Language of document :

Προσφυγή της εταιρίας Almamet κατά της Επιτροπής που ασκήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2009

(υπόθεση T-410/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Almamet GmbH Handel mit Spänen und Pulvern aus Metall (Ainring, Γερμανία) (εκπρόσωποι: S. Hautbourg και C. Renner, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την από 22 Ιουλίου 2009 απόφαση της Επιτροπής (υπόθεση COMP/39.396), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα·

επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 2 της αποφάσεως και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C (2009) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.396 - αντιδραστήρια ανθρακασβεστίου και μαγνησίου χρησιμοποιούμενα στη βιομηχανία του χάλυβα και του φυσικού αερίου), με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένοι προμηθευτές κόκκων ανθρακασβεστίου και μαγνησίου προέβησαν σε κατανομή των αγορών, των ποσοστώσεων και της πελατείας, σε καθορισμό τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών, επί σημαντικού μέρους της αγοράς του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), παραβιάζοντας συνεπώς τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα και, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως:

Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τα δικαιώματά της άμυνας χρησιμοποιώντας εναντίον της έγγραφα που κατασχέθηκαν εκτός του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως της Επιτροπής περί διεξαγωγής έρευνας.

Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε αρκούντως κατά νόμο την ύπαρξη της διαπιστωθείσας με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραβάσεως όσον αφορά το μαγνήσιο. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, ακόμη κι αν τα παρανόμως κατασχεθέντα έγγραφα προστεθούν στον φάκελο της Επιτροπής, στερούνται ουσιαστικώς ακρίβειας και συνοχής. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία συνίστανται σε μια προφορική δήλωση αιτήσεως επιεικείας, η οποία όχι μόνον είναι ανακριβής, αλλά αποτελεί και εσφαλμένη παρουσίαση ορισμένων πραγματικών περιστατικών και αμφισβητείται από τους λοιπούς διαδίκους. Βάσει αυτού, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το βάρος αποδείξεως της προβαλλομένης παραβάσεως βαρύνει πάντοτε την Επιτροπή.

Με τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την ενιαία και συνεχή φύση της παραβάσεως. Ειδικότερα, δεν υπάρχει αληθής υποκατάσταση μεταξύ των κόκκων ανθρακασβεστίου και μαγνησίου. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κοινό σχέδιο συνολικής δράσης για τα δύο προϊόντα, όπως μαρτυρεί η ύπαρξη διαφορετικών συναντήσεων για κάθε προϊόν.

Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις άλλους λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς της περί μειώσεως του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Με τον τέταρτο λόγο, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή παρέβη τα σημεία 23 και 26 της ανακοινώσεως περί επιεικείας 1 αρνούμενη στην προσφεύγουσα μείωση του προστίμου, δυνάμει της εν λόγω ανακοινώσεως. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην αίτησή της περί επιεικείας συνιστούν πληροφοριακά στοιχεία τα οποία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί μείωση του προστίμου, για τον λόγο και μόνο ότι η αίτησή της δεν περιελάμβανε πληροφοριακά στοιχεία περί της προβαλλομένης παραβάσεως σχετικά με το μαγνήσιο, εφόσον η διαδικασία δεν αφορούσε την παράβαση αυτή.

Με τον πέμπτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού ΕΚ 1/2003 2, καθώς και το σημείο 32 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων 3, καθορίζοντας το τελικό ποσό του προστίμου σε επίπεδο πέραν του 10% του τελευταίου προσηκόντως ελεγμένου κύκλου εργασιών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στον προσωρινό κύκλο εργασιών του 2008 της προσφεύγουσας αντί του προσηκόντως ελεγμένου κύκλου εργασιών του 2007, για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να εφαρμόσει τη μείωση του 20% βάσει του σημείου 37 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, μετά τον υπολογισμό του ανωτάτου νομίμου ορίου του 10%.

Με τον έκτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθορίζοντας πρόστιμο υπερβολικού ποσού, όσον την αφορά. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι είναι προδήλως δυσανάλογος ο καθορισμός προστίμου σε ποσό που συνεπάγεται αρνητική λογιστική αξία ή μηδενίζει τη λογιστική αξία της εταιρίας. Επιπλέον, το επιβληθέν πρόστιμο βαίνει πέραν της οικονομικής ικανότητας ενός επιχειρηματία, όπως η προσφεύγουσα, που διαχειρίζεται προϊόντα υψηλής προστιθεμένης αξίας και χαμηλών περιθωρίων κέρδους. Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η μείωση του 20%, την οποία δέχθηκε η Επιτροπή, δεν λαμβάνει αρκούντως υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση της προσφεύγουσας, την οποία αναγνώρισε μεν ρητώς η Επιτροπή, διατήρησε όμως το πρόστιμο σε δυσανάλογο επίπεδο.

Με τον έβδομο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή καθόρισε το ποσό του προστίμου σε επίπεδο που θέτει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική της βιωσιμότητα και θα προκαλέσει απώλεια της αξίας όλων των περιουσιακών της στοιχείων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην περίπτωση της προσφεύγουσας.

____________

1 - Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17).

2 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

3 - Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, 1.9.2006, σ. 2).