωπικού.

48      Σε απάντηση στους ως άνω ισχυρισμούς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αιτούσες δεν απέδειξαν ότι ήταν επείγον να διαταχθεί η λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων. Πρώτον, ελλείψει δεσμευτικής πράξεως, η νομική κατάσταση των αιτουσών παραμένει αμετάβλητη. Δεύτερον, παραμένει αβέβαιο το αν η Επιτροπή θα εξέδιδε μια πράξη και ποιο θα ήταν το περιεχόμενο της πράξεως αυτής. Τρίτον, έστω και αν επρόκειτο να εκδοθεί αρνητική απόφαση, αυτή δεν θα παρήγε τα αποτελέσματά της αμέσως. Τέταρτον, η προβαλλόμενη ζημία είναι αμιγώς χρηματική και θα μπορούσε να αποκατασταθεί μεταγενεστέρως.

 Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

49      Οι αιτούσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα ζητούμενα μέτρα θα διατηρήσουν απλώς το υφιστάμενο καθεστώς. Επίσης, οι αιτούσες εμμένουν στο ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής έχει δυσανάλογο χαρακτήρα σε σχέση με τον σκοπό της οδηγίας 91/414. Επιπλέον, το endosulfan χρησιμοποιείται επί πολλές δεκαετίες και έχει εγκριθεί, ως μη επικίνδυνο προϊόν, στην πλέον πρόσφατη μορφή του σε κάψουλα, στην Ιταλία, στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία.

50      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που θα ήταν αναγκαίο να πραγματοποιηθεί στάθμιση των συμφερόντων, αυτή θα έκλινε υπέρ της προστασίας της δημόσιας υγείας (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Απριλίου 2003, T-392/02 R, Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑1825, σκέψη 122).

 Εκτίμηση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

51      Εφόσον οι γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων περιέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την απόφανση επί της αιτήσεως προσωρινών μέτρων, παρέλκει η ανάπτυξη των προφορικών εξηγήσεών τους.

52      Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι απαράδεκτη για πολλούς λόγους, που σχετίζονται κατ’ ουσίαν είτε με το ότι η προσφυγή στην κύρια δίκη είναι προδήλως απαράδεκτη είτε με τη φύση των ζητουμένων προσωρινών μέτρων (προαναφερθείσες σκέψεις 37 και 38).

53      Κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής στην κύρια δίκη δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η κρίση της ουσίας της υποθέσεως. Εντούτοις, μπορεί να καταστεί αναγκαία, όταν προβάλλεται το προδήλως απαράδεκτο της προσφυγής στην κύρια δίκη επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η απόδειξη περί υπάρξεως ορισμένων στοιχείων που επιτρέπουν να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1988, 376/87 R, Distrivet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 209, σκέψη 21· διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1999, T-13/99 R, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑1961, σκέψη 121, και προαναφερθείσα στη σκέψη 50 Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, σκέψη 53).

54      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί χωριστά το παραδεκτό των δύο αιτημάτων που προέβαλαν, κυρίως, οι αιτούσες με την προσφυγή τους στην κύρια δίκη, ήτοι, πρώτον, του αιτήματος που αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί από το Πρωτοδικείο η παράλειψη της Επιτροπής και, δεύτερον, του αιτήματος που αποσκοπεί στο να εκδοθεί από το Πρωτοδικείο διαταγή εις βάρος της Επιτροπής.

 Αίτημα που αποσκοπεί στη διαπίστωση της παραλείψεως της Επιτροπής

55      Στο πλαίσιο της προσφυγής στην κύρια δίκη, οι αιτούσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέβη την προβαλλόμενη υποχρέωσή της, αφενός, να εξετάσει τα στοιχεία που προσκόμισε η ομάδα εργασίας endosulfan και, αφετέρου, να σεβαστεί το δικαίωμα των αιτουσών για την τήρηση μιας ενδεδειγμένης διαδικασίας (προαναφερθείσα σκέψη 25).

56      Αν υποτεθεί ότι ένα τέτοιο αίτημα είναι συμβατό με το αντικείμενο του άρθρου 232 ΕΚ, το οποίο συνίσταται, στην περίπτωση ενός ιδιώτη, στο να διαπιστωθεί η παράβαση, εκ μέρους ενός θεσμικού οργάνου, της υποχρεώσεως που αυτό υπέχει «να του απευθύνει πράξη εκτός συστάσεως ή γνώμης», πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εξακριβωθεί αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής κατά παραλείψεως.

57      Πάντως, το άρθρο 232, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει ότι προσφυγή κατά παραλείψεως «είναι παραδεκτή μόνον αν το εν λόγω όργανο κληθεί προηγουμένως να ενεργήσει». Κατά πάγια νομολογία, μια τέτοια πρόσκληση πρέπει να είναι επαρκώς σαφής και συγκεκριμένη ώστε να επιτρέπει στο θεσμικό όργανο να γνωρίζει επακριβώς το περιεχόμενο της αποφάσεως που του ζητείται να εκδώσει και πρέπει, επίσης, να προκύπτει από την εν λόγω πρόσκληση ότι με αυτή επιδιώκεται εξαναγκασμός του θεσμικού οργάνου να λάβει θέση (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-249/99 P, Pescados Congelados Jogamar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑8333, σκέψη 18, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουνίου 1999, T-17/96, TF1 κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1757, σκέψη 41).

58      Εν προκειμένω, δεν εναπόκειται στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να προσδιορίσει αν η όχληση της ομάδας εργασίας endosulfan ήταν επαρκώς σαφής και συγκεκριμένη, κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας, ώστε να επιτρέπει στην Επιτροπή να γνωρίζει επακριβώς το περιεχόμενο της αποφάσεως που της ζητήθηκε να εκδώσει.

59      Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει, αντιθέτως, να εξεταστεί αν, κατά το στάδιο αυτό, εφόσον υποτεθεί ότι η Επιτροπή κλήθηκε εγκύρως να ενεργήσει, υφίστανται επαρκή στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν έλαβε θέση επί της οχλήσεως της ομάδας εργασίας endosulfan.

60      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 232 ΕΚ, χρησιμοποιώντας τους όρους «παρέλειψε να του απευθύνει πράξη», αφορά την παράλειψη οργάνου να εκδώσει απόφαση ή να λάβει θέση και όχι την έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη της οποίας την έκδοση επιδίωκαν ή θεωρούσαν αναγκαία οι ενδιαφερόμενοι (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1971, 8/71, Deutscher Komponistenverband κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 983, σκέψη 2· της 15ης Δεκεμβρίου 1988, 166/86 και 220/86, Irish Cement κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 6473, σκέψη 17, και της 24ης Νοεμβρίου 1992, C-15/91 και C-108/91, Buckl κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑6061, σκέψη 17).

61      Εν προκειμένω, η Επιτροπή, με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2004, ενημέρωσε την ομάδα εργασίας endosulfan σχετικά με την πρόθεσή της να υποβάλει στην επιτροπή σχέδιο αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

62      Πάντως, όταν η επιτροπή διατυπώνει γνώμη υπέρ προτάσεως για την έκδοση αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως μιας δραστικής ουσίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 3, της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), η τελευταία «εγκρίνει τα σχεδιαζόμενα μέτρα», υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης εκδόσεως ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 της αποφάσεως 1999/468. Επομένως, μια τέτοια πρόταση καταδεικνύει σαφώς τη βούληση της Επιτροπής να περατώσει την εξέταση της εν λόγω δραστικής ουσίας.

63      Επιπλέον, η Επιτροπή, με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2004, απέρριψε το επιχείρημα της ομάδας εργασίας endosulfan ότι η εξέταση του endosulfan δεν διεξήχθη σύμφωνα με μια «ενδεδειγμένη διαδικασία». Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο έγγραφό της της 12ης Ιουλίου 2004, το οποίο κοινοποιήθηκε στους εκπροσώπους της ομάδας εργασίας endosulfan και με το οποίο η Επιτροπή είχε ζητήσει από τις ισπανικές αρχές να μην προβούν στην εξέταση των στοιχείων που υπέβαλε η ομάδα εργασίας endosulfan και είχε υπενθυμίσει ότι η προθεσμία για την υποβολή συμπληρωματικών μελετών είχε λήξει.

64      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής εκτιμά, κατά το στάδιο αυτό, ότι από το έγγραφο της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2004 προκύπτει σαφώς η άρνηση του εν λόγω οργάνου, αφενός, να εξετάσει τα στοιχεία που προσκόμισε η ομάδα εργασίας endosulfan πριν να προτείνει στην επιτροπή σχέδιο αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως του endosulfan και, αφετέρου, να προσφέρει στις αιτούσες το πλεονέκτημα συμπληρωματικών διαδικαστικών εγγυήσεων πριν από την υποβολή του εν λόγω σχεδίου στην επιτροπή.

65      Εξάλλου, φαίνεται ότι οι ίδιες οι αιτούσες συμφωνούν με το ως άνω συμπέρασμα, καθόσον στην αίτησή τους ισχυρίζονται ότι «[τ]ο απαντητικό έγγραφο της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2004 συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι ο εισηγητής και/ή η Επιτροπή δεν εξέτασαν τα νέα στοιχεία και τη σχετική επιχειρηματολογία που υπέβαλαν οι αιτούσες και ότι δεν σκοπεύουν να το πράξουν, ούτε να σεβαστούν το δικαίωμα για την τήρηση μιας ενδεδειγμένης διαδικασίας με το να θέσουν προς συζήτηση τις ανησυχίες ως προς τις οποίες ενημερώθηκαν οι αιτούσες από τον εισηγητή μόλις τον Ιανουάριο του 2004».

66      Συνεπώς, κατά το στάδιο αυτό και χωρίς να προδικάζεται καθόλου η απόφαση που μπορεί να λάβει το Πρωτοδικείο επί του ζητήματος αυτού στο πλαίσιο της προσφυγής στην κύρια δίκη, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να θεωρήσει ότι το έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2004 δεν αποτελεί λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής επί των μέτρων που της ζητείται να θεσπίσει. Επομένως, κατά το στάδιο αυτό, το αίτημα των αιτουσών που αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί η παράλειψη της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί προδήλως απαράδεκτο.

67      Εν πάση περιπτώσει, κατά πάγια νομολογία, το προβλεπόμενο στο άρθρο 232 ΕΚ ένδικο βοήθημα θεμελιώνεται στην ιδέα ότι η παράνομη αδράνεια του εμπλεκομένου θεσμικού οργάνου επιτρέπει την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου, ώστε αυτά να αποφανθούν αν η παράλειψη ενεργείας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη ΕΚ, οσάκις το συγκεκριμένο όργανο δεν επανόρθωσε τη σχετική παράλειψη. Η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι, κατά το άρθρο 233 ΕΚ, το καθού όργανο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου, υπό την επιφύλαξη των αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που μπορούν να ασκηθούν βάσει της ιδίας διαπιστώσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη της οποίας η παράλειψη αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς εκδόθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής, αλλά πριν από την έκδοση της αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της αρχικής παραλείψεως δεν μπορεί πλέον να συνεπάγεται τις προβλεπόμενες από το άρθρο 233 ΕΚ συνέπειες. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, όπως ακριβώς και στην περίπτωση κατά την οποία το καθού όργανο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση προς ενέργεια εντός της προθεσμίας των δύο μηνών, το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται, οπότε παρέλκει η απόφανση (διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2000, C-44/00 P, Sodima κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑11231, σκέψη 83, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Φεβρουαρίου 1998, T-105/96, Pharos κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑285, σκέψεις 41 και 42).

68      Πάντως, εν προκειμένω, η Επιτροπή διευκρίνισε, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 2 Μαρτίου 2005, ότι είχε υποβάλει επίσημα στην επιτροπή πρόταση αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω). Όπως κρίθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, μια τέτοια πρόταση καταδεικνύει σαφώς τη βούληση της Επιτροπής να περατώσει την εξέταση της εν λόγω δραστικής ουσίας.

69      Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι το γεγονός ότι μια τέτοια πρόταση δεν αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, πράξη που μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως δεν εμποδίζει το να μπορεί να αποτελεί λήψη θέσεως που τερματίζει την προβαλλόμενη παράλειψη, εφόσον συνιστά αναγκαία προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας που θα καταλήξει, κατ’ αρχήν, σε νομική πράξη κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 1995, T-186/94, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1753, σκέψη 25, και προαναφερθείσα στη σκέψη 67 Pharos κατά Επιτροπής, σκέψη 43).

70      Κατά συνέπεια, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί, κατά το στάδιο αυτό, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή υπέβαλε επίσημα πρόταση αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, τούτο δε χωρίς να προβεί προηγουμένως στις ενέργειες που είχε ζητήσει η ομάδα εργασίας endosulfan, αποτελεί λήψη θέσεως επί της οχλήσεως που απηύθυνε η εν λόγω ομάδα εργασίας.

71      Πάντως, μια παράλειψη τερματίζεται κατά την ημερομηνία παραλαβής από τον συντάκτη του εγγράφου οχλήσεως του περιέχοντος τη λήψη θέσεως εγγράφου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 2000, T-194/97 και T-83/98, Branco κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑69, σκέψη 55).

72      Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναφέρει ότι, την 1η Μαρτίου 2005, απέστειλε σε εκπρόσωπο της ομάδας εργασίας endosulfan αντίγραφο του σχεδίου αποφάσεως που είχε εγκριθεί από την επιτροπή. Στις παρατηρήσεις τους της 11ης Μαρτίου 2005, οι αιτούσες επιβεβαιώνουν ότι η Makhteshim-Agan Holding έλαβε όντως αντίγραφο του εν λόγω σχεδίου την 1η Μαρτίου 2005. Επιπλέον, οι παρατηρήσεις της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2005, που περιελάμβαναν, σε παράρτημα, αντίγραφο του σχεδίου αποφάσεως της Επιτροπής, κοινοποιήθηκαν στις αιτούσες από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Μαρτίου 2005. Κατά συνέπεια, έστω και αν υποτεθεί ότι, μετά τη λήψη του εγγράφου οχλήσεως της ομάδας εργασίας endosulfan, η Επιτροπή υπέπεσε σε παράλειψη, καθίσταται φανερό, κατά το στάδιο αυτό, ότι η εν λόγω παράλειψη έπαυσε να υφίσταται το αργότερο στις 7 Μαρτίου 2005.

73      Επομένως, κατά το στάδιο αυτό, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να θεωρήσει ότι εξακολουθεί να είναι αναγκαία η απόφανση επί του αιτήματος των αιτουσών που αποσκοπεί στο να διαπιστώσει το Πρωτοδικείο την παράλειψη της Επιτροπής.

 Αίτημα που αποσκοπεί στην έκδοση διαταγής εις βάρος της Επιτροπής

74      Επιπλέον του αιτήματός τους που αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί η παράλειψη της Επιτροπής, οι αιτούσες ζητούν, κυρίως, από το Πρωτοδικείο να διατάξει την Επιτροπή να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, ιδίως με το να εξετάσει όλα τα στοιχεία που υποβλήθηκαν για την εξέταση του endosulfan και με το να σεβαστεί τα προβαλλόμενα διαδικαστικά δικαιώματα των αιτουσών.

75      Επ’ αυτού, αρκεί να υπομνηστεί ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές προς ένα θεσμικό όργανο στο πλαίσιο προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο 232 ΕΚ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 1993, C-25/91, Pesqueras Echebastar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1719, σκέψη 14, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 27ης Μαΐου 1994, T‑5/94, J κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑391, σκέψη 17).

76      Συνεπώς, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να θεωρήσει ότι το αίτημα των αιτουσών που αποσκοπεί στο να εκδώσει το Πρωτοδικείο διαταγή εις βάρος της Επιτροπής είναι παραδεκτό.

77      Επομένως, κατά το στάδιο αυτό, η προσφυγή στην κύρια δίκη δίδει την εντύπωση ότι είναι προδήλως απαράδεκτη ή, τουλάχιστον, ότι πρέπει, όσον αφορά ένα τμήμα της προσφυγής, να καταργηθεί η δίκη και, κατά τα λοιπά, να κηρυχθεί η προσφυγή προδήλως απαράδεκτη.

78      Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής, αφενός, επί των λοιπών λόγων απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και, αφετέρου, επί του αιτήματος των αιτουσών που αποσκοπεί στο να διαταχθεί η Επιτροπή να προσκομίσει τα πρακτικά και τα προγράμματα των συνεδριάσεων της επιτροπής κατά το μέρος που αυτά αναφέρονται στο endosulfan, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 27 Απριλίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

      B. Vesterdorf


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.