Language of document : ECLI:EU:T:2011:585

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ισπανική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Πρόστιμα – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών – Αποτρεπτικό αποτέλεσμα – Ίση μεταχείριση – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Στην υπόθεση T‑38/05,

Agroexpansión, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Folguera Crespo και P. Vidal Martínez, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους F. Castillo de la Torre, É. Gippini Fournier και J. Bourke,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή με αιτήματα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2004) 4030 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.238/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία), καθώς και τη μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με την απόφαση αυτή,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka και K. O’Higgins (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η προσφεύγουσα και η διοικητική διαδικασία

1        Η προσφεύγουσα, Agroexpansión, SA, αποτελεί μία εκ των τεσσάρων επιχειρήσεων πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού στην Ισπανία (στο εξής: επιχειρήσεις μεταποιήσεως).

2        Οι λοιπές τρεις επιχειρήσεις μεταποιήσεως είναι οι ακόλουθες: η Compañia española de tabaco en rama, SA (στο εξής: Cetarsa), η Tabacos Españoles, SL (στο εξής: Taes) και η World Wide Tobacco España, SA (στο εξής: WWTE).

3        Αρχικώς, η προσφεύγουσα ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση. Ιδρύθηκε το 1988 από τον B., ο οποίος διετέλεσε γενικός διευθυντής μέχρι το τέλος του 2004. Από το 1994 έως το 1997, το κεφάλαιό της ανήκε κατά ίσα μέρη στη σύζυγο του B. και στην ισπανική εταιρία WW Marpetrol, SA.

4        Στις 18 Νοεμβρίου 1997 η Intabex Netherlands BV (στο εξής: Intabex) απέκτησε το σύνολο των μετοχών της προσφεύγουσας. Η Intabex ήταν τότε μέλος του ομίλου εταιριών Intabex, τον οποίο είχε αποκτήσει η Dimon Inc. τον Απρίλιο του 1997.

5        Η Dimon είναι αμερικάνικη εταιρία εγκατεστημένη στη Βιρτζίνια (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Είναι η μητρική εταιρία ενός ομίλου που περιλαμβάνει εκατό περίπου εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του καπνού (στο εξής: όμιλος Dimon). Κύρια δραστηριότητά της είναι η παροχή μεταποιημένου καπνού προς στους κατασκευαστές τσιγάρων. Για τον σκοπό αυτόν, προμηθεύεται μεταποιημένο καπνό από, μεταξύ άλλων, την προσφεύγουσα.

6        Στις 3 και στις 4 Οκτωβρίου 2001 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην οποία είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και οι Ισπανοί παραγωγοί ακατέργαστου καπνού είχαν διαπράξει παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, διενήργησε ελέγχους δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στις εγκαταστάσεις τριών από τις ως άνω επιχειρήσεις μεταποιήσεως, ήτοι της προσφεύγουσας, των εταιριών Cetarsa και WWTE, καθώς και σε εκείνες της Asociación Nacional de Empresas Transformadoras de Tabaco (στο εξής: Anetab).

7        Η Επιτροπή διενήργησε, επίσης, ελέγχους στις εγκαταστάσεις του Επιμελητηρίου των επαγγελμάτων καπνού και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας επιχειρήσεων μεταποιήσεως καπνού, στις 3 Οκτωβρίου 2001, καθώς και στις εγκαταστάσεις της Federación nacional de cultivadores de tabaco [ισπανικής εθνικής ομοσπονδίας καλλιεργητών καπνού] (στο εξής: FNCT), στις 5 Οκτωβρίου 2001.

8        Με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2002 οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και η Anetab, επικαλούμενες την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (EE 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας), γνωστοποίησαν στην Επιτροπή τη βούλησή τους να συνεργασθούν.

9        Με έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 2002 οι ως άνω επιχειρήσεις παρέσχον ορισμένες πληροφορίες στην Επιτροπή.

10      Η προσφεύγουσα, η Cetarsa και η WWTE, με έγγραφα της 15ης Φεβρουαρίου 2002, και η Taes, με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2002, διαβίβασαν στην Επιτροπή πρόσθετες πληροφορίες.

11      Εν συνεχεία, η Επιτροπή απηύθυνε διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, στην Anetab και στην FNCT βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17. Η Επιτροπή ζήτησε, επίσης, πληροφορίες από το ισπανικό Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Διατροφής σχετικά με την ισπανική νομοθεσία περί γεωργικών προϊόντων.

12      Στις 11 Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που κατέληξε στην υπό κρίση υπόθεση και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία απηύθυνε σε 20 επιχειρήσεις ή ενώσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως, η Dimon, η Intabex, η Anetab, η FNCT και η Deltafina SpΑ. Η Deltafina είναι ιταλική εταιρία της οποίας οι κύριες δραστηριότητες συνίστανται στην πρώτη μεταποίηση ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία και στη διάθεση μεταποιημένου καπνού στο εμπόριο. Η εταιρία αυτή ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιριών με την Taes, ήτοι σε εκείνον επικεφαλής του οποίου είναι η αμερικανική εταιρία Universal Corp.

13      Στις εν λόγω επιχειρήσεις και ενώσεις επετράπη η πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής και προς τούτο τους απεστάλη αντίγραφο επί CD-ROM, οι δε επιχειρήσεις και ενώσεις αυτές διαβίβασαν γραπτές παρατηρήσεις σε απάντηση στις αιτιάσεις που προέβαλε η Επιτροπή.

14      Στις 29 Μαρτίου 2004 διεξήχθη ακρόαση.

15      Κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα των συμπράξεων και των δεσποζουσών θέσεων και έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 20 Οκτωβρίου 2004, την απόφαση C(2004) 4030 τελικό, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.238/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Απριλίου 2007 (EE L 102, σ. 14).

 Β –       Η προσβαλλόμενη απόφαση

16      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά δύο οριζόντιες συμπράξεις που συνήφθησαν και τέθηκαν σε εφαρμογή στην ισπανική αγορά ακατέργαστου καπνού.

17      Η πρώτη σύμπραξη, στην οποία εμπλέκονταν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και η Deltafina, είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό, σε ετήσια βάση, κατά την περίοδο 1996-2001, της (μέγιστης) μέσης τιμής παράδοσης για κάθε ποικιλία ακατέργαστου καπνού, συμπεριλαμβανομένων όλων των ποιοτικών κατηγοριών, καθώς και την κατανομή των ποσοτήτων κάθε ποικιλίας ακατέργαστου καπνού την οποία μπορούσε να αγοράζει από τους παραγωγούς εκάστη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 74 έως 76 και 276 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από το 1999 έως το 2001, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και η Deltafina είχαν επίσης καταλήξει σε συμφωνία ως προς τις κλίμακες τιμών ανά ποιοτική βαθμίδα της κάθε ποικιλίας ακατέργαστου καπνού που εμφαίνονταν στους πίνακες που επισυνάπτονταν στις «συμβάσεις καλλιέργειας», καθώς και ως προς τους «συμπληρωματικούς όρους», ήτοι τη μέση ελάχιστη τιμή ανά παραγωγό και τη μέση ελάχιστη τιμή ανά ομάδα παραγωγών (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 77 έως 83 και 276 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Η σύμπραξη που περιγράφηκε στη σκέψη 17 ανωτέρω θα αναφέρεται στο εξής ως «σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως».

19      Στη δεύτερη σύμπραξη η οποία προσδιορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση εμπλέκονταν οι τρεις ισπανικές γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, ήτοι η Asociación agraria de jóvenes agricultores (στο εξής: ASAJA), η Unión de pequeños agricultores (στο εξής: UPA) και η Coordinadora de organizaciones de agricultores y ganaderos (στο εξής: COAG), καθώς και η Confederación de cooperativas agrarias de España (στο εξής: CCAE). Η σύμπραξη αυτή είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό, σε ετήσια βάση, κατά την περίοδο 1996-2001, των κλιμάκων τιμών ανά ποιοτική βαθμίδα της κάθε ποικιλίας ακατέργαστου καπνού που εμφαίνονταν στους επισυναφθέντες στις «συμβάσεις καλλιέργειας» πίνακες, καθώς και των «συμπληρωματικών όρων» (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 77 έως 83 και 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Η σύμπραξη που περιγράφηκε στη σκέψη 19 ανωτέρω θα αναφέρεται στο εξής ως «σύμπραξη των εκπροσώπων των παραγωγών».

21      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εκάστη των συμπράξεων αυτών συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 275 έως 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλόγισε την ευθύνη για τη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στις επιχειρήσεις αυτές, στην Deltafina, στην Dimon και στις μητρικές εταιρίες της WWTE, ήτοι στις Standard Commercial Corp. (στο εξής: SCC), Standard Commercial Tobacco Co., Inc. (στο εξής: SCTC) και Trans-Continental Leaf Tobacco Corp. Ltd (στο εξής: TCLT), και την ευθύνη για τη σύμπραξη των εκπροσώπων των παραγωγών στην ASAJA, στην UPA, στην COAG και στην CCAE (στο εξής, συλλήβδην: εκπρόσωποι των παραγωγών).

23      Με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ζήτησε από τις ως άνω επιχειρήσεις και τους εκπροσώπους των παραγωγών να παύσουν αμέσως, αν δεν το είχαν ήδη πράξει, τις παραβάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 1 και να απέχουν, εφεξής, από οποιαδήποτε περιοριστική πρακτική που έχει πανομοιότυπο ή ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

24      Με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα στις εν λόγω επιχειρήσεις, καθώς και στους εκπροσώπους των παραγωγών, κρίνοντας ότι η Dimon ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα και οι SCC, SCTC και TCLT ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στη WWTE (βλ. σκέψεις 67 και 68 κατωτέρω).

 Οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως

25      Το σημείο 2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως πραγματεύεται το ζήτημα των αποδεκτών (αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή εξέθεσε ότι ήταν αποδεδειγμένο ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και η Deltafina συμμετείχαν άμεσα στη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και οι εκπρόσωποι των παραγωγών στη σύμπραξη των εκπροσώπων των παραγωγών, οπότε καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές «[εκλήθη] να αναλάβει την ευθύνη για την παράβαση και συγκαταλ[εγόταν], ως εκ τούτου, στους αποδέκτες [της προσβαλλομένης αποφάσεως]» (αιτιολογικές σκέψεις 357 και 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στις αιτιολογικές σκέψεις 359 έως 369 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή εκτίμησε, ειδικότερα, τη συμβολή της Deltafina στη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως.

27      Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα του καταλογισμού της ευθύνης για την παραβατική συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας στη μητρική της εταιρία, επισημαίνοντας ότι, εν προκειμένω, το ζήτημα αυτό ετίθετο σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι, στις περιπτώσεις της προσφεύγουσας, της WWTE και της Taes (αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Συναφώς, η Επιτροπή υπενθύμισε τις αρχές που, κατά τη γνώμη της, εφαρμόζονται στον συγκεκριμένο τομέα (αιτιολογικές σκέψεις 371 έως 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Η Επιτροπή εξέθεσε, ειδικότερα, τα εξής:

–        για να καθοριστεί αν μια μητρική εταιρία πρέπει να θεωρείται υπεύθυνη για την παράνομη συμπεριφορά της θυγατρικής της, είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι «η θυγατρική εταιρία δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει ως προς τα ουσιωδέστερα στοιχεία οδηγίες που της έχει παράσχει η μητρική εταιρία» (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψεις 132 και 133)·

–        κατά πάγια νομολογία, όταν μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, μπορεί θεμιτώς να συναχθεί ότι η μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 50, και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψη 29· απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψεις 961 και 984)·

–        η παραδοχή αυτή μπορεί να επιβεβαιωθεί από «ειδικούς παράγοντες που προσιδιάζουν σε ορισμένες υποθέσεις»·

–        στις περιπτώσεις θυγατρικών που δεν ελέγχονται κατά 100 %, μια μητρική εταιρία μπορεί, κατά το Δικαστήριο, να επηρεάζει την πολιτική της θυγατρικής της εφόσον, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου της εν λόγω θυγατρικής (προπαρατεθείσα απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 136) ή εφόσον πληροφορείται «διαρκώς» για τις πρακτικές της θυγατρικής και καθορίζει άμεσα τη συμπεριφορά της (προπαρατεθείσα απόφαση AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, σκέψη 52)·

–        κατά πάγια νομολογία, ο όρος «επιχείρηση», εντασσόμενος στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, πρέπει να νοηθεί ως σημαίνων μια οικονομική οντότητα από την άποψη του αντικειμένου της επίμαχης συμφωνίας, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή οντότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 66, που παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau, Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11).

30      Δεύτερον, η Επιτροπή, προτού εξετάσει λεπτομερέστερα τις περιπτώσεις της προσφεύγουσας και της WWTE, επισήμανε τα ακόλουθα, στην αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Εν προκειμένω, τρεις από τις τέσσερις ισπανικές επιχειρήσεις μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού ελέγχονται (κατά 100 έως 90 %) από αμερικανικές πολυεθνικές. Εξάλλου, υπάρχουν περαιτέρω πραγματικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν το τεκμήριο ότι η ευθύνη για τη συμπεριφορά της Agroexpansión και της WWTE πρέπει να καταλογισθεί στις αντίστοιχες μητρικές τους εταιρίες. Στην περίπτωση αυτή, οι δύο εταιρίες –η μητρική και η θυγατρική– πρέπει να θεωρηθούν εξ ολοκλήρου υπεύθυνες για τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση».

31      Με την αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε τα εξής:

«[Αντιθέτως], μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και την ακρόαση των μερών, κατέστη σαφές ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου δεν επαρκούσαν για να δικαιολογήσουν παρόμοιο συμπέρασμα σχετικά με τις συμμετοχές της Universal […] και της Universal Leaf [Tobacco Co. Inc.] στις Taes και Deltafina αντιστοίχως. Μάλιστα, πλην του εταιρικού δεσμού μεταξύ των μητρικών και των θυγατρικών εταιριών, ο φάκελος δεν περιέχει καμία ένδειξη έμπρακτης συμμετοχής της Universal […] και της Universal Leaf στα πραγματικά περιστατικά που εξέτασε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, δεν πρέπει να απευθυνθεί απόφαση στις εν λόγω εταιρίες. Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει κατά μείζονα λόγο για την Intabex, δεδομένου ότι η κατά 100 % συμμετοχή της στην [προσφεύγουσα] είχε αμιγώς χρηματοοικονομικό χαρακτήρα.»

32      Στις αιτιολογικές σκέψεις 377 έως 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε την περίπτωση της προσφεύγουσας.

33      Η Επιτροπή επισήμανε μεταξύ άλλων ότι, από το δεύτερο εξάμηνο του 1997, η προσφεύγουσα ελεγχόταν εξ ολοκλήρου από την Dimon, μέσω της Intabex (αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η οποία αποτελεί θυγατρική της Dimon κατά 100 %. Η Επιτροπή συνήγαγε από το γεγονός αυτό ότι εύλογα μπορούσε να υποτεθεί ότι, τουλάχιστον από εκείνο το χρονικό σημείο, η Dimon ασκούσε καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 378, πρώτη περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή προσέθεσε ότι και από άλλα στοιχεία του φακέλου της, τα οποία παρατέθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβεβαιωνόταν το «τεκμήριο [ότι] η Dimon ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή» (αιτιολογική σκέψη 378, δεύτερη περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανέφερε ότι από τα ανωτέρω προέκυπτε ότι «η Dimon επληροφορείτο για τις πρακτικές της θυγατρικής της οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας αποφάσεως, καθώς και για το πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνταν οι πρακτικές αυτές και ότι, στον βαθμό που, από το 1997, η Dimon [κατείχε] το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, ήταν σε θέση να ασκήσει πράγματι επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της». Στην αιτιολογική σκέψη 382 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι «[τ]α πραγματικά στοιχεία που [η προσφεύγουσα] γνωστοποίησε στην Dimon με τις επιστολές της θα έπρεπε να προκαλέσουν άμεση αντίδραση εκ μέρους της, είτε λαμβάνοντας τις αποστάσεις που έπρεπε σε σχέση με κάθε δυνητική παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού είτε απαιτώντας να τερματίσει η διεύθυνση [της προσφεύγουσας] κάθε δυνητικά επιζήμια για τον ανταγωνισμό συμπεριφορά», προτού διαπιστώσει ότι η «Dimon δεν [είχε] τελικώς [διαπράξει] τίποτα τέτοιο».

34      Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε αβάσιμα τα επιχειρήματα που η Dimon είχε προβάλει με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων προκειμένου να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα συμπεριφερόταν αυτοτελώς στην αγορά.

35      Τέλος, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό της Dimon ότι παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων καταλογίζοντάς της την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της, ενώ δεν είχε θεωρήσει υπεύθυνη τη μητρική εταιρία της Cetarsa, ήτοι τη Sociedad estatal de participaciones industriales (στο εξής: Sepi) για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της. Η Επιτροπή δικαιολόγησε τη διαφορετική αυτή μεταχείριση από το γεγονός ότι, αντιθέτως προς ό,τι είχε ισχυριστεί η Dimon, «ο φάκελός [της] […] δεν περι[ελάμβανε] ενδείξεις άμεσης επικοινωνίας μεταξύ της Cetarsa και της Sepi σχετικά με την παρούσα υπόθεση», ότι «η συμμετοχή της Sepi στην Cetarsa [φαινόταν ότι είχε] ουσιαστικά χρηματοοικονομικό χαρακτήρα, ανάλογο προς τη σχέση που υφίστατο μεταξύ της Intabex και της [προσφεύγουσας]», ότι «η Cetarsa (αντιθέτως προς την [προσφεύγουσα]) συγκ[έντρωνε] το σύνολο της δραστηριότητας μεταποιήσεως του καπνού του ομίλου Sepi και, για τον ίδιο λόγο, [διοικούνταν] προφανώς χωριστά» και, τέλος, ότι «η Cetarsa δεν [ήταν] θυγατρική της Sepi κατά 100 %» (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Η Επιτροπή συνήγαγε από τα διάφορα αυτά στοιχεία ότι η Dimon «[θα έπρεπε] να θεωρηθεί υπεύθυνη από κοινού με την [προσφεύγουσα] για τη συμπεριφορά της τελευταίας, συμπεριφορά η οποία διαπιστώθηκε με την [προσβαλλόμενη απόφαση] και σημειώθηκε κατά την περίοδο από το δεύτερο εξάμηνο του 1997 έως τις 10 Αυγούστου 2001» (αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Στις αιτιολογικές σκέψεις 387 έως 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε την περίπτωση της WWTE. Διαπίστωσε ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου η οποία εκτείνεται από το 1995 έως τον Μάιο του 1998, η τελευταία αυτή ελεγχόταν από κοινού από τη SCC (μέσω της SCTC και της TCLT) και από τον πρόεδρο της WWTE και την οικογένειά του και επικαλέσθηκε σειρά στοιχείων τα οποία απεδείκνυαν ότι, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η SCC «και/ή οι θυγατρικές της» είχαν ασκήσει εμπράκτως επιρροή στη συμπεριφορά της WWTE στην Ισπανία (αιτιολογική σκέψη 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά την περίοδο η οποία εκτείνεται από τον Μάιο του 1998 έως την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε σειρά στοιχείων τα οποία απεδείκνυαν ότι η SCC, άμεσα ή μέσω των SCTC και TCLT, είχε τον αποκλειστικό έλεγχο της WWTE και ασκούσε καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της εταιρίας αυτής. Προσέθεσε ότι «[τ]α επιχειρήματα που [προέβαλε] η SCC με το έγγραφο απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν [δικαιολογούσαν] διαφορετικό συμπέρασμα επί του ζητήματος αυτού» (αιτιολογική σκέψη 399 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα αυτά στοιχεία, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, από το 1996 τουλάχιστον, «η SCC και/ή οι θυγατρικές της SCTC και TCLT» ασκούσαν καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της WWTE και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνες εις ολόκληρον για τις πρακτικές που προσάπτονται στην τελευταία και να αποτελέσουν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Ο καθορισμός του ύψους των προστίμων

38      Στις αιτιολογικές σκέψεις 404 έως 458 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα των προστίμων που επρόκειτο να επιβληθούν στους αποδέκτες αυτής.

39      Η Επιτροπή καθόρισε το ύψος των προστίμων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των επίμαχων παραβάσεων, ήτοι τα δύο κριτήρια που διαλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (EE 2003, L 1, σ. 1), και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το οποίο, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των παραβάσεων αυτών (αιτιολογικές σκέψεις 404 και 405 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

40      Προκειμένου να καθορίσει το επιβληθησόμενο σε κάθε αποδέκτη πρόστιμο, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (EE 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), έστω και αν δεν αναφέρθηκε ρητώς στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε επίσης αν και σε ποιο βαθμό οι αποδέκτες ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην ανακοίνωση περί της συνεργασίας.

1.     Το αρχικό ποσό των προστίμων

41      Κατ’ αρχάς, στην αιτιολογική σκέψη 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή χαρακτήρισε τις παραβάσεις ως «πολύ σοβαρές», αφού εξέτασε, στις αιτιολογικές σκέψεις 408 έως 413 της αποφάσεως αυτής, τη φύση τους, τον συγκεκριμένο αντίκτυπό τους στην αγορά, την έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς και το μέγεθος της αγοράς του σχετικού προϊόντος.

42      Ακολούθως, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 415 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να «ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως και επομένως η πραγματική επίπτωση της παράνομης συμπεριφοράς της επί του ανταγωνισμού, προκειμένου το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του επιβληθέντος σε κάθε επιχείρηση προστίμου να είναι ανάλογο προς τη συμμετοχή της στην παράνομη συμπεριφορά για την οποία πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις».

43      Η Επιτροπή προέβη σε διάκριση μεταξύ, αφενός, της συμπράξεως των επιχειρήσεων μεταποιήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 416 έως 424 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, της συμπράξεως των εκπροσώπων των παραγωγών (αιτιολογικές σκέψεις 425 έως 431 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

44      Όσον αφορά τη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι «το ύψος των προστίμων έπρεπε να κλιμακώνεται ανάλογα με τη συμμετοχή του κάθε μέρους στην παράνομη συμπεριφορά και ανάλογα με τη θέση που κατείχε στην αγορά» (αιτιολογική σκέψη 416 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

45      Συναφώς, η Επιτροπή τόνισε ότι «[έπρεπε] να οριστεί το υψηλότερο αρχικό ποσό προστίμου για την Deltafina λόγω της σημαντικής θέσης που κατείχε στην αγορά, με δεδομένο ότι η Deltafina αποτελούσε τον κύριο αγοραστή του ισπανικού μεταποιημένου καπνού» (αιτιολογική σκέψη 417 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

46      Όσον αφορά τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η «συμμετοχή» αυτών στις παράνομες πρακτικές «[μπορούσε] να θεωρηθεί σε γενικές γραμμές παρόμοια» (αιτιολογική σκέψη 418 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, έκρινε ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα διάφορα μεγέθη και τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς και, επί της βάσεως αυτής, τις κατένειμε σε τρεις κατηγορίες.

47      Συνεπώς, η Επιτροπή κατέταξε την Cetarsa στην πρώτη κατηγορία, που χαρακτηρίσθηκε ως «ιδιαίτερη», με το αιτιολογικό ότι ήταν «με διαφορά η πρώτη ισπανική επιχείρηση μεταποιήσεως» και, ως εκ τούτου, έπρεπε να επιβληθεί σ’ αυτήν το υψηλότερο αρχικό ποσό (αιτιολογική σκέψη 419 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατέταξε την προσφεύγουσα και τη WWTE στη δεύτερη κατηγορία, επισημαίνοντας ότι οι επιχειρήσεις αυτές κατείχαν μερίδιο αγοράς περίπου 15 % εκάστη και έπρεπε να επιβληθεί σ’ αυτές το ίδιο αρχικό ποσό (αιτιολογική σκέψη 420 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Taes κατατάχθηκε στην τρίτη κατηγορία, με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω επιχείρηση κατείχε μερίδιο αγοράς μόνον 1,6 % και, κατά συνέπεια, έπρεπε να επιβληθεί σ’ αυτήν το χαμηλότερο αρχικό ποσό (αιτιολογική σκέψη 421 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

48      Δεύτερον, προκειμένου το πρόστιμο να έχει επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή θεώρησε ότι το ποσό που είχε καθοριστεί αρχικώς για τη WWTE έπρεπε να πολλαπλασιασθεί με συντελεστή 1,5 –ήτοι αύξηση της τάξεως του 50 %– και το ποσό που είχε καθοριστεί αρχικώς για την προσφεύγουσα με συντελεστή 2 –ήτοι αύξηση της τάξεως του 100 % (αιτιολογική σκέψη 423 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, έκρινε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, παρά το σχετικά περιορισμένο μερίδιό τους στην αγορά της αποκτήσεως ισπανικού ακατέργαστου καπνού, οι δύο αυτές επιχειρήσεις μεταποιήσεως ανήκαν σε πολυεθνικές εταιρίες που διαθέτουν σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ και ότι, «επιπλέον», οι δύο αυτές εταιρίες είχαν ενεργήσει «υπό την καθοριστική επιρροή των αντιστοίχων μητρικών εταιριών τους» (αιτιολογική σκέψη 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

49      Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών στοιχείων, η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσό των προστίμων, στην αιτιολογική σκέψη 424 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως εξής:

–        Deltafina: 8 000 000 ευρώ·

–        Cetarsa: 8 000 000 ευρώ·

–        προσφεύγουσα: 1 800 000 ευρώ x 2 = 3 600 000 ευρώ·

–        WWTE: 1 800 000 ευρώ x 1,5 = 2 700 000 ευρώ·

–        Taes: 200 000 ευρώ.

50      Όσον αφορά τη σύμπραξη των εκπροσώπων των παραγωγών, η Επιτροπή θεώρησε ότι έπρεπε να επιβληθεί συμβολικό μόνο πρόστιμο ύψους 1 000 ευρώ σε καθέναν από αυτούς (αιτιολογικές σκέψεις 425 και 430 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δικαιολόγησε την άποψή της βάσει του ότι «το νομικό πλαίσιο που διέπει τη συλλογική διαπραγμάτευση των τυποποιημένων συμβάσεων θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά τη νομιμότητα της συμπεριφοράς των εκπροσώπων των παραγωγών και των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στο συγκεκριμένο πλαίσιο της συλλογικής διαπραγματεύσεως των τυποποιημένων συμφωνιών» (αιτιολογική σκέψη 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τούτο δε στηριζόμενη σε ορισμένα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 427 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή τόνισε, επίσης, ότι «η διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων για τις τυποποιημένες συμβάσεις ήταν γενικώς δημοσίως γνωστά και […] καμία αρχή δεν αμφισβήτησε ποτέ τη συμβατότητά τους είτε προς το κοινοτικό δίκαιο είτε προς το ισπανικό δίκαιο πριν από την κίνηση της παρούσας διαδικασίας» (αιτιολογική σκέψη 429 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

2.     Το βασικό ποσό των προστίμων

51      Στις αιτιολογικές σκέψεις 432 και 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της διάρκειας της παραβάσεως που προσάπτεται στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και στην Deltafina. Καθόρισε τη διάρκεια αυτή σε πέντε έτη και τέσσερις μήνες, πράγμα που αντιστοιχεί σε παράβαση μακράς διάρκειας. Κατά συνέπεια, αύξησε κατά 50 % το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε σε εκάστη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και στην Deltafina.

52      Συνεπώς, τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι τα εξής:

–        Deltafina: 12 000 000 ευρώ·

–        Cetarsa: 12 000 000 ευρώ·

–        προσφεύγουσα: 5 400 000 ευρώ·

–        WWTE: 4 050 000 ευρώ·

–        Taes: 300 000 ευρώ·

–        ASAJA: 1 000 ευρώ·

–        UPA: 1 000 ευρώ·

–        COAG: 1 000 ευρώ·

–        CCAE: 1 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3.     Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις

53      Το βασικό ποσό του επιβληθέντος στην Deltafina προστίμου αυξήθηκε κατά 50 % λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων, με την αιτιολογία ότι η επιχείρηση αυτή πρωτοστάτησε στο πλαίσιο της συμπράξεως των επιχειρήσεων μεταποιήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 435 και 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

54      Στο πλαίσιο των ελαφρυντικών περιστάσεων, η Επιτροπή τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 437 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[ο]ι ίδιοι παράγοντες που εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 427 έως 429 [της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορούσαν] να εφαρμοστούν στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων μεταποιήσεως όσον αφορά αποκλειστικά τις δημόσιες διαπραγματεύσεις τους και τη σύναψη τυποποιημένων συμφωνιών (μεταξύ άλλων τις διαπραγματεύσεις επί των κλιμάκων τιμών και των συμπληρωματικών όρων) με τους εκπροσώπους των παραγωγών».

55      Στην αιτιολογική σκέψη 438 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι, όσον αφορά τις «μυστικές» συμφωνίες σχετικά με τις (μέγιστες) μέσες τιμές παράδοσης και την κατανομή των ποσοτήτων για κάθε ποικιλία ακατέργαστου καπνού που συνήφθησαν από τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, οι πρακτικές των τελευταίων αυτών επεκτάθηκαν σαφώς πέρα από το πεδίο του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου, των δημόσιων διαπραγματεύσεων και των συμφωνιών με τους εκπροσώπους των παραγωγών». Ωστόσο, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι «οι δημόσιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των παραγωγών και των επιχειρήσεων μεταποιήσεως [είχαν προσδιορίσει], τουλάχιστον ως έναν βαθμό, το ουσιαστικό πλαίσιο (ιδίως όσον αφορά τις ευκαιρίες συνεννόησης και υιοθέτησης κοινής θέσης) εντός του οποίου οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως [είχαν αναπτύξει], πέρα από την κοινή θέση που επρόκειτο να υιοθετήσουν στο πλαίσιο των δημόσιων διαπραγματεύσεων, τη μυστική στρατηγική τους ως προς τις (μέγιστες) μέσες τιμές παράδοσης και τις ποσότητες».

56      Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 54 και 55 ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει μέχρι ποσοστού 40 % τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και στην Deltafina (αιτιολογική σκέψη 438 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα ανήλθε, έτσι, στα 3 240 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 439 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4.     Το προβλεπόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο του προστίμου

57      Στις αιτιολογικές σκέψεις 440 έως 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το αν έπρεπε να προσαρμόσει τα βασικά ποσά που υπολογίσθηκαν ως άνω για τους διάφορους αποδέκτες, προκειμένου να μην υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

58      Στην αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, όταν οι εμπλεκόμενες εταιρίες ανήκουν σε έναν όμιλο και αποδεικνύεται ότι οι μητρικές εταιρίες αυτών των εταιριών έχουν ασκήσει καθοριστική επιρροή επί των τελευταίων αυτών και, κατά συνέπεια, οι μητρικές αυτές εταιρίες ευθύνονται εις ολόκληρον για την πληρωμή των προστίμων που επιβλήθηκαν στη θυγατρική τους, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών του ομίλου για να προσδιοριστεί το προαναφερθέν ανώτατο όριο.

59      Η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε, στην αιτιολογική σκέψη 442 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Dimon ευθυνόταν εις ολόκληρον για την πληρωμή του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 446 της αποφάσεως αυτής, ότι το ποσό του εν λόγω προστίμου δεν έπρεπε να προσαρμοσθεί, καθόσον ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών της Dimon ανερχόταν σε 1 271 700 000 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (USD) το 2003. Το ποσό του προστίμου της προσφεύγουσας, πριν από την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, παρέμεινε, συνεπώς, στα 3 240 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5.     Η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

60      Στις αιτιολογικές σκέψεις 448 έως 456 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έλαβε θέση επί της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας στην περίπτωση των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και της Deltafina.

61      Πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι οι ως άνω επιχειρήσεις ζήτησαν να τύχουν της εφαρμογής της ως άνω ανακοινώσεως προτού τους κοινοποιηθεί η ανακοίνωση των αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 449 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

62      Δεύτερον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σημείο Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας τυγχάνει εφαρμογής επί των επιχειρήσεων μεταποιήσεως. Η Επιτροπή τόνισε ότι, έστω και αν είχε ήδη στην κατοχή της το μεγαλύτερο μέρος των ουσιωδών στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη της παραβάσεως, οι πληροφορίες που της είχαν παράσχει οι ως άνω επιχειρήσεις την είχαν βοηθήσει να διαλευκάνει και να στοιχειοθετήσει την εν λόγω παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 450 και 451 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

63      Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε ότι η Taes, λαμβανομένης υπόψη της «ιδιαίτερα χρήσιμης» συνεργασίας της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά τη συμμετοχή της Deltafina στην παράβαση, και λαμβανομένου υπόψη ότι ουδέποτε αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, έπρεπε να τύχει μειώσεως κατά 40 % του προστίμου κατ’ εφαρμογήν του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας (αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

64      Τέταρτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι πληροφορίες που είχαν παράσχει η Cetarsa και η WWTE, καίτοι ήσαν σημαντικές, δεν αποδείχθηκαν εξίσου χρήσιμες, για τις έρευνές της, με εκείνες που είχε παράσχει η Taes (αιτιολογική σκέψη 453 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή εξέθεσε ότι η Cetarsa και η WWTE, απαντώντας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, είχαν υποστηρίξει ότι «η σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως σχετικά με τις (μέγιστες) μέσες τιμές παράδοσης, αφενός, και οι συμφωνίες που είχαν συναφθεί από τους παραγωγούς και τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως σχετικά με μια μέση τιμή ανά ομάδα παραγωγών, αφετέρου, ήσαν πανομοιότυπες και ότι, κατά συνέπεια, τα δυνητικά επιζήμια για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και των παραγωγών [αλληλοεξουδετερωνόντουσαν]», προτού τονίσει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αντιστοιχούσε στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να χορηγήσει στις δύο αυτές επιχειρήσεις μεταποιήσεως μείωση του προστίμου κατά 25 %, σύμφωνα με το σημείο Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

65      Πέμπτον, όσον αφορά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εν λόγω εταιρία της είχε, επίσης, παράσχει χρήσιμες πληροφορίες, αλλά ότι, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, είχε αμφισβητήσει τα πραγματικά περιστατικά «στον ίδιο βαθμό με την Cetarsa και τη WWTE» (αιτιολογική σκέψη 454 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή προσέθεσε ότι η προσφεύγουσα είχε αρνηθεί τον μυστικό χαρακτήρα των συμφωνιών των επιχειρήσεων μεταποιήσεως σχετικά με τις (μέγιστες) μέσες τιμές παράδοσης. Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, η Επιτροπή χορήγησε στην εταιρία αυτή μείωση του προστίμου κατά 20 %.

66      Έκτον, η Επιτροπή προέβη σε μείωση κατά 10 % του προστίμου που επιβλήθηκε στην Deltafina (αιτιολογική σκέψη 456 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6.     Το τελικό ποσό των προστίμων

67      Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή καθόρισε τα ποσά των προστίμων που έπρεπε να επιβληθούν στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων που ήσαν αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

–        Deltafina: 11 880 000 ευρώ·

–        Cetarsa: 3 631 500 ευρώ·

–        προσφεύγουσα: 2 592 000 ευρώ·

–        WWTE: 1 822 500 ευρώ·

–        Taes: 108 000 ευρώ·

–        ASAJA: 1 000 ευρώ·

–        UPA: 1 000 ευρώ·

–        COAG: 1 000 ευρώ·

–        CCAE: 1 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

68      Η Dimon κρίθηκε ότι ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου και οι SCC, SCTC και TCLT για την καταβολή του επιβληθέντος στη WWTE προστίμου (αιτιολογική σκέψη 458 και άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

69      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 22 Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

70      Την προηγούμενη ημέρα, οι SCC, SCTC και TCLT είχαν ασκήσει προσφυγή με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (υπόθεση T‑24/05) και η WWTE είχε ασκήσει προσφυγή με την οποία ζήτησε τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή (υπόθεση T‑37/05).

71      Στις 28 Ιανουαρίου 2005 η Dimon άσκησε προσφυγή με την οποία ζήτησε τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή (υπόθεση Τ‑41/05).

72      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Αυγούστου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με τις υποθέσεις T‑24/05, T‑37/05 και T‑41/05.

73      Η Επιτροπή επισήμανε στο Πρωτοδικείο, με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Σεπτεμβρίου 2005, ότι, κατά τη γνώμη της, η συνεκδίκαση των υποθέσεων δεν θα βελτίωνε αισθητά την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας και ότι επαφιόταν στην κρίση του Πρωτοδικείου ως προς την αποδοχή του αιτήματος περί συνεκδικάσεως.

74      Το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα περί συνεκδικάσεως.

75      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως προς τα αιτήματα αυτά.

76      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009.

77      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει μερικώς το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να μειώσει το ύψος του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

78      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

79      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους αντλούμενους από:

–        πρώτον, παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και έλλειψη αιτιολογίας·

–        δεύτερον, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως·

–        τρίτον, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης·

–        τέταρτον, παράβαση της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, καθώς και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως.

80      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη του αιτήματος περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι τρεις άλλοι λόγοι προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος περί μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως αυτής.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, από την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και από την έλλειψη αιτιολογίας

81      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έχει τρία σκέλη. Αμφότερα τα δύο πρώτα αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά το δεύτερο προβάλλεται επικουρικώς σε σχέση με το πρώτο. Το τρίτο σκέλος, που προβλήθηκε κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και από την έλλειψη αιτιολογίας. Το τρίτο σκέλος θα εξετασθεί πριν από το δεύτερο.

1.     Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, όσον αφορά την αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

82      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένως ότι η Dimon ευθύνεται εις ολόκληρον για την παράβαση και ότι, κατά συνέπεια, δεν εδικαιούτο να στηριχθεί επί του ενοποιημένου κύκλου εργασιών της τελευταίας αυτής για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Διευκρινίζει ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε κατά τη φορολογική χρήση πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ανερχόταν σε 8 163 815 ευρώ και φρονεί ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπερβαίνει συνεπώς κατά πολύ το εν λόγω ανώτατο όριο.

83      Προς στήριξη των επιχειρημάτων της, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα πραγματικά στοιχεία που επικαλέσθηκε η Επιτροπή για να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Dimon είναι αλυσιτελή και ότι δεν απεδείχθη επαρκώς ότι η τελευταία αυτή ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συμμετοχή της στις επίμαχες περιοριστικές πρακτικές.

84      Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα, αφού υπενθύμισε ότι διέθετε μια «τοπική διεύθυνση», επικαλείται τα ακόλουθα στοιχεία που κατ’ αυτήν αποδεικνύουν ότι έχαιρε πλήρους αυτοτέλειας όσον αφορά τις σχετικές με την αγορά ακατέργαστου καπνού δραστηριότητές της:

–        καμιά εταιρία από τον όμιλο Dimon δεν ασκούσε, άμεσο ή έμμεσο, έλεγχο επί των εν λόγω δραστηριοτήτων·

–        όταν εξαγοράστηκε από την Intabex, συνήψε με τον B., που ήταν γενικός διευθυντής της, μια «σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως» (στο εξής: σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως) με την οποία μεταβιβάστηκαν «εξ ολοκλήρου και αποκλειστικώς» στον τελευταίο αυτό οι σχετικές με τη διεύθυνση της εταιρίας εξουσίες και, ειδικότερα, οι εξουσίες που αφορούσαν τον σχεδιασμό και τη διαχείριση των αγορών (συμπεριλαμβανομένων της καταρτίσεως του ετήσιου προϋπολογισμού και της συνάψεως συμφωνιών με τις ομάδες παραγωγών)·

–        το διοικητικό της συμβούλιο ουδέποτε έθεσε σε εφαρμογή εσωτερικές διαδικασίες ή συστήματα με τα οποία ο B. να ήταν υποχρεωμένος να συμμορφωθεί και βάσει ουδενός στοιχείου της συμβάσεως προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως μπορεί να υποστηριχθεί ότι η δραστηριότητα του τελευταίου αυτού εξαρτιόταν από προηγούμενη έγκριση ή από εκ των υστέρων επικύρωση από το διοικητικό αυτό συμβούλιο·

–        κανένα μέλος του διοικητικού της συμβουλίου ή του προσωπικού της, πέραν του B., δεν είχε την εξουσία να μετέχει στη διαχείριση, στη διαπραγμάτευση ή στη σύναψη των συμβάσεων αγοράς ακατέργαστου καπνού ή να παρεμβαίνει στις συμβατικές σχέσεις με τους παραγωγούς·

–        όταν εξαγοράστηκε από την Intabex, η τελευταία αυτή διατήρησε τον B. στη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας και διόρισε τρία άλλα μέλη στο συμβούλιο αυτό, δύο εκ των οποίων προέρχονταν από τον όμιλο εταιριών Intabex (ήτοι οι T. και G.) και το τρίτο ήταν «ανεξάρτητος επαγγελματίας»·

–        η παλαιά ομάδα του B. που ήταν υπεύθυνη για τη διεύθυνση και τη διαχείριση των αγορών παρέμεινε στη θέση της μετά την εξαγορά της από την Intabex·

–        κανένα μέλος του διοικητικού της συμβουλίου δεν ήταν ταυτοχρόνως και μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων διευθύνσεως της Intabex ή της Dimon ούτε υπάλληλος των τελευταίων αυτών εταιριών·

–        δεν συμβουλεύθηκε ούτε την Dimon ούτε καμιά άλλη εταιρία του ομίλου Dimon όσον αφορά τη σχετική με τις αγορές πολιτική της ή τις επίμαχες περιοριστικές πρακτικές·

–        δεν έλαβε οδηγίες ούτε από την Dimon ούτε από καμιά άλλη εταιρία του ομίλου Dimon όσον αφορά τη συμμετοχή στις εν λόγω πρακτικές·

–        ο φάκελος της Επιτροπής δεν περιέχει καμία απόδειξη της άμεσης συμμετοχής της Dimon ή κάποιας άλλης εταιρίας του ομίλου Dimon στην παράβαση.

85      Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι διαβίβασε στην Dimon τις «εκθέσεις δραστηριοτήτων» και τις «επιτόπου εκθέσεις» που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι εκθέσεις αυτές είχαν διαβιβασθεί σε πρόσωπα που δεν μετείχαν στο διοικητικό της συμβούλιο ή στα όργανά της διευθύνσεως. Διευκρινίζει ότι ο λόγος για τον οποίο οι εκθέσεις αυτές μεταφράζονταν συστηματικά στα αγγλικά ήταν προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των καθηκόντων από τον T., ο οποίος δεν μιλούσε ισπανικά και ο οποίος, το 1998, εργαζόταν στην Dimon International Services Ltd., μια εταιρία του ομίλου Dimon εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο και παρέχουσα λειτουργικές υπηρεσίες. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι οι επίμαχες εκθέσεις αυτές αποστέλλονταν στον T. στην έδρα της εταιρίας αυτής, όχι υπό την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω εταιρίας, αλλά αποκλειστικά διότι αυτός εργαζόταν εκεί και ελάμβανε εκεί όλη την αλληλογραφία που προερχόταν από την προσφεύγουσα.

86      Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, ομοίως, καμία από τις επιστολές που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είχε αποσταλεί στην Dimon. Η προσφεύγουσα αντάλλαξε τις επιστολές αυτές με, αφενός, τον T., υπό την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού της συμβουλίου, και, αφετέρου, με τον S., ο οποίος κατείχε στην Dimon International Services, από το 2000, θέση συντονιστή των ενεργειών στην Ευρώπη. Προσθέτει ότι η πλειονότητα των επιστολών αυτών δεν είχε καμία σχέση με την αφορώσα την αγορά ακατέργαστου καπνού πολιτική της ή με τις προσαπτώμενες πρακτικές. Διευκρινίζει ότι, στις επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στον S. στις 30 Οκτωβρίου 2000 και 9 Μαΐου 2001, ο B. απλώς πληροφόρησε τον τελευταίο αυτό αορίστως και γενικώς σχετικά με ορισμένα δημόσια και γνωστά τοις πάσι γεγονότα, ήτοι την ύπαρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων σχετικά με τις τιμές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, αφενός, και των ομάδων παραγωγών και των γεωργικών συνδικάτων, αφετέρου. Όσον αφορά την τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998 του B., αυτή απεστάλη στην Dimon International Inc., και όχι στην Dimon, και αφορούσε μόνο ζητήματα σχετικά με τη σύμβαση πωλήσεως μεταποιημένου καπνού που η προσφεύγουσα είχε συνάψει με την Deltafina πριν από την ένταξή της στον όμιλο Dimon.

87      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον ρόλο και τις λειτουργίες που η Επιτροπή αποδίδει στους T. και S., επικαλούμενη τα ακόλουθα στοιχεία:

–        από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο T. διαβίβαζε στην Dimon τις πληροφορίες που ελάμβανε με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας ή ότι επόπτευε την αφορώσα τις αγορές πολιτική της τελευταίας αυτής προκειμένου να ενημερώνει σχετικώς την Dimon·

–        ο T. δεν ασκούσε σημαντικά καθήκοντα στο πλαίσιο του ομίλου Dimon και δεν ήταν επιφορτισμένος με την ένταξη των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας στον όμιλο αυτό·

–        τον Αύγουστο του 1998, κατόπιν μιας διαφοράς μεταξύ της Dimon και της οικογένειας του T., ο τελευταίος αυτός έπαυσε να αποτελεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Dimon International Services·

–        ο T. δεν αποτέλεσε παρά προσωρινώς μέλος του διοικητικού συμβουλίου άλλων –«όχι ιδιαίτερα σημαντικών»– εταιριών του ομίλου Dimon·

–        ο S., κατά τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβε τις δύο επιστολές που αφορούσαν τις επίδικες περιοριστικές πρακτικές, ήταν υπάλληλος της Dimon International Services και δεν μετείχε στο διοικητικό συμβούλιο καμιάς από τις εταιρίες του ομίλου Dimon·

–        ο S. ουδέποτε άσκησε δραστηριότητες σε σχέση με την αφορώσα τις αγορές ακατέργαστου καπνού πολιτική της προσφεύγουσας και ουδέποτε υπήρξε υπάλληλος της Dimon ούτε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου.

88      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τη νομολογία που επικαλέσθηκε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 371 έως 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως δε από τις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι το γεγονός ότι μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της δεν αρκεί, αυτό και μόνο, για να τεκμαρθεί ότι ασκεί καθοριστική επιρροή επί της τελευταίας αυτής. Για να μπορεί να καταλογισθεί σε μια μητρική εταιρία η παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της, είναι αναγκαία πρόσθετα στοιχεία σχετικά με το ποσοστό συμμετοχής, ειδικότερα όταν, όπως εν προκειμένω, οι εμπλεκόμενες εταιρίες αντιτάχθηκαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, στην εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού.

89      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τέτοια στοιχεία δεν υφίστανται εν προκειμένω. Ειδικότερα, εμμένει στο γεγονός ότι η Dimon δεν ασκούσε έλεγχο στη σχετική με την αγορά ακατέργαστου καπνού πολιτική της και ότι δεν απεδείχθη ότι η τελευταία αυτή είχε άμεση συμμετοχή στην παράβαση ή της έδωσε εντολή να τη διαπράξει. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι μια μητρική εταιρία έλαβε κάποια στιγμή ασαφείς πληροφορίες σχετικά με ορισμένες περιοριστικές πρακτικές στις οποίες προέβη η θυγατρική της ουδέποτε θεωρήθηκε «αυτό καθαυτό και μεμονωμένα» αρκετό για θεωρηθεί η πρώτη υπεύθυνη για την παραβατική συμπεριφορά της δεύτερης. Κατά τη νομολογία, είναι απαραίτητο η μητρική εταιρία να ήταν διαρκώς ενήμερη σχετικά με τις ενέργειες της συμπράξεως και να ήταν συνεπώς σε θέση να γνωρίζει πολύ λεπτομερώς τις περιοριστικές πρακτικές στις οποίες προέβη η θυγατρική της. Η προσφεύγουσα όμως ουδέποτε γνωστοποίησε στην Dimon στοιχεία σχετικά με την αφορώσα τις αγορές πολιτική της, ακόμη δε λιγότερο σχετικά με τις προσαπτώμενες πρακτικές.

90      Η Επιτροπή φρονεί ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

91      Πρώτον, η Επιτροπή προβάλλει μια σειρά εκτιμήσεων σχετικά με την έννοια της επιχειρήσεως στο δίκαιο του ανταγωνισμού και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια μητρική εταιρία μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, η Επιτροπή εκθέτει, αναφερόμενη στην απόφαση AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, ότι πρέπει όχι μόνον η μητρική εταιρία να είναι σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, αλλά και εμπράκτως να έχει κάνει χρήση της επιρροής αυτής.

92      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο σκέψη 91 ανωτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η εν λόγω προϋπόθεση απαιτεί να έχει δώσει η μητρική εταιρία εντολή στη θυγατρική της να παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η νομολογία, ορίζοντας την προϋπόθεση αυτή, παραπέμπει σταθερά στην έλλειψη αυτονομίας της θυγατρικής κατά τον καθορισμό της συμπεριφοράς της στην αγορά, τούτο δε χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένη σχέση με την παραβατική συμπεριφορά.

93      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, μεταξύ των στοιχείων που είναι ικανά να αποδείξουν την έμπρακτη άσκηση ελέγχου στην πολιτική της θυγατρικής εταιρίας, περιλαμβάνεται το γεγονός ότι η μητρική εταιρία εκπροσωπείται στο εσωτερικό του διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω θυγατρικής. Προσθέτει δε ότι μια θυγατρική έχει λιγότερες πιθανότητες να είναι αυτόνομη όταν δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά με αυτήν της μητρικής της ή σε αγορά στενά συνδεδεμένη. Εκτός των γενικών αυτών στοιχείων, ορισμένα ειδικά στοιχεία μπορούν να συμβάλουν στην απόδειξη ότι η μητρική εταιρία συμμετέχει στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής της ή ότι έχει θέσει σε εφαρμογή μηχανισμούς που της παρέχουν τη δυνατότητα να εποπτεύει τις δραστηριότητές της.

94      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η νομολογία έχει δεχθεί ότι, οσάκις η θυγατρική ανήκει στη μητρική εταιρία κατά 100 %, τεκμαίρεται ότι η τελευταία αυτή έκανε χρήση της εξουσίας ασκήσεως επιρροής επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της. Η μητρική εταιρία μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό προσκομίζοντας στοιχεία από τα οποία να μπορεί να προκύψει ότι η εν λόγω θυγατρική συμπεριφέρεται στην πραγματικότητα κατά τρόπο αυτόνομο στην αγορά.

95      Δεύτερον, η Επιτροπή υπενθυμίζει τους λόγους για τους οποίους θεώρησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Dimon έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η προσφεύγουσα.

96      Πρώτον, η Επιτροπή αναφέρει ότι, από το δεύτερο εξάμηνο του 1997, η Dimon κατέχει, μέσω της Intabex, το σύνολο του κεφαλαίου της προσφεύγουσας, οπότε μπορούσε να τεκμαρθεί ότι ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της τελευταίας αυτής.

97      Δεύτερον, η Επιτροπή διατείνεται ότι το τεκμήριο αυτό επιβεβαιώθηκε και από άλλα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελό της. Συναφώς, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή τονίζει ότι η αγορά και η πώληση καπνού αποτελούν το ουσιώδες τμήμα των δραστηριοτήτων του ομίλου Dimon, ότι η Dimon αγοράζει, από το 1999, ένα μεγάλο τμήμα του μεταποιημένου καπνού της προσφεύγουσας και ότι η Dimon συνήψε με την Cetarsa και την Deltafina διάφορες συμβάσεις αφορώσες, αντιστοίχως, την υπεργολαβία και την πώληση του καπνού της προσφεύγουσας. Ακολούθως, η Επιτροπή εκθέτει ότι η προσφεύγουσα προετοίμαζε «εκθέσεις δραστηριοτήτων» και «επιτόπου εκθέσεις» που περιέγραφαν λεπτομερώς τις δραστηριότητές της και, μεταξύ άλλων, τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, καθώς και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις με τους παραγωγούς. Υπογραμμίζει ότι ο T., με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας και άλλων εταιριών του ομίλου Dimon και, επομένως, του ενδιαμέσου που ενεργούσε για λογαριασμό της Dimon, ελάμβανε αντίγραφα των εκθέσεων αυτών. Τέλος, η Επιτροπή αναφέρεται στις επιστολές που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκθέτοντας μεταξύ άλλων ότι ορισμένες από αυτές αφορούσαν τις επίμαχες περιοριστικές πρακτικές και απευθύνονταν στον T. ή στον S., οι οποίοι ενεργούσαν εξ ονόματος της Dimon, ενώ άλλες αφορούσαν τις συμβάσεις μεταποιήσεως ή πωλήσεως καπνού που είχε συνάψει η Dimon με τις Cetarsa και Deltafina.

98      Τρίτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ούτε η προσφεύγουσα ούτε η Dimon κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 94 ανωτέρω. Εκτιμά ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα διαθέτει μια δική της τοπική διεύθυνση δεν αρκεί, αυτό καθαυτό, για να αποδειχθεί ότι ενεργούσε αυτοτελώς και σημειώνει ότι η σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως προβλέπει ότι ο B. υπόκειται στα «συστήματα» και στις «διαδικασίες» που επιβάλλονται από το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

99      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 59) και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 112).

100    Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να νοείται ως οικονομική οντότητα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή οντότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, Συλλογή 2006, σ. I‑11987, σκέψη 40, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3319, σκέψη 85).

101    Οσάκις η οικονομική αυτή οντότητα παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 145, της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9693, σκέψη 78, καθώς και της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψη 39).

102    Όσον αφορά το ζήτημα των περιστάσεων υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί κύρωση σε ένα νομικό πρόσωπο το οποίο ωστόσο δεν έχει διαπράξει την παράβαση, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 29 ανωτέρω απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψεις 132 και 133, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, 52/69, Geigy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189, και της 21ης Φεβρουαρίου 1973, 6/72, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 445, σκέψη 15), λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα στη σκέψη 99 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 117, καθώς και προπαρατεθείσα στη σκέψη 101 ανωτέρω απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 49).

103    Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναπαρτίζουν την ίδια οικονομική οντότητα και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στις σκέψεις 99 και 100 ανωτέρω νομολογίας. Επομένως, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 58).

104    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκείται στη διαπίστωση του ότι η μητρική εταιρία είναι σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, αλλά πρέπει επίσης να εξετάζει αν η επιρροή αυτή όντως ασκήθηκε (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες στη σκέψη 29 ανωτέρω αποφάσεις Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 137, και AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 50).

105    Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 29 ανωτέρω απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψεις 136 και 137) και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες στη σκέψη 29 ανωτέρω αποφάσεις AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 50, και απόφαση PVC II, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 961 και 984).

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η εν λόγω μητρική, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα στη σκέψη 29 ανωτέρω απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 29).

107    Μολονότι το Δικαστήριο, στις σκέψεις 28 και 29 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 29 ανωτέρω αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, έκανε λόγο, πέραν της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής, και για άλλες περιστάσεις, όπως είναι η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις, το Δικαστήριο παρέθεσε τις περιστάσεις αυτές μόνον προκειμένου να εκθέσει το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το Πρωτοδικείο στήριξε τη συλλογιστική του και όχι για να εξαρτήσει την εφαρμογή του τεκμηρίου, περί του οποίου έγινε λόγος στη σκέψη 105 ανωτέρω, από την παροχή πρόσθετων ενδείξεων όσον αφορά την εκ μέρους της μητρικής εταιρίας πραγματική άσκηση επιρροής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 57).

108    Τέλος, διευκρινίζεται ότι το τεκμήριο που στηρίζεται στην κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας, αλλά και στις περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω, κατά τις οποίες η σχέση αυτή είναι έμμεση, λόγω παρεμβαλλόμενης θυγατρικής.

109    Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις που έχουν διαπράξει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρόστιμα ύψους μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από εκάστη των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση. Η ίδια ένδειξη περιλαμβανόταν στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

110    Ο κύκλος εργασιών τον οποίον αναφέρουν οι διατάξεις αυτές αφορά, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 119, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 367, και της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 533), δηλαδή της επιχειρήσεως στην οποία καταλογίζεται η παράβαση και η οποία κρίνεται, ως εκ τούτου, υπεύθυνη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψη 181, και της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 116).

111    Όσον αφορά την έννοια του «προηγούμενου οικονομικού έτους» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η έννοια αυτή πρέπει να νοείται ως αφορώσα το οικονομικό έτος πριν από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις όπου ο κύκλος εργασιών του οικονομικού αυτού έτους δεν παρέχει καμία χρήσιμη ένδειξη σχετικά με την πραγματική οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως και το κατάλληλο επίπεδο του προστίμου που πρέπει να της επιβληθεί (βλ., κατά την έννοια αυτή απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψεις 25, 29 και 30), πράγμα το οποίο δεν ισχύει εν προκειμένω.

112    Επομένως, το ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους είναι αν η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει βασίμως ότι, εν προκειμένω, η οικεία επιχείρηση αποτελούνταν από την προσφεύγουσα και την εταιρία που βρίσκεται επικεφαλής του ομίλου στον οποίο αυτή ανήκει, ήτοι την Dimon. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 109 έως 111 ανωτέρω, ότι ορθώς η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 442 και 446 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έλαβε υπόψη τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Dimon το 2003 για την εφαρμογή του προαναφερθέντος ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών.

113    Για να εξετασθεί το εν λόγω ερώτημα, πρέπει, κατ’ αρχάς, να καθοριστούν τα κριτήρια τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της, καθώς και το αν τα κριτήρια αυτά είναι συμβατά προς τις αρχές που έχει συναφώς καθιερώσει η νομολογία, και, στη συνέχεια, να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς τα κριτήρια αυτά για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ της προσφεύγουσας και της Dimon.

 Επί των κριτηρίων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της

114    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της και, εν συνεχεία, να τη συμπεριλάβει, μαζί με τη θυγατρική, στους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής κρίνοντας ότι ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στην εν λόγω θυγατρική προστίμου, ακολούθησε την εξής συλλογιστική.

115    Η Επιτροπή στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι ο καταλογισμός αυτός είναι δυνατός όταν η μητρική εταιρία και η θυγατρική της συναπαρτίζουν την ίδια οικονομική οντότητα και, ως εκ τούτου, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ. αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

116    Το κεντρικό στοιχείο στο οποίο βασίστηκε η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία εμπίπτουν στην περίπτωση αυτή είναι η έλλειψη αυτονομίας της θυγατρικής όσον αφορά τη συμπεριφορά της στην αγορά (βλ. αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως), θεωρώντας ότι η εν λόγω έλλειψη αυτονομίας απορρέει από την εκ μέρους της μητρικής εταιρίας άσκηση «καθοριστικής επιρροής» στη συμπεριφορά της θυγατρικής της (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 18, 372, 373, 378, 380, 381, 383, 391, 392, 397, 399, 400, 422 και 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

117    Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να αρκεστεί στη διαπίστωση ότι η μητρική εταιρία ήταν σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, αλλά ότι όφειλε να αποδείξει ότι η επιρροή αυτή είχε όντως ασκηθεί (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 18, 376, 384, 391, 392, 397, 399 και 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

118    Επομένως, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι η ευθύνη για τη συμπεριφορά της Cetarsa δεν ήταν καταλογιστέα στη μητρική της Sepi, η οποία κατείχε το 80 % του κεφαλαίου της πρώτης, είναι ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν διέθετε στον φάκελό του κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να προκύψει ότι η θυγατρική εταιρία δεν καθόριζε αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά.

119    Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν καταλόγισε ούτε στην Universal ούτε στην κατά 100 % θυγατρική της, την Universal Leaf, την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της κατά 90 % θυγατρικής της Taes, έγκειται στο ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν διέθετε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εταιρίες αυτές ασκούσαν καθοριστική επιρροή στην Taes.

120    Η Επιτροπή θέλησε να εφαρμόσει τις ίδιες αρχές και στην περίπτωση των μητρικών εταιριών της WWTE, όσον αφορά την περίοδο πριν από τον Μάιο του 1998. Επομένως, αρχικώς, προσπάθησε να αποδείξει ότι οι μητρικές αυτές εταιρίες ασκούσαν έλεγχο στην WWTE από κοινού με τον πρόεδρο της εταιρίας αυτής και δύο μέλη της οικογενείας του, υπονοώντας με τον τρόπο αυτό ότι οι εν λόγω εταιρίες ήταν σε θέση να ασκούν καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της εταιρίας αυτής (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 388 έως 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν συνεχεία, η Επιτροπή, στηριζόμενη σε μια σειρά στοιχείων που εκτέθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιχείρησε να αποδείξει ότι οι εν λόγω μητρικές εταιρίες ασκούσαν όντως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της WWTE (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 391, 392 και 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

121    Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, μπορούσε, κατά τη νομολογία, να τεκμαρθεί ότι η πρώτη ασκούσε όντως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της δεύτερης (βλ. αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

122    Ωστόσο, εν προκειμένω, η Επιτροπή, προκειμένου να καταλογίσει στις ευρισκόμενες σε παρόμοια κατάσταση μητρικές εταιρίες την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική τους, επέλεξε να μην αρκεστεί στη χρήση του τεκμηρίου αυτού, αλλά να στηριχθεί επίσης σε πραγματικά στοιχεία με σκοπό να αποδείξει ότι οι εν λόγω μητρικές εταιρίες ασκούσαν εμπράκτως καθοριστική επιρροή στη θυγατρική τους και, ως εκ τούτου, να επιβεβαιώσει την ορθότητα του εν λόγω τεκμηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 372, 375, 376 και 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

123    Έτσι, από την αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ρητώς ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν καταλόγισε στις μητρικές της Deltafina εταιρίες, τόσο στην επικεφαλής του ομίλου όσο και στην ενδιάμεση, ήτοι στις Universal και Universal Leaf, την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής τους, παρά το γεγονός ότι την ήλεγχαν κατά 100 %, έγκειται στο ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν διέθετε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εταιρίες αυτές ασκούσαν όντως καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής αυτής. Η αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια αυτή, μολονότι η διατύπωσή της είναι ελαφρώς διφορούμενη. Ειδικότερα, καίτοι αληθεύει ότι η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική αυτή σκέψη, ότι ο φάκελός της δεν περιέχει «καμία ένδειξη σχετικά με ουσιαστική συμμετοχή της Universal […] και της Universal Leaf στα πραγματικά περιστατικά που εξετάζονται στην [προσβαλλόμενη απόφαση]», ωστόσο, η αναφορά αυτή, συνδυαζόμενη με την αιτιολογική σκέψη 18 της αποφάσεως αυτής και εντασσόμενη στο πλαίσιο αυτής, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν θεώρησε υπεύθυνες τις δύο αυτές μητρικές εταιρίες –ή οποιαδήποτε άλλη μητρική εταιρία– έγκειται στη μη εμπλοκή τους στην παράβαση.

124    Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει εξίσου ρητώς ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν θεώρησε την Intabex υπεύθυνη για την παραβατική συμπεριφορά της προσφεύγουσας, παρά το γεγονός ότι την ήλεγχε κατά 100 %, έγκειται στην έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ως προς την εκ μέρους της Intabex άσκηση καθοριστικής επιρροής επί της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι η συμμετοχή της μητρικής είχε αμιγώς χρηματοοικονομικό χαρακτήρα (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

125    Αντιθέτως, ακριβώς για τον λόγο ότι, όσον αφορά την περίοδο μετά τον Μάιο του 1998, υπήρχαν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις μητρικές εταιρίες της WWTE, τα οποία μάλιστα επέτειναν τη σημασία της κατοχής, εκ μέρους των μητρικών αυτών εταιριών, του συνόλου –ή, κατά τη διάρκεια μερικών μηνών μόνον, σχεδόν του συνόλου– του κεφαλαίου της θυγατρικής τους, η Επιτροπή τελικώς καταλόγισε την ευθύνη για την παράβαση στις εν λόγω μητρικές εταιρίες (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 375, 393, 396 και 398 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

126    Η Επιτροπή θέλησε να ακολουθήσει την ίδια μέθοδο και στην περίπτωση της Dimon. Έτσι, η Επιτροπή, προκειμένου να καταλογίσει στην τελευταία αυτή την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της προσφεύγουσας από το δεύτερο εξάμηνο του 1997, δεν αρκέστηκε στο να στηριχθεί στο τεκμήριο που απορρέει από το πραγματικό γεγονός ότι η Dimon κατείχε το σύνολο του κεφαλαίου της προσφεύγουσας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 375, 377 και 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αλλά έλαβε επίσης υπόψη ορισμένα πρόσθετα στοιχεία που αποδείκνυαν την εκ μέρους της Dimon έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής στη συμπεριφορά της ίδιας αυτής εταιρίας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 375 και 378 έως 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

127    Τούτο μπορεί να συναχθεί, μεταξύ άλλων, από τη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έστω και αν στην αιτιολογική αυτή σκέψη αναφέρεται ότι τα εν λόγω πρόσθετα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η Dimon ήταν «σε θέση» να ασκήσει μια τέτοια επιρροή (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Είναι αληθές ότι, όπως το αναγνωρίζει και η ίδια η Επιτροπή στην απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η περίοδος αυτή θα μπορούσε να είχε «διατυπωθεί σαφέστερα». Ωστόσο, αν συνδυασθεί με τις αιτιολογικές σκέψεις 372 και 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και με την πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 378 της αποφάσεως αυτής, η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί να νοηθεί παρά υπό την έννοια που περιγράφηκε στη σκέψη 126 ανωτέρω.

128    Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε αν μπορούσαν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι οικείες θυγατρικές εταιρίες (και/ή οι μητρικές τους εταιρίες) με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων με σκοπό να αποδείξουν ότι συμπεριφέρονταν αυτοτελώς στην αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 381 και 399 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έτσι, όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Dimon, η Επιτροπή τα απέρριψε ως μη καθοριστικά, τονίζοντας, ειδικότερα, ότι «η ύπαρξη μιας τοπικής διευθύνσεως της ισπανικής θυγατρικής της δεν [απέκλειε] τη δυνατότητα της Dimon να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής αυτής» (αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

129    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή επέλεξε τη μέθοδο που εκτέθηκε στις σκέψεις 115 έως 117, 121 και 122 ανωτέρω όχι μόνο για τις ηγετικές μητρικές εταιρίες, αλλά και για τις ενδιάμεσες μητρικές εταιρίες, όπως τούτο προκύπτει –όσον αφορά τις τελευταίες– και από την περίπτωση των Universal Leaf, Intabex, SCTC και TCLT.

130    Πρέπει να προστεθεί ότι η εν λόγω μέθοδος –υπό την επιφύλαξη της απαντήσεως στο ερώτημα αν η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε ορθώς στην περίπτωση της προσφεύγουσας, ερώτημα που θα εξεταστεί κατωτέρω– είναι απολύτως σύμφωνη με τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία στον τομέα αυτό και οι οποίες υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 99 έως 108 ανωτέρω.

131    Βεβαίως, όσον αφορά την ειδική περίπτωση μητρικής εταιρίας κατέχουσας το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στο τεκμήριο που καθιέρωσε η νομολογία (βλ. σκέψεις 105 και 106 ανωτέρω) για να αποδείξει ότι η πρώτη ασκούσε εμπράκτως καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της δεύτερης, αλλά έλαβε επίσης υπόψη πρόσθετα πραγματικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την επιρροή αυτή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε, στο πλαίσιο αυτό, ότι, λαμβανομένου υπόψη του σταδίου εξελίξεως της σχετικής νομολογίας κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχε επιλέξει να ενεργήσει με σύνεση.

132    Εντούτοις, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή αύξησε απλώς το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται για να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η συνδρομή της προϋποθέσεως που αφορά την έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής, σεβόμενη ταυτοχρόνως πλήρως τη θεμελιώδη έννοια της οικονομικής οντότητας που στηρίζει όλη τη νομολογία σχετικά με τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβάσεις στα νομικά πρόσωπα που συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση.

133    Διευκρινίζεται ότι, οσάκις, σε μια υπόθεση με αντικείμενο παράβαση στην οποία εμπλέκονται πολλές διαφορετικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή υιοθετεί, εντός του πλαισίου που έχει οριοθετήσει η νομολογία, ορισμένη μέθοδο για να καθορίσει αν πρέπει να καταλογισθεί η ευθύνη τόσο στις θυγατρικές που υπήρξαν οι φυσικοί αυτουργοί της παράβασης όσο και στις μητρικές τους εταιρίες, το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, να εφαρμόζει προς τούτο τα ίδια κριτήρια για όλες τις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία, κατά πάγια νομολογία, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1129, σκέψη 309). Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή συμφωνεί εξάλλου με την ανωτέρω άποψη όταν, με την αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνει ότι «ακόμα και αν οι συγκεκριμένες περιστάσεις που είναι ικανές να οδηγήσουν την Επιτροπή […] να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της ποικίλλουν ενδεχομένως από υπόθεση σε υπόθεση, εντούτοις δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εφόσον οι αρχές που διέπουν τον καταλογισμό της ευθύνης εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο».

 Επί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας απαρτιζόμενης από την προσφεύγουσα και την Dimon

134    Πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς τα κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 115 έως 117, 121 και 122 ανωτέρω προκειμένου να συναγάγει ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα απαρτιζόμενη από την προσφεύγουσα και την Dimon από το δεύτερο εξάμηνο του 1997 και, επομένως, να θεωρήσει ότι η τελευταία αυτή ευθύνεται εις ολόκληρον για την παράβαση και για την καταβολή του προστίμου, καθώς και να τη συμπεριλάβει στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

135    Δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου που εκτείνεται από την 18η Νοεμβρίου 1997 μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Dimon κατείχε, μέσω της Intabex, το σύνολο του κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Δεν μπορεί συνεπώς να αμφισβητηθεί ότι, καθ’ όλη την περίοδο αυτή, η Dimon ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της τελευταίας αυτής (βλ. σκέψη 105 ανωτέρω).

136    Πρέπει, επομένως, να εξακριβωθεί αν, όσον αφορά την ίδια περίοδο, επληρούτο επίσης η προϋπόθεση που αφορά την έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής από την Dimon, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

137    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τις θυγατρικές οι οποίες ελέγχονται κατά 100 % από τις μητρικές τους, η Επιτροπή επέλεξε να μην αρκεστεί στο να στηριχθεί στο τεκμήριο που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 105, 106 και 121 ανωτέρω προκειμένου να καταλογίσει στις μητρικές αυτές την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξαν οι θυγατρικές τους, αλλά να λάβει επίσης υπόψη πρόσθετα στοιχεία που αποδείκνυαν την έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής (βλ. σκέψεις 122 έως 127 ανωτέρω).

138    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, προστιθέμενα στο στοιχείο της εκ μέρους της Dimon κατοχής του συνόλου του κεφαλαίου της προσφεύγουσας, αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον ότι, κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, η πρώτη ασκούσε εμπράκτως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της δεύτερης. Τα στοιχεία αυτά περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις υποσημειώσεις 303 έως 305 της αποφάσεως αυτής. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για διάφορες εκθέσεις και επιστολές που προέρχονται από την προσφεύγουσα και που προορίζονται, κατά την Επιτροπή, για την Dimon.

139    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα πρέπει να εξακριβωθεί αν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας, όπως εκτέθηκαν στη σκέψη 84 ανωτέρω, καθιστούν δυνατή την αναίρεση του συμπεράσματος αυτού.

–       Επί των «εκθέσεων δραστηριοτήτων» και των «επιτόπου εκθέσεων»

140    Η Επιτροπή επικαλείται μια σειρά «εκθέσεων δραστηριοτήτων» και «επιτόπου εκθέσεων» που συντάχθηκαν από την προσφεύγουσα, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι στις εκθέσεις αυτές γινόταν συχνά λόγος για τις επίμαχες παράνομες πρακτικές. Οι εκθέσεις αυτές, οι οποίες είναι δεκατέσσερις και καλύπτουν την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1998 έως τον Μάιο του 2001, απαριθμούνται στην προαναφερθείσα υποσημείωση 303 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

141    Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι οι εν λόγω εκθέσεις περιέχουν λεπτομερείς πληροφορίες όχι μόνον σχετικά με διάφορες πτυχές των εμπορικών δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας, όπως είναι η διεξαγωγή των εκστρατειών αγοράς ακατέργαστου καπνού (αγορασθείσες ποσότητες, τιμές αγοράς κ.λπ.), οι μεταποιηθείσες ποσότητες ακατέργαστου καπνού και οι συμβάσεις που συνήφθησαν με την Cetarsa για την κοπή μέρους του καπνού της, σχετικά με τις νομοθετικές εξελίξεις στον τομέα του καπνού και τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της Anetab, καθώς και με τις γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και ομάδες παραγωγών, αλλά επίσης –όπως τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως– σχετικά με τις επίμαχες παράνομες πρακτικές.

142    Ακολούθως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον φάκελο προκύπτει ότι οι επίμαχες εκθέσεις είχαν προετοιμασθεί από τον B. και ότι, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η προσφεύγουσα, απευθύνονταν στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της.

143    Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει να τονιστεί ότι, την ημέρα που αγόρασε το σύνολο των μετοχών της προσφεύγουσας, η Dimon –ενεργώντας μέσω της κατά 100 % θυγατρικής της, της Intabex, που κατείχε μόνο μια αμιγώς χρηματοοικονομική συμμετοχή στην προσφεύγουσα– αντικατέστησε τρία από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτού, διορίζοντας σε αυτό, μεταξύ άλλων, δύο πρόσωπα (τους G. και T.) που ασκούσαν τότε καθήκοντα στο πλαίσιο άλλων εταιριών του ομίλου Dimon. Έτσι, κατά την περίοδο αυτή, ο G. ήταν επίσης εκτελεστικός διευθυντής της Compañia de Filipinas, SA, μια θυγατρικής της Intabex που είχε την έδρα της στην Ισπανία και δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή σκούρου καπνού, και ο T. ήταν επίσης υπάλληλος της Dimon International Services και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής (μέχρι τον Αύγουστο του 1998).

144    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, ειδικότερα, να τονιστεί η σημασία των καθηκόντων που ασκούσε ο T. στο πλαίσιο του ομίλου Dimon. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας καθ’ όλη την παραβατική περίοδο και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Dimon International Services μέχρι τον Αύγουστο του 1998, ο T. συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο δύο άλλων εταιριών του ομίλου Dimon, ήτοι της Intabex Holding Worldwide, SA (από το 1998 έως το 1999) και της LRH Travel Ltd (μέχρι τον Νοέμβριο του 2000). Επιπλέον, όπως ανέφερε και η προσφεύγουσα στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, του είχε ανατεθεί «να εξασφαλίσει την ουσιαστική συγχώνευση του ομίλου Intabex με τον όμιλο Dimon». Σε αυτό προστίθεται το γεγονός ότι, όπως θα εξηγηθεί λεπτομερέστερα στη σκέψη 160 κατωτέρω, από διάφορες επιστολές που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα συμβουλευόταν τον T. σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν τις εμπορικές της δραστηριότητες ή ζητούσε τη συμφωνία του πριν από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι ο T. ενεργούσε εξ ονόματος της εταιρίας που ήταν επικεφαλής του ομίλου Dimon, ήτοι της Dimon, και λειτουργούσε ως ενδιάμεσος μεταξύ αυτής και της προσφεύγουσας. Το γεγονός ότι είχε προκύψει κάποια διαφορά μεταξύ του T. και της Dimon, που οδήγησε την τελευταία αυτή να θέσει τέρμα, τον Αύγουστο του 1998, στα καθήκοντά του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Dimon International Services, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, μετά την ημερομηνία αυτή, ο T. συνέχισε όχι μόνον να εργάζεται στην εταιρία αυτή, αλλά και να αποτελεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας, της Intabex Holding Worldwide και της LRH Travel.

145    Τα στοιχεία που εκτέθηκαν στις σκέψεις 142 έως 144 ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η Dimon, μέσω των μελών που είχε διορίσει στο διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας και, ειδικότερα, του T., σκόπευε να εποπτεύει τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας και να επιτύχει την ανάπτυξή τους σύμφωνα με την εμπορική πολιτική του ομίλου Dimon. Επομένως, έστω και αν, τυπικώς, οι επίμαχες «εκθέσεις δραστηριοτήτων» και οι «επιτόπου εκθέσεις» διαβιβάζονταν στα εν λόγω μέλη και όχι ευθέως στην ίδια την Dimon, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εταιρία αυτή ήταν ενήμερη για το περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών και, ειδικότερα, για τις επίμαχες παράνομες πρακτικές. Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός, που τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω εκθέσεις μεταφράζονταν συστηματικά από τα ισπανικά στα αγγλικά, που είναι η γλώσσα εργασίας της Dimon.

146    Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η Dimon, η οποία ήταν αδιαμφισβήτητα σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας (βλ. σκέψεις 105 και 135 ανωτέρω), ουδέποτε εξέφρασε την αντίθεσή της προς τις παράνομες πρακτικές τις οποίες συνεπώς γνώριζε και ουδέν μέτρο έλαβε έναντι της θυγατρικής της με σκοπό να εμποδίσει την εξακολούθηση της εμπλοκής της στην παράβαση, τούτο δε παρά τον κίνδυνο ποινικών διώξεων ή αγωγών αποζημιώσεων εκ μέρους τρίτων τον οποίο διέτρεχε συμπεριφερόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή θεμιτώς μπορούσε εντεύθεν να συναγάγει ότι η Dimon ενέκρινε σιωπηρώς την εν λόγω συμμετοχή και να θεωρήσει ότι η εν λόγω συμπεριφορά συνιστούσε πρόσθετη ένδειξη της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στη συμπεριφορά της θυγατρικής της.

–       Επί των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ της προσφεύγουσας και της Dimon

147    Η Επιτροπή στηρίζεται επίσης σε ορισμένες επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ της προσφεύγουσας και της Dimon, τονίζοντας ότι σε ορισμένες από αυτές αναφέρονταν οι επίμαχες παράνομες πρακτικές, ότι ορισμένες αφορούσαν τις συμβάσεις μεταποιήσεως καπνού ή πωλήσεως μεταποιημένου καπνού που η Dimon είχε συνάψει με τις Cetarsa και Deltafina και ότι άλλες ακόμη αφορούσαν, γενικότερα, τους όρους αγοράς ακατέργαστου καπνού και το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυαν στην Ισπανία.

148    Όσον αφορά τις επιστολές που υπάγονται στην πρώτη από τις προαναφερθείσες στη σκέψη 147 ανωτέρω κατηγορίες, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμπει, δίκην παραδείγματος, στις αιτιολογικές σκέψεις 168 και 179 και στις υποσημειώσεις 217 και 229 της αποφάσεως αυτής.

149    Συναφώς, κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επιστολές αυτές αναφέρονται πράγματι στις επίμαχες παράνομες πρακτικές.

150    Συνεπώς, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998, που απέστειλε ο B. στον D. (στην Dimon International, μια θυγατρική του ομίλου Dimon εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) και η οποία διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είχε ως αποκλειστικό αντικείμενο μια σύμβαση πωλήσεως μεταποιημένου καπνού που η προσφεύγουσα είχε συνάψει με την Deltafina, αλλά αφορούσε επίσης τις εν λόγω πρακτικές. Τούτο προκύπτει σαφώς από το τρίτο εδάφιο της τηλεομοιοτυπίας αυτής, στο οποίο ο B. αναφέρει τα εξής:

«Μόλις λάβω τις τιμές των τεσσάρων εταιριών, θα σας ενημερώσω σχετικώς. Ωστόσο, μπορώ ήδη να σας πω ότι τα προβλήματα που φαίνονταν τόσο σοβαρά όταν μας επισκεφθήκατε στην Ισπανία έχουν εκλείψει, διότι όλες οι εταιρίες συμφώνησαν να παραμείνουν κοντά στη συμφωνηθείσα τιμή των 87 [ισπανικών πεσετών (ESP)] (με μια διαφορά 2 ή 3 ESP) [ανά χιλιόγραμμο], οι δε τιμές αυτές είναι οι επίσημες, έστω και αν υποθέσουμε ότι η Cetarsa πραγματοποίησε άλλες πληρωμές στους παραγωγούς όπως και εμείς.»

151    Η αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται σε μια έκθεση του B., με ημερομηνία 5 Μαΐου 1998, η οποία προοριζόταν για τον T. και της οποίας αντίγραφο είχε αποσταλεί την προηγουμένη με τηλεομοιοτυπία από τον B. στα δύο άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην έκθεση αυτή, η οποία περιγράφει τη διεξαγωγή της εκστρατείας αγοράς καπνού του 1998, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «[η προσφεύγουσα] συνέβαλε σημαντικά στο να καταλήξουν οι επιχειρήσεις σε ορισμένες συμφωνίες προκειμένου να αποφευχθεί ο πόλεμος των τιμών του [προηγούμενου] έτους», ότι «οι τιμές αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα και τις [ομάδες παραγωγών καπνού]», ότι, «για πρώτη φορά, […] ο πόλεμος μεταξύ των επιχειρήσεων [αποφεύχθηκε] και κάθε επιχείρηση μπόρεσε να αγοράσει τις ποσότητες που ήθελε» και ότι «οι διαπραγματεύσεις με [τις ομάδες αυτές] ήσαν δυσχερείς, αλλά όλες οι επιχειρήσεις ενέμειναν στην άποψή τους με σοβαρότητα και πνεύμα συνεργασίας». Εκτίθεται επίσης, στην εν λόγω έκθεση, ότι η προσφεύγουσα και η WWTE δεσμεύθηκαν να αγοράσουν τις ίδιες ποσότητες καπνού με το προηγούμενο έτος και ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως συμφώνησαν να καταβάλουν στις ομάδες παραγωγών προκαταβολές 35 ESP/kg για την ποικιλία Virginia και 45 ESP/kg για τις ποικιλίες Burley. Τέλος, αναφέρεται η «σκοπιμότητα και άλλων συμφωνιών στο μέλλον μεταξύ επιχειρήσεων μεταποιήσεως». Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η έκθεση της 5ης Μαΐου 1998 αναφερόταν στις επίμαχες παράνομες πρακτικές.

152    Το αυτό ισχύει όσον αφορά την επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του B. προς τον S. της 30ής Οκτωβρίου 2000, στην οποία παραπέμπει η υποσημείωση 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στην επιστολή αυτή, ο B. αρχίζει υπενθυμίζοντας ότι, σε μια σύσκεψη οργανωθείσα στο πλαίσιο της Anetab, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως είχαν συζητήσει μια αύξηση των τιμών που είχαν ζητήσει οι ομάδες και τα συνδικάτα των παραγωγών και είχαν ομόφωνα συμφωνήσει να μη δεχθούν την αύξηση αυτή. Στη συνέχεια εκθέτει ότι, σε μια σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε με τις εν λόγω ομάδες και συνδικάτα, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως ενέμειναν στη θέση τους και ανέφεραν σαφώς στους τελευταίους αυτούς ότι απέρριπταν το αίτημα περί αυξήσεως κατά 20 % που είχαν υποβάλει.

153    Όσον αφορά την επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του B. προς τον S. της 9ης Μαΐου 2001 που μνημονεύεται στην υποσημείωση 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην εν λόγω επιστολή αναφέρθηκε ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως συναντήθηκαν στην έδρα της Anetab «για να προετοιμάσουν τις συζητήσεις με τους παραγωγούς σχετικά με τις τιμές» και έγινε συνεπώς σαφής αναφορά στο γεγονός ότι οι πρώτες συμφωνούσαν όσον αφορά τις τιμές αγοράς του ακατέργαστου καπνού.

154    Εν συνεχεία, όπως και στην περίπτωση των προαναφερθεισών «εκθέσεων δραστηριοτήτων» και των «επιτόπου εκθέσεων», πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή βασίμως εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Dimon ήταν ενήμερη σχετικά με το περιεχόμενο των εγγράφων που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 150 έως 153 ανωτέρω και, επομένως, σχετικά με τις επίμαχες παράνομες πρακτικές, έστω και αν, τυπικώς, δεν της είχαν αποσταλεί.

155    Συνεπώς, όσον αφορά την έκθεση με ημερομηνία 5 Μαΐου 1998 που ο B. είχε αποστείλει στον T. (βλ. σκέψη 151 ανωτέρω), έχει ήδη εξηγηθεί στη σκέψη 144 ανωτέρω ότι ο τελευταίος αυτός ενεργούσε εξ ονόματος της Dimon και λειτουργούσε ως ενδιάμεσος μεταξύ αυτής και της προσφεύγουσας. Όσον αφορά την τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998 (βλ. σκέψη 150 ανωτέρω), η οποία είχε αποσταλεί στην Dimon International, αρκεί η διαπίστωση ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ανέφερε και η ίδια ότι, με την τηλεομοιοτυπία αυτή, ήθελε να γνωστοποιήσει ορισμένα στοιχεία στον «νέο μέτοχό της». Αυτός όμως ήταν ακριβώς η Dimon, και όχι η Dimon International.

156    Όσον αφορά τις επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 30ής Οκτωβρίου 2000 και της 9ης Μαΐου 2001 (βλ. σκέψεις 152 και 153 ανωτέρω), οι επιστολές αυτές είχαν αποσταλεί στον S. Αντίθετα προς όσα αφήνει να εννοηθούν η προσφεύγουσα, ο τελευταίος αυτός δεν ήταν ένας απλός υπάλληλος της Dimon International Services, αλλά κατείχε μια πρώτης τάξεως θέση στο πλαίσιο του ομίλου Dimon, οπότε, όπως και στην περίπτωση του T., η Επιτροπή δικαίως θεώρησε ότι αυτός ενεργούσε εξ ονόματος της εταιρίας που ήταν επικεφαλής του ομίλου αυτού, εν προκειμένω της Dimon. Συνεπώς, στην από 18 Μαρτίου 2002 απάντηση της σε μια αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι ο S. ασκούσε καθήκοντα «περιφερειακού διευθυντή του ομίλου Dimon στην Ευρώπη». Στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα διευκρίνισε επίσης ότι, από το 2000, ο S. «κατείχε θέση συντονιστή των εργασιών στην Ευρώπη». Ορισμένες ενδείξεις περιεχόμενες στην επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Μαΐου 2001 και στην απάντηση που ο S. έδωσε στην επιστολή αυτή επιβεβαιώνουν περαιτέρω τη σημασία του ρόλου του στο πλαίσιο του ομίλου Dimon. Έτσι, στην επιστολή αυτή, ο B. γνωστοποιεί επίσης στον S. μια σύσκεψη που είχε πραγματοποιήσει με τον πρόεδρο της Deltafina, στο περιθώριο της συσκέψεως που είχε πραγματοποιηθεί στην έδρα της Anetab, προκειμένου να συζητήσει δύο ζητήματα που χαρακτηρίζει ως «πολύ σημαντικά» και του αναφέρει ότι ο τελευταίος αυτός θα του τηλεφωνούσε το ταχύτερο δυνατό για να καταλήξουν σε μια συμφωνία επί του θέματος αυτού. Με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, ο S. απάντησε στον B. ότι μόλις είχε μιλήσει με τον πρόεδρο της Deltafina και ότι είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν πολύ σύντομα. Ανέφερε επίσης στον B. ότι συμφωνούσε με τις προτάσεις που αυτός είχε κάνει σχετικά με τα προαναφερθέντα ζητήματα.

157    Τέλος, η Επιτροπή θεμιτώς συνήγαγε από την έλλειψη οποιασδήποτε αντίδρασης της Dimon έναντι της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, μολονότι ήταν ενήμερη για τη συμμετοχή αυτή, ότι η Dimon ενέκρινε σιωπηρώς την παράνομη συμπεριφορά της θυγατρικής της και θεώρησε ότι τούτο αποτελούσε πρόσθετη ένδειξη της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς αυτής (βλ. σκέψη 146 ανωτέρω).

158    Όσον αφορά τις επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που υπάγονται στη δεύτερη από τις κατηγορίες που μνημονεύονται στη σκέψη 147 ανωτέρω, οι επιστολές αυτές προσδιορίζονται στην υποσημείωση 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για τηλεομοιοτυπίες ή επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ του B., αφενός, και των T. ή S., αφετέρου. Για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν στις σκέψεις 144 και 156 ανωτέρω, οι τελευταίοι αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ότι ενεργούσαν εξ ονόματος της Dimon.

159    Ορισμένες από τις επιστολές αυτές αφορούν μια σύμβαση του Σεπτεμβρίου 1998, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο αναδιαπραγματεύσεως το 2001 και με την οποία ορισμένες από τις εργασίες μεταποιήσεως του καπνού της προσφεύγουσας είχαν ανατεθεί με υπεργολαβία στην Cetarsa. Από τις εν λόγω επιστολές προκύπτει σαφώς ότι η σύμβαση αυτή είχε συναφθεί από τον B. εξ ονόματος και για λογαριασμό της Dimon και ότι η τελευταία αυτή, μέσω των T. και S., άσκησε πράγματι καθοριστική επιρροή επί των διαπραγματεύσεων της εν λόγω συμβάσεως.

160    Έτσι, σε μια τηλεομοιοτυπία της 9ης Σεπτεμβρίου 1998 προς τον T., ο B., αφού ανέφερε ότι είχε προσφάτως μετάσχει σε διάφορες συσκέψεις με την Cetarsa προκειμένου να προσπαθήσει να ρυθμίσει «τα εκκρεμή ζητήματα της Dimon», ζητούσε ρητώς τη συμφωνία του T. σχετικά με ορισμένους συμβατικούς όρους που μνημονεύονται στο πρακτικό μιας από τις συσκέψεις αυτές που επισυνάπτεται στην τηλεομοιοτυπία αυτή. Πρέπει να τονιστεί ότι, στο εν λόγω πρακτικό, ο B. προσδιορίζεται ρητώς ως ο εκπρόσωπος της Dimon. Υπό την ίδια έννοια, πρέπει να τονιστεί ότι, σε μια τηλεομοιοτυπία της 14ης Σεπτεμβρίου 1998, ο B. πληροφορεί τον T. ότι, «σύμφωνα με τις υποδείξεις [του]», συνάντησε εκ νέου την Cetarsa και ότι έγιναν τροποποιήσεις στη σύμβαση που θα υπογραφόταν με την τελευταία αυτή, σχετικά με τις οποίες ζητεί τη γνώμη του T. Σε μια τηλεομοιοτυπία της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, ο B. αναφέρει στον T. ότι κοινοποίησε στην Cetarsa την πρόταση τροποποιήσεως που ο τελευταίος αυτός του είχε διαβιβάσει την προηγουμένη και ότι η εν λόγω επιχείρηση μεταποιήσεως είχε διατυπώσει μια αντιπρόταση. Ο B. καλεί τον T. να του γνωστοποιήσει αν πρέπει να αποδεχθεί την αντιπρόταση αυτή. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην τελευταία μορφή της συμβάσεως που συνήφθη με την Cetarsa και την οποία ο B. απέστειλε στον T. με τηλεομοιοτυπία της 18ης Σεπτεμβρίου 1998, η Dimon προσδιορίζεται ρητώς ως ένα από τα δύο μέρη της συμβάσεως και ο B. ως ο εκπρόσωπός της.

161    Ομοίως, πρέπει να τονιστεί ότι, σε μια επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Απριλίου 2001, ο B. πληροφόρησε τον S. σχετικά με τη διεξαγωγή της αναδιαπραγματεύσεως της συμβάσεως που διαλαμβάνεται στη σκέψη 160 ανωτέρω, εκφράζοντας τον φόβο ότι η Cetarsa μπορεί να απαιτήσει από την Dimon τους ίδιους όρους με αυτούς που είχε συμφωνήσει με τον M., τον πρόεδρο της Deltafina, στο πλαίσιο μιας συμβάσεως που συνήψε εκ παραλλήλου με τον τελευταίο αυτό εξ ονόματος της Universal και καλώντας, συνεπώς, τον S. να έλθει σε επαφή με τον M. Από μια επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της επομένης που ο S. απέστειλε στον B. προκύπτει ότι ο πρώτος προσπάθησε πράγματι να επικοινωνήσει με τον M.

162    Τέλος, σημειωτέον ότι, σε μια επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Μαρτίου 2001, ο B. αναφέρει στον S. μια συνάντηση που, «όπως είχε συμφωνηθεί στο Camberley» (που είναι η έδρα της Dimon International Services στο Ηνωμένο Βασίλειο), είχε την προηγουμένη με έναν εκπρόσωπο της Cetarsa και κατά τη διάρκεια της οποίας συζήτησαν μεταξύ άλλων για ορισμένες πτυχές της συμβάσεως που αποτελούσε αντικείμενο αναδιαπραγματεύσεως με την τελευταία αυτή.

163    Κάποιες άλλες από τις επιστολές που υπάγονται στη δεύτερη από τις κατηγορίες που μνημονεύονται στη σκέψη 147 ανωτέρω αφορούν μια σύμβαση με την οποία η Deltafina αγοράζει μια μεγάλη ποσότητα από τον μεταποιημένο καπνό της προσφεύγουσας. Έτσι, σε μια τηλεομοιοτυπία της 14ης Σεπτεμβρίου 1998, ο T. ζητεί από τον B. να του παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με ορισμένες τιμές και κάποιους άλλους όρους που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής. Με τηλεομοιοτυπία της ίδιας ημέρας, ο B. παρέσχε τις διευκρινίσεις αυτές στον T. Ομοίως, στην τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998 που διαλαμβάνεται στη σκέψη 150 ανωτέρω, ο B., αφενός μεν, αναφέρεται στις επίμαχες παράνομες πρακτικές, αφετέρου δε, απαντά σε μια ερώτηση που ο D. –ο οποίος ήταν μεταξύ άλλων μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Dimon– του είχε θέσει σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως αυτής. Τέλος, η επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Μαΐου 2001 που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 153 και 156 ανωτέρω αποδεικνύει όχι μόνον ότι η Dimon ήταν ενήμερη για τις εν λόγω πρακτικές, αλλά επιπλέον ότι ασκούσε επιρροή στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και της Deltafina.

164    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι επιστολές που εξετάσθηκαν στις σκέψεις 158 έως 163 ανωτέρω δεν έχουν καμία σχέση με τις αγορές ακατέργαστου καπνού, το εν λόγω επιχείρημα είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, η αυτοτέλεια θυγατρικής σε σχέση με τη μητρική της εταιρία δεν πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά σε σχέση με τη δραστηριότητά της στον τομέα των σχετικών με την παράβαση προϊόντων. Έτσι, όπως τονίστηκε ήδη στη σκέψη 102 ανωτέρω, για να προσδιοριστεί αν μια θυγατρική καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που αφορούν τις υφιστάμενες μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις, τα οποία μπορεί να ποικίλλουν αναλόγως των περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο περιοριστικής απαρίθμησης.

165    Τέλος, όσον αφορά το τρίτο είδος των επιστολών που διαλαμβάνονται στη σκέψη 147 ανωτέρω, οι επιστολές αυτές περιγράφονται λεπτομερώς στην υποσημείωση 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

166    Πρόκειται για επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ο B. απέστειλε στον S. και οι οποίες, όπως αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφορούν, γενικότερα, τους όρους αγοράς του ακατέργαστου καπνού και το κανονιστικό πλαίσιο που ισχύουν στην Ισπανία. Οι επιστολές αυτές έχουν σημασία καθόσον αποδεικνύουν ότι η Dimon, μέσω του S., παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς την κατάσταση στην ισπανική αγορά.

–       Επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι ενεργούσε αυτόνομα στην αγορά

167    Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα στηρίζει μεγάλο μέρος της συλλογιστικής της στη θέση ότι η καθοριστική επιρροή την οποία πρέπει να ασκεί μια μητρική εταιρία προκειμένου να της καταλογισθεί η ευθύνη της παραβάσεως που διέπραξε η θυγατρική της πρέπει να αφορά δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται ευθέως με την εν λόγω παράβαση, εν προκειμένω την αγορά ακατέργαστου καπνού. Για τους λόγους όμως που εκτέθηκαν στις σκέψεις 102 και 164 ανωτέρω, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

168    Συνεπώς, η διαβεβαίωση της προσφεύγουσας ότι καμία εταιρία του ομίλου Dimon δεν ασκούσε έλεγχο επί των δραστηριοτήτων αγοράς ακατέργαστου καπνού, πέραν του ότι –όπως προκύπτει από όσα αναπτύσσονται κατωτέρω– δεν είναι ακριβής, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ενεργούσε αυτόνομα στην αγορά κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε την εξαγορά της από την Dimon. Το αυτό ισχύει όσον αφορά τη διαβεβαίωσή της ότι δεν συμβουλεύθηκε ούτε την Dimon ούτε καμία άλλη εταιρία του ομίλου Dimon σχετικά με την πολιτική της αγοράς ακατέργαστου καπνού. Οι διαβεβαιώσεις αυτές είναι τοσούτω μάλλον ατελέσφορες καθόσον, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που εξετάσθηκαν στις σκέψεις 158 έως 163 ανωτέρω, η Dimon, μέσω του T. ή του S., παρενέβαινε ενεργά σε άλλες πτυχές της εμπορικής πολιτικής της προσφεύγουσας, ήτοι στην υπεργολαβία ορισμένων εργασιών μεταποιήσεως του ακατέργαστου καπνού και στην πώληση μεταποιημένου καπνού.

169    Πρέπει επίσης να απορριφθεί εκ προοιμίου το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς ότι η Dimon –ή μια οποιαδήποτε άλλη εταιρία του ομίλου Dimon– της έδωσε εντολή να διαπράξει την παράβαση ή εμπλεκόταν ευθέως σε αυτή. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε ήδη στη σκέψη 103 ανωτέρω, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

170    Ακολούθως, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η Intabex, όταν εξαγόρασε την προσφεύγουσα, αποφάσισε να αντικαταστήσει τρία από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας αυτής, όχι μόνο δεν αναιρεί το βάσιμο της θέσεως της Επιτροπής, αλλά τείνει μάλλον στο να αποδείξει, όπως εκτέθηκε ήδη στη σκέψη 145 ανωτέρω, ότι η Dimon δεν είχε την πρόθεση να χορηγήσει πλήρη αυτονομία στην προσφεύγουσα, αλλά ήθελε να εποπτεύει τις δραστηριότητες της τελευταίας αυτής και να επιτύχει την ανάπτυξή τους σύμφωνα με την εμπορική πολιτική του ομίλου Dimon. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφενός, η Intabex ελεγχόταν κατά 100 % από την Dimon και κατείχε απλώς μια αμιγώς χρηματοοικονομικής φύσεως συμμετοχή στην προσφεύγουσα και, αφετέρου, δύο από τα νέα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας αυτής, κατά τον χρόνο του διορισμού τους από την Intabex, ασκούσαν ήδη καθήκοντα στο πλαίσιο άλλων εταιριών του ομίλου Dimon (βλ. σκέψη 143 ανωτέρω).

171    Όσον αφορά το γεγονός ότι, όταν η προσφεύγουσα εξαγοράσθηκε από την Intabex, αφενός, ο B. διατηρήθηκε στη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και, αφετέρου, η παλαιά του ομάδα που ήταν υπεύθυνη για τη διεύθυνση και τη διαχείριση των αγορών παρέμεινε στη θέση της, το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει, αυτό καθαυτό, ότι η προσφεύγουσα ενεργούσε αυτοτελώς στην αγορά, ακόμη και όσον αφορά τις δραστηριότητές της αγοράς ακατέργαστου καπνού. Συγκεκριμένα, αφενός, όπως και η προσφεύγουσα ανέφερε στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, το γεγονός αυτό προέκυπτε από την επιλογή της Dimon, και όχι από την ίδια. Αφετέρου, είναι απολύτως κανονικό ένας διεθνής όμιλος, όταν εξαγοράζει το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου μιας εταιρίας που δραστηριοποιείται σε μια συγκεκριμένη εθνική αγορά στην οποία ο όμιλος δεν είχε ποτέ λειτουργήσει κατά το παρελθόν –όπως συνέβαινε με τον όμιλο Dimon–, να διατηρεί στη θέση τους ορισμένα από τα παλαιά διευθυντικά στελέχη της εταιρίας αυτής, καθώς και την ομάδα που είχε προηγουμένως την ευθύνη των αγορών της.

172    Τέλος, όσον αφορά τη σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως, ναι μεν είναι ακριβές ότι η εν λόγω σύμβαση παρέχει ευρείες εξουσίες στον B. όσον αφορά τη διαχείριση της προσφεύγουσας και, ειδικότερα, τις αγορές ακατέργαστου καπνού, εντούτοις προβλέπει ρητώς, στο άρθρο της 1, παράγραφος 1, ότι ο τελευταίος αυτός υποχρεούται να ενεργεί τηρώντας, μεταξύ άλλων, τις «μεθόδους και διαδικασίες που του επιβάλλονται από το διοικητικό συμβούλιο [της προσφεύγουσας]». Επιπλέον, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της συμβάσεως προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως υποχρεώνει τον B. να «ενημερώνει τακτικά και λεπτομερώς [το διοικητικό αυτό συμβούλιο] σχετικά με την εξέλιξη των δραστηριοτήτων της εταιρίας και [να] προετοιμάζει και να υποβάλλει στις ημερομηνίες και υπό τη μορφή που του υποδεικνύονται τις εκθέσεις που [το εν λόγω] διοικητικό συμβούλιο ενδέχεται να του ζητήσει». Είναι συνεπώς σαφές ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν τις αγορές ακατέργαστου καπνού, ο B. συνέχισε να υπόκειται στον έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας, καθώς στις οδηγίες που αυτό μπορούσε να του δώσει. Ερωτηθείσα σχετικώς από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δέχθηκε εξάλλου ρητώς ότι, όπως αυτό συνέβαινε και για οποιαδήποτε άλλη εταιρία στην Ισπανία, το διοικητικό της συμβούλιο είχε την εξουσία να απορρίψει, να τροποποιήσει ή να ακυρώσει τις αποφάσεις του γενικού διευθυντή της. Το γεγονός, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, ότι, στην πράξη, το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας ουδέποτε είχε ενεργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο ούτε είχε καταρτίσει «μεθόδους» ή «διαδικασίες» όπως αυτές που διαλαμβάνονται ανωτέρω δεν αλλάζει τίποτε στο γεγονός ότι, σε αντίθεση προς όσα αφήνει να εννοηθούν η προσφεύγουσα, ο B. δεν διέθετε πλήρη ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τη διαχείριση της εταιρίας ούτε καν τη σχετική με την αγορά ακατέργαστου καπνού πολιτική της. Πρέπει να προστεθεί ότι η απονομή εξουσιών στον B. με τη σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως δεν είχε τίποτε το εξαιρετικό και ουδόλως διέκρινε την προσφεύγουσα από άλλες εταιρίες ισπανικού δικαίου, σε αντίθεση προς ό,τι η τελευταία αυτή υποστηρίζει. Είναι, συγκεκριμένα, αρκετά σύνηθες το διοικητικό συμβούλιο μιας εταιρίας να μην ασχολείται με τις τρέχουσες δραστηριότητες της εταιρίας αυτής.

173    Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως που διατυπώθηκε στη σκέψη 145 ανωτέρω, κατά την οποία η Dimon, μέσω των μελών που είχε διορίσει στο διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας και, ειδικότερα, μέσω του T., επόπτευε τις δραστηριότητες αυτής, τα επιχειρήματα που στηρίζονται στη σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως και στις εξουσίες που απονεμήθηκαν συναφώς στον B. δεν είναι πειστικά. Υπό την ίδια έννοια, όσον αφορά, γενικότερα, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα διαθέτει τη δική της τοπική διεύθυνση, πρέπει να θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, ότι το εν λόγω γεγονός δεν αποδεικνύει, αυτό καθαυτό, ότι η προσφεύγουσα ορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά αυτοτελώς σε σχέση με τη μητρική της εταιρία. Συνεπώς, εν προκειμένω, ακόμη και αν, βεβαίως, η προσφεύγουσα τελούσε σε μια τέτοια κατάσταση, εντούτοις ενεργούσε υπό την εποπτεία της Dimon και η τελευταία αυτή είχε ενεργό ρόλο σε ορισμένες πτυχές της εμπορικής της πολιτικής (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 158 έως 163 ανωτέρω).

174    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή συνήγαγε ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ της προσφεύγουσας και της Dimon από τις 18 Νοεμβρίου 1997 και, επομένως, καταλόγισε στην τελευταία αυτή την ευθύνη εις ολόκληρον για την παράβαση και για την καταβολή του προστίμου και τη συμπεριέλαβε στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

175    Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 109 έως 111 ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι ορθώς επίσης η Επιτροπή στηρίχθηκε στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Dimon το 2003, ήτοι κατά το έτος που προηγήθηκε αυτού της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, για να υπολογίσει το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

176    Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως αβάσιμο.

2.     Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και από έλλειψη αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

177    Πρώτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι μόλις κατά το στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως η Επιτροπή, κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, εξέθεσε για πρώτη φορά τους λόγους για τους οποίους η Dimon έπρεπε να θεωρηθεί ότι φέρει ευθύνη εις ολόκληρο για την επίμαχη παραβατική συμπεριφορά. Τονίζει, ειδικότερα, ότι ούτε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή στηρίχθηκε συναφώς στο γεγονός ότι ο T. ήταν ένα από τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου και «σημαντικός διευθυντής» της Dimon, ότι κοινοποιούσε στην τελευταία αυτή αντίγραφο των εκθέσεων που ελάμβανε από τον B. και ότι ασκούσε έμπρακτα, μέσω της Dimon, καθοριστική επιρροή επί της προσφεύγουσας.

178    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εκτίμησε βάσει «ριζικά διαφορετικών» κριτηρίων την ενδεχόμενη ευθύνη των μητρικών εταιριών της Taes και της Cetarsa, αφενός, και την ευθύνη της μητρικής της εταιρίας, αφετέρου, παραβαίνοντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

179    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, με το αιτιολογικό ότι οι δύο αιτιάσεις που το αποτελούν είναι νέες.

180    Εν πάση περιπτώσει, οι δύο αυτές αιτιάσεις είναι αβάσιμες.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

181    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί της φερόμενης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι πρόκειται περί νέου ισχυρισμού, ο οποίος προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και ο οποίος δεν στηρίζεται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία προκύψαντα κατά τη διαδικασία. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

182    Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση περί της φερόμενης ελλείψεως αιτιολογίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι και η αιτίαση αυτή προβλήθηκε μόλις με το υπόμνημα απαντήσεως για πρώτη φορά από την προσφεύγουσα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να την εξετάσει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας μιας πράξεως αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως, τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης όχι μόνο μπορεί, αλλά και οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και ο οποίος, κατά συνέπεια, μπορεί να προβληθεί από τους διαδίκους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3757, σκέψη 125).

183    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s Γαλλία, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση Hoek Loos κατά Επιτροπής, σκέψη 110 ανωτέρω, σκέψη 58).

184    Κατά πάγια επίσης νομολογία, όταν μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς καθένα των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1994, T-38/92, AWS Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-211, σκέψη 26, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑330/01, Akzo Nobel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3389, σκέψη 93).

185    Εν προκειμένω, από τη σύνοψη του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τους αποδέκτες της και εκτίθεται στις σκέψεις 27 έως 37 ανωτέρω, καθώς και από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 114 έως 129 ανωτέρω προκύπτει ότι, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της να καταλογίσει στην Dimon την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η προσφεύγουσα. Η Επιτροπή εξέθεσε, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] τις αρχές που σκόπευε να εφαρμόσει προκειμένου να καθορίσει τους εν λόγω αποδέκτες. Όσον αφορά ειδικότερα την Dimon, κατ’ αρχάς, επισήμανε ότι, από το δεύτερο εξάμηνο του 1997, αυτή κατείχε το σύνολο του κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Ακολούθως, η Επιτροπή θεώρησε ότι είχε αποδειχθεί ότι η Dimon ασκούσε εμπράκτως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, στηριζόμενη συναφώς όχι μόνο στο τεκμήριο που απορρέει από την κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής, αλλά επίσης σε ορισμένα πρόσθετα στοιχεία που επιβεβαιώνουν το εν λόγω τεκμήριο. Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Dimon με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν παρείχε τη δυνατότητα να συναχθεί αντίθετο συμπέρασμα.

186    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί σοβαρά να ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει, προτού να λάβει γνώση του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής, ότι αυτή θεωρούσε ότι ο T. έπρεπε να θεωρηθεί ότι ενεργούσε ως ενδιάμεσος για την Dimon. Συγκεκριμένα, αφενός, η πλειονότητα των εγγράφων που προσδιορίζονται ρητώς στις υποσημειώσεις 303 και 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως απευθύνονταν στον T. Αφετέρου, τόσο στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υπέβαλε λεπτομερείς παρατηρήσεις σχετικά με τον ρόλο και τα καθήκοντα του T. στο πλαίσιο του ομίλου Dimon, τονίζοντας μεταξύ άλλων το γεγονός ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή εξ ονόματος της Dimon επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της.

187    Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτo και εν μέρει ως αβάσιμο.

3.     Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, όσον αφορά τις συνέπειες της εκτάσεως της εις ολόκληρον ευθύνης για την καταβολή του προστίμου

α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

188    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που προβάλλεται επικουρικώς, η προσφεύγουσα βάλλει κατά του γεγονότος ότι η Επιτροπή, όταν υπολόγισε το ποσό του προστίμου της, δεν έλαβε υπόψη καμία από τις συνέπειες της διαπιστώσεώς της που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία η Dimon δεν μπορούσε να θεωρηθεί εις ολόκληρον υπεύθυνη με αυτήν για την παράβαση, για το χρονικό διάστημα πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 1997. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ο υπολογισμός αυτός έπρεπε να πραγματοποιηθεί αφού γίνει διάκριση μεταξύ της περιόδου πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997, ημερομηνία εξαγοράς της από την Intabex, και της περιόδου μετά την ημερομηνία αυτή.

189    Συνεπώς, αφενός, όσον αφορά την πρώτη περίοδο, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να εφαρμόσει έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή 2 για σκοπούς αποτροπής στο αρχικό ποσό του προστίμου της, διότι, εκείνη την περίοδο, δεν ανήκε σε πολυεθνική και δεν υπέκειτο στην καθοριστική επιρροή της Dimon. Προσθέτει ότι, μετά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που αντιστοιχεί στην παράβαση που διαπράχθηκε κατά τα έτη 1996 και 1997, θα μπορούσε κατόπιν να εξακριβωθεί ότι «δεν υπήρξε υπέρβαση του ανωτάτου ορίου της κυρώσεως που μπορεί [να της] επιβληθεί […] ατομικώς, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (816 381 ευρώ, ήτοι 10 % [του] κύκλου εργασιών της […] για το οικονομικό έτος 2003/2004)».

190    Αφετέρου, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το ποσό του προστίμου που αντιστοιχεί στη δεύτερη περίοδο θα έπρεπε να είχε υπολογισθεί με αφαίρεση από το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε του ποσού το οποίο οφείλει μόνη της να καταβάλει για τα δύο πρώτα έτη της παραβάσεως. Προσθέτει ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, δεν πρέπει να εφαρμοσθεί πολλαπλασιαστικός συντελεστής για σκοπούς αποτροπής.

191    Η Επιτροπή φρονεί ότι το δεύτερο σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

192    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Dimon δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη εις ολόκληρον με την προσφεύγουσα για την επίμαχη παράβαση για το χρονικό διάστημα πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997, επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην τελευταία αυτή.

193    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, έστω και αν, πράγματι, η προσφεύγουσα δεν εξαγοράσθηκε από την Dimon, μέσω της Intabex, παρά στις 18 Νοεμβρίου 1997, εντούτοις είναι ένοχη για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως –η οποία αποτελεί ενιαία και διαρκή παράβαση (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω)– καθ’ όλη την παραβατική περίοδο, ήτοι ήδη από τις 13 Μαρτίου 1996. Δεν υπήρχε συνεπώς κανένας λόγος να πραγματοποιηθεί χωριστός υπολογισμός του ποσού του προστίμου της για το χρονικό διάστημα πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997, αφενός, και για εκείνο μετά την ημερομηνία αυτή, αφετέρου, και, επομένως, να της επιβληθεί πρόστιμο αποτελούμενο από δύο ποσά χωριστά για έκαστο των χρονικών αυτών διαστημάτων.

194    Η περίσταση που προβάλλει η προσφεύγουσα επίσης δεν έχει επίπτωση στην εφαρμογή για λόγους αποτροπής του πολλαπλασιαστικού συντελεστή 2 στο αρχικό ποσό του προστίμου της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, όπως θα εκτεθεί λεπτομερέστερα κατωτέρω κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή αποφάσισε την εφαρμογή του συντελεστή αυτού στηριζόμενη –ορθώς– στο μέγεθος και στους συνολικούς πόρους της οικείας επιχειρήσεως –ήτοι, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, της οικονομικής οντότητας που συναποτελούσαν η προσφεύγουσα και η Dimon, η επικεφαλής εταιρία του ομίλου Dimon– το 2003, ήτοι το έτος που προηγήθηκε αυτού της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το γεγονός ότι, πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997, η Dimon δεν συναποτελούσε μία ενιαία οικονομική οντότητα με την προσφεύγουσα και δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί υπεύθυνη εις ολόκληρον με την τελευταία αυτή για την παράβαση είναι απολύτως αλυσιτελές.

195    Το αυτό ισχύει όσον αφορά το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθόσον αυτό υπολογίζεται βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η οικεία επιχείρηση κατά το οικονομικό έτος πριν από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής (βλ. σκέψεις 109 έως 111 ανωτέρω). Εν προκειμένω, εφόσον, όπως αποδείχθηκε κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή βασίμως έλαβε υπόψη τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Dimon το 2003 για να υπολογίσει το ανώτατο αυτό όριο, είναι απολύτως αδιάφορο το ότι η τελευταία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί εις ολόκληρον υπεύθυνη για την παράβαση όσον αφορά την περίοδο πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997.

196    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

197    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

198    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως εφαρμόζοντας για λόγους αποτροπής έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή στο αρχικό ποσό του προστίμου της, και όχι στο ποσό που καθορίστηκε για την Taes και την Deltafina.

199    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ανήκει σε μια πολυεθνική που διαθέτει σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ για να εφαρμόσει έναν τέτοιο συντελεστή στην περίπτωσή της. Η χρήση της επιρρηματικής εκφράσεως «[ε]πιπλέον» στην τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω) αποδεικνύει ότι το γεγονός ότι υποτίθεται ότι ενήργησε υπό την καθοριστική επιρροή της μητρικής της εταιρίας αποτελεί μια δικαιολογία που διατυπώθηκε απλώς δευτερευόντως.

200    Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η Taes και η Deltafina ανήκουν σε έναν όμιλο εταιριών του οποίου η οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύς είναι κατά πολύ μεγαλύτερη εκείνης του ομίλου Dimon. Το αρχικό ποσό του προστίμου των δύο αυτών εταιριών θα έπρεπε συνεπώς επίσης να αυξηθεί για λόγους αποτροπής.

201    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, ακόμη και αν έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να καθορίσει τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή παρά μόνον λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων που είχαν κριθεί υπεύθυνες για την παράβαση, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως θα είχε παραβιαστεί. Παρατηρεί ότι η Επιτροπή, συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Deltafina για να εφαρμόσει στο αρχικό ποσό του προστίμου της Taes έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή, τούτο δε μολονότι η πρώτη είχε επίσης συμμετάσχει στην παράβαση.

202    Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή που εφαρμόσθηκε στο αρχικό ποσό του προστίμου της με το αιτιολογικό ότι είναι δυσανάλογος σε σχέση με αυτόν που εφαρμόσθηκε στην περίπτωση της WWTE.

203    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναθεωρήσει τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, ακυρώνοντας τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή ή, επικουρικώς, μειώνοντας το ποσοστό του.

204    Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως εφαρμόζοντας έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή στο αρχικό ποσό που καθορίστηκε για την προσφεύγουσα και όχι στο ποσό που καθορίστηκε για την Taes και την Deltafina.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

205    Όσον αφορά την έννοια της αποτροπής, πρέπει να υπομνησθεί ότι αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, αποτελεί πάγια νομολογία ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ, όπως προβλέπονται από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, έχουν ως αντικείμενο να κολάσουν τις παράνομες πράξεις των οικείων επιχειρήσεων και να αποτρέψουν τόσο τις εν λόγω επιχειρήσεις όσο και άλλους επιχειρηματίες από τη μελλοντική παράβαση των κανόνων του δικαίου περί ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5859, σκέψη 16).

206    Ο σκοπός της αποτροπής διαλαμβάνεται μεταξύ άλλων στο σημείο 1 A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, κατά το οποίο «θα είναι αναγκαίο […] το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται κάθε φορά […] να είναι τέτοιο, ώστε να έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα».

207    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της οικείας επιχειρήσεως αποτελούν έναν από τους παράγοντες που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου και, επομένως, για τον καθορισμό του αποτρεπτικού πολλαπλασιαστικού συντελεστή (βλ. απόφαση Showa Denko κατά Επιτροπής, σκέψη 205 ανωτέρω, σκέψεις 16 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

208    Η συνεκτίμηση του μεγέθους και των συνολικών πόρων της οικείας επιχειρήσεως προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το πρόστιμο έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα εξηγείται από την επιδιωκόμενη επίπτωση επί της εν λόγω επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η κύρωση δεν πρέπει να είναι αμελητέα, υπό το πρίσμα, ιδίως, της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως αυτής.

209    Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι μια επιχείρηση, λόγω του «τεράστιου» συνολικού κύκλου εργασιών της σε σχέση με αυτόν των άλλων μερών της συμπράξεως, θα κινητοποιούσε ευκολότερα τα αναγκαία κεφάλαια για την πληρωμή του προστίμου, πράγμα που, για να υπάρξει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου αυτού, δικαιολογούσε την εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή (απόφαση Showa Denko κατά Επιτροπής, σκέψη 205 ανωτέρω, σκέψη 18). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού υπενθύμισε ότι είχε ήδη υπογραμμίσει ότι ο συνυπολογισμός του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε επιχειρήσεως η οποία αποτελεί μέρος μιας συμπράξεως προσφέρεται για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου (βλ. απόφαση Showa Denko κατά Επιτροπής, σκέψη 205 ανωτέρω, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

210    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εφάρμοσε πολλαπλασιαστικό συντελεστή 2 (ήτοι μια προσαύξηση κατά 100 %) στο αρχικό ποσό του προστίμου που καθορίστηκε για την προσφεύγουσα και 1,5 (ήτοι μια προσαύξηση κατά 50 %) στο ποσό που καθορίστηκε για τη WWTE, στηριζόμενη στο μέγεθος των ομίλων στους οποίους ανήκουν οι δύο αυτές επιχειρήσεις μεταποιήσεως, καθώς και στο «μέγεθός τους συγκρινόμενο με αυτό των λοιπών επιχειρήσεων μεταποιήσεως» (αιτιολογική σκέψη 423 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Για να εκτιμήσει το μέγεθος των ομίλων αυτών, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε το 2003 από την εταιρία που ήταν επικεφαλής των ομίλων αυτών (ίδια αιτιολογική σκέψη).

211    Οι προσαυξήσεις αυτές αποσκοπούσαν, κατά την αιτιολογική σκέψη 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο να εξασφαλίσουν στο πρόστιμο ένα επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Η Επιτροπή εκτίμησε, συγκεκριμένα, ότι ένα αρχικό ποσό που αντανακλά μόνο τη θέση στην αγορά δεν θα ήταν επαρκώς αποτρεπτικό στην περίπτωση της προσφεύγουσας και της WWTE. Συναφώς, τόνισε ότι οι τελευταίες αυτές, καίτοι δεν κατείχαν παρά σχετικά μικρά μερίδια στην ισπανική αγορά ακατέργαστου καπνού, εντούτοις ανήκαν σε πολυεθνικές που κατείχαν «σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ» και, «[ε]πιπλέον, [είχαν] ενεργήσει υπό την καθοριστική επιρροή των αντίστοιχων μητρικών τους εταιριών» (ίδια αιτιολογική σκέψη, δεύτερη και τρίτη περίοδος).

212    Η επιχειρηματολογία που προέβαλε η προσφεύγουσα είναι και ουσία και νόμω αβάσιμη.

213    Πρώτον, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν είναι το γεγονός ότι ανήκει σε έναν όμιλο εταιριών που έχει σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ που οδήγησε την Επιτροπή να προσαυξήσει το αρχικό ποσό του προστίμου της προκειμένου να του εξασφαλίσει ένα επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Καίτοι, βεβαίως, η προσαύξηση αυτή αποσκοπούσε στη συνεκτίμηση του μεγέθους και των συνολικών πόρων του ομίλου Dimon, εντούτοις η Επιτροπή προχώρησε στην προσαύξηση αυτή μόνον επειδή η προσφεύγουσα, πέραν του ότι ανήκε στον όμιλο αυτόν, συναποτελούσε με την επικεφαλής του ομίλου αυτού εταιρία μία ενιαία οικονομική οντότητα ή, με άλλα λόγια, μία ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Επιβάλλεται η διαπίστωση, συγκεκριμένα, ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 99 έως 103 και στις αιτιολογικές σκέψεις 377 έως 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες η Επιτροπή θέλησε να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα και η Dimon συναποτελούσαν μία ενιαία επιχείρηση, οι δύο τελευταίες περίοδοι της αιτιολογικής σκέψεως 422 της αποφάσεως αυτής (βλ. σκέψη 211 ανωτέρω) πρέπει να αναγνωσθούν από κοινού και δεν μπορούν να νοηθούν παρά υπό την έννοια αυτή.

214    Δεύτερον, όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή χρησιμοποιεί, ως στοιχεία εκτιμήσεως για να αποφασίσει την εφαρμογή ενός πολλαπλασιαστικού συντελεστή για λόγους αποτροπής, το μέγεθος και τους συνολικούς πόρους της οικείας επιχειρήσεως, η τελευταία αυτή επιχείρηση δεν μπορεί, συγκεκριμένα, να συμπεριλαμβάνει τη μητρική εταιρία της εταιρίας που διέπραξε την παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού παρά μόνο στην περίπτωση που ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της εν λόγω εταιρίας.

215    Η επιχείρηση της οποίας το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι λαμβάνονται έτσι υπόψη συγχέεται κατ’ ανάγκη με την επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ όπως την ορίζει η νομολογία. Όπως αναφέρθηκε ήδη στη σκέψη 208 ανωτέρω, η συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το πρόστιμο έχει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα εξηγείται από την επίπτωση που επιδιώκεται να υπάρχει στην επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο αυτό. Ο επιδιωκόμενος σκοπός συνίσταται στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του προστίμου με προσαρμογή του ύψους του ανάλογα με τους συνολικούς πόρους της εν λόγω επιχειρήσεως και της ικανότητάς της να κινητοποιήσει τα κεφάλαια που είναι αναγκαία για την πληρωμή του. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία η εταιρία που διέπραξε την παράβαση συμπεριφέρεται αυτοτελώς στην αγορά και συνιστά συνεπώς, αφεαυτής, επιχείρηση, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί, με δεδομένη την αυτοτέλεια αυτή, να αφορά λογικά παρά μόνο την εν λόγω εταιρία και όχι, επιπλέον, και άλλες εταιρίες του ομίλου στον οποίο αυτή ανήκει. Αν, σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ του εν λόγω ομίλου για να αποφασίσει την εφαρμογή ενός πολλαπλασιαστικού συντελεστή για λόγους αποτροπής, όχι μόνο το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα αφορούσε στην πράξη μια οντότητα άλλη από την επιχείρηση που είναι υπεύθυνη για την παράβαση, αλλά επιπλέον το πρόστιμο θα μπορούσε να αποβεί υπερβολικό, ιδίως υπό το πρίσμα της χρηματοοικονομικής ικανότητας της επιχειρήσεως αυτής, τούτο δε κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

216    Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον οσάκις όμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται διαφορετικά ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις Sermide, σκέψη 133 ανωτέρω, σκέψη 28, και BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, σκέψη 133 ανωτέρω, σκέψη 309).

217    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, αφενός, και η Taes και η Deltafina, αφετέρου, δεν τελούσαν σε όμοιες καταστάσεις, στον βαθμό που η μητρική εταιρία της πρώτης, σε αντίθεση προς τις μητρικές εταιρίες των δεύτερων, θεωρήθηκε υπεύθυνη εις ολόκληρον για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της καθόσον ασκούσε πράγματι καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής αυτής (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 18 και 375 έως 386 καθώς και σκέψεις 32 έως 36 ανωτέρω). Κατ’ εφαρμογή των αρχών που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 99 έως 103 ανωτέρω, η προσφεύγουσα και η Dimon θεωρήθηκαν συνεπώς ότι συναποτελούν μία ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, της οποίας το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι καθόρισαν την εφαρμογή ενός πολλαπλασιαστικού συντελεστή για λόγους αποτροπής.

218    Για τους ίδιους λόγους, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Deltafina για να εφαρμόσει έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή στο αρχικό ποσό του προστίμου της Taes. Ουδέποτε, συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Deltafina ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της αδελφής της εταιρίας Taes, ούτε κατά μείζονα λόγο ότι ασκούσε πράγματι μια τέτοια επιρροή. Δεδομένου ότι οι δύο αυτές εταιρίες δεν θεωρήθηκαν ότι συναποτελούν μία ενιαία οικονομική οντότητα, το μέγεθος και οι πόροι της πρώτης δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για να αποφασιστεί η εφαρμογή ενός πολλαπλασιαστικού συντελεστή για λόγους αποτροπής στο αρχικό ποσό της δεύτερης.

219    Τέταρτον, από απλή σύγκριση μεταξύ του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η Dimon το 2003, ήτοι 1 271 700 000 USD, και εκείνου που πραγματοποίησε η SCC, η τελική μητρική εταιρία της WWTE, κατά το ίδιο έτος, ήτοι 993 716 000 USD, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής 2 που εφαρμόσθηκε στην περίπτωση της Dimon δεν είναι προδήλως δυσανάλογος σε σχέση με τον συντελεστή 1,5 που εφαρμόσθηκε στην περίπτωση της WWTE.

220    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, επομένως, δεν πρέπει να εξαλειφθεί ούτε να μειωθεί ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής που εφαρμόσθηκε για λόγους αποτροπής στο αρχικό ποσό του προστίμου της προσφεύγουσας.

 Γ –       Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

221    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι σταμάτησε να συμμετέχει στην παράβαση ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής και προσάπτει στην τελευταία αυτή ότι προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της παραλείποντας να λάβει υπόψη, σύμφωνα με το σημείο 3 των κατευθυντήριων γραμμών καθώς και τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της, την ελαφρυντική αυτή περίσταση κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που έπρεπε να της επιβληθεί.

222    Στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, καίτοι αληθεύει ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, εντούτοις τούτο δεν σημαίνει ότι μπορεί να αποστεί των κανόνων που η ίδια έχει επιβάλει στον εαυτό της, εν προκειμένω αυτών που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές. Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να χορηγεί αυτομάτως μείωση προστίμου ούτε να λαμβάνει υπόψη μια ελαφρυντική περίσταση, αλλά εκτιμά ότι, αντιθέτως, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη μιας τέτοιας περιστάσεως, η Επιτροπή πρέπει να τη λαμβάνει υπόψη και να αναφέρει, στην απόφασή της, τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η εν λόγω περίσταση δικαιολογεί, ή δεν δικαιολογεί, μείωση προστίμου.

223    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυρίζεται, αφενός, ότι το να ληφθεί υπόψη η παύση μιας παραβάσεως ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειές της, ως ελαφρυντική περίσταση, δεν είναι ενδεδειγμένο όταν υπήρξε σοβαρή και εκ προθέσεως παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού ούτε, αφετέρου, ότι η παύση αυτή είχε θετικό αποτέλεσμα στη διάρκεια της εν λόγω παραβάσεως.

224    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε.

225    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

226    Στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση στην περίπτωσή της το γεγονός, το οποίο προέβαλε με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι είχε παύσει την παράβαση ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της τελευταίας αυτής.

227    Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι κατ’ αρχήν η Επιτροπή οφείλει, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, να συμμορφώνεται με τα όσα προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές της. Ωστόσο, στις κατευθυντήριες γραμμές δεν αναφέρεται ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη χωριστά καθεμία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, η δε Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, δεδομένου ότι ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρισίμων περιστάσεων. Συγκεκριμένα, η θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν κατέστησε αλυσιτελή την προγενέστερη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει ή να μη λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων τα οποία σχεδιάζει να επιβάλει, σε συνάρτηση ιδίως με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Έτσι, ελλείψει δεσμευτικών στοιχείων στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που δύνανται να ληφθούν υπόψη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή έχει διατηρήσει ορισμένο περιθώριο προκειμένου να προβαίνει στη σφαιρική εκτίμηση της σημασίας μιας ενδεχόμενης μειώσεως του ύψους των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 473 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

228    Κατά το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, η «παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (π.χ. επιτόπιοι έλεγχοι)» συγκαταλέγεται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων.

229    Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, η ως άνω παύση δεν μπορεί λογικά να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, παρά μόνον αν υπάρχουν λόγοι να υποτεθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να θέσουν τέρμα στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους από τις εν λόγω ενέργειες, δεδομένου ότι η περίπτωση κατά την οποία είχε ήδη τεθεί τέρμα στην παράβαση πριν από την ημερομηνία των πρώτων ενεργειών της Επιτροπής δεν καλύπτεται από την ως άνω διάταξη των κατευθυντηρίων γραμμών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψεις 328 και 329, η οποία επιβεβαιώθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως με απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 158).

230    Εν προκειμένω, όμως, η παράβαση έπαυσε στις 10 Αυγούστου 2001, ήτοι πριν από την ημερομηνία των πρώτων ελέγχων τους οποίους διενήργησε η Επιτροπή, συγκεκριμένα στις 3 Οκτωβρίου 2001. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 432 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως δήλωσαν ότι η σύμπραξή τους είχε παύσει να υφίσταται την τελευταία αυτή ημερομηνία, η Επιτροπή θεώρησε την πρώτη ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως με το αιτιολογικό ότι η «τελευταία απόδειξη» που διέθετε ήταν μια σύσκεψη της 10ης Αυγούστου 2001, που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η εν λόγω παύση δεν μπορεί να αποτελεί ελαφρυντική περίσταση κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

231    Πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμα και αν η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι η παράβαση είχε παύσει την ίδια ημέρα που είχε διενεργήσει τους πρώτους ελέγχους της, θα μπορούσε απολύτως βασίμως να μη λάβει υπόψη την περίσταση που προβάλλει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η μείωση του προστίμου λόγω παύσης της παράβασης ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν είναι αυτόματη, αλλά εξαρτάται από την εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας. Συναφώς, η εφαρμογή του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών υπέρ μιας επιχείρησης προσήκει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο βλαπτικός του ανταγωνισμού χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν είναι πρόδηλος. Αντιστρόφως, η εφαρμογή της ενδείκνυται, κατ’ αρχήν, λιγότερο στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά αυτή, εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένη, βλάπτει σαφώς τον ανταγωνισμό (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑156/94, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑645, σκέψη 138, και της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 281).

232    Πάντως, εν προκειμένω, δεν χωρούσε αμφιβολία όσον αφορά τον επιζήμιο για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, η σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, η οποία είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή της αγοράς (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 278 έως 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αντιστοιχεί σε ένα κλασικό και ιδιαιτέρως σοβαρό είδος παραβάσεως (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 409 έως 411 της προσβαλλομένης αποφάσεως) του δικαίου του ανταγωνισμού και σε μια συμπεριφορά της οποίας η έλλειψη νομιμότητας τονίστηκε επανειλημμένα από την Επιτροπή από τις πρώτες ενέργειές της συναφώς. Το γεγονός ότι η σύμπραξη αυτή είχε μια μυστική πτυχή επιβεβαιώνει επιπλέον ότι η προσφεύγουσα είχε πλήρως επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της.

233    Στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει μια νέα αιτίαση που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε εξηγήσεις, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους είχε θεωρήσει ότι δεν έπρεπε να λάβει υπόψη την επίμαχη υποτιθέμενη ελαφρυντική περίσταση.

234    Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτέθηκαν στη σκέψη 182 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι η αιτίαση αυτή δεν προβλήθηκε, για πρώτη φορά, από την προσφεύγουσα παρά μόλις κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να την εξετάσει εν προκειμένω.

235    Ωστόσο, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

236    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομολογία, καίτοι η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να αιτιολογεί τις αποφάσεις της αναφέροντας τα πραγματικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την απόφασή της και τις εκτιμήσεις που την οδήγησαν στη λήψη της, εντούτοις η διάταξη αυτή δεν απαιτεί να αναφέρεται λεπτομερώς η Επιτροπή σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψεις 14 και 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑319/94, Fiskeby Board κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1331, σκέψη 127). Έχει συνεπώς ήδη κριθεί ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί των στοιχείων που προφανώς δεν ασκούν επιρροή, είναι ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2197, σκέψη 64). Η ίδια λύση εφαρμόζεται όταν, όπως εν προκειμένω, μπορεί να γίνει ευκόλως κατανοητός ο λόγος για τον οποίο μια περίσταση που προέβαλε ο προσφεύγων κατά τη διοικητική διαδικασία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ελαφρυντική (βλ., συναφώς, σκέψεις 229 έως 232 ανωτέρω).

237    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ότι, επομένως, δεν πρέπει να χορηγηθεί πρόσθετη μείωση στην προσφεύγουσα λόγω των ελαφρυντικών περιστάσεων.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας καθώς και από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

238    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την ανακοίνωση περί της συνεργασίας και παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως, χορηγώντας της, κατ’ εφαρμογήν του σημείου Δ, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως αυτής, μείωση προστίμου μικρότερη από αυτή που χορηγήθηκε στις WWTE, Cetarsa και Taes.

239    Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να δικαιολογεί αυτή τη διαφορετική μεταχείριση ισχυριζόμενη ότι αμφισβήτησε ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων καθώς και τη μυστικότητα των συμφωνιών των επιχειρήσεων μεταποιήσεως σχετικά με τις τιμές.

240    Συναφώς, πρώτον, ισχυρίζεται ότι, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, απλώς έδωσε κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με ορισμένα πραγματικά περιστατικά που είχαν παρουσιασθεί κατά τρόπο ασαφή και εσφαλμένο στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Ειδικότερα, ουδέποτε υποστήριξε ότι οι συμφωνίες σχετικά με τις μέγιστες μέσες τιμές που συνήφθησαν από τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και οι συμφωνίες σχετικά με τις ελάχιστες μέσες τιμές που συνήφθησαν από τους εκπροσώπους των παραγωγών αλληλοεξουδετερώνονταν. Προσθέτει ότι, στην τελική του έκθεση, ο σύμβουλος ακροάσεων διαπίστωσε και ο ίδιος ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων περιείχε ορισμένες ασάφειες και ότι οι διευκρινίσεις που έδωσαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως με την απάντησή τους στην εν λόγω ανακοίνωση των αιτιάσεων καθώς και κατά την ακρόαση είχαν παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να «αποσαφηνίσει την κατεύθυνση» του σχεδίου της αποφάσεως επί πολλών σημείων.

241    Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν αμφισβήτησε τη μυστικότητα «αυτών καθεαυτές» των συμφωνιών σχετικά με τις μέγιστες μέσες τιμές. Απλώς διευκρίνισε ότι το «αποτέλεσμα» των διαπραγματεύσεων μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, δηλαδή τη μέγιστη μέση τιμή στην οποία συμφωνούσαν στην αρχή κάθε περιόδου και την οποία πρότειναν κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις με τις γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις ομάδες παραγωγών, τη γνώριζε οπωσδήποτε ο τομέας της παραγωγής. Υποστηρίζει ότι, με άλλα λόγια, «αναφερόταν στο ότι ήταν δημοσίως γνωστό το ύψος της μέγιστης μέσης τιμής αγοράς που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στις αρχές του έτους και η οποία, αφού προτεινόταν κατά τις διαπραγματεύσεις των τιμών με τις [γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις ομάδες παραγωγών] ως το μέγιστο ποσό στο οποίο οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως ήταν διατεθειμένες να αγοράσουν τον καπνό, έμελλε οπωσδήποτε να καταστεί μια δημοσίως γνωστή τιμή».

242    Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

243    Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η Επιτροπή παρέλειψε εσφαλμένα να εφαρμόσει, στην περίπτωσή της, το σημείο Δ, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, ισχυριζόμενη, στην αιτιολογική σκέψη 454 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε αμφισβητήσει ουσιαστικά ορισμένα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και αρνούμενη, για τον λόγο αυτό, να της χορηγήσει μείωση προστίμου βάσει της διατάξεως αυτής.

244    Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι συνεργάσθηκε ενεργώς με την Επιτροπή ήδη από τη στιγμή που η τελευταία αυτή διενήργησε τους ελέγχους της. Υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες και οι διευκρινίσεις που παρέσχε στην Επιτροπή έδωσαν στην τελευταία αυτή τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα τη λειτουργία της αγοράς και τις ιδιαίτερες συμπεριφορές των μερών, καθώς και να αποσαφηνίσει ορισμένες ουσιώδεις πτυχές της παραβάσεως. Φρονεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε επομένως να της χορηγήσει, βάσει του σημείου Δ, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, ένα ποσοστό μειώσεως του προστίμου μεγαλύτερο του 20 %.

245    Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι είχε δικαίωμα να τύχει της ίδιας μειώσεως του προστίμου με αυτή που χορηγήθηκε στην Taes, ήτοι 40 %, καθόσον η τελευταία αυτή δεν είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή πληροφορίες ανώτερης αξίας σε σχέση με τις πληροφορίες που η ίδια είχε προσκομίσει.

246    Επικουρικώς, η προσφεύγουσα επικαλείται ότι θα έπρεπε, τουλάχιστον, να τύχει του ίδιου ποσοστού μειώσεως με αυτό των Cetarsa και WWTE, ήτοι 25 %, διότι η Επιτροπή δεν είχε κατανοήσει καλώς τις διευκρινίσεις που είχε παράσχει σχετικά με τη μυστικότητα των συμφωνιών σχετικά με τις μέσες τιμές.

247    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

248    Πρώτον, η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, απλώς παρέσχε κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που είχαν εκτεθεί στην ανακοίνωση αυτή. Στην πραγματικότητα, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ορισμένες σημαντικές πτυχές των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, αρνήθηκε τη μυστικότητα των συμφωνιών σχετικά με τη (μέγιστη) μέση τιμή παραδόσεως που είχαν συνάψει οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και είχε υποστηρίξει τη θέση ότι οι συμφωνίες δεν ήσαν ευρύτερες από αυτές που είχαν συνάψει οι εκπρόσωποι των παραγωγών.

249    Δεύτερον, η Επιτροπή διατείνεται ότι εφάρμοσε ορθώς το σημείο Δ, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και ότι δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

250    Τρίτον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως χορηγώντας στις Taes, Cetarsa και WWTE ποσοστό μειώσεως του ποσού του προστίμου μεγαλύτερο από αυτό που χορήγησε στην προσφεύγουσα. Τονίζει ότι οι πληροφορίες που της γνωστοποίησε η Taes της έδωσαν μεταξύ άλλων τη δυνατότητα να αποδείξει τη συμμετοχή της Deltafina στις επίμαχες περιοριστικές πρακτικές και ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε νέα κρίσιμα στοιχεία, αλλά το πολύ «λεπτομέρειες σχετικά με ήδη γνωστά στοιχεία». Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι Taes, Cetarsa και WWTE, σε αντίθεση με την προσφεύγουσα, δεν αρνήθηκαν τη μυστικότητα των συμφωνιών σχετικά με τη (μέγιστη) μέση τιμή παραδόσεως που είχαν συνάψει οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως. Τέλος, η Taes, σε αντίθεση με την προσφεύγουσα, δεν αμφισβήτησε ορισμένα άλλα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

251    Προτού εξετασθούν τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα, πρέπει να διατυπωθούν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις.

252    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή απολαύει ευρείας διακριτικής ευχέρειας ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων και ότι μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη πολλαπλά στοιχεία, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η συνεργασία των οικείων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες του οργάνου αυτού. Συναφώς, η Επιτροπή έχει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς την αξιολόγηση της ποιότητας και της χρησιμότητας της συνεργασίας μιας επιχείρησης, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψεις 81 και 88).

253    Για να δικαιολογεί μείωση του ύψους του προστίμου λόγω συνεργασίας, η συμπεριφορά της επιχειρήσεως πρέπει να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 110 ανωτέρω, σκέψη 499 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και να μαρτυρεί ειλικρινές πνεύμα συνεργασίας (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψεις 395 και 396).

254    Με την ανακοίνωση περί της συνεργασίας, η Επιτροπή καθόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες απαλλάσσονται από το πρόστιμο οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την Επιτροπή κατά την έρευνά της σχετικά με σύμπραξη ή μειώνεται το πρόστιμο το οποίο οι επιχειρήσεις αυτές θα έπρεπε σε διαφορετική περίπτωση να καταβάλουν (βλ. σημείο A, παράγραφος 3, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας).

255    Το σημείο Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, που τιτλοφορείται «Αξιόλογη μείωση του ύψους του προστίμου», προβλέπει τα εξής:

«1.      Εφόσον επιχείρηση συνεργάζεται χωρίς να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στα [σημεία] Β ή Γ, τυγχάνει μειώσεως κατά 10 έως 50 % του ύψους του προστίμου που θα της είχε επιβληθεί εάν δεν είχε συνεργαστεί.

2.      Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί εφόσον:

–        πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παράβασης,

–        μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες της.»

256    Εν προκειμένω, πρέπει να τονισθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με ό,τι διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 450 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής των σημείων Β και Γ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, οπότε η συμπεριφορά της έπρεπε να εκτιμηθεί με γνώμονα το σημείο Δ της εν λόγω ανακοινώσεως.

257    Τα διάφορα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά τη μη εφαρμογή, στην προσφεύγουσα, του σημείου Δ, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Το δεύτερο σκέλος αφορά την ποιότητα της συνεργασίας που προσέφερε η προσφεύγουσα σε σύγκριση με αυτήν που προσέφεραν οι Taes, Cetarsa και WWTE.

 Επί της μη εφαρμογής, στην προσφεύγουσα, του σημείου Δ, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

258    Στην αιτιολογική σκέψη 454 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή χορήγησε στην προσφεύγουσα μείωση προστίμου κατά 20 % βάσει και μόνον της πρώτης περιπτώσεως του σημείου Δ, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Από τον συνδυασμό αυτής της αιτιολογικής σκέψης και της αιτιολογικής σκέψης 453 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να εφαρμόσει στην προσφεύγουσα τη δεύτερη περίπτωση του ίδιου σημείου, τούτο δε παρά το γεγονός ότι αυτή είχε δηλώσει γενικώς ότι δεν αμφισβητούσε το υποστατό των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίζονταν οι κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί κατ’ αυτής, για δύο λόγους.

259    Πρώτον, εξ όσων διατείνεται η προσφεύγουσα δεν στηριζόταν στα πραγματικά περιστατικά, ειδικότερα ότι οι συμφωνίες των επιχειρήσεων μεταποιήσεως σχετικά με τις (μέγιστες) μέσες τιμές παραδόσεως, αφενός, και οι συμφωνίες που είχαν συνάψει ταυτοχρόνως οι παραγωγοί και οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως σχετικά με τις ελάχιστες μέσες τιμές ανά ομάδα παραγωγών, αφετέρου, ήταν πανομοιότυπες και ότι, κατά συνέπεια, τα δυνητικά επιζήμια για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και των παραγωγών αλληλοεξουδετερώνονταν. Η Επιτροπή παρέπεμψε, συναφώς, στις σελίδες 18 έως 45 της απαντήσεως της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

260    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προαναφερθείσες σελίδες της απαντήσεως της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν περιέχουν τέτοια άποψη. Εξάλλου, κληθείσα, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να προσδιορίσει τα αποσπάσματα της απαντήσεως αυτής που περιείχαν τη διατύπωση αυτής της απόψεως, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η άποψη αυτή δεν ήταν ρητώς διατυπωμένη, αλλά ότι προέκυπτε σιωπηρώς από ορισμένα επιχειρήματα που είχε προβάλει η προσφεύγουσα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή επανέλαβε την εξήγηση αυτή.

261    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί σε απλώς συναγόμενη άποψη για να αποδείξει την ύπαρξη αμφισβητήσεως του υποστατού των πραγματικών περιστατικών κατά την έννοια του σημείου Δ, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, εν προκειμένω, δεν μπορεί να συναχθεί από τα επιχειρήματα στα οποία αναφέρεται η Επιτροπή ότι η προσφεύγουσα υποστήριζε ότι οι δύο κατηγορίες συμφωνιών που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 259 ανωτέρω ήταν πανομοιότυπες και ότι, επομένως, τα δυνητικά επιζήμια για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και των παραγωγών αλληλοεξουδετερώνονταν. Συγκεκριμένα, με τα εν λόγω επιχειρήματα, η προσφεύγουσα ήθελε μόνο να εκφράσει την άποψη ότι, ακόμα και αν οι συμφωνίες των επιχειρήσεων μεταποιήσεως σχετικά με τις (μέγιστες) μέσες τιμές παραδόσεως δεν είχαν υπάρξει, ο ανταγωνισμός δεν θα ήταν τέλειος στην αγορά, διότι, από την πλευρά τους, οι γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ομάδες παραγωγών συμφωνούσαν μεταξύ τους μέσες τιμές πωλήσεως του ακατέργαστου καπνού, τις οποίες διαπραγματεύονταν στη συνέχεια συλλογικά με τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια άποψη σχετικά με τα αποτελέσματα συμπράξεως στην αγορά δεν μπορεί λογικά να εξομοιώνεται με αμφισβήτηση του «υποστατού των πραγματικών περιστατικών» κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 366). Πρέπει μεταξύ άλλων να τονιστεί ότι, με τα επιχειρήματά της, η προσφεύγουσα ουδόλως αμφισβήτησε την ύπαρξη των επίμαχων συμφωνιών. Πρέπει να προστεθεί ότι πολλές από τις διευκρινίσεις που έδωσε η προσφεύγουσα στις σελίδες 18 έως 45 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ελήφθησαν ρητώς υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 75, 82 και 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

262    Δεύτερον, η προσφεύγουσα φέρεται να αρνήθηκε τη μυστικότητα των συμφωνιών σχετικά με τη (μέγιστη) μέση τιμή παραδόσεως που είχαν συνάψει οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως.

263    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η προσφεύγουσα υποστήριξε πράγματι χωρίς διφορούμενα την άποψη αυτή. Έτσι, στη σελίδα 8 της απαντήσεως αυτής, υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι «οι [επιχειρήσεις μεταποιήσεως] ουδέποτε [είχαν] συνάψει μυστικές συμφωνίες σχετικά με τις μέσες τιμές εκτός των συλλογικών διαπραγματεύσεων που διοργανώνονταν με βάση το διαπραγματευτικό πλαίσιο του τομέα της παραγωγής». Η θεμελίωση της απόψεως αυτής που η προσφεύγουσα επιχειρεί να δώσει με τα δικόγραφά της (βλ. σκέψη 241 ανωτέρω) στηρίζεται σε αμιγώς τεχνητή διάκριση και δεν πείθει.

264    Δεδομένου, αφενός, ότι η άποψη αυτή δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά στοιχεία και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι η σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως είχε μια μυστική πτυχή ήταν πολύ σημαντικό για την οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι, διατυπώνοντας την άποψη αυτή, η προσφεύγουσα είχε αμφισβητήσει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών κατά την έννοια του σημείου Δ, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

 Επί της ποιότητας της συνεργασίας που πρόσφερε η προσφεύγουσα σε σύγκριση με αυτήν που προσέφεραν οι Taes, Cetarsa και WWTE

265    Πρώτον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να της χορηγηθεί, βάσει του σημείου Δ, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, το ίδιο ποσοστό μειώσεως του προστίμου με αυτό που χορηγήθηκε στην Taes.

266    Αφενός, συγκεκριμένα, όσον αφορά την εφαρμογή της δεύτερης περιπτώσεως του εν λόγω σημείου Δ, παράγραφος 2, η Taes, σε αντίθεση με την προσφεύγουσα, ουδόλως είχε αμφισβητήσει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών.

267    Αφετέρου, όσον αφορά την εφαρμογή της πρώτης περιπτώσεως του εν λόγω σημείου Δ, παράγραφος 2, από τη δικογραφία προκύπτει σαφώς ότι η συνεργασία που προσέφερε η Taes ήταν ανώτερης ποιότητας και μεγαλύτερης χρησιμότητας σε σχέση με αυτή που προσέφερε η προσφεύγουσα. Έτσι, οι πληροφορίες που παρέσχε η τελευταία αυτή, μολονότι ήσαν χρήσιμες, απλώς επιβεβαίωναν ή διευκρίνιζαν εν πολλοίς τα στοιχεία τα οποία διέθετε ήδη η Επιτροπή και δεν είχαν συνεπώς παρά μικρή προστιθέμενη αξία, ενώ η Taes είχε, επιπλέον, παράσχει νέα και αποφασιστικά στοιχεία που καθιστούσαν δυνατή την απόδειξη της ευθύνης της Deltafina στην τέλεση της παραβάσεως.

268    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται –όπως πράττει με το δικόγραφο της προσφυγής της– τις απαντήσεις που έδωσε στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που της είχε απευθύνει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17. Συγκεκριμένα, τα έγγραφα που αποστέλλονται στην Επιτροπή σε απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών υποβάλλονται βάσει μιας υποχρεώσεως εκ του νόμου και δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, έστω και αν μπορούν να χρησιμεύσουν, σε βάρος της επιχειρήσεως που τα προσκομίζει ή σε βάρος άλλης επιχειρήσεως, για την απόδειξη της υπάρξεως ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 111).

269    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ομοίως δεν μπορεί να διεκδικεί το ίδιο ποσοστό μειώσεως του προστίμου με αυτό που χορηγήθηκε στις Cetarsa και WWTE. Συγκεκριμένα, οι τελευταίες αυτές, σε αντίθεση με την προσφεύγουσα, δεν είχαν αρνηθεί τη μυστικότητα των συμφωνιών σχετικά με τη (μέγιστη) μέση τιμή παραδόσεως που είχαν συνάψει οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι καίτοι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή είχε προσάψει στις Cetarsa και WWTE ότι είχαν προβάλει, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, την ίδια άποψη που εκτίθεται στη σκέψη 259 ανωτέρω, εντούτοις, όπως και στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του της 3ης Φεβρουαρίου 2011, T‑33/05, Cetarsa κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 271), και της 8ης Μαρτίου 2011, T‑37/05, World Wide Tobacco España κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 197), ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

270    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός μόνο στον βαθμό που αφορά την εκτιθέμενη στη σκέψη 259 ανωτέρω άποψη που η Επιτροπή απέδωσε εσφαλμένα στην προσφεύγουσα και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

271    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να καθορίσει το κατάλληλο ποσοστό μειώσεως του προστίμου. Αποφασίζοντας κατά πλήρη δικαιοδοσία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να χορηγήσει στην προσφεύγουσα, για τη συνεργασία της, πρόσθετη μείωση κατά 5 % επιπλέον της χορηγηθείσας κατά 20 %. Πρέπει δηλαδή να μειωθεί κατά 25 % το ποσό του προστίμου που προκύπτει κατόπιν της εφαρμογής του κανόνα του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών, ήτοι τα 3 240 000 εκατομμύρια ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι το τελικό ποσό του προστίμου καθορίζεται σε 2 430 000 εκατομμύρια ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

272    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

273    Εν προκειμένω, εφόσον η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, κατά δικαία εκτίμηση των επιδίκων περιστατικών αποφασίζεται ότι η προσφεύγουσα θα φέρει τα εννέα δέκατα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα εννέα δέκατα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η δε Επιτροπή θα φέρει το ένα δέκατο των δικών της εξόδων και το ένα δέκατο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καθορίζει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Agroexpansión, SA με το άρθρο 3 της αποφάσεως C(2004) 4030 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.238/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία), στα 2 430 000 ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Agroexpansión φέρει τα εννέα δέκατα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα εννέα δέκατα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η δε Επιτροπή φέρει το ένα δέκατο των δικών της εξόδων και το ένα δέκατο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Agroexpansión.

Czúcz

Labucka

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Α –   Η προσφεύγουσα και η διοικητική διαδικασία

Β –   Η προσβαλλόμενη απόφαση

Γ –   Οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως

Δ –   Ο καθορισμός του ύψους των προστίμων

1.  Το αρχικό ποσό των προστίμων

2.  Το βασικό ποσό των προστίμων

3.  Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις

4.  Το προβλεπόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο του προστίμου

5.  Η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

6.  Το τελικό ποσό των προστίμων

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α –   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, από την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και από την έλλειψη αιτιολογίας

1.  Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, όσον αφορά την αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή του προστίμου

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των κριτηρίων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της

Επί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας απαρτιζόμενης από την προσφεύγουσα και την Dimon

–  Επί των «εκθέσεων δραστηριοτήτων» και των «επιτόπου εκθέσεων»

–  Επί των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ της προσφεύγουσας και της Dimon

–  Επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι ενεργούσε αυτόνομα στην αγορά

2.  Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και από έλλειψη αιτιολογίας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, όσον αφορά τις συνέπειες της εκτάσεως της εις ολόκληρον ευθύνης για την καταβολή του προστίμου

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Β –   Επί του δευτέρου λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Γ –   Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Δ –   Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας καθώς και από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

α) Επί της μη εφαρμογής, στην προσφεύγουσα, του σημείου Δ, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

β) Επί της ποιότητας της συνεργασίας που πρόσφερε η προσφεύγουσα σε σύγκριση με αυτήν που προσέφεραν οι Taes, Cetarsa και WWTE

Ε –   Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων



* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.