Language of document :

Προσφυγή της 8ης Μαΐου 2007 - KONE κ.λπ κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-151/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: KONE Corp. (Ελσίνκι, Φινλανδία), KONE GmbH (Αννόβερο, Γερμανία) και KONE BV (Χάγη, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: T. Vinje, Solicitor, D. Paemen, J. Schindler, B. Nijs, δικηγόροι, J. Flynn, QC και D. Scannell, Barrister)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως, με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο στις KONE Corporation και KONE GmbH, και είτε να μην επιβληθεί καθόλου πρόστιμο ή να επιβληθεί μικρότερο πρόστιμο από το καθορισθέν με την απόφαση της Επιτροπής·

να ακυρώσει το άρθρο 2, παράγραφος 4, της Επιτροπής, με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο στις KONE Corporation και KONE BV, και να καθοριστεί μικρότερο πρόστιμο από το καθορισθέν με την απόφαση της Επιτροπής·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή, οι προσφεύγουσες ζητούν, σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ, τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2007) 512 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2007 (υπόθεση COMP/E-1/38.823 - PO/Elevators and Escalators), με την οποία κρίθηκε ότι οι προσφεύγουσες, μεταξύ άλλων επιχειρήσεων, ευθύνονταν για τη συμμετοχή τους σε τέσσερις ενιαίες, σύνθετες και διαρκείς παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ συνιστάμενες στην κατανομή αγορών, μέσω συμφωνιών ή/και συμπράξεων περί αναθέσεως δημοσίων έργων και συμβάσεων με αντικείμενο την πώληση, την εγκατάσταση, τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιομένων κλιμάκων.

Οι προσφεύγουσες, KONE Corporation και τα παραρτήματά της, KONE GmbH και KONE BV, αμφισβητούν την προσβαλλομένη απόφαση μόνον όσον αφορά την επιβολή προστίμων στην ΚΟΝΕ ως σύνολο για τη συμμετοχή της σε παραβάσεις στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες.

Όσον αφορά την παράβαση που έγινε στη Γερμανία, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την επιμέτρηση του προστίμου. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, πρώτον, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως την ανακοίνωση περί επιεικείας 1 του 2002, καθόσον (1) όφειλε να μην επιβάλει πρόστιμο στην ΚΟΝΕ σύμφωνα με το σημείο 8, παράγραφοι α΄ και β΄, της ανακοινώσεως· ή, επικουρικώς, (2) όφειλε να μειώσει το πρόστιμο των προσφευγουσών σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του σημείου 23 της εν λόγω ανακοινώσεως.

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της συνθήκης ΕΚΑΧ του 1998 2 (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998), καθόσον (1) προφανώς, δεν έλαβε υπόψη το μέγεθος της θιγόμενης αγοράς κατά την επιμέτρηση του προστίμου· (2) δεν εκτίμησε ορθώς το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τα πραγματικά περιστατικά, καθώς προκύπτει από τη χορήγηση μειώσεως μόνον 1 % για την εν λόγω συμβολή τους στην απόδειξη της παραβάσεως.

Τρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν τήρησε βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, καθόσον (1) προσέβαλε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εφόσον δεν τις πληροφόρησε εγκαίρως περί της επιβολής προστίμων· (2) προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αντιμετωπίζοντας διαφορετικά προσφεύγουσες, ευρισκόμενες σε παρεμφερείς καταστάσεις μη επιβολής προστίμων· και (3) παραβίασε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών αρνούμενη να τους χορηγήσει την πρόσβαση σε έγγραφα.

Όσον αφορά την παράβαση που έγινε στις Κάτω Χώρες, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη αρνούμενη να μειώσει το πρόστιμο και καθορίζοντας το σε 79.750.000 ευρώ. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, πρώτον, η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως την ανακοίνωση περί επιεικείας του 2002, καθόσον δεν μείωσε το πρόστιμο των προσφευγουσών λόγω αναγνωρίσεως του ότι οι προσφεύγουσες παρείχαν πληροφορίες και συνεργάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως. Τέλος, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 διότι δεν έλαβε υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις υπέρ των προσφευγουσών και δεν εκτίμησε ορθώς το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τα πραγματικά περιστατικά.

____________

1 - Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ.3).

2 - ΕΕ 1998, C 9 σ. 3.