Language of document : ECLI:EU:T:2011:586

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ισπανική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Πρόστιμα – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών – Αποτρεπτικό αποτέλεσμα – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑41/05,

Alliance One International, Inc., πρώην Dimon Inc., με έδρα το Danville, Βιρτζίνια (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους L. Bergkamp, H. Cogels, J. Dhont, M. Marañon Hermoso και A. Emch, στη συνέχεια, από τους M. Odriozola Alén, J. Folguera Crespo, P. Vidal Martínez, M. Barrantes Diaz και A. João Vide, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τους É. Gippini Fournier και F. Amato, στη συνέχεια δε από τους Gippini Fournier, N. Khan και J. Bourke,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή με αιτήματα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2004) 4030 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.238/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία), και, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με την απόφαση αυτή,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka και K. O’Higgins (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Ιουνίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Η προσφεύγουσα και η διοικητική διαδικασία

1        Η προσφεύγουσα, Dimon Inc., νυν Alliance One International, Inc., είναι αμερικάνικη εταιρία εγκατεστημένη στη Βιρτζίνια (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Είναι η μητρική εταιρία ενός ομίλου που περιλαμβάνει εκατό περίπου εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του καπνού (στο εξής: όμιλος Dimon). Κύρια δραστηριότητά της είναι η παροχή μεταποιημένου καπνού στους κατασκευαστές τσιγάρων. Για τον σκοπό αυτόν, προμηθεύεται μεταποιημένο καπνό από, μεταξύ άλλων, την Agroexpansión, SA.

2        Η Agroexpansión αποτελεί μία εκ των τεσσάρων επιχειρήσεων πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού στην Ισπανία (στο εξής: επιχειρήσεις μεταποιήσεως).

3        Οι λοιπές τρεις επιχειρήσεις μεταποιήσεως είναι οι ακόλουθες: η Compañia española de tabaco en rama, SA (στο εξής: Cetarsa), η Tabacos Españoles, SL (στο εξής: Taes) και η World Wide Tobacco España, SA (στο εξής: WWTE).

4        Αρχικώς, η Agroexpansión ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση. Ιδρύθηκε το 1988 από τον B., ο οποίος διετέλεσε γενικός διευθυντής της μέχρι το τέλος του 2004. Από το 1994 έως το 1997, το κεφάλαιό της ανήκε κατά ίσα μέρη στη σύζυγο του B. και στην ισπανική εταιρία WW Marpetrol, SA.

5        Στις 18 Νοεμβρίου 1997 η Intabex Netherlands BV (στο εξής: Intabex) απέκτησε το σύνολο των μετοχών της Agroexpansión. Η Intabex ήταν τότε μέλος του ομίλου εταιριών Intabex, τον οποίο είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα τον Απρίλιο του 1997.

6        Στις 3 και 4 Οκτωβρίου 2001 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην οποία είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και οι Ισπανοί παραγωγοί ακατέργαστου καπνού είχαν διαπράξει παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, διενήργησε ελέγχους δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στις εγκαταστάσεις τριών επιχειρήσεων μεταποιήσεως, ήτοι των εταιριών Agroexpansión, Cetarsa και WWTE, καθώς και σε εκείνες της Asociación Nacional de Empresas Transformadoras de Tabaco (στο εξής: Anetab).

7        Η Επιτροπή διενήργησε, επίσης, ελέγχους στις εγκαταστάσεις του Επιμελητηρίου των επαγγελμάτων καπνού και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας επιχειρήσεων μεταποιήσεως καπνού, στις 3 Οκτωβρίου 2001, καθώς και στις εγκαταστάσεις της Federación nacional de cultivadores de tabaco [ισπανικής εθνικής ομοσπονδίας καλλιεργητών καπνού] (στο εξής: FNCT), στις 5 Οκτωβρίου 2001.

8        Με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2002 οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και η Anetab, επικαλούμενες την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (EE 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας), γνωστοποίησαν στην Επιτροπή τη βούλησή τους να συνεργασθούν.

9        Με έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 2002 οι ως άνω επιχειρήσεις παρέσχον ορισμένες πληροφορίες στην Επιτροπή.

10      Η προσφεύγουσα, η Cetarsa και η WWTE, με έγγραφα της 15ης Φεβρουαρίου 2002, και η Taes, με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2002, διαβίβασαν στην Επιτροπή πρόσθετες πληροφορίες.

11      Εν συνεχεία, η Επιτροπή απηύθυνε διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, στην Anetab και στην FNCT βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17. Η Επιτροπή ζήτησε, επίσης, πληροφορίες από το ισπανικό Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Διατροφής σχετικά με την ισπανική νομοθεσία περί γεωργικών προϊόντων.

12      Στις 11 Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που κατέληξε στην υπό κρίση υπόθεση και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία απηύθυνε σε 20 επιχειρήσεις ή ενώσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως, η προσφεύγουσα, η Intabex, η Anetab, η FNCT και η Deltafina SpA. Η Deltafina είναι ιταλική εταιρία της οποίας οι κύριες δραστηριότητες συνίστανται στην πρώτη μεταποίηση ακατέργαστου καπνού και στη διάθεση μεταποιημένου καπνού στο εμπόριο. Η εταιρία αυτή ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιριών με την Taes, ήτοι σε εκείνον επικεφαλής του οποίου είναι η αμερικανική εταιρία Universal Corp.

13      Στις εν λόγω επιχειρήσεις και ενώσεις επετράπη η πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής και προς τούτο τους απεστάλη σχετικό αντίγραφο επί CD-ROM, οι δε επιχειρήσεις και ενώσεις αυτές διαβίβασαν γραπτές παρατηρήσεις σε απάντηση στις αιτιάσεις που προέβαλε η Επιτροπή.

14      Στις 29 Μαρτίου 2004 διεξήχθη ακρόαση.

15      Κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα των συμπράξεων και των δεσποζουσών θέσεων, και έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 20 Οκτωβρίου 2004, την απόφαση C(2004) 4030 τελικό, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.238/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Απριλίου 2007 (EE L 102, σ. 14).

2.     Η προσβαλλόμενη απόφαση

16      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά δύο οριζόντιες συμπράξεις που συνήφθησαν και τέθηκαν σε λειτουργία στην ισπανική αγορά ακατέργαστου καπνού.

17      Η πρώτη σύμπραξη, στην οποία εμπλέκονταν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και η Deltafina, είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό, σε ετήσια βάση, κατά την περίοδο 1996-2001, της (μέγιστης) μέσης τιμής παράδοσης για κάθε ποικιλία ακατέργαστου καπνού, συμπεριλαμβανομένων όλων των ποιοτικών κατηγοριών, καθώς και την κατανομή των ποσοτήτων κάθε ποικιλίας ακατέργαστου καπνού την οποία μπορούσε να αγοράζει από τους παραγωγούς εκάστη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 74 έως 76 και 276 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από το 1999 έως το 2001, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και η Deltafina είχαν επίσης καταλήξει σε συμφωνία ως προς τις κλίμακες τιμών ανά ποιοτική βαθμίδα της κάθε ποικιλίας ακατέργαστου καπνού που εμφαίνεται στους επισυναπτόμενους στις «συμβάσεις καλλιέργειας» πίνακες, καθώς και ως προς τους «συμπληρωματικούς όρους», ήτοι τη μέση ελάχιστη τιμή ανά παραγωγό και τη μέση ελάχιστη τιμή ανά ομάδα παραγωγών (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 77 έως 83 και 276 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Η σύμπραξη που περιγράφηκε στη σκέψη 17 ανωτέρω θα καλείται στο εξής «σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως».

19      Στη δεύτερη σύμπραξη, η οποία διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, εμπλέκονταν οι τρεις ισπανικές γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, ήτοι η Asociación agraria de jóvenes agricultores (στο εξής: ASAJA), η Unión de pequeños agricultores (στο εξής: UPA) και η Coordinadora de organizaciones de agricultores y ganaderos (στο εξής: COAG), καθώς και η Confederación de cooperativas agrarias de España (στο εξής: CCAE). Η σύμπραξη αυτή είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό, σε ετήσια βάση, κατά την περίοδο 1996-2001, των κλιμάκων τιμών ανά ποιοτική βαθμίδα της κάθε ποικιλίας ακατέργαστου καπνού που εμφαίνονταν στους επισυναφθέντες στις «συμβάσεις καλλιέργειας» πίνακες, καθώς και των «συμπληρωματικών όρων» (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 77 έως 83 και 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Η σύμπραξη που περιγράφηκε στη σκέψη 19 ανωτέρω θα αναφέρεται στο εξής ως «σύμπραξη των εκπροσώπων των παραγωγών».

21      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εκάστη των συμπράξεων αυτών συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 275 έως 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλόγισε την ευθύνη για τη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στις επιχειρήσεις αυτές, στην Deltafina, στην προσφεύγουσα και στις μητρικές εταιρίες της WWTE, ήτοι στις Standard Commercial Corp. (στο εξής: SCC), Standard Commercial Tobacco Co., Inc. (στο εξής: SCTC) και Trans-Continental Leaf Tobacco Corp. Ltd (στο εξής: TCLT), και την ευθύνη για τη σύμπραξη των εκπροσώπων των παραγωγών στην ASAJA, στην UPA, στην COAG και στην CCAE (στο εξής, συλλήβδην: εκπρόσωποι των παραγωγών).

23      Με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ζήτησε από τις ως άνω επιχειρήσεις και τους εκπροσώπους των παραγωγών να παύσουν αμέσως, αν δεν το είχαν ήδη πράξει, τις παραβάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 1 και να απέχουν, εφεξής, από οποιαδήποτε περιοριστική πρακτική που έχει πανομοιότυπο ή ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

24      Με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα στις εν λόγω επιχειρήσεις, καθώς και στους εκπροσώπους των παραγωγών, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στην Agroexpansión και οι SCC, SCTC και TCLT ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στη WWTE (βλ. σκέψεις 61 και 62 κατωτέρω).

3.     Οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως

25      Το σημείο 2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως πραγματεύεται το ζήτημα των αποδεκτών (αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή εξέθεσε ότι ήταν αποδεδειγμένο ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και η Deltafina συμμετείχαν άμεσα στη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και οι εκπρόσωποι των παραγωγών στη σύμπραξη των εκπροσώπων των παραγωγών, οπότε εκάστη αυτών των επιχειρήσεων και ενώσεων «[εκλήθη] να αναλάβει την ευθύνη για την παράβαση και συγκαταλ[εγόταν], ως εκ τούτου, στους αποδέκτες [της προσβαλλομένης αποφάσεως]» (αιτιολογικές σκέψεις 357 και 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στις αιτιολογικές σκέψεις 359 έως 369 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή εκτίμησε, ειδικότερα, τη συμβολή της Deltafina στη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως.

27      Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα του καταλογισμού της ευθύνης για την παραβατική συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας στη μητρική της, επισημαίνοντας ότι, εν προκειμένω, το ζήτημα αυτό ετίθετο σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι στις περιπτώσεις της Agroexpansión, της WWTE και της Taes (αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Συναφώς, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υπενθύμισε τις αρχές που, κατά τη γνώμη της, εφαρμόζονται στον συγκεκριμένο τομέα (αιτιολογικές σκέψεις 371 έως 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Η Επιτροπή εξέθεσε, ειδικότερα, τα εξής:

–        για να καθοριστεί αν μια μητρική εταιρία πρέπει να θεωρείται υπεύθυνη για την παράνομη συμπεριφορά της θυγατρικής της, είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι «η θυγατρική εταιρία δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει ως προς τα ουσιωδέστερα στοιχεία οδηγίες που της έχει παράσχει η μητρική εταιρία» (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψεις 132 και 133)·

–        κατά πάγια νομολογία, όταν μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, μπορεί θεμιτώς να συναχθεί ότι η μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 50, και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψη 29· απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψεις 961 και 984)·

–        η παραδοχή αυτή μπορεί να επιβεβαιωθεί από «ειδικούς παράγοντες που προσιδιάζουν σε ορισμένες υποθέσεις»·

–        στις περιπτώσεις θυγατρικών που δεν ελέγχονται κατά 100 %, μια μητρική εταιρία μπορεί, κατά το Δικαστήριο, να επηρεάζει την πολιτική της θυγατρικής της εφόσον, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου της εν λόγω θυγατρικής (προπαρατεθείσα απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 136) ή εφόσον πληροφορείται «διαρκώς» για τις πρακτικές της θυγατρικής και καθορίζει άμεσα τη συμπεριφορά της (προπαρατεθείσα απόφαση AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, σκέψη 52)·

–        κατά πάγια νομολογία, ο όρος «επιχείρηση», εντασσόμενος στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, πρέπει να νοηθεί ως σημαίνων μια οικονομική οντότητα από την άποψη του αντικειμένου της επίμαχης συμφωνίας, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή οντότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 66, που παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau, Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11).

30      Εν συνεχεία, η Επιτροπή, προτού εξετάσει λεπτομερέστερα τις περιπτώσεις της Agroexpansión και της WWTE, επισήμανε τα ακόλουθα, στην αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Εν προκειμένω, τρεις από τις τέσσερις ισπανικές επιχειρήσεις μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού ελέγχονται (κατά 100 έως 90 %) από αμερικανικές πολυεθνικές. Εξάλλου, υπάρχουν περαιτέρω πραγματικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν το τεκμήριο ότι η ευθύνη για τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας και της WWTE πρέπει να καταλογισθεί στις αντίστοιχες μητρικές τους εταιρίες. Στην περίπτωση αυτή, οι δύο εταιρίες –η μητρική και η θυγατρική– πρέπει να θεωρηθούν εξ ολοκλήρου υπεύθυνες για τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση».

31      Με την αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε τα εξής:

«[Αντιθέτως], μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και την ακρόαση των μερών, κατέστη σαφές ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου δεν επαρκούσαν για να δικαιολογήσουν παρόμοιο συμπέρασμα σχετικά με τις συμμετοχές της Universal […] και της Universal Leaf [Tobacco Co. Inc.] στις Taes και Deltafina αντιστοίχως. Μάλιστα, πλην του εταιρικού δεσμού μεταξύ των μητρικών και των θυγατρικών εταιριών, ο φάκελος δεν περιέχει καμία ένδειξη έμπρακτης συμμετοχής της Universal […] και της Universal Leaf στα πραγματικά περιστατικά που εξέτασε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, δεν πρέπει να απευθυνθεί απόφαση στις εν λόγω εταιρίες. Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει κατά μείζονα λόγο για την Intabex, δεδομένου ότι η κατά 100 % συμμετοχή της στην Agroexpansión είχε αμιγώς χρηματοοικονομικό χαρακτήρα.»

32      Στις αιτιολογικές σκέψεις 377 έως 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε την περίπτωση της Agroexpansión και του ομίλου Dimon.

33      Η Επιτροπή επισήμανε μεταξύ άλλων ότι, από το δεύτερο εξάμηνο του 1997, η Agroexpansión ελεγχόταν εξ ολοκλήρου από την προσφεύγουσα, μέσω της Intabex (αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η οποία αποτελεί θυγατρική της προσφεύγουσας κατά 100 %. Η Επιτροπή συνήγαγε από το γεγονός αυτό ότι εύλογα μπορούσε να υποτεθεί ότι, τουλάχιστον από εκείνο το χρονικό σημείο, η προσφεύγουσα ασκούσε καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της Agroexpansión (αιτιολογική σκέψη 378, πρώτη περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή προσέθεσε ότι και από άλλα στοιχεία του φακέλου της, τα οποία παρατέθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβεβαιωνόταν το «τεκμήριο [ότι η προσφεύγουσα] ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή» (αιτιολογική σκέψη 378, δεύτερη περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανέφερε ότι από τα ανωτέρω προέκυπτε ότι «[η προσφεύγουσα] επληροφορείτο για τις πρακτικές της θυγατρικής της οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας αποφάσεως καθώς και για το πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνταν οι πρακτικές αυτές και ότι, στον βαθμό που, από το 1997, [η προσφεύγουσα κατείχε] το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, ήταν σε θέση να ασκήσει πράγματι επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της». Στην αιτιολογική σκέψη 382 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι «[τ]α πραγματικά στοιχεία που η Agroexpansión γνωστοποίησε [στην προσφεύγουσα] με τις επιστολές της θα έπρεπε να προκαλέσουν άμεση αντίδραση εκ μέρους της, είτε λαμβάνοντας τις αποστάσεις που έπρεπε σε σχέση με κάθε δυνητική παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού είτε απαιτώντας να τερματίσει η διεύθυνση της Agroexpansión κάθε δυνητικά επιζήμια για τον ανταγωνισμό συμπεριφορά», προτού διαπιστώσει ότι η «[προσφεύγουσα] δεν [είχε] τελικώς [διαπράξει] τίποτα τέτοιο».

34      Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε αβάσιμα τα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα είχε προβάλει με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων προκειμένου να αποδείξει ότι η Agroexpansión συμπεριφερόταν αυτοτελώς στην αγορά.

35      Τέλος, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων καταλογίζοντάς της την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της, ενώ δεν είχε θεωρήσει υπεύθυνη τη μητρική εταιρία της Cetarsa, ήτοι τη Sociedad estatal de participaciones industriales (στο εξής: Sepi), για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της. Η Επιτροπή δικαιολόγησε τη διαφορετική αυτή μεταχείριση από το γεγονός ότι, αντιθέτως προς ό,τι είχε ισχυριστεί η προσφεύγουσα, «ο φάκελός [της] […] δεν περι[ελάμβανε] ενδείξεις άμεσης επικοινωνίας μεταξύ της Cetarsa και της Sepi σχετικά με την παρούσα υπόθεση», ότι «η συμμετοχή της Sepi στην Cetarsa [φαινόταν ότι είχε] ουσιαστικά χρηματοοικονομικό χαρακτήρα, ανάλογο προς τη σχέση που υφίστατο μεταξύ της Intabex και της Agroexpansión», ότι «η Cetarsa (αντιθέτως προς την Agroexpansión) συγκ[έντρωνε] το σύνολο της δραστηριότητας μεταποιήσεως του καπνού του ομίλου Sepi και, για τον ίδιο λόγο, [διοικούνταν] προφανώς χωριστά» και, τέλος, ότι «η Cetarsa δεν [ήταν] θυγατρική της Sepi κατά 100 %» (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Η Επιτροπή συνήγαγε από τα διάφορα αυτά στοιχεία ότι η προσφεύγουσα «[θα έπρεπε] να θεωρηθεί υπεύθυνη από κοινού με την Agroexpansión για τη συμπεριφορά της τελευταίας, συμπεριφορά η οποία διαπιστώθηκε με την [προσβαλλόμενη απόφαση] και σημειώθηκε κατά την περίοδο από το δεύτερο εξάμηνο του 1997 έως τις 10 Αυγούστου 2001» (αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Στις αιτιολογικές σκέψεις 387 έως 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε την περίπτωση της WWTE. Διαπίστωσε ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου η οποία εκτείνεται από το 1995 έως τον Μάιο του 1998, η τελευταία αυτή ελεγχόταν από κοινού από τη SCC (μέσω της SCTC και της TCLT) και από τον πρόεδρο της WWTE και την οικογένειά του και επικαλέσθηκε σειρά στοιχείων τα οποία απεδείκνυαν ότι, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η SCC «και/ή οι θυγατρικές της» είχαν ασκήσει εμπράκτως επιρροή στη συμπεριφορά της WWTE στην Ισπανία (αιτιολογική σκέψη 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά την περίοδο η οποία εκτείνεται από τον Μάιο του 1998 έως την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε σειρά στοιχείων τα οποία απεδείκνυαν ότι η SCC, άμεσα ή μέσω των SCTC και TCLT, είχε τον αποκλειστικό έλεγχο της WWTE και ασκούσε καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της εταιρίας αυτής. Προσέθεσε ότι «[τ]α επιχειρήματα που [προέβαλε] η SCC με το έγγραφο απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν [δικαιολογούσαν] διαφορετικό συμπέρασμα επί του ζητήματος αυτού» (αιτιολογική σκέψη 399 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα αυτά στοιχεία, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, από το 1996 τουλάχιστον, «η SCC και/ή οι θυγατρικές της, SCTC και TCLT» ασκούσαν καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της WWTE και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνες εις ολόκληρον για τις πρακτικές που προσάπτονται στην τελευταία και να αποτελέσουν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4.     Ο καθορισμός του ύψους των προστίμων

38      Στις αιτιολογικές σκέψεις 404 έως 458 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα των προστίμων που επρόκειτο να επιβληθούν στους αποδέκτες αυτής.

39      Η Επιτροπή καθόρισε το ύψος των προστίμων με γνώμονα τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των επίμαχων παραβάσεων, ήτοι τα δύο κριτήρια που διαλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (EE 2003, L 1, σ. 1), και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το οποίο, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των επίμαχων παραβάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 404 και 405 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

40      Προκειμένου να καθορίσει το επιβληθησόμενο σε κάθε αποδέκτη πρόστιμο, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (EE 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), έστω και αν δεν αναφέρθηκε ρητώς στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε επίσης αν και σε ποιο βαθμό οι αποδέκτες ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην ανακοίνωση περί της συνεργασίας.

 Το αρχικό ποσό των προστίμων

41      Κατ’ αρχάς, στην αιτιολογική σκέψη 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή χαρακτήρισε τις παραβάσεις ως «πολύ σοβαρές», αφού εξέτασε, στις αιτιολογικές σκέψεις 408 έως 413 της αποφάσεως αυτής, τη φύση τους, τον συγκεκριμένο αντίκτυπό τους στην αγορά, την έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς και το μέγεθος της αγοράς του σχετικού προϊόντος.

42      Ακολούθως, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 415 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να «ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως και επομένως η πραγματική επίπτωση της παράνομης συμπεριφοράς της επί του ανταγωνισμού, προκειμένου το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του επιβληθέντος σε κάθε επιχείρηση προστίμου να είναι ανάλογο προς τη συμμετοχή της στην παράνομη συμπεριφορά για την οποία πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις».

43      Η Επιτροπή προέβη σε διάκριση μεταξύ, αφενός, της συμπράξεως των επιχειρήσεων μεταποιήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 416 έως 424 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, της συμπράξεως των εκπροσώπων των παραγωγών (αιτιολογικές σκέψεις 425 έως 431 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

44      Όσον αφορά τη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι «το ύψος των προστίμων έπρεπε να κλιμακώνεται ανάλογα με τη συμμετοχή του κάθε μέρους στην παράνομη συμπεριφορά και ανάλογα με τη θέση που κατείχε στην αγορά» (αιτιολογική σκέψη 416 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

45      Συναφώς, η Επιτροπή τόνισε ότι «[έπρεπε] να οριστεί το υψηλότερο αρχικό ποσό προστίμου για την Deltafina λόγω της σημαντικής θέσης που κατείχε στην αγορά, με δεδομένο ότι η Deltafina αποτελούσε τον κύριο αγοραστή του ισπανικού μεταποιημένου καπνού» (αιτιολογική σκέψη 417 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

46      Όσον αφορά τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η «συμμετοχή» αυτών στις παράνομες πρακτικές «[μπορούσε] να θεωρηθεί σε γενικές γραμμές παρόμοια» (αιτιολογική σκέψη 418 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, έκρινε ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα διάφορα μεγέθη και τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς και, επί της βάσεως αυτής, τις κατένειμε σε τρεις κατηγορίες.

47      Συνεπώς, η Επιτροπή κατέταξε την Cetarsa στην πρώτη κατηγορία, που χαρακτηρίσθηκε ως «ιδιαίτερη», με το αιτιολογικό ότι ήταν «με διαφορά η πρώτη ισπανική επιχείρηση μεταποιήσεως» και, ως εκ τούτου, έπρεπε να επιβληθεί σ’ αυτήν το υψηλότερο αρχικό ποσό (αιτιολογική σκέψη 419 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατέταξε την Agroexpansión και τη WWTE στη δεύτερη κατηγορία, επισημαίνοντας ότι οι επιχειρήσεις αυτές κατείχαν μερίδιο αγοράς περίπου 15 % εκάστη και έπρεπε να επιβληθεί σ’ αυτές το ίδιο αρχικό ποσό (αιτιολογική σκέψη 420 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Taes κατατάχθηκε στην τρίτη κατηγορία, με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω επιχείρηση κατείχε μερίδιο αγοράς μόνον 1,6 % και, κατά συνέπεια, έπρεπε να επιβληθεί σ’ αυτήν το χαμηλότερο αρχικό ποσό (αιτιολογική σκέψη 421 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

48      Δεύτερον, προκειμένου το πρόστιμο να έχει επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή θεώρησε ότι το ποσό που είχε καθοριστεί αρχικώς για τη WWTE έπρεπε να πολλαπλασιασθεί με συντελεστή 1,5 –ήτοι αύξηση της τάξεως του 50 %– και το ποσό που είχε καθοριστεί αρχικώς για την Agroexpansión με συντελεστή 2 –ήτοι αύξηση της τάξεως του 100 % (αιτιολογική σκέψη 423 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, έκρινε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, παρά το σχετικά περιορισμένο μερίδιό τους στην αγορά της αποκτήσεως ισπανικού ακατέργαστου καπνού, οι δύο αυτές επιχειρήσεις μεταποιήσεως ανήκαν σε πολυεθνικές εταιρίες που διαθέτουν σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ και ότι, «επιπλέον», οι δύο αυτές εταιρίες είχαν ενεργήσει «υπό την καθοριστική επιρροή των αντιστοίχων μητρικών εταιριών τους» (αιτιολογική σκέψη 422 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

49      Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών στοιχείων, η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσό των προστίμων, στην αιτιολογική σκέψη 424 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως εξής:

–        Deltafina: 8 000 000 ευρώ·

–        Cetarsa: 8 000 000 ευρώ·

–        Agroexpansión: 1 800 000 ευρώ x 2 = 3 600 000 ευρώ·

–        WWTE: 1 800 000 ευρώ x 1,5 = 2 700 000 ευρώ·

–        Taes: 200 000 ευρώ.

50      Όσον αφορά τη σύμπραξη των εκπροσώπων των παραγωγών, η Επιτροπή θεώρησε ότι έπρεπε να επιβληθεί συμβολικό μόνο πρόστιμο ύψους 1 000 ευρώ σε καθέναν από αυτούς (αιτιολογικές σκέψεις 425 και 430 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δικαιολόγησε την άποψή της βάσει του ότι «το νομικό πλαίσιο που διέπει τη συλλογική διαπραγμάτευση των τυποποιημένων συμβάσεων θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά τη νομιμότητα της συμπεριφοράς των εκπροσώπων των παραγωγών και των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στο συγκεκριμένο πλαίσιο της συλλογικής διαπραγματεύσεως των τυποποιημένων συμφωνιών» (αιτιολογική σκέψη 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τούτο δε στηριζόμενη σε ορισμένα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 427 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή τόνισε, επίσης, ότι «η διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων για τις τυποποιημένες συμβάσεις ήταν γενικώς δημοσίως γνωστά και […] καμία αρχή δεν αμφισβήτησε ποτέ τη συμβατότητά τους είτε προς το κοινοτικό δίκαιο είτε προς το ισπανικό δίκαιο πριν από την κίνηση της παρούσας διαδικασίας» (αιτιολογική σκέψη 429 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Το βασικό ποσό των προστίμων

51      Στις αιτιολογικές σκέψεις 432 και 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της διάρκειας της παραβάσεως που προσάπτεται στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και στην Deltafina. Καθόρισε τη διάρκεια αυτή σε πέντε έτη και τέσσερις μήνες, πράγμα που αντιστοιχεί σε παράβαση μακράς διάρκειας. Κατά συνέπεια, αύξησε κατά 50 % το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε σε εκάστη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και στην Deltafina.

52      Συνεπώς, τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι τα εξής:

–        Deltafina: 12 000 000 ευρώ·

–        Cetarsa: 12 000 000 ευρώ·

–        Agroexpansión: 5 400 000 ευρώ·

–        WWTE: 4 050 000 ευρώ·

–        Taes: 300 000 ευρώ·

–        ASAJA: 1 000 ευρώ·

–        UPA: 1 000 ευρώ·

–        COAG: 1 000 ευρώ·

–        CCAE: 1 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις

53      Το βασικό ποσό του επιβληθέντος στην Deltafina προστίμου αυξήθηκε κατά 50 % λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων, με την αιτιολογία ότι η επιχείρηση αυτή πρωτοστάτησε στο πλαίσιο της συμπράξεως των επιχειρήσεων μεταποιήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 435 και 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

54      Στο πλαίσιο των ελαφρυντικών περιστάσεων, η Επιτροπή τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 437 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[ο]ι ίδιοι παράγοντες που εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 427 έως 429 [της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορούσαν] να εφαρμοστούν στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων μεταποιήσεως όσον αφορά αποκλειστικά τις δημόσιες διαπραγματεύσεις τους και τη σύναψη τυποποιημένων συμφωνιών (μεταξύ άλλων τις διαπραγματεύσεις επί των κλιμάκων τιμών και των συμπληρωματικών όρων) με τους εκπροσώπους των παραγωγών».

55      Στην αιτιολογική σκέψη 438 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι, όσον αφορά τις «μυστικές» συμφωνίες σχετικά με τις (μέγιστες) μέσες τιμές παράδοσης και την κατανομή των ποσοτήτων για κάθε ποικιλία ακατέργαστου καπνού που συνήφθησαν από τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, οι πρακτικές των τελευταίων αυτών επεκτάθηκαν σαφώς πέρα από το πεδίο του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου, των δημόσιων διαπραγματεύσεων και των συμφωνιών με τους εκπροσώπους των παραγωγών». Ωστόσο, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι «οι δημόσιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των παραγωγών και των επιχειρήσεων μεταποιήσεως [είχαν προσδιορίσει], τουλάχιστον ως έναν βαθμό, το ουσιαστικό πλαίσιο (ιδίως όσον αφορά τις ευκαιρίες συνεννόησης και υιοθέτησης κοινής θέσης) εντός του οποίου οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως [είχαν αναπτύξει], πέρα από την κοινή θέση που επρόκειτο να υιοθετήσουν στο πλαίσιο των δημόσιων διαπραγματεύσεων, τη μυστική στρατηγική τους ως προς τις (μέγιστες) μέσες τιμές παράδοσης και τις ποσότητες».

56      Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 54 και 55 ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει μέχρι ποσοστού 40 % τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και στην Deltafina (αιτιολογική σκέψη 438 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Agroexpansión ανήλθε, έτσι, στα 3 240 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 439 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Το προβλεπόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο του προστίμου

57      Στις αιτιολογικές σκέψεις 440 έως 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το αν έπρεπε να προσαρμόσει τα βασικά ποσά που υπολογίσθηκαν ως άνω για τους διάφορους αποδέκτες, προκειμένου να μην υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

58      Στην αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, όταν οι εμπλεκόμενες εταιρίες ανήκουν σε έναν όμιλο και αποδεικνύεται ότι οι μητρικές εταιρίες αυτών των εταιριών έχουν ασκήσει καθοριστική επιρροή επί των τελευταίων αυτών και, κατά συνέπεια, οι μητρικές αυτές εταιρίες ευθύνονται εις ολόκληρον για την πληρωμή των προστίμων που επιβλήθηκαν στη θυγατρική τους, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών του ομίλου για να προσδιοριστεί το προαναφερθέν ανώτατο όριο.

59      Η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε, στην αιτιολογική σκέψη 442 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα ευθυνόταν εις ολόκληρον για την πληρωμή του προστίμου που επιβλήθηκε στην Agroexpansión, έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 446 της αποφάσεως αυτής, ότι το ποσό του εν λόγω προστίμου δεν έπρεπε να προσαρμοσθεί, καθόσον ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών της προσφεύγουσας ανερχόταν σε 1 271 700 000 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (USD) το 2003. Το ποσό του προστίμου της Agroexpansión, πριν από την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, παρέμεινε, συνεπώς, στα 3 240 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και το τελικό ποσό των προστίμων

60      Στις αιτιολογικές σκέψεις 448 έως 456 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έλαβε θέση επί της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας στην περίπτωση των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και της Deltafina. Χορήγησε μείωση προστίμου κατά 20 % στην Agroexpansión, σύμφωνα με το σημείο Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως αυτής (αιτιολογική σκέψη 454 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

61      Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή καθόρισε τα ποσά των προστίμων ως εξής :

–        Deltafina: 11 880 000 ευρώ·

–        Cetarsa: 3 631 500 ευρώ·

–        Agroexpansión: 2 592 000 ευρώ·

–        WWTE: 1 822 500 ευρώ·

–        Taes : 108 000 ευρώ·

–        ASAJA: 1 000 ευρώ·

–        UPA: 1 000 ευρώ·

–        COAG: 1 000 ευρώ·

–        CCAE: 1 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

62      Η προσφεύγουσα κρίθηκε ότι ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στην Agroexpansión προστίμου και οι SCC, SCTC και TCLT για την καταβολή του επιβληθέντος στη WWTE προστίμου (αιτιολογική σκέψη 458 και άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

63      Στις 21 Ιανουαρίου 2005 οι SCC, SCTC και TCLT άσκησαν προσφυγή με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (υπόθεση T‑24/05) και η WWTE άσκησε προσφυγή με την οποία ζήτησε τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή (υπόθεση T‑37/05).

64      Στις 22 Ιανουαρίου 2005 η Agroexpansión άσκησε επίσης προσφυγή με την οποία ζήτησε τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση (υπόθεση Τ‑38/05).

65      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 28 Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

66      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Αυγούστου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με τις υποθέσεις T‑24/05, T‑37/05 και T‑38/05.

67      Η Επιτροπή επισήμανε στο Πρωτοδικείο, με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Σεπτεμβρίου 2005, ότι, κατά τη γνώμη της, η συνεκδίκαση των υποθέσεων δεν θα βελτίωνε αισθητά την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας και ότι επαφιόταν στην κρίση του Πρωτοδικείου ως προς την αποδοχή του αιτήματος περί συνεκδικάσεως.

68      Το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα περί συνεκδικάσεως.

69      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε εμπροθέσμως προς το αίτημα αυτό.

70      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιουνίου 2009.

71      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1, 3 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον την αφορούν·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του προστίμου που η Επιτροπή επέβαλε στην Agroexpansión και, κρίνοντας ότι ευθύνεται εις ολόκληρον, στην προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

72      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή εξαιρουμένου του τρίτου λόγου, ο οποίος πρέπει να γίνει μερικώς δεκτός·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα να φέρει τα δικά της έξοδα καθώς και μέρος των εξόδων της Επιτροπής ή, επικουρικώς, να καταδικάσει έκαστον διάδικο να φέρει τα έξοδά του.

 Σκεπτικό

73      Στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει, προς στήριξη της προσφυγής, τέσσερις λόγους, οι οποίοι αντλούνται:

–        ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας·

–        ο δεύτερος, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της προσωπικής ευθύνης·

–        ο τρίτος, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της προσωπικής ευθύνης καθώς και από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003·

–        ο τέταρτος, από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

74      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε έναν επιπλέον λόγο, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

75      Ο πρώτος, ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος προβάλλονται, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη του αιτήματος περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος περί μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως αυτής.

76      Ο πέμπτος λόγος θα εξετασθεί μετά τον πρώτο, και ο τρίτος λόγος μετά τον τέταρτο.

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

77      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κρίνοντας ότι ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της Agroexpansión κατά την παραβατική περίοδο και θεωρώντας ως εκ τούτου ότι ευθύνεται εις ολόκληρον για την παράβαση. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εδικαιούτο, αφενός, να της απευθύνει την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, να στηριχθεί στον συνολικό κύκλο εργασιών της για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

78      Προς στήριξη των ισχυρισμών της, κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τη νομολογία και τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της Επιτροπής προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της δεν αρκεί για να της καταλογιστεί η ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της τελευταίας αυτής. Πρέπει, επιπλέον, να αποδεικνύεται σαφώς ότι η εν λόγω μητρική εταιρία συμμετέσχε ευθέως στις επίμαχες παράνομες πρακτικές, ότι είναι υπεύθυνη για τη θέση σε εφαρμογή των πρακτικών αυτών, ότι παρέστη σε συσκέψεις της συμπράξεως ή εμπλεκόταν ευθέως στην παράβαση, έχοντας για παράδειγμα δώσει εντολή στη θυγατρική της να την διαπράξει. Η προσφεύγουσα επικαλείται, ειδικότερα, τις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω.

79      Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία που επικαλέσθηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποδεικνύουν ότι ασκούσε καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της Agroexpansión. Αντικρούει, ειδικότερα, τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι ήταν ενήμερη για τις επίμαχες παράνομες πρακτικές.

80      Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι έλαβε τις «εκθέσεις δραστηριότητας» και «τις επιτόπου εκθέσεις» που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική αυτή σκέψη. Αναφέρει ότι οι εκθέσεις αυτές μεταφράζονταν συστηματικά στα αγγλικά προκειμένου να διευκολύνουν την άσκηση των καθηκόντων ενός από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión, του T., ο οποίος δεν μιλούσε ισπανικά. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι ο τελευταίος αυτός διορίστηκε μέλος του διοικητικού αυτού συμβουλίου προκειμένου να εκπροσωπήσει σε αυτό τα συμφέροντα του ομίλου Dimon και διευκρινίζει ότι είχε εξάλλου απαλλαγεί προσωρινά από όλες τις ευθύνες του στο πλαίσιο του ομίλου κατόπιν της αγωγής που άσκησε κατά των πρώην μετόχων της Intabex.

81      Δεύτερον, η προσφεύγουσα αντικρούει τον διαλαμβανόμενο στην ίδια αιτιολογική σκέψη ισχυρισμό ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα επιστολών προερχόμενων από την Agroexpansión οι οποίες την πληροφορούν σχετικά με τις επίμαχες παράνομες πρακτικές. Όσον αφορά, ειδικότερα, την τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998 του B., του γενικού διευθυντή της Agroexpansión, η τηλεομοιοτυπία αυτή δεν απεστάλη στην προσφεύγουσα, αλλά στον D., έναν «υπάλληλο του χρηματοοικονομικού τμήματος της Dimon International, Inc.», και περιείχε μόνον πληροφορίες σχετικά με μια σύμβαση πωλήσεως μεταποιημένου καπνού συναφθείσα μεταξύ της Agroexpansión και της Deltafina. Όσον αφορά την επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του B. προς τον S. της 30ής Οκτωβρίου 2000, η επιστολή αυτή είχε ως κύριο αντικείμενο να πληροφορήσει τον τελευταίο αυτό σχετικά με έναν κίνδυνο απεργίας εκ μέρους των παραγωγών καπνού. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, ο S. δεν ήταν υπάλληλος της ίδιας, αλλά της Dimon International Services, ήταν επιφορτισμένος με τον συντονισμό των πωλήσεων μεαποιημένου καπνού στην Ευρώπη και δεν ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή διευθυντικό στέλεχος οποιασδήποτε από τις εταιρίες που ανήκαν στον όμιλο Dimon. Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και όσον αφορά την επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε ο B. στον S. στις 9 Μαΐου 2001.

82      Τρίτον, όσον αφορά τις λοιπές επιστολές που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι καμία από αυτές δεν αναφερόταν άμεσα ή έμμεσα στις επίμαχες παράνομες πρακτικές ή στην πολιτική αγοράς ισπανικού ακατέργαστου καπνού από την Agroexpansión.

83      Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Agroexpansión ενεργούσε ανέκαθεν ως αυτοτελής οικονομική οντότητα στην αγορά ακατέργαστου καπνού στην Ισπανία, καθορίζοντας η ίδια την εμπορική της πολιτική.

84      Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η προσφεύγουσα, αφού υπενθύμισε ότι η Agroexpansión διέθετε μια «τοπική διεύθυνση», επικαλείται τα ακόλουθα στοιχεία:

–        στις 18 Νοεμβρίου 1997, όταν απέκτησε, μέσω της Intabex στο 100 % των μετοχών της Agroexpansión, αποφασίστηκε να διατηρηθούν στις θέσεις τους τα διευθυντικά στελέχη αυτής, ειδικότερα ο ιδρυτής μέτοχος και γενικός διευθυντής (μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004), ήτοι ο B.

–        σύμφωνα με μια «σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως» που συνήφθη την ίδια ημερομηνία μεταξύ Agroexpansión και B. (στο εξής: σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως), μόνον ο τελευταίος αυτός μπορούσε να συνάπτει τις συμβάσεις αγοράς ακατέργαστου καπνού και να ορίζει και να θέτει σε εφαρμογή την πολιτική αγοράς ακατέργαστου καπνού της εταιρίας αυτής·

–        οι αποφάσεις που ελάμβανε ο B. όσον αφορά την αγορά ακατέργαστου καπνού δεν υπέκειντο σε προηγούμενη έγκριση ή σε μεταγενέστερη επικύρωση από το διοικητικό συμβούλιο της Agroexpansión·

–        ο B. είναι το μοναδικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión που μετείχε στις συσκέψεις με τις λοιπές επιχειρήσεις μεταποιήσεως ή με τους παραγωγούς ακατέργαστου καπνού·

–        κανένα από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión δεν ήταν ταυτοχρόνως και μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων διευθύνσεως της προσφεύγουσας·

–        δεν έδωσε καμία διαταγή ή εντολή στην Agroexpansión σχετικά με τις προαναφερθείσες συσκέψεις ή με την πολιτική αγορών της τελευταίας αυτής·

–        ουδέποτε προέβλεψε τον παραμικρό μηχανισμό ελέγχου των σχετικών με τις αγορές δραστηριοτήτων της Agroexpansión.

85      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

86      Πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τη νομολογία και από τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της προκύπτει ότι, όταν μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο των μετοχών της θυγατρικής της, μπορεί να τεκμαρθεί ότι η μητρική εταιρία ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής αυτής και, συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η τελευταία αυτή. Η Επιτροπή δεν είναι συνεπώς υποχρεωμένη να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η μητρική εταιρία μπορεί να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο προσκομίζοντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να είναι δυνατό να προκύψει ότι η εν λόγω θυγατρική συμπεριφέρεται στην πραγματικότητα κατά τρόπο αυτόνομο στην αγορά.

87      Δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε μια τέτοια απόδειξη εν προκειμένω. Φρονεί ότι το γεγονός ότι η Agroexpansión διαθέτει μια δική της τοπική διεύθυνση δεν επαρκεί, αυτό καθαυτό, για να αποδειχθεί ότι ενεργούσε αυτοτελώς και τονίζει ότι η σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως προβλέπει ότι ο B. υπόκειται στα «συστήματα» και στις «διαδικασίες» που επιβάλλει το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας αυτής.

88      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο φάκελός της περιέχει στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι η προσφεύγουσα ασκούσε πράγματι καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Agroexpansión. Ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι ο T. είχε διορισθεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας αυτής προκειμένου να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα του ομίλου Dimon και ότι είναι απίθανο, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των καθηκόντων του στο πλαίσιο του ομίλου αυτού, να μην έχει ποτέ πληροφορήσει την προσφεύγουσα σχετικά με τις «εκθέσεις δραστηριοτήτων» και τις «επιτόπου εκθέσεις» που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, πέρα από τις εκθέσεις αυτές, από διάφορες επιστολές που παρατίθενται στην αιτιολογική αυτή σκέψη προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ενημερωνόταν από την Agroexpansión σχετικά με τις επίμαχες παράνομες πρακτικές. Τέλος, από άλλα έγγραφα που διαλαμβάνονται στην ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη προκύπτει σαφώς ότι η προσφεύγουσα ασκούσε καθοριστική επιρροή επί ορισμένων ουσιωδών εμπορικών δραστηριοτήτων της Agroexpansión, όπως είναι η διαπραγμάτευση και η εκτέλεση συμβάσεων με την Cetarsa και την Deltafina, και ότι ενημερωνόταν από τη θυγατρική της σχετικά με τους όρους αγοράς και το νομικό πλαίσιο που ίσχυαν στον τομέα του ακατέργαστου καπνού στην Ισπανία.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

89      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 59) και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 112).

90      Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να νοείται ως οικονομική οντότητα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή οντότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, Συλλογή 2006, σ. I‑11987, σκέψη 40, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3319, σκέψη 85).

91      Οσάκις η οικονομική αυτή οντότητα παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 145, της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9693, σκέψη 78, καθώς και της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψη 39).

92      Όσον αφορά το ζήτημα των περιστάσεων υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί κύρωση σε ένα νομικό πρόσωπο το οποίο ωστόσο δεν έχει διαπράξει την παράβαση, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 132 και 133· της 14ης Ιουλίου 1972, 52/69, Geigy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189, σκέψη 44, και της 21ης Φεβρουαρίου 1973, 6/72, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 445, σκέψη 15), λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 117, και ETI κ.λπ., σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 49).

93      Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναπαρτίζουν την ίδια οικονομική οντότητα και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στις σκέψεις 89 και 90 ανωτέρω νομολογίας. Επομένως, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 58).

94      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι δεν αρκεί η Επιτροπή να διαπιστώνει ότι η μητρική εταιρία είναι σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, αλλά πρέπει επίσης να εξετάζει αν η επιρροή αυτή όντως ασκήθηκε (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 137, και AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 50).

95      Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 136 και 137) και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 50, και απόφαση PVC II, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 961 και 984).

96      Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η εν λόγω μητρική, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 29).

97      Μολονότι το Δικαστήριο, στις σκέψεις 28 και 29 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 29 ανωτέρω αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, έκανε λόγο, πέραν της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής, και για άλλες περιστάσεις, όπως είναι η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις, το Δικαστήριο παρέθεσε τις περιστάσεις αυτές μόνον προκειμένου να εκθέσει το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το Πρωτοδικείο στήριξε τη συλλογιστική του και όχι για να εξαρτήσει την εφαρμογή του τεκμηρίου, περί του οποίου έγινε λόγος στη σκέψη 95 ανωτέρω, από την παροχή πρόσθετων ενδείξεων όσον αφορά την εκ μέρους της μητρικής εταιρίας πραγματική άσκηση επιρροής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 57).

98      Τέλος, διευκρινίζεται ότι το τεκμήριο που στηρίζεται στην κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας, αλλά και στις περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω, κατά τις οποίες η σχέση αυτή είναι έμμεση, λόγω παρεμβαλλόμενης θυγατρικής.

99      Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις που έχουν διαπράξει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρόστιμα ύψους μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από εκάστη των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση. Η ίδια ένδειξη περιλαμβανόταν στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

100    Ο κύκλος εργασιών τον οποίον αναφέρουν οι διατάξεις αυτές αφορά, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 119· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 367, και της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 533), δηλαδή της επιχειρήσεως στην οποία καταλογίζεται η παράβαση και η οποία κρίνεται, ως εκ τούτου, υπεύθυνη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψη 181, και της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 116).

101    Όσον αφορά την έννοια του «προηγούμενου οικονομικού έτους» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η έννοια αυτή πρέπει να νοείται ως αφορώσα το οικονομικό έτος πριν από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις όπου ο κύκλος εργασιών του οικονομικού αυτού έτους δεν παρέχει καμία χρήσιμη ένδειξη σχετικά με την πραγματική οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως και το κατάλληλο επίπεδο του προστίμου που πρέπει να της επιβληθεί (βλ., κατά την έννοια αυτή απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψεις 25, 29 και 30), πράγμα το οποίο δεν ισχύει εν προκειμένω.

102    Επομένως, το ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως είναι αν η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει βασίμως ότι, εν προκειμένω, η οικεία επιχείρηση αποτελούνταν από την Agroexpansión και την εταιρία που βρίσκεται επικεφαλής του ομίλου στον οποίο αυτή ανήκει, ήτοι την προσφεύγουσα. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 99 έως 101 ανωτέρω, ότι ορθώς η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 442 και 446 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έλαβε υπόψη τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα το 2003 για την εφαρμογή του προαναφερθέντος ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών.

103    Για να εξετασθεί το εν λόγω ερώτημα, πρέπει, κατ’ αρχάς, να καθοριστούν τα κριτήρια τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της, καθώς και το αν τα κριτήρια αυτά είναι συμβατά προς τις αρχές που έχει συναφώς καθιερώσει η νομολογία, και, στη συνέχεια, να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς τα κριτήρια αυτά για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ της Agroexpansión και της προσφεύγουσας.

 Επί των κριτηρίων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της

104    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της και, εν συνεχεία, να τη συμπεριλάβει, μαζί με τη θυγατρική, στους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής κρίνοντας ότι ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στην εν λόγω θυγατρική προστίμου, ακολούθησε την εξής συλλογιστική.

105    Η Επιτροπή στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι ο καταλογισμός αυτός είναι δυνατός όταν η μητρική εταιρία και η θυγατρική της συναπαρτίζουν την ίδια οικονομική οντότητα και, ως εκ τούτου, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ. αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

106    Το κεντρικό στοιχείο στο οποίο βασίστηκε η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία εμπίπτουν στην περίπτωση αυτή είναι η έλλειψη αυτονομίας της θυγατρικής όσον αφορά τη συμπεριφορά της στην αγορά (βλ. αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως), θεωρώντας ότι η εν λόγω έλλειψη αυτονομίας απορρέει από την εκ μέρους της μητρικής εταιρίας άσκηση «καθοριστικής επιρροής» στη συμπεριφορά της θυγατρικής της (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 18, 372, 373, 378, 380, 381, 383, 391, 392, 397, 399, 400, 422 και 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

107    Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να αρκεστεί στη διαπίστωση ότι η μητρική εταιρία ήταν σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, αλλά ότι όφειλε να αποδείξει ότι η επιρροή αυτή είχε όντως ασκηθεί (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 18, 376, 384, 391, 392, 397, 399 και 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

108    Επομένως, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι η ευθύνη για τη συμπεριφορά της Cetarsa δεν ήταν καταλογιστέα στη μητρική της Sepi, η οποία κατείχε το 80 % του κεφαλαίου της πρώτης, είναι ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν διέθετε στον φάκελό του κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να προκύψει ότι η θυγατρική εταιρία δεν καθόριζε αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά.

109    Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν καταλόγισε ούτε στην Universal ούτε στην κατά 100 % θυγατρική της, την Universal Leaf, την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της κατά 90 % θυγατρικής της Taes έγκειται στο ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν διέθετε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εταιρίες αυτές ασκούσαν καθοριστική επιρροή στην Taes.

110    Η Επιτροπή θέλησε να εφαρμόσει τις ίδιες αρχές και στην περίπτωση των μητρικών εταιριών της WWTE, όσον αφορά την περίοδο πριν από τον Μάιο του 1998. Επομένως, αρχικώς, προσπάθησε να αποδείξει ότι οι μητρικές αυτές εταιρίες ασκούσαν έλεγχο στην WWTE από κοινού με τον πρόεδρο της εταιρίας αυτής και δύο μέλη της οικογενείας του, υπονοώντας με τον τρόπο αυτό ότι οι εν λόγω εταιρίες ήταν σε θέση να ασκούν καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της εταιρίας αυτής (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 388 έως 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν συνεχεία, η Επιτροπή, στηριζόμενη σε μια σειρά στοιχείων που εκτέθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιχείρησε να αποδείξει ότι οι εν λόγω μητρικές εταιρίες ασκούσαν όντως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της WWTE (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 391, 392 και 400 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

111    Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, μπορούσε, κατά τη νομολογία, να τεκμαρθεί ότι η πρώτη ασκούσε όντως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της δεύτερης (βλ. αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

112    Ωστόσο, εν προκειμένω, η Επιτροπή, προκειμένου να καταλογίσει στις ευρισκόμενες σε παρόμοια κατάσταση μητρικές εταιρίες την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική τους, επέλεξε να μην αρκεστεί στη χρήση του τεκμηρίου αυτού, αλλά να στηριχθεί επίσης σε πραγματικά στοιχεία με σκοπό να αποδείξει ότι οι εν λόγω μητρικές εταιρίες ασκούσαν εμπράκτως καθοριστική επιρροή στη θυγατρική τους και, ως εκ τούτου, να επιβεβαιώσει την ορθότητα του εν λόγω τεκμηρίου (βλ., συναφώς, αιτιολογικές σκέψεις 372, 375, 376 και 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

113    Έτσι, από την αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ρητώς ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν καταλόγισε στις μητρικές της Deltafina εταιρίες, τόσο στην επικεφαλής του ομίλου όσο και στην ενδιάμεση, ήτοι στις Universal και Universal Leaf, την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής τους, παρά το γεγονός ότι την ήλεγχαν κατά 100 %, έγκειται στο ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν διέθετε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εταιρίες αυτές ασκούσαν όντως καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής αυτής. Η αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια αυτή, μολονότι η διατύπωσή της είναι ελαφρώς διφορούμενη. Ειδικότερα, καίτοι αληθεύει ότι η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική αυτή σκέψη, ότι ο φάκελός της δεν περιέχει «καμία ένδειξη σχετικά με ουσιαστική συμμετοχή της Universal […] και της Universal Leaf στα πραγματικά περιστατικά που εξετάζονται στην [προσβαλλόμενη απόφαση]», ωστόσο, η αναφορά αυτή, συνδυαζόμενη με την αιτιολογική σκέψη 18 της εν λόγω αποφάσεως και εντασσόμενη στο πλαίσιο αυτής, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν θεώρησε υπεύθυνες τις δύο αυτές μητρικές εταιρίες –ή οποιαδήποτε άλλη μητρική εταιρία– έγκειται στη μη εμπλοκή τους στην παράβαση.

114    Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει εξίσου ρητώς ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν θεώρησε την Intabex υπεύθυνη για την παραβατική συμπεριφορά της Agroexpansión, παρά το γεγονός ότι την ήλεγχε κατά 100 %, έγκειται στην έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ως προς την εκ μέρους της πρώτης άσκηση καθοριστικής επιρροής επί της δεύτερης, δεδομένου ότι η συμμετοχή της μητρικής στη θυγατρική της είχε αμιγώς χρηματοοικονομικό χαρακτήρα (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

115    Αντιθέτως, ακριβώς για τον λόγο ότι, όσον αφορά την περίοδο μετά τον Μάιο του 1998, υπήρχαν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις μητρικές εταιρίες της WWTE, τα οποία μάλιστα επέτειναν τη σημασία της κατοχής, εκ μέρους των μητρικών αυτών εταιριών, του συνόλου –ή, κατά τη διάρκεια μερικών μηνών μόνον, σχεδόν του συνόλου– του κεφαλαίου της θυγατρικής τους, η Επιτροπή τελικώς καταλόγισε την ευθύνη για την παράβαση στις εν λόγω μητρικές εταιρίες (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 375, 393, 396 και 398 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

116    Η Επιτροπή θέλησε να ακολουθήσει την ίδια μέθοδο και στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Έτσι, η Επιτροπή, προκειμένου να καταλογίσει στην τελευταία αυτή την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της Agroexpansión από το δεύτερο εξάμηνο του 1997, δεν αρκέστηκε να στηριχθεί στο τεκμήριο που απορρέει από το πραγματικό γεγονός ότι η προσφεύγουσα κατείχε το σύνολο του κεφαλαίου της Agroexpansión (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 375, 377 και 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αλλά έλαβε επίσης υπόψη ορισμένα πρόσθετα στοιχεία που αποδείκνυαν την εκ μέρους της προσφεύγουσας έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής στη συμπεριφορά της ίδιας αυτής εταιρίας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 375 και 378 έως 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

117    Τούτο μπορεί να συναχθεί, μεταξύ άλλων, από τη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έστω και αν στην αιτιολογική αυτή σκέψη αναφέρεται ότι τα εν λόγω πρόσθετα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η προσφεύγουσα ήταν «σε θέση» να ασκήσει μια τέτοια επιρροή (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Είναι αληθές ότι, όπως το αναγνωρίζει και η ίδια η Επιτροπή στην απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η περίοδος αυτή θα μπορούσε να είχε «διατυπωθεί σαφέστερα». Ωστόσο, αν συνδυασθεί με τις αιτιολογικές σκέψεις 372 και 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και με την πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 378 της αποφάσεως αυτής, η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί να νοηθεί παρά υπό την έννοια που περιγράφηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω.

118    Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε αν μπορούσαν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι οικείες θυγατρικές εταιρίες (και/ή οι μητρικές τους εταιρίες) με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων με σκοπό να αποδείξουν ότι συμπεριφέρονταν αυτοτελώς στην αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 381 και 399 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έτσι, όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή τα απέρριψε ως μη καθοριστικά, τονίζοντας, ειδικότερα, ότι «η ύπαρξη μιας τοπικής διευθύνσεως της ισπανικής θυγατρικής της δεν [απέκλειε] τη δυνατότητα [της προσφεύγουσας] να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής αυτής» (αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

119    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή επέλεξε τη μέθοδο που εκτέθηκε στις σκέψεις 105 έως 107, 111 και 112 ανωτέρω, όχι μόνο για τις ηγετικές μητρικές εταιρίες, αλλά και για τις ενδιάμεσες μητρικές εταιρίες, όπως τούτο προκύπτει –όσον αφορά τις τελευταίες– και από την περίπτωση των Universal Leaf, Intabex, SCTC και TCLT.

120    Πρέπει να προστεθεί ότι η εν λόγω μέθοδος –υπό την επιφύλαξη της απαντήσεως στο ερώτημα αν η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε ορθώς στην περίπτωση της προσφεύγουσας, ερώτημα που θα εξεταστεί κατωτέρω– είναι απολύτως σύμφωνη με τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία στον τομέα αυτό και οι οποίες υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 89 έως 98 ανωτέρω.

121    Βεβαίως, όσον αφορά την ειδική περίπτωση μητρικής εταιρίας κατέχουσας το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στο τεκμήριο που καθιέρωσε η νομολογία (βλ. σκέψεις 95 και 96 ανωτέρω) για να αποδείξει ότι η πρώτη ασκούσε εμπράκτως καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της δεύτερης, αλλά έλαβε επίσης υπόψη πρόσθετα πραγματικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την επιρροή αυτή.

122    Εντούτοις, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή αύξησε απλώς το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται για να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η συνδρομή της προϋποθέσεως που αφορά την έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής, σεβόμενη ταυτοχρόνως πλήρως τη θεμελιώδη έννοια της οικονομικής οντότητας που στηρίζει όλη τη νομολογία σχετικά με τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβάσεις στα νομικά πρόσωπα που συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση.

123    Διευκρινίζεται ότι, οσάκις, σε μια υπόθεση με αντικείμενο παράβαση στην οποία εμπλέκονται πολλές διαφορετικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή υιοθετεί, εντός του πλαισίου που έχει οριοθετήσει η νομολογία, ορισμένη μέθοδο για να καθορίσει αν πρέπει να καταλογισθεί η ευθύνη τόσο στις θυγατρικές που υπήρξαν οι φυσικοί αυτουργοί της παράβασης όσο και στις μητρικές τους εταιρίες, το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, να εφαρμόζει προς τούτο τα ίδια κριτήρια για όλες τις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία, κατά πάγια νομολογία, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1129, σκέψη 309). Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή συμφωνεί εξάλλου με την ανωτέρω άποψη όταν, με την αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνει ότι «ακόμα και αν οι συγκεκριμένες περιστάσεις που είναι ικανές να οδηγήσουν την Επιτροπή […] να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της ποικίλλουν ενδεχομένως από υπόθεση σε υπόθεση, εντούτοις δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εφόσον οι αρχές που διέπουν τον καταλογισμό της ευθύνης εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο».

 Επί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας απαρτιζόμενης από την προσφεύγουσα και την Agroexpansión

124    Πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς τα κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 105 έως 107, 111 και 112 ανωτέρω προκειμένου να συναγάγει ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα απαρτιζόμενη από την προσφεύγουσα και την Agroexpansión από το δεύτερο εξάμηνο του 1997 και, επομένως, να θεωρήσει ότι η πρώτη αυτή ευθύνεται εις ολόκληρον για την παράβαση και για την καταβολή του προστίμου, καθώς και να τη συμπεριλάβει στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

125    Δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου που εκτείνεται από την 18η Νοεμβρίου 1997 μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα κατείχε, μέσω της Intabex, το σύνολο του κεφαλαίου της Agroexpansión. Δεν μπορεί συνεπώς να αμφισβητηθεί ότι, καθ’ όλη την περίοδο αυτή, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της τελευταίας αυτής (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω).

126    Πρέπει, επομένως, να εξακριβωθεί αν, όσον αφορά την ίδια περίοδο, επληρούτο επίσης η προϋπόθεση που αφορά την έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής από την προσφεύγουσα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

127    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τις θυγατρικές οι οποίες ελέγχονται κατά 100 % από τις μητρικές τους, η Επιτροπή επέλεξε να μην αρκεστεί στο να στηριχθεί στο τεκμήριο που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 95, 96 και 111 ανωτέρω προκειμένου να καταλογίσει στις μητρικές αυτές την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξαν οι θυγατρικές τους, αλλά να λάβει επίσης υπόψη πρόσθετα στοιχεία που αποδείκνυαν την έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής (βλ. σκέψεις 112 έως 117 ανωτέρω).

128    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, προστιθέμενα στο στοιχείο της εκ μέρους της προσφεύγουσας κατοχής του συνόλου του κεφαλαίου της Agroexpansión, αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον ότι, κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, η πρώτη ασκούσε εμπράκτως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της δεύτερης. Τα στοιχεία αυτά περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις υποσημειώσεις 303 έως 305 της αποφάσεως αυτής. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για διάφορες εκθέσεις και επιστολές που προέρχονται από την Agroexpansión και που προορίζονται, κατά την Επιτροπή, για την προσφεύγουσα.

129    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα πρέπει να εξακριβωθεί αν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας, όπως εκτέθηκαν στις σκέψεις 83 και 84 ανωτέρω, καθιστούν δυνατή την αναίρεση του συμπεράσματος αυτού.

–       Επί των «εκθέσεων δραστηριοτήτων» και των «επιτόπου εκθέσεων»

130    Η Επιτροπή επικαλείται μια σειρά «εκθέσεων δραστηριοτήτων» και «επιτόπου εκθέσεων» που συντάχθηκαν από την Agroexpansión, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι στις εκθέσεις αυτές γινόταν συχνά λόγος για τις επίμαχες παράνομες πρακτικές. Οι εκθέσεις αυτές, οι οποίες είναι δεκατέσσερις και καλύπτουν την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1998 έως τον Μάιο του 2001, απαριθμούνται στην προαναφερθείσα υποσημείωση 303 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

131    Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι οι εν λόγω εκθέσεις περιέχουν λεπτομερείς πληροφορίες όχι μόνον σχετικά με διάφορες πτυχές των εμπορικών δραστηριοτήτων της Agroexpansión, όπως είναι η διεξαγωγή των εκστρατειών αγοράς ακατέργαστου καπνού (αγορασθείσες ποσότητες, τιμές αγοράς κ.λπ.), οι μεταποιηθείσες ποσότητες ακατέργαστου καπνού και οι συμβάσεις που συνήφθησαν με την Cetarsa για την κοπή μέρους του καπνού της, σχετικά με τις νομοθετικές εξελίξεις στον τομέα του καπνού και τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της Anetab, καθώς και με τις γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και ομάδες παραγωγών, αλλά επίσης –όπως τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως– σχετικά με τις επίμαχες παράνομες πρακτικές.

132    Ακολούθως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον φάκελο προκύπτει ότι οι επίμαχες εκθέσεις είχαν προετοιμασθεί από τον B. και απευθύνονταν στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión.

133    Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει να τονιστεί ότι, την ημέρα που αγόρασε το σύνολο των μετοχών της Agroexpansión, η προσφεύγουσα –ενεργώντας μέσω της κατά 100 % θυγατρικής της, της Intabex, που κατείχε μόνο μια αμιγώς χρηματοοικονομική συμμετοχή στην Agroexpansión– αντικατέστησε τρία από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτού, διορίζοντας σε αυτό, μεταξύ άλλων, δύο πρόσωπα (τους G. και T.) που ασκούσαν τότε καθήκοντα στο πλαίσιο άλλων εταιριών του ομίλου Dimon. Έτσι, κατά την περίοδο αυτή, ο G. ήταν επίσης εκτελεστικός διευθυντής της Compañia de Filipinas, SA, μια θυγατρικής της Intabex που είχε την έδρα της στην Ισπανία και δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή σκούρου καπνού, και ο T. ήταν επίσης υπάλληλος της Dimon International Services και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής (μέχρι τον Αύγουστο του 1998).

134    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, ειδικότερα, να τονιστεί η σημασία των καθηκόντων που ασκούσε ο T. στο πλαίσιο του ομίλου Dimon. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión καθ’ όλη την περίοδο μετά την απόκτηση της τελευταίας αυτής από την προσφεύγουσα και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Dimon International Services μέχρι τον Αύγουστο του 1998, ο T. συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο δύο άλλων εταιριών του ομίλου Dimon, ήτοι της Intabex Holding Worldwide, SA (από το 1998 έως το 1999) και της LRH Travel Ltd (μέχρι τον Νοέμβριο του 2000). Επιπλέον, όπως ανέφερε και η προσφεύγουσα στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, του είχε ανατεθεί «να εξασφαλίσει την ουσιαστική συγχώνευση του ομίλου Intabex με τον όμιλο Dimon». Σε αυτό προστίθεται το γεγονός ότι, όπως θα εξηγηθεί λεπτομερέστερα στη σκέψη 152 κατωτέρω, από διάφορες επιστολές που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτει ότι η Agroexpansión συμβουλευόταν τον T. σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν τις εμπορικές της δραστηριότητες ή ζητούσε τη συμφωνία του πριν από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι ο T. ενεργούσε εξ ονόματος της εταιρίας που ήταν επικεφαλής του ομίλου Dimon, ήτοι της προσφεύγουσας, και λειτουργούσε ως ενδιάμεσος μεταξύ αυτής και της Agroexpansión. Το γεγονός ότι είχε προκύψει κάποια διαφορά μεταξύ του T. και της προσφεύγουσας, που οδήγησε την τελευταία αυτή να θέσει τέρμα, τον Αύγουστο του 1998, στα καθήκοντά του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Dimon International Services, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, μετά την ημερομηνία αυτή, ο T. συνέχισε όχι μόνον να εργάζεται στην εταιρία αυτή, αλλά και να αποτελεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión, της Intabex Holding Worldwide και της LRH Travel.

135    Τα στοιχεία που εκτέθηκαν στις σκέψεις 132 έως 134 ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα, μέσω των μελών που είχε διορίσει στο διοικητικό συμβούλιο της Agroexpansión και, ειδικότερα, του T., σκόπευε να εποπτεύει τις δραστηριότητες της Agroexpansión και να επιτύχει την ανάπτυξή τους σύμφωνα με την εμπορική πολιτική του ομίλου Dimon. Επομένως, έστω και αν, τυπικώς, οι επίμαχες «εκθέσεις δραστηριοτήτων» και οι «επιτόπου εκθέσεις» διαβιβάζονταν στα εν λόγω μέλη και όχι ευθέως στην ίδια την προσφεύγουσα, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εταιρία αυτή ήταν ενήμερη για το περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών και, ειδικότερα, για τις επίμαχες παράνομες πρακτικές. Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός, που τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω εκθέσεις μεταφράζονταν συστηματικά από τα ισπανικά στα αγγλικά, που είναι η γλώσσα εργασίας της προσφεύγουσας.

136    Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα, η οποία ήταν αδιαμφισβήτητα σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της Agroexpansión (βλ. σκέψεις 95 και 125 ανωτέρω), ουδέποτε εξέφρασε την αντίθεσή της προς τις παράνομες πρακτικές τις οποίες συνεπώς γνώριζε και ουδέν μέτρο έλαβε έναντι της θυγατρικής της με σκοπό να εμποδίσει την εξακολούθηση της εμπλοκής της στην παράβαση, τούτο δε παρά τον κίνδυνο ποινικών διώξεων ή αγωγών αποζημιώσεων εκ μέρους τρίτων τον οποίο διέτρεχε συμπεριφερόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή θεμιτώς μπορούσε εντεύθεν να συναγάγει ότι η προσφεύγουσα ενέκρινε σιωπηρώς την εν λόγω συμμετοχή και να θεωρήσει ότι η εν λόγω συμπεριφορά συνιστούσε πρόσθετη ένδειξη της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στη συμπεριφορά της θυγατρικής της.

–       Επί των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ της Agroexpansión και της προσφεύγουσας

137    Η Επιτροπή στηρίζεται επίσης σε ορισμένες επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ της Agroexpansión και της προσφεύγουσας, τονίζοντας ότι σε ορισμένες από αυτές αναφέρονταν οι επίμαχες παράνομες πρακτικές, ότι ορισμένες αφορούσαν τις συμβάσεις μεταποιήσεως καπνού ή πωλήσεως μεταποιημένου καπνού που η προσφεύγουσα είχε συνάψει με τις Cetarsa και Deltafina και ότι άλλες ακόμη αφορούσαν, γενικότερα, τους όρους αγοράς ακατέργαστου καπνού και το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυαν στην Ισπανία.

138    Όσον αφορά τις επιστολές που υπάγονται στην πρώτη από τις προαναφερθείσες στη σκέψη 137 ανωτέρω κατηγορίες, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμπει, δίκην παραδείγματος, στις αιτιολογικές σκέψεις 168 και 179 και στις υποσημειώσεις 217 και 229 της αποφάσεως αυτής.

139    Συναφώς, κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επιστολές αυτές αναφέρονται πράγματι στις επίμαχες παράνομες πρακτικές.

140    Έτσι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998 που απέστειλε ο B. στον D. (στην Dimon International, μια θυγατρική του ομίλου Dimon εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) και η οποία διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είχε ως αποκλειστικό αντικείμενο μια σύμβαση πωλήσεως μεταποιημένου καπνού που η Agroexpansión είχε συνάψει με την Deltafina, αλλά αφορούσε επίσης τις εν λόγω πρακτικές. Τούτο προκύπτει σαφώς από το τρίτο εδάφιο της τηλεομοιοτυπίας αυτής, στην οποία ο B. αναφέρει τα εξής:

«Μόλις λάβω τις τιμές των τεσσάρων εταιριών, θα σας ενημερώσω σχετικώς. Ωστόσο, μπορώ ήδη να σας πω ότι τα προβλήματα που φαίνονταν τόσο σοβαρά όταν μας επισκεφθήκατε στην Ισπανία έχουν εκλείψει, διότι όλες οι εταιρίες συμφώνησαν να παραμείνουν κοντά στη συμφωνηθείσα τιμή των 87 [ισπανικών πεσετών (ESP)] (με μια διαφορά 2 ή 3 ESP) [ανά χιλιόγραμμο], οι δε τιμές αυτές είναι οι επίσημες, έστω και αν υποθέσουμε ότι η Cetarsa πραγματοποίησε άλλες πληρωμές στους παραγωγούς όπως και εμείς.»

141    Πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με όσα αφήνει να εννοηθούν η προσφεύγουσα, ο D. δεν ήταν απλώς υπάλληλος του χρηματοοικονομικού τμήματος της Dimon International, αλλά ήταν επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας.

142    Η αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται σε μια έκθεση του B., με ημερομηνία 5 Μαΐου 1998, η οποία προοριζόταν για τον T. και της οποίας αντίγραφο είχε αποσταλεί την προηγουμένη με τηλεομοιοτυπία από τον B. στα δύο άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην έκθεση αυτή, η οποία περιγράφει τη διεξαγωγή της εκστρατείας αγοράς καπνού του 1998, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «η Agroexpansión συνέβαλε σημαντικά στο να καταλήξουν οι επιχειρήσεις σε ορισμένες συμφωνίες προκειμένου να αποφευχθεί ο πόλεμος των τιμών του [προηγούμενου] έτους», ότι «οι τιμές αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα και τις [ομάδες παραγωγών καπνού]», ότι, «για πρώτη φορά, […] ο πόλεμος μεταξύ των επιχειρήσεων [αποφεύχθηκε] και κάθε επιχείρηση μπόρεσε να αγοράσει τις ποσότητες που ήθελε» και ότι «οι διαπραγματεύσεις με [τις ομάδες αυτές] ήσαν δυσχερείς αλλά όλες οι επιχειρήσεις ενέμειναν στην άποψή τους με σοβαρότητα και πνεύμα συνεργασίας». Εκτίθεται επίσης, στην εν λόγω έκθεση, ότι η Agroexpansión και η WWTE δεσμεύθηκαν να αγοράσουν τις ίδιες ποσότητες καπνού με το προηγούμενο έτος και ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως συμφώνησαν να καταβάλουν στις ομάδες παραγωγών προκαταβολές 35 ESP/kg για την ποικιλία Virginia και 45 ESP/kg για τις ποικιλίες Burley. Τέλος, αναφέρεται η «σκοπιμότητα και άλλων συμφωνιών στο μέλλον μεταξύ επιχειρήσεων μεταποιήσεως». Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η έκθεση της 5ης Μαΐου 1998 αναφερόταν στις επίμαχες παράνομες πρακτικές.

143    Το αυτό ισχύει όσον αφορά την επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του B. προς τον S. της 30ής Οκτωβρίου 2000, στην οποία παραπέμπει η υποσημείωση 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στην επιστολή αυτή, ο B. αρχίζει υπενθυμίζοντας ότι, σε μια σύσκεψη οργανωθείσα στο πλαίσιο της Anetab, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως είχαν συζητήσει μια αύξηση των τιμών που είχαν ζητήσει οι ομάδες και τα συνδικάτα των παραγωγών και είχαν ομόφωνα συμφωνήσει να μη δεχθούν την αύξηση αυτή. Στη συνέχεια εκθέτει ότι, σε μια σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε με τις εν λόγω ομάδες και συνδικάτα, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως ενέμειναν στη θέση τους και ανέφεραν σαφώς στους τελευταίους αυτούς ότι απέρριπταν το αίτημα περί αυξήσεως κατά 20 % που είχαν υποβάλει.

144    Όσον αφορά την επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του B. προς τον S. της 9ης Μαΐου 2001 που μνημονεύεται στην υποσημείωση 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην εν λόγω επιστολή αναφέρθηκε ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως συναντήθηκαν στην έδρα της Anetab «για να προετοιμάσουν τις συζητήσεις με τους παραγωγούς σχετικά με τις τιμές» και έγινε συνεπώς σαφής αναφορά στο γεγονός ότι πρώτες συμφωνούσαν όσον αφορά τις τιμές αγοράς του ακατέργαστου καπνού.

145    Εν συνεχεία, όπως και στην περίπτωση των προαναφερθεισών «εκθέσεων δραστηριοτήτων» και των «επιτόπου εκθέσεων», πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή βασίμως εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα ήταν ενήμερη σχετικά με το περιεχόμενο των εγγράφων που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 140 έως 144 ανωτέρω και, επομένως, σχετικά με τις επίμαχες παράνομες πρακτικές, έστω και αν, τυπικώς, δεν της είχαν αποσταλεί.

146    Συνεπώς, όσον αφορά την έκθεση με ημερομηνία 5 Μαΐου 1998 που ο B. είχε αποστείλει στον T. (βλ. σκέψη 142 ανωτέρω), έχει ήδη εξηγηθεί στη σκέψη 134 ανωτέρω ότι ο τελευταίος αυτός ενεργούσε εξ ονόματος της προσφεύγουσας και λειτουργούσε ως ενδιάμεσος μεταξύ αυτής και της Agroexpansión. Όσον αφορά την τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998 (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω), η οποία είχε αποσταλεί στην Dimon International, αρκεί να υπομνησθεί ότι ο τελευταίος αυτός ήταν μεταξύ άλλων μέλος του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας.

147    Όσον αφορά τις επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 30ής Οκτωβρίου 2000 και της 9ης Μαΐου 2001 (βλ. σκέψεις 143 και 144 ανωτέρω), οι επιστολές αυτές είχαν αποσταλεί στον S. Αντίθετα προς όσα αφήνει να εννοηθούν η προσφεύγουσα, ο τελευταίος αυτός δεν ήταν ένας απλός υπάλληλος της Dimon International Services, αλλά κατείχε μια πρώτης τάξεως θέση στο πλαίσιο του ομίλου Dimon, οπότε, όπως και στην περίπτωση του T., η Επιτροπή δικαίως θεώρησε ότι αυτός ενεργούσε εξ ονόματος της εταιρίας που ήταν επικεφαλής του ομίλου αυτού, εν προκειμένω της Dimon. Συνεπώς, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, την οποία η προσφεύγουσα επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής, η Agroexpansión ανέφερε ότι, από το 2000, ο S. «κατείχε θέση συντονιστή των εργασιών στην Ευρώπη». Ομοίως, η Agroexpansión, στην από 18 Μαρτίου 2002 απάντησή της σε μια αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, την οποία η τελευταία αυτή γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο κατόπιν γραπτής ερωτήσεως που της τέθηκε στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω), διευκρίνισε ότι ο S. ασκούσε καθήκοντα «περιφερειακού διευθυντή του ομίλου Dimon στην Ευρώπη». Επιπλέον, στη ετήσια χρηματοοικονομική έκθεση σχετικά με το φορολογικό έτος που περατώθηκε στις 30 Ιουνίου 2001 και την οποία υπέβαλε στην U.S. Securities Exchange Commission (αμερικανική επιτροπή των χρηματιστηριακών πράξεων), η προσφεύγουσα ανέφερε ότι ο S. κατείχε στην εταιρία, από τον Μάρτιο του 1999, τη θέση του «Senior Vice President – Regional Director Europe».

148    Ορισμένες ενδείξεις περιεχόμενες στην επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Μαΐου 2001 και στην απάντηση που ο S. έδωσε στην επιστολή αυτή επιβεβαιώνουν περαιτέρω τη σημασία του ρόλου του στο πλαίσιο του ομίλου Dimon. Έτσι, στην επιστολή αυτή, ο B. γνωστοποιεί επίσης στον S. μια σύσκεψη που είχε πραγματοποιήσει με τον πρόεδρο της Deltafina, στο περιθώριο της συσκέψεως που είχε πραγματοποιηθεί στην έδρα της Anetab, προκειμένου να συζητήσει δύο ζητήματα που χαρακτηρίζει ως «πολύ σημαντικά» και του αναφέρει ότι ο τελευταίος αυτός θα του τηλεφωνούσε το ταχύτερο δυνατό για να καταλήξουν σε μια συμφωνία επί του θέματος αυτού. Με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, ο S. απάντησε στον B. ότι μόλις είχε μιλήσει με τον πρόεδρο της Deltafina και ότι είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν πολύ σύντομα. Ανέφερε επίσης στον B. ότι συμφωνούσε με τις προτάσεις που αυτός είχε κάνει σχετικά με τα προαναφερθέντα ζητήματα.

149    Τέλος, η Επιτροπή θεμιτώς συνήγαγε από την έλλειψη οποιασδήποτε αντίδρασης της προσφεύγουσας έναντι της συμμετοχής της Agroexpansión στην παράβαση, μολονότι ήταν ενήμερη για τη συμμετοχή αυτή, ότι η προσφεύγουσα ενέκρινε σιωπηρώς την παράνομη συμπεριφορά της θυγατρικής της και θεώρησε ότι τούτο αποτελούσε πρόσθετη ένδειξη της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς αυτής (βλ. σκέψη 136 ανωτέρω).

150    Όσον αφορά τις επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που υπάγονται στη δεύτερη από τις κατηγορίες που μνημονεύονται στη σκέψη 137 ανωτέρω, οι επιστολές αυτές προσδιορίζονται στην υποσημείωση 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για τηλεομοιοτυπίες ή επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ του B., αφενός, και των T. ή S., αφετέρου. Για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν στις σκέψεις 134, 147 και 148 ανωτέρω, οι τελευταίοι αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ότι ενεργούσαν εξ ονόματος της προσφεύγουσας.

151    Ορισμένες από τις επιστολές αυτές αφορούν μια σύμβαση του Σεπτεμβρίου 1998, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο αναδιαπραγματεύσεως το 2001 και με την οποία ορισμένες από τις εργασίες μεταποιήσεως του καπνού της Agroexpansión είχαν ανατεθεί με υπεργολαβία στην Cetarsa. Από τις εν λόγω επιστολές προκύπτει σαφώς ότι η σύμβαση αυτή είχε συναφθεί από τον B. εξ ονόματος και για λογαριασμό της προσφεύγουσας και ότι η τελευταία αυτή, μέσω των T. και S., άσκησε πράγματι καθοριστική επιρροή επί των διαπραγματεύσεων της εν λόγω συμβάσεως.

152    Έτσι, σε μια τηλεομοιοτυπία της 9ης Σεπτεμβρίου 1998 προς τον T., ο B., αφού ανέφερε ότι είχε προσφάτως μετάσχει σε διάφορες συσκέψεις με την Cetarsa προκειμένου να προσπαθήσει να ρυθμίσει «τα εκκρεμή ζητήματα της [προσφεύγουσας]», ζητούσε ρητώς τη συμφωνία του T. σχετικά με ορισμένους συμβατικούς όρους που μνημονεύονται στο πρακτικό μιας από τις συσκέψεις αυτές που επισυνάπτεται στην τηλεομοιοτυπία αυτή. Πρέπει να τονιστεί ότι, στο εν λόγω πρακτικό, ο B. προσδιορίζεται ρητώς ως εκπρόσωπος της προσφεύγουσας. Υπό την ίδια έννοια, πρέπει να τονιστεί ότι, σε μια τηλεομοιοτυπία της 14ης Σεπτεμβρίου 1998, ο B. πληροφορεί τον T. ότι, «σύμφωνα με τις ενδείξεις [του]», συνάντησε εκ νέου την Cetarsa και ότι έγιναν τροποποιήσεις στη σύμβαση που θα υπογραφόταν με την τελευταία αυτή, σχετικά με τις οποίες ζητεί τη γνώμη του T. Σε μια τηλεομοιοτυπία της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, ο B. αναφέρει στον T. ότι κοινοποίησε στην Cetarsa την πρόταση τροποποιήσεως που ο τελευταίος αυτός του είχε διαβιβάσει την προηγουμένη και ότι η εν λόγω επιχείρηση μεταποιήσεως είχε διατυπώσει μια αντιπρόταση. Ο B. καλεί τον T. να του γνωστοποιήσει αν πρέπει να αποδεχθεί την αντιπρόταση αυτή. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην τελευταία μορφή της συμβάσεως που συνήφθη με την Cetarsa και την οποία ο B. απέστειλε στον T. με τηλεομοιοτυπία της 18ης Σεπτεμβρίου 1998, η προσφεύγουσα προσδιορίζεται ρητώς ως ένα από τα δύο μέρη της συμβάσεως και ο B. ως ο εκπρόσωπός της.

153    Ομοίως, πρέπει να τονιστεί ότι, σε μια επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Απριλίου 2001, ο B. πληροφόρησε τον S. σχετικά με τη διεξαγωγή της αναδιαπραγματεύσεως της συμβάσεως που διαλαμβάνεται στη σκέψη 152 ανωτέρω, εκφράζοντας τον φόβο ότι η Cetarsa μπορεί να απαιτήσει από την προσφεύγουσα τους ίδιους όρους με αυτούς που είχε συμφωνήσει με τον M., τον πρόεδρο της Deltafina, στο πλαίσιο μιας συμβάσεως που συνήψε εκ παραλλήλου με τον τελευταίο αυτό εξ ονόματος της Universal και καλώντας, συνεπώς, τον S. να έλθει σε επαφή με τον M. Από μια επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της επομένης που ο S. απέστειλε στον B. προκύπτει ότι ο πρώτος προσπάθησε πράγματι να επικοινωνήσει με τον M.

154    Τέλος, σημειωτέον ότι, σε μια επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Μαρτίου 2001, ο B. αναφέρει στον S. μια συνάντηση που, «όπως είχε συμφωνηθεί στο Camberley» (που είναι η έδρα της Dimon International Services στο Ηνωμένο Βασίλειο), είχε την προηγουμένη με έναν εκπρόσωπο της Cetarsa και κατά τη διάρκεια της οποίας συζήτησαν μεταξύ άλλων για ορισμένες πτυχές της συμβάσεως που αποτελούσε αντικείμενο αναδιαπραγματεύσεως με την τελευταία αυτή.

155    Κάποιες άλλες από τις επιστολές που υπάγονται στη δεύτερη από τις κατηγορίες που μνημονεύονται στη σκέψη 137 ανωτέρω αφορούν μια σύμβαση με την οποία η Deltafina αγοράζει μια μεγάλη ποσότητα από τον μεταποιημένο καπνό της Agroexpansión. Έτσι, σε μια τηλεομοιοτυπία της 14ης Σεπτεμβρίου 1998, ο T. ζητεί από τον B. να του παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με ορισμένες τιμές και κάποιους άλλους όρους που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής. Με τηλεομοιοτυπία της ίδιας ημέρας, ο B. παρέσχε τις διευκρινίσεις αυτές στον T. Ομοίως, στην τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998 που διαλαμβάνεται στη σκέψη 140 ανωτέρω, ο B., αφενός μεν, αναφέρεται στις επίμαχες παράνομες πρακτικές, αφετέρου δε, απαντά σε μια ερώτηση που ο D. –ο οποίος ήταν μεταξύ άλλων μέλος του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας– του είχε θέσει σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως αυτής. Τέλος, η επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Μαΐου 2001 που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 144 και 147 ανωτέρω αποδεικνύει όχι μόνον ότι η προσφεύγουσα ήταν ενήμερη για τις εν λόγω πρακτικές, αλλά επιπλέον ότι ασκούσε επιρροή στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Agroexpansión και της Deltafina.

156    Τέλος, όσον αφορά το τρίτο είδος των επιστολών που διαλαμβάνονται στη σκέψη 137 ανωτέρω, οι επιστολές αυτές περιγράφονται λεπτομερώς στην υποσημείωση 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

157    Πρόκειται για επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ο B. απέστειλε στον S. και οι οποίες, όπως αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφορούν, γενικότερα, τους όρους αγοράς του ακατέργαστου καπνού και το κανονιστικό πλαίσιο που ισχύουν στην Ισπανία. Οι επιστολές αυτές έχουν σημασία καθόσον αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα, μέσω του S., παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς την κατάσταση στην ισπανική αγορά.

158    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι επιστολές που εξετάσθηκαν στις σκέψεις 150 έως 157 ανωτέρω δεν έχουν καμία σχέση με τις αγορές ακατέργαστου καπνού, το εν λόγω επιχείρημα είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, η αυτοτέλεια θυγατρικής σε σχέση με τη μητρική της εταιρία δεν πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά σε σχέση με τη δραστηριότητά της στον τομέα των σχετικών με την παράβαση προϊόντων. Έτσι, όπως τονίστηκε ήδη στη σκέψη 92 ανωτέρω, για να προσδιοριστεί αν μια θυγατρική καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που αφορούν τις υφιστάμενες μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις, και τα οποία μπορεί να ποικίλλουν αναλόγως των περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο περιοριστικής απαρίθμησης.

–       Επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι ενεργούσε αυτόνομα στην αγορά

159    Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα στηρίζει μεγάλο μέρος της συλλογιστικής της στη θέση ότι η καθοριστική επιρροή την οποία πρέπει να ασκεί μια μητρική εταιρία προκειμένου να της καταλογισθεί η ευθύνη της παραβάσεως που διέπραξε η θυγατρική της πρέπει να αφορά δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται ευθέως με την εν λόγω παράβαση, εν προκειμένω την αγορά ακατέργαστου καπνού. Για τους λόγους όμως που εκτέθηκαν στις σκέψεις 92 και 158 ανωτέρω, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

160    Συνεπώς, η διαβεβαίωση της προσφεύγουσας ότι ουδέποτε έθεσε σε εφαρμογή κάποιο μηχανισμό ελέγχου των δραστηριοτήτων αγοράς ακατέργαστου καπνού της Agroexpansión δεν μπορεί να αρκεί για να αποδειχθεί ότι η τελευταία αυτή ενεργούσε αυτόνομα στην αγορά. Το αυτό ισχύει όσον αφορά τη διαβεβαίωσή της ότι ουδέποτε έδωσε διαταγή ή εντολή στην Agroexpansión όσον αφορά τη σχετική με τις αγορές πολιτική της ή τις συσκέψεις με τις λοιπές επιχειρήσεις μεταποιήσεως ή με τους παραγωγούς. Οι διαβεβαιώσεις αυτές είναι τοσούτω μάλλον ατελέσφορες καθόσον, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που εξετάσθηκαν στις σκέψεις 150 έως 155 ανωτέρω, η προσφεύγουσα, μέσω του T. ή του S., παρενέβαινε ενεργά σε άλλες πτυχές της εμπορικής πολιτικής της Agroexpansión, ήτοι στην υπεργολαβία ορισμένων εργασιών μεταποιήσεως του ακατέργαστου καπνού και στην πώληση μεταποιημένου καπνού.

161    Ακολούθως, όσον αφορά το γεγονός ότι ο B. και τα λοιπά διευθυντικά στελέχη της Agroexpansión διατηρήθηκαν στις θέσεις τους όταν η τελευταία αυτή εξαγοράστηκε από την Intabex, το εν λόγω γεγονός δεν αποδεικνύει αυτό καθαυτό ότι η Agroexpansión ενεργούσε αυτοτελώς στην αγορά. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό δεν προέκυψε από αυτοτελή απόφαση της τελευταίας αυτής, αλλά από σκόπιμη επιλογή της ίδιας της προσφεύγουσας, όπως το ανέφερε στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, δικαιολογώντας την επιλογή αυτή με την απειρία της στον τομέα της αγοράς ακατέργαστου καπνού στην Ισπανία και από το κώλυμα της γλώσσας.

162    Περαιτέρω, όσον αφορά τη σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως, ναι μεν είναι ακριβές ότι η εν λόγω σύμβαση παρέχει ευρείες εξουσίες στον B. όσον αφορά τη διαχείριση της Agroexpansión και, ειδικότερα, τις αγορές ακατέργαστου καπνού, εντούτοις προβλέπει ρητώς, στο άρθρο της 1, παράγραφος 1, ότι ο τελευταίος αυτός υποχρεούται να ενεργεί τηρώντας, μεταξύ άλλων, τις «μεθόδους και διαδικασίες διαδικασιών που του επιβάλλονται από το διοικητικό συμβούλιο [της Agroexpansión]». Επιπλέον, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της συμβάσεως προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως υποχρεώνει τον B. να «ενημερώνει τακτικά και λεπτομερώς [το διοικητικό αυτό συμβούλιο] σχετικά με την εξέλιξη των δραστηριοτήτων της εταιρίας και [να] προετοιμάζει και να υποβάλλει στις ημερομηνίες και υπό τη μορφή που του υποδεικνύονται τις εκθέσεις που [το εν λόγω] διοικητικό συμβούλιο ενδέχεται να του ζητήσει». Είναι συνεπώς σαφές ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν τις αγορές ακατέργαστου καπνού, ο B. συνέχισε να υπόκειται στον έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión, καθώς και στις οδηγίες που αυτό μπορούσε να του δώσει. Ερωτηθείσα σχετικώς από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δέχθηκε εξάλλου ρητώς ότι, όπως αυτό συνέβαινε και για οποιαδήποτε άλλη εταιρία στην Ισπανία, το διοικητικό της συμβούλιο είχε την εξουσία να απορρίψει, να τροποποιήσει ή να ακυρώσει τις αποφάσεις του γενικού διευθυντή της. Το γεγονός, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, ότι, στην πράξη, το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας ουδέποτε είχε ενεργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο ούτε είχε καταρτίσει «μεθόδους» ή «διαδικασίες» όπως αυτές που διαλαμβάνονται ανωτέρω δεν αλλάζει τίποτε στο γεγονός ότι, σε αντίθεση προς όσα αφήνει να εννοηθούν η προσφεύγουσα, ο B. δεν διέθετε πλήρη ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τη διαχείριση της εταιρίας ούτε καν τη σχετική με την αγορά ακατέργαστου καπνού πολιτική της. Πρέπει να προστεθεί ότι η απονομή εξουσιών στον B. με τη σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως δεν είχε τίποτε το εξαιρετικό και ουδόλως διέκρινε την Agroexpansión από άλλες εταιρίες ισπανικού δικαίου, σε αντίθεση προς ό,τι η προσφεύγουσα αυτή υποστηρίζει. Είναι, συγκεκριμένα, αρκετά σύνηθες το διοικητικό συμβούλιο μιας εταιρίας να μην ασχολείται με τις τρέχουσες δραστηριότητες της εταιρίας αυτής.

163    Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως που διατυπώθηκε στη σκέψη 135 ανωτέρω, κατά την οποία η προσφεύγουσα, μέσω των μελών που είχε διορίσει στο διοικητικό συμβούλιο της Agroexpansión και, ειδικότερα, μέσω του T, επόπτευε τις δραστηριότητες αυτής, τα επιχειρήματα που στηρίζονται στη σύμβαση προσλήψεως υπευθύνου διευθύνσεως και στις εξουσίες που απονεμήθηκαν συναφώς στον B. δεν είναι πειστικά. Υπό την ίδια έννοια, όσον αφορά, γενικότερα, το γεγονός ότι η Agroexpansión διαθέτει τη δική της τοπική διεύθυνση, πρέπει να θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, ότι το εν λόγω γεγονός δεν αποδεικνύει, αυτό καθαυτό, ότι η Agroexpansión ορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά αυτοτελώς σε σχέση με τη μητρική της εταιρία. Συνεπώς, εν προκειμένω, ακόμη και αν, βεβαίως, η Agroexpansión τελούσε σε μια τέτοια κατάσταση, εντούτοις ενεργούσε υπό την εποπτεία της προσφεύγουσας και η τελευταία αυτή είχε ενεργό ρόλο σε ορισμένες πτυχές της εμπορικής της πολιτικής (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 150 έως 155 ανωτέρω).

164    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι κανένα από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión δεν ήταν ταυτοχρόνως και μέλος του δικού της διοικητικού συμβουλίου ή των δικών της οργάνων διευθύνσεως, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι η αλληλοεπικάλυψη διευθυντικών στελεχών μεταξύ μιας μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής της συνιστά ένδειξη έμπρακτης ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, δεν μπορεί να συναχθεί από την απουσία μιας τέτοιας αλληλοεπικαλύψεως ότι η εν λόγω θυγατρική ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως ήδη εκτέθηκε στη σκέψη 133 ανωτέρω, δύο από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Agroexpansión που είχαν διοριστεί από την προσφεύγουσα όταν αυτή είχε εξαγοράσει την τελευταία αυτή μέσω της Intabex ασκούσαν τότε ήδη σημαντικά καθήκοντα σε άλλες εταιρίες του ομίλου Dimon.

165    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή συνήγαγε ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ της Agroexpansión και της προσφεύγουσας από τις 18 Νοεμβρίου 1997 και, επομένως, καταλόγισε στην τελευταία αυτή την ευθύνη εις ολόκληρον για την παράβαση και για την καταβολή του προστίμου και τη συμπεριέλαβε στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

166    Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 99 έως 101 ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι ορθώς επίσης η Επιτροπή στηρίχθηκε στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα το 2003, ήτοι κατά το έτος που προηγήθηκε αυτού της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, για να υπολογίσει το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

167    Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως αβάσιμος.

2.     Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

168    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε έναν νέο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Προς στήριξη του λόγου αυτού, κατ’ αρχάς, ισχυρίζεται ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 379 αυτής αποσκοπούσαν στην επίρρωση του τεκμηρίου έμπρακτης ασκήσεως καθοριστικής επιρροής που απορρέει από την εκ μέρους της κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της Agroexpansión. Τα στοιχεία αυτά αφορούσαν, στην πραγματικότητα, τη δυνατότητα ασκήσεως τέτοιας επιρροής. Εν συνεχεία, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ούτε ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι εκθέσεις και οι επιστολές που είχαν διαβιβασθεί στον T. προορίζονταν για την προσφεύγουσα. Τέλος, με τα δικόγραφά της, προκειμένου να αποδείξει το τελευταίο αυτό πραγματικό περιστατικό, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε ένα έγγραφο που δεν παρατέθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι σε μια τηλεομοιοτυπία του B. προς τον T. της 29ης Απριλίου 1998.

169    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτoς λόγω του ότι είναι νέος και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

170    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μόλις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα προέβαλε, για πρώτη φορά, έναν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να τον εξετάσει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας μιας πράξεως αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως, τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης όχι μόνο μπορεί, αλλά και οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και ο οποίος, κατά συνέπεια, μπορεί να προβληθεί από τους διαδίκους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3757, σκέψη 125).

171    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση Hoek Loos κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 58).

172    Κατά πάγια επίσης νομολογία, όταν μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς έκαστο των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1994, T-38/92, AWS Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-211, σκέψη 26, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑330/01, Akzo Nobel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3389, σκέψη 93).

173    Εν προκειμένω, από τη σύνοψη του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τους αποδέκτες της και εκτίθεται στις σκέψεις 27 έως 37 ανωτέρω, καθώς και από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 104 έως 119 ανωτέρω, προκύπτει ότι, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της να καταλογίσει στην προσφεύγουσα την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η Agroexpansión. Η Επιτροπή εξέθεσε, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], τις αρχές που σκόπευε να εφαρμόσει προκειμένου να καθορίσει τους εν λόγω αποδέκτες. Όσον αφορά ειδικότερα την προσφεύγουσα, κατ’ αρχάς, επισήμανε ότι, από το δεύτερο εξάμηνο του 1997, αυτή κατείχε το σύνολο του κεφαλαίου της Agroexpansión. Ακολούθως, η Επιτροπή θεώρησε ότι είχε αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα ασκούσε εμπράκτως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της Agroexpansión, στηριζόμενη συναφώς όχι μόνο στο τεκμήριο που απορρέει από την κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής, αλλά επίσης σε ορισμένα πρόσθετα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την εν λόγω έμπρακτη άσκηση επιρροής. Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν παρείχε τη δυνατότητα να συναχθεί αντίθετο συμπέρασμα.

174    Βεβαίως, η δεύτερη περίοδος της αιτιολογικής σκέψεως 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση, καθόσον αναφέρει ότι με τα πρόσθετα στοιχεία που περιγράφονται στην επόμενη αιτιολογική σκέψη επιβεβαιωνόταν το «τεκμήριο ότι [η προσφεύγουσα] ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή». Ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε στη σκέψη 117 ανωτέρω, από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 372 και 377 καθώς και της πρώτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψεως 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι, στην πραγματικότητα, τα στοιχεία αυτά αποσκοπούσαν στην επίρρωση του τεκμηρίου κατά το οποίο μια μητρική εταιρία ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της όταν κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου αυτής. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει υπό την έννοια αυτή την προσβαλλόμενη απόφαση τοσούτω μάλλον καθόσον, με το δικόγραφο της προσφυγής, αμφισβητεί ρητώς ότι τα εν λόγω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της Agroexpansión. Το καθιερωθέν από τη νομολογία τεκμήριο, που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 95 και 96 ανωτέρω, έχει προδήλως ως αντικείμενο όχι τη δυνατότητα ασκήσεως τέτοιας επιρροής, αλλά την πραγματική άσκηση αυτής.

175    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ομοίως δεν μπορεί σοβαρά να ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει, προτού να λάβει γνώση των δικογράφων της Επιτροπής, ότι αυτή θεωρούσε ότι ο T. έπρεπε να θεωρηθεί ότι ενεργούσε ως ενδιάμεσος για αυτήν. Συγκεκριμένα, αφενός, η πλειονότητα των εγγράφων που προσδιορίζονται ρητώς στις υποσημειώσεις 303 και 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία η Επιτροπή περιγράφει στην απόφαση αυτή ως αποσταλέντα στην προσφεύγουσα απευθύνονταν στον T. Αφετέρου, τόσο στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υπέβαλε λεπτομερείς παρατηρήσεις σχετικά με τον ρόλο και τα καθήκοντα του T. στο πλαίσιο του ομίλου Dimon, τονίζοντας μεταξύ άλλων το γεγονός ότι ουδέποτε υπήρξε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, των οργάνων της διευθύνσεως ή του προσωπικού της.

176    Τέλος, όσον αφορά την τηλεομοιοτυπία της 29ης Απριλίου 1998 που ο B. απέστειλε στον T., αρκεί να τονιστεί ότι η τηλεομοιοτυπία αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο ως αποδεικτικό στοιχείο για να επικυρώσει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα ασκούσε πράγματι καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της Agroexpansión, καθόσον το γεγονός αυτό είχε αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο από τα αποδεικτικά στοιχεία που διαλαμβάνονται την αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 128 και 130 έως 158 ανωτέρω).

177    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.     Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της προσωπικής ευθύνης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

178    Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που προβλήθηκε επικουρικώς σε σχέση με τον πρώτο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της προσωπικής ευθύνης θεωρώντας την υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η Agroexpansión, χωρίς να έχει αποδείξει ότι είχε συμμετάσχει άμεσα στην παράβαση αυτή, έχοντας για παράδειγμα δώσει ειδικές οδηγίες στη θυγατρική αυτή ή έχοντας εποπτεύσει τη συμμετοχή αυτής στη σύμπραξη. Υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι μια μητρική εταιρία έλαβε «μεμονωμένες πληροφορίες» σχετικά με περιοριστικές πρακτικές στις οποίες έχει επιδοθεί η θυγατρική της δεν μπορεί να αρκεί για να της καταλογιστεί η ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της τελευταίας αυτής. Πρέπει, τουλάχιστον, να αποδειχθεί ότι ενημερωνόταν «περιοδικά και τακτικά» ή «λεπτομερώς» σχετικά με την παράβαση αυτή.

179    Παραπέμποντας στα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει ότι δεν της είχαν γνωστοποιηθεί ανακοινώσεις αποσταλείσες από την Agroexpansión και περιέχουσες πληροφορίες σχετικά με τη σχετική με τις αγορές πολιτική της τελευταίας αυτής ή ουσιώδεις αποδείξεις για τις επίμαχες παράνομες πρακτικές.

180    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους που ισχύουν για τον πρώτο λόγο, καθόσον αποτελεί, κατ’ ουσίαν, επανάληψη του τελευταίου αυτού.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

181    Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι είχε συμμετάσχει άμεσα στην παράβαση, έχοντας για παράδειγμα δώσει εντολή στη θυγατρική της να διαπράξει την παράβαση αυτή ή έχοντας εποπτεύσει τη συμμετοχή της εν λόγω θυγατρικής στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε ήδη στη σκέψη 93 ανωτέρω, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

182    Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να καταλογίσει στην προσφεύγουσα την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η Agroexpansión, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε μόνον στο τεκμήριο έμπρακτης ασκήσεως καθοριστικής επιρροής που απορρέει από την κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής, αλλά και σε ορισμένα πρόσθετα στοιχεία που αποδεικνύουν μια τέτοια έμπρακτη άσκηση επιρροής από την προσφεύγουσα. Τα στοιχεία αυτά συνίστανται σε διάφορες εκθέσεις και επιστολές που προέρχονται από την Agroexpansión και αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα, μέσω του T., του S. ή του D., όχι μόνον ήταν ενήμερη για τις επίμαχες παράνομες πρακτικές, αλλά επίσης –πράγμα το οποίο παραλείπει να αναφέρει στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου– παρενέβαινε σε ορισμένες εμπορικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής της και της Deltafina ή της Cetarsa και ακολουθούσε εκ του σύνεγγυς την κατάσταση στην ισπανική αγορά (βλ. σκέψεις 130 έως 158 ανωτέρω).

183    Τέλος, δεν μπορεί να υποστηρίζεται σοβαρά ότι στην προσφεύγουσα είχαν γνωστοποιηθεί μόνο «μεμονωμένες πληροφορίες» σχετικά με τις επίμαχες παράνομες πρακτικές. Συγκεκριμένα, στις πρακτικές αυτές γίνεται αναφορά στις εκθέσεις δραστηριοτήτων της Agroexpansión του Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου και Οκτωβρίου 1999, και του Ιανουαρίου, Μαΐου, Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου 2000, στην επιτόπου έκθεση της Agroexpansión του Μαΐου 2001, στην τηλεομοιοτυπία της 14ης Δεκεμβρίου 1998 του B. προς τον D. (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω), στην έκθεση της 5ης Μαΐου 1998 του B. (βλ. σκέψη 142 ανωτέρω) και στις επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 30ής Οκτωβρίου 2000 και της 9ης Μαΐου 2001 του B. προς τον S. (βλ. σκέψεις 143 και 144 ανωτέρω).

184    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

4.     Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

185    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Agroexpansión σταμάτησε να συμμετέχει στην παράβαση ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής και προσάπτει στην τελευταία αυτή ότι προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της παραλείποντας να λάβει υπόψη, σύμφωνα με το σημείο 3 των κατευθυντήριων γραμμών καθώς και τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της, την ελαφρυντική αυτή περίσταση κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου.

186    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη μια τέτοια ελαφρυντική περίσταση, παρά μόνον αν υπήρξε εκ προθέσεως παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

187    Περαιτέρω, με το υπόμνημα αντικρούσεως, η προσφεύγουσα τονίζει ότι έπαυσε την παράβαση, όχι πριν από την ημερομηνία των πρώτων ενεργειών της Επιτροπής, αλλά την ίδια ημέρα των ενεργειών αυτών, ήτοι στις 3 Οκτωβρίου 2001.

188    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

189    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, αναφερόμενη στον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η παράβαση έπαυσε μόλις στις 3 Οκτωβρίου 2001 (βλ. σκέψη 187 ανωτέρω), η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να εφαρμόσει μια πρόσθετη προσαύξηση κατά 5 %, λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, επί του αρχικού ποσού του προστίμου. Η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση, συγκεκριμένα, διήρκεσε εν τοιαύτη περιπτώσει πάνω από πέντε έτη και έξι μήνες.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

190    Πρέπει να υπομνησθεί ότι κατ’ αρχήν η Επιτροπή οφείλει, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, να συμμορφώνεται με τα όσα προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές της. Ωστόσο, στις κατευθυντήριες γραμμές δεν αναφέρεται ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη χωριστά καθεμία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, η δε Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, δεδομένου ότι ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρισίμων περιστάσεων. Συγκεκριμένα, η θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν κατέστησε αλυσιτελή την προγενέστερη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει ή να μη λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων τα οποία σχεδιάζει να επιβάλει, σε συνάρτηση ιδίως με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Έτσι, ελλείψει δεσμευτικών στοιχείων στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που δύνανται να ληφθούν υπόψη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή έχει διατηρήσει ορισμένο περιθώριο προκειμένου να προβαίνει στη συνολική εκτίμηση της σημασίας μιας ενδεχόμενης μειώσεως του ύψους των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 473 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

191    Κατά το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, η «παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (π.χ. επιτόπιοι έλεγχοι)» συγκαταλέγεται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων.

192    Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, η ως άνω παύση δεν μπορεί λογικά να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, παρά μόνον αν υπάρχουν λόγοι να υποτεθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να θέσουν τέρμα στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους από τις εν λόγω ενέργειες, δεδομένου ότι η περίπτωση κατά την οποία είχε ήδη τεθεί τέρμα στην παράβαση πριν από την ημερομηνία των πρώτων ενεργειών της Επιτροπής δεν καλύπτεται από την ως άνω διάταξη των κατευθυντηρίων γραμμών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψεις 328 και 329, επικυρωθείσα, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, με απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 158).

193    Εν προκειμένω, όμως, η παράβαση έπαυσε στις 10 Αυγούστου 2001, ήτοι πριν από την ημερομηνία των πρώτων ελέγχων τους οποίους διενήργησε η Επιτροπή, συγκεκριμένα στις 3 Οκτωβρίου 2001. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 432 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως δήλωσαν ότι η σύμπραξή τους είχε παύσει να υφίσταται την τελευταία αυτή ημερομηνία, η Επιτροπή θεώρησε την πρώτη ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως με το αιτιολογικό ότι η «τελευταία απόδειξη» που διέθετε ήταν μια σύσκεψη της 10ης Αυγούστου 2001, που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η εν λόγω παύση δεν μπορεί να αποτελεί ελαφρυντική περίσταση κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

194    Πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμα και αν η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι η παράβαση είχε παύσει την ίδια ημέρα που είχε διενεργήσει τους πρώτους ελέγχους της, θα μπορούσε απολύτως βασίμως να μη λάβει υπόψη την περίσταση που προβάλλει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η μείωση του προστίμου λόγω παύσης της παράβασης ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν είναι αυτόματη, αλλά εξαρτάται από την εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας. Συναφώς, η εφαρμογή του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών υπέρ μιας επιχείρησης προσήκει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο βλαπτικός του ανταγωνισμού χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν είναι πρόδηλος. Αντιστρόφως, η εφαρμογή της ενδείκνυται, κατ’ αρχήν, λιγότερο στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά αυτή, εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένη, βλάπτει σαφώς τον ανταγωνισμό (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑156/94, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑645, σκέψη 138, και της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 281).

195    Πάντως, εν προκειμένω, δεν χωρούσε αμφιβολία όσον αφορά τον επιζήμιο για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, η σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, η οποία είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή της αγοράς (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 278 έως 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αντιστοιχεί σε ένα κλασικό και ιδιαιτέρως σοβαρό είδος παραβάσεως (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 409 έως 411 της προσβαλλομένης αποφάσεως) του δικαίου του ανταγωνισμού και σε μια συμπεριφορά της οποίας η έλλειψη νομιμότητας τονίστηκε επανειλημμένα από την Επιτροπή από τις πρώτες ενέργειές της συναφώς. Το γεγονός ότι η σύμπραξη αυτή είχε μια μυστική πτυχή επιβεβαιώνει επιπλέον ότι η προσφεύγουσα είχε πλήρως επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της.

196    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

197    Όσον αφορά το αίτημα της Επιτροπής περί εφαρμογής πρόσθετης προσαυξήσεως κατά 5 %, λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, επί του αρχικού ποσού του προστίμου που καθορίστηκε για την Agroexpansión, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το αίτημα αυτό δεν πρέπει να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, ισχυριζόμενη ότι η παράβαση είχε παύσει στις 3 Οκτωβρίου 2001, και όχι στις 10 Αυγούστου 2001, η προσφεύγουσα δεν σκόπευε τόσο να αμφισβητήσει την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της διάρκειας της παραβάσεως όσο να απαντήσει σε ένα επιχείρημα που διατύπωσε η τελευταία αυτή στο υπόμνημα αντικρούσεως και κατά το οποίο το γεγονός ότι η δεύτερη ημερομηνία ελήφθη υπόψη ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως είχε ήδη κάποια ευνοϊκή συνέπεια επί της καταστάσεως της προσφεύγουσας.

5.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της προσωπικής ευθύνης, καθώς και από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

 Επιχειρήματα των διαδίκων

198    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, ο οποίος προεβλήθη επικουρικώς σε σχέση με τον πρώτο, η προσφεύγουσα, παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ισχυρίζεται ότι δεν έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η Agroexpansión για το χρονικό διάστημα πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997 και ότι το πρόστιμο πρέπει συνεπώς να μειωθεί αντιστοίχως.

199    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, όσον αφορά το εν λόγω χρονικό διάστημα, το πρόστιμο θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί χωρίς εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή για λόγους αποτροπής στο αρχικό ποσό του προστίμου, διότι, κατά την περίοδο αυτή, η Agroexpansión δεν ανήκε σε πολυεθνική.

200    Όσον αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ 18 Νοεμβρίου 1997 και 10 Αυγούστου 2001, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το πρόστιμο πρέπει να υπολογιστεί με αφαίρεση, από το ποσό που επιβλήθηκε στην Agroexpansión με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, του ποσού που προσδιορίστηκε αποκλειστικά για την τελευταία αυτή για το χρονικό διάστημα πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997.

201    Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το ποσό του προστίμου που η προσφεύγουσα οφείλει, εις ολόκληρο με την Agroexpansión, να καταβάλει θα έπρεπε να είναι μικρότερο από το συνολικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην τελευταία αυτή. Απορρίπτει, εντούτοις, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ποσό του προστίμου θα έπρεπε να υπολογιστεί χωρίς την εφαρμογή του πολλαπλασιαστικού συντελεστή για λόγους αποτροπής για το χρονικό διάστημα πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα θα έπρεπε να κριθεί υπεύθυνη, εις ολόκληρο με την Agroexpansión, για την καταβολή του προστίμου μέχρι του ποσού των 2 332 800 ευρώ, ενώ η τελευταία αυτή θα έπρεπε να συνεχίσει να είναι υπεύθυνη για την καταβολή του συνολικού ποσού του προστίμου, ήτοι των 2 592 000 ευρώ (εκ των οποίων να είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για 259 200 ευρώ). Η Επιτροπή καταλήγει στο ποσό των 2 332 800 ευρώ λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση παρά μόνο για χρονικό διάστημα τριών ετών και εννέα μηνών περίπου και προσαυξάνοντας συνεπώς το αρχικό ποσό του προστίμου, όσον αφορά την προσφεύγουσα, μόνο κατά 35 %.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

202    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται και προκύπτει και από την αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η Agroexpansión για το χρονικό διάστημα πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997, καθόσον μόνον από την τελευταία αυτή ημερομηνία αποτέλεσε με την τελευταία αυτή μια ενιαία οικονομική οντότητα και συνεπώς μία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Δεδομένου ότι η ευθύνη εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου δεν μπορούσε να καλύπτει παρά μόνο την παραβατική περίοδο κατά την οποία η μητρική εταιρία και η θυγατρική της συνιστούσαν μια τέτοια επιχείρηση, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να επιβάλει στην προσφεύγουσα να καταβάλει, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με την Agroexpansión, το σύνολο του ποσού που επιβλήθηκε στην τελευταία αυτή, ήτοι 2 592 000 ευρώ, δηλαδή ένα ποσό που αφορά το σύνολο της παραβατικής περιόδου. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

6.     Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

203    Συνεπώς, πρέπει να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που θεωρεί ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται εις ολόκληρον, με την Agroexpansión, για την καταβολή του συνολικού ποσού του προστίμου που καθορίστηκε για την τελευταία αυτή.

204    Αποφασίζοντας κατά πλήρη δικαιοδοσία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να υπολογίσει το τμήμα του ποσού αυτού που η προσφεύγουσα οφείλει, εις ολόκληρον με την Agroexpansión, να καταβάλει ακολουθώντας τη συλλογιστική που πρότεινε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, ήτοι εφαρμόζοντας τη μέθοδο και τα κριτήρια που αυτή εφάρμοσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για να καθορίσει το ποσό των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν στους αποδέκτες αυτής (βλ. σκέψεις 38 έως 61 ανωτέρω).

205    Συνεπώς, πρέπει κατ’ αρχάς να ληφθεί ως βάση το ίδιο αρχικό ποσό με αυτό που χρησιμοποιήθηκε για την Agroexpansión, ήτοι 3 600 000 ευρώ.

206    Συγκεκριμένα, πρώτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση για το χρονικό διάστημα πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997 δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της παραβάσεως αυτής ως «πολύ σοβαρής» (αιτιολογικές σκέψεις 408 έως 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

207    Δεύτερον, το γεγονός αυτό ομοίως δεν ασκεί επιρροή στη συνεκτίμηση του «ειδικού βάρους» εκάστης επιχειρήσεως και στον αντίκτυπο της συμπεριφοράς της επί του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 415 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

208    Συγκεκριμένα, αφενός, ουδόλως επηρεάζει τη διαπίστωση ότι η «συμβολή» των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στις επίμαχες παράνομες πρακτικές ήταν συνολικά παρόμοια (αιτιολογική σκέψη 418 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

209    Αφετέρου, το εν λόγω γεγονός δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την κατανομή των επιχειρήσεων μεταποιήσεως σε τρεις κατηγορίες και την κατάταξη της Agroexpansión στη δεύτερη κατηγορία (που προβλέπει ένα αρχικό ποσό 1 800 000 ευρώ), διότι οι ενέργειες αυτές πραγματοποιήθηκαν λαμβανομένου υπόψη του μεριδίου κάθε επιχειρήσεως μεταποιήσεως στην ισπανική αγορά ακατέργαστου καπνού το 2001, ήτοι το τελευταίο έτος της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 419 έως 421 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

210    Τρίτον, όσον αφορά τον συντελεστή 2 επί τον οποίο πολλαπλασιάστηκε για λόγους αποτροπής το αρχικό ποσό του προστίμου της Agroexpansión, η εφαρμογή του εξακολουθεί να δικαιολογείται στο πλαίσιο του παρόντος υπολογισμού καθόσον στηρίζεται στο μέγεθος και στους συνολικούς πόρους της οικείας επιχειρήσεως το 2003, ήτοι το προηγούμενο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως έτος (αιτιολογικές σκέψεις 422 και 423 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όπως αποδείχθηκε ανωτέρω κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το 2003, η Agroexpansión και η προσφεύγουσα συναποτελούσαν μία και μόνη οικονομική οντότητα και, συνεπώς, μια τέτοια επιχείρηση.

211    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η συνεκτίμηση του μεγέθους και των συνολικών πόρων της οικείας επιχειρήσεως προκειμένου να εξασφαλιστεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου εξηγείται από τον επιδιωκόμενο αντίκτυπο επί της εν λόγω επιχειρήσεως, καθόσον η κύρωση δεν πρέπει να είναι αμελητέα σε σχέση, ιδίως, με τη χρηματοοικονομική ικανότητα της επιχειρήσεως αυτής. Για να μπορεί να μετρηθεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας ενός προστίμου όσον αφορά μια επιχείρηση που κηρύχθηκε υπεύθυνη για μια παράβαση, δεν μπορεί συνεπώς να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση όπως υφίστατο κατά την έναρξη της παραβάσεως. Αν η κατάσταση αυτή λαμβανόταν υπόψη, θα υπήρχε ο κίνδυνος είτε να επιβληθεί πρόστιμο ποσού υπερβολικά χαμηλού ώστε να είναι επαρκώς αποτρεπτικό, στην περίπτωση κατά την οποία ο κύκλος εργασιών της οικείας επιχειρήσεως θα είχε αυξηθεί εν τω μεταξύ, είτε να επιβληθεί πρόστιμο ποσού μεγαλύτερου απ’ ό,τι θα έπρεπε για να είναι αποτρεπτικό, στην περίπτωση κατά την οποία ο κύκλος εργασιών της οικείας επιχειρήσεως θα είχε μειωθεί εν τω μεταξύ.

212    Εν συνεχεία, αντιθέτως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση παρά μόνο για το χρονικό διάστημα μεταξύ 18 Νοεμβρίου 1997 και 10 Αυγούστου 2001, το αρχικό ποσό των 3 600 000 ευρώ πρέπει να αυξηθεί κατά 35 %, και όχι κατά 50 % όπως στην περίπτωση της Agroexpansión, λόγω της διάρκειας της παραβάσεως. Συνεπώς, προκειμένου να καθοριστεί το ποσό του προστίμου για την καταβολή του οποίου η προσφεύγουσα ευθύνεται εις ολόκληρο με την Agroexpansión, πρέπει να ληφθεί υπόψη ένα βασικό ποσό 4 860 000 ευρώ.

213    Περαιτέρω, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση για το χρονικό διάστημα πριν από τις 18 Νοεμβρίου 1997 δεν ασκεί επιρροή στη μείωση κατά 40 % του βασικού ποσού λόγω των ελαφρυντικών περιστάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 437 έως 439 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το βασικό ποσό που πρέπει να ληφθεί υπόψη πρέπει συνεπώς να καθοριστεί στα 2 916 000 ευρώ. Λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως το 2003, το ποσό αυτό δεν πρέπει να προσαρμοστεί προκειμένου να τηρηθεί το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

214    Τέλος, όσον αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, πρέπει να τονιστεί ότι, στην απόφασή του που εξέδωσε την ίδια ημέρα στην υπόθεση T‑38/05, Agroexpansión κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε ότι έπρεπε να χορηγήσει στην Agroexpansión, λόγω της συνεργασίας της, επιπλέον μείωση κατά 5 % προστιθέμενη στη μείωση κατά 20 % που είχε ήδη χορηγηθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση. Εν προκειμένω, πρέπει συνεπώς να εφαρμοστεί επίσης μια μείωση κατά 25 % επί του προαναφερθέντος ποσού των 2 916 000 ευρώ.

215    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τμήμα του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Agroexpansión, για την καταβολή του οποίου η προσφεύγουσα ευθύνεται εις ολόκληρο με την τελευταία αυτή, πρέπει να καθοριστεί στα 2 187 000 ευρώ.

216    Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

217    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

218    Εν προκειμένω, εφόσον η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, κατά δικαία εκτίμηση των επιδίκων περιστατικών αποφασίζεται ότι η προσφεύγουσα θα φέρει τα εννέα δέκατα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα εννέα δέκατα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η δε Επιτροπή θα φέρει το ένα δέκατο των δικών της εξόδων και το ένα δέκατο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καθορίζει το τμήμα του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Agroexpansión, SA με το άρθρο 3 της αποφάσεως C(2004) 4030 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.238/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία), για την καταβολή του οποίου η Alliance One International, Inc. ευθύνεται εις ολόκληρο με την Agroexpansión, στα 2 187 000 ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Alliance One International φέρει τα εννέα δέκατα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα εννέα δέκατα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η δε Επιτροπή φέρει το ένα δέκατο των δικών της εξόδων και το ένα δέκατο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Alliance One International.

Czúcz

Labucka

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

1.  Η προσφεύγουσα και η διοικητική διαδικασία

2.  Η προσβαλλόμενη απόφαση

3.  Οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως

4.  Ο καθορισμός του ύψους των προστίμων

Το αρχικό ποσό των προστίμων

Το βασικό ποσό των προστίμων

Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις

Το προβλεπόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο του προστίμου

Η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και το τελικό ποσό των προστίμων

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των κριτηρίων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της

Επί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας απαρτιζόμενης από την προσφεύγουσα και την Agroexpansiσn

–  Επί των «εκθέσεων δραστηριοτήτων» και των «επιτόπου εκθέσεων»

–  Επί των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ της Agroexpansiσn και της προσφεύγουσας

–  Επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι ενεργούσε αυτόνομα στην αγορά

2.  Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της προσωπικής ευθύνης

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της προσωπικής ευθύνης, καθώς και από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

6.  Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.