Language of document : ECLI:EU:T:2023:114

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 8ης Μαρτίου 2023 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Πλάνη εκτιμήσεως – Αναδρομικότητα – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Ασφάλεια δικαίου – Δεδικασμένο»

Στην υπόθεση T‑426/21,

Nizar Assaad, κάτοικος Βηρυτού (Λίβανος), εκπροσωπούμενος από τους M. Lester, KC, G. Martin και C. Enderby Smith, solicitors,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την T. Haas και τον M. Bishop,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους S. Gervasoni, L. Madise, P. Nihoul, R. Frendo και J. Martín y Pérez de Nanclares (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

λαμβανομένης υπόψη της έγγραφης διαδικασίας,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή, ο προσφεύγων Nizar Assaad ζητεί την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2021/751 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2021, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2021, L 160, σ. 115), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/743 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2021, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2021, L 160, σ. 1), της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2022/849 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2022, L 148, σ. 52), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/840 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2022, L 148, σ. 8), καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούν.

I.      Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής πραγματικά περιστατικά

2        Ο προσφεύγων είναι επιχειρηματίας συριακής, λιβανικής και καναδικής ιθαγένειας.

3        Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταδικάζοντας σθεναρά τη βίαιη καταστολή των ειρηνικών διαδηλώσεων στη Συρία και απευθύνοντας έκκληση στις συριακές αρχές να μην καταφεύγουν στη βία, εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2011/273/ΚΕΠΠΑ, της 9ης Μαΐου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2011, L 121, σ. 11). Λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της καταστάσεως, το Συμβούλιο επέβαλε απαγόρευση πωλήσεως όπλων, απαγόρευση εξαγωγών εξοπλισμού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή, περιορισμούς εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη δέσμευση κεφαλαίων και χρηματοοικονομικών πόρων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που ευθύνονται για τη βίαιη καταστολή σε βάρος του άμαχου πληθυσμού στη Συρία.

4        Τα ονόματα των προσώπων που ευθύνονται για τη βίαιη καταστολή σε βάρος του άμαχου πληθυσμού στη Συρία, καθώς και τα ονόματα ή οι επωνυμίες των φυσικών ή νομικών προσώπων και των οντοτήτων που συνδέονται με αυτά παρατίθενται στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/273. Βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως κράτους μέλους ή του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, μπορεί να τροποποιεί το εν λόγω παράρτημα. Το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν στο παράρτημα κατά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως.

5        Δεδομένου ότι ορισμένα από τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) 442/2011, της 9ης Μαΐου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2011, L 121, σ. 1). Το περιεχόμενο του εν λόγω κανονισμού είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο με εκείνο της αποφάσεως 2011/273, πλην όμως προβλέπει τη δυνατότητα αποδέσμευσης των δεσμευθέντων κεφαλαίων. Ο κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που κρίθηκαν είτε υπεύθυνα για την εν λόγω καταστολή είτε συνδέονται με τους υπεύθυνους, ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού, είναι πανομοιότυπος με εκείνον του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/273. Κατά το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 442/2011, οσάκις το Συμβούλιο αποφασίζει να υπαγάγει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό στα προβλεπόμενα περιοριστικά μέτρα, τροποποιεί αναλόγως το παράρτημα II και, περαιτέρω, επανεξετάζει τον κατάλογο του εν λόγω παραρτήματος σε τακτά χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο.

6        Με την εκτελεστική απόφαση 2011/515/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Αυγούστου 2011, για την εφαρμογή της απόφασης 2011/273 (ΕΕ 2011, L 218, σ. 20), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 843/2011 του Συμβουλίου, της 23ης Αυγούστου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 442/2011 (ΕΕ 2011, L 218, σ. 1, στο εξής: πράξεις του 2011), το όνομα του Nizar Al-Assaad καταχωρίσθηκε στη σειρά με αύξοντα αριθμό 3 του καταλόγου του τμήματος A (Πρόσωπα) του παραρτήματος I της αποφάσεως 2011/273 και στη σειρά με αύξοντα αριθμό 3 του καταλόγου του παραρτήματος II του κανονισμού 442/2011 (στο εξής: κατάλογοι του 2011).

7        Αφενός, στους καταλόγους του 2011 δεν μνημονεύονταν αναγνωριστικά στοιχεία του Nizar Al-Assaad. Αφετέρου, ως λόγοι καταχωρίσεως μνημονεύονταν οι εξής:

«Πολύ στενός συνεργάτης βασικών κυβερνητικών αξιωματούχων. Χρηματοδοτεί την πολιτοφυλακή Shabiha στην περιοχή της Λαττάκειας.»

8        Με ταχυδρομική επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2011, οι εκπρόσωποι του προσφεύγοντος απηύθυναν στο Συμβούλιο έγγραφο στο οποίο επισήμαιναν ότι το όνομα του προσφεύγοντος, το οποίο θεωρούσαν ότι είχε καταχωρισθεί στη σειρά 3 των καταλόγων του 2011, είχε μεταγραφεί εσφαλμένα. Υποστήριξαν ότι το όνομα του προσφεύγοντος ήταν «Nizar Assaad» και όχι «Nizar Al-Assaad». Παρεμπιπτόντως, διευκρίνισαν ότι το όνομα του προσφεύγοντος στα αραβικά ήταν أسعد, το οποίο διαφέρει από εκείνο του προέδρου Bashar Al-Assad, δηλαδή الأسد. Τέλος, ζήτησαν την παροχή πρόσβασης στον φάκελο του Συμβουλίου και τη διαγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος από τους καταλόγους του 2011. Με επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2011, απευθύνθηκαν εκ νέου στο Συμβούλιο καλώντας το να λάβει θέση σχετικά με το έγγραφό τους της 16ης Σεπτεμβρίου 2011.

9        Στις 19 Οκτωβρίου 2011, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των πράξεων του 2011, κατά το μέρος που τον αφορούσαν. Η προσφυγή αυτή καταχωρίστηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπό τον αριθμό T-550/11.

10      Με έγγραφο της 27ης Οκτωβρίου 2011, οι εκπρόσωποι του προσφεύγοντος απευθύνθηκαν εκ νέου στο Συμβούλιο. Με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2011, το Συμβούλιο απάντησε, δηλώνοντας ότι ο προσφεύγων δεν ήταν το πρόσωπο που περιλαμβάνεται στους καταλόγους του 2011 και ότι η συγκεκριμένη καταχώριση αφορούσε τον εξάδελφο του προέδρου Bashar Al-Assad.

11      Με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2011, οι εκπρόσωποι του προσφεύγοντος ζήτησαν από το Συμβούλιο να διορθώσει τα αναγνωριστικά στοιχεία του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 3 των καταλόγων του 2011 και να αποστείλει έγγραφο στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να διευκρινίσει, επί της ουσίας, την ακριβή κατάσταση του προσφεύγοντος.

12      Στις 14 Νοεμβρίου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/735/ΚΕΠΠΑ για την τροποποίηση της απόφασης 2011/273 (ΕΕ 2011, L 296, σ. 53), και τον κανονισμό (ΕΕ) 1150/2011 για την τροποποίηση του κανονισμού 442/2011 (ΕΕ 2011, L 296, σ. 1. (στο εξής: πράξεις του Νοεμβρίου 2011), με τις οποίες τροποποιήθηκαν οι αναφορές στο όνομα και τα αναγνωριστικά στοιχεία του προσώπου του οποίου το όνομα είχε καταχωρισθεί στη σειρά 3 των καταλόγων του 2011, προκειμένου να προστεθεί, αντιστοίχως, το αραβικό του όνομα, ήτοι/, και οι ακόλουθες πληροφορίες: «Εξάδελφος του Bashar Al-Assad, πρώην επικεφαλής της εταιρίας “Nizar Oilfield Supplies”». Επιπλέον, το όνομα με λατινικούς χαρακτήρες εμφανιζόταν ως «Nizar Al-Assad».

13      Με έγγραφο της 15ης Νοεμβρίου 2011, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στους εκπροσώπους του προσφεύγοντος την έκδοση των πράξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 12 ανωτέρω, και διευκρίνισε ότι οι πράξεις του 2011 δεν αφορούν τον προσφεύγοντα.

14      Με την απόφαση 2011/782/ΚΕΠΠΑ, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας και για την κατάργηση της απόφασης 2011/273 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 56), το Συμβούλιο εκτίμησε, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της κατάστασης στη Συρία, ότι ήταν αναγκαία η επιβολή πρόσθετων περιοριστικών μέτρων. Για λόγους σαφήνειας, τα μέτρα που επιβλήθηκαν με την απόφαση 2011/273 και τα πρόσθετα μέτρα ενσωματώθηκαν σε ενιαία νομική πράξη. Η απόφαση 2011/782 προβλέπει, στο άρθρο 18, περιορισμούς όσον αφορά την είσοδο στο έδαφος της Ένωσης των προσώπων των οποίων το όνομα περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι και, στο άρθρο 19, τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων των προσώπων και οντοτήτων που μνημονεύονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ.

15      Στις 21 Δεκεμβρίου 2011, το Συμβούλιο προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγο απαραδέκτου, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφοι 4 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, όπως τροποποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 2013, περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος για την άσκηση προσφυγής.

16      Ο κανονισμός 442/2011 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 36/2012 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2012, L 16, σ. 1).

17      Με διάταξη της 24ης Μαΐου 2012, Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για το πρόσωπο του οποίου το όνομα είχε καταχωρισθεί στους καταλόγους του 2011 και δεν είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή.

18      Η απόφαση 2011/782 αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2012/739/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2012, L 330, σ. 21).

19      Στις 22 Απριλίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2013/185/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή της απόφασης 2012/739 (ΕΕ 2013, L 111, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2013, L 123, σ. 28, και ΕΕ 2013, L 127, σ. 44) και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 363/2013 για την εφαρμογή του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ 2013, L 111, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2013, L 127, σ. 27, και ΕΕ 2013, L 127, σ. 28). Με τις πράξεις αυτές τροποποιήθηκαν οι καταχωρίσεις σχετικά με το όνομα του προσώπου το οποίο μνημονευόταν στη σειρά 3 των καταλόγων του 2011, καθώς και τα αναγνωριστικά στοιχεία του. Η σχετική καταχώριση συμπεριλήφθηκε πλέον στη σειρά 36 του καταλόγου που παρατίθεται στο παράρτημα Ι, τμήμα Α (Πρόσωπα), της αποφάσεως 2012/739 και στη σειρά 36 του καταλόγου που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ, τμήμα Α (Πρόσωπα) του κανονισμού 36/2012 (στο εξής, από κοινού: κατάλογοι του 2013).

20      Αφενός, όσον αφορά το όνομα του εν λόγω προσώπου, αυτό μνημονευόταν ως εξής: «Nizar (Image not found) Al-Assad (Image not found) (ή Al-Assaad, Al-Assad, Al-Asaad)».

21      Αφετέρου, όσον αφορά τα αναγνωριστικά στοιχεία, διευκρινίστηκε ότι το οικείο πρόσωπο ήταν ο «πρώην επικεφαλής της εταιρίας “Nizar Oilfield Supplies”».

22      Αντιθέτως, οι λόγοι καταχώρισης παρέμειναν οι ίδιοι όπως και στις πράξεις του 2011.

23      Με έγγραφο της 25ης Απριλίου 2013, οι εκπρόσωποι του προσφεύγοντος ζήτησαν από το Συμβούλιο να διαγράψει τη μνεία των ονομάτων «Assaad» και «Al-Assaad» και το όνομα του προσφεύγοντος στα αραβικά, το οποίο, όπως επισήμαιναν, ήταν, κατ’ αυτούς, ανορθόγραφο και να συμπεριλάβει δήλωση ότι το πρόσωπο του οποίου το όνομα περιλαμβανόταν στους καταλόγους του 2013 ήταν ο εξάδελφος του Bashar Al-Assad.

24      Στις 4 Μαΐου 2013, το Συμβούλιο δημοσίευσε διορθωτικό όσον αφορά τις πράξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 19 ανωτέρω, (ΕΕ 2013, L 123, σ. 28) με το οποίο τροποποιήθηκαν οι καταχωρίσεις σχετικά με το όνομα και τα αναγνωριστικά στοιχεία του προσώπου του οποίου το όνομα περιλαμβανόταν στη σειρά 36 των καταλόγων του 2013, προκειμένου, αφενός, να διαγραφούν τα ονόματα «Al-Assaad», «Al-Assad» και «Al-Asaad» και να αντικατασταθούν τα αραβικά ονόματα που μνημονεύονται στις καταχωρίσεις αυτές με το αραβικό όνομα/και, αφετέρου, να προστεθεί η ακόλουθη πληροφορία: «Eξάδελφος του Bashar Al-Assad».

25      Η απόφαση 2012/739 αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2013/255/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2013, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2013, L 147, σ. 14).

26      Στις 12 Οκτωβρίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1836 για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2015, L 266, σ. 75, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 336, σ. 42). Την ίδια ημέρα εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1828 για την τροποποίηση του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ 2015, L 266, σ. 1).

27      Η διατύπωση των άρθρων 27 και 28 της αποφάσεως 2013/255 τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836. Τα συγκεκριμένα άρθρα προβλέπουν πλέον περιορισμούς στην είσοδο ή τη διέλευση από το έδαφος των κρατών μελών και τη δέσμευση των κεφαλαίων των προσώπων τα οποία συνδέονται με τις κατηγορίες προσώπων που μνημονεύονται στην παράγραφο 2, στοιχεία αʹ έως ζʹ, των εν λόγω άρθρων «όπως κατονομάζονται στο παράρτημα Ι», εκτός εάν υπάρχουν «επαρκή στοιχεία ότι [τα πρόσωπα αυτά] δεν συνδέονται ή δεν συνδέονται πλέον με το καθεστώς ή δεν ασκούν επιρροή ή δεν παρουσιάζουν πραγματικό κίνδυνο καταστρατήγησης».

28      Ο κανονισμός 2015/1828 τροποποίησε, μεταξύ άλλων, τη διατύπωση του άρθρου 15 του κανονισμού 36/2012 προκειμένου να εισαχθούν σε αυτό τα νέα κριτήρια καταχωρίσεως, τα οποία καθορίστηκαν με την απόφαση 2015/1836 και προστέθηκαν στην απόφαση 2013/255.

29      Στις 28 Μαΐου 2018, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/778, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255 (ΕΕ 2018, L 131, σ. 16) και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/774 για την εφαρμογή του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ 2018, L 131, σ. 1). Οι εν λόγω πράξεις τροποποίησαν τις καταχωρίσεις σχετικά με το όνομα του προσώπου το οποίο μνημονεύεται στη σειρά 36 του καταλόγου που παρατίθεται στο παράρτημα I, τμήμα Α (Πρόσωπα) της αποφάσεως 2013/255 και στη σειρά 36 του καταλόγου που παρατίθεται στο παράρτημα II, τμήμα Α (Πρόσωπα) του κανονισμού 36/2012 (στο εξής, από κοινού: επίμαχοι κατάλογοι) ως εξής: «Nizar (Image not found) al-Asaad (Image not found) (άλλως Nizar Asaad)». Τα αναγνωριστικά στοιχεία και οι λόγοι καταχώρισης ήταν πανομοιότυπα με εκείνα των πράξεων του 2011.

30      Στις 17 Μαΐου 2019, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2019/806, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255 (ΕΕ 2019, L 132, σ. 36, και διορθωτικό ΕΕ 2019, L 234, σ. 31), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/798 για την εφαρμογή του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ 2019, L 132, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2019, L 234, σ. 31) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του 2019). Οι πράξεις του 2019 τροποποίησαν τα αναγνωριστικά στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο το οποίο μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, καθώς και τους λόγους καταχώρισης του ονόματός του.

31      Αφενός, όσον αφορά τα αναγνωριστικά στοιχεία, δηλωνόταν μόνον το ανδρικό φύλο του εν λόγω προσώπου.

32      Αφετέρου, οι λόγοι καταχώρισής του στον κατάλογο τροποποιήθηκαν ως εξής: «Εξέχων επιχειρηματίας της Συρίας που διατηρεί στενούς δεσμούς με το καθεστώς. Είναι εξάδελφος του Bashar Al-Assad και συνδέεται με τις οικογένειες Assad και Makhlouf.

Ως εκ τούτου, έχει συμμετάσχει στο συριακό καθεστώς, έχει επωφεληθεί από αυτό ή το έχει στηρίξει κατ’ άλλο τρόπο. Κορυφαίος επενδυτής πετρελαίου και πρώην επικεφαλής της εταιρείας “Nizar Oilfield Supplies”».

33      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2019, το Συμβούλιο δημοσίευσε διορθωτικό στις πράξεις του 2019 (ΕΕ 2019, L 234, σ. 31, στο εξής: διορθωτικό του 2019), με το οποίο τροποποίησε τις καταχωρίσεις σχετικά με το όνομα του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Αυτές αναφέρουν πλέον τον «Nizar (Image not found) Al-Assad (Image not found) (ή Al-Asad, Assad, Asad)».

34      Στις 28 Μαΐου 2020, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2020/719, που τροποποιεί την απόφαση 2013/255 (ΕΕ 2020, L 168, σ. 66), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/716 για την εφαρμογή του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ 2020, L 168, σ. 1). Με τις πράξεις αυτές τροποποιήθηκαν οι καταχωρίσεις σχετικά με το όνομα του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων ως εξής: «Nizar (Image not found) AL-ASSAD (Image not found) (άλλως al-Asad, Assad, Asad)». Οι λόγοι καταχώρισης είναι πανομοιότυποι με εκείνους των πράξεων του 2019.

35      Με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2020, οι εκπρόσωποι του προσφεύγοντος, παραπέμποντας στις πράξεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 29, 30, και 34 ανωτέρω, ζήτησαν από το Συμβούλιο να επιβεβαιώσει ότι το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβάνεται στους επίμαχους καταλόγους (στο εξής: έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2020).

36      Με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2021, το Συμβούλιο ενημέρωσε τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος ότι, κατόπιν επανεξετάσεως των στοιχείων του φακέλου του, έκρινε ότι ο προσφεύγων ήταν πράγματι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων (στο εξής: έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2021). Με το ίδια έγγραφο ενημέρωσε τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος για την πρόθεσή του να διατηρήσει σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα σε βάρος του προσφεύγοντος με νέα αιτιολογία που είχε ως σκοπό να διευκρινίσει ότι εκείνος είναι όντως το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Στο εν λόγω έγγραφο επισυνάφθηκαν τα έγγραφα WK 4069/2019 INIT, της 21ης Μαρτίου 2019, και WK 985/2021 INIT, της 22ας Ιανουαρίου 2021. Το Συμβούλιο κάλεσε τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους έως τις 26 Φεβρουαρίου 2021.

37      Με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2021, οι εκπρόσωποι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στο Συμβούλιο. Κατ’ ουσίαν, επέκριναν την αλλαγή της θέσης του Συμβουλίου όσον αφορά τον προσφεύγοντα, ο οποίος θεωρούνταν πλέον το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Επιπλέον, διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με τους λόγους καταχώρισης και τις πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα WK 4069/2019 INIT και WK 985/2021 INIT. Τέλος, επισύναψαν ορισμένες επιστολές προερχόμενες από πρόσωπα και από έναν φορέα στις οποίες διατυπώνονταν παρατηρήσεις ως προς την κατάσταση του προσφεύγοντος.

38      Στις 6 Μαΐου 2021, το Συμβούλιο εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2021/751 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2021/743 (στο εξής, από κοινού: πράξεις του 2021).

39      Αφενός, όσον αφορά το όνομα του προσφεύγοντος, επισημαίνεται ότι πρόκειται για τον «Nizar AL-ASSAD (άλλως al-Asad, Assad, Asad, Assaad, Asaad, Al‑Assaad)(Image not found,/,/, أسعد)».

40      Αφετέρου, όσον αφορά τα αναγνωριστικά στοιχεία, αναφέρεται ότι η ημερομηνία γέννησης του προσφεύγοντος, άρρενος, είναι η 2α Μαρτίου 1948 ή η 23η Μαρτίου 1948 ή ο Μάρτιος 1948. Η ιθαγένειά του είναι συριακή, λιβανική και καναδική. Παρατίθενται επίσης οι αριθμοί του συριακού (no 011090258), του λιβανικού (RL 0003434) και του καναδικού (AG 629220) διαβατηρίου του προσφεύγοντος.

41      Τέλος, οι λόγοι καταχώρισης έχουν ως εξής:

«Εξέχων Σύρος επιχειρηματίας που διατηρεί στενούς δεσμούς με το καθεστώς. Συνδέεται με τις οικογένειες Assad και Makhlouf. Λόγω των συγκεκριμένων ιδιοτήτων του, έχει συμμετάσχει στο συριακό καθεστώς, έχει ωφεληθεί από αυτό ή το έχει στηρίξει κατ’ άλλο τρόπο. Εξέχων επενδυτής στον πετρελαϊκό τομέα, ιδρυτής και επικεφαλής της εταιρείας Lead Contracting & Trading Ltd.»

42      Με έγγραφο της 7ης Μαΐου 2021, το Συμβούλιο ενημέρωσε τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος ότι, κατά την κρίση του, κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν δεν θέτει εν αμφιβόλω την εκτίμησή του. Τους επέστησε επίσης την προσοχή στη δυνατότητα υποβολής περαιτέρω παρατηρήσεων πριν από την 1η Μαρτίου 2022.

43      Με έγγραφο της 28ης Μαΐου 2021, το Συμβούλιο ενημέρωσε τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος ότι το όνομά του θα εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στους επίμαχους καταλόγους, ακόμη και μετά την επανεξέτασή τους.

44      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουλίου 2021, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

45      Με έγγραφο της 13ης Απριλίου 2022, το Συμβούλιο ενημέρωσε τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος για την πρόθεσή του να διατηρήσει σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος, τροποποιώντας τους λόγους που μνημονεύονται στις πράξεις του 2021, προκειμένου να προσθέσει στο τέλος τα εξής: «Πλειοψηφών μέτοχος της εταιρίας Syrian Olive Oil Private JSC, παραγωγού βρώσιμων ελαίων με έδρα τη Συρία».

46      Ως παράρτημα του εγγράφου της 13ης Απριλίου 2022, το Συμβούλιο κοινοποίησε στους εκπροσώπους του προσφεύγοντος το έγγραφο WK 5366/2022 INIT της 11ης Απριλίου 2022 και τους παρέσχε τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τους νέους λόγους καταχώρισης και το έγγραφο WK 5366/2022 INIT πριν από τις 29 Απριλίου 2022.

47      Με επιστολή της 28ης Απριλίου 2022, οι εκπρόσωποι του προσφεύγοντος υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στο Συμβούλιο.

48      Στις 30 Μαΐου 2022, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2022/849 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2022/840 (στο εξής, από κοινού: πράξεις του 2022 περί διατηρήσεως). Δυνάμει της αποφάσεως 2022/849, η ισχύς της αποφάσεως 2013/255 παρατάθηκε έως την 1η Ιουνίου 2023. Το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να μνημονεύεται στη σειρά 36 του τμήματος Α (Πρόσωπα) των επίμαχων καταλόγων. Το Συμβούλιο αιτιολόγησε την επιβολή των περιοριστικών μέτρων κατά του προσφεύγοντος προβάλλοντας τους ίδιους λόγους με εκείνους που μνημονεύονται στις πράξεις του 2021.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

49      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις πράξεις του 2021 και τις πράξεις του 2022 περί διατηρήσεως (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις) κατά το μέρος που τον αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

50      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, να κρίνει ότι διατηρούνται σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2022/849 ως προς τον προσφεύγοντα μέχρις ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2022/840.

III. Σκεπτικό

51      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως που αφορούν, ο πρώτος σφάλματα εκτιμήσεως, ο δεύτερος παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο τρίτος παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ο τέταρτος «κατάχρηση εξουσίας» και ο πέμπτος παραβίαση του δεδικασμένου.

52      Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού, στο μέτρο που η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απορρέει από την αρχή της ασφάλειας δικαίου [βλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2013, Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-31/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:167, σκέψη 301 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Εξάλλου, αμφότεροι οι λόγοι αυτοί στηρίζονται στην ίδια παραδοχή, ήτοι ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν αναδρομική ισχύ, καθόσον, κατά τον προσφεύγοντα, διαπιστώνεται με αυτές για πρώτη φορά ότι είναι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 από της εκδόσεως των πράξεων του 2011.

53      Πριν από την εξέταση των συγκεκριμένων λόγων, πρέπει να προσδιορισθεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και να κριθεί το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων στο πλαίσιο υπομνήματός του απαντήσεως.

Α.      Αντικείμενο και περιεχόμενο της υπό κρίση προσφυγής

54      Με την προσφυγή του, ο προσφεύγων ζητεί μόνον την ακύρωση των πράξεων του 2021 και των πράξεων του 2022 περί διατηρήσεως, κατά το μέρος που τον αφορούν.

55      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο προσφεύγων είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο αφορούν οι προσβαλλόμενες πράξεις και δεν αμφισβητείται ότι είχαν ληφθεί εις βάρος του περιοριστικά μέτρα τουλάχιστον από τον χρόνο εκδόσεως των εν λόγω πράξεων. Ωστόσο, τα μέρη διαφωνούν ως προς το κατά πόσον είχαν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος πριν από την έκδοση των πράξεων του 2021.

56      Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν του επιβλήθηκαν τέτοια μέτρα, όπως αναγνώρισε επανειλημμένως το Συμβούλιο, πριν από την αποστολή του εγγράφου της 12ης Φεβρουαρίου 2021. Το Συμβούλιο εκτιμά ότι υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι ο προσφεύγων δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, ενώ, στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν ο προσφεύγων και μάλιστα από τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων του 2011. Υπό τις συνθήκες αυτές, είχε ως σκοπό, με τις πράξεις του 2021, να αποσαφηνίσει τα αναγνωριστικά στοιχεία του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων και να τροποποιήσει τους λόγους καταχώρισης, ώστε να είναι σαφές ότι πρόκειται για τον προσφεύγοντα και ότι το όνομά του περιλαμβάνεται στους σχετικούς καταλόγους από της εκδόσεως των πράξεων του 2011. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων συνάγει το συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν αναδρομική ισχύ, κάτι το οποίο αμφισβητεί το Συμβούλιο.

57      Αφενός, πρέπει, επομένως, να εξεταστεί κατά πόσον οι λόγοι καταχώρισης που περιέχονται στις προσβαλλόμενες πράξεις είναι αρκούντως τεκμηριωμένοι. Τούτο θα αναλυθεί στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά σφάλματα εκτιμήσεως. Αφετέρου, πρέπει να διερευνηθεί η ενδεχόμενη αναδρομική ισχύς των προσβαλλόμενων πράξεων, η οποία θα εξεταστεί στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται, αντίστοιχα, παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

58      Πάντως, από τις ανωτέρω σκέψεις 49 και 54 προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται του ζητήματος της νομιμότητας των πράξεων που εκδόθηκαν προγενέστερα των προσβαλλόμενων πράξεων. Δηλαδή, δεν πρόκειται να ελέγξει εάν οι λόγοι καταχώρισης που παρατίθενται στις πράξεις αυτές είναι επαρκώς τεκμηριωμένοι κατά νόμον, ούτε αν τα αναγνωριστικά στοιχεία που παρατίθενται στις εν λόγω πράξεις είναι αρκούντως ακριβή ώστε να διαπιστωθεί ότι ο αιτών είναι πράγματι το πρόσωπο που αφορούν οι ίδιες πράξεις.

Β.      Επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων στο πλαίσιο του υπομνήματός του απαντήσεως

59      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η πλειονότητα των πιστοποιητικών που προσκόμισε ο προσφεύγων σχετικά με τα επιχειρηματικά του συμφέροντα σε εταιρίες όπως η Lead Contracting and Trade Company (στο εξής: Lead Syria υπό εκκαθάριση), η Lead Contracting and Trading Limited (στο εξής: Lead UAE), η Gulfsands Petroleum και η Cham Holding είναι προγενέστερα της προσφυγής και ότι ο προσφεύγων δεν δικαιολόγησε την καθυστερημένη υποβολή των εγγράφων αυτών.

60      Κατόπιν ερωτήσεως που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο δεν είχε διευκρινίσει ποια από τα έγγραφα που επισυνάπτονται στο υπόμνημα απαντήσεως θεωρεί εκπρόθεσμα. Εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζει ότι τα έγγραφα που επισυνάπτονται στο υπόμνημα απαντήσεως προσκομίσθηκαν ως απάντηση στα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο στο υπόμνημα αντικρούσεως.

61      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προσθέτει ότι οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα και με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, βάσει της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί του παραδεκτού των προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων ή της προτάσεως αποδεικτικών μέσων αφού δοθεί στους λοιπούς διαδίκους η δυνατότητα να λάβουν θέση επ’ αυτών (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου, T-559/15, EU:T:2018:948, σκέψη 74).

62      Εξάλλου, το άρθρο 85, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 92, παράγραφος 7, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο προβλέπει ρητώς ότι η ανταπόδειξη και η συμπλήρωση των αποδείξεων είναι δυνατή. Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η ανταπόδειξη και η συμπλήρωση των αποδείξεων που έπονται της ανταποδείξεως του αντιδίκου δεν καλύπτονται από τον κανόνα αποκλεισμού του άρθρου 85, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2017, Uganda Commercial Impex κατά Συμβουλίου, T-107/15 και T-347/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:628, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί, όπως επισημαίνει και ο προσφεύγων, ότι το Συμβούλιο δεν παραθέτει ακριβή κατάλογο των εγγράφων τα οποία επισυνάπτονται στο υπόμνημα απαντήσεως και τα οποία θεωρεί εκπρόθεσμα. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρήσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 59 ανωτέρω, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο εννοεί τα παραρτήματα C.4 έως C.6 (σχετικά με την Lead Contracting and Trade Company), C.8 έως C.10 (σχετικά με την Lead Contracting and Trading Limited), C.11 έως C.14 (σχετικά με την Gulfsands Petroleum) και στο παράρτημα C.16 (σχετικά με την Cham Holding).

64      Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο τόνισε, στο σημείο 79 του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα πιστοποιητικό που να βεβαιώνει την εκκαθάριση των εταιριών που συνδέονται με αυτόν και κανένα πιστοποιητικό πώλησης σχετικά με τις μετοχές που κατείχε στις εν λόγω εταιρίες. Επιπλέον, στα σημεία 80 έως 83 του υπομνήματος αντικρούσεως, το Συμβούλιο αμφισβήτησε την αποδεικτική αξία των επιστολών τρίτων που προσκόμισε ο προσφεύγων, ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής του, με σκοπό να καταδείξει ότι δεν είχε πλέον επιχειρηματικά συμφέροντα στη Συρία.

65      Επομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία του προσφεύγοντος, με τα οποία επιχειρεί να αποδείξει ότι δεν έχει πλέον κανένα συμφέρον στις εταιρίες που μνημονεύονται στη σκέψη 59 ανωτέρω, προσκομίστηκαν ως απάντηση στα επιχειρήματα του Συμβουλίου.

66      Ομοίως, τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων ως παράρτημα του υπομνήματός του απαντήσεως, το παραδεκτό των οποίων δεν αμφισβητείται από το Συμβούλιο, αποσκοπούν στην τεκμηρίωση των επιχειρημάτων που προβάλλει ο προσφεύγων ως απάντηση στα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο υπόμνημα αντικρούσεως του Συμβουλίου και παρατίθενται, ανωτέρω, στη σκέψη 64.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων στο παράρτημα του υπομνήματός του απαντήσεως έχουν ως σκοπό να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως και, ως εκ τούτου, είναι παραδεκτά.

Γ.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται σφάλματα εκτιμήσεως

68      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον συμπεριέλαβε το όνομά του στους σχετικούς καταλόγους, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν πληροί τα κριτήρια καταχώρισης. Συναφώς, προβάλλει ότι, μολονότι στο παρελθόν ήταν επιχειρηματίας στη Συρία, επί του παρόντος δεν δραστηριοποιείται πλέον στο συγκεκριμένο κράτος. Επίσης, υποστηρίζει ότι δεν έχει καμία σχέση με τις οικογένειες Assad ή Makhlouf. Τέλος, διατείνεται ότι δεν συνδέεται με το συριακό καθεστώς.

69      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος και θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι έχει αποδείξει το βάσιμο των λόγων καταχώρισης.

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

70      Υπενθυμίζεται ότι η αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να βεβαιώνεται ο δικαστής της Ένωσης ότι η απόφαση με την οποία έχουν ληφθεί ή διατηρούνται σε ισχύ περιοριστικά μέτρα, τα οποία αφορούν ατομικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση της εν λόγω απόφασης, ούτως ώστε ο δικαιοδοτικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην αφηρημένη πιθανολόγηση των παρατιθέμενων λόγων, αλλά να εξετάζεται εάν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθεαυτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή απόφαση είναι τεκμηριωμένοι (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 119).

71      Εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να διενεργήσει την εξέταση αυτή ζητώντας, ενδεχομένως, από την αρμόδια αρχή της Ένωσης να προσκομίσει τα, εμπιστευτικά ή μη, πληροφοριακά και αποδεικτικά στοιχεία που είναι κρίσιμα για την εξέταση αυτή (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Συγκεκριμένα, στην αρμόδια αρχή της Ένωσης εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη περί μη βασίμου των λόγων αυτών (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 121).

73      Προς τούτο, δεν απαιτείται η εν λόγω αρχή να προσκομίσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το σύνολο των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που συνδέονται εγγενώς με τους λόγους που εκτέθηκαν στην πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση. Πρέπει ωστόσο οι πληροφορίες ή τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν να τεκμηριώνουν τους λόγους που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 122).

74      Αν η αρμόδια αρχή της Ένωσης προσκομίσει κρίσιμες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εξακριβώσει την ακρίβεια των παρατιθέμενων πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τις εν λόγω πληροφορίες και στοιχεία και να εκτιμήσει την αποδεικτική ισχύ τους σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υποθέσεως και υπό το πρίσμα των ενδεχόμενων παρατηρήσεων που υπέβαλε, μεταξύ άλλων, το οικείο πρόσωπο η η οικεία οντότητα συναφώς (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 124).

75      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο εκτιμήσεως του βασίμου καταχώρισης, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο μεμονωμένο, αλλά αναγόμενα στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C-630/13 P, EU:C:2015:247, σκέψη 51, και Anbouba κατά Συμβουλίου, C-605/13 P, EU:C:2015:248, σκέψη 50).

76      Τέλος, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των διακυβευόμενων ζητημάτων, η οποία αποτελεί τμήμα του ελέγχου αναλογικότητας των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, μπορούν να ληφθούν υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα μέτρα αυτά, το επείγον της λήψεως τέτοιων μέτρων με σκοπό να ασκηθεί πίεση στο συριακό καθεστώς προκειμένου να άρει τη βίαιη καταστολή σε βάρος του πληθυσμού και η δυσχέρεια αποκτήσεως ακριβέστερων αποδεικτικών στοιχείων εντός κράτους ευρισκόμενου σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου και κυβερνώμενου από ένα αυταρχικό καθεστώς (απόφαση της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C-605/13 P, EU:C:2015:248, σκέψη 46).

77      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών.

2.      Επί των λόγων καταχώρισης και του καθορισμού των κριτηρίων καταχώρισης

78      Υπενθυμίζεται ότι τα γενικά κριτήρια περί καταχώρισης κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, και το άρθρο 28, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/255, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836, τα οποία επαναλαμβάνουν, όσον αφορά τη δέσμευση κεφαλαίων, τη διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828, προβλέπουν ότι περιοριστικά μέτρα επιβάλλονται εις βάρος των προσώπων και των οντοτήτων που επωφελούνται της πολιτικής του συριακού καθεστώτος ή υποστηρίζουν το καθεστώς αυτό. Ομοίως, το άρθρο 27, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, και το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, της ίδιας αποφάσεως, τα οποία επαναλαμβάνουν, όσον αφορά τη δέσμευση κεφαλαίων, τη διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1α, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 1β, του ίδιου κανονισμού, ορίζουν ότι περιοριστικά μέτρα επιβάλλονται εις βάρος των προσώπων που εμπίπτουν στην κατηγορία των «εξεχόντων επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στη Συρία», εκτός και εάν υφίστανται επαρκή στοιχεία περί του ότι τα πρόσωπα αυτά δεν συνδέονται ή δεν συνδέονται πλέον με το συριακό καθεστώς ή δεν ασκούν επιρροή σε αυτό ή δεν ενέχουν πραγματικό κίνδυνο καταστρατήγησης. Τέλος, το άρθρο 27, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, και παράγραφος 3, και το άρθρο 28, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, και παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως, τα οποία επαναλαμβάνουν, όσον αφορά τη δέσμευση κεφαλαίων, τη διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1α, τελευταία περίοδος, και παράγραφος 1β, του εν λόγω κανονισμού, προβλέπουν ότι τα πρόσωπα και οι οντότητες που συνδέονται με πρόσωπα, οντότητες και φορείς που εμπίπτουν σε ένα από τα κριτήρια καταχώρισης υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, εκτός εάν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι δεν συνδέονται ή δεν συνδέονται πλέον με το συριακό καθεστώς ή δεν ασκούν επιρροή σε αυτό ή δεν ενέχουν πραγματικό κίνδυνο καταστρατήγησης.

79      Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 41, οι λόγοι καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους σχετικούς καταλόγους είναι οι εξής:

«Εξέχων Σύρος επιχειρηματίας που διατηρεί στενούς δεσμούς με το καθεστώς. Συνδέεται με τις οικογένειες Assad και Makhlouf. Λόγω των συγκεκριμένων ιδιοτήτων του, έχει συμμετάσχει στο συριακό καθεστώς, έχει ωφεληθεί από αυτό ή το έχει στηρίξει κατ’ άλλο τρόπο. Εξέχων επενδυτής στον πετρελαϊκό τομέα, ιδρυτής και επικεφαλής της εταιρείας Lead Contracting & Trading Ltd.»

80      Από τους λόγους καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους σχετικούς καταλόγους συνάγεται ότι το όνομα του προσφεύγοντος συμπεριλήφθηκε, πρώτον, λόγω της ιδιότητάς του ως εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία, σύμφωνα με το κριτήριο του άρθρου 27, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2013/255, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836, το οποίο επαναλαμβάνει, όσον αφορά τη δέσμευση κεφαλαίων, τη διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1α, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828 (κριτήριο του εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία), δεύτερον, λόγω της σύνδεσής του με το συριακό καθεστώς, βάσει του κριτηρίου που ορίζεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, και στο άρθρο 28, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, καθώς και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού (κριτήριο της σύνδεσης με το καθεστώς) και, τρίτον, λόγω της σύνδεσής του με μέλη των οικογενειών Assad και Makhlouf, σύμφωνα με το κριτήριο που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, και το άρθρο 28, παράγραφος 2, τελευταία πρόταση, της ίδιας αποφάσεως, καθώς και το άρθρο 15, παράγραφος 1α, τελευταία πρόταση, του ίδιου κανονισμού (κριτήριο της σύνδεσης με πρόσωπο ή οντότητα που υπόκειται στα περιοριστικά μέτρα).

3.      Επί των αποδεικτικών στοιχείων

81      Προκειμένου να δικαιολογήσει την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, το Συμβούλιο υπέβαλε το έγγραφο WK 4069/2019 INIT, το οποίο περιείχε πληροφοριακά στοιχεία διαθέσιμα στο κοινό, ήτοι διαδικτυακούς συνδέσμους, δημοσιογραφικά άρθρα και στιγμιότυπα οθόνης από τις εξής πηγές:

–        από τον ιστότοπο Syrian Oil & Gas News, ο οποίος, σε δημοσίευμα της 31ης Ιουλίου 2010, παρουσιάζει φωτογραφία του προσφεύγοντος και τον περιγράφει ως επιχειρηματία που έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στη Συρία, ιδίως μέσω της υπό εκκαθάριση Lead Syria, σε συνεργασία με τον Ghassan Muhanna· κατά το σχετικό δημοσίευμα, η εν λόγω εταιρία είναι μία από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρίες στον πετρελαϊκό τομέα της Συρίας· το δημοσίευμα αναφέρει επίσης ότι ο προσφεύγων είναι εταίρος στην Asaad Beitenjaneh & Partners Company for Processing & Refining Edible Oils, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή πετρελαίου και ότι είναι επικεφαλής του συριακού παραρτήματος του συροαλγερινού εμπορικού επιμελητηρίου και μέλος της συριακής εθνικής επιτροπής του διεθνούς εμπορικού επιμελητηρίου της Συρίας· τέλος, το εν λόγω δημοσίευμα μνημονεύει τα έργα και τις εταιρίες στις οποίες έχει συμμετάσχει ο αιτών, ήτοι την Cham Holding, την United Insurance Company, την Al Badia Cement JSC, την Bank Audi Syria, την Syrian Arab Insurance Company, την Aqeelah Takaful Insurance Company, την Dajajouna, καθώς και το γεγονός ότι διαθέτει στάβλο με αραβικά καθαρόαιμα άλογα·

–        από τον ιστότοπο Aks al Ser, ο οποίος, σε δημοσίευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, αναφέρει ότι, σύμφωνα με πηγή προσκείμενη στον προσφεύγοντα, ο τελευταίος διέφυγε, παίρνοντας μαζί του εκατομμύρια δολάρια, από τη Συρία στην Αλγερία, όπου έχει πολύ σημαντικά έργα και επενδύσεις στους τομείς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου· στο σχετικό δημοσίευμα επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη πηγή, ο προσφεύγων άρχισε να ρευστοποιεί τα οικονομικά του περιουσιακά στοιχεία και να αποσύρει τα χρήματά του από τις τράπεζες μετά τον βομβαρδισμό του αρχηγείου της εθνικής ασφάλειας της Συρίας· επίσης, το δημοσίευμα περιγράφει τον προσφεύγοντα ως έναν από τους σημαντικότερους επενδυτές στον συριακό πετρελαϊκό τομέα και γνωστό ως κομβικό παράγοντα του τομέα αυτού στην επιχειρηματική κοινότητα· το δημοσίευμα αναφέρει, περαιτέρω, ότι ο προσφεύγων κατέχει μετοχές της Cham Holding, είναι ένας από τους ιδρυτές της Bank Audi Syria και εταίρος της Al Badia Cement και της Lead Syria υπό εκκαθάριση· τέλος, το δημοσίευμα επισημαίνει ότι ο προσφεύγων ανήκει σε ομάδα επιχειρηματιών που επωφελούνται από το συριακό καθεστώς και ότι έχει διασυνδέσεις με κύκλους λήψης αποφάσεων, ενεργώντας ως μεσάζων μεταξύ του συριακού καθεστώτος και άλλων χωρών για την εξόρυξη πετρελαίου·

–        από τον ιστότοπο Dawdaa, ο οποίος, σε δημοσίευμα της 2ας Νοεμβρίου 2017, αναφέρει ότι υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ του συριακού καθεστώτος και του προσφεύγοντος, ο οποίος είναι υπεύθυνος για θέματα που αφορούν το πετρέλαιο· το εν λόγω δημοσίευμα διευκρινίζει, περαιτέρω, ότι ο προσφεύγων δεν είναι μέλος της οικογένειας Assad, αλλά διατηρεί στενές σχέσεις με αυτήν λόγω των καθηκόντων του· το δημοσίευμα επισημαίνει, τέλος, ότι ο προσφεύγων είναι επιχειρηματικός εταίρος του Ghassan Muhanna, θείου του Rami Makhlouf, στην εταιρία τους Lead Syria υπό εκκαθάριση·

–        από τον ιστότοπο Syriano, ο οποίος, σε δημοσίευμα της 22ας Ιανουαρίου 2015, επισημαίνει ότι ο προσφεύγων κατέχει το 50 % της Lead Syria υπό εκκαθάριση και ότι το υπόλοιπο ποσοστό κατέχει ο Ghassan Muhanna για λογαριασμό του Mohammed Makhlouf, του οποίου είναι κουνιάδος·

–        από τον ιστότοπο Orient News ο οποίος, σε άρθρο της 2ας Φεβρουαρίου 2015, περιέγραψε τον προσφεύγοντα ως «νονό» του συριακού πετρελαϊκού τομέα και ως συμμετέχοντα στη συμμαχία «πετρέλαιο αντί τροφίμων» σε συνεργασία με τον Maher Al-Assad, αδελφό του προέδρου Bashar Al‑Assad·

–        από τον ιστότοπο Ayn Almadina, ο οποίος, σε άρθρο της 22ας Ιουλίου 2018, εξιστορεί την άνοδο του προσφεύγοντος, ο οποίος, παρά την ταπεινή καταγωγή του, κατόρθωσε να γίνει πλούσιος επιχειρηματίας στον πετρελαϊκό τομέα χάρη στους δεσμούς του με τον εξάδελφό του, Mohammed Makhlouf· στο άρθρο αυτό επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι ο προσφεύγων έχει την καναδική ιθαγένεια και απέκτησε πρόσφατα την ιθαγένεια του Λιβάνου· διευκρινίζεται, επίσης, ότι ο προσφεύγων σύστησε τη Lead Syria υπό εκκαθάριση μαζί με τον Mohammed Makhlouf και τον κουνιάδο του δεύτερου, τον Ghassan Muhanna· τέλος, το άρθρο αυτό αναφέρει ότι η μητέρα του προσφεύγοντος, Jamila Muhanna, είναι εξαδέλφη της συζύγου του Mohammed Makhlouf.

82      Το Συμβούλιο προσκόμισε, επίσης, το έγγραφο WK 985/2021 INIT. Το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει ένα πρώτο μέρος, το οποίο χωρίζεται σε τρεις τίτλους και περιέχει αναγνωριστικά στοιχεία του προσφεύγοντος, παρουσίασή του και περιγραφή των δεσμών του με το συριακό καθεστώς, εξηγεί δε τις διάφορες εκδοχές του επωνύμου του προσφεύγοντος. Επιπλέον, ως τεκμήριο υπ’ αριθ. 3, το Συμβούλιο προσκομίζει φωτοαντίγραφο των διαβατηρίων και των εγγράφων ταυτότητας του προσφεύγοντος. Παρατίθενται το λιβανικό, το συριακό και το καναδικό διαβατήριό του, καθώς και η θεώρηση διαμονής του στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ως διευθυντή της Lead UAE. Το τεκμήριο υπ’ αριθ. 4 είναι ένα πιστοποιητικό σχετικά με τη Lead UAE της 17ης Σεπτεμβρίου 2018. Τέλος, το έγγραφο περιέχει συνδέσμους, δημοσιογραφικά άρθρα και στιγμιότυπα οθόνης. Εξ αυτών, τα τέσσερα είναι πανομοιότυπα με εκείνα του εγγράφου WK 4069/2019 INIT, δηλαδή δημοσιεύματα από τους ιστότοπους Syriano και Dawdaa και δημοσιογραφικά άρθρα από τους ιστότοπους Orient News και Ayn Almadina. Όσον αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία, πρόκειται για πληροφορίες που προέρχονται από τις εξής πηγές:

–        από τον ιστότοπο Syrian Oil & Gas News, ο οποίος, σε δημοσίευμα της 2ας Αυγούστου 2010, επαναλαμβάνει τις πληροφορίες που είχαν παρατεθεί σε προγενέστερο δημοσίευμα του ίδιου ιστοτόπου στις 31 Ιουλίου 2010 και πρόσθεσε ότι ο προσφεύγων ήταν εταίρος της Asaad Beitenjaneh & Partners Company for Syrian Olive Oil·

–        από τον ιστότοπο Al-Iqtisadi, ο οποίος, σε σελίδα της οποίας το περιεχόμενο εξετάσθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2020, περιέγραφε τον προσφεύγοντα ως ιδρυτή και πρόεδρο της Lead UAE, η οποία είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο της ελεύθερης ζώνης Jebel Ali των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων·

–        από τον ιστότοπο Al Khaleej Online ο οποίος, σε άρθρο με τίτλο «Who steals the Syrian oil?» [«Ποιος κλέβει το συριακό πετρέλαιο;»] της 8ης Νοεμβρίου 2019, που δημοσιεύθηκε επίσης στον ιστότοπο Anadolu Arabic στις 7 Νοεμβρίου 2019 με διαφορετικό τίτλο, αναφέρει ότι δισεκατομμύρια δολάρια από την πώληση πετρελαίου μέσω εταιριών όπως η Lead Syria υπό εκκαθάριση, με έδρα τη Δαμασκό της Συρίας, έχουν μεταφερθεί στον λογαριασμό της οικογένειας Assad· η Lead Syria υπό εκκαθάριση ανήκει από κοινού στον Mohammed Makhlouf και στον συγγενή του Nizar Asaad· ο Mohammed Makhlouf έχει καταχωρίσει το μερίδιό του με το όνομα του κουνιάδου του, Ghassan Muhanna·

–        από τον ιστότοπο Al Hewar, o οποίoς, σε άρθρο της 14ης Μαΐου 2014 με τίτλο «Looting of the funds and wealth of the Syrian people under the rule of the Al-Assad family, coalition administration, and the interim government (in number and facts)» [«Λεηλασία των κεφαλαίων και του πλούτου του συριακού λαού υπό την εξουσία της οικογένειας Al-Assad, της διοίκησης του συνασπισμού και της προσωρινής κυβέρνησης (με αριθμούς και γεγονότα)»], αναφέρει ότι ο προσφεύγων, ως συγγενής του Mohammed Makhlouf, ίδρυσε την Lead Syria υπό εκκαθάριση στον τομέα της βιομηχανίας πετρελαίου προς όφελος της οικογένειας Assad·

–        από το βιβλίο με τίτλο «The Political Economy of investment in Syria» [«Η πολιτική οικονομία των επενδύσεων στη Συρία»] το οποίο δημοσιεύθηκε το 2015 και στο οποίο επισημαίνεται ότι, με βάση άρθρο στον ιστότοπο The Syria Report της 2ας Ιουλίου 2007, ο προσφεύγων, εξέχων επιχειρηματίας, είναι διευθύνων σύμβουλος και κύριος μέτοχος της Lead Syria υπό εκκαθάριση, της μεγαλύτερης εταιρίας παροχής υπηρεσιών πετρελαίου της χώρας, και έχει επενδύσει, από κοινού με τον Rami Makhlouf, 23,2 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (USD) (περίπου 17,23 εκατομμύρια ευρώ) στην Gulfsands Petroleum, μια πετρελαϊκή εταιρία με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο η οποία δραστηριοποιείται στη Συρία.

4.      Σχετικά με την αξιοπιστία και τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων

83      Ο προσφεύγων αμφισβητεί την αξιοπιστία και τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλε το Συμβούλιο προκειμένου να στηρίξει το βάσιμο των λόγων καταχώρισης στον κατάλογο.

84      Κατά πρώτον, όσον αφορά την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλε το Συμβούλιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφενός, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των διακυβευόμενων ζητημάτων, η οποία αποτελεί τμήμα του ελέγχου της αναλογικότητας των σχετικών περιοριστικών μέτρων, μπορεί να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα μέτρα αυτά, ο επείγον χαρακτήρας της λήψεως τέτοιων μέτρων προκειμένου να ασκηθεί πίεση στο συριακό καθεστώς να παύσει τη βίαιη καταστολή κατά του πληθυσμού και η δυσχέρεια αποκτήσεως ακριβέστερων αποδεικτικών στοιχείων εντός κράτους ευρισκόμενου σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου και κυβερνώμενου από καθεστώς αυταρχικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, Al-Tarazi κατά Συμβουλίου, T-260/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:187, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δικάζουν με βάση την αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, το δε μόνο εφαρμοστέο κριτήριο εκτιμήσεως των προσκομιζόμενων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους. Επιπλέον, για να εκτιμηθεί η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η αληθοφάνεια της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, να εξετάζεται δε αν το έγγραφο είναι, βάσει του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο (βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, Al-Tarazi κατά Συμβουλίου, T-260/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:187, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων απλώς υποστηρίζει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Συμβουλίου συνιστούν φήμες εκ μέρους τρίτων και μη ανεξάρτητες διαδικτυακές δημοσιεύσεις, χωρίς να τεκμηριώνει το επιχείρημά του με συγκεκριμένα στοιχεία. Συναφώς, δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε το Συμβούλιο και κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα προέρχονταν από δημόσια διαθέσιμες πηγές, ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να επισημάνει ποιες από τις πηγές αυτές ήταν κατ’ αυτόν, για παράδειγμα, φίλα προσκείμενες στο συριακό καθεστώς. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, μολονότι απόκειται στο Συμβούλιο να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων καταχώρισης, ο προσφεύγων οφείλει να επισημάνει ποια από αυτά θα μπορούσαν να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία τους (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, Al-Tarazi κατά Συμβουλίου, T-260/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:187, σκέψη 73).

87      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλε το Συμβούλιο, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα περισσότερα από αυτά δεν ασκούν πλέον καμία επιρροή. Επισημαίνει συναφώς ότι επτά εξ αυτών ανάγονται σε χρονικό σημείο που υπερβαίνει την εξαετία και ότι, από τα τρία άρθρα που δημοσιεύθηκαν σε χρονικό σημείο κάτω των έξι ετών, μόνο ένα δημοσιεύθηκε εντός της διετίας πριν από την ημερομηνία εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων. Επίσης, αρκετά από τα άρθρα αυτά έχουν ακόμη μικρότερη αξία από ό,τι υποδηλώνει η ημερομηνία δημοσίευσής τους, στο μέτρο αναφέρονται σε γεγονότα πριν από την εκκαθάριση των επιχειρηματικών συμφερόντων του προσφεύγοντος στη Συρία. Εν τέλει, τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά καταδεικνύουν απλώς ότι ο προσφεύγων ήταν επιχειρηματίας που δραστηριοποιούνταν στη Συρία, κάτι το οποίο δεν αμφισβητεί ούτε ο ίδιος, πλην όμως δεν μπορούν να αποδείξουν ότι ασκεί και επί του παρόντος τέτοια δραστηριότητα.

88      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι όσο παλαιότερα είναι τα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με την ημερομηνία εκδόσεως των πράξεων περί επιβολής περιοριστικών μέτρων εις βάρος προσώπου ή οντότητας τόσο λιγότερο πιθανό είναι να αποτελούν αφ’ εαυτών επαρκή βάση για τις πράξεις αυτές. Υπό την έννοια αυτή, μολονότι τέτοια στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το Συμβούλιο, το σημαντικό χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει μεταξύ της δημοσιεύσεώς τους και της εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων επιβάλλει στο Συμβούλιο να τα επιβεβαιώσει με άλλα, πιο πρόσφατα αποδεικτικά στοιχεία (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C-79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψεις 32 και 33).

89      Εν προκειμένω, τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο παρέχουν, ως επί το πλείστον, αλληλοεπικαλυπτόμενες πληροφορίες και, ως εκ τούτου, ακόμη και τα παλαιότερα μπορούν, σε ορισμένο βαθμό, να έχουν σημασία για την απόδειξη του βασίμου των λόγων καταχώρισης.

90      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε το Συμβούλιο πρέπει να θεωρηθούν λογικά και αξιόπιστα και είναι, καταρχήν, κρίσιμα για την τεκμηρίωση των λόγων καταχώρισης.

91      Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η παλαιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το Συμβούλιο, προκειμένου να καθοριστεί αν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων της δικογραφίας, αρκούν για να αποδείξουν το βάσιμο των λόγων καταχώρισης.

5.      Επί των λόγων καταχώρισης

α)      Επί της ιδιότητας του εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία

1)      Επί των οικονομικών συμφερόντων του προσφεύγοντος

92      Κατ’ αρχάς, από τις πληροφορίες που περιέχονται σε όλα σχεδόν τα άρθρα ή τα δημοσιεύματα που προσκόμισε το Συμβούλιο, με εξαίρεση το άρθρο του ιστότοπου Orient News και τη σελίδα του ιστότοπου Aliqtisadi, προκύπτει σαφώς ότι ο προσφεύγων είναι ιδρυτής και εταίρος της Lead Syria υπό εκκαθάριση, εταιρίας που δραστηριοποιείται στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Τούτο μνημονεύει και το πρώτο μέρος του εγγράφου WK 985/2021 INIT, υπό τον τίτλο «Παρουσίαση και δεσμοί εγγύτητας με το συριακό καθεστώς». Επίσης, τόσο από τη θεώρηση διαμονής στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα του προσφεύγοντος όσο και από τη σελίδα του ιστότοπου Aliqtisadi προκύπτει ότι ο προσφεύγων διευθύνει τη Lead UAE. Επιπλέον, ο προσφεύγων περιγράφεται στους ιστότοπους Syrian Oil & Gas News και Aks al Ser ως εμπλεκόμενος σε διάφορες οντότητες. Τέλος, το απόσπασμα από το βιβλίο «The Political Economy of investment in Syria» μνημονεύει την επένδυση του προσφεύγοντος στην Gulfsands Petroleum, πετρελαϊκή εταιρεία με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο η οποία δραστηριοποιείται στη Συρία.

93      Συνεπώς, τα στοιχεία που υπέβαλε το Συμβούλιο τείνουν να καταδείξουν ότι ο προσφεύγων είναι επενδυτής στον πετρελαϊκό τομέα της Συρίας.

94      Ο προσφεύγων αμφισβητεί την περιγραφή αυτή και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν έχει πλέον οικονομικά συμφέροντα στη Συρία.

95      Κατά πρώτον, όσον αφορά την Lead Syria υπό εκκαθάριση, ο προσφεύγων προσκομίζει τη σύμβαση του Νοεμβρίου 2011 με την οποία αποχώρησε από την εταιρεία υπέρ του Α και υποβάλλει, προκειμένου να αποδείξει ότι η εν λόγω εταιρεία ήταν ανενεργή από το 2012, τις φορολογικές δηλώσεις της για τα έτη 2012 έως 2020. Προσκομίζει επίσης πιστοποιητικό που εξέδωσε το εμπορικό μητρώο της Δαμασκού στις 5 Ιανουαρίου 2021, όπου αναφέρεται ότι η Lead Syria υπό εκκαθάριση τέθηκε υπό εκκαθάριση στις 8 Νοεμβρίου 2020, δηλαδή πριν από την ημερομηνία εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων.

96      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση, αφενός, ότι όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε το Συμβούλιο σχετικά με τη Lead Syria υπό εκκαθάριση χρονολογούνται πριν από τις 5 Ιανουαρίου 2021. Αφετέρου, το Συμβούλιο δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα για να στηρίξει το ότι η Lead Syria υπό εκκαθάριση εξακολουθεί να είναι ενεργή ή ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων στερούνται λογικής και αξιοπιστίας.

97      Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν έχει πλέον συμφέρον στη Lead Syria υπό εκκαθάριση, η οποία ήταν, εν πάση περιπτώσει, ανενεργή και υπό εκκαθάριση κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων.

98      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη Lead UAE, ο αιτών προσκομίζει δύο έγγραφα προερχόμενα από την QNA Auditors, ελεγκτική εταιρία με έδρα το Ντουμπάι (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), με τα οποία η τελευταία πιστοποιεί ότι η Lead UAE δεν ασκεί δραστηριότητες στη Συρία. Πρόκειται για ένα έγγραφο με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 2021 και έναν πίνακα με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 2021 που συντάχθηκε από τους ελεγκτές της QNA με σκοπό την πιστοποίηση του καταλόγου των υπό εκτέλεση και των εκτελεσθέντων έργων από την Lead UAE. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι η Lead UAE εκτελεί κατασκευαστικά έργα στην Αλγερία και στο Κατάρ.

99      Πρέπει να επισημανθεί ότι, πέραν της θεωρήσεως διαμονής του προσφεύγοντος στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που προσκόμισε το Συμβούλιο, μόνον η σελίδα του ιστοτόπου Al-Iqtisadi μνημονεύει τη Lead UAE. Η σελίδα αυτή όμως δεν αναφέρει πού εκτελούνται τα έργα που έχει αναλάβει Lead UAE.

100    Όσον αφορά το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι από το έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2021 δεν προκύπτει σαφώς αν οι δηλώσεις που περιέχονται σε αυτήν αφορούν τη Lead UAE ή τη Lead Syria υπό εκκαθάριση, τούτο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Ο προσφεύγων έχει παράσχει τεκμηριωμένες εξηγήσεις με σκοπό τη διάκριση της Lead Syria υπό εκκαθάριση από τη Lead UAE. Συναφώς, προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με καθεμία από τις εν λόγω εταιρίες, προερχόμενα από φορείς όπως μια ελεγκτική εταιρία ή ένα εμπορικό μητρώο, βάσει των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί ότι η Lead Syria υπό εκκαθάριση είναι η εταιρία που ίδρυσε με τον Ghassan Muhanna στη Συρία πριν αποσυρθεί το 2011, ενώ η Lead UAE είναι εταιρία που ίδρυσε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

101    Βεβαίως, η μεγάλη ομοιότητα μεταξύ των επωνυμιών των εταιρειών αυτών ενδέχεται να προκαλεί σύγχυση. Ωστόσο, ενώ ο προσφεύγων μερίμνησε για την ύπαρξη σαφούς έγγραφης συμβάσεως και παρέσχε εξηγήσεις, προκειμένου να βοηθήσει το Γενικό Δικαστήριο να διακρίνει μεταξύ των δύο αυτών οντοτήτων, το Συμβούλιο δεν διευκόλυνε, αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο να κατανοήσει ποια οντότητα αφορούν τα διάφορα στοιχεία που περιέχονται στα έγγραφα WK 4069/2019 INIT και WK 985/2021 INIT, τα οποία χρησιμοποιούν διαφορετικές επωνυμίες, ενδεχομένως δε διατήρησε κάποια σύγχυση στα υπομνήματά του. Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι υπήρχαν πράγματι δύο οντότητες, ήτοι η Lead Syria υπό εκκαθάριση και η Lead UAE, και ότι οσάκις μνημονευόταν οντότητα που ιδρύθηκε από τον προσφεύγοντα και τον Ghassan Muhanna έπρεπε να νοείται η Lead Syria υπό εκκαθάριση.

102    Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων απέδειξε ότι η Lead UAE, εγκατεστημένη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπως επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που υπέβαλε το Συμβούλιο, δεν δραστηριοποιείται στη Συρία.

103    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων προσκομίζει απόφαση της 23ης Μαρτίου 2020 εκδοθείσα από τον μοναδικό μέτοχο της Lead UAE, την εταιρία Β, με την οποία γίνεται δεκτή η παραίτησή του από τη θέση του διευθυντή από της ημερομηνίας αυτής.

104    Εντούτοις, το Συμβούλιο δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την παραίτηση του προσφεύγοντος ή να θέσει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που αυτός προσκόμισε.

105    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν συμμετέχει πλέον στη Lead UAE, η οποία, άλλωστε, δεν είναι εταιρεία εγκατεστημένη στη Συρία και δεν ασκεί εκεί καμία δραστηριότητα.

106    Κατά τρίτον, πρέπει να εξεταστεί η συμμετοχή του προσφεύγοντος στις διάφορες οντότητες που μνημονεύονται στους ιστότοπους Syrian Oil & Gas News και Aks al Ser.

107    Πρώτον, όσον αφορά την εταιρία Asaad and Petngnap & Co, την οποία συνδέει, χωρίς να αμφισβητείται επ’ αυτού από το Συμβούλιο, με την Asaad Beitenjaneh & Partners Company for Processing & Refining Edible Oils, η οποία μετατράπηκε το 2011 σε ιδιωτική εταιρία με την επωνυμία Syrian Private Joint-stock Company for Processing and Refining Edible Oils, ο προσφεύγων προσκομίζει επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 2021 από την εν λόγω οντότητα, με την οποία πιστοποιείται ότι δεν κατείχε μετοχές της κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Ασφαλώς, η δήλωση αυτή, η οποία προσδιορίζει την κατάσταση του προσφεύγοντος όσον αφορά την εν λόγω εταιρία, όπως αυτή είχε σε ημερομηνία μεταγενέστερη της εκδόσεως των πράξεων του 2021, δεν αποδεικνύει ότι ο προσφεύγων δεν κατείχε μετοχές της κατά τον χρόνο που το Συμβούλιο έλαβε τα περιοριστικά μέτρα σε βάρος του. Ωστόσο, το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που προσκόμισε το Συμβούλιο περί του ότι ο προσφεύγων είναι εταίρος στην εν λόγω οντότητα είναι παλαιό και ανάγεται στο 2010. Κατά τα λοιπά, δεν υφίστανται άλλα πιο πρόσφατα στοιχεία που να επιρρωννύουν τις πληροφορίες αυτές. Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ότι ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει συμφέροντα στην εν λόγω εταιρία. Τέλος, δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία και τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων. Υπό τις συνθήκες αυτές, υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς το ότι ο προσφεύγων διατηρούσε την ιδιότητα του μετόχου της εν λόγω εταιρίας κατά τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων του 2021.

108    Αντιθέτως, όσον αφορά τις πράξεις του 2022 περί διατηρήσεως, δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων είναι προγενέστερα της εκδόσεώς τους, το δε Συμβούλιο δεν προσκόμισε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν είχε πλέον την ιδιότητα του μετόχου της εταιρίας Asaad and Petngnap & Co κατά την έκδοσή τους.

109    Δεύτερον, όσον αφορά την ασφαλιστική εταιρία United Insurance Company, ο προσφεύγων προσκόμισε επιστολή του προέδρου της εν λόγω εταιρίας της 16ης Νοεμβρίου 2021, στην οποία αναφέρεται ότι δεν κατέχει μετοχές της εταιρίας από το 2012. Το Συμβούλιο δε, προσκομίζει μόνον ένα δημοσίευμα για να αποδείξει ότι ο προσφεύγων έχει επένδυση στην εν λόγω οντότητα που χρονολογείται από το 2010 και δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία ή το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής. Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν κατείχε μετοχές της εν λόγω εταιρίας κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

110    Τρίτον, όσον αφορά την εταιρία Al Badia Cement JSC, ο προσφεύγων προσκομίζει επιστολή της 25ης Απριλίου 2021 προερχόμενη από την εν λόγω οντότητα με την οποία πιστοποιείται ότι παραιτήθηκε από την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2011 και ότι πώλησε τα μερίδια που κατείχε το 2011. Προκειμένου να αποδείξει ότι δεν έχει πλέον συμφέροντα στη συγκεκριμένη εταιρία, προσκομίζει άλλα δύο έγγραφα από τον ιστότοπο WikiLeaks που επιβεβαιώνουν την εν λόγω παραίτηση. Το Συμβούλιο δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία ή το περιεχόμενο των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν συνδεόταν με την εν λόγω εταιρία όταν εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις.

111    Τέταρτον, όσον αφορά την τράπεζα Bank Audi Syria, η οποία, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, έχει μετατραπεί σε Ahli Trust Bank, στοιχείο που δεν αμφισβητείται από το Συμβούλιο, ο προσφεύγων προσκομίζει επιστολή της 11ης Νοεμβρίου 2021 από την εν λόγω οντότητα, με την οποία πιστοποιείται ότι δεν έχει μετοχές σε αυτήν μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Το Συμβούλιο προσκόμισε μόνο στοιχεία αναγόμενα στα έτη 2010 και 2012 στα οποία επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων είναι εταίρος στην εν λόγω οντότητα και δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία ή το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν ήταν μέτοχος της εν λόγω τράπεζας κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

112    Πέμπτον, όσον αφορά την εταιρία Syrian Arab Insurance Company, ο προσφεύγων προσκομίζει επιστολή της 9ης Νοεμβρίου 2021 από την εν λόγω οντότητα, με την οποία πιστοποιείται ότι δεν είχε μετοχές σε αυτήν μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Το Συμβούλιο προσκομίζει μόνον ένα δημοσίευμα με σκοπό να αποδείξει ότι ο προσφεύγων διατηρεί επένδυση στην εν λόγω εταιρία από το 2010 και δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία ή το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής. Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν κατείχε μετοχές της εν λόγω εταιρίας κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

113    Έκτον, όσον αφορά την ασφαλιστική εταιρία Aqeelah Takaful Insurance Company, ο προσφεύγων προσκόμισε επιστολή της 10ης Μαΐου 2021 από την εν λόγω οντότητα, με την οποία πιστοποιείται ότι δεν κατείχε μετοχές στην εν λόγω εταιρία «μέχρι τις 31 Μαρτίου 2021». Ερωτηθείς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων επιβεβαίωσε ότι η διατύπωση αυτή υποδήλωνε απλώς ότι δεν κατείχε μετοχές της εν λόγω εταιρίας. Εν πάση περιπτώσει, το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καταδεικνύει, τουλάχιστον, ότι, σε αντίθεση με όσα μνημονεύονται σε δημοσίευμα στον ιστότοπο Syrian Oil & Gas News, ο προσφεύγων δεν κατείχε μετοχές της εν λόγω εταιρίας το 2010. Το Συμβούλιο προσκομίζει μόνον ένα δημοσίευμα με σκοπό να καταδείξει τη σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρίας και δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα που να αμφισβητεί την αξιοπιστία ή το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής. Επομένως, υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς το ότι ο προσφεύγων συνδεόταν με την εν λόγω ασφαλιστική εταιρία κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων.

114    Έβδομον, όσον αφορά τη Dajajouna, που αποτελεί, κατά τον προσφεύγοντα, εμπορικό σήμα της εταιρίας DANZ for Food Industries, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητείται από το Συμβούλιο, ο προσφεύγων προσκομίζει επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 2021 στην οποία δηλώνεται ότι δεν κατείχε μετοχές της εν λόγω εταιρίας από τις 3 Ιανουαρίου 2010 έως και τις 15 Νοεμβρίου 2021. Το Συμβούλιο προσκομίζει μόνον ένα δημοσίευμα για να αποδείξει ότι ο προσφεύγων διατηρεί επένδυση στην εν λόγω οντότητα, το οποίο ανάγεται στο έτος 2010, και δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία ή το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής. Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν κατείχε μετοχές της εν λόγω εταιρίας κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

115    Όγδοον, όσον αφορά την εταιρία Assaad Baitangana and Partners for producing oils, την οποία συνδέει, χωρίς να αμφισβητηθεί επ’ αυτού από το Συμβούλιο, με την εταιρία Asaad Beitenjaneh & Partners Company for Syrian Olive Oil, η οποία μετατράπηκε το 2011 σε ιδιωτική εταιρεία με την επωνυμία Syrian Olive Oil Private Joint-stock Company, ο προσφεύγων προσκομίζει επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 2021 από την τελευταία αυτή οντότητα, με την οποία πιστοποιείται ότι δεν κατείχε μετοχές της κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Βεβαίως, η δήλωση αυτή, η οποία προσδιορίζει την κατάσταση του προσφεύγοντος σε σχέση με την εν λόγω εταιρία, όπως αυτή είχε σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως των πράξεων του 2021, δεν αποδεικνύει ότι ο προσφεύγων δεν κατείχε μετοχές της κατά τον χρόνο της εκ μέρους του Συμβουλίου επιβολής περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος. Ωστόσο, τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο για να αποδείξει ότι ο αιτών είναι εταίρος της εν λόγω οντότητας είναι παλαιά και χρονολογούνται από το 2010. Κατά τα λοιπά, δεν υφίστανται άλλα πιο πρόσφατα στοιχεία που να επιρρωννύουν τις συγκεκριμένες πληροφορίες. Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα για να υποστηρίξει ότι ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει συμφέροντα στην εν λόγω εταιρία. Τέλος, δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία και τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων. Υπό τις συνθήκες αυτές, υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς το ότι ο προσφεύγων διατηρούσε την ιδιότητα του μετόχου της εν λόγω εταιρίας κατά τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων του 2021.

116    Αντιθέτως, όσον αφορά τις πράξεις του 2022 περί διατηρήσεως, δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων είναι προγενέστερα του χρόνου εκδόσεώς τους και δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν προσκόμισε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν είχε πλέον την ιδιότητα του μετόχου της Syrian Olive Oil Private Joint-stock Company κατά την έκδοση των εν λόγω πράξεων.

117    Ένατον, όσον αφορά την Cham Holding, ο προσφεύγων προσκομίζει επιστολή της εν λόγω οντότητας, της 12ης Μαΐου 2021, με την οποία πιστοποιείται ότι δεν κατέχει μετοχές της εν λόγω εταιρίας από τις 26 Ιουνίου 2014. Το Συμβούλιο προσκομίζει δύο δημοσιεύματα του 2010 και του 2012, από τα οποία προκύπτει ότι ο προσφεύγων έχει συμφέροντα στη συγκεκριμένη εταιρία, και δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία και τη σημασία της προαναφερθείσας επιστολής ή για να αποδείξει ότι ο προσφεύγων εξακολουθούσε να έχει συμφέροντα στην εταιρία. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν κατείχε πλέον μετοχές της εν λόγω εταιρίας κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

118    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσφεύγων προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να αμφισβητήσει το βάσιμο των διαπιστώσεων του Συμβουλίου σχετικά με τη συμμετοχή του σε διάφορες συριακές οντότητες.

119    Τέλος, δέκατον, όσον αφορά την εταιρία Gulfsands Petroleum, κατ’ αρχάς ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι κατείχε μετοχές της εταιρίας αυτής, πλην όμως δηλώνει ότι τις κατείχε μέσω της Hickam Ventures Ltd. Συναφώς, προσκομίζει κατάσταση του χαρτοφυλακίου μετοχών της τελευταίας, της 31ης Δεκεμβρίου 2008, από την οποία προκύπτει ότι πράγματι κατείχε μετοχές της εν λόγω εταιρίας. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι δεν ίδρυσε την εταιρία αυτή, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, και προσκομίζει την ιδρυτική πράξη της εταιρίας με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 2014. Από την εξέταση του εν λόγω εγγράφου προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ούτε ιδρυτής ούτε διευθυντής της εν λόγω εταιρίας κατά τη σύστασή της. Επίσης, υποβάλλει δήλωση κατανομής περιουσιακών στοιχείων και εξέλιξης χαρτοφυλακίου για την Hickam Ventures για να αποδείξει ότι η Hickam Ventures εκχώρησε τις μετοχές της εν λόγω εταιρίας το 2009. Επισημαίνεται ότι από την εξέλιξη του χαρτοφυλακίου, όπως καταρτίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2009, προκύπτει απουσία των συγκεκριμένων μετοχών. Τούτο επιβεβαιώνεται από τον κατάλογο των μετόχων της ίδιας εταιρίας, της 3ης Δεκεμβρίου 2010, στον οποίο δεν εμφανίζεται ούτε η Hickam Ventures ούτε το όνομα του προσφεύγοντος. Τέλος, ο προσφεύγων προσκόμισε επικυρωμένο κατάλογο των μετόχων της Hickam Ventures της 12ης Ιανουαρίου 2021 για να αποδείξει ότι δεν είχε πλέον κανένα συμφέρον στην εταιρία. Πράγματι, από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των μετόχων της Hickam Ventures. Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, όπως την προτείνει τεκμηριωμένα ο προσφεύγων, ούτε αμφισβητεί την αξιοπιστία ή το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων και υποβάλλει μόνον ένα έγγραφο στο οποίο μνημονεύεται ότι ο προσφεύγων επένδυσε στην εν λόγω εταιρία, συγκεκριμένα δε ένα απόσπασμα από βιβλίο που χρονολογείται από το 2015 και βασίζεται σε άρθρο του 2007. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων βασίμως αμφισβήτησε ότι διατηρούσε συμφέροντα στην εν λόγω εταιρία κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

120    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο δεν τεκμηρίωσε επαρκώς κατά νόμον ότι ο προσφεύγων είχε εμπορικά συμφέροντα στη Συρία.

121    Επιπροσθέτως, από το δημοσίευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 του ιστότοπου Aks al Ser, το οποίο προσκόμισε το Συμβούλιο, προκύπτει ότι ο προσφεύγων άρχισε να ρευστοποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία και να αποσύρει τα χρήματά του από τις τράπεζες μετά τον βομβαρδισμό του αρχηγείου της συριακής εθνικής ασφάλειας, γεγονός που τείνει να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι, από το 2012 και μετά, δεν είχε πλέον συμφέροντα στη Συρία.

2)      Επί των θέσεων που κατείχε ο προσφεύγων σε ορισμένους εμπορικούς φορείς

122    Από τον ιστότοπο Syrian Oil & Gas News προκύπτει ότι ο προσφεύγων είναι επικεφαλής του συριακού παραρτήματος του συροαλγερινού εμπορικού επιμελητηρίου και μέλος της συριακής εθνικής επιτροπής του διεθνούς εμπορικού επιμελητηρίου της Συρίας.

123    Συναφώς, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι ήταν μέλος του συροαλγερινού εμπορικού επιμελητηρίου και του διεθνούς εμπορικού επιμελητηρίου της Συρίας.

124    Ωστόσο, αφενός, όσον αφορά το συροαλγερινό εμπορικό επιμελητήριο, ο προσφεύγων προσκομίζει επιστολή του εν λόγω επιμελητηρίου προς την Bank Audi, της 1ης Ιουλίου 2013, μετά την έκδοση της αποφάσεως 247 του Υπουργείου Οικονομίας και Εξωτερικού Εμπορίου της Συρίας που προέβλεπε τη διάλυση των επιμελητηρίων των Σύριων επιχειρηματιών. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο είναι δημοσιεύματα από τον ιστότοπο Syrian Oil & Gas News που χρονολογούνται από το 2010, δηλαδή πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί την αξιοπιστία ή το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής και δεν αποδεικνύει ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, το εν λόγω επιμελητήριο είχε ανασυσταθεί και ότι ο προσφεύγων ήταν μέλος του. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι το εν λόγω επιμελητήριο δεν υφίστατο όταν εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, το γεγονός ότι υπήρξε μέλος του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τεκμηριώσει την ιδιότητά του ως εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία.

125    Αφετέρου, όσον αφορά το διεθνές εμπορικό επιμελητήριο της Συρίας, ο προσφεύγων προσκόμισε επιστολή της 16ης Φεβρουαρίου 2021 από τον πρόεδρο της συριακής εθνικής επιτροπής του εν λόγω επιμελητηρίου, με την οποία πιστοποιείται ότι είχε παραιτηθεί από τη θέση του στο διοικητικό συμβούλιο του επιμελητηρίου και ότι δεν ήταν ενεργό μέλος από το 2012. Τα μόνα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο είναι δημοσιεύματα από τον ιστότοπο Syrian Oil & Gas News που χρονολογούνται από το 2010, δηλαδή πριν από την παραίτηση του προσφεύγοντος το 2012. Επιπλέον, τα επιχειρήματα του Συμβουλίου όσον αφορά τις επιστολές τρίτων που προσκόμισε ο προσφεύγων έχουν ως σκοπό την αμφισβήτηση των δηλώσεών τους σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του προσφεύγοντος στη Συρία. Δεν προβάλλει όμως κανένα επιχείρημα ειδικώς προς αμφισβήτηση του ότι ο προσφεύγων παραιτήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο του εν λόγω επιμελητηρίου και μάλιστα παραδέχεται την ύπαρξη της παραιτήσεως αυτής και αναγνωρίζει ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα του προσφεύγοντος αφορά το παρελθόν. Τέλος, δεν αμφισβητεί την αξιοπιστία της προαναφερθείσας επιστολής. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι δεν ήταν πλέον μέλος του οικείου επιμελητηρίου κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων. Το Συμβούλιο, όμως, δεν προέβαλε καμία σοβαρή και συγκλίνουσα ένδειξη βάσει της οποίας θα μπορούσε ευλόγως να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων διατηρούσε δεσμούς με το ίδιο επιμελητήριο που να δικαιολογούν την καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους μετά την παύση της δραστηριότητάς του στο πλαίσιο της οντότητας αυτής (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, Assi κατά Συμβουλίου, T-256/19, EU:T:2021:818, σκέψη 128).

126    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν τεκμηρίωσε επαρκώς κατά νόμον το ότι ο προσφεύγων ήταν μέλος του συροαλγερινού εμπορικού επιμελητηρίου και του διεθνούς εμπορικού επιμελητηρίου της Συρίας.

3)      Συμπέρασμα επί της ιδιότητας του προσφεύγοντος ως εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία

127    Δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι ο προσφεύγων έχει επιχειρηματικά συμφέροντα στη Συρία ή ότι κατέχει θέσεις σε εμπορικούς φορείς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο δεν τεκμηρίωσε τον λόγο καταχώρισης στον κατάλογο που αφορά την ιδιότητα του προσφεύγοντος ως εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία.

β)      Επί των δεσμών με μέλη των οικογενειών Assad και Makhlouf

128    Πρώτον, τα στοιχεία από τους ιστότοπους Dawdaa, Syriano, Ayn Almadina, Al Khaleej Online, Al Hewar, από το βιβλίο με τίτλο «The Political Economy of investment in Syria» και από το πρώτο μέρος του εγγράφου WK 985/2021 INIT μαρτυρούν ότι ο προσφεύγων έχει δεσμούς με τους Mohammed και Rami Makhlouf. Δεύτερον, με βάση τις πληροφορίες από τους ιστότοπους Dawdaa, Orient News, Al Khaleej Online και Al Hewar, καθώς και από το πρώτο μέρος του εγγράφου WK 985/2021 INIT, ο προσφεύγων έχει δεσμούς με την οικογένεια Assad.

1)      Επί των δεσμών με μέλη της οικογένειας Makhlouf

129    Επισημαίνεται ότι τα στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο τείνουν να καταδείξουν ότι οι δεσμοί του προσφεύγοντος με τα μέλη της οικογένειας Makhlouf είναι δύο ειδών: επαγγελματικοί και προσωπικοί. Τούτο επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως.

130    Κατά πρώτον, όσον αφορά τους επαγγελματικούς δεσμούς του προσφεύγοντος με μέλη της οικογένειας Makhlouf, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το Συμβούλιο, αυτοί συνάγονται, αφενός, από τη συνεργασία που συνήψε με τον Ghassan Muhanna, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του κουνιάδου του, Mohammed Makhlouf, πατέρα του Rami Makhlouf, στο πλαίσιο της Lead Syria υπό εκκαθάριση και, αφετέρου, από την επένδυση που πραγματοποίησε στην Gulfsands Petroleum, από κοινού με τον Rami Makhlouf και από τα συμφέροντα που είχε στην Cham Holding, η οποία ελέγχεται από τον Rami Makhlouf.

131    Ωστόσο, όσον αφορά, αφενός, τη Lead Syria υπό εκκαθάριση, ο προσφεύγων απέδειξε, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 95 έως 97, ότι αποχώρησε από την εταιρία τον Νοέμβριο του 2011 και ότι η εταιρία βρισκόταν υπό εκκαθάριση όταν εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επικαλεστεί τη συμμετοχή του προσφεύγοντος στη συγκεκριμένη εταιρία για να αποδείξει ότι υπήρχε επαγγελματική σχέση μεταξύ αυτού και του Mohammed Makhlouf κατά τον χρόνο εκδόσεως των εν λόγω πράξεων.

132    Όσον αφορά, αφετέρου, την Cham Holding και την Gulfsands Petroleum, ο προσφεύγων απέδειξε, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 117 και 119, αντίστοιχα, ότι δεν είχε πλέον συμφέροντα στις εταιρίες αυτές κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων. Επομένως, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επικαλεστεί τη συμμετοχή του προσφεύγοντος στις εν λόγω εταιρίες για να αποδείξει ότι υπήρχε επαγγελματική σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και του Rami Makhlouf κατά την έκδοση των εν λόγω πράξεων.

133    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τους προσωπικούς δεσμούς του προσφεύγοντος με μέλη της οικογένειας Makhlouf, από το άρθρο στην ιστοσελίδα Ayn Almadina προκύπτει ότι ο προσφεύγων είναι εξάδελφος του Mohammed Makhlouf, ενώ η μητέρα του, Jamila Muhanna, είναι εξαδέλφη της συζύγου του Mohammed Makhlouf. Το άρθρο που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Al Khaleej Online, αναφέρει ότι ο προσφεύγων είναι συγγενής του Mohammed Makhlouf.

134    Το πρώτο μέρος του εγγράφου WK 985/2021 INIT, κατά την παρουσίαση του προσφεύγοντος και των στενών δεσμών του με το συριακό καθεστώς, τον περιγράφει ως εξάδελφο εξ αγχιστείας των αδελφών Assad και Makhlouf, καθόσον η εκ μητρός θεία του είναι σύζυγος του Mohammed Makhlouf, πατέρα του Rami Makhlouf και θείου του προέδρου Bashar Al-Assad.

135    Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι στην επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 2021, το Συμβούλιο επανέλαβε ότι ο προσφεύγων συνδέεται με τις οικογένειες του Rami Makhlouf και του προέδρου Bashar Al-Assad λόγω του γάμου της εκ μητρός θείας του με τον Mohammed Makhlouf.

136    Ωστόσο, κατ’ αρχάς, το Συμβούλιο, στο οποίο εναπόκειται το βάρος απόδειξης, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 72 ανωτέρω, προσκομίζει μόνον δύο δημοσιεύματα που προέρχονται από ιστότοπους και μνημονεύουν τη συγγενική σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και της οικογένειας Makhlouf. Ένα από αυτά, όμως, και συγκεκριμένα αυτό του ιστοτόπου Al Khaleej Online, αναφέρει μόνον αόριστα την εν λόγω σχέση συγγένειας χωρίς να την προσδιορίζει. Εν συνεχεία, η συγγενική σχέση που μνημονεύεται στον ιστότοπο Ayn Almadina, δηλαδή ότι ο προσφεύγων είναι εξάδελφος του Mohammed Makhlouf και ότι η μητέρα του, Jamila Muhanna, είναι εξαδέλφη της συζύγου του Mohammed Makhlouf, είναι διαφορετική από εκείνη που περιγράφεται στο πρώτο μέρος του εγγράφου WK 985/2021 INIT. Πράγματι, στο τελευταίο μνημονεύεται ότι η εκ μητρός θεία του προσφεύγοντος είναι παντρεμένη με τον Mohammed Makhlouf, δηλαδή, καταρχήν, η αδελφή της Jamila Muhanna.

137    Συνεπώς, οι πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα WK 4069/2019 INIT και WK 985/2021 INIT δεν αλληλοεπιβεβαιώνονται.

138    Επιπλέον, η δήλωση που περιέχεται στο έγγραφο WK 985/2021 INIT ότι μία από τις εκ μητρός θείες του προσφεύγοντος είναι παντρεμένη με τον Mohammed Makhlouf είναι μη τεκμηριωμένη και αόριστη, δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ενώ δεν αναφέρεται το όνομα της συζύγου του Mohammed Makhlouf. Επίσης, το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι με τη φράση «εκ μητρός θεία» θα μπορούσε να νοηθεί και η θεία της μητέρας του προσφεύγοντος δεν είναι πειστικό. Συγκεκριμένα, το πρώτο μέρος του εγγράφου περιγράφει σαφώς τη σύζυγο του Mohammed Makhlouf ως εκ μητρός θεία του προσφεύγοντος. Με το έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2021, το Συμβούλιο δέχθηκε ανεπιφύλακτα την εν λόγω σχέση. Δεν είναι δυνατόν, επομένως, να υποστηριχθεί επί του παρόντος ότι μπορεί να πρόκειται στην πραγματικότητα για θεία της μητέρας του προσφεύγοντος. Εν πάση περιπτώσει, η επισήμανσή του προβάλλεται ως εικασία και δεν τεκμηριώνεται.

139    Τέλος, το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι ο Ghassan Muhanna και η μητέρα του προσφεύγοντος είναι συγγενείς συνιστά κατά το μέγιστο εικασία που προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως. Πάντως, κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο δεν στηρίζει την ως άνω εικασία.

140    Επιπλέον, το Συμβούλιο προσκομίζει την απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου Παρισίων (Γαλλία) της 13ης Σεπτεμβρίου 2021 σχετικά με τον προσφεύγοντα, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει διαπιστωθεί ότι ο προσφεύγων έχει οικογενειακούς δεσμούς με τις οικογένειες Makhlouf και Assad.

141    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο δεν επικαλείται την απόφαση του γαλλικού δικαστηρίου ως αποδεικτικό στοιχείο προς τεκμηρίωση των λόγων καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, αλλά την προσκομίζει για να επιβεβαιώσει την περιγραφή που παραθέτει για τον προσφεύγοντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Υπό την έννοια αυτή, παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού του εν λόγω στοιχείου λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας κατά την οποία η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, NIOC κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T-577/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:596, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

142    Τούτου δοθέντος, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιόν του.

143    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το διοικητικό πρωτοδικείο Παρισίων, κρίνοντας επί της αποφάσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2020 του Γάλλου Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (στο εξής: γαλλική απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020), αποφάνθηκε σχετικά με τους λόγους καταχώρισης, όπως αυτοί παρατίθενται στις πράξεις του 2019. Συνεπώς, το αντικείμενο των προσφυγών είναι διαφορετικό, και, σε κάθε περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να δεσμευθεί από το δεδικασμένο με την ισχύ του οποίου ενδέχεται να έχει περιβληθεί η συγκεκριμένη απόφαση.

144    Συναφώς, από τα αποσπάσματα του συριακού ληξιαρχείου που προσκόμισε ο προσφεύγων σχετικά με την οικογένεια της μητέρας του, με ημερομηνία 25 και 26 Απριλίου 2021, την αξιοπιστία και τη σημασία των οποίων δεν αμφισβήτησε το Συμβούλιο, προκύπτει ότι καμία από τις εκ μητρός θείες του προσφεύγοντος δεν είναι παντρεμένη με τον Mohammed Makhlouf.

145    Μολονότι η ορθογραφία του ονόματος και του επωνύμου της μητέρας του προσφεύγοντος στα αποσπάσματα του συριακού ληξιαρχείου διαφέρει όντως ελαφρώς από εκείνη άλλων αποδεικτικών στοιχείων («Jamileh» αντί «Jamila» και «Mhanna» αντί «Muhanna»), οι διαφορές αυτές μπορούν να εξηγηθούν από τη μεταγραφή των αραβικών ονομάτων με λατινικούς χαρακτήρες.

146    Εξάλλου, το ίδιο το Συμβούλιο αναφέρει στο υπόμνημα αντικρούσεως ότι η Jamila Muhanna είναι η μητέρα του προσφεύγοντος. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα αποσπάσματα από το συριακό ληξιαρχείο αφορούν σαφώς την οικογένεια της μητέρας του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων προσκόμισε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι καμία από τις εκ μητρός θείες του δεν ήταν παντρεμένη με τον Mohammed Makhlouf.

147    Εν κατακλείδι, λόγω των αντιφάσεων που ενέχουν τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε το Συμβούλιο και λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που προσκόμισε ο προσφεύγων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο δεν τεκμηρίωσε επαρκώς το βάσιμο των λόγων καταχώρισης όσον αφορά τους δεσμούς του προσφεύγοντος με μέλη της οικογένειας Makhlouf.

2)      Επί των δεσμών του προσφεύγοντος με μέλη της οικογένειας Assad

148    Επισημαίνεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο τείνουν να καταδείξουν ότι οι δεσμοί του προσφεύγοντος με μέλη της οικογένειας Assad είναι αμιγώς επαγγελματικής φύσεως.

149    Πράγματι, από τον ιστότοπο Dawdaa προκύπτει σαφώς ότι ο προσφεύγων δεν είναι μέλος της οικογένειας Assad, αλλά διατηρεί στενές σχέσεις με αυτήν λόγω των καθηκόντων του.

150    Επιπλέον, η προσέγγιση του Συμβουλίου είναι αμφιλεγόμενη. Συγκεκριμένα, μολονότι δέχεται ότι ο προσφεύγων δεν είναι εξάδελφος του προέδρου Bashar Al-Assad και επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο πρόεδρος δεν έχει εξάδελφο ο οποίος να φέρει το ίδιο όνομα με τον προσφεύγοντα, εξηγεί στο υπόμνημα αντικρούσεως ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να θεωρηθεί εξάδελφος του προέδρου, στο μέτρο που ο Mohammed Makhlouf, ο οποίος φέρεται να συνδέεται με τον προσφεύγοντα λόγω του γάμου του με μία από τις εκ μητρός θείες του, είναι θείος του εν λόγω προέδρου.

151    Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε τυπικώς υπόψη το ότι ο προσφεύγων είναι εξάδελφος του προέδρου Bashar Al-Assad για να δικαιολογήσει την καταχώριση του ονόματός του στους σχετικούς καταλόγους. Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 147 ανωτέρω, το Συμβούλιο δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τους προσωπικούς δεσμούς του προσφεύγοντος με την οικογένεια Makhlouf, μέσω της οποίας φέρεται να συνδέεται με την οικογένεια Assad.

152    Όσον αφορά τους επαγγελματικούς δεσμούς μεταξύ του προσφεύγοντος και μελών της οικογένειας Assad, από πληροφορίες προερχόμενες από τους ιστότοπους Dawdaa, Orient News, Al Khaleej Online και Al Hewar συνάγεται ότι οι δεσμοί αυτοί συνήφθησαν όσον αφορά τον πετρελαϊκό τομέα. Στο πρώτο μέρος του εγγράφου WK 985/2021 INIT, ο προσφεύγων περιγράφεται ως πρόσωπο που επωφελήθηκε από τους δεσμούς του με τον Bassel Al-Assad, μεγαλύτερο υιό του Hafez Al-Assad, ο οποίος απεβίωσε στις 21 Ιανουαρίου 1994, για να αποκτήσει περιουσία.

153    Δεδομένου του θανάτου του Bassel Al-Assad το 1994, είναι σκόπιμο να εξεταστούν μόνον οι δεσμοί του προσφεύγοντος με μέλη της οικογένειας Assad σε σχέση με τις δραστηριότητές τους στον πετρελαϊκό τομέα.

154    Εν προκειμένω, πρώτον, από τα δημοσιεύματα στους ιστότοπους Al Khaleej Online και Al Hewar προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε δεσμούς με μέλη της οικογένειας Assad μέσω της Lead Syria υπό εκκαθάριση. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στη σκέψη 97 ανωτέρω, κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, ο προσφεύγων δεν είχε πλέον καμία σχέση με την εν λόγω εταιρία.

155    Δεύτερον, όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ του προσφεύγοντος και του Maher Al-Assad στο πλαίσιο της συμμαχίας «πετρέλαιο αντί τροφίμων», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη συνεργασία μνημονεύεται μόνο στο άρθρο του ιστότοπου Orient News. Εντούτοις, το μοναδικό αυτό στοιχείο, το οποίο άλλωστε δεν εξηγήθηκε κατά τρόπο πειστικό από το Συμβούλιο ούτε στις γραπτές του παρατηρήσεις ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν καθιστά κατανοητό το πώς υλοποιήθηκε η συμμαχία αυτή, δηλαδή μέσω ποίων φορέων, ούτε το ποιες ήταν οι συνέπειές της. Τέτοιες εξηγήσεις όμως είναι αναγκαίες, καθόσον, άλλωστε, είναι παγκοίνως γνωστό ότι η έκφραση «πετρέλαιο αντί τροφίμων» παραπέμπει στο πρόγραμμα που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών μεταξύ 1996 και 2003 προς όφελος του Ιράκ.

156    Τρίτον, το δημοσίευμα στον ιστότοπο Dawdaa αναφέρει τη διάρρηξη των δεσμών μεταξύ του προσφεύγοντος και της οικογένειας Assad λόγω προβλημάτων στον τομέα του πετρελαίου, οπότε το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο υποδηλώνει μάλλον τη διακοπή των σχέσεων μεταξύ του προσφεύγοντος και της οικογένειας Assad στον τομέα αυτόν.

157    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο δεν προσκόμισε δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων για να τεκμηριώσει ότι ο προσφεύγων έχει επαγγελματικούς δεσμούς με μέλη της οικογένειας Assad λόγω δραστηριοτήτων στον πετρελαϊκό τομέα.

158    Επιπλέον, το δημοσίευμα του ιστότοπου Dawdaa αναφέρει ότι ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει δεσμούς με την οικογένεια Assad λόγω των καθηκόντων του. Ωστόσο, δεν διευκρινίζει ποια είναι τα καθήκοντα αυτά και δεν εξηγεί πώς καθιστούν δυνατή την εδραίωση τέτοιων δεσμών. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η πληροφορία αυτή δεν επιρρωννύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν τεκμηριώνει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη επαγγελματικών δεσμών μεταξύ του προσφεύγοντος και των μελών της οικογένειας Assad.

159    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν τεκμηρίωσε αρκούντως το βάσιμο των λόγων καταχώρισης που αφορούν τους δεσμούς του προσφεύγοντος με μέλη της οικογένειας Assad.

3)      Συμπέρασμα επί των δεσμών του προσφεύγοντος με μέλη των οικογενειών Makhlouf και Assad

160    Δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι ο προσφεύγων συνδέεται με τα μέλη των οικογενειών Makhlouf και Assad, είτε επαγγελματικά είτε προσωπικά, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν τεκμηρίωσε τον λόγο καταχώρισης που αφορά τους δεσμούς του προσφεύγοντος με τα μέλη των οικογενειών Makhlouf και Assad.

γ)      Επί της συνδέσεως με το συριακό καθεστώς

161    Πρέπει να εξακριβωθεί αν η κατάσταση του προσφεύγοντος συνιστά επαρκή απόδειξη ότι αυτός στηρίζει το συριακό καθεστώς ή ότι επωφελείται των πολιτικών του εν λόγω καθεστώτος. Τέτοια εκτίμηση προϋποθέτει εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων, όχι κατά τρόπο μεμονωμένο, αλλά εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται. Πράγματι, το Συμβούλιο ανταποκρίνεται στο βάρος απόδειξης που φέρει εάν υποβάλει στον δικαστή της Ένωσης δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων που καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση ύπαρξης επαρκούς δεσμού μεταξύ του προσώπου που υπόκειται σε μέτρο δέσμευσης των κεφαλαίων του και του οικείου καθεστώτος (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2016, Tri-Ocean Trading κατά Συμβουλίου, T-709/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:459, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Με βάση τους λόγους καταχώρισης που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 41 και 78 ανωτέρω, ο προσφεύγων, λόγω της ιδιότητας του εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία και των δεσμών του με μέλη των οικογενειών Makhlouf και Assad, συμμετείχε στο συριακό καθεστώς, επωφελήθηκε από αυτό ή το υποστήριξε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο.

163    Επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο χρησιμοποίησε παρελθοντικό χρόνο για να δηλώσει ότι ο προσφεύγων είχε επωφεληθεί από το συριακό καθεστώς, το είχε υποστηρίξει και συμμετείχε σε αυτό. Τούτο ισχύει και για το γερμανικό και το ισπανικό κείμενο των λόγων καταχώρισης, όπου δηλώνεται, αντίστοιχα, ότι ο προσφεύγων «war in dieser Eigenschaft Teil, Nutznießer oder anderweitig Unterstützer des syrischen Regimes» και «ha participado en el régimen sirio, se ha beneficiado de él o lo ha apoyado».

164    Στο αγγλικό κείμενο των λόγων καταχώρισης σημειώνεται ότι ο προσφεύγων «has been participating in, benefiting from or otherwise supporting the Syrian regime». Η χρήση του παρακειμένου διαρκείας στο αγγλικό κείμενο υποδηλώνει μάλλον ότι ο προσφεύγων συμμετείχε, επωφελήθηκε και υποστήριξε το συριακό καθεστώς και εξακολουθεί να το πράττει.

165    Ερωτηθείς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τον χρόνο που χρησιμοποιήθηκε στις διαφορετικές γλωσσικές αποδόσεις των λόγων καταχώρισης, το Συμβούλιο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι κρίσιμα είναι πρωτίστως τα αποδεικτικά στοιχεία και οι διαφορετικές χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες υπήρξε στήριξη του συριακού καθεστώτος.

166    Διαπιστώνεται ότι οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο θεωρεί ότι ο προσφεύγων στηρίζει το συριακό καθεστώς και επωφελείται από αυτό συμπίπτουν με εκείνους βάσει των οποίων τον θεώρησε εξέχοντα επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία και έχει δεσμούς με μέλη των οικογενειών Assad και Makhlouf.

167    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, στην περίπτωση συγκεκριμένου προσώπου, οι λόγοι καταχώρισης να αλληλεπικαλύπτονται σε ορισμένο βαθμό, υπό την έννοια ότι ένα πρόσωπο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εξέχων επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στη Συρία και να θεωρηθεί ότι επωφελείται, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, από το συριακό καθεστώς ή ότι στηρίζει το καθεστώς μέσω των ιδίων δραστηριοτήτων. Τούτο προκύπτει ακριβώς από το ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως 2015/1836, οι στενοί δεσμοί με το συριακό καθεστώς και η στήριξη που παρέχει σε αυτό η συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων αποτελούν έναν από τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο αποφάσισε να δημιουργήσει την εν λόγω κατηγορία. Εντούτοις, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, πρόκειται για διαφορετικά κριτήρια (απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Kaddour κατά Συμβουλίου, T‑510/18, EU:T:2020:436, σκέψη 77). Τούτο ισχύει, επίσης, για τα πρόσωπα που συνδέονται με μέλη των οικογενειών Makhlouf και Assad, δεδομένου ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 7 της αποφάσεως 2015/1836, στο σημερινό συριακό καθεστώς η ισχύς συγκεντρώνεται σε μέλη των οικογενειών Assad και Makhlouf που διαθέτουν ιδιαίτερη επιρροή.

168    Πρώτον, όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά την ιδιότητα του εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Συρία, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι ο προσφεύγων είχε επιχειρηματικά συμφέροντα στη Συρία κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων (βλ., ανωτέρω, σκέψη 127). Όσον αφορά τους δεσμούς του με μέλη των οικογενειών Makhlouf και Assad, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι αυτοί υφίσταντο κατά τον χρόνο λήψεως των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος (βλ., ανωτέρω, σκέψη 160). Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να συνδεθεί με το συριακό καθεστώς λόγω των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων στη Συρία ή λόγω των δεσμών του με μέλη των οικογενειών Makhlouf και Assad.

169    Δεύτερον, μολονότι το δημοσίευμα στον ιστότοπο Dawdaa κάνει λόγο για άλλα καθήκοντα τα οποία ο προσφεύγων μπορεί να έχει ασκήσει για λογαριασμό ή προς όφελος του συριακού καθεστώτος, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 158 ανωτέρω, ότι το δημοσίευμα δεν διευκρινίζει για ποια καθήκοντα πρόκειται και δεν εξηγεί πώς αυτά καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση συνδέσεως μεταξύ του προσφεύγοντος και του εν λόγω καθεστώτος. Δεδομένου, μάλιστα, ότι οι πληροφορίες αυτές δεν επιρρωννύονται από άλλα στοιχεία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν τεκμηριώνουν τη σύνδεση του προσφεύγοντος με το εν λόγω καθεστώς.

170    Τρίτον, από τις πληροφορίες που προέρχονται από τους ιστοτόπους Al Khaleej Online και Al Hewar προκύπτει ότι το συριακό καθεστώς επωφελείται από τη Lead Syria υπό εκκαθάριση. Αφενός, όμως, στην ανωτέρω σκέψη 97, διαπιστώθηκε ότι ο προσφεύγων δεν συνδέεται με την εταιρία αυτή. Αφετέρου, ο προσφεύγων προσκόμισε στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η εν λόγω εταιρία είναι ανενεργή από το 2012 και υπό εκκαθάριση από το 2020, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 95 και 96 ανωτέρω, και, ως εκ τούτου, καθόσον το Συμβούλιο δεν προσκόμισε αποδείξεις περί του αντιθέτου ούτε προέβαλε οποιοδήποτε επιχείρημα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία και τη σημασία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο τρόπος κατά τον οποίο το εν λόγω καθεστώς θα μπορούσε να έχει επωφεληθεί από τη δραστηριότητα της συγκεκριμένης εταιρίας.

171    Τέλος, τέταρτον, επισημαίνεται ότι άλλες πληροφορίες από τα έγγραφα WK 4069/2019 INIT και WK 985/2021 INIT τείνουν να καταδείξουν ότι ο προσφεύγων έχει αποστασιοποιηθεί από το συριακό καθεστώς. Για παράδειγμα, το δημοσίευμα στον ιστότοπο Aks al Ser αναφέρει ότι ο προσφεύγων ρευστοποίησε τα περιουσιακά του στοιχεία και απέσυρε τα χρήματά του από τις συριακές τράπεζες μετά τον βομβαρδισμό του αρχηγείου της συριακής εθνικής ασφάλειας. Στο δημοσίευμα του ιστότοπου Dawdaa γίνεται λόγος για διάρρηξη των δεσμών μεταξύ του προσφεύγοντος και του εν λόγω καθεστώτος. Τέλος, στο πρώτο μέρος του εγγράφου WK 985/2021 INIT επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων απέχει από τα κύρια χρηματοοικονομικά δίκτυα του συριακού καθεστώτος.

172    Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τη σύνδεση του προσφεύγοντος με το συριακό καθεστώς.

6.      Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται σφάλματα εκτιμήσεως

173    Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που παρατίθενται στις σκέψεις 127, 160 και 172 ανωτέρω, το Συμβούλιο δεν τεκμηρίωσε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους.

174    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

175    Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά αποκλειστικώς το βάσιμο των λόγων καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους από της θέσεως σε ισχύ των προσβαλλόμενων μέτρων, επιβάλλεται να εξεταστούν και ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, οι εν λόγω πράξεις έχουν και αναδρομική ισχύ, καθόσον με αυτές διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων ήταν το πρόσωπο το οποίο αφορούσαν τα περιοριστικά μέτρα από τις 23 Αυγούστου 2011, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν το Συμβούλιο προσέδωσε νομίμως το αποτέλεσμα αυτό στις εν λόγω πράξεις.

Δ.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

176    Προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, καθόσον είναι ευθέως αντίθετες προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που οφείλεται στο ότι το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο επιβεβαίωνε συστηματικά, κατά τα τελευταία δέκα έτη, ότι ο προσφεύγων δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

177    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις επιδιώκεται, κατά τρόπο απαράδεκτο, να προσδοθεί αναδρομικό αποτέλεσμα και ότι αυτές αντιβαίνουν στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Κατά τον προσφεύγοντα, τούτο είναι σημαντικό όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για τους τρίτους που έχουν συναλλαγεί καλόπιστα μαζί του βάσει των δημόσιων διαβεβαιώσεων του Συμβουλίου ότι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων δεν είναι ο προσφεύγων.

178    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η νομολογία που επικαλείται ο προσφεύγων για να δικαιολογήσει την προσφυγή με βάση την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του προσφεύγοντος, στο μέτρο που αυτός δεν είναι αποδέκτης κάποιας πράξης του Συμβουλίου. Συναφώς, το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα ενός προσώπου που υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα δεν δύνανται, αυτές καθεαυτές, να θεμελιώσουν δικαιώματα.

179    Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν τέθηκαν σε ισχύ πριν από την επομένη της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο προσφεύγων δεν διευκρίνισε πώς οι προσβαλλόμενες πράξεις θα είχαν αναδρομική ισχύ, δεδομένου μάλιστα ότι, στην πράξη, τα κεφάλαια δεν μπορούν να δεσμευθούν αναδρομικώς. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο θεωρεί ότι ο λόγος ακυρώσεως είναι ανεπαρκής για τους σκοπούς του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο αυτόν και μόνον.

1.      Επί του παραδεκτού του τρίτου λόγου ακυρώσεως

180    Το Συμβούλιο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, στο μέτρο που ο προσφεύγων δεν εξηγεί σαφώς με ποιον τρόπο οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν αναδρομική ισχύ.

181    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία βάσει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, καθώς και με το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφυγή πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τους λόγους και ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται καθώς και συνοπτική έκθεση των λόγων και των ισχυρισμών αυτών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να καθίσταται δυνατό στον μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να απαιτούνται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Προκειμένου να υπάρχει ασφάλεια δικαίου και να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιβάλλεται, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η προσφυγή αυτή να προκύπτουν, κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής (πρβλ. διάταξη της 28ης Απριλίου 1993, De Hoe κατά Επιτροπής, T-85/92, EU:T:1993:39, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, με το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε απλώς και μόνον η αφηρημένη επίκλησή του δεν πληροί τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός Διαδικασίας. Ανάλογα στοιχεία απαιτούνται οσάκις προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2015, Βέλγιο κατά Επιτροπής, T-538/11, EU:T:2015:188, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2020, PL κατά Επιτροπής, T-728/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:575, σκέψη 64).

182    Εν προκειμένω, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν αναδρομική ισχύ, στο μέτρο που μεταβάλλουν τη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν μέχρι την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, δηλαδή ότι δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

183    Τούτο προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τα σημεία 59 και 60 του δικογράφου της προσφυγής. Ο προσφεύγων εξήγησε, επίσης, τις επιπτώσεις της αναδρομικότητας των προσβαλλόμενων πράξεων στη νομική του κατάσταση στα σημεία 48 και 49 του υπομνήματος απαντήσεώς του.

184    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο απάντησε στα επιχειρήματα του προσφεύγοντος όχι μόνον στο υπόμνημα αντικρούσεως, αλλά και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως. Επιπλέον, στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο θεωρεί ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν αντικατοπτρίζουν πιστά τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, με αποτέλεσμα να τοποθετείται επί του βασίμου του λόγου ακυρώσεως και όχι πλέον επί του παραδεκτού του. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να εξετάσει τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ο οποίος συνοδεύεται από επαρκείς προς τούτο διευκρινίσεις.

185    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι αρκούντως σαφής, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που θέτουν οι διατάξεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Κανονισμού Διαδικασίας και, ως εκ τούτου, είναι παραδεκτός.

2.      Επί του βασίμου του δευτέρου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως

186    Κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, απόρροια της οποίας είναι η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σκοπεί στο να διασφαλίσει την προβλεψιμότητα των νομικών καταστάσεων και σχέσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και που επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, ώστε να μη μπορούν να τροποποιήσουν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία (απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T-129/14 P, EU:T:2016:267, σκέψη 35).

187    Εν προκειμένω, ο προσφεύγων θεωρεί ότι τόσο η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσο και η αρχή της ασφάλειας δικαίου παραβιάστηκαν από τις προσβαλλόμενες πράξεις, καθόσον με αυτές διαπιστώνεται ότι το όνομά του περιλαμβάνεται στους επίμαχους καταλόγους από τις 23 Αυγούστου 2011, ενώ, από την έκδοση των πράξεων του 2011 έως την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, το Συμβούλιο δεν τον θεωρούσε ως το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

188    Προκειμένου να καθοριστεί εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά παράβαση των δύο αυτών αρχών, απαιτείται, επομένως, να εξεταστούν κατ’ αρχάς τα αποτελέσματά τους και να διαπιστωθεί εάν, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων και σε αντίθεση με την άποψη του Συμβουλίου, έχουν αναδρομική ισχύ, καθόσον διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων ήταν πάντοτε και είναι εν τέλει το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, τούτο δε από του χρόνου εκδόσεως έκδοση των πράξεων του 2011.

α)      Επί της αναδρομικότητας των προσβαλλόμενων πράξεων

189    Η νομολογία δέχεται ότι η αναδρομικότητα μιας πράξης μπορεί να προβλέπεται ρητώς στην πράξη, αλλά μπορεί επίσης να απορρέει από το περιεχόμενό της (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1991, Crispoltoni, C-368/89, EU:C:1991:307, σκέψη 17).

190    Οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν περιέχουν καμία ρητή διάταξη που να προβλέπει αναδρομική εφαρμογή των αποτελεσμάτων τους. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν έχουν όντως αναδρομική ισχύ λόγω του περιεχομένου τους.

191    Κατά πρώτον, όσον αφορά τις πράξεις του 2021, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 2 των πράξεων αυτών, τα στοιχεία σχετικά με ένα πρόσωπο του οποίου το όνομα έχει καταχωρισθεί στους επίμαχους καταλόγους, εν προκειμένω το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36, πρέπει να ενημερώνονται. Επομένως, δεν πρόκειται για πράξεις αρχικής καταχώρισης ή εκ νέου καταχώρισης, αλλά για πράξεις που προορίζονται να αποτελέσουν συνέχεια προγενέστερων πράξεων τις οποίες τροποποιούν.

192    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι τα εισαγωγικά που πλαισιώνουν το κείμενο που επισυνάπτεται στις πράξεις του 2021 εκκινούν στον αριθμό 36 και περικλείουν έως και την αρχική ημερομηνία καταχώρισης, δηλαδή την 23η Αυγούστου 2011. Επομένως, ολόκληρη η σειρά 36 αντικαθίσταται από το σχετικό κείμενο. Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, οι πράξεις του 2021 όντως όριζαν ότι η ημερομηνία της αρχικής καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους ήταν η 23η Αυγούστου 2011.

193    Τέλος, προκειμένου να εκτιμηθεί η αναδρομική ισχύς των πράξεων του 2021, είναι επίσης αναγκαίο να συγκριθεί η κατάσταση που υφίστατο πριν από την έκδοσή τους με εκείνη που διαμορφώθηκε μετά την έκδοσή τους. Επ’ αυτού, όμως, διαπιστώνεται ότι οι πράξεις του 2021 εκδόθηκαν αφού το Συμβούλιο αντιλήφθηκε ότι είχε υποπέσει σε πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων και εκείνην του προσφεύγοντος. Τούτο προκύπτει από το έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2021, στο οποίο αναφέρει ότι «The Council considers, after reviewing the information on its file, that [the applicant] is indeed the person listed under entry no 36 in the annexes to the [Decision 2013/255 and Regulation No 36/2012]» (το Συμβούλιο εκτιμά, μετά από επανεξέταση των στοιχείων του φακέλου του, ότι ο προσφεύγων είναι όντως το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των καταλόγων που επισυνάπτονται στην απόφαση 2013/255 και στον κανονισμό 36/2012) και με την οποία τάσσει στους εκπροσώπους του προσφεύγοντος προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις του πελάτη τους σχετικά με τους νέους λόγους καταχώρισης τους οποίους πρόκειται να ορίσει για αυτόν και οι οποίοι εμφανίζονται ακριβώς στις πράξεις του 2021.

194    Όπως προκύπτει, με την τροποποίηση της σειράς 36 των σχετικών καταλόγων, ώστε να είναι σαφές ότι η τροποποίηση αυτή αφορά τον προσφεύγοντα, και λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εκδόσεώς τους, οι πράξεις του 2021 έχουν αναδρομική ισχύ για τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος.

195    Τούτο επιβεβαιώνεται από τη δηλωθείσα πρόθεση του Συμβουλίου, η οποία υπομνήσθηκε τόσο στο υπόμνημα αντικρούσεως όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να διορθώσει, μέσω των πράξεων του 2021, τη σύγχυση σχετικά με την ταυτότητα του προσφεύγοντος.

196    Το συμπέρασμα που εκτίθεται στην ανωτέρω σκέψη 194 δεν μπορεί να κλονισθεί από τα επιχειρήματα του Συμβουλίου.

197    Πρώτον, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι οι πράξεις του 2021 δεν έχουν αναδρομική ισχύ, διότι τα κεφάλαια δεν μπορούν να δεσμευθούν αναδρομικώς.

198    Πράγματι, τα κεφάλαια ενός προσώπου ή μιας οντότητας μπορούν να δεσμευτούν, καταρχήν, μόνο για το μέλλον, όπως ακριβώς οι περιορισμοί εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών δύνανται να επιβληθούν μόνο για το μέλλον. Αφενός όμως ο περιορισμός των αποτελεσμάτων των πράξεων του 2021, εν προκειμένω, αποκλειστικώς στη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων του προσφεύγοντος, ή ακόμη και στους περιορισμούς εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών, παραβλέπει εσφαλμένως τις επιπτώσεις που είχε η έκδοση των πράξεων αυτών στη συνολική νομική κατάσταση του προσφεύγοντος και, ιδίως, στη φήμη και στην υπόληψή του.

199    Σχετικώς, έχει αναγνωριστεί ότι τα περιοριστικά μέτρα έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες και σημαντικό αντίκτυπο στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων που υπόκεινται σε αυτά. Επομένως, εκτός από τη δέσμευση των κεφαλαίων ή τους περιορισμούς εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών, οι οποίοι, λόγω της ευρείας εμβέλειάς τους, διαταράσσουν τόσο την επαγγελματική όσο και την οικογενειακή ζωή των θιγομένων, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη το στίγμα και η δυσπιστία που συνοδεύουν τον δημόσιο χαρακτηρισμό των προσώπων αυτών ως συνδεόμενων με το συριακό καθεστώς (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, Ayadi κατά Επιτροπής, C-183/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:369, σκέψη 68).

200    Ορίζοντας, όμως, με τις πράξεις του 2021, ότι το όνομα του προσφεύγοντος έχει καταχωρισθεί στους επίμαχους καταλόγους από τις πράξεις του 2011, το Συμβούλιο δηλώνει ότι, από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ο προσφεύγων είχε δεσμούς με το συριακό καθεστώς και ότι προέβη σε διάφορες πράξεις που δικαιολογούν έκτοτε την καταχώριση και διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους. Μια τέτοια εκτίμηση αρκεί για να μεταβάλει αναδρομικά τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, πέραν της απλής δεσμεύσεως των κεφαλαίων του.

201    Αφετέρου, εν προκειμένω, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι πράξεις του 2021 δεν είχαν κανένα αναδρομικό αποτέλεσμα ως προς τη δέσμευση των κεφαλαίων του προσφεύγοντος. Πράγματι, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, κατ’ ουσίαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένας από τους σκοπούς που επιδιώχθηκε με την έκδοση των πράξεων του 2021 ήταν να αποσαφηνιστεί η κατάσταση του προσφεύγοντος η οποία είχε διαμορφωθεί πριν από την έκδοσή τους, ιδίως, λόγω της ύπαρξης της γαλλικής αποφάσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2020, η οποία είχε επιβάλλει δέσμευση των κεφαλαίων του προσφεύγοντος, βάσει των πράξεων του 2019. Μολονότι, επομένως, είναι τεχνικά αδύνατον να επιβληθεί δέσμευση κεφαλαίων για το παρελθόν, είναι δυνατή η επικύρωση της δέσμευσης κεφαλαίων που έχει επιβληθεί σε προγενέστερο χρόνο διά της μεταβολής της νομικής κατάστασης του οικείου προσώπου που υφίστατο κατά τον χρόνο εκείνο. Κατά συνέπεια, οι πράξεις του 2021, επιβεβαιώνοντας ότι ο προσφεύγων ήταν όντως το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων από τις 23 Αυγούστου 2011, μετέβαλαν αναδρομικώς τη νομική του κατάσταση, ώστε να αντιστοιχεί σε εκείνη που θα καθιστούσε δυνατό στη γαλλική απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020 να παράγει τα αποτελέσματά της.

202    Δεύτερον, στο υπόμνημα ανταπαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο επισήμανε ότι το έγγραφο WK 4069/2019 INIT, το οποίο καθιστούσε επίσης δυνατή την τεκμηρίωση των λόγων καταχώρισης στις πράξεις του 2019, περιείχε ήδη φωτογραφίες του προσφεύγοντος που τον ταυτοποιούσαν σαφώς. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή του, ο προσφεύγων υπόκειτο ήδη σε περιοριστικά μέτρα το 2019.

203    Ωστόσο, η εκτίμηση του Συμβουλίου ότι το 2019 ίσχυαν ήδη περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος προσκρούει στο ότι, μέσω του διορθωτικού του 2019, το Συμβούλιο σκόπευε να τροποποιήσει τη μνεία του αραβικού ονόματος του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, ώστε να αντιστοιχεί σε εκείνο των πράξεων του 2011, όπως τροποποιήθηκαν με τις πράξεις του Νοεμβρίου 2011. Εξ αυτού συνάγεται ότι το Συμβούλιο εξακολουθούσε να πιστεύει, κατά τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων του 2019, ότι ο προσφεύγων, του οποίου το αραβικό όνομα διέφερε από εκείνο που περιέχεται στο εν λόγω διορθωτικό, δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονευόταν στην εν λόγω σειρά. Τούτο ίσχυε, άλλωστε, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως 2020/719 και του εκτελεστικού κανονισμού 2020/716 όπου μνημονεύεται εκ νέου το ίδιο αραβικό όνομα.

204    Ως εκ τούτου, μολονότι το έγγραφο WK 4069/2019 INIT, με το οποίο τεκμηριώνονται οι λόγοι καταχώρισης στις πράξεις του 2019, περιείχε πληροφορίες δυνάμενες να ταυτοποιήσουν τον προσφεύγοντα ως το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, παραμένει γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεώς των εν λόγω πράξεων και μέχρι την έκδοση των πράξεων του 2021, το Συμβούλιο θεωρούσε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Με την έκδοση των πράξεων του 2021, το Συμβούλιο σκόπευε να διορθώσει το σφάλμα του, δηλώνοντας με σαφήνεια ότι ο προσφεύγων ήταν πράγματι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων και μάλιστα από τις 23 Αυγούστου 2011.

205    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι, πέραν του σφάλματος στο οποίο αυτό υπέπεσε, ο προσφεύγων πρέπει να θεωρηθεί ότι υπέκειτο ήδη σε περιοριστικά μέτρα πριν από την έκδοση των πράξεων του 2021. Τέτοια νομική θέση δεν συμβιβάζεται, άλλωστε, με την πραγματικότητα, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της 2ας Νοεμβρίου 2011 και της 21ης Απριλίου 2015 της ελβετικής Γενικής Γραμματείας Οικονομικών Υποθέσεων, τα οποία προσκομίζονται ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, η ελβετική τράπεζα στην οποία ο προσφεύγων διατηρούσε λογαριασμούς απελευθέρωσε τα κεφάλαια που είχε δεσμεύσει μετά την έκδοση της πράξης του 2011 και των μεταγενέστερων πράξεων, λαμβανομένων υπόψη των διαβεβαιώσεων που έλαβε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

206    Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο ανέφερε ότι μετά την παραλαβή του εγγράφου της 23ης Ιουνίου 2020 διενήργησε έρευνα για να λάβει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον προσφεύγοντα. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων απέστειλε το εν λόγω έγγραφο, προκειμένου να λάβει επιβεβαίωση από το Συμβούλιο ότι δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Η επιβεβαίωση αυτή ήταν αναγκαία για τον προσφεύγοντα λόγω της γαλλικής αποφάσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2020 με την οποία ζητήθηκε από τις τράπεζες που βρίσκονται στη Γαλλία να δεσμεύσουν τα κεφάλαιά του. Όπως προκύπτει από το έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2021 και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, το Συμβούλιο αντιλήφθηκε το σφάλμα του όταν έλαβε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις γαλλικές αρχές, οι οποίες παρατίθενται εκ νέου στο έγγραφο WK 985/2021 INIT.

207    Επομένως, το Συμβούλιο, εκδίδοντας τις πράξεις του 2021, είχε πράγματι την πρόθεση να μεταβάλει την ως τότε υφιστάμενη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, δηλαδή το ότι δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Με τις εν λόγω πράξεις, το Συμβούλιο θέλησε να ταυτοποιήσει με βεβαιότητα τον προσφεύγοντα ως το πρόσωπο του οποίου το όνομα είχε καταχωριστεί στη σειρά αυτή από τις 23 Αυγούστου 2011 και, ως εκ τούτου, διαπίστωσε, από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, σύνδεση μεταξύ του προσφεύγοντος και των ενεργειών του συριακού καθεστώτος, τις οποίες η Ένωση επεδίωκε να καταδικάσει με τη θέσπιση περιοριστικών μέτρων.

208    Συνεπώς, οι πράξεις του 2021 έχουν αναδρομική ισχύ.

209    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις πράξεις του 2022 περί διατηρήσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 της απόφασης 2022/849, ο σκοπός των πράξεων περί διατηρήσεως, ως προς τον προσφεύγοντα, ήταν απλώς να παρατείνουν την ισχύ των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν σε βάρος του μέχρι την 1η Ιουνίου 2023.

210    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι μόνον κατά την έκδοση των πράξεων του 2021 το Συμβούλιο επιχείρησε να διευκρινίσει την κατάσταση του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, προκειμένου να δηλώσει ότι πρόκειται πράγματι για τον προσφεύγοντα. Δηλαδή, αποκλειστικώς οι εν λόγω πράξεις σηματοδοτούν ριζική μεταβολή της μέχρι τότε θέσεως του Συμβουλίου. Αντιθέτως, οι πράξεις του 2022 περί διατηρήσεως αποσκοπούν μόνο στη διατήρηση του ονόματος του αιτούντος στους επίμαχους καταλόγους. Υπό την έννοια αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο σκόπευε να διορθώσει κάποιο σφάλμα στο οποίο υπέπεσε όταν εξέδωσε τις πράξεις αυτές.

211    Ως εκ τούτου, οι πράξεις του 2022 περί διατηρήσεως δεν έχουν αναδρομική ισχύ και ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν κατά το μέρος που τις αφορούν.

β)      Επί της παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

212    Υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, κατά κανόνα, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει να ορίζεται σε πράξη της Ένωσης, ως ημερομηνία έναρξης ισχύος της, ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς της, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να συμβεί το αντίθετο, όταν το απαιτεί ο προς επίτευξη σκοπός γενικού συμφέροντος και προστατεύεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων, καθώς και στο μέτρο που από τη διατύπωση, τους σκοπούς ή την οικονομία των οικείων κανόνων της Ένωσης προκύπτει σαφώς ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοιο αποτέλεσμα (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, Mitsui & Co. Deutschland, C-256/07, EU:C:2009:167, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

213    Δεδομένου ότι μόλις διαπιστώθηκε, στη σκέψη 208 ανωτέρω, ότι από το περιεχόμενο και τον σκοπό των πράξεων του 2021 προκύπτει σαφώς ότι έχουν αναδρομική ισχύ, πρέπει να εξακριβωθεί αν πληρούνται οι άλλες δύο προϋποθέσεις τις οποίες έχει διατυπώσει η νομολογία και οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 212 ανωτέρω, για να γίνει δεκτή η αναδρομικότητα των πράξεων της Ένωσης.

214    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, αφενός, εάν σκοπός γενικού συμφέροντος απαιτούσε την αναδρομική ισχύ των πράξεων του 2021 και, αφετέρου, εάν προστατεύτηκε δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προσφεύγοντος.

1)      Επί της υπάρξεως γενικού συμφέροντος

215    Όσον αφορά την ύπαρξη γενικού συμφέροντος δημόσιας τάξεως, το Συμβούλιο επικαλείται, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι τα περιοριστικά μέτρα επιδιώκουν σκοπούς γενικού συμφέροντος, ιδίως δε την εδραίωση και υποστήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Με τα υπομνήματά του και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο υποστήριξε, επίσης, ότι με την έκδοση των πράξεων του 2021 και την αποσαφήνιση της κατάστασης του προσφεύγοντος πριν από την έκδοσή τους, παρείχετο ασφάλεια δικαίου.

216    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν αναγνωρίσει ότι η πρωταρχική σημασία της διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T-256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 191).

217    Εξάλλου, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια ποιος υπόκειται και ποιος όχι στα περιοριστικά μέτρα που έχει επιβάλει η Ένωση. Οι κατευθυντήριες γραμμές του Συμβουλίου με τίτλο «Βέλτιστες πρακτικές της Ένωσης για την αποτελεσματική εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων» της 4ης Μαΐου 2018 υπογραμμίζουν ακριβώς τη σημασία της απαίτησης αυτής.

218    Πράγματι, μόνο εάν τα πρόσωπα και οι οντότητες προσδιορίζονται σαφώς, μπορεί να κατοχυρώνεται η ασφάλεια δικαίου και να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλονται και, συνεπώς, η επίτευξη των σκοπών που μνημονεύονται στη σκέψη 216 ανωτέρω.

219    Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι οι εθνικές αρχές των κρατών μελών στηρίζονται στις πράξεις που εκδίδει το Συμβούλιο προκειμένου να αποφαίνονται επί της δεσμεύσεως κεφαλαίων προσώπων και οντοτήτων, πρέπει να αναγνωριστεί ότι είναι θεμιτό και αναγκαίο να μπορεί το Συμβούλιο να διορθώσει το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε σχετικά με την ταυτότητα ενός προσώπου και, ως εκ τούτου, να είναι σε θέση να αποσαφηνίσει την κατάσταση ενός προσώπου ή μιας οντότητας. Τούτο συμβάλλει πράγματι στη διασφάλιση της επίτευξης των σκοπών των περιοριστικών μέτρων, καθιστώντας σαφές, αφενός, στις διοικητικές αρχές και στους τρίτους ποιος είναι ο σκοπός των περιοριστικών μέτρων και παρέχοντας, αφετέρου, στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή στην ενδιαφερόμενη οντότητα τη δυνατότητα να προσφύγει κατά των πράξεων που το αφορούν.

2)      Επί της υπάρξεως δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους του προσφεύγοντος

220    Κατά πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, ο προσφεύγων δεν προβάλλει παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κυρίως λόγω της εκ μέρους του Συμβουλίου επιβολής, διά των πράξεων του 2021, περιοριστικών μέτρων σε βάρος του, αλλά επειδή, με την έκδοση των πράξεων του 2021, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει ότι αυτός είναι πράγματι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων και μάλιστα από τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων του 2011.

221    Συναφώς, ο προσφεύγων δεν υποστηρίζει ότι ουδέποτε μπορούσε το Συμβούλιο να καταχωρίσει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, αλλά ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε, μετά από περίοδο δέκα ετών κατά την οποία επιβεβαίωνε ότι αυτός δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, να διαπιστώσει το αντίθετο.

222    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κατάσταση του προσφεύγοντος διαφέρει από τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου (C-600/16 P, EU:C:2018:966), και της 3ης Μαΐου 2016, Iran Insurance κατά Συμβουλίου (T-63/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:264), τις οποίες επικαλείται το Συμβούλιο και στις οποίες το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο, αντίστοιχα, διαπίστωσαν, κατ’ ουσίαν, ότι η ακύρωση από τον δικαστή της Ένωσης περιοριστικών μέτρων που έχει επιβάλει το Συμβούλιο εις βάρος προσώπου ή οντότητας δεν δημιουργεί, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του εν λόγω προσώπου ή της οντότητας ότι το Συμβούλιο δεν θα μπορούσε, τηρουμένης της ακυρωτικής αποφάσεως, να λάβει απόφαση περί εκ νέου καταχωρίσεως στο μέλλον (απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, C-600/16 P, EU:C:2018:966, σκέψη 51· πρβλ., επίσης, απόφαση της 3ης Μαΐου 2016, Iran Insurance κατά Συμβουλίου, T-63/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:264, σκέψεις 152 και 153).

223    Κατά δεύτερον, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν ο προσφεύγων δύναται να επικαλεστεί, εν προκειμένω, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

224    Μολονότι ο προσφεύγων, στηριζόμενος στη νομολογία περί ανακλήσεως διοικητικών πράξεων, θεωρεί ότι είναι αποδέκτης των πράξεων τις οποίες εξέδωσε το Συμβούλιο και με τις οποίες επιβεβαίωσε ότι ο προσφεύγων δεν είναι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, το Συμβούλιο αμφισβητεί τούτο και υποστηρίζει ότι η νομολογία που επικαλείται ο προσφεύγων δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως.

225    Συναφώς, αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την οποία πρέπει να τηρεί το Συμβούλιο (πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Veloserviss, C-427/14, EU:C:2015:803, σκέψεις 29 και 30).

226    Αφετέρου, από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 212 ανωτέρω, προκύπτει ότι ο σεβασμός της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, προκειμένου πράξη της Ένωσης να έχει αναδρομική ισχύ, τηρουμένης της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

227    Τέλος, οι προϋποθέσεις που έχει διατυπώσει η νομολογία σχετικά με την ύπαρξη συγκεκριμένων, ανεπιφύλακτων και συγκλινουσών διαβεβαιώσεων προκειμένου να θεμελιωθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη αφορούν μόνο την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο όταν μια πράξη εφαρμόζεται σε αυτό με άμεσο αποτέλεσμα και όχι με αναδρομική ισχύ (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2010, ΓΕΕΑ κατά Simões Dos Santos, T-260/09 P, EU:T:2010:461, σκέψη 64). Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι, καθόσον η αναδρομική ισχύς πράξης της Ένωσης επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν μπορεί να απαιτείται από ιδιώτη να αποδείξει ότι έλαβε διαβεβαιώσεις ότι η νομική του κατάσταση δεν θα μεταβληθεί αναδρομικώς.

228    Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, δεν είναι αναγκαίο ο προσφεύγων να έχει γίνει αποδέκτης πράξεων που θεμελιώνουν δικαιώματα για να επικαλεστεί την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του.

229    Προς στήριξη της θέσης του, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Petrea (C-184/16, EU:C:2017:684, σκέψεις 31 επ.), και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Szpunar στην υπόθεση Petrea (C-184/16, EU:C:2017:324, σημεία 61 επ.).

230    Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο επιλήφθηκε αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με το αν η ανάκληση βεβαιώσεως εγγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34), θα μπορούσε να συνιστά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται τέτοια βεβαίωση.

231    Κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας τη θέση του γενικού εισαγγελέα Szpunar, έκρινε ότι μια πράξη αναγνωριστικού χαρακτήρα, όπως η βεβαίωση εγγραφής, δεν μπορεί, αφεαυτής, να αποτελεί το έρεισμα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ενδιαφερομένου όσον αφορά το δικαίωμά του διαμονής εντός του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Petrea, C‑184/16, EU:C:2017:684, σκέψη 35).

232    Κατ’ αναλογία, το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου το οποίο αφορά η καταχώριση στους επίμαχους καταλόγους έχουν μόνον αναγνωριστική σημασία και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεμελιώσουν δικαιώματα.

233    Με τον τρόπο αυτόν, το Συμβούλιο εκκινεί από την εσφαλμένη παραδοχή ότι η αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προκειμένου να εφαρμοστεί, απαιτεί πάντοτε την έκδοση διαπλαστικών πράξεων που θεμελιώνουν δικαιώματα. Η προϋπόθεση αυτή όμως δεν προκύπτει από τη νομολογία και, ειδικότερα, από την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Petrea (C-184/16, EU:C:2017:684). Μολονότι το Δικαστήριο επισήμανε ότι η βεβαίωση εγγραφής δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να αποτελεί το έρεισμα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ενδιαφερομένου, δεδομένου ότι πρόκειται για αναγνωριστική πράξη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στη σκέψη 36 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο προσθέτει ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης, από καμία εκ των εκτιθεμένων στην απόφαση περί παραπομπής περιστάσεων δεν προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές δημιούργησαν προσδοκίες όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής του ενδιαφερομένου παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Το Δικαστήριο, επομένως, χωρίς σε καμία περίπτωση να αποκλείσει το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να έχει λάβει, υπό οποιαδήποτε μορφή, διαβεβαιώσεις από τις αρμόδιες αρχές οι οποίες θα του δημιουργούσαν ορισμένες προσδοκίες, δέχθηκε ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα και διακρίβωσε αν τούτο ίσχυε στην εξεταζόμενη περίπτωση.

234    Κατά τρίτον, πρέπει να εξεταστεί αν το Συμβούλιο τήρησε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τον προσφεύγοντα.

235    Συναφώς, από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 227 ανωτέρω, συνάγεται ότι δεν εναπόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι έλαβε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις που να θεμελιώνουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη εκ μέρους του ως προς το ότι το Συμβούλιο δεν θα εκδώσει πράξεις με αναδρομική ισχύ, αλλά απόκειται στον δικαστή να διακριβώσει ότι οι πράξεις του 2021 εκδόθηκαν λαμβάνοντας υπόψη δεόντως τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προσφεύγοντος.

236    Η ανάλυση αυτή απαιτεί να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις της υποθέσεως.

237    Από τα έγγραφα της 28ης Οκτωβρίου 2011, της 15ης Νοεμβρίου 2011 και της 6ης Μαΐου 2013 που απέστειλε το Συμβούλιο στους εκπροσώπους του προσφεύγοντος, καθώς και από την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 24ης Μαΐου 2012, Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266), προκύπτει ότι το Συμβούλιο δήλωσε, χωρίς επιφυλάξεις, ότι ο προσφεύγων δεν είναι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Τούτο επιβεβαιώθηκε με την έκδοση των πράξεων του Νοεμβρίου 2011 και των διορθωτικών του 2013 (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω) και του 2019. Πρέπει να τονιστεί, εν προκειμένω, ότι το Συμβούλιο ουδέποτε ζήτησε από τους εκπροσώπους του προσφεύγοντος περισσότερα αναγνωριστικά στοιχεία και δεν υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων του απέκρυψε πληροφορίες. Δηλαδή, μέχρι την αποστολή του εγγράφου της 12ης Φεβρουαρίου 2021, το Συμβούλιο δεν εξέφρασε καμία αμφιβολία ως προς το ότι ο προσφεύγων δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

238    Επομένως, το Συμβούλιο δήλωσε επανειλημμένως στον προσφεύγοντα ότι δεν είναι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

239    Το Συμβούλιο επιχειρεί να υποστηρίξει ότι οποιαδήποτε διαπίστωση σχετικά με την ταυτότητα προσώπου που υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα έχει μόνον αναγνωριστική σημασία και επιδιώκει να καταδείξει ότι η υπό κρίση περίπτωση είναι ανάλογη εκείνης της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017 Almaz-Antey Air and Space Defence κατά Συμβουλίου (T‑255/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:25, σκέψεις 38 και 39). Εντούτοις, στην τελευταία αυτή υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει το παραδεκτό των αιτήσεων προσαρμογής των αιτημάτων του προσφεύγοντος σε σχέση με έγγραφο το οποίο απέστειλε το Συμβούλιο και με το οποίο επιβεβαίωσε την άποψή του ότι ο προσφεύγων εξακολουθούσε να πληροί τα κριτήρια της αποφάσεως 2014/145/ΚΕΠΠΑ, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 16), και του κανονισμού (ΕΕ) 269/2014, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 6), και ότι τα περιοριστικά μέτρα πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ ως προς αυτόν. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις προσαρμογής ως απαράδεκτες, κρίνοντας ότι το εν λόγω έγγραφο απλώς επιβεβαίωνε την εκτίμηση του Συμβουλίου και δεν αποσκοπούσε ούτε στην αντικατάσταση ούτε στην τροποποίηση των λόγων καταχώρισης που προβλέπονται στην απόφασή του (ΚΕΠΠΑ) 2015/432, της 13ης Μαρτίου 2015, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2015, L 70, σ. 47), και την παράταση των σχετικών περιοριστικών μέτρων έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2015, καθώς και στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/427, της 13ης Μαρτίου 2015, για την εφαρμογή του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2015, L 70, σ. 1).

240    Εν προκειμένω, όμως, ο προσφεύγων δεν ζητεί την ακύρωση των εγγράφων που του απέστειλε το Συμβούλιο, αλλά τα επικαλείται για να αποδείξει ότι το Συμβούλιο του δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι το θεσμικό όργανο αυτό δεν θεωρεί ότι ο προσφεύγων είναι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα ως άνω έγγραφα απλώς επιβεβαιώνουν τις διάφορες πράξεις που εξέδωσε το Συμβούλιο, εντούτοις, από κοινού με τις εν λόγω πράξεις, αυτά συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί βάσιμη προσδοκία στον προσφεύγοντα ότι δεν είναι το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων. Επομένως, λόγω της σώρευσης τέτοιων εγγράφων, με τα οποία επιβεβαιώνονταν ή ανακοινώνονταν οι πράξεις που εξέδωσε το Συμβούλιο, και λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα της αναδρομικότητας των πράξεων της Ένωσης, ο προσφεύγων μπορούσε εύλογα να προσδοκά ότι δεν θα συνδεθεί αναδρομικά με το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

241    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν σεβάστηκε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προσφεύγοντος, επιβάλλοντας περιοριστικά μέτρα σε βάρος του με αναδρομική ισχύ.

242    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονισθεί από τα λοιπά επιχειρήματα του Συμβουλίου.

243    Κατά πρώτον, το Συμβούλιο θεωρεί ότι κάθε συμπέρασμα σχετικά με την ταυτότητα ενός προσώπου του οποίου το όνομα έχει καταχωρισθεί στηρίζεται στα πραγματικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο και τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα στο Συμβούλιο και στις αρχές που εφαρμόζουν περιοριστικά μέτρα να ταυτοποιήσουν το συγκεκριμένο πρόσωπο. Δηλαδή, κατά το Συμβούλιο, η θέση του όσον αφορά την ταυτότητα ενός προσώπου δύναται να μεταβληθεί αναλόγως των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του.

244    Βεβαίως, αφενός, γίνεται δεκτό ότι το Συμβούλιο μπορεί να εξακριβώσει δεόντως, κατά νόμον, την ταυτότητα των προσώπων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων λαμβάνει περιοριστικά μέτρα (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2016, Tri Ocean Energy κατά Συμβουλίου, T-719/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:458, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο δικαστής της Ένωσης έλαβε υπόψη του τη δυσχέρεια απόκτησης ακριβέστερων αποδεικτικών στοιχείων σε ένα κράτος ευρισκόμενο σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου και με αυταρχικό καθεστώς. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να αναγνωρίζεται ότι το Συμβούλιο μπορεί να μεταβάλει τη γνώμη του σχετικά με την ταυτότητα ενός προσώπου ή μιας οντότητας αναλόγως των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του.

245    Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 219 ανωτέρω, πρέπει να αναγνωριστεί η δυνατότητα του Συμβουλίου να διορθώσει ένα σφάλμα στο οποίο υπέπεσε ως προς την ταυτότητα ενός προσώπου και να του επιτραπεί, ως εκ τούτου, να αποσαφηνίσει την κατάσταση ενός προσώπου ή μιας οντότητας.

246    Ωστόσο, το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στο Συμβούλιο στη σκέψη 219 ανωτέρω συνοδεύεται από περιορισμούς, ήτοι την τήρηση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία πρέπει κατά μείζονα λόγο να τηρείται, δεδομένου ότι οι συνέπειες ως προς τη νομική κατάσταση των προσώπων και οντοτήτων που αφορούν τα περιοριστικά μέτρα δεν είναι αμελητέες.

247    Συναφώς, πρέπει εξάλλου να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, μολονότι τα περιοριστικά μέτρα δεν συνιστούν ποινική κύρωση, απόκειται στο Συμβούλιο, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 70 και 71 ανωτέρω, να προσδιορίσει επαρκώς κατά νόμον την ταυτότητα των προσώπων και οντοτήτων έναντι των οποίων λαμβάνει περιοριστικά μέτρα. Τούτο είναι σημαντικό διότι, στην περίπτωση των περιοριστικών μέτρων, ο εκ μέρους του Συμβουλίου επαρκής κατά νόμον προσδιορισμός των αποδεκτών των πράξεων αποτελεί προϋπόθεση για την καταχώρισή τους και για τη συγκεκριμένη εξέταση των επίμαχων πραγματικών περιστατικών (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Haikal κατά Συμβουλίου, T-189/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:607, σκέψη 102).

248    Επιπλέον, τέτοιου είδους σφάλματα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατό, ώστε να μην υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και να μη διακυβεύεται ο σκοπός του νομικού καθεστώτος που θέσπισε η Ένωση, δηλαδή η άσκηση πίεσης στο συριακό καθεστώς μέσω της παρεμπόδισης της χρηματοδότησής του.

249    Επομένως, μολονότι το Συμβούλιο έχει το δικαίωμα να διορθώσει αναδρομικώς σφάλμα στο οποίο υπέπεσε κατά τον προσδιορισμό ενός προσώπου σε σχέση με την επιβολή περιοριστικών μέτρων, δεν μπορεί να ενεργήσει χωρίς να τηρεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Κατά συνέπεια, το επιχείρημά του πρέπει να απορριφθεί.

250    Κατά δεύτερον, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η εσφαλμένη αντίληψή του σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων δεν οφείλεται σε έλλειψη πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα του εν λόγω προσώπου, αλλά μάλλον σε έλλειψη πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα του προσφεύγοντος.

251    Ωστόσο, ακόμη και αν γινόταν δεκτό το επιχείρημα του Συμβουλίου, το καθού δεν επικαλείται κανένα έγγραφο που εστάλη στους εκπροσώπους του προσφεύγοντος για να διευκρινιστεί η κατάσταση. Λαμβανομένου, όμως, υπόψη του γεγονότος ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τα κεφάλαια του προσφεύγοντος είχαν δεσμευθεί προσωρινά το 2011 και εκ νέου το 2015 από ελβετική τράπεζα, όπως υπενθυμίζεται ανωτέρω, στη σκέψη 205, το Συμβούλιο θα έπρεπε ήδη να είχε χρησιμοποιήσει τα μέσα που διέθετε κατά τον χρόνο εκείνο για να αποσαφηνίσει την κατάσταση, εάν θεωρούσε ότι δεν είχε στη διάθεσή του επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του προσφεύγοντος. Εν τέλει, το Συμβούλιο ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες μόνον όταν έλαβε το έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2020, με το οποίο ενημερώθηκε ότι ο Γάλλος Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών είχε εκδώσει τη γαλλική απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020 για τη δέσμευση των κεφαλαίων του προσφεύγοντος στη Γαλλία.

252    Εξάλλου, λόγω της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής από τις γαλλικές αρχές, το Συμβούλιο δεν μπορεί να ισχυριστεί βασίμως ότι το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε θα ήταν ευνοϊκό για τον προσφεύγοντα, στο μέτρο που κανένα περιοριστικό μέτρο δεν είχε παραγάγει τα αποτελέσματά του μέχρι την έκδοση των πράξεων του 2021. Πράγματι, τούτο δεν είναι μόνον εν μέρει ανακριβές, δεδομένου ότι οι γαλλικές αρχές πράγματι δέσμευσαν τα κεφάλαια που είχε ο προσφεύγων στη Γαλλία βάσει των πράξεων του 2019, αλλά, πρωτίστως, το σφάλμα του Συμβουλίου το οποίο δημιούργησε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προσφεύγοντος ως προς το ότι δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων, τον απέτρεψε από το να ασκήσει, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς περιόδου που προηγήθηκε της εκδόσεως των πράξεων του 2021, προσφυγές με σκοπό την ακύρωση των διαφόρων πράξεων με τις οποίες καταχωρίσθηκε και διατηρήθηκε το όνομά του στους επίμαχους καταλόγους. Εξάλλου, το ενδεχόμενο ο προσφεύγων να είχε ασκήσει προσφυγή εάν γνώριζε ότι τον αφορούσαν οι πράξεις που ήταν προγενέστερες εκείνων του 2021 δεν είναι εν προκειμένω απλώς υποθετικό, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε ασκήσει προσφυγή κατά των πράξεων του 2011 και απευθυνόταν τακτικά στο Συμβούλιο προκειμένου να λάβει επιβεβαίωση ότι δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

253    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθεί.

254    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του προσφεύγοντος και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί.

Ε.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση του δεδικασμένου

255    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ζήτημα της ταυτότητας του προσώπου που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων κρίθηκε με τη διάταξη της 24ης Μαΐου 2012, Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266). Επιπλέον, επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την εν λόγω απόφαση κατόπιν ρητού αιτήματος του Συμβουλίου, μολονότι εκείνος είχε προσφύγει στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να καταστεί σαφές έναντι τρίτων ότι ο ίδιος δεν υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα. Κατά την άποψή του, το Συμβούλιο δεν μπορεί να θέσει τούτο εν αμφιβόλω εκδίδοντας τις προσβαλλόμενες πράξεις.

256    Το Συμβούλιο θεωρεί ότι το δεδικασμένο μιας αποφάσεως των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης που απορρίπτει προγενέστερη προσφυγή μπορεί να εμποδίσει μόνον το παραδεκτό δεύτερης προσφυγής. Συνεπώς, κατά το καθού, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με το δεδικασμένο αποφάσεως περί του παραδεκτού στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινήθηκε το 2011, με τα οποία επιδιώκει να εμποδίσει το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει την υπό κρίση υπόθεση επί της ουσίας.

257    Πρέπει να υπομνησθεί η σημασία την οποία έχει η αρχή του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις. Πράγματι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων αποφάσεις οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, μετά την εξάντληση των προβλεπομένων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση των ενδίκων μέσων αυτών (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-224/01, Köbler, EU:C:2003:513, σκέψη 38).

258    Ο κύριος επιδιωκόμενος σκοπός είναι να αποτραπεί η συνύπαρξη αντικρουόμενων ή ενδεχομένως και μη συμβατών ως προς τα αποτελέσματά τους αποφάσεων στην έννομη τάξη της Ένωσης. Επομένως, προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω του δεδικασμένου προγενέστερης αποφάσεως εκδοθείσας επί προσφυγής η οποία αφορούσε τους ίδιους διαδίκους, είχε το ίδιο αντικείμενο και στηρίχθηκε στους ίδιους λόγους (αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, Hoogovens Groep κατά Επιτροπής, 172/83 και 226/83, EU:C:1985:355, σκέψη 9, της 5ης Ιουνίου 1996, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-162/94, EU:T:1996:71, σκέψη 37, και της 25ης Ιουνίου 2010, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, T-66/01, EU:T:2010:255, σκέψη 197).

259    Υπό την έννοια αυτή, το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει μόνον το διατακτικό της δικαστικής αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, C-458/98 P, EU:C:2000:531, σκέψη 81, και της 1ης Ιουλίου 2009, ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, T-24/07, EU:T:2009:236, σκέψεις 113 και 140).

260    Στην υπό κρίση υπόθεση, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το εύρος που πρέπει να αποδοθεί στο δεδικασμένο της διατάξεως της 24ης Μαΐου 2012, Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266).

261    Επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται να κριθεί το απαράδεκτο προσφυγής ασκηθείσας κατά πράξεων των οποίων η νομιμότητα έχει εξεταστεί, εν όλω ή εν μέρει, από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά αν το Συμβούλιο δεσμευόταν από τη διάταξη της 24ης Μαΐου 2012, Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266), όταν εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις.

262    Συναφώς, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 58, η υπό κρίση προσφυγή δεν ζητεί την ακύρωση των πράξεων του 2011, αλλά μόνο των προσβαλλόμενων πράξεων που εκδόθηκαν στις 6 Μαΐου 2021 και στις 30 Μαΐου 2022.

263    Εντούτοις, δεδομένου ότι οι πράξεις του 2021 έχουν αναδρομική ισχύ και οι πράξεις διατήρησης του 2022 εξακολουθούν να αναφέρουν ότι η αρχική ημερομηνία καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους είναι η 23η Αυγούστου 2011, προκύπτει αντίφαση, δεδομένου ότι, αφενός, υπάρχει αμετάκλητη δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει ότι ο προσφεύγων δεν είναι το πρόσωπο που μνημονεύεται στις πράξεις του 2011 και, αφετέρου, οι πράξεις του Συμβουλίου που εκδόθηκαν μεταγενέστερα αναφέρουν το αντίθετο.

264    Το Συμβούλιο, όμως, διαπιστώνοντας με τις προσβαλλόμενες πράξεις ότι ο προσφεύγων ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των πράξεων του 2011, παραβιάζει την αρχή του δεδικασμένου όσον αφορά τη διάταξη της 24ης Μαΐου 2012, Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, δεν δημοσιεύθηκε, EU:T:2012:266). Πράγματι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκάλεσε τη συνύπαρξη στην έννομη τάξη της Ένωσης μιας αποφάσεως και πράξεων που είναι μεταξύ τους αντίθετες ή, ενδεχομένως, ασυμβίβαστες ως προς τα αποτελέσματά τους.

265    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονισθεί από τα επιχειρήματα του Συμβουλίου, προς επίρρωση των οποίων επικαλείται την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Meyer κατά Επιτροπής (T-333/01, EU:T:2003:32).

266    Από τις σκέψεις 25 και 27 της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Meyer κατά Επιτροπής (T-333/01, EU:T:2003:32), προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 10ης Απριλίου 2000, Meyer κατά Επιτροπής και ΕΤΕπ (T-361/99, EU:T:2000:107), καθόσον δεν εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, δεν είχε αποφανθεί για κανένα πραγματικό ή νομικό ζήτημα από το οποίο θα μπορούσε να δεσμευθεί στην εν λόγω διαδικασία και, ως εκ τούτου, το επιχείρημα που στηριζόταν στο δεδικασμένο έπρεπε να απορριφθεί.

267    Το Συμβούλιο συνάγει εξ αυτού ότι, αναλόγως, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η διάταξη της 24ης Μαΐου 2012 στην υπόθεση Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266), δεδομένου ότι αφορούσε μόνον το παραδεκτό της προσφυγής του προσφεύγοντος κατά των πράξεων του 2011.

268    Το γεγονός και μόνον ότι το ζήτημα της ταυτότητας του προσφεύγοντος κρίθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του παραδεκτού της προσφυγής και όχι στο πλαίσιο της εξέτασης επί της ουσίας είναι άνευ σημασίας. Κατά την εκτίμηση του δεδικασμένου αποφάσεως δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, σημασία έχει μόνον εάν το Γενικό Δικαστήριο έδωσε οριστική απάντηση επί συγκεκριμένου ζητήματος. Συνεπώς, το δεδικασμένο της διατάξεως της 24ης Μαΐου 2012 στην υπόθεση Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266) δεν μπορεί να παραβλεφθεί απλώς και μόνον επειδή πρόκειται για διάταξη περί απαραδέκτου.

269    Αντιθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο παραβίασε το δεδικασμένο της διατάξεως της 24ης Μαΐου 2012 στην υπόθεση Assaad κατά Συμβουλίου (T‑550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266), μόνον όσον αφορά τις πράξεις του 2011. Πράγματι, μόνον ως προς τις πράξεις αυτές το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν το πρόσωπο που μνημονεύεται στη σειρά 36 των επίμαχων καταλόγων.

270    Υπενθυμίζεται, όμως, ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει το Συμβούλιο, η αρχή του δεδικασμένου δεν μπορεί να επεκταθεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε μια διάταξη να ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν ένα άλλο σύνολο νομικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται βάσει άλλων αποδεικτικών στοιχείων και αφορούν διαφορετικές βασικές πράξεις (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2018, Bank Tejarat κατά Συμβουλίου, C-248/17 P, EU:C:2018:967, σκέψη 76, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Kaddour κατά Συμβουλίου (T-510/18, EU:T:2020:436, σκέψη 92).

271    Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν δύναται να υποστηρίξει βασίμως ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά παράβαση της αρχής του δεδικασμένου, παρά μόνο για τις πράξεις του 2011.

272    Εν προκειμένω, μολονότι είναι αληθές, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, ότι το ζήτημα της ταυτότητας ενός προσώπου μπορεί, καταρχήν, να έχει μόνο μία απάντηση και δεν μπορεί να μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, πρέπει να υπομνησθεί, όπως μνημονεύεται στη σκέψη 244 ανωτέρω, ότι, σε σχέση με τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, το Συμβούλιο μπορεί να εξακριβώσει επαρκώς κατά νόμον την ταυτότητα των προσώπων και των οντοτήτων εις βάρος των οποίων επιβάλλει περιοριστικά μέτρα. Δεδομένου, εξάλλου, ότι ανωτέρω, στη σκέψη 219, διαπιστώθηκε ότι το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να διορθώσει το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε όσον αφορά την ταυτότητα ενός προσώπου, πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι το δεδικασμένο που συνδέεται με τη διάταξη της 24ης Μαΐου 2012, Assaad κατά Συμβουλίου (T-550/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:266), δεν μπορεί να επεκταθεί σε πράξεις οι οποίες στηρίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν είχε στη διάθεσή του το Συμβούλιο κατά τον χρόνο εκδόσεων των πράξεων του 2011.

273    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος καθόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις αποδεικνύουν ότι ο προσφεύγων ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των πράξεων του 2011.

274    Δεδομένου, άλλωστε, ότι ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως γίνονται δεκτοί, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν, παρέλκει δε η εξέταση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται «κατάχρηση εξουσίας».

ΣΤ.    Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων

275    Το Συμβούλιο ζήτησε με το τρίτο αίτημα του, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις κατά το μέρος που αφορούν τον προσφεύγοντα, να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2022/849 κατά το μέρος που αφορούν τον προσφεύγοντα μέχρις ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2022/840.

276    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 2022/840, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμό επιφέρουν αποτελέσματα μόνον από της λήξεως της προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως που αναφέρεται στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ή, εάν έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από της απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως.

277    Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει ασκήσεως αναιρέσεως, το Συμβούλιο διαθέτει προθεσμία δύο μηνών, παρεκτεινόμενη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες από της κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να άρει τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, νέα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος.

278    Αντιθέτως, όσον αφορά την απόφαση 2022/849, πρέπει να επισημανθεί ότι η ακύρωσή της θα πρέπει να οδηγήσει, καταρχήν, στη διαγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος από τον κατάλογο του παραρτήματος Ι της αποφάσεως 2013/255.

279    Ωστόσο, η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2022/840 και της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η ακύρωση της αποφάσεως 2022/849 θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να θιγεί σοβαρά η ασφάλεια δικαίου, δεδομένου ότι και οι δύο πράξεις επιβάλλουν πανομοιότυπα μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος (πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2022, LAICO κατά Συμβουλίου, T-627/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:590, σκέψη 106).

280    Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2022/849 πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ έναντι του προσφεύγοντος μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως ή, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την ενδεχόμενη απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

281    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

282    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2021/751 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2021, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/743 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2021, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2022/849 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/840 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν τον Nizar Assaad.

2)      Τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2022/849 διατηρούνται σε ισχύ έναντι του N. Assaad μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως ή, εφόσον ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την ενδεχόμενη απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

3)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Frendo

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Μαρτίου 2023.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.