Language of document : ECLI:EU:C:2018:100

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Άρθρο 10α – Απόφαση 2011/278/ΕΕ – Μεταβατικοί κανόνες όσον αφορά την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής – Περίοδος 2013-2020 – Αίτηση κατανομής – Εσφαλμένα δεδομένα – Διόρθωση – Αποκλειστική προθεσμία»

Στην υπόθεση C-572/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία) με απόφαση της 3ης Νοεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

INEOS Köln GmbH

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev και E. Regan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η INEOS Köln GmbH, εκπροσωπούμενη από τους S. Altenschmidt και A. Sitzer, Rechtsanwälte,

–        η Umweltbundesamt, εκπροσωπούμενη από την I. Budde,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. C. Becker και τον C. Zadra,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 (ΕΕ 2009, L 140, σ. 63) (στο εξής: οδηγία 2003/87), καθώς και της αποφάσεως 2011/278/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2011, σχετικά με τον καθορισμό ενωσιακών μεταβατικών κανόνων για την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 130, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της INEOS Köln GmbH (στο εξής: INEOS) και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), εκπροσωπούμενης από την Umweltbundesamt (ομοσπονδιακή υπηρεσία περιβάλλοντος, Γερμανία), σχετικά με την εκ μέρους της ως άνω υπηρεσίας άρνηση να επιτρέψει στην εταιρία αυτή να προβεί σε διόρθωση αιτήσεως δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (στο εξής: δικαιώματα εκπομπής) για την τρίτη περίοδο εμπορίας 2013-2020.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2003/87

3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/87, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία καθιερώνει ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (“κοινοτικό σύστημα”) προκειμένου να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό.

[…]»

4        Υπό τον τίτλο «Μεταβατικοί κοινοτικοί κανόνες για εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή», το άρθρο 10α της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή πρέπει να υιοθετήσει πλήρως εναρμονισμένα μέτρα εφαρμογής που θα ισχύουν σε ολόκληρη την Κοινότητα για την κατανομή των δικαιωμάτων […].

[…]

2.      Κατά τον προσδιορισμό των αρχών για τον καθορισμό των εκ των προτέρων δεικτών αναφοράς σε μεμονωμένους κλάδους ή επιμέρους κλάδους, ως σημείο αφετηρίας λαμβάνεται η μέση επίδοση των 10 % αποδοτικότερων εγκαταστάσεων σε έναν κλάδο ή επιμέρους κλάδο στην Κοινότητα κατά την περίοδο 2007-2008. […]

[…]

5.      Η μέγιστη ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων που συνιστά τη βάση υπολογισμού των κατανομών σε εγκαταστάσεις οι οποίες δεν καλύπτονται από την παράγραφο 3 και δεν είναι νεοεισερχόμενες, δεν υπερβαίνει:

α)      τη συνολική ετήσια κοινοτική ποσότητα, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9, πολλαπλασιαζόμεν[η] επί το μερίδιο των εκπομπών από εγκαταστάσεις που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 3 στο μέσο σύνολο ελεγμένων εκπομπών κατά την περίοδο 2005 έως 2007 από εγκαταστάσεις που καλύπτονταν από το κοινοτικό σύστημα κατά την περίοδο 2008 έως 2012 και

β)      το σύνολο των μέσων ετησίων ελεγμένων εκπομπών των εγκαταστάσεων στην περίοδο 2005 έως 2007 που περιλαμβάνονται στο κοινοτικό πρόγραμμα μόνο από το 2013 και εφεξής και δεν καλύπτονται από την παράγραφο 3, προσαρμοσμένων με τον γραμμικό συντελεστή που αναφέρεται στο άρθρο 9.

Όταν είναι αναγκαίο, εφαρμόζεται ένας ενιαίος διατομεακός διορθωτικός συντελεστής.

[…]»

5        Κατά το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Εθνικά μέτρα εφαρμογής»:

«1.      Κάθε κράτος μέλος δημοσιεύει και υποβάλλει στην Επιτροπή, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011, κατάσταση με τις εγκαταστάσεις που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία στην επικράτειά του και οιαδήποτε δωρεάν κατανομή σε κάθε εγκατάσταση στην περιφέρειά του η οποία έχει υπολογιστεί σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 10α, παράγραφος 1, και 10γ.

2.      Έως τις 28 Φεβρουαρίου κάθε χρόνο, οι αρμόδιες αρχές εκχωρούν την ποσότητα δικαιωμάτων που πρόκειται να κατανεμηθούν για το εκάστοτε έτος, υπολογισμέν[η] σύμφωνα με τα άρθρα 10, 10α και 10γ.

[…]»

 Η απόφαση 2011/278

6        Η αιτιολογική σκέψη 15 της αποφάσεως 2011/278 έχει ως ακολούθως:

«Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που συλλέγονται από τους φορείς εκμετάλλευσης και χρησιμοποιούνται για την κατανομή είναι πλήρη, συνεκτικά και εμφανίζουν τη μέγιστη εφικτή ακρίβεια. Πρέπει να επαληθεύονται από ανεξάρτητο ελεγκτή ώστε να εξασφαλίζεται ότι η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής βασίζεται σε ακλόνητα και αξιόπιστα δεδομένα. Η παρούσα απόφαση πρέπει να προβλέπει ειδικές ελάχιστες απαιτήσεις για τη συλλογή και την επαλήθευση των δεδομένων, ώστε να διευκολύνεται η εναρμονισμένη και συνεπής εφαρμογή των κανόνων κατανομής».

7        Το άρθρο 7 της αποφάσεως αυτής, με τίτλο «Συλλογή δεδομένων βάσης», ορίζει τα εξής:

«1.      Για κάθε κατεστημένη εγκατάσταση η οποία είναι επιλέξιμη για δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας [2003/87], συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων που λειτουργούν μόνο περιστασιακά, και ειδικότερα, των εγκαταστάσεων που διατηρούνται σε εφεδρεία ή σε ετοιμότητα και εκείνων που λειτουργούν βάσει εποχιακού προγραμματισμού, τα κράτη μέλη συλλέγουν από τον φορέα εκμετάλλευσης, για όλα τα έτη της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 ή, κατά περίπτωση, από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, κατά τα οποία η εγκατάσταση λειτουργούσε, όλες τις σχετικές πληροφορίες και τα δεδομένα που αφορούν κάθε παράμετρο του παραρτήματος IV.

[…]

7.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να υποβάλλουν πλήρη και συνεπή μεταξύ τους δεδομένα και να εξασφαλίζουν ότι δεν υπάρχει αλληλοεπικάλυψη μεταξύ υποεγκαταστάσεων ούτε διπλή προσμέτρηση. Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ειδικότερα, ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια και να υποβάλλουν δεδομένα τα οποία εμφανίζουν τη μέγιστη εφικτή ακρίβεια, ώστε να είναι δυνατή η εύλογη βεβαιότητα για την αρτιότητα των δεδομένων.

Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει επίσης μεθοδολογική έκθεση, η οποία περιέχει, ειδικότερα, περιγραφή της εγκατάστασης, την εφαρμοζόμενη μέθοδο συλλογής δεδομένων, τις διάφορες πηγές δεδομένων, τα στάδια υπολογισμού και, όπου συντρέχει περίπτωση, τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται και τη μέθοδο που εφαρμόζεται για τον καταλογισμό των εκπομπών στις αντίστοιχες υποεγκαταστάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 6. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τον φορέα εκμετάλλευσης να αποδείξει την ακρίβεια και την πληρότητα των παρεχόμενων δεδομένων.

8.      Σε περίπτωση ελλιπών δεδομένων, τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης να αιτιολογήσει δεόντως την απουσία των δεδομένων.

Πριν από την εξακρίβωση από τον ελεγκτή ή, το αργότερο, κατά τη διάρκειά της, τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης να υποκαταστήσει όλα τα ελλείποντα δεδομένα με συντηρητικές εκτιμήσεις, ιδίως βάσει της βέλτιστης πρακτικής του κλάδου και πρόσφατων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.

[…]»

8        Υπό τον τίτλο «Εξακρίβωση», το άρθρο 8 της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«1.      Κατά τη διαδικασία συλλογής δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 7, τα κράτη μέλη αποδέχονται μόνο δεδομένα τα οποία έχουν κριθεί ικανοποιητικά από ελεγκτή. Η διαδικασία εξακρίβωσης σχετίζεται με τη μεθοδολογική έκθεση και τις δηλωθείσες παραμέτρους που αναφέρονται στο άρθρο 7 και στο παράρτημα IV. Η εξακρίβωση αφορά την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και την ακρίβεια των δεδομένων που παρέχονται από τον φορέα εκμετάλλευσης, και καταλήγει σε γνωμάτευση εξακρίβωσης, η οποία αναφέρει με εύλογη βεβαιότητα κατά πόσον τα υποβληθέντα δεδομένα είναι απαλλαγμένα από ουσιώδεις ανακρίβειες.

[…]

4.      Τα κράτη μέλη δεν κατανέμουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπής σε εγκατάσταση εάν τα δεδομένα που αφορούν τη συγκεκριμένη εγκατάσταση δεν έχουν κριθεί ικανοποιητικά.

[…]»

9        Το άρθρο 10 της αποφάσεως 2011/278, με τίτλο «Κατανομή σε επίπεδο εγκατάστασης», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Βάσει των δεδομένων που έχουν συλλεχθεί σύμφωνα με το άρθρο 7, τα κράτη μέλη υπολογίζουν, για κάθε έτος, τον αριθμό των δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν, από το 2013 και έπειτα, σε κάθε κατεστημένη εγκατάσταση στην επικράτειά τους σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 8.

2.      Για τον υπολογισμό αυτό, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν πρώτα τον προκαταρκτικό ετήσιο αριθμό δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν για κάθε υποεγκατάσταση χωριστά […]

[…]

9.      Η τελική συνολική ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν για κάθε κατεστημένη εγκατάσταση, εκτός των εγκαταστάσεων που καλύπτονται από το άρθρο 10α, παράγραφος 3, της οδηγίας [2003/87], είναι το γινόμενο της προκαταρκτικής συνολικής ετήσιας ποσότητας δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν για κάθε εγκατάσταση, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 7, επί τον διατομεακό διορθωτικό συντελεστή, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3.»

10      Με τίτλο «Κατανομή για την ατμοπυρόλυση», το άρθρο 11 της αποφάσεως αυτής προβλέπει μια ειδική μέθοδο, η οποία παρεκκλίνει από εκείνη που περιγράφεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως, για τον υπολογισμό του προκαταρκτικού ετήσιου αριθμού δικαιωμάτων εκπομπής τα οποία κατανέμονται δωρεάν για υποεγκατάσταση με δείκτη αναφοράς προϊόντος σχετική με την παραγωγή χημικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.

11      Κατά το άρθρο 15 της εν λόγω της αποφάσεως, με τίτλο «Εθνικά μέτρα εφαρμογής»:

«1.      Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας [2003/87], τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011, κατάλογο των εγκαταστάσεων που υπάγονται στην οδηγία [2003/87] στην επικράτειά τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προσδιορίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό πρότυπο που διατίθεται από την Επιτροπή […]

2.      Ο κατάλογος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει ιδίως τα ακόλουθα, για κάθε κατεστημένη εγκατάσταση:

[…]

3.      Μετά τη λήψη του καταλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή αξιολογεί την εγγραφή κάθε εγκατάστασης στον κατάλογο και τις σχετικές προκαταρκτικές συνολικές ετήσιες ποσότητες δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν.

Μετά την κοινοποίηση, από όλα τα κράτη μέλη, των προκαταρκτικών συνολικών ετήσιων ποσοτήτων δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν κατά την περίοδο 2013-2020, η Επιτροπή καθορίζει τον ενιαίο διατομεακό διορθωτικό συντελεστή που αναφέρεται στο άρθρο 10α, παράγραφος 5, της οδηγίας [2003/87]. Ο συντελεστής καθορίζεται με σύγκριση του αθροίσματος των προκαταρκτικών συνολικών ετήσιων ποσοτήτων δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν σε εγκαταστάσεις που δεν παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, κάθε έτος κατά την περίοδο 2013-2020 […] προς την ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10α, παράγραφος 5, της οδηγίας [2003/87] για εγκαταστάσεις οι οποίες δεν είναι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας ούτε νεοεισερχόμενοι […]

4.      Εάν η Επιτροπή δεν απορρίψει την εγγραφή μιας εγκατάστασης στον εν λόγω κατάλογο, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων προκαταρκτικών συνολικών ετήσιων ποσοτήτων δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση, το οικείο κράτος προσδιορίζει την τελική ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων εκπομπής που κατανέμονται δωρεάν για κάθε έτος της περιόδου 2013-2020, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 9, της παρούσας απόφασης.

[…]»

12      Κατά το παράρτημα IV της αποφάσεως 2011/278, με τίτλο «Παράμετροι για τη συλλογή δεδομένων βάσης που αφορούν κατεστημένες εγκαταστάσεις», για τη συλλογή των δεδομένων βάσεως που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμεταλλεύσεως να υποβάλει, για κάθε εγκατάσταση και υποεγκατάσταση, για όλα τα ημερολογιακά έτη της επιλεγείσας περιόδου αναφοράς (2005-2008 ή 2009-2010), ιδίως, τις συνολικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου καθώς και τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από καύσιμα και από διεργασίες.

 Το γερμανικό δίκαιο

13      Tο άρθρο 9, παράγραφοι 1 έως 4, του Treibhausgas-Emissionshandelsgesetz (νόμου περί εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου), της 21ης Ιουλίου 2011 (BGBl. 2011 I, σ. 1475, στο εξής: TEHG), έχει ως ακολούθως:

«(1)      Οι φορείς εκμεταλλεύσεως εγκαταστάσεων λαμβάνουν δωρεάν δικαιώματα σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 10α […] της οδηγίας 2003/87 […] όπως έχει τροποποιηθεί, και στην απόφαση 2011/278 […].

(2)      Προϋπόθεση για την κατανομή αποτελεί η υποβολή αιτήσεως ενώπιον της αρμόδιας αρχής. Η αίτηση για τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων υποβάλλεται εντός προθεσμίας η οποία δημοσιεύεται από την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από τη λήξη της, στην Bundesanzeiger [ομοσπονδιακή εφημερίδα δημοσιεύσεων]. Η δημοσίευση της προθεσμίας πραγματοποιείται το νωρίτερο μετά τη θέση σε ισχύ της κανονιστικής πράξεως για τους κανόνες κατανομής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης αιτήσεως δεν υφίσταται δικαίωμα δωρεάν κατανομής. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα έγγραφα που απαιτούνται για την εξακρίβωση του δικαιώματος. Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην κανονιστική πράξη που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10, τα στοιχεία που δηλώνονται στην αίτηση κατανομής εξακριβώνονται, σύμφωνα με το άρθρο 21, από ελεγκτή ως προς το αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

(3)      Η αρμόδια αρχή υπολογίζει τις προκαταρκτικές ποσότητες κατανομής, δημοσιεύει στην Bundesanzeiger κατάλογο με όλες τις εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, καθώς και με τις προκαταρκτικές ποσότητες κατανομής, και κοινοποιεί τον κατάλογο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά τον υπολογισμό των προκαταρκτικών ποσοτήτων κατανομής λαμβάνονται υπόψη μόνο τα υποβληθέντα από τον φορέα εκμεταλλεύσεως στοιχεία των οποίων η ορθότητα έχει αρκούντως επιβεβαιωθεί. […]

(4)      Η αρμόδια αρχή αποφασίζει, πριν από την έναρξη της περιόδου εμπορίας, σχετικά με τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων, όσον αφορά εγκαταστάσεις, στους φορείς εκμεταλλεύσεως εγκαταστάσεων οι οποίοι υπέβαλαν αίτηση εντός της δημοσιευθείσας σύμφωνα με την παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, προθεσμίας. […]»

14      Το άρθρο 5 της Verordnung über die Zuteilung von Treibhausgas-Emissionsberechtigungen in der Handelsperiode 2013 bis 2020 (κανονιστικής πράξεως περί κατανομής των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατά την περίοδο εμπορίας 2013 έως 2020), της 26ης Σεπτεμβρίου 2011 (BGBl. 2011 I, σ. 1921), με τίτλο «Συλλογή δεδομένων βάσεως», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως εγκαταστάσεως οφείλει να δηλώνει, στο πλαίσιο της αιτήσεως δωρεάν κατανομής που αφορά υφιστάμενες εγκαταστάσεις, πληροφορίες σχετικές με την εγκατάσταση, καθώς και με κάθε στοιχείο κατανομής.

15      Με δημοσίευσή της στην ομοσπονδιακή ηλεκτρονική εφημερίδα δημοσιεύσεων της Γερμανίας (elektronischer Bundesanzeiger, eBAnz AT118 2011 B1, 20 Οκτωβρίου 2011), η Deutsche Emissionshandelsstelle (γερμανική υπηρεσία εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής, στο εξής: DEHSt) όρισε ως ημερομηνία λήξεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του TEHG προθεσμίας την 23η Ιανουαρίου 2012.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16      Η INEOS εκμεταλλεύεται μια βιομηχανική εγκατάσταση για την παραγωγή χημικών προϊόντων μέσω ατμοπυρολύσεως νάφθας σε υψηλές θερμοκρασίες. Η εν λόγω εγκατάσταση υπόκειται στην υποχρέωση εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής από την 1η Ιανουαρίου 2008.

17      Στις 23 Ιανουαρίου 2012 η INEOS ζήτησε εμπροθέσμως από την DEHSt δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής για την εγκατάσταση αυτή δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του TEHG, για την περίοδο εμπορίας 2013-2020, βάσει της περιόδου αναφοράς 2005-2008. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η προθεσμία για την υποβολή αιτήσεων έληγε την ίδια ημέρα. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, η εν λόγω αίτηση ελέγχθηκε από ανεξάρτητο ελεγκτικό φορέα. Περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την ετήσια προκαταρκτική ποσότητα δικαιωμάτων εκπομπής προς κατανομή, που ανερχόταν σε 574 635, σύμφωνα με τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη η INEOS με την ειδική μέθοδο υπολογισμού την οποία προβλέπει το άρθρο 11 της αποφάσεως 2011/278 για την ατμοπυρόλυση.

18      Με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2014 η DEHSt κατένειμε στην INEOS, για την εν λόγω περίοδο εμπορίας, συνολική ποσότητα 3 867 032 δικαιωμάτων εκπομπής, όσον αφορά τις εκπομπές της ως άνω εγκαταστάσεως, επισημαίνοντας ότι η κατανομή βασίστηκε στα δεδομένα που γνωστοποίησε η INEOS με την αίτηση κατανομής (στο εξής: επίδικη απόφαση).

19      Στις 11 Μαρτίου 2014 η INEOS άσκησε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της DEHSt κατά της επίδικης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η DEHSt όφειλε να λάβει υπόψη ορισμένα συμπληρωματικά δεδομένα για τον υπολογισμό των άμεσων εκπομπών για τα έτη 2006 και 2007.

20      Στις 3 Σεπτεμβρίου 2015 η DEHSt απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή με την αιτιολογία, ιδίως, ότι τα νέα δεδομένα δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για την απόφαση δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής, δεδομένου ότι η INEOS τα προσκόμισε μόλις τον Απρίλιο του 2015 στο πλαίσιο της ενδικοφανούς προσφυγής, ήτοι περισσότερο από τρία έτη μετά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας υποβολής της αιτήσεως κατανομής, στις 23 Ιανουαρίου 2012. Η DEHSt επισήμανε ότι όχι μόνο το άρθρο 9, παράγραφος 2, του TEHG προβλέπει νόμιμη αποκλειστική προθεσμία, αλλά επίσης ότι η στενή σχέση της εθνικής διαδικασίας με την ευρωπαϊκή διαδικασία κατανομής εμποδίζει κάθε τροποποίηση των δεδομένων που υποβάλλονται με την αίτηση.

21      Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 η INEOS προσέφυγε κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικού πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία), υποστηρίζοντας, ιδίως, ότι παρέλειψε εκ παραδρομής να διαβιβάσει ορισμένα δεδομένα τα οποία αφορούσαν τις άμεσες εκπομπές της για τα έτη 2006 και 2007, υποθέτοντας εσφαλμένα ότι η DEHSt γνώριζε ήδη τα εν λόγω δεδομένα, ενώ η επίμαχη εγκατάσταση υπήχθη στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μόλις από την 1η Ιανουαρίου 2008. Κατά την INEOS, η DEHSt όφειλε να την καλέσει να συμπληρώσει ή να διορθώσει τα δεδομένα που υπέβαλε με την αίτηση κατανομής.

22      Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει ρητή διάταξη όσον αφορά τις έννομες συνέπειες που πρέπει να απορρέουν από τις πληροφορίες που παρέχει φορέας εκμεταλλεύσεως μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως κατανομής, πρέπει να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 2, του TEHG, δυνάμει του οποίου δεν υφίσταται δικαίωμα δωρεάν κατανομής σε περίπτωση εκπρόθεσμης αιτήσεως, συνάδει με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/87 και της αποφάσεως 2011/278.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στα οριζόμενα στο άρθρο 10α της οδηγίας [2003/87] καθώς και στα οριζόμενα στην απόφαση [2011/278] ρύθμιση κράτους μέλους με την οποία τάσσεται, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2013 έως 2020, αποκλειστική προθεσμία, η οποία αφορά τις μη εμπροθέσμως κατατεθείσες αιτήσεις δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής σε “κατεστημένες” (υφιστάμενες) εγκαταστάσεις, και, στο πλαίσιο αυτό, αποκλείοντας τη δυνατότητα διορθώσεως σφαλμάτων ή συμπληρώσεως (ελλιπών) στοιχείων της αιτήσεως κατανομής που διαπιστώνονται το πρώτον μετά τη λήξη της ταχθείσας από το κράτος μέλος προθεσμίας;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10α της οδηγίας 2003/87 και η απόφαση 2011/278 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει, για την υποβολή αιτήσεως δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής για την περίοδο 2013-2020, αποκλειστική προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας ο αιτών στερείται κάθε δυνατότητας να διορθώσει ή να συμπληρώσει την αίτησή του.

25      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό υποβάλλεται στο πλαίσιο διαφοράς στην οποία ο φορέας εκμεταλλεύσεως εγκαταστάσεως που υπάγεται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής από την 1η Ιανουαρίου 2008, εν προκειμένω η INEOS, παρέλειψε, εσφαλμένα, να περιλάβει στην αίτησή του περί δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής ορισμένα δεδομένα βάσεως, ήτοι δεδομένα σχετικά με τις άμεσες εκπομπές της εν λόγω εγκαταστάσεως για τα έτη 2006 και 2007. Δεν αμφισβητείται ότι, αν δεν υφίστατο το σφάλμα αυτό, ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως θα είχε λάβει περισσότερα δωρεάν δικαιώματα εκπομπής.

26      Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι αντικείμενο της οδηγίας 2003/87 είναι η θέσπιση ενός συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής το οποίο αποσκοπεί στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα σε τέτοιο επίπεδο ώστε να εμποδίζεται κάθε ανθρωπογενής διατάραξη του κλιματικού συστήματος και του οποίου ο τελικός σκοπός είναι η προστασία του περιβάλλοντος (βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, ArcelorMittal Rodange et Schifflange, C-321/15, EU:C:2017:179, σκέψη 24).

27      Το ως άνω σύστημα στηρίζεται σε μια οικονομική λογική, η οποία ενθαρρύνει κάθε μετέχοντα στο εν λόγω σύστημα να εκπέμπει ποσότητα αερίων θερμοκηπίου μικρότερη από τα δικαιώματα που του χορηγήθηκαν αρχικά, προκειμένου να μεταβιβάσει το πλεόνασμα σε άλλον μετέχοντα, ο οποίος προκαλεί ποσότητα εκπομπών μεγαλύτερη από τα κατανεμηθέντα δικαιώματα (βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, ArcelorMittal Rodange et Schifflange, C-321/15, EU:C:2017:179, σκέψη 22).

28      Με τον τρόπο αυτόν, η οδηγία 2003/87 αποβλέπει στη μείωση έως το 2020 των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τουλάχιστον κατά 20 % σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα του 1990, κατά τρόπο οικονομικώς αποτελεσματικό (απόφαση της 8 Σεπτεμβρίου 2016, E.ON Kraftwerke, C-461/15, EU:C:2016:648, σκέψη 23).

29      Προς τούτο, το άρθρο 10α της οδηγίας 2003/87 προβλέπει, για τις εγκαταστάσεις που αφορούν ορισμένους τομείς δραστηριοτήτων, τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής, των οποίων η ποσότητα μειώνεται σταδιακά κατά διάρκεια της περιόδου 2013-2020, με απώτερο σκοπό την πλήρη κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής το έτος 2027 (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, E.ON Kraftwerke, C-461/15, EU:C:2016:648, σκέψη 24, καθώς και της 26ης Οκτωβρίου 2016, Yara Suomi κ.λπ., C-506/14, EU:C:2016:799, σκέψη 46).

30      Σύμφωνα με το άρθρο 10α, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, η Επιτροπή καθόρισε, με την απόφαση 2011/278, εναρμονισμένους κανόνες σε επίπεδο Ένωσης για την ως άνω δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής. Οι εν λόγω εναρμονισμένοι κανόνες αντανακλούν την ουσιώδη απαίτηση που επιβάλλει να περιορίζονται στο ελάχιστο οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2016, DK Recycling und Roheisen κατά Επιτροπής, C-540/14 P, EU:C:2016:469, σκέψη 53).

31      Κατά την INEOS, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη με τον τρόπο αυτόν σε εξαντλητική εναρμόνιση όλων των πτυχών, περιλαμβανομένων των διαδικαστικών, που αφορούν τις αιτήσεις δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής, οπότε τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς. Όπως όμως προκύπτει από το γράμμα των σχετικών διατάξεων της αποφάσεως 2011/278, ιδίως των άρθρων 7, 8 και 10 αυτής, καθώς και από την όλη οικονομία της και από τον σκοπό που αυτή επιδιώκει, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πληρότητα, την ακρίβεια και τη συνέπεια των δεδομένων βάσεως που συλλέγουν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως. Η απόφαση αυτή δεν προβλέπει, αντιθέτως, ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζονται με προθεσμίες ή ότι τα κράτη αυτά να μπορούν να καθορίζουν δικές τους αποκλειστικές προθεσμίες.

32      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαδικασία που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης για τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής για την περίοδο 2013‑2020 περιελάμβανε, κατ’ ουσίαν, τρία διακριτά στάδια.

33      Καταρχάς, στο πρώτο στάδιο, σύμφωνα με το άρθρο 7 της αποφάσεως 2011/278, τα κράτη μέλη έπρεπε να συλλέξουν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως, για κάθε υφιστάμενη εγκατάσταση που πληροί τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας κατανομής, το σύνολο των συναφών πληροφοριών και δεδομένων, για όλα τα έτη, καταρχήν, της περιόδου 2005-2008 κατά τα οποία η εγκατάσταση λειτουργούσε, για καθεμία από τις παραμέτρους οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα IV της εν λόγω αποφάσεως και βάσει των οποίων προσδιορίζεται το ύψος της σχετικής κατανομής (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, E.ON Kraftwerke, C‑461/15, EU:C:2016:648, σκέψη 25).

34      Δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/278, τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να δέχονται, προς τούτο, μόνο δεδομένα τα οποία έχουν κριθεί ικανοποιητικά από ελεγκτή, ο οποίος έπρεπε να επιβεβαιώσει την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και την ακρίβειά τους, προκειμένου να καταλήξει σε γνωμάτευση, αναφέρουσα με εύλογη βεβαιότητα κατά πόσον τα οικεία δεδομένα είναι απαλλαγμένα από ουσιώδεις ανακρίβειες.

35      Βάσει των πληροφοριών που συλλέχθηκαν με τον τρόπο αυτόν, κατά το άρθρο 10 της αποφάσεως 2011/278 τα κράτη μέλη όφειλαν να υπολογίσουν για κάθε έτος τον προκαταρκτικό αριθμό δωρεάν κατανεμόμενων δικαιωμάτων εκπομπής από το έτος 2013 σε καθεμία από τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις που βρίσκονταν στο έδαφός τους (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, E.ON Kraftwerke, C-461/15, EU:C:2016:648, σκέψεις 26 και 34).

36      Μετά το πρώτο αυτό στάδιο, κάθε κράτος μέλος είχε την υποχρέωση, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 και του άρθρου 15, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2011/278, να δημοσιεύσει και να υποβάλει στην Επιτροπή, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011, κατάλογο των εγκαταστάσεων και των υποεγκαταστάσεων που υπάρχουν στο έδαφός του και καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία, διευκρινίζοντας για καθεμία από αυτές το ύψος της προκαταρκτικής κατανομής για το σύνολο της περιόδου 2013-2020.

37      Στη συνέχεια, κατά το δεύτερο στάδιο, η Επιτροπή, μετά την παραλαβή του καταλόγου αυτού και εφόσον, κατ’ ουσίαν, η προκαταρκτικώς υπολογιζόμενη από τα κράτη μέλη συνολική ετήσια ποσότητα υπερέβαινε το ανώτατο όριο που είχε καθοριστεί για τη βιομηχανία, το οποίο αντιστοιχεί στη μέγιστη ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 10α, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/87, έπρεπε να προβεί σε ανάλογη μείωση της εν λόγω προκαταρκτικής ποσότητας που υπολόγισαν τα κράτη μέλη χρησιμοποιώντας τον προβλεπóμενο στη διάταξη αυτή «διατομεακό διορθωτικό συντελεστή», ο οποίος αντιστοιχεί στη σχέση μεταξύ της ως άνω προκαταρκτικής ποσότητας και του εν λόγω ανωτάτου ορίου (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Απριλίου 2016, Borealis Polyolefine κ.λπ., C-191/14, C-192/14, C-295/14, C‑389/14 και C-391/14 έως C-393/14, EU:C:2016:311, σκέψεις 62 καθώς και 63).

38      Τέλος, στο τρίτο στάδιο, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφοι 4 και 5, της αποφάσεως 2011/278 τα κράτη μέλη έπρεπε να προσδιορίσουν την τελική ετήσια ποσότητα των δωρεάν κατανεμόμενων δικαιωμάτων εκπομπής για κάθε έτος της περιόδου 2013-2020, πολλαπλασιάζοντας, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 9, της αποφάσεως αυτής, τη συνολική προκαταρκτική ετήσια ποσότητα δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής με τον ως άνω διατομεακό διορθωτικό συντελεστή. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/87, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να χορηγούν τα δικαιώματα που επρόκειτο να κατανεμηθούν για το εκάστοτε έτος το αργότερο έως τις 28 Φεβρουαρίου του έτους αυτού.

39      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει ήδη από τη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης αποκλειστική προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του TEHG αφορά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας αυτής, κατά τη διάρκεια της οποίας, μεταξύ άλλων, οι φορείς εκμεταλλεύσεως είχαν την υποχρέωση, δυνάμει του άρθρου 7 της αποφάσεως 2011/278, να γνωστοποιούν στις αρμόδιες εθνικές αρχές τα δεδομένα βάσεως που απαριθμούνται στο παράρτημα IV της εν λόγω αποφάσεως, τα οποία αφορούν την περίοδο 2005-2008, για καθεμία από τις οικείες εγκαταστάσεις.

40      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η INEOS, ο νομοθέτης της Ένωσης ουδόλως προέβη σε εξαντλητική εναρμόνιση του συγκεκριμένου σταδίου της διαδικασίας. Πράγματι, μολονότι, ασφαλώς, η οδηγία 2003/87 και η απόφαση 2011/278 ρυθμίζουν το ως άνω στάδιο, ούτε η οδηγία ούτε η απόφαση καθόρισαν την προθεσμία εντός της οποίας ο φορέας εκμεταλλεύσεως υποχρεούται να υποβάλει αίτηση κατανομής, αλλ’ ούτε και εκείνη εντός της οποίας ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως θα μπορεί, ενδεχομένως, να διορθώσει ή να συμπληρώσει τα δεδομένα που υποβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αυτής.

41      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 8, της αποφάσεως 2011/278 ορίζει ότι, σε περίπτωση ελλιπών δεδομένων, τα κράτη μέλη οφείλουν να απαιτούν από τον φορέα εκμεταλλεύσεως να αιτιολογήσει δεόντως την έλλειψη των δεδομένων και να υποκαταστήσει όλα τα «εν μέρει διαθέσιμα δεδομένα» με συντηρητικές εκτιμήσεις, χωρίς ωστόσο να καθορίζει τη διαδικασία που θα του παρείχε τη δυνατότητα να διορθώσει ή να συμπληρώσει τα σχετικά δεδομένα. Ομοίως, το άρθρο 8 της αποφάσεως 2011/278 απαγορεύει μεν στα κράτη μέλη να αποδέχονται δεδομένα τα οποία δεν έχουν κριθεί ικανοποιητικά από ελεγκτή, χωρίς όμως να καθορίζει προθεσμία ή διαδικασία για τη διόρθωση των δεδομένων που κρίθηκαν μη ικανοποιητικά.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με τις διαδικαστικές λεπτομέρειες που αφορούν την υποβολή και την εξέταση αιτήσεως δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής, εναπόκειται, κατά πάγια νομολογία, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τέτοιους κανόνες, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., συναφώς, ιδίως, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2016, Danqua, C-429/15, EU:C:2016:789, σκέψη 29).

43      Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης αποκλειστική προθεσμία αντιβαίνει προς την εν λόγω αρχή, ούτε υποστηρίχθηκε κάτι τέτοιο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επ’ αυτού, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή.

44      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα εάν μια εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω διατάξεως στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, καθώς και της διεξαγωγής και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής, ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται μεταξύ άλλων υπόψη, ενδεχομένως, η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (βλ., ιδίως, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2016, Danqua, C-429/15, EU:C:2016:789, σκέψη 42).

45      Όσον αφορά, ειδικότερα, τις αποκλειστικές προθεσμίες, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίζουν, για τις εθνικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, προθεσμίες σε συνάρτηση, ιδίως, με τη σημασία που έχουν για τους ενδιαφερομένους οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν, με το περίπλοκο των εφαρμοστέων διαδικασιών και της εφαρμοστέας νομοθεσίας, με τον αριθμό των προσώπων τα οποία μπορούν να αφορούν οι αποφάσεις ή με τα άλλα δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη (βλ., ιδίως, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2016, Danqua, C-429/15, EU:C:2016:789, σκέψη 44).

46      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο καθορισμός των αποκλειστικών προθεσμιών ικανοποιεί, καταρχήν, την επιταγή της αποτελεσματικότητας, καθόσον συνιστά εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου που προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο όσο και την οικεία διοικητική αρχή. Πράγματι, τέτοιες προθεσμίες δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., ιδίως, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, TDC, C-327/15, EU:C:2016:974, σκέψη 98).

47      Επομένως, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, ο καθορισμός μιας εύλογης αποκλειστικής προθεσμίας είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, BBVA, C-8/14, EU:C:2015:731, σκέψη 28).

48      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ως ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων για τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του TEHG, ορίστηκε η 23η Ιανουαρίου 2012. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι η ημερομηνία αυτή γνωστοποιήθηκε επισήμως στο κοινό με σχετική δημοσίευση στις 20 Οκτωβρίου 2011. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο η Γερμανική Κυβέρνηση, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν επί του σημείου αυτού, η ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας αυτής γνωστοποιήθηκε επίσης την ίδια ημέρα στους φορείς εκμεταλλεύσεως με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που τους απεστάλη και αποτέλεσε το αντικείμενο ανακοινωθέντος Τύπου.

49      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αποκλειστική προθεσμία που επιβλήθηκε στους φορείς εκμεταλλεύσεως για την υποβολή των αιτήσεών τους περί δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής δυνάμει του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87 και των εφαρμοστέων διατάξεων της αποφάσεως 2011/278 για την περίοδο 2013-2020 ήταν λίγο μεγαλύτερη από τρεις μήνες.

50      Πρέπει συνεπώς να προσδιοριστεί αν η προθεσμία αυτή ήταν ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση από φορέα εκμεταλλεύσεως, όπως η INEOS στην υπόθεση της κύριας δίκης, δικαιώματος που απονέμεται από το δίκαιο της Ένωσης.

51      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι το άρθρο 10α της οδηγίας 2003/87 και η απόφαση 2011/278 παρέχουν σε ορισμένους φορείς εκμεταλλεύσεως, όπως η INEOS, δικαίωμα να λάβουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπής για την περίοδο 2013-2020, ο φορέας αυτός ουδόλως προέβαλε, εν προκειμένω, ότι η εν λόγω προθεσμία, ελαφρώς μεγαλύτερη των τριών μηνών, είναι υπερβολικά σύντομη για την υποβολή αιτήσεως κατανομής τέτοιων δικαιωμάτων, καθόσον μάλιστα ο ως άνω φορέας εκμεταλλεύσεως είχε υποβάλει την αίτηση αυτή εντός της επίμαχης προθεσμίας. Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών του, η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο που να δίδει λαβή για να υποτεθεί ότι η συγκεκριμένη αποκλειστική προθεσμία καθιστούσε αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του ως άνω δικαιώματος.

52      Αντιθέτως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 25 και 39 της παρούσας αποφάσεως, ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αμφισβητεί την έλλειψη δυνατότητας συμπληρώσεως της αιτήσεως μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, προς διόρθωση των εσφαλμένων δεδομένων που παρέσχε όσον αφορά τις εκπομπές από τις εγκαταστάσεις του.

53      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός αποκλειστικής προθεσμίας είναι κατ’ αρχήν σύμφωνος προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, παρά το ότι η λήξη μιας τέτοιας προθεσμίας είναι ικανή, εκ φύσεως, να εμποδίσει τους ενδιαφερομένους να προβάλουν τα δικαιώματά τους στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, Preston κ.λπ., C-78/98, EU:C:2000:247, σκέψη 34, της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Pflücke, C-125/01, EU:C:2003:477, σκέψη 35, καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Q-Beef και Bosschaert, C-89/10 και C-96/10, EU:C:2011:555, σκέψη 36).

54      Συνεπώς, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη αποκλειστική προθεσμία εμποδίζει, εκ της φύσεώς της, τον αιτούντα τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής να παράσχει συμπληρωματικά δεδομένα μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας δεν αρκεί, αυτό καθαυτό, για να αποδειχθεί παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας.

55      Κατά συνέπεια, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί ότι μια τέτοια αποκλειστική προθεσμία είναι ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την υποβολή αιτήσεως δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να λάβουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπής δυνάμει του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87, καθώς και της αποφάσεως 2011/278.

56      Η INEOS υποστηρίζει, ωστόσο, ότι από την υποχρέωση των κρατών μελών να στηρίζονται, για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων αυτών, σε όσο το δυνατόν ακριβέστερα και πληρέστερα δεδομένα βάσεως απορρέει ότι, προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποχρεούνται να απέχουν από κάθε διαδικαστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη αποκλειστική προθεσμία, που εμποδίζει τη διόρθωση εσφαλμένων δεδομένων.

57      Συναφώς, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 7, της αποφάσεως 2011/278, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 15 της εν λόγω αποφάσεως, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που συλλέγουν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως και χρησιμοποιούν για τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής είναι πλήρη, συνεπή και, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ακριβή (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, E.ON Kraftwerke, C-461/15, EU:C:2016:648, σκέψεις 27 και 37).

58      Στο ίδιο πλαίσιο, όπως προκύπτει ήδη από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/278 επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι ένας ελεγκτής έχει εξακριβώσει «την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και την ακρίβεια των δεδομένων» προκειμένου να «καταλή[ξ]ει σε γνωμάτευση εξακρίβωσης […] με εύλογη βεβαιότητα» σχετικά με το κατά πόσον τα υποβληθέντα δεδομένα είναι απαλλαγμένα από ουσιώδεις ανακρίβειες.

59      Τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς την ως άνω απαίτηση ακρίβειας, όπως προκύπτει τόσο από τις ως άνω διατάξεις όσο και από την αιτιολογική σκέψη 15 της αποφάσεως 2011/278, προκειμένου τα κράτη αυτά να είναι σε θέση να επιτύχουν τον σκοπό της μειώσεως των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 26 έως 28 της παρούσας αποφάσεως, με εναρμονισμένη και συνεπή εφαρμογή των κανόνων κατανομής.

60      Εντούτοις, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφοι 7 και 8, της αποφάσεως 2011/278, η απαίτηση ακρίβειας προς την οποία οφείλουν να συμμορφώνονται τα κράτη μέλη επιβάλλει τη συνεργασία των φορέων εκμεταλλεύσεως και, στο πλαίσιο αυτό, τους επιβάλλει επίσης διάφορες υποχρεώσεις, ιδίως την υποχρέωση κοινοποιήσεως πλήρων, συνεπών και όσο το δυνατόν ακριβέστερων δεδομένων, καθώς και της επιδείξεως της δέουσας επιμέλειας.

61      Συγκεκριμένα, οι ως άνω υποχρεώσεις συνεργασίας που επιβάλλονται στους φορείς εκμεταλλεύσεως έχουν σαφώς ως σκοπό, όπως ορθώς παρατήρησαν η ομοσπονδιακή υπηρεσία περιβάλλοντος και η Γερμανική Κυβέρνηση, να παρακινήσουν τους εν λόγω φορείς, αφού οι ίδιοι αποτελούν την πηγή των δεδομένων βάσεως που απαιτούνται για τον υπολογισμό των δωρεάν κατανεμόμενων δικαιωμάτων εκπομπής, να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια ώστε να διασφαλίζεται η συλλογή δεδομένων που να έχουν τον μέγιστο δυνατό βαθμό ακρίβειας, τούτο δε προκειμένου να είναι τα κράτη μέλη σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τα άρθρα 7 και 8 της αποφάσεως 2011/278 και να επιτύχουν τον σκοπό της μειώσεως των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2003/87.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 93 και 94 των προτάσεών του, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω υποχρέωση ακρίβειας αποτελεί κοινή ευθύνη των φορέων εκμεταλλεύσεως και των κρατών μελών και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η INEOS, ότι οι φορείς αυτοί αντλούν από την απόφαση 2011/278 οποιοδήποτε δικαίωμα όσον αφορά την ακρίβεια των δεδομένων που γνωστοποιούνται για τον υπολογισμό των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής που θα μπορούσαν να ζητήσουν από το κράτος μέλος τους. Επομένως, η αποτελεσματική εφαρμογή της αποφάσεως αυτής ουδόλως υποχρεώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές να απέχουν από κάποια διαδικαστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη αποκλειστική προθεσμία, προκειμένου να επιτρέψουν σε φορέα εκμεταλλεύσεως τη διόρθωση των εσφαλμένων δεδομένων που ο ίδιος είχε παράσχει εντός της εν λόγω προθεσμίας.

63      Εξ αυτού προκύπτει ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί ότι μια αποκλειστική προθεσμία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας.

64      Η εκτίμηση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, καθόσον από τα στοιχεία που υπέβαλε στο Δικαστήριο η Γερμανική Κυβέρνηση, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την INEOS επί του σημείου αυτού, προκύπτει ότι, ήδη από τον Οκτώβριο του 2011, οι αρμόδιες εθνικές αρχές ανέφεραν επανειλημμένα στους ενδιαφερόμενους φορείς εκμεταλλεύσεως ότι, όσον αφορά εγκαταστάσεις οι οποίες, όπως επίμαχη στην κύρια δίκη εγκατάσταση της INEOS, υπήχθησαν στο σύστημα εμπορίας εκπομπών μόλις από 1ης Ιανουαρίου 2008, όταν επελέγη η περίοδος αναφοράς 2005-2008 απαιτείτο μια συμπληρωματική ανακοίνωση των σχετικών δεδομένων που απαριθμούνταν στο άρθρο 5 της κανονιστικής πράξεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2011, για την κατανομή δικαιωμάτων εμπορίας ως προς την περίοδο εμπορίας από το 2013 έως το 2020.

65      Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, αν ήταν δυνατή η διόρθωση εσφαλμένων δεδομένων ενόψει της δωρεάν κατανομής συμπληρωματικών δικαιωμάτων εκπομπής, η διόρθωση αυτή θα πραγματοποιούνταν όχι μόνο μετά την περάτωση του πρώτου σταδίου, αλλά και μετά την περάτωση του τρίτου και τελευταίου σταδίου της διαδικασίας, που επέρχεται με την κοινοποίηση της επίδικης αποφάσεως.

66      Μια τέτοια καθυστερημένη διόρθωση όμως θα ήταν ικανή να θίξει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι θα υπήρχε ο κίνδυνος να παραμείνει κάθε δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής επ’ αόριστον προσωρινή, καθόσον θα ήταν πάντοτε δυνατή η εκ νέου έναρξη του πρώτου σταδίου της διαδικασίας. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα σοβαρή διατάραξη της εύρυθμης διεξαγωγής της διαδικασίας δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής.

67      Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η INEOS, ουδόλως συνάγεται διαφορετική ερμηνεία από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2016, Borealis Polyolefine κ.λπ. (C-191/14, C-192/14, C-295/14, C-389/14 και C-391/14 έως C‑393/14, EU:C:2016:311). Ασφαλώς, στη σκέψη 97 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπέκειτο στην Επιτροπή να ζητήσει από τα κράτη μέλη να προβούν στις «αναγκαίες διορθώσεις» των γνωστοποιηθέντων δεδομένων εκπομπών. Εντούτοις, στις ως άνω υποθέσεις, το σφάλμα απέρρεε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 94 και 95 της ίδιας αποφάσεως, από την εκ μέρους της Επιτροπής συνεκτίμηση δεδομένων που είχαν παράσχει τα κράτη μέλη σχετικά με τις εκπομπές περιόδου μη καλυπτόμενης από το άρθρο 10α, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/87. Αποκλειστικά λόγω της σοβαρότητας του ως άνω σφάλματος, που επηρέαζε ουσιωδώς τον ενιαίο διατομεακό διορθωτικό συντελεστή και, σε τελική ανάλυση, τον αριθμό των δικαιωμάτων που θα κατανέμονταν δωρεάν, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν εμπόδισε την αμφισβήτηση του εν λόγω παράγοντος ex nunc, από τη χρονική στιγμή που αναφερόταν στη σκέψη 111 της αποφάσεως αυτής.

68      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10α της οδηγίας 2003/87 και η απόφαση 2011/278 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει, για την υποβολή αιτήσεως δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής για την περίοδο 2013-2020, αποκλειστική προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας ο αιτών στερείται κάθε δυνατότητας να διορθώσει ή να συμπληρώσει την αίτησή του, εφόσον η προθεσμία αυτή δεν είναι ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την υποβολή μιας τέτοιας αιτήσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 10α της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, καθώς και η απόφαση 2011/278/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2011, σχετικά με τον καθορισμό ενωσιακών μεταβατικών κανόνων για την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει, για την υποβολή αιτήσεως δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής για την περίοδο 2013-2020, αποκλειστική προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας ο αιτών στερείται κάθε δυνατότητας να διορθώσει ή να συμπληρώσει την αίτησή του, εφόσον η προθεσμία αυτή δεν είναι ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την υποβολή μιας τέτοιας αιτήσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.