Language of document : ECLI:EU:T:2019:138

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 6ης Μαρτίου 2019 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Δυνατότητα να χαρακτηρισθεί αρχή τρίτου κράτους ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια της κοινής θέσεως 2001/931/ΚΕΠΠΑ – Πραγματική βάση των αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πλάνη εκτιμήσεως – Δικαίωμα ιδιοκτησίας»

Στην υπόθεση T‑289/15,

Hamas, με έδρα την Ντόχα (Κατάρ), εκπροσωπούμενη από την L. Glock, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς μεν από τον B. Driessen και την N. Rouam, εν συνεχεία δε από τους B. Driessen και F. Naert, καθώς και από την A. Sikora-Kalėda,

καθού

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς μεν από τους F. Castillo de la Torre και R. Tricot, εν συνεχεία δε από τους F. Castillo de la Torre, L. Baumgart και C. Zadra,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, για την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2015/521 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ενημέρωση και τροποποίηση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2014/483/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2015, L 82, σ. 107), και, αφετέρου, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/513 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 790/2014 (ΕΕ 2015, L 82, σ. 1), κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius, P. Nihoul (εισηγητή), J. Svenningsen και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών

1        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1373 (2001), με το οποίο καθορίσθηκαν στρατηγικές για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας με κάθε μέσο, ειδικότερα δε για την καταπολέμηση της χρηματοδοτήσεώς της. Στην παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, του ψηφίσματος αυτού οριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι άπαντα τα κράτη μέλη πρέπει να δεσμεύσουν πάραυτα τα κεφάλαια και τα λοιπά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή οικονομικούς πόρους των προσώπων που τελούν ή αποπειρώνται να τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις, τις διευκολύνουν ή μετέχουν σε αυτές, των οντοτήτων που ανήκουν στα πρόσωπα αυτά ή ελέγχονται από αυτά και των προσώπων και οντοτήτων που ενεργούν εξ ονόματος ή κατ’ εντολήν των εν λόγω προσώπων και οντοτήτων.

2        Στο εν λόγω ψήφισμα δεν προβλεπόταν κατάλογος προσώπων, οντοτήτων ή ομάδων σε βάρος των οποίων έπρεπε να ισχύουν τα μέτρα αυτά.

 Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3        Στις 27 Δεκεμβρίου 2001 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίνοντας ότι η δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν αναγκαία προκειμένου να εφαρμοσθεί το ψήφισμα 1373 (2001), εξέδωσε, μεταξύ άλλων, την κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 93). Ειδικότερα, το άρθρο 2 της κοινής θέσεως 2001/931 προέβλεπε τη δέσμευση των κεφαλαίων και των λοιπών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις και περιλαμβάνονται στον κατάλογο ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα της εν λόγω κοινής θέσεως.

4        Προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή σε ενωσιακό επίπεδο τα μέτρα που διαλαμβάνονται στην κοινή θέση 2001/931, το Συμβούλιο εξέδωσε αυθημερόν τον κανονισμό (ΕΚ) 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 70), και την απόφαση 2001/927/ΕΚ, για την κατάρτιση του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 (ΕΕ 2001, L 344, σ. 83).

5        Η «Hamas-Izz al-Din al-Qassem (τρομοκρατικό σκέλος της Hamas)» περιλαμβανόταν στον κατάλογο που είχε επισυναφθεί στην κοινή θέση 2001/931 και σε εκείνον που είχε επισυναφθεί στην απόφαση 2001/927. Τα δύο αυτά νομοθετήματα επικαιροποιούνταν τακτικά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, η δε «Hamas-Izz al-Din al-Qassem (τρομοκρατικό σκέλος της Hamas)» εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους αυτούς.

6        Στις 12 Σεπτεμβρίου 2003 το Συμβούλιο εξέδωσε την κοινή θέση 2003/651/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση της κοινής θέσης 2001/931 και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2003/482/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2003, L 229, σ. 42), και την απόφαση 2003/646/ΕΚ, για εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και την κατάργηση της απόφασης 2003/480/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 229, σ. 22). Η ονομασία της οργανώσεως που περιλαμβανόταν στους συνημμένους στις πράξεις αυτές καταλόγους ήταν η «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)».

7        Η ονομασία της οργανώσεως αυτής εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που επισυνάπτονταν στις μεταγενέστερες πράξεις.

 Προσβαλλόμενες πράξεις

8        Στις 20 Φεβρουαρίου 2015 το Συμβούλιο γνωστοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας τους λόγους για τους οποίους προετίθετο να διατηρήσει το όνομά της στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων και επισήμανε ότι η προσφεύγουσα μπορούσε, έως τις 6 Μαρτίου 2015 το αργότερο, να υποβάλει στο Συμβούλιο παρατηρήσεις όσον αφορά τη διατήρηση αυτή και να του διαβιβάσει οποιοδήποτε δικαιολογητικό έγγραφο.

9        Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στην επιστολή αυτή.

10      Στις 26 Μαρτίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/521, σχετικά με την ενημέρωση και τροποποίηση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2014/483/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2015, L 82, σ. 107), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/513, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 790/2014 (ΕΕ 2015, L 82, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις). Το όνομα της «Hamas (συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι).

11      Με επιστολή της 27ης Μαρτίου 2015, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση του ονόματος της «Hamas (συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους, επισημαίνοντάς της τη δυνατότητα να ζητήσει την επανεξέταση των καταλόγων αυτών στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931.

12      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στην επιστολή αυτή.

13      Στην αιτιολογική έκθεση που επισυνάπτονταν στην από 27 Μαρτίου 2015 επιστολή (στο εξής: αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων), το Συμβούλιο στηριζόταν στις εξής εθνικές αποφάσεις: πρώτον, σε απόφαση του Secretary of State for the Home Department (Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: Home Secretary), της 29ης Μαρτίου 2001, περί τροποποιήσεως του UK Terrorism Act 2000 (νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου του έτους 2000 περί τρομοκρατίας) και περί απαγορεύσεως της Hamas-Izz al-Din al-Qassem, η οποία χαρακτηρίζεται ως οργάνωση που ενέχεται σε τρομοκρατικές ενέργειες (στο εξής: απόφαση του Home Secretary), δεύτερον, σε απόφαση του United States Secretary of State (Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), της 8ης Οκτωβρίου 1997, με την οποία, όσον αφορά τον Immigration and Nationality Act (νόμο των Ηνωμένων Πολιτειών περί μεταναστεύσεως και ιθαγενείας, στο εξής: INA), η Hamas χαρακτηρίζεται ως αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση (στο εξής: αμερικανική απόφαση του 1997), τρίτον, σε απόφαση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, της 31ης Οκτωβρίου 2001, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του Executive Order αριθ. 13224 (προεδρικού διατάγματος αριθ. 13224) (στο εξής: αμερικανική απόφαση του 2001) και, τέταρτον, σε απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1995, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του Executive Order αριθ. 12947 (προεδρικού διατάγματος αριθ. 12947) (στο εξής: αμερικανική απόφαση του 1995).

14      Στο κύριο μέρος της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο διαπίστωνε, καταρχάς, ότι καθεμία από τις εθνικές αυτές αποφάσεις συνιστούσε απόφαση αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και ότι οι αποφάσεις αυτές βρίσκονταν πάντα σε ισχύ. Εν συνεχεία, επισήμαινε ότι είχε εξετάσει αν διέθετε στοιχεία συνηγορούντα υπέρ της διαγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας από τους επίμαχους καταλόγους και ότι δεν είχε διαπιστώσει την ύπαρξη κανενός. Τέλος, επισήμαινε ότι οι λόγοι βάσει των οποίων το όνομα της Hamas είχε καταχωρισθεί στους επίμαχους καταλόγους εξακολουθούσαν να ισχύουν και ότι το όνομα έπρεπε να εξακολουθήσει να περιλαμβάνεται στους επίμαχους καταλόγους.

15      Επιπλέον, η αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων περιελάμβανε παράρτημα A σχετικό με την «απόφαση της αρμόδιας αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου» και παράρτημα B σχετικό με τις «αποφάσεις των αρμοδίων αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών». Καθένα από τα παραρτήματα αυτά περιείχε περιγραφή των εθνικών νομοθεσιών βάσει των οποίων είχαν εκδοθεί οι αποφάσεις των εθνικών αρχών, παράθεση των ορισμών των εννοιών περί τρομοκρατίας που περιλαμβάνονται στις νομοθεσίες αυτές, περιγραφή των διαδικασιών επανεξετάσεως των εν λόγω αποφάσεων, περιγραφή των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκαν οι εν λόγω αρχές και τη διαπίστωση ότι τα πραγματικά περιστατικά αυτά συνιστούσαν τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσεως 2001/931.

16      Στο σημείο 15 του παραρτήματος A της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο επισήμαινε ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η απαγόρευση είχε αποτελέσει, τον Οκτώβριο του 2014, το αντικείμενο επανεξετάσεως εκ μέρους της διυπουργικής ομάδας που είναι επιφορτισμένη με την επανεξέταση των απαγορεύσεων και ότι η ομάδα αυτή είχε αποφανθεί, βάσει των στοιχείων τα οποία μνημόνευε, ότι ευλόγως μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Hamas-Izz al-Din al-Qassem εξακολουθούσε να ενέχεται σε τρομοκρατικές ενέργειες.

17      Στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο παρέθετε διάφορα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχαν συμβεί μεταξύ των ετών 2003 και 2011 και στα οποία είχαν στηριχθεί οι αμερικανικές αρχές προκειμένου να χαρακτηρίσουν την προσφεύγουσα ως αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση, χωρίς να διευκρινίζει σε ποιες ακριβώς αποφάσεις μνημονεύονταν τα περιστατικά αυτά.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Mε δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουνίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2015, η υπόθεση ανατέθηκε στο έκτο τμήμα.

20      Με απόφαση της 28ης Ιουλίου 2015, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως έως την έκδοση των αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες θα περατωνόταν η εκδίκαση των υποθέσεων C‑599/14 P, Συμβούλιο κατά LTTE, και C‑79/15 P, Συμβούλιο κατά Hamas.

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

22      Στις 3 Οκτωβρίου 2016 η υπόθεση ανατέθηκε τελικώς στο πρώτο τμήμα.

23      Με επιστολή της 27ης Ιουλίου 2017, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τις αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583), και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas (C‑79/15 P, EU:C:2017:584), όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση.

24      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2017 το Συμβούλιο ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό.

25      Στις 27 Νοεμβρίου 2017 το Συμβούλιο κατέθεσε το υπόμνημά του αντικρούσεως.

26      Με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2017, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος δέχθηκε το αίτημα παρεμβάσεως της Επιτροπής. Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της και οι διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εμπροθέσμως.

27      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Ιουλίου 2018.

28      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, κατά το μέρος που την αφορούν, «περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem»·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

29      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

30      Η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται αντιστοίχως:

–        παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931·

–        περιπτώσεις πλάνης περί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών·

–        πλάνη εκτιμήσεως ως προς το αν η Hamas αποτελεί οργάνωση τρομοκρατικού χαρακτήρα·

–        παραβίαση της αρχής περί μη επεμβάσεως·

–        παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–        παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο των εθνικών διαδικασιών·

–        προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

31      Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως θα εξετασθεί κατά δεύτερον.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931

32      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, αφού προέβαλε τις παρατηρήσεις της ως προς τον προσδιορισμό των οργανώσεων τις οποίες αφορούν οι αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και των αμερικανικών αρχών, προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παρέβη το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 χαρακτηρίζοντας τις αποφάσεις αυτές ως αποφάσεις εκδοθείσες από αρμόδιες αρχές κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

33      Η διατήρηση του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο εκείνων σε βάρος των οποίων ισχύει δέσμευση κεφαλαίων αποτελεί, κατ’ ουσίαν, τη συνέχεια της αρχικής καταχωρίσεως και προϋποθέτει, ως εκ τούτου, ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του συγκεκριμένου προσώπου ή της συγκεκριμένης οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, όπως διαπιστώθηκε αρχικώς από το Συμβούλιο, βάσει της εθνικής αποφάσεως στην οποία είχε στηριχθεί η αρχική αυτή καταχώριση (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 61, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 39).

34      Ο λόγος ακυρώσεως είναι, συνεπώς, αλυσιτελής.

35      Αφού προσδιορισθούν οι οργανώσεις που αφορούν οι αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε το Συμβούλιο, πρέπει να εξετασθούν οι επικρίσεις που αφορούν ειδικώς τις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών, εν συνεχεία δε εκείνες που αφορούν τόσο τις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών όσο και τις αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου.

 Επί του προσδιορισμού των οργανώσεων τις οποίες αφορούν οι αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και οι αποφάσεις των αμερικανικών αρχών

36      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά την αιτιολογική έκθεση την οποία της κοινοποίησε το Συμβούλιο, οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίζονται σε απόφαση του Home Secretary, περί απαγορεύσεως της Hamas-Izz al-Din al-Qassem, δηλαδή του ενόπλου σκέλους της Hamas, και σε τρεις αμερικανικές αποφάσεις, οι οποίες αφορούν τη Hamas άνευ περαιτέρω διευκρινίσεων.

37      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι οι αμερικανικές αρχές είχαν την πρόθεση να καταχωρίσουν τη Hamas στο σύνολό της ως τρομοκρατική οργάνωση, φρονεί δε ότι το Συμβούλιο, εκτιμώντας ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο, προέβη σε διασταλτική ερμηνεία των αποφάσεων των αρχών αυτών, η οποία δεν συνάγεται σαφώς από τους καταλόγους που δημοσίευσαν οι εν λόγω αρχές.

38      Διαπιστώνεται συναφώς ότι οι αμερικανικές αποφάσεις μνημονεύουν ρητώς τη «Hamas», προσδιορισμός ο οποίος συνοδεύεται, στην αμερικανική απόφαση του 1997, από μια δωδεκάδα άλλων ονομάτων –μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η «Izz-Al-Din Al-Qassam brigades»– με τα οποία είναι επίσης γνωστό το κίνημα αυτό.

39      Η περίσταση αυτή δεν μπορεί, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, να ερμηνευθεί ως συνεπαγόμενη ότι οι αμερικανικές αρχές είχαν την πρόθεση να περιορίσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον χαρακτηρισμό αποκλειστικώς στη «Hamas-Izz al-Din al-Qassem». Καταρχάς, μεταξύ των επιπλέον αυτών ονομάτων καταλέγονται ονόματα που παραπέμπουν στη Hamas συνολικά, όπως το όνομα «Islamic Resistance Movement», το οποίο αποτελεί μετάφραση στην αγγλική γλώσσα της ονομασίας «Harakat Al-Muqawama Al-Islamia», δηλαδή μιας άλλης επίσης μνημονευομένης ονομασίας της οποίας η λέξη «Hamas» συνιστά το ακρωνύμιο. Εν συνεχεία, η μνεία των διαφόρων αυτών ονομάτων σκοπεί αποκλειστικώς να διασφαλίσει συγκεκριμένα την αποτελεσματικότητα του μέτρου που ελήφθη σε βάρος της Hamas, καθιστώντας δυνατή την εφαρμογή του ως προς όλες τις γνωστές ονομασίες και σκέλη της.

40      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η απόφαση του Home Secretary αφορά την Hamas-Izz al-Din al-Qassem, ενώ οι αμερικανικές αποφάσεις αφορούν τη Hamas, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

 Επί των επικρίσεων που αφορούν ειδικώς τις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών

41      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να στηρίξει τις προσβαλλόμενες πράξεις στις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν τρίτο κράτος και επειδή, καταρχήν, οι αρχές των κρατών αυτών δεν συνιστούν «αρμόδιες αρχές» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

42      Επί του ζητήματος αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ιδίως ότι το σύστημα που καθιερώθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 στηρίζεται στην εμπιστοσύνη προς τις εθνικές αρχές, η οποία έχει ως βάση την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών της Ένωσης, την ύπαρξη κοινών αξιών, οι οποίες μνημονεύονται στις Συνθήκες, και την υπαγωγή σε κοινούς κανόνες δικαίου, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αρχές τρίτων κρατών δεν δύνανται, κατά την προσφεύγουσα, να απολαύουν της εμπιστοσύνης αυτής.

43      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το Δικαστήριο, η έννοια του όρου «αρμόδια αρχή», ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, δεν αφορά αποκλειστικώς τις αρχές των κρατών μελών, αλλά δύναται, καταρχήν, να περιλαμβάνει και τις αρχές τρίτων κρατών (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 22).

44      Η ερμηνεία την οποία προέκρινε το Δικαστήριο δικαιολογείται, αφενός, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, το οποίο δεν περιορίζει το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου «αρμόδιες αρχές» αποκλειστικώς στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και, αφετέρου, από τον σκοπό της κοινής αυτής θέσεως, η οποία εκδόθηκε προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ψήφισμα το οποίο αποσκοπεί στην εντατικοποίηση της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω της συστηματικής και στενής συνεργασίας όλων των κρατών (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 23).

45      Επικουρικώς, σε περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι η αρχή τρίτου κράτους δύναται να συνιστά αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το κύρος των πράξεων που εξέδωσε το Συμβούλιο εξαρτάται και από τους ελέγχους τους οποίους έπρεπε να διενεργήσει προκειμένου να διακριβώσει, μεταξύ άλλων, ότι η αμερικανική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

46      Εν προκειμένω, όμως, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο, στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, περιορίσθηκε, κατ’ ουσίαν, στην περιγραφή των διαδικασιών επανεξετάσεως και στην παρατήρηση ότι ήταν δυνατή η άσκηση ενδίκου βοηθήματος, χωρίς να διακριβώσει αν διασφαλίζονταν τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

47      Διαπιστώνεται συναφώς ότι, κατά το Δικαστήριο, οσάκις το Συμβούλιο στηρίζεται σε απόφαση τρίτου κράτους, πρέπει να διακριβώνει προηγουμένως αν η απόφαση αυτή εκδόθηκε υπό την προϋπόθεση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 31).

48      Στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεών του, το Συμβούλιο οφείλει να παρέχει στοιχεία εκ των οποίων θα δύναται να συναχθεί ότι προέβη στη διακρίβωση αυτή (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 31).

49      Προς τούτο, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει, στις αιτιολογικές εκθέσεις αυτές, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η απόφαση του τρίτου κράτους στην οποία στηρίζεται εκδόθηκε τηρουμένης της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 33).

50      Κατά τη νομολογία, η παράθεση στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές εκθέσεις σχετικά με την εκτίμηση αυτή μπορεί, ενδεχομένως, να είναι συνοπτική (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 33).

51      Τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα όσον αφορά, αφενός, την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και, αφετέρου, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας πρέπει να εξετασθούν με γνώμονα τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 47 έως 50 ανωτέρω.

52      Όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, στην αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων, δεν παρέσχε στοιχεία σχετικά με τους λόγους για τους οποίους έκρινε, κατόπιν του εκ μέρους της ελέγχου, ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες διασφαλιζόταν η τήρηση της αρχής αυτής στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών σχετικών με τον χαρακτηρισμό οργανώσεων ως τρομοκρατικών.

53      Κατά τα λοιπά, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η αμερικανική νομοθεσία δεν απαιτεί να κοινοποιούνται ούτε να είναι αιτιολογημένες οι αποφάσεις τις οποίες εκδίδουν οι αρχές στον σχετικό τομέα. Κατά την προσφεύγουσα, μολονότι το άρθρο 219 του INA, στο οποίο στηρίζεται η αμερικανική απόφαση του 1997, επιβάλλει υποχρέωση δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί χαρακτηρισμού [οργανώσεως ως τρομοκρατικής] στο Ομοσπονδιακό Μητρώο [Επίσημη Εφημερίδα της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών], δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση του προεδρικού διατάγματος αριθ. 13224, στο οποίο στηρίζεται η αμερικανική απόφαση του 2001, δεν προβλέπει δε κανένα μέτρο τέτοιας φύσεως.

54      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται στα πρόσωπα τα οποία αφορούν αποφάσεις θίγουσες ουσιωδώς τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους επί των εις βάρος τους στοιχείων στα οποία στηρίχθηκαν οι επίμαχες αποφάσεις (πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Texdata Software, C‑418/11, EU:C:2013:588, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Στην περίπτωση μέτρων που αποσκοπούν στην καταχώριση των ονομάτων προσώπων ή οντοτήτων σε κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι οι λόγοι λήψεως των μέτρων αυτών πρέπει να γνωστοποιούνται στα οικεία πρόσωπα ή τις οικείες οντότητες ταυτόχρονα ή αμέσως μετά τη λήψη των μέτρων αυτών (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 61).

56      Όπως έπραξε και όσον αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το Συμβούλιο επισημαίνει, στο σημείο 16 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά τις διαδικασίες επανεξετάσεως και την παράθεση των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας […]»

57      Τα στοιχεία που παρέχει το Συμβούλιο στην αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων διαφοροποιούνται εν συνεχεία αναλόγως των εξεταζομένων αμερικανικών αποφάσεων.

58      Αφενός, για τα προεδρικά διατάγματα αριθ. 12947 και 13224, στα οποία στηρίζονται οι αμερικανικές αποφάσεις του 1995 και του 2001, στην εκ μέρους του Συμβουλίου γενική περιγραφή δεν μνημονεύεται καμία υποχρέωση των αμερικανικών αρχών να γνωστοποιούν στους ενδιαφερομένους αιτιολογία των αποφάσεών τους ή, ακόμη, να δημοσιεύουν τις αποφάσεις αυτές.

59      Ως εκ τούτου, δεν διακριβώνεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά τις δύο αυτές αποφάσεις και, κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 47 έως 50 ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν μπορούν να στηριχθούν στις εν λόγω αποφάσεις.

60      Αφετέρου, όσον αφορά την αμερικανική απόφαση του 1997, το Συμβούλιο επισημαίνει, βεβαίως, ότι, κατ’ εφαρμογήν του INA, ο χαρακτηρισμός της αλλοδαπής τρομοκρατικής οργανώσεως ή οι αποφάσεις που εκδίδονται κατόπιν της ανακλήσεως του χαρακτηρισμού αυτού δημοσιεύονται στο Ομοσπονδιακό Μητρώο. Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν παρέχει κανένα στοιχεία ως προς το ζήτημα αν, εν προκειμένω, στη δημοσίευση της αποφάσεως του 1997 περιλαμβανόταν κάποια αιτιολογία. Επιπλέον, ούτε από την αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων προκύπτει ότι, εκτός του διατακτικού της αποφάσεως, γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, κάποια αιτιολογία οποιασδήποτε μορφής.

61      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν το στοιχείο περί δημοσιεύσεως αποφάσεως στην επίσημη εφημερίδα τρίτου κράτους αρκεί για να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο εκπλήρωσε, σύμφωνα με την προμνημονευθείσα στις σκέψεις 47 έως 50 νομολογία, την υποχρέωσή του να ελέγξει ότι, στα τρίτα κράτη από τα οποία προέρχονται οι αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας.

62      Προς τούτο, πρέπει να μνημονευθεί η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583), και της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου (T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885). Στην υπόθεση εκείνη, το Συμβούλιο είχε επισημάνει, στην αιτιολογική έκθεση μίας εκ των σχετικών πράξεων, ότι οι αποφάσεις των αρχών του οικείου τρίτου κράτους είχαν δημοσιευθεί στην επίσημη εφημερίδα του κράτους αυτού, χωρίς να παράσχει άλλα στοιχεία (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 145).

63      Στην απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 36 και 37), το Δικαστήριο, εξετάζοντας συνολικά τις περιπτώσεις μνείας των αποφάσεων των αρχών του τρίτου κράτους στην αιτιολογική έκθεση του κανονισμού του Συμβουλίου, έκρινε ότι ήταν ανεπαρκείς για να διαπιστωθεί ότι το θεσμικό όργανο αυτό διενήργησε τον απαιτούμενο έλεγχο όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στο τρίτο αυτό κράτος.

64      Το αυτό συμπέρασμα πρέπει να συναχθεί, για τους ίδιους λόγους, στην υπό κρίση υπόθεση όσον αφορά τη μοναδική μνεία που περιέχεται στην αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων, περί του ότι η αμερικανική απόφαση του 1997 είχε δημοσιευθεί, στο κράτος αυτό, στο Ομοσπονδιακό Μητρώο.

65      Για τους λόγους αυτούς και χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί το ζήτημα του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, η αιτιολογία σχετικά με τις αμερικανικές αποφάσεις είναι ανεπαρκής, με συνέπεια οι αποφάσεις αυτές να μην μπορούν να αποτελέσουν τη βάση των προσβαλλομένων πράξεων.

66      Δεδομένου ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 δεν απαιτεί να στηρίζονται οι πράξεις του Συμβουλίου σε πλείονες αποφάσεις αρμοδίων αρχών, οι προσβαλλόμενες πράξεις μπορούσαν, πάντως, να παραπέμπουν μόνο στην απόφαση του Home Secretary, οπότε η εξέταση της προσφυγής θα συνεχισθεί περιοριζόμενη στις προσβαλλόμενες πράξεις καθόσον στηρίζονται στην τελευταία αυτή απόφαση.

 Επί των επικρίσεων που αφορούν τόσο τις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών όσο και εκείνες των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου

67      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, για τρεις λόγους, οι αποφάσεις των αμερικανικών αρχών και των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, στις οποίες στηρίχθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, δεν συνιστούν «αποφάσεις αρμοδίων αρχών», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

68      Οι λόγοι αυτοί θα εξετασθούν κατωτέρω καθόσον αφορούν την απόφαση που εξέδωσε ο Home Secretary, σύμφωνα με τη σκέψη 66 ανωτέρω.

–       Επί της προτεραιότητας που πρέπει να δίδεται στις δικαστικές αρχές

69      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, το Συμβούλιο μπορεί να στηριχθεί σε διοικητικές αποφάσεις μόνον εφόσον οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία δικαιοδοσία επί θεμάτων καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας. Τούτο δεν ισχύει, κατά την προσφεύγουσα, εν προκειμένω, δεδομένου ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι δικαστικές αρχές έχουν δικαιοδοσία επί των θεμάτων αυτών. Επομένως, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη στις προσβαλλόμενες πράξεις την απόφαση του Home Secretary.

70      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

71      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, ο διοικητικός και όχι δικαστικός χαρακτήρας αποφάσεως δεν έχει καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, καθόσον το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής προβλέπει ρητώς ότι μη δικαστική αρχή δύναται να χαρακτηρισθεί ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψεις 144 και 145, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 105).

72      Μολονότι στο άρθρο 1, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της κοινής θέσεως 2001/931 διατυπώνεται προτίμηση υπέρ των αποφάσεων που προέρχονται από δικαστικές αρχές, τούτο ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο να λαμβάνονται υπόψη αποφάσεις προερχόμενες από διοικητικές αρχές οσάκις, αφενός, οι αρχές αυτές έχουν πράγματι αρμοδιότητα, κατά το εθνικό δίκαιο, να λαμβάνουν αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα κατά ομάδων εμπλεκομένων στην τρομοκρατία και, αφετέρου, οι αρχές αυτές, μολονότι είναι απλώς διοικητικές, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ισοδύναμες» με τις δικαστικές αρχές (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 107).

73      Κατά τη νομολογία, οι διοικητικές αρχές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ισοδύναμες των δικαστικών εφόσον οι αποφάσεις τους είναι δεκτικές ένδικης προσφυγής (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 145).

74      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι τα δικαστήρια του οικείου κράτους έχουν αρμοδιότητες στον τομέα της καταστολής της τρομοκρατίας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το Συμβούλιο να λάβει υπόψη αποφάσεις εκδοθείσες από διοικητική αρχή επιφορτισμένη με τη λήψη περιοριστικών μέτρων στον τομέα της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 108).

75      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το Συμβούλιο προκύπτει ότι οι αποφάσεις του Home Secretary είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον της Proscribed Organisations Appeal Commission (επιτροπής προσφυγών σχετικά με τις απαγορευόμενες οργανώσεις, Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία θα αποφανθεί εφαρμόζοντας τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο, ενώ κάθε διάδικος δύναται να προσβάλει την απόφαση της επιτροπής προσφυγών σχετικά με τις απαγορευόμενες οργανώσεις όσον αφορά νομικό ζήτημα ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον λάβει άδεια από την επιτροπή αυτή ή, ελλείψει τέτοιας αδείας, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 2).

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκύπτει ότι οι αποφάσεις του Home Secretary είναι δεκτικές ένδικης προσφυγής, οπότε, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 72 και 73 ανωτέρω, η διοικητική αυτή αρχή πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ισοδύναμη δικαστικής αρχής και, επομένως, ως αρμόδια αρχή, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία έχει πλειστάκις αποφανθεί υπέρ της απόψεως αυτής (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885).

77      Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, σε πλείονες αποφάσεις, έχει δεχθεί ότι ο Home Secretary είχε την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής, πλην όμως επισημαίνει ότι, στις υποθέσεις αυτές, οι επίμαχες αποφάσεις συνοδεύονταν από δικαστική απόφαση, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

78      Επισημαίνεται συναφώς ότι, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, οι επίμαχες αποφάσεις των διοικητικών αρχών δεν συνοδεύονταν, όσον αφορά καθεμία από τις αποφάσεις [του Γενικού Δικαστηρίου] σχετικά με τις στηριζόμενες σε απόφαση του Home Secretary πράξεις, από δικαστική απόφαση. Δεν υπήρχε τέτοια απόφαση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου (T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885). Σε εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (T‑256/07, EU:T:2008:461), το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε σε δικαστική απόφαση πλέον της διοικητικής. Ωστόσο, η παραπομπή αυτή εντάσσεται σε όλως ιδιαίτερο πλαίσιο, καθόσον η προσφεύγουσα είχε προσβάλει τη διοικητική απόφαση σε εθνικό επίπεδο, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

79      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν μπορούν να ακυρωθούν για τον λόγο ότι το Συμβούλιο, στην αιτιολογική του έκθεση, μνημόνευσε απόφαση του Home Secretary, ο οποίος συνιστά διοικητική αρχή.

–       Επί του ότι η απόφαση του HomeSecretary συνίσταται σε κατάρτιση καταλόγου των τρομοκρατικών οργανώσεων

80      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ενέργειες των αρμοδίων αρχών τις οποίες αφορούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, περιλαμβανομένου του Home Secretary, συνίστανται, στην πράξη, στην κατάρτιση καταλόγων των τρομοκρατικών οργανώσεων προκειμένου αυτές να υπαχθούν σε καθεστώς περιοριστικών μέτρων. Η δραστηριότητα αυτή καταρτίσεως καταλόγων δεν συνιστά, κατά την προσφεύγουσα, αρμοδιότητα καταστολής δυνάμενη να εξομοιωθεί με «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή [άσκηση] ποινικής διώξεως» ή, ακόμη, με «καταδίκη», δηλαδή τις εξουσίες που πρέπει να διαθέτει, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, η «αρμόδια αρχή».

81      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

82      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, βάσει της κοινής θέσεως 2001/931 δεν απαιτείται η απόφαση της αρμόδιας αρχής να εντάσσεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας stricto sensu, υπό την προϋπόθεση ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της εν λόγω κοινής θέσεως σχετικά με την εφαρμογή του ψηφίσματος 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η οικεία εθνική διαδικασία αποσκοπεί στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας εν ευρεία εννοία (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 113).

83      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επί του ζητήματος αυτού ότι η προστασία των οικείων προσώπων δεν διακυβεύεται αν η ληφθείσα από την εθνική αρχή απόφαση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας αποσκοπούσας στην επιβολή ποινικών κυρώσεων, αλλά στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο τη λήψη προληπτικών μέτρων (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 70).

84      Εν προκειμένω, η απόφαση του Home Secretary προβλέπει μέτρα απαγορεύσεως σε βάρος οργανώσεων χαρακτηριζομένων ως τρομοκρατικών και, επομένως, εντάσσεται, όπως επιτάσσει η νομολογία, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας έχουσας ως κύριο σκοπό την επιβολή προληπτικού ή κατασταλτικού μέτρου κατά της προσφεύγουσας, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 115).

85      Όσον αφορά το ότι η δραστηριότητα της οικείας αρχής έχει ως αποτέλεσμα την κατάρτιση καταλόγου προσώπων ή οντοτήτων που εμπλέκονται στην τρομοκρατία, επισημαίνεται ότι τούτο δεν συνεπάγεται, αφεαυτού, ότι η εν λόγω αρχή δεν προέβη σε εξατομικευμένη εκτίμηση όσον αφορά καθένα από τα πρόσωπα αυτά ή καθεμία από τις οντότητες αυτές πριν από την καταχώριση στους σχετικούς καταλόγους, ούτε ότι η εκτίμηση αυτή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να είναι αυθαίρετη ή να στερείται ερείσματος (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 118).

86      Επομένως, το μείζονος σημασίας ζήτημα δεν είναι το ότι η δραστηριότητα της οικείας αρχής έχει ως αποτέλεσμα την κατάρτιση καταλόγου προσώπων ή οντοτήτων που εμπλέκονται στην τρομοκρατία, αλλά το ζήτημα αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται με επαρκείς εγγυήσεις ώστε να παρέχεται στο Συμβούλιο η δυνατότητα να βασισθεί επ’ αυτής προκειμένου να τεκμηριώσει τη δική του απόφαση περί καταχωρίσεως σε σχετικό κατάλογο (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 118).

87      Συνεπώς, κακώς διατείνεται η προσφεύγουσα ότι η παραδοχή περί του ότι η εξουσία καταρτίσεως καταλόγων μπορεί να χαρακτηρίζει μια αρμόδια αρχή αντιβαίνει, επί της αρχής, στην κοινή θέση 2001/931.

88      Η κρίση αυτή δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

89      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, μόνον οι κατάλογοι που έχει καταρτίσει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το Συμβούλιο.

90      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 1, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της κοινής θέσεως 2001/931 αποσκοπεί απλώς στην παροχή στο Συμβούλιο πρόσθετης δυνατότητας προσδιορισμού των εμπλεκομένων στην τρομοκρατία, πλέον των προσδιορισμών στους οποίους μπορεί αυτό να προβεί βάσει αποφάσεων των αρμοδίων εθνικών αρχών.

91      Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, καθόσον υιοθετεί αυτούσιους τους καταλόγους που προτείνουν οι αρμόδιες αρχές, ο κατάλογος της Ένωσης αποτελεί απλώς έναν κατάλογο καταλόγων, διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πεδίο εφαρμογής των εθνικών διοικητικών μέτρων που έχουν ληφθεί, ενδεχομένως, από αρχές τρίτου κράτους, χωρίς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να έχουν ενημερωθεί σχετικώς και χωρίς να δύνανται να προασπίσουν πραγματικά τα συμφέροντά τους.

92      Διαπιστώνεται συναφώς ότι, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο, οσάκις προσδιορίζει τα πρόσωπα ή τις οντότητες σε βάρος των οποίων ισχύουν τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, στηρίζεται στις διαπιστώσεις αρμοδίων αρχών.

93      Στο πλαίσιο της κοινής θέσεως 2001/931, καθιερώθηκε μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, η οποία συνεπάγεται, για το Συμβούλιο, την υποχρέωση να επαφίεται, στο μέτρο του δυνατού, στις εκτιμήσεις των αρμοδίων εθνικών αρχών (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 133, και της 4ης Δεκεμβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑284/08, EU:T:2008:550, σκέψη 53).

94      Δεν απόκειται καταρχήν στο Συμβούλιο να αποφαίνεται επί του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου εκ μέρους των αρχών των κρατών μελών, δεδομένου ότι η εξουσία αυτή ανήκει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, T‑47/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:207, σκέψη 168).

95      Μόνον κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί, βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, τον εκ μέρους αρχών των κρατών μελών σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρέπει το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει αν πράγματι τηρήθηκαν τα δικαιώματα αυτά.

96      Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία εμπλέκονται αρχές τρίτου κράτους, το Συμβούλιο οφείλει, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκαν πράγματι οι εγγυήσεις αυτές και να αιτιολογεί την απόφασή του σχετικώς.

–       Επί της ελλείψεως μνείας των αποδεικτικών στοιχείων και των σοβαρών και αξιόπιστων ενδείξεων στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση του HomeSecretary

97      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το Συμβούλιο, καθόσον στηριζόταν σε διοικητική και όχι σε δικαστική απόφαση, όφειλε να αποδείξει, στις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί «βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων», όπως επιτάσσει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

98      Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν αφορά τον χαρακτηρισμό της εν λόγω αποφάσεως ως «αποφάσεως [ληφθείσας] από αρμόδιες αρχές», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, αλλά την αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, θα εξετασθεί στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο επίσης προβάλλεται.

 Συμπέρασμα

99      Από τις σκέψεις 47 έως 65 ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν μπορούν να στηριχθούν στις αμερικανικές αποφάσεις, δεδομένου ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως όσον αφορά τη διακρίβωση της τηρήσεως της αρχής των δικαιωμάτων άμυνας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

100    Επιπλέον, από τις σκέψεις 38 έως 40 ανωτέρω προκύπτει ότι οι αποφάσεις των αμερικανικών αρχών κατά των οποίων βάλλει ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως αφορούσαν το σύνολο της Hamas, ενώ η απόφαση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αφορούσε αποκλειστικώς τη Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

101    Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν καθόσον αφορούν τη Hamas, δύνανται δε να εξακολουθούν να ισχύουν μόνον καθόσον αφορούν τη Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

102    Από την πλευρά του, το Συμβούλιο εκτιμά ότι δεν χωρεί καμία διάκριση μεταξύ των δύο αυτών «κινημάτων» ή «μερών κινήματος», δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, στο δικόγραφο της προσφυγής στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου (T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966), παρουσίασε την οργάνωσή της ως περιλαμβάνουσα και τα δύο.

103    Παραθέτει συναφώς τα σημεία 7 και 8 του δικογράφου της προσφυγής που κατατέθηκε στο πλαίσιο της ως άνω υποθέσεως:

«[η] Hamas περιλαμβάνει Πολιτικό Γραφείο και ένοπλο σκέλος: τις Ταξιαρχίες Ezzedine Al-Qassam [= Hamas IDQ]. Η διοίκηση της Hamas χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δύο κεφαλών. Υφίσταται η διοίκηση εσωτερικού, η οποία διαθέτει χωριστά τμήματα για τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και τη Λωρίδα της Γάζας, και η διοίκηση εξωτερικού στη Συρία […] … Μολονότι το ένοπλο σκέλος χαίρει σχετικής αυτονομίας, εξακολουθεί να υπακούει στις γενικές στρατηγικές τις οποίες καθορίζει το Πολιτικό Γραφείο. Το Πολιτικό Γραφείο λαμβάνει τις αποφάσεις και οι Ταξιαρχίες τις τηρούν λόγω της έντονης αλληλεγγύης που οφείλεται στο θρησκευτικό στοιχείο του κινήματος.»

104    Όπως κρίθηκε στη σκέψη 293 της αποφάσεως της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Conseil (T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966), ο ισχυρισμός αυτός έχει σημαντική αποδεικτική αξία, δεδομένου ότι, αφενός μεν, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, προέρχεται από την προσφεύγουσα, αφετέρου δε, η προσφεύγουσα τον προέταξε της επιχειρηματολογίας της στο δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση.

105    Στα υπομνήματά της, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι, στην πραγματικότητα, τα δύο «κινήματα» ή «μέρη κινήματος» δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν και ούτε καν να συνδεθούν, διότι λειτουργούν κατά τρόπο εντελώς αυτόνομο.

106    Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τους ισχυρισμούς της, πλην όμως αυτή δεν κατόρθωσε να προσκομίσει κανένα.

107    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, προκειμένου να καθορισθούν τα αποτελέσματα της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ότι η Hamas-Izz al-Din al-Qassem είναι οργάνωση χωριστή από τη Hamas (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2015, Bank of Industry and Mine κατά Συμβουλίου, T‑10/13, EU:T:2015:235, σκέψεις 182, 183 και 185, και της 29ης Απριλίου 2015, National Iranian Gas Company κατά Συμβουλίου, T‑9/13, EU:T:2015:236, σκέψεις 163 και 164).

108    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, ενώ τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων είχαν ληφθεί εις βάρος της από πλειόνων ετών, η Hamas δεν επιδίωξε να αποδείξει στο Συμβούλιο ότι ουδόλως εμπλεκόταν στις πράξεις που προκάλεσαν τη λήψη των μέτρων αυτών, αποστασιοποιούμενη, κατά τρόπο που θα διέλυε κάθε αμφιβολία, από τη Hamas-Izz al-Din al-Qassem η οποία, κατά την προσφεύγουσα, ήταν αποκλειστικώς υπεύθυνη για τις πράξεις αυτές.

109    Ως εκ τούτου, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

110    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 97 ανωτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο όφειλε να παραθέσει, στις αιτιολογικές εκθέσεις των προσβαλλομένων πράξεων, τις «σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις και ενδείξεις» στην οποίες στηρίζονταν οι αποφάσεις των αρμοδίων αρχών.

111    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, φρονεί ότι το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

112    Λαμβανομένης υπόψη της σκέψεως 66 ανωτέρω, ο λόγος αυτός πρέπει να εξετασθεί μόνον κατά το μέρος που αφορά την απόφαση του Home Secretary.

113    Συναφώς, πρέπει να διαπιστωθεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή περί τα πραγματικά περιστατικά. Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο μνημόνευσε, στο σημείο 14 του παραρτήματος A της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη για την έκδοση της αποφάσεως του Home Secretary.

114    Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα στερείται ερείσματος.

115    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της κοινής θέσεως 2001/931, οι κατάλογοι περί δεσμεύσεως κεφαλαίων καταρτίζονται βάσει συγκεκριμένων πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου τα οποία καταδεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, είτε πρόκειται για τη διενέργεια έρευνας και ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως για τρομοκρατική πράξη ή για απόπειρα τελέσεως ή για τη συμμετοχή ή τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξεως, «βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων», είτε πρόκειται για καταδίκη λόγω τέτοιων πράξεων.

116    Από την εν γένει οικονομία της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι η υποχρέωση την οποία υπέχει το Συμβούλιο να διακριβώνει, πριν να καταχωρίσει το όνομα προσώπων ή οντοτήτων στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων στηριζόμενο σε αποφάσεις αρμοδίων αρχών, ότι οι αποφάσεις αυτές έχουν εκδοθεί «βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων» αφορά μόνον τις αποφάσεις περί κινήσεως έρευνας και διενέργειας ανακριτικών πράξεων ή περί ασκήσεως ποινικής διώξεως και όχι τις αποφάσεις που αφορούν καταδίκες.

117    Η ως άνω διάκριση μεταξύ των δύο αυτών ειδών αποφάσεων οφείλεται στην εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των κρατών μελών, αρχή στης οποίας το πλαίσιο εντάσσεται η λήψη περιοριστικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και βάσει της οποίας το Συμβούλιο πρέπει να στηρίζει την καταχώριση του ονόματος προσώπου ή οντότητας χαρακτηριζομένης ως τρομοκρατικής στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε αποφάσεις εκδοθείσες από τις εθνικές αρχές, χωρίς να οφείλει ή να δύναται καν να τις θέτει εν αμφιβόλω.

118    Ορισθείσα κατά τον τρόπο αυτό, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας έχει εφαρμογή επί των εθνικών αποφάσεων που συνεπάγονται καταδίκη, με αποτέλεσμα το Συμβούλιο να μην οφείλει να διακριβώνει, πριν καταχωρίσει το όνομα προσώπου ή οντότητας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, αν οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε αποδείξεις ή σε σοβαρές και αξιόπιστες ενδείξεις, αλλά να επαφίεται, σχετικώς, στην εκ μέρους της εθνικής αρχής εκτίμηση.

119    Όσον αφορά τις αποφάσεις σχετικά με την κίνηση ερευνών και τη διενέργεια ανακρίσεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως, αυτές τοποθετούνται, ως εκ της φύσεώς τους, στην αφετηρία ή τη συνέχιση διαδικασίας που δεν έχει ακόμη περατωθεί. Για να διασφαλισθεί ο αποτελεσματικός χαρακτήρας της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, κρίθηκε σκόπιμο το Συμβούλιο, για να λάβει περιοριστικά μέτρα, να μπορεί να στηρίζεται σε τέτοιες αποφάσεις, μολονότι αυτές έχουν χαρακτήρα απλώς προπαρασκευαστικό, προβλεπομένου παράλληλα, προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία των προσώπων τα οποία αφορούν οι διαδικασίες αυτές, ότι η χρήση αυτή υπόκειται στον εκ μέρους του Συμβουλίου έλεγχο ότι οι αποφάσεις στηρίζονται σε αποδείξεις ή σοβαρές και αξιόπιστες ενδείξεις.

120    Εν προκειμένω, η απόφαση του Home Secretary είναι οριστική υπό την έννοια ότι δεν θα την ακολουθήσει έρευνα. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την απάντηση του Συμβουλίου σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, σκοπός της αποφάσεως είναι η απαγόρευση λειτουργίας της προσφεύγουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο, εννοουμένου ότι υφίστανται ποινικές συνέπειες για τα πρόσωπα που θα διατηρούσαν κατά το μάλλον ή ήττον στενούς δεσμούς με την προσφεύγουσα.

121    Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση του Home Secretary δεν αποτελεί απόφαση με την οποία κινείται διαδικασία έρευνας ή ασκείται ποινική δίωξη και πρέπει να εξομοιωθεί με απόφαση περί καταδίκης, οπότε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να επισημάνει, στην αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων, τα αποδεικτικά στοιχεία και τις σοβαρές και αξιόπιστες ενδείξεις στις οποίες βασίσθηκε η απόφαση της αρχής αυτής.

122    Συναφώς, το γεγονός ότι ο Home Secretary αποτελεί διοικητική αρχή στερείται σημασίας, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 75 και 76 ανωτέρω, οι αποφάσεις του είναι δεκτικές ένδικης προσφυγής και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελεί το ισοδύναμο δικαστικής αρχής.

123    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών

124    Στο σημείο II.7 της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο επισήμανε ότι οι αποφάσεις των αρμοδίων αρχών στις οποίες είχε στηριχθεί για να καταχωρίσει το όνομα της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους εξακολουθούσαν να είναι σε ισχύ.

125    Στο σημείο 15 του παραρτήματος A της αιτιολογικής εκθέσεως, το Συμβούλιο επισήμανε επίσης ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η απαγόρευση λειτουργίας της προσφεύγουσας είχε αποτελέσει το αντικείμενο επανεξετάσεως εκ μέρους της διυπουργικής ομάδας που είναι επιφορτισμένη με την επανεξέταση των απαγορεύσεων και ότι η τελευταία αποφάνθηκε ότι η Hamas-Izz al-Din al-Qassem εξακολουθούσε να εμπλέκεται στην τρομοκρατία, στηριζόμενη σε πραγματικά περιστατικά τα οποία παρέθεσε εν είδει παραδείγματος.

126    Τα πραγματικά περιστατικά αυτά είναι τα ακόλουθα. Αφενός, κατά τη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Γάζας, το θέρος του 2014, έξι άμαχοι Ισραηλινοί και ένας υπήκοος Ταϊλάνδης σκοτώθηκαν σε επιθέσεις με πυραύλους, ενώ ένα γερμανικό κρουαζιερόπλοιο επλήγη από επιθέσεις με πυραύλους. Αφετέρου, η Hamas έκανε χρήση των μέσων κοινωνικής δικτυώσεως προκειμένου να προειδοποιήσει, μεταξύ άλλων, τις αεροπορικές εταιρίες του Ηνωμένου Βασιλείου ότι σκόπευε να επιτεθεί κατά του αεροδρομίου Μπεν Γκουριόν στο Τελ Αβίβ (Ισραήλ), κάτι που θα μπορούσε να έχει ως θύματα αμάχους, ενώ πράγματι η οργάνωση αυτή επιχείρησε να επιτεθεί στο αεροδρόμιο τον Ιούλιο του 2014.

127    Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η επανεξέταση της αποφάσεως του Home Secretary εκ μέρους της διυπουργικής ομάδας που είναι επιφορτισμένη με την επανεξέταση των απαγορεύσεων δεν είχε ως συνέπεια την έκδοση νέας αποφάσεως.

128    Εξάλλου, στο σημείο 10 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η πλέον πρόσφατη επανεξέταση της αμερικανικής αποφάσεως του 1997, με την οποία η Hamas χαρακτηρίσθηκε ως αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση, ολοκληρώθηκε στις 27 Ιουλίου 2012, είχε δε ως αποτέλεσμα να αποφανθεί η κυβέρνηση ότι οι περιστάσεις στις οποίες είχε στηριχθεί η απόφαση αυτή δεν είχαν μεταβληθεί κατά τρόπο που να δικαιολογεί την ανάκληση του επίμαχου χαρακτηρισμού.

129    Επιπλέον, στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο απαρίθμησε διάφορα πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν μεταξύ των ετών 2003 και 2011 και στα οποία βασίσθηκαν οι αμερικανικές αρχές προκειμένου να χαρακτηρίσουν την προσφεύγουσα ως αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση, χωρίς να επισημάνει την ακριβή προέλευση των στοιχείων σχετικά με τα περιστατικά αυτά.

130    Ερωτηθέν σχετικώς στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το Συμβούλιο επισήμανε ότι τα στοιχεία για ορισμένα από τα περιστατικά αυτά προέρχονταν από αναθεώρηση της αμερικανικής αποφάσεως του 1997, αναγόμενη στο 2008, η οποία δεν μνημονεύεται στην αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων.

131    Τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων είναι τα εξής:

–        η Hamas ανέλαβε την ευθύνη για επίθεση αυτοκτονίας τον Σεπτέμβριο του 2003, στην οποία φονεύθηκαν εννέα στρατιώτες του ισραηλινού στρατού και τραυματίσθηκαν τριάντα άτομα κοντά στο νοσοκομείο Assof Harofeh και τη στρατιωτική βάση του Tzrifin (Ισραήλ)·

–        τον Ιανουάριο του 2004, στην Ιερουσαλήμ, καμικάζι κατέστρεψε ένα λεωφορείο πλησίον της πρωθυπουργικής κατοικίας, φονεύοντας ένδεκα αμάχους και τραυματίζοντας άλλους τριάντα: την ευθύνη για την πράξη αυτή την ανέλαβαν από κοινού η Hamas και η Ταξιαρχία των Μαρτύρων του Al-Aqsa·

–        τον Ιανουάριο του 2005 τρομοκράτες ενεργοποίησαν εκρηκτικό μηχανισμό στην παλαιστινιακή πλευρά του μεθοριακού σημείου διελεύσεως του Karni, προκαλώντας ρήγμα από το οποίο ένοπλοι Παλαιστίνιοι διείσδυσαν στο ισραηλινό έδαφος· φόνευσαν έξι Ισραηλινούς αμάχους και τραυμάτισαν άλλους πέντε: την ευθύνη για την πράξη αυτή ανέλαβαν από κοινού η Hamas και η Ταξιαρχία των Μαρτύρων του Al-Aqsa·

–        τον Ιανουάριο του 2007 η Hamas ανέλαβε την ευθύνη για την απαγωγή τριών παιδιών στη Λωρίδα της Γάζας·

–        τον Ιανουάριο του 2008 ενεδρεύων Παλαιστίνιος σκοπευτής από τη Λωρίδα της Γάζας φόνευσε έναν εθελοντή από τον Ισημερινό, ηλικίας 21 ετών, ενώ εργαζόταν στους αγρούς του κιμπούτς Ein Hashlosha (Ισραήλ)· την ευθύνη για την πράξη αυτή ανέλαβε η Hamas·

–        τον Φεβρουάριο του 2008 καμικάζι της Hamas φόνευσε μια ηλικιωμένη και τραυμάτισε τριάντα οκτώ άτομα σε εμπορικό κέντρο στην Dimona (Ισραήλ)· αστυνομικός σκότωσε έναν δεύτερο τρομοκράτη πριν αυτός προλάβει να ενεργοποιήσει ζώνη εκρηκτικών· η Hamas χαρακτήρισε την επίθεση αυτή ως «ηρωική»·

–        στις 14 Ιουνίου 2010, στη Χεβρώνα (Δυτική Όχθη του Ιορδάνη), ένοπλοι δράστες άνοιξαν πυρ κατά αστυνομικού οχήματος, φονεύοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας άλλους δύο· συνδυασμένη επιχείρηση της Ισραηλινής Υπηρεσίας Ασφαλείας, της ισραηλινής αστυνομίας και της Tsahal [Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων] κατέστησε δυνατή τη σύλληψη των δραστών στις 22 Ιουνίου 2010· κατά την ανάκριση, ο υπεύθυνος για την επίθεση κομάντο της Hamas δήλωσε ότι τα μέλη της εκπαιδεύονταν επί πλείονα έτη και ότι είχαν προμηθευτεί με όπλα, περιλαμβανομένων καλάσνικοφ και τυφεκίων εφόδου· κατά την ανάκριση αυτή, προέκυψε ότι ο κομάντο σκόπευε να πραγματοποιήσει και άλλες ενέργειες, μεταξύ των οποίων την απαγωγή ενός στρατιώτη και ενός αμάχου στον οικισμό Eltzsion βορείως του όρους της Χεβρώνας·

–        τον Απρίλιο του 2011 η Hamas εκτόξευσε πύραυλο τύπου Kornet, ο οποίος έπληξε ισραηλινό σχολικό λεωφορείο, τραυματίζοντας σοβαρά έναν δεκαεξάχρονο μαθητή και πιο ελαφρά τον οδηγό του λεωφορείου· η εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση μπορούσε να διαπεράσει τη θωράκιση ενός σύγχρονου άρματος μάχης·

–        στις 20 Αυγούστου 2011 επιτιθέμενοι εκτόξευσαν πυραύλους κατά των κατοίκων του Ofakim (Ισραήλ), τραυματίζοντας δύο παιδιά και έναν ακόμη άμαχο· την ευθύνη για την πράξη αυτή ανέλαβε η Hamas.

132    Στη σκέψη 32 της αποφάσεως της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas (C‑79/15 P, EU:C:2017:584), το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον, όπως εν προκειμένω, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η εθνική απόφαση στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ δεν καθιστά πλέον δυνατό να συναχθεί ότι υφίσταται πάντα ο κίνδυνος αναμείξεως του οικείου προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, το Συμβούλιο οφείλει να στηρίξει τη διατήρηση του ονόματος του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής στον εν λόγω κατάλογο σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της καταστάσεως, λαμβανομένων υπόψη των πλέον πρόσφατων πραγματικών στοιχείων, καταδεικνύουσα ότι ο κίνδυνος αυτός εξακολουθεί να υφίσταται.

133    Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 124 έως 131 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο στήριξε την εκ νέου καταχώριση του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους, αφενός, στη διατήρηση σε ισχύ αποφάσεων που χαρακτηρίσθηκαν ως αποφάσεις αρμοδίων αρχών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και, αφετέρου, στα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύθηκαν στο σημείο 15 του παραρτήματος A και στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, δεδομένου ότι τα περιστατικά αυτά αποτελούν τα πλέον πρόσφατα στοιχείων τα οποία προβάλλονται αυτοτελώς από το Συμβούλιο και σκοπούν να αποδείξουν ότι ο κίνδυνος αναμείξεως της Hamas σε τρομοκρατικές οργανώσεις εξακολουθεί να υφίσταται.

134    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι το Συμβούλιο, στηριζόμενο στα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στις προσβαλλόμενες πράξεις, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως και, αφετέρου, ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών.

135    Λαμβανομένων υπόψη της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως και των στοιχείων που παρατίθενται στις σκέψεις 115 έως 122 και 133 ανωτέρω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξετασθεί καθόσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο σημείο 15 του παραρτήματος A και στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων.

 Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

136    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο σημείο 15 του παραρτήματος A και στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων παρατίθενται κατά τρόπο υπέρμετρα ανακριβή, διότι δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία και ο τόπος όπου συνέβησαν, το δε Συμβούλιο δεν εξηγεί πώς καταλογίζονται στη Hamas.

137    Κατά το Δικαστήριο, το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης οφείλει να διακριβώσει, μεταξύ άλλων, την τήρηση της κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, ως εκ τούτου, τον επαρκή και συγκεκριμένο χαρακτήρα των παρατεθέντων λόγων (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 70, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 48).

138    Κατά πάγια νομολογία, από την απαιτούμενη βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθησαν τα μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

139    Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως είναι επαρκής πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 53, και της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 82).

140    Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου το οποίο είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του εις βάρος του ληφθέντος μέτρου (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 54, και της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 82).

141    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι συνέβησαν εντός πλαισίου γνωστού στην προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο σημείο 15 του παραρτήματος A και στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων εκτίθενται κατά τρόπο επαρκώς ακριβή και συγκεκριμένο ώστε να δύναται η μεν προσφεύγουσα να τα αμφισβητήσει, το δε Γενικό Δικαστήριο να τα ελέγξει, μολονότι δεν μνημονεύονται ρητώς ο ακριβής τόπος στον οποίο τα περιστατικά αυτά συνέβησαν ή η ακριβής ημερομηνία επελεύσεώς τους ή, ακόμη, οι λόγοι για τους οποίους καταλογίζονται στη Hamas.

142    Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί της πλάνης περί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών

143    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι απόκειται στο Συμβούλιο να αποδείξει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που μνημονεύονται στο σημείο 15 του παραρτήματος A και στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων. Κατά την προσφεύγουσα, όμως, τούτο δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω.

144    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το περιστατικό του Ιανουαρίου του 2004, το οποίο μνημονεύεται στο σημείο 17 του παραρτήματος B, σχετικά με την ανατίναξη λεωφορείου, για τον λόγο ότι την ευθύνη της ενέργειας δεν την ανέλαβε η Hamas, αλλά η Ταξιαρχία των Μαρτύρων του Al-Aqsa, η οποία αποτελεί το ένοπλο σκέλος της Fatah.

145    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δικηγόρος της προσφεύγουσας δήλωσε ότι η Hamas αμφισβητεί το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που μνημονεύει το Συμβούλιο στις προσβαλλόμενες πράξεις.

146    Απαντώντας σε ερώτηση την οποία έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το Συμβούλιο προσκόμισε διάφορα άρθρα και δημοσιεύσεις προκειμένου να αποδείξει ότι τα περιστατικά αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

147    Επισημαίνεται συναφώς ότι, όσον αφορά τις μεταγενέστερες αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης οφείλει να διακριβώσει, εκτός της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία εξετάσθηκε στις σκέψεις 136 έως 142 ανωτέρω, το ζήτημα αν οι παρατεθέντες λόγοι είναι τεκμηριωμένοι (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 70, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 48).

148    Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι το οικείο πρόσωπο ή οντότητα δύναται, στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκεί κατά της διατηρήσεως του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, να αμφισβητήσει το σύνολο των στοιχείων στα οποία στηρίζεται το Συμβούλιο προς κατάδειξη του ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του προσφεύγοντος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως αν τα στοιχεία αυτά αντλούνται από εθνική απόφαση εκδοθείσα από αρμόδια αρχή ή από άλλες πηγές (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 71, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 49).

149    Το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στο Συμβούλιο να αποδείξει το βάσιμο των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών, στο δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να διακριβώσει το υποστατό τους (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 71, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 49).

150    Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, οσάκις διάδικος αμφισβητεί αποδεικτικά στοιχεία προσκομισθέντα από τον αντίδικο, οφείλει να πληροί σωρευτικώς δύο απαιτήσεις.

151    Πρώτον, η εκ μέρους του αμφισβήτηση δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα γενικόλογο, αλλά να είναι συγκεκριμένη και εμπεριστατωμένη (πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Duravit κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑364/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:477, σκέψη 55).

152    Δεύτερον, η αμφισβήτηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών πρέπει να μνημονεύεται σαφώς στην πρώτη δικονομική πράξη περί της προσβαλλομένης πράξεως (πρβλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2015, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑190/12, EU:T:2015:222, σκέψη 261). Τούτο συνεπάγεται, εν προκειμένω, ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον τα επιχειρήματα αμφισβητήσεως που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής.

153    Οι απαιτήσεις αυτές έχουν ως σκοπό να παράσχουν στον καθού τη δυνατότητα να λάβει επακριβώς γνώση, ήδη από της καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής, των αιτιάσεων που του προσάπτει ο προσφεύγων και, επομένως, να προετοιμάσει προσηκόντως την άμυνά του.

154    Εν προκειμένω, από τα περιστατικά που μνημονεύονται στο σημείο 15 του παραρτήματος A και στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, μόνον αυτό του Ιανουαρίου του 2004 αμφισβητήθηκε κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο με το δικόγραφο της προσφυγής, ενώ τα υπόλοιπα δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο καμίας ειδικής επικρίσεως κατά το εν λόγω στάδιο της διαδικασίας. Οι λοιπές πράξεις αυτές αμφισβητήθηκαν μόνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μέσω γενικού χαρακτήρα επισημάνσεως περί του ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι «τα περιστατικά που προβάλλει το Συμβούλιο προς δικαιολόγηση της διατηρήσεως της οργανώσεως αυτής στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων μπορούν να καταλογισθούν στο πολιτικό σκέλος της Hamas».

155    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι η διατυπωθείσα κατά τον ως άνω γενικόλογο τρόπο αμφισβήτηση, σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, δεν πληροί τις προϋποθέσεις, βάσει της νομολογίας, ώστε να δύναται να ληφθεί υπόψη και, αφετέρου, ότι η αμφισβήτηση του περιστατικού του Ιανουαρίου 2004, αν γίνει δεκτό ότι είναι βάσιμη, είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής δεδομένου ότι, καθόσον δεν αμφισβητήθηκαν βασίμως, οι λοιπές ενέργειες που μνημόνευσε το Συμβούλιο στο σημείο 15 του παραρτήματος A και στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων μπορούν να ληφθούν υπόψη για να δικαιολογήσουν ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος συμμετοχής της προσφεύγουσας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

156    Μεταξύ των περιστατικών αυτών, εκείνα των ετών από το 2011 έως το 2014 είναι σαφώς αρκούντως πρόσφατα για να δικαιολογήσουν την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων.

157    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη εκτιμήσεως ως προς τον χαρακτήρα της Hamas ως τρομοκρατικής οργανώσεως

158    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εκδίδοντας τις προσβαλλόμενες πράξεις, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ως προς τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας ως τρομοκρατικής οργανώσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνει και τον έλεγχο του εκ μέρους του Συμβουλίου χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που προβάλλει ως τρομοκρατικές πράξεις, ο δε έλεγχος αυτός πρέπει να αφορά τόσο τα αυτοτελώς προβαλλόμενα από το Συμβούλιο περιστατικά όσο και εκείνα που μνημονεύονται στις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών.

 Όσον αφορά τις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών

159    Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, κατά την προσφεύγουσα, να διακριβώσει αν ο εκ μέρους των αρχών αυτών χαρακτηρισμός στηρίζεται στον ορισμό της τρομοκρατίας κατά την κοινή θέση 2001/931. Εν προκειμένω, κατά την προσφεύγουσα, ο έλεγχος αυτός είναι αδύνατος, διότι το Συμβούλιο παρέλειψε να παράσχει στοιχεία ως προς τον χαρακτηρισμό αυτόν.

160    Λαμβανομένης υπόψη της κρίσεως επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το σκέλος αυτό του λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξετασθεί μόνον καθόσον αφορά την απόφαση του Home Secretary.

161    Δεδομένου ότι, κατά την εξέταση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, κρίθηκε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία και οι ενδείξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση αυτή δεν πρέπει να επισημαίνονται στην αιτιολογική έκθεση των προσβαλλομένων πράξεων, δεν απαιτείται το Συμβούλιο να ελέγξει τον εκ μέρους της εθνικής αρχής χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών αυτών και να μνημονεύσει στις εν λόγω πράξεις το αποτέλεσμα του χαρακτηρισμού αυτού.

162    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθόσον η απόφαση προέρχεται από κράτος μέλος για το οποίο το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 έχουν εγκαθιδρύσει μορφή ειδικής συνεργασίας με το Συμβούλιο, συνεπαγόμενη, για το θεσμικό όργανο αυτό, την υποχρέωση να στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 133, και της 4ης Δεκεμβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑284/08, EU:T:2008:550, σκέψη 53).

 Όσον αφορά τα αυτοτελώς προβαλλόμενα από το Συμβούλιο πραγματικά περιστατικά

163    Στις αιτιολογικές εκθέσεις των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο χαρακτήρισε, αφενός, τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο σημείο 15 του παραρτήματος A ως τρομοκρατικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, σημείο iii, στοιχεία αʹ, δʹ, στʹ, ζʹ και θʹ, της κοινής θέσεως 2001/931, τελεσθείσες προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, σημεία i και ii, της ιδίας κοινής θέσεως και, αφετέρου, τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο σημείο 17 του παραρτήματος B ως τρομοκρατικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, σημείο iii, στοιχεία αʹ, βʹ, γʹ και στʹ, της κοινής θέσεως 2001/931, τελεσθείσες προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, σημεία i και ii, της ιδίας κοινής θέσεως.

164    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη χαρακτηρίζοντας τα οικεία πραγματικά περιστατικά ως τρομοκρατικές πράξεις. Καταρχάς, το ότι οι επίμαχες πράξεις τελέσθηκαν, κατά την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο πολέμου κατοχής που διεξάγει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη θα έπρεπε να οδηγήσει το Συμβούλιο να μην προκρίνει συναφώς τον χαρακτηρισμό αυτό. Εν συνεχεία, αν γίνει δεκτό ότι τα περιστατικά αυτά έχουν αποδειχθεί, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν προκύπτει ότι τελέσθηκαν προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί που μνημόνευσε το Συμβούλιο και οι οποίοι παρατίθενται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, σημεία i, ii και iii, της κοινής θέσεως 2001/931.

165    Τα δύο αυτά επιχειρήματα αφορούν στην πράξη το ζήτημα αν το Συμβούλιο έπρεπε να λάβει υπόψη, κατά τον χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που μνημονεύονται στο σημείο 15 του παραρτήματος A και στο σημείο 17 του παραρτήματος B της αιτιολογικής εκθέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το στοιχείο ότι η διένεξη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων διέπεται από το δίκαιο των ένοπλων συγκρούσεων.

166    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη ένοπλης συγκρούσεως κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου δεν αποκλείει την εφαρμογή των σχετικών με την πρόληψη και αντιμετώπιση της τρομοκρατίας διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η κοινή θέση 2001/931 και ο κανονισμός 2580/2001, επί τρομοκρατικών πράξεων που ενδεχομένως τελούνται στο πλαίσιο αυτό (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 57· πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, A κ.λπ., C‑158/14, EU:C:2017:202, σκέψεις 95 έως 98).

167    Πράγματι, αφενός, η κοινή θέση 2001/931 ουδόλως διακρίνει όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της αναλόγως αν η επίμαχη πράξη τελέσθηκε, ή όχι, στο πλαίσιο ένοπλης συγκρούσεως κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Αφετέρου, οι σκοποί της Ένωσης και των κρατών μελών της συνίστανται στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ανεξαρτήτως των μορφών που αυτή μπορεί να προσλάβει, σύμφωνα με τους σκοπούς του ισχύοντος διεθνούς δικαίου (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 58).

168    Προκειμένου, ιδίως, να τεθεί σε εφαρμογή, σε ενωσιακό επίπεδο, το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), στο οποίο «επισημαίνεται εκ νέου η ανάγκη να αντιμετωπισθούν με όλα τα μέσα, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τις οποίες συνιστούν οι τρομοκρατικές πράξεις» και «ζητείται από τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τη διεθνή συνεργασία λαμβάνοντας πρόσθετα μέτρα για να αποτρέψουν και να καταστείλουν στο έδαφός τους, με όλα τα νόμιμα μέσα, τη χρηματοδότηση και την προπαρασκευή τρομοκρατικών πράξεων», το Συμβούλιο εξέδωσε την κοινή θέση 2001/931 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 7 της εν λόγω κοινής θέσεως), και εν συνεχεία, σύμφωνα με την κοινή θέση αυτή, τον κανονισμό 2580/2001 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3, 5 και 6 του εν λόγω κανονισμού) (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 59).

169    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής περί μη επεμβάσεως

170    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας τις προσβαλλόμενες πράξεις, παραβίασε την αρχή περί μη επεμβάσεως, η οποία συνάγεται από το άρθρο 2 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, συνιστά δε αρχή του jus cogens που απορρέει από την κατά το διεθνές δίκαιο ισότητα μεταξύ κυρίαρχων κρατών και απαγορεύει το ενδεχόμενο κράτος να θεωρηθεί τρομοκρατική οντότητα, όπως άλλωστε ισχύει και προκειμένου περί της κυβερνήσεως κράτους.

171    Η προσφεύγουσα, όμως, όπως υποστηρίζει, δεν αποτελεί απλώς μη κυβερνητική οργάνωση, κατά μείζονα δε λόγο κίνημα άνευ νομικής υποστάσεως, αλλά πολιτικό κίνημα το οποίο επικράτησε στις εκλογές στην Παλαιστίνη και το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της παλαιστινιακής κυβερνήσεως. Δεδομένου ότι η Hamas κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα που υπερβαίνουν εκείνα ενός συνήθους πολιτικού κόμματος, οι ενέργειές της στη Γάζα πρέπει, κατά την προσφεύγουσα, να εξομοιωθούν στην πράξη με εκείνες κρατικής αρχής και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να κολασθούν με γνώμονα τα μέτρα κατά της τρομοκρατίας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μεταξύ των προσώπων και οντοτήτων των οποίων τα ονόματα έχουν καταχωρισθεί στους επίμαχους καταλόγους, είναι η μόνη που ευρίσκεται στην κατάσταση αυτή.

172    Επισημαίνεται συναφώς ότι η αρχή περί μη επεμβάσεως, η οποία είναι αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου και αποκαλείται επίσης αρχή της μη αναμείξεως, αφορά το δικαίωμα κάθε κυρίαρχου κράτους να διοικεί τις υποθέσεις του χωρίς εξωτερική επέμβαση, αποτελεί δε αναγκαία συνέπεια της αρχής της ισότητας μεταξύ κυρίαρχων κρατών.

173    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, η ως άνω αρχή του διεθνούς δικαίου έχει καθιερωθεί προς όφελος των κυρίαρχων κρατών, και όχι προς όφελος ομάδων ή κινημάτων (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

174    Δεδομένου ότι η Hamas δεν αποτελεί ούτε κράτος ούτε κυβέρνηση κράτους, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή περί μη επεμβάσεως.

175    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά τις εθνικές διαδικασίες

176    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, τα δικονομικά και περί διαδικασίας δικαιώματά της παραβιάσθηκαν κατά τις εθνικές διαδικασίες, διότι δεν ενημερώθηκε για τις αμερικανικές αποφάσεις και για την απόφαση του Home Secretary, μολονότι η Hamas διαθέτει διευθύνσεις στην Ντόχα (Κατάρ) και στη Γάζα. Η έλλειψη αυτή κοινοποιήσεως και αιτιολογίας, καθώς και η αδυναμία της να υποβάλει παρατηρήσεις, κατέστησαν μη αποτελεσματικά τα ενδεχομένως διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα.

177    Η προσφεύγουσα καταλήγει επισημαίνοντας ότι, εφόσον το Συμβούλιο δεν αποδεικνύει ότι οι Κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου επιχείρησαν να ειδοποιήσουν τη Hamas, πλην όμως η προσπάθεια αυτή απέτυχε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή τους, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν λόγω παραβιάσεως της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

178    Λαμβανομένης υπόψη της κρίσεως που εκτέθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξετασθεί μόνον καθόσον αφορά την απόφαση του Home Secretary.

179    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όμως, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από τον έκτο λόγο ακυρώσεως, καθόσον αυτός αφορά την ως άνω απόφαση.

180    Συνεπώς, παρέλκει η απόφανση επί του έκτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας

181    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η δέσμευση κεφαλαίων συνιστά προσβολή του δικαιώματός της ιδιοκτησίας η οποία δεν είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες για τους λόγους που εξηγήθηκαν με τους προηγούμενους λόγους ακυρώσεως.

182    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, φρονεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στερείται ερείσματος.

183    Δεδομένου ότι οι προηγούμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίφθηκαν, ο υπό κρίση λόγος καθίσταται άνευ ερείσματος και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί και αυτός ως αβάσιμος.

184    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, δεν τυγχάνουν, κατά το δίκαιο της Ένωσης, απόλυτης προστασίας. Μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι, πρώτον, δικαιολογούνται προσηκόντως βάσει λόγων γενικού συμφέροντος των οποίων την επίτευξη επιδιώκει η Ένωση και, δεύτερον, δεν συνιστούν, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση των εν λόγω δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

185    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, υπενθυμίζεται ότι με τη δέσμευση κεφαλαίων, περιουσιακών στοιχείων και άλλων οικονομικών πόρων των προσώπων και των οντοτήτων που έχουν χαρακτηρισθεί, βάσει των κανόνων που προβλέπουν ο κανονισμός 2580/2001 και η κοινή θέση 2001/931, ως εμπλεκόμενα στη χρηματοδότηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων επιδιώκεται η επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιμετωπίσεως των απειλών κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που συνιστούν οι τρομοκρατικές πράξεις (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

186    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, επισημαίνεται ότι δεν προκύπτει ότι τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, ειδικότερα δε η διατήρηση της καταχωρίσεως του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους, είναι δυσανάλογα και ανεπίτρεπτα ή ότι θίγουν την υπόσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ορισμένων εξ αυτών.

187    Πράγματι, τα μέτρα αυτού του είδους είναι αναγκαία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

188    Επιπλέον, τα μέτρα σχετικά με τη δέσμευση κεφαλαίων δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα, αλλά προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτρέπεται η χρήση των δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγούνται ειδικές άδειες, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

189    Εξάλλου, η διατήρηση της καταχωρίσεως του ονόματος των προσώπων και των οντοτήτων στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων αποτελεί το αντικείμενο περιοδικής επανεξετάσεως ώστε να διασφαλίζεται ότι θα διαγράφονται τα ονόματα εκείνων που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια για να περιλαμβάνονται στους καταλόγους αυτούς (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 129).

190    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

191    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

192    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

193    Επιπλέον, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

194    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Hamas φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Pelikánová

Valančius

Nihoul

Svenningsen

 

      Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Μαρτίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.