Language of document : ECLI:EU:T:2007:343

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Νοεμβρίου 2007 (*)

«Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των σιτηρών – Ανάληψη σιτηρών από τους οργανισμούς παρεμβάσεως – Ενίσχυση των κριτηρίων ποιότητας του αραβοσίτου – Εισαγωγή νέου κριτηρίου ειδικού βάρους για τον αραβόσιτο – Διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑310/06,

Δημοκρατία της Ουγγαρίας, εκπροσωπούμενη από τις J. Fazekas, R. Somssich και K. Szíjjártó,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την F. Clotuche-Duvieusart και τον Ζ. Pataki,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1572/2006 της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 824/2000 περί των διαδικασιών αναλήψεως σιτηρών από τους οργανισμούς παρεμβάσεως, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας (ΕΕ L 290, σ. 29),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, V. Tiili, J. Azizi, E. Cremona και O. Czúcz, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαΐου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των σιτηρών διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ L 270, σ. 78, στο εξής: κανονισμός ΚΟΑ).

2        Το άρθρο 5 του κανονισμού ΚΟΑ ορίζει ότι οι οργανισμοί παρεμβάσεως που έχουν υποδειχθεί από τα κράτη μέλη αγοράζουν, μεταξύ άλλων, τον συλλεγέντα στην Κοινότητα αραβόσιτο που τους προσφέρεται, αρκεί οι προσφορές να πληρούν τις προϋποθέσεις που έχουν καθοριστεί, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα και ποσότητα. Οι αγορές μπορούν να γίνουν μόνο κατά την περίοδο παρεμβάσεως, δηλαδή εν προκειμένω κατά την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2006 μέχρι τις 31 Μαρτίου 2007 για την Ουγγαρία.

3        Τα της εφαρμογής του κανονισμού ΚΟΑ καθορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) 824/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, περί των διαδικασιών αναλήψεως σιτηρών από τους οργανισμούς παρεμβάσεως, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας (ΕΕ L 100, σ. 31). Ο κανονισμός αυτός καθορίζει και τα κριτήρια κατώτατης ποιότητας για την αγορά στην παρέμβαση.

4        Στις 18 Οκτωβρίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1572/2006 για τροποποίηση του κανονισμού 824/2000 (ΕΕ L 290, σ. 29, στο εξής: Κανονισμός), προκειμένου να ληφθεί υπόψη η νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο καθεστώς της παρεμβάσεως, ιδίως όσον αφορά τη για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποίηση ορισμένων σιτηρών και τις συνέπειές της για την ποιότητα των προϊόντων. Ο Κανονισμός προσάρμοσε τα κριτήρια ποιότητας που καθορίστηκαν με τον κανονισμό 824/2000 και εισήγαγε ένα νέο κριτήριο ειδικού βάρους για τον αραβόσιτο. Οι τροποποιήσεις που επέφερε έχουν εφαρμογή από την 1η Νοεμβρίου 2006.

5        Το άρθρο 3 του κανονισμού 824/2000, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό, διευκρινίζει τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της ποιότητας των σιτηρών που προσφέρονται στην παρέμβαση. Το άρθρο αυτό αναφέρει, στο σημείο 3.9, τη μέθοδο αναφοράς για τον καθορισμό του ειδικού βάρους, και συγκεκριμένα τη μέθοδο ISO 7971/2:1995 και, για τον αραβόσιτο, τις «εφαρμοζόμενες παραδοσιακές μεθόδους».

6        Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 824/2000, η καταβλητέα στον προσφέροντα τιμή είναι η τιμή παρεμβάσεως την οποία αναφέρει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού ΚΟΑ, δηλαδή 101,31 ευρώ ανά τόνο. Η τιμή αυτή προσαρμόζεται λαμβανομένων υπόψη των προσαυξήσεων και μειώσεων που αναφέρει το άρθρο 9 του κανονισμού 824/2000.

7        Το άρθρο 9 του κανονισμού 824/2000, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό, διευκρινίζει τα ποσά των προσαυξήσεων και μειώσεων που γίνονται στην τιμή παρεμβάσεως. Ορίζει μεταξύ άλλων:

«Οι προσαυξήσεις και οι μειώσεις που εφαρμόζονται στην τιμή που καταβάλλεται στον προσφέροντα εκφράζονται σε ευρώ ανά τόνο και εφαρμόζονται από κοινού, ανάλογα με τα κατωτέρω προβλεπόμενα ποσά:

[…]

β) όταν το ειδικό βάρος των προσφερόμενων στην παρέμβαση σιτηρών αποκλίνει από το λόγο βάρους/όγκου […] 73 kg/hl για τον αραβόσιτο […], οι μειώσεις που πρέπει να εφαρμοστούν είναι εκείνες που αναφέρονται στον πίνακα ΙΙΙ του παραρτήματος VII·

[…]»

8        Το παράρτημα I του κανονισμού 824/2000, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό, ορίζει, στο σημείο Ε, ότι το ελάχιστο ειδικό βάρος για τον αραβόσιτο είναι 71 kg/hl.

9        Ο πίνακας III του παραρτήματος VII του κανονισμού 824/2000, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό, καθορίζει για τον αραβόσιτο τις ακόλουθες μειώσεις τιμών αναλόγως του ειδικού βάρους: 0.5 ευρώ ανά τόνο για ειδικό βάρος κατώτερο των 73 kg/hl και μέχρι 72 kg/hl και 1 ευρώ ανά τόνο για ειδικό βάρος κατώτερο των 72 kg/hl και μέχρι 71 kg/hl.

 Το ιστορικό της διαφοράς

10      Με επιστολή της 13ης Ιανουαρίου 2006 προς τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως «Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη» της Επιτροπής, οι ουγγρικές αρχές γνωστοποίησαν τις δυσκολίες που στο πλαίσιο της αποθεματοποιήσεως για την παρέμβαση αντιμετωπίζονταν όσον αφορά τη διατήρηση των για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποιημένων σπόρων αραβοσίτου, την αύξηση του ποσοστού των θραυσμένων σπόρων και την ανάγκη αναλήψεως από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων του κόστους που συνδέεται με τη για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποίηση.

11      Μετά από διάφορες συζητήσεις, η Επιτροπή παρουσίασε, στις 27 Ιουλίου 2006, στην ομάδα εμπειρογνωμόνων της επιτροπής διαχειρίσεως σιτηρών (στο εξής: ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα σιτηρά) σχέδιο κανονισμού για να γίνουν αυστηρότερες οι προϋποθέσεις σχετικά με το ανώτατο ποσοστό υγρασίας, τους θραυσμένους σπόρους και τους σπόρους που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως και να εισαχθεί για τον αραβόσιτο νέο κριτήριο σχετικά με το ελάχιστο ειδικό βάρος (73 kg/hl). Διευκρινιζόταν ότι οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να επέλθουν πριν από την 1η Νοεμβρίου 2006, την ημερομηνία κατά την οποία η περίοδος παρεμβάσεως αρχίζει στα περισσότερα κράτη μέλη.

12      Σε συνέχεια της προτάσεως της Επιτροπής, έγιναν πολλές συζητήσεις και υπήρξε αλληλογραφία μεταξύ των εκπροσώπων της Ουγγρικής Κυβερνήσεως και αυτών της Επιτροπής. Κατά τις συζητήσεις αυτές, η Ουγγρική Κυβέρνηση γνωστοποίησε ότι θεωρεί ότι οι προτάσεις της Επιτροπής όσον αφορά τους θραυσμένους σπόρους ή το ειδικό βάρος θίγουν με ιδιαίτερα σοβαρό και αδικαιολόγητο τρόπο την Ουγγαρία, καθόσον, υπό φυσιολογικές μετεωρολογικές συνθήκες, το 90 % της ετήσιας ουγγρικής παραγωγής αραβοσίτου θα αποκλείεται της παρεμβάσεως. Η Ουγγρική Κυβέρνηση προσέθεσε ότι μείωση της τιμής παρεμβάσεως κάτω από τα 75 kg/hl θα θίξει το σύνολο της ουγγρικής παραγωγής.

13      Με έγγραφο της 8ης Αυγούστου 2006, ο Ούγγρος Υφυπουργός Γεωργίας και Αγροτικής Αναπτύξεως εξέφρασε εκ νέου την κυβερνητική άποψη στηρίζοντάς τη σε στοιχεία που προέρχονταν από ινστιτούτα αναλύσεως της ποιότητας και ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει το σχέδιο κανονισμού.

14      Στις 31 Αυγούστου 2006, το σχέδιο κανονισμού συζητήθηκε για δεύτερη φορά από την ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα σιτηρά. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, διάφορα κράτη μέλη εξέφρασαν την αντίθεσή τους ή τις αντιρρήσεις τους ιδίως όσον αφορά την εισαγωγή του κριτηρίου ποιότητας που συνίσταται στο ελάχιστο ειδικό βάρος.

15      Με επιστολή που απηύθυνε στην Επιτροπή την ίδια ημέρα, ο Ούγγρος Υφυπουργός επανέλαβε την άποψη της Ουγγρικής Κυβερνήσεως και ζήτησε ξανά να αναθεωρήσει η Επιτροπή την άποψή της.

16      Στις 6 Σεπτεμβρίου 2006, εν όψει ψηφοφορίας στην επιτροπή διαχειρίσεως σιτηρών πριν από το τέλος του Σεπτεμβρίου του 2006, το σχέδιο κανονισμού εισήχθη στο προοριζόμενο για τις εθνικές αρχές των κρατών μελών σύστημα ηλεκτρονικής πληροφορήσεως.

17      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2006, η ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα σιτηρά συζήτησε ξανά το σχέδιο κανονισμού.

18      Στις 18 Σεπτεμβρίου 2006, κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας, η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Δημοκρατία της Σλοβακίας και η Δημοκρατία της Αυστρίας δήλωσαν ότι αντιτάσσονται στο σχέδιο κανονισμού και ο Επίτροπος για τη γεωργία και αγροτική ανάπτυξη, η κ. Fischer Boel, δεσμεύτηκε να επιφέρει ορισμένες προσαρμογές στο σχέδιο, διευκρινίζοντας όμως ότι η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

19      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2006, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι απόψεις της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και της Δημοκρατίας της Αυστρίας και η δέσμευση της Επιτροπής, η τελευταία παρουσίασε στην επιτροπή διαχειρίσεως σιτηρών τροποποιημένο σχέδιο κανονισμού, όπου η προϋπόθεση του ειδικού βάρους για τον αραβόσιτο καθοριζόταν πλέον σε 71 kg/hl αντί 73 kg/hl και προβλεπόταν μείωση τιμής για όλα τα ειδικά βάρη μεταξύ 71 και 73 kg/hl.

20      Στις 28 Σεπτεμβρίου 2006, κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής διαχειρίσεως σιτηρών, το προβλεπόμενο στο σχέδιο κανονισμού ανώτατο ποσοστό υγρασίας των σπόρων ανήλθε σε 13,5 % αντί 13 %.

21      Στις 18 Οκτωβρίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε τον Κανονισμό, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στις 20 Οκτωβρίου 2006, και έχει εφαρμογή από την 1η Νοεμβρίου 2006.

22      Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 του Κανονισμού έχουν ως εξής:

«2)      Δεν πρέπει να γίνονται δεκτά στην παρέμβαση σιτηρά η ποιότητα των οποίων δεν επιτρέπει την κατάλληλη χρήση και αποθεματοποίησή τους. Για το σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη η νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον τομέα της παρέμβασης, ιδίως όσον αφορά την αποθεματοποίηση ορισμένων σιτηρών για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς και οι επιπτώσεις της στην ποιότητα των προϊόντων.

3)      Ως εκ τούτου, για να καταστούν τα προϊόντα της παρέμβασης λιγότερο ευπαθή από την άποψη της υποβάθμισης της ποιότητας και της μεταγενέστερης χρήσης, κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση των κριτηρίων ποιότητας του αραβοσίτου, τα οποία προβλέπονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού [...] 824/2000. Για τον σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να μειωθεί η μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία καθώς και το ανώτατο ποσοστό θραυσμένων σπόρων και σπόρων που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως. Λαμβανομένων υπόψη των ομοιοτήτων που παρουσιάζουν το σόργο και ο αραβόσιτος από γεωπονική άποψη, θα πρέπει, για λόγους συνέπειας, να προβλεφθούν ανάλογα μέτρα και για το σόργο. Επιπλέον, για λόγους συνοχής με τα λοιπά σιτηρά που είναι επιλέξιμα στο πλαίσιο του καθεστώτος παρέμβασης, είναι επίσης σκόπιμο να εισαχθεί ένα νέο κριτήριο ειδικού βάρους για τον αραβόσιτο.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με εισαγωγικό της δίκης έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Νοεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή για την ακύρωση ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (στο εξής: προσβαλλόμενες διατάξεις), δηλαδή:

–        στο άρθρο 1, σημείο 1, των λέξεων «και, στην περίπτωση του αραβοσίτου, οι εφαρμοζόμενες παραδοσιακές μέθοδοι»·

–        στο άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο β΄, των λέξεων «73 kg/hl για τον αραβόσιτο»·

–        στη γραμμή «E. Ελάχιστο ειδικό βάρος (kg/hl)» του πίνακα του σημείου 1 του παραρτήματος, της αριθμητικής τιμής «71» σχετικά με τον αραβόσιτο·

–        στον πίνακα III του σημείου 2 του παραρτήματος, των αριθμητικών τιμών της μειώσεως της τιμής παρεμβάσεως σχετικά με τον αραβόσιτο.

24      Η προσφεύγουσα ζήτησε να αναθέσει το Πρωτοδικείο την υπόθεση σε τμήμα μείζονος συνθέσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

25      Με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2006, το Πρωτοδικείο, ερμηνεύοντας την αίτηση της προσφεύγουσας να ανατεθεί η υπόθεση σε τμήμα μείζονος συνθέσεως ως αίτηση με την οποία ζητείται επικουρικώς να ανατεθεί η υπόθεση σε πενταμελές τμήμα, ανέθεσε, κατόπιν προτάσεως του τρίτου τμήματος, την υπόθεση στο τρίτο πενταμελές τμήμα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο η υπόθεση πρέπει να κριθεί από τμήμα που αποτελείται τουλάχιστον από πέντε δικαστές όταν το ζητήσει κράτος μέλος ή κοινοτικό όργανο που είναι διάδικος.

26      Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσε την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε να εκδικάσει το Πρωτοδικείο την προσφυγή με την ταχεία διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 76α του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσε αυθημερόν, η προσφεύγουσα υπέβαλε βάσει του άρθρου 242 ΕΚ αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε να ανασταλεί η εκτέλεση των προσβαλλομένων διατάξεων.

28      Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι αντιτίθεται στην αίτηση να εκδικαστεί η προσφυγή με την ταχεία διαδικασία.

29      Mε απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2006 το Πρωτοδικείο δέχθηκε την αίτηση να εκδικαστεί η προσφυγή με την ταχεία διαδικασία.

30      Με τη διάταξη της 16ης Φεβρουαρίου 2007, στην υπόθεση Τ-310/06 R, Ουγγαρία κατά Επιτροπής (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αναστολής εκτελέσεως και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

31      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

32      Οι διάδικοι αγόρευσαν και έδωσαν απαντήσεις στις ερωτήσεις που το Πρωτοδικείο έθεσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Μαΐου 2007.

33      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες διατάξεις·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Η Επιτροπή σημειώνει ότι το μόνο που επιδιώκεται με την προσφυγή είναι η ακύρωση των διατάξεων του Κανονισμού που έχουν σχέση με την προϋπόθεση του ελάχιστου ειδικού βάρους του αραβοσίτου και διερωτάται αν είναι παραδεκτή η προσφυγή καθόσον οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν μπορούν να αποσπαστούν από τον υπόλοιπο Κανονισμό όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την Επιτροπή, το ειδικό βάρος είναι ένα ουσιώδες κριτήριο που επέλεξε ο νομοθέτης για να ανέλθει η ποιότητα των σπόρων που αγοράζονται στην παρέμβαση και για να εξασφαλιστεί, κατά συνέπεια, η πώληση σπόρων ποιότητας μετά την αποθεματοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα.

36      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το κριτήριο του ειδικού βάρους αναγκαστικά συνδέεται με τις λοιπές παραμέτρους ποιότητας που έγιναν αυστηρότερες με τον Κανονισμό και ότι, κατά συνέπεια, ο τελευταίος αποτελεί ένα αδιάσπαστο όλον. Συγκεκριμένα, η μείωση του ποσοστού υγρασίας συνεπάγεται αναπόφευκτα αύξηση του ειδικού βάρους. Χωρίς αυτό το νέο κριτήριο του ειδικού βάρους, δεν εξασφαλίζεται πραγματική δυνατότητα μεταπωλήσεως των σπόρων και τα υπάρχοντα κριτήρια, ακόμη και αν έγιναν αυστηρότερα, είναι ακατάλληλα. Άλλωστε, αυτός ο σύνδεσμος μεταξύ των διαφόρων παραμέτρων ποιότητας αναγνωρίζεται από την προσφεύγουσα στην παράγραφο 95 του δικογράφου της προσφυγής.

37      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το αίτημα μερικής ακυρώσεως του Κανονισμού είναι παραδεκτό. Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση του ειδικού βάρους που τάχθηκε για τον αραβόσιτο είναι ένα χωριστό στοιχείο το οποίο μπορεί να αποσπαστεί από τις λοιπές παραμέτρους παρεμβάσεως και του οποίου η ακύρωση αντικειμενικά δεν θα μεταβάλει την ουσία του Κανονισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑29/99, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑11221, σκέψεις 45 και 46, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑239/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10333, σκέψεις 34 και 37). Κατά την προσφεύγουσα, η ακύρωση της προϋποθέσεως αυτής ουδόλως θα μεταβάλει το ουσιαστικό περιεχόμενο του Κανονισμού, καθόσον τα πράγματα θα επανέλθουν εκεί που ήσαν πριν από την έκδοσή του.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

38      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής για τον λόγο ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν μπορούν να αποσπαστούν από τον υπόλοιπο Κανονισμό.

39      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση κοινοτικής πράξεως είναι δυνατή μόνον όταν τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να αποσπαστούν από την υπόλοιπη πράξη (προαναφερθείσα στη σκέψη 37 απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψεις 45 και 46· απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 2003, C-378/00, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I-937, σκέψη 30, και προαναφερθείσα στη σκέψη 37 απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 33). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η πιο πάνω επιταγή να υπάρχει δυνατότητα διαχωρισμού δεν ικανοποιείται όταν η μερική ακύρωση μιας πράξεως θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η ουσία της πράξεως αυτής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2006, C‑36/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑2981, σκέψεις 13 και 14, και της 27ης Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σκέψη 28).

40      Εν προκειμένω, από τον Κανονισμό προκύπτει ότι η ουσία του έγκειται στην άνοδο της ποιότητας του αραβοσίτου ο οποίος γίνεται δεκτός στην παρέμβαση. Προς τούτο, ο Κανονισμός προβλέπει δύο χωριστά είδη μέτρων, δηλαδή, αφενός, κατά την πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 3 του Κανονισμού, να γίνουν αυστηρότερα τα κριτήρια ποιότητας του αραβοσίτου που προέβλεπε το παράρτημα Ι του κανονισμού 824/2000, των οποίων την ακύρωση δεν ζητεί η προσφεύγουσα, και, αφετέρου, κατά την τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 3 του Κανονισμού, να εισαχθεί ένα νέο κριτήριο ειδικού βάρους του αραβοσίτου, και τούτο για λόγους συνοχής με τα καθεστώτα που ισχύουν για τα λοιπά σιτηρά που είναι επιλέξιμα για την παρέμβαση.

41      Επομένως, αυτά τα δύο είδη μέτρων δεν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους και η τυχόν ακύρωση του Κανονισμού κατά το μέρος που εισάγει ένα νέο κριτήριο ειδικού βάρους του αραβοσίτου δεν θα μετέβαλλε αυτή ταύτη την ουσία των διατάξεων που δεν θα ήσαν το αντικείμενο αυτής της ενδεχόμενης ακυρώσεως. Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς το νέο κριτήριο ειδικού βάρους του αραβοσίτου, τα κριτήρια ποιότητας του αραβοσίτου που ο Κανονισμός ενισχύει (δηλαδή το ανώτατο ποσοστό υγρασίας του αραβοσίτου, το ανώτατο ποσοστό θραυσμένων σπόρων και το ανώτατο ποσοστό σπόρων που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως) είναι εκείνα που υπήρχαν υπό την προηγούμενη ρύθμιση, ελλείψει του κριτηρίου του ειδικού βάρους.

42      Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το ειδικό βάρος είναι ένα ουσιώδες κριτήριο που ο νομοθέτης επέλεξε για την άνοδο της ποιότητας των σπόρων που αγοράζονται στην παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί. Αφενός, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζει η Επιτροπή, ουδόλως προκύπτει από τον Κανονισμό ότι το ειδικό βάρος είναι ουσιώδες κριτήριο για την άνοδο της ποιότητας του αραβοσίτου που γίνεται δεκτός στην παρέμβαση. Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έτσι έχουν τα πράγματα, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εξηγήσει κατά ποιον τρόπο θα μετέβαλλε την ουσία του Κανονισμού η ακύρωση μόνο των διατάξεων με τις οποίες εισήχθη αυτό το νέο κριτήριο.

43      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το κριτήριο του ειδικού βάρους αναγκαστικά συνδέεται με τις λοιπές παραμέτρους που έγιναν αυστηρότερες με τον Κανονισμό καθόσον η μείωση του ποσοστού υγρασίας επιφέρει αύξηση του ειδικού βάρους, αρκεί η διαπίστωση ότι ο Κανονισμός ουδόλως συνδέει τα δύο αυτά κριτήρια μεταξύ τους και ότι το κριτήριο που ποσοστού υγρασίας υπήρχε προηγουμένως ελλείψει του κριτηρίου του ειδικού βάρους.

44      Επιπλέον, στα υπομνήματα που κατέθεσε, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ρητώς ότι το γεγονός ότι έγιναν αυστηρότερα τα προϋπάρχοντα κριτήρια ποιότητας, και ειδικότερα το κριτήριο σχετικά με το ανώτατο ποσοστό υγρασίας του αραβοσίτου, σκοπό έχει να καταστήσει δυνατή την καλύτερη διατήρηση του αραβοσίτου που γίνεται δεκτός στην παρέμβαση, ενώ η εισαγωγή του κριτηρίου του ειδικού βάρους του αραβοσίτου σκοπό έχει να δημιουργήσει ένα πρότυπο ποιότητας των αγοραζομένων σπόρων, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι, ακόμη και μετά τη για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποίηση, η οποία αναγκαστικά συνοδεύεται με κάποια υποβάθμιση, το προϊόν θα συνεχίσει να έχει ποιότητα επαρκή για να πωληθεί στην αγορά.

45      Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις μπορούν να αποσπαστούν από τον υπόλοιπο Κανονισμό, οπότε το αίτημα μερικής ακυρώσεως είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

46      Η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο προβάλλει διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας. Με τον δεύτερο προβάλλει αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε τον Κανονισμό. Με τον τρίτο προβάλλει κατάχρηση εξουσίας. Με τον τέταρτο προβάλλει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Με τον πέμπτο προβάλλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Τέλος, με τον έκτο προβάλλει παράβαση του κανονισμού διαδικασίας της επιτροπής διαχειρίσεως σιτηρών.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας

 Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

47      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διέψευσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των Ούγγρων παραγωγών καθόσον, εισάγοντας ένα νέο κριτήριο ποιότητας σχετικά με το ειδικό βάρος του αραβοσίτου δώδεκα ημέρες πριν καταστεί εφαρμοστέος ο Κανονισμός, μετέβαλε εκ βάθρων και με απρόβλεπτο τρόπο, ακόμη και για τους σοβαρούς και καλά πληροφορημένους παραγωγούς, τις προϋποθέσεις παρεμβάσεως για τον αραβόσιτο.

48      Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι στον τομέα της κοινής οργανώσεως των αγορών, της οποίας το αντικείμενο συνεπάγεται συνεχή προσαρμογή αναλόγως των μεταβολών της οικονομικής καταστάσεως, οι οικονομικές μονάδες δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση μιας υπάρχουσας καταστάσεως η οποία δύναται να μεταβληθεί στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας των κοινοτικών οργάνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψη 33). Ωστόσο, θεωρεί ότι εν προκειμένω η συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων καθιστά δυνατή την επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

49      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται συναφώς ότι τα κριτήρια που το Δικαστήριο διατύπωσε σχετικά με την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην απόφασή του της 11ης Ιουλίου 1991, C‑368/89, Crispoltoni (Συλλογή 1991, σ. I‑3695, στο εξής απόφαση Crispoltoni I) πληρούνται εν προκειμένω. Πρώτον, οι μεταβολές σχετικά με την ποιότητα του προϊόντος που αγοράζεται στην παρέμβαση επήλθαν αφότου οι Ούγγροι παραγωγοί είχαν λάβει αποφάσεις οι οποίες συνεπάγονταν σημαντικές επενδύσεις (αγορά σπόρων, υλικού για τη σπορά και το όργωμα κ.λπ.). Το νέο κριτήριο του ελάχιστου ειδικού βάρους εξαρτάται κυρίως από τη χρησιμοποιημένη ποικιλία σπόρων και εισήχθη όταν οι γεωργοί δεν ήσαν πλέον σε θέση να αλλάξουν τις οργωμένες εκτάσεις και κατά συνέπεια τις επενδύσεις τους.

50      Δεύτερον, η εισαγωγή του κριτηρίου ποιότητας σχετικά με το ελάχιστο ειδικό βάρος του αραβοσίτου είναι ανήκουστη και χωρίς προηγούμενο ούτε στο κοινοτικό δίκαιο ούτε στις ευρωπαϊκές συνήθειες. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η τροποποίηση των παραμέτρων ποιότητας του αραβοσίτου ο οποίος προσφέρεται στην παρέμβαση αναφέρθηκε για πρώτη φορά στις 27 Ιουλίου 2006, στο πλαίσιο συνεδριάσεως της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τα σιτηρά. Κατά συνέπεια, ελλείψει προηγούμενης ενημερώσεως, οι Ούγγροι παραγωγοί, ακόμη και οι προσεκτικοί και πληροφορημένοι, θεμιτά δεν μπορούσαν να αναμένουν ότι η ποικιλία του σπαρμένου αραβοσίτου και η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε δεν θα τους δίνουν πια τη δυνατότητα να παράγουν αραβόσιτο που να πληροί τα κριτήρια ποιότητας για την αγορά στην παρέμβαση. Πάντως, μολονότι οι γεωργοί παράγουν για την ελεύθερη αγορά, οι προϋποθέσεις της αγοράς στην παρέμβαση επηρεάζουν παρά ταύτα τις οικονομικές αποφάσεις τους.

51      Τρίτον, η ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των προσβαλλομένων διατάξεων εξέπληξε τους παραγωγούς οι οποίοι θεμιτά ανέμεναν να έχουν χρόνο για να προσαρμοστούν στην επιβολή μιας τόσο νέας υποχρεώσεως.

52      Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εισαγωγή του νέου κριτηρίου του ειδικού βάρους, το οποίο στοιχεί με τη μέριμνα εναρμονίσεως με τα λοιπά σιτηρά που είναι επιλέξιμα για την παρέμβαση, δεν ήταν προβλέψιμη και δεν μπορούσε να προδικαστεί από μεταβολές που επήλθαν στην αγορά. Η προσφεύγουσα ναι μεν αναγνωρίζει ότι οι σοβαροί και καλά πληροφορημένοι παραγωγοί οφείλουν να αναμένουν τους λογικούς κινδύνους που απορρέουν από οικονομικές μεταβολές και να προβλέπουν τις τροποποιήσεις που η Επιτροπή ενδέχεται να επιφέρει για να αποκαταστήσει την ισορροπία της αγοράς, πλην όμως θεωρεί ότι η επιβολή της προϋποθέσεως του ειδικού βάρους δεν μπορούσε να προβλεφθεί από αυτούς κατά την από μέρους τους αξιολόγηση των κινδύνων που συνδέονται με το προϊόν. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, δεν οφείλουν να φέρουν το οικονομικό βάρος που συνδέεται με την εισαγωγή αυτού του νέου κριτηρίου, η οποία υπερακοντίζει τους οικονομικούς κινδύνους που είναι σύμφυτοι με τη γεωργική τους δραστηριότητα.

53      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι ο σκοπός για τον οποίο εκδόθηκε ο Κανονισμός δεν είναι η εισαγωγή ενός μέτρου τυποποιήσεως, αλλά η λύση ενός νέου προβλήματος που ανέκυψε στον τομέα της παρεμβάσεως μετά την περίοδο εμπορίας 2004/2005 και συνδέεται με τη για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποίηση αραβοσίτου και με τις συνέπειές της για την ποιότητα του προϊόντος. Συγκεκριμένα, εφόσον ο αραβόσιτος είναι σιτηρό το οποίο με τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά του έχει την τάση να υποβαθμίζεται πολύ εύκολα, η καλή διαχείριση των αποθεμάτων επέβαλλε, κατά την Επιτροπή, να αυξηθούν τα κριτήρια ποιότητας. Έτσι, η Επιτροπή ισχυρίζεται, αφενός, ότι το γεγονός ότι έγιναν αυστηρότερα τα υπάρχοντα κριτήρια, δηλαδή το ανώτατο ποσοστό υγρασίας και το ποσοστό των θραυσμένων σπόρων και των σπόρων που προσβλήθηκαν κατά τη θέρμανση, πρέπει να δώσει τη δυνατότητα να αποφευχθεί η υπερβολικά γρήγορη υποβάθμιση των σπόρων αραβοσίτου και έτσι να εξασφαλιστεί μεγαλύτερης διάρκειας διατήρηση και, αφετέρου, ότι η εισαγωγή του νέου κριτηρίου του ελάχιστου ειδικού βάρους πρέπει να καταστήσει δυνατό να εξασφαλιστεί κάποια ποιότητα των αγοραζομένων σπόρων έτσι ώστε μετά τη για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποίηση να υπάρχει ποιότητα «που να μπορεί να πωληθεί».

54      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, για να εξασφαλιστεί στους παραγωγούς αραβοσίτου κάποια τιμή στην αγορά, δεν είναι αναγκαίο να αγοράσει η Κοινότητα μέσω του καθεστώτος παρεμβάσεως το σύνολο της παραγωγής των κρατών μελών και ειδικότερα τα σιτηρά χαμηλότερης ποιότητας. Έτσι, αν υποτεθεί ότι σημαντικό μέρος της ουγγρικής συγκομιδής δεν ικανοποιεί τα κριτήρια της παρεμβάσεως, ο οργανισμός παρεμβάσεως θα παίξει παρ’ όλα αυτά τον ρόλο του για την προστασία της αγοράς, καθόσον θα δώσει τη δυνατότητα να διατηρηθεί κάποιο επίπεδο τιμών, ενώ η μόνη αλλαγή είναι ότι θα έχουν καλύτερη ποιότητα οι σπόροι που αγοράζονται στην παρέμβαση.

55      Στη συνέχεια, η Επιτροπή, ενώ αναγνωρίζει ότι η ποικιλία των σπόρων δύναται να επηρεάσει το τελικό ειδικό βάρος της συγκομιδής, αμφισβητεί τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι το ειδικό βάρος εξαρτάται κυρίως από την ποικιλία των σπόρων που σπάρθηκαν.

56      Η Επιτροπή εκθέτει εν προκειμένω ότι το ειδικό βάρος παρέχει τη δυνατότητα να μετρηθεί η πυκνότητα των σπόρων με το να ζυγιστεί ένας γνωστός όγκος σπόρων και με το να συγκριθεί με ίσο όγκο ύδατος. Το κριτήριο του ελάχιστου ειδικού βάρους αποτελεί παράγοντα κατατάξεως των σπόρων, κατά τον οποίο ανώτερη ποιότητά τους αντιστοιχεί σε υψηλό ειδικό βάρος. Προβάλλει ότι, γενικά, το ειδικό βάρος εξαρτάται από την περιεκτικότητα σε νερό και ξένα σώματα, οπότε το ειδικό βάρος αυξάνει όταν το ποσοστό υγρασίας του σιτηρού μικραίνει και αντιστρόφως. Κατά συνέπεια, όταν η απόδοση μιας συγκομιδής είναι υψηλή λόγω ιδεωδών κλιματολογικών συνθηκών όσον αφορά την ηλιοφάνεια και προ πάντων την εισροή υδάτων, το ειδικό βάρος τείνει να είναι μικρό, και το αντίστροφο σε περίοδο ξηρασίας. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το ειδικό βάρος του συλλεγέντος αραβοσίτου είναι μια ανοικτή παράμετρος, η οποία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ο κύριος εκ των οποίων είναι το κλίμα του σχετικού έτους. Οι άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η ποικιλία των σπόρων, η ποιότητα του εδάφους και η καλλιεργητική τεχνική.

57      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ποικιλία «δόντι αλόγου», η οποία κυρίως καλλιεργείται στην Ουγγαρία, παράγει σπόρο αραβοσίτου ο οποίος μπορεί να έχει, αναλόγως των κλιματολογικών συνθηκών, ποικίλο ειδικό βάρος και ότι το ελάχιστο ειδικό βάρος που καθορίστηκε για την αγορά στην παρέμβαση (71 kg/hl) επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό στις περιόδους εμπορίας. Άλλωστε, η ίδια η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η ποικιλία αυτή παράγει σπόρο αραβοσίτου με ειδικό βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 68 και 74 kg/hl. Η έλλειψη, στους καταλόγους σπόρων αραβοσίτου, διευκρινίσεων σχετικά με το ειδικό βάρος κάθε ενός από τους σπόρους που τίθενται στο εμπόριο αποτελεί στοιχείο υπέρ του ότι το κριτήριο αυτό δεν συνδέεται κυρίως με την ποικιλία που επελέγη και υπέρ του ότι το κριτήριο αυτό εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο για όλες τις ποικιλίες. Οι διακυμάνσεις που διαπιστώθηκαν μεταξύ των περιόδων εμπορίας του αραβοσίτου που συνελέγη στην Ουγγαρία μεταξύ του 2001 και του 2006, όπως προκύπτουν από τον πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα A.12 του δικογράφου της προσφυγής, αποδεικνύουν ότι το μέσο ειδικό βάρος μιας συγκομιδής εξαρτάται ουσιωδώς από τις κλιματολογικές συνθήκες.

58      Εφόσον το ειδικό βάρος δεν εξαρτάται κυρίως από την ποικιλία των σπόρων αραβοσίτου που σπάρθηκαν, κατά την Επιτροπή η θέσπιση των προσβαλλομένων διατάξεων δεν είναι μέτρο που είχε αντίκτυπο στις επενδύσεις των παραγωγών.

59      Εξάλλου, η Επιτροπή αμφισβητεί την ανάλυση των ουγγρικών αρχών κατά την οποία ως σημείο αφετηρίας λαμβάνεται ο φερόμενος φυσιολογικός χαρακτήρας της περιόδου εμπορίας 2005/2006 για να καθοριστεί το μέσο ειδικό βάρος της συγκομιδής του 2006/2007. Η Επιτροπή εκθέτει εν προκειμένω ότι η περίοδος εμπορίας 2006/2007 είχε ως αντικείμενο μια φυσιολογική συγκομιδή, και μάλιστα καλή όσον αφορά τις βροχοπτώσεις και την ηλιοφάνεια, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με την προηγούμενη περίοδο εμπορίας που ήταν εξαιρετική και που είχε ως αντικείμενο συγκομιδή αραβοσίτου μέσου ειδικού βάρους πολύ λίγο κάτω από το ελάχιστο ειδικό βάρος των 71 kg/hl. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των ευμενών κλιματολογικών συνθηκών μέχρι τον Νοέμβριο του 2006, οι Ούγγροι παραγωγοί, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί για τις νέες απαιτήσεις ποιότητας, ήσαν σε θέση να κρατήσουν ένα επίπεδο ποιότητας της συγκομιδής, πράγμα που έπρεπε να δώσει τη δυνατότητα να μειωθεί το ποσοστό υγρασίας της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι το μισό της ουγγρικής παραγωγής δεν ικανοποιεί τα κριτήρια αγοράς στην παρέμβαση.

60      Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ενίσχυση των κριτηρίων ποιότητας του αραβοσίτου, για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα μεταπωλήσεως των αποθεμάτων προκειμένου να προστατευθούν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, δεν εμπόδισε να μπορέσει το μεγαλύτερο μέρος της ουγγρικής παραγωγής να προσφερθεί στην παρέμβαση, καθόσον μετά τις συζητήσεις στο πλαίσιο της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τα σιτηρά και προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ανησυχίες των ουγγρικών αρχών τροποποίησε την παράμετρο του ελάχιστου ειδικού βάρους μειώνοντάς την από 73 kg/hl σε 71 kg/hl.

61      Συναφώς, προσθέτει ότι η τωρινή συγκυρία στην εσωτερική και στη διεθνή αγορά σιτηρών είναι εκ βάθρων διαφορετική από την προηγούμενη κατάσταση. Έτσι, η τιμή στην αγορά είναι τώρα πολύ υψηλή και εν γένει ανώτερη της τιμής παρεμβάσεως. Οι προσφορές που έγιναν τον Νοέμβριο του 2006 στο πλαίσιο του διαγωνισμού για τη μεταπώληση, στην εσωτερική αγορά, αραβοσίτου που κατείχε ο ουγγρικός οργανισμός παρεμβάσεως κυμάνθηκαν μεταξύ 123 και 103 ευρώ ανά τόνο για την αγορά αραβοσίτου παρεμβάσεως και οι πωλήσεις έγιναν, βάσει κατώτατης τιμής που καθορίστηκε ανάλογα με τις εβδομάδες σε 112 ή 113 ευρώ ανά τόνο, σε τιμή από 112 έως 123 ευρώ ανά τόνο. Εξάλλου, η Επιτροπή σημειώνει ότι, λόγω των συνθηκών της ελεύθερης αγοράς που ήσαν πιο ευνοϊκές για τους παραγωγούς απ’ ό,τι η προσφορά στην παρέμβαση και τούτο σε ολόκληρη την Κοινότητα, οι προσφορές αραβοσίτου στην παρέμβαση που ελήφθησαν μέχρι τώρα ανέρχονται σε 8 355 τόνους (όλες στην Ουγγαρία) και αποτελούν γελοία ποσότητα σε σχέση με τις ποσότητες που προσφέρθηκαν την ίδια εποχή το 2005 (1 755 825 τόνοι εκ των οποίων 1 273 106 τόνοι στην Ουγγαρία). Επιπλέον, η Επιτροπή αναφέρει ότι σημαντική μείωση των αποθεμάτων των χωρών που είναι «καθαροί εξαγωγείς» αραβοσίτου σημειώθηκε στην παγκόσμια αγορά και ότι η παγκόσμια παραγωγή είναι μικρότερη από την κατανάλωση.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

62      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εισάγοντας ένα νέο κριτήριο σχετικά με το ειδικό βάρος του αραβοσίτου δώδεκα ημέρες πριν καταστεί εφαρμοστέος ο Κανονισμός, διέψευσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των Ούγγρων παραγωγών.

63      Κατά πάγια νομολογία, οι οικονομικές μονάδες δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση μιας υπάρχουσας καταστάσεως που μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας των κοινοτικών οργάνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1982, 245/81, Edeka, Συλλογή 1982, σ. 2745, σκέψη 27, και προαναφερθείσα στη σκέψη 48 απόφαση Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 33). Το ίδιο ισχύει ειδικά σε έναν τομέα όπως αυτός της κοινής οργανώσεως των αγορών της οποίας το αντικείμενο συνεπάγεται συνεχή προσαρμογή αναλόγως των μεταβολών της οικονομικής καταστάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I-4863, στο εξής: απόφαση Crispoltoni II, σκέψη 57, και της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-104/97 P, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Συλλογή 1999, σ. I-6983, σκέψη 52).

64      Εξάλλου, όπως το Δικαστήριο έκρινε στην προαναφερθείσα στη σκέψη 48 απόφαση Crispoltoni Ι (σκέψη 17), «[σ]υναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 1979 στην υπόθεση 98/78, Racke, Racc. 1979, σ. 69, σκέψη 20, και 99/78, Decker, Racc. 1978, σ. 101, σκέψη 8), αν κατά κανόνα η αρχή της ασφαλείας των εννόμων καταστάσεων δεν επιτρέπει σε κοινοτική πράξη να έχει ως χρονικό σημείο αφετηρίας ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς της, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να συμβαίνει το αντίθετο, οσάκις το απαιτεί ο προς επίτευξη σκοπός και τηρείται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων» και «η νομολογία αυτή ισχύει και για την περίπτωση όπου η αναδρομική εφαρμογή δεν προβλέπεται ρητά από την ίδια την πράξη, προκύπτει όμως από το περιεχόμενό της».

65      Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχοι κανονισμοί, καθιερώνοντας εντός του έτους, αφότου είχαν ληφθεί οι αποφάσεις που συνεπάγονταν επενδύσεις (καλλιεργητέες εκτάσεις, φυτεύσεις κ.λπ.), ένα σύστημα ανώτατης εγγυημένης ποσότητας καπνού και προβλέποντας αναλογική μείωση της τιμής και της πριμοδοτήσεως παρεμβάσεως σε περίπτωση μεγαλύτερης παραγωγής, διέψευσαν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των σχετικών οικονομικών μονάδων. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, «ναι μεν οι [ενδιαφερόμενοι] όφειλαν να θεωρούν ως δυνάμενα να προβλεφθούν τα μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό κάθε αυξήσεως της παραγωγής καπνού στην Κοινότητα και να αποθαρρύνουν την παραγωγή ποικιλιών που διατίθενται δυσχερώς, έπρεπε όμως να έχουν και τη δυνατότητα να λαμβάνουν έγκαιρα γνώση των μέτρων που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις επί των επενδύσεών τους, πράγμα που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση» (προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Crispoltoni I, σκέψη 21).

66      Η κατάσταση εν προκειμένω είναι εντελώς ανάλογη με εκείνη που ήταν επίμαχη στην προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Crispoltoni I.

67      Συγκεκριμένα, ο Κανονισμός εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2006, δημοσιεύθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2006 και έχει εφαρμογή από την 1η Νοεμβρίου 2006, δηλαδή την πρώτη ημέρα της σχετικής περιόδου παρεμβάσεως, οπότε τα νέα κριτήρια ποιότητας που καθορίζει ισχύουν για τον αραβόσιτο του οποίου η φύτευση έγινε την άνοιξη του 2006 και η συγκομιδή το φθινόπωρο του 2006.

68      Έτσι, εισάγοντας ένα νέο κριτήριο σχετικά με το ειδικό βάρος του αραβοσίτου δώδεκα ημέρες πριν καταστεί εφαρμοστέος ο Κανονισμός, δηλαδή σε μια στιγμή που οι παραγωγοί είχαν ήδη σπείρει και δεν μπορούσαν πια να επηρεάσουν το ειδικό βάρος της συγκομιδής, οι προσβαλλόμενες διατάξεις είχαν αντίκτυπο στις επενδύσεις των σχετικών παραγωγών καθόσον μετέβαλαν εκ βάθρων τις προϋποθέσεις παρεμβάσεως για τον αραβόσιτο.

69      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι τα επίμαχα μέτρα δεν αναγγέλθηκαν εγκαίρως στους σχετικούς γεωργούς. Άλλωστε, στην επιχειρηματολογία της σχετικά με τη διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα στοιχείο ικανό να αντικρούσει τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι ακόμη και οι σοβαροί και καλά πληροφορημένοι παραγωγοί δεν μπορούσαν να αναμένουν την έκδοση του Κανονισμού. Το πολύ, η Επιτροπή ανέφερε, στην εισαγωγή του υπομνήματός της αντικρούσεως, μια επιστολή της 13ης Ιανουαρίου 2006 των ουγγρικών αρχών προς την Επιτροπή, όπου εξέθεταν τις δυσκολίες που στο πλαίσιο της αποθεματοποιήσεως για την παρέμβαση αντιμετώπιζαν σχετικά με τη διατήρηση των σπόρων, τη συζήτηση της 9ης Μαρτίου 2006 στο πλαίσιο της ομάδας εμπειρογνωμόνων της επιτροπής διαχειρίσεως σιτηρών σχετικά με την αποθεματοποίηση αραβοσίτου για μεγάλο χρονικό διάστημα, μια επιστολή της Επιτροπής προς τις ουγγρικές αρχές και νέες συζητήσεις που έγιναν τον Ιούνιο του 2006. Ωστόσο, ουδεμία από τις πιο πάνω συζητήσεις ή επιστολές υπαινίχθηκε με οποιονδήποτε τρόπο το ζήτημα της έστω και ενδεχόμενης εισαγωγής νέου κριτηρίου σχετικά με το ειδικό βάρος.

70      Αντιθέτως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι μόλις στις 27 Ιουλίου 2006, δηλαδή πολύ μετά από τότε που οι σχετικοί γεωργοί είχαν λάβει τις αποφάσεις να επενδύσουν, η Επιτροπή κατέθεσε στην επιτροπή διαχειρίσεως σιτηρών το σχέδιο κανονισμού για την εισαγωγή του επίμαχου νέου κριτηρίου σχετικά με το ειδικό βάρος.

71      Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί, αφενός, ότι τα επίμαχα μέτρα δεν κατέστησαν απλώς αυστηρότερα τα προϋπάρχοντα κριτήρια, αλλά εισήγαγαν ένα νέο κριτήριο και, αφετέρου, ότι η προϋπόθεση του ειδικού βάρους ήταν ανήκουστη στο εμπόριο αραβοσίτου στην Κοινότητα. Πάντως, όπως διευκρινίστηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 1998, C‑324/96, Πετρίδη (Συλλογή 1998, σ. I‑1333, σκέψεις 43 έως 45), το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Crispoltoni I εκτίμησε ότι οι επίμαχοι κανονισμοί είχαν διαψεύσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των σχετικών οικονομικών μονάδων καθόσον είχαν εισαγάγει ένα σύστημα εγγυημένων ανώτατων ποσοτήτων άγνωστο στους ενδιαφερόμενους τόσο ως προς τη φύση των νέων μέτρων οργανώσεως της αγοράς του καπνού στην Κοινότητα όσο και ως προς την ημερομηνία θέσεώς τους σε ισχύ.

72      Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι, εισάγοντας, χωρίς να ενημερωθούν έγκαιρα οι σχετικοί παραγωγοί, ένα νέο κριτήριο ελάχιστου ειδικού βάρους κάτω από το οποίο ο αραβόσιτος δεν μπορεί να προσφερθεί στον οργανισμό παρεμβάσεως ή υπόκειται σε μείωση της τιμής, οι προσβαλλόμενες διατάξεις διέψευσαν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των σχετικών παραγωγών. Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμο.

73      Κανένα επιχείρημα της Επιτροπής δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

74      Πρώτον, το επιχείρημα ότι η καλή διαχείριση των αποθεμάτων επέβαλλε να αυξηθούν τα κριτήρια ποιότητας και ότι το ειδικό βάρος είναι παράγοντας ποιότητας δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, το ζήτημα δεν είναι αν τα αμφισβητούμενα μέτρα είναι κατάλληλα (ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο των λόγων ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται κατάχρηση εξουσίας και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως), αλλά αν, στην περίπτωση που υποτεθεί ότι είναι κατάλληλα, η αναδρομική εισαγωγή τους οδήγησε σε διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των σχετικών παραγωγών.

75      Δεύτερον, απορριπτέο είναι και το επιχείρημα ότι τα επίμαχα μέτρα δεν αποτελούν μέτρα που είχαν αντίκτυπο στις επενδύσεις καθόσον το ειδικό βάρος δεν εξαρτάται κυρίως από την ποικιλία που σπάρθηκε.

76      Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις επενδύσεως δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο στην επιλογή της ποικιλίας του σπόρου, αλλά συνδέονται με όλα τα στάδια από την απόφαση φυτεύσεως αραβοσίτου και τον καθορισμό της εκτάσεως της φυτεύσεως μέχρι τη συγκομιδή. Άλλωστε, για να αποδείξει ότι τα αμφισβητούμενα μέτρα έθιξαν τις επενδύσεις των σχετικών παραγωγών, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή μετέβαλε τις προϋποθέσεις της παρεμβάσεως για τον αραβόσιτο σε ένα χρονικό σημείο που οι παραγωγοί είχαν ήδη σπείρει. Η προσφεύγουσα ναι μεν ισχυρίστηκε ότι το είδος σπόρων που επελέγη καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το ειδικό βάρος του προϊόντος που συνελέγη, πλην όμως όρισε ευρύτερα τις επενδύσεις και ανέφερε συναφώς τα άλλα υλικά και μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, την προετοιμασία του εδάφους, τις μηχανές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σπορά, τον ειδικό προσαρμογέα για θεριζοαλωνιστικές μηχανές και, γενικότερα, την τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε.

77      Εξάλλου, πέρα από το ότι δεν ασκεί επιρροή, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το ειδικό βάρος δεν εξαρτάται από την ποικιλία δεν είναι πειστικό. Πρέπει να παρατηρηθεί, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή περιορίζεται απλώς και μόνο σε έναν αστήρικτο ισχυρισμό και ότι, επομένως, το επιχείρημα δεν μπορεί να αντικρούσει τα στοιχεία και τις μελέτες που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα. Έτσι, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι ο πίνακας που κατέθεσε η προσφεύγουσα (παράρτημα A.12 του δικογράφου της προσφυγής) στον οποίο εμφαίνεται το μέσο ειδικό βάρος του αραβοσίτου που συνελέγη στην Ουγγαρία μεταξύ του 2001 και του 2006 δείχνει ότι το ειδικό βάρος μιας συγκομιδής εξαρτάται ουσιωδώς από τις κλιματολογικές συνθήκες, καθόσον το ειδικό βάρος ποικίλλει από το ένα έτος στο άλλο χωρίς να έχει γίνει μεγάλη τροποποίηση των ποικιλιών του αραβοσίτου που σπάρθηκε. Συγκεκριμένα, κατά τον πίνακα αυτόν, το μέσο ειδικό βάρος κυμάνθηκε μεταξύ 70,90 και 73,22 kg/hl και από τα έγγραφα τεκμηριώσεως που προσκόμισε η προσφεύγουσα (παράρτημα A.6 του δικογράφου της προσφυγής) προκύπτει ότι η ποικιλία «δόντι αλόγου» που καλλιεργείται κυρίως στην Ουγγαρία παράγει αραβόσιτο ειδικού βάρους μεταξύ 68 και 74 kg/hl, ενώ άλλες ποικιλίες φθάνουν σε υψηλότερο ειδικό βάρος (74 έως 82 kg/hl για την ποικιλία Keményszemű και 72 έως 79 kg για την ποικιλία Puhaszemű). Στη συνέχεια, η Επιτροπή δέχθηκε, τόσο στα υπομνήματά της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η ποικιλία δύναται να επηρεάσει, σε ορισμένο βαθμό, το τελικό ειδικό βάρος της συγκομιδής. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ειδικό βάρος του αραβοσίτου είναι μια ανοικτή παράμετρος η οποία εξαρτάται από μεγάλο αριθμό παραγόντων ο κύριος εκ των οποίων είναι το κλίμα του έτους, οι δε λοιποί παράγοντες είναι η ποιότητα του εδάφους και προ πάντων η καλλιεργητική τεχνική (ημερομηνία σποράς, ποιότητα φυτεύσεως, φροντίδα για την ύδρευση, ημερομηνία συγκομιδής κ.λπ). Πάντως, πέρα από το κλίμα, όλοι οι άλλοι προαναφερθέντες παράγοντες θα λαμβάνονταν υπόψη από τους σχετικούς παραγωγούς για την παραγωγή αραβοσίτου με υψηλότερο ειδικό βάρος αν είχαν ενημερωθεί εγκαίρως για τα σχεδιαζόμενα μέτρα.

78      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι πάνω από το μισό της ουγγρικής συγκομιδής δεν ικανοποιεί το κριτήριο του ειδικού βάρους, αρκεί η διαπίστωση ότι στην προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Crispoltoni I το Δικαστήριο δεν έθεσε καμία προϋπόθεση σχετικά με το μέγεθος του αντικτύπου στις επενδύσεις προκειμένου να διαπιστωθεί διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Άλλωστε, η Επιτροπή δεν αναφέρει σε ποια βάση στηρίζεται μια τέτοια προϋπόθεση ούτε ποιο ποσοστό της συγκομιδής είναι αναγκαίο για να γίνει δεκτό ότι διαψεύστηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

79      Επιπλέον, από τον πίνακα (παράρτημα A.12 του δικογράφου της προσφυγής) που κατέθεσε η προσφεύγουσα και δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή προκύπτει ότι, ακόμη και κατά τα έτη εντός των οποίων το μέσο ειδικό βάρος της συγκομιδής ήταν το υψηλότερο, το 10 % της συγκομιδής αυτής δεν θα είχε ικανοποιήσει το κατά τις προσβαλλόμενες διατάξεις κριτήριο για να γίνει δεκτό στην παρέμβαση και σχεδόν το 40 % της παραγωγής θα είχε υποβληθεί στο μέτρο της μειώσεως της τιμής.

80      Εξάλλου, ναι μεν οι γεωργοί παράγουν πρώτα για την ελεύθερη αγορά, πλην όμως οι προϋποθέσεις της παρεμβάσεως επηρεάζουν τις οικονομικές αποφάσεις τους και οι ίδιοι εύλογα μπορούσαν να αναμένουν κατά τις επενδύσεις τους (σπορά, καλλιέργεια κ.λπ.) ότι οι ποικιλίες και η τεχνολογία που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε θα συνεχίσουν να ικανοποιούν τις κοινοτικές προϋποθέσεις ποιότητας που τάσσονται για να μπορέσει ο αραβόσιτος που παράγουν να προσφερθεί στην παρέμβαση. Άλλωστε, στην προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Crispoltoni I το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο τον επίμαχο κανονισμό ο οποίος απλώς προέβλεπε μείωση κατά 1 % των τιμών παρεμβάσεως καθώς και των πριμοδοτήσεων σχετικά με διάφορες ποικιλίες καπνού για κάθε υπέρβαση κατά 1 % της εγγυημένης ανώτατης ποσότητας και το αιτούν δικαστήριο είχε αναφέρει ότι είχε θιγεί μόνον ένας παραγωγός.

81      Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις πρέπει να ακυρωθούν.

82      Εξάλλου, στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε και ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε τους ιδιαίτερους λόγους για τους οποίους τα πιο απαιτητικά νέα κριτήρια έπρεπε να ισχύσουν από την περίοδο ενάρξεως των προσφορών για την παρέμβαση, την 1η Νοεμβρίου 2006, δηλαδή δώδεκα ημέρες μετά τη δημοσίευση του Κανονισμού.

83      Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία που απαιτείται από το άρθρο 253 ΕΚ σκοπό έχει να δώσει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους δικαιολογητικούς λόγους του μέτρου έτσι ώστε να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. Κατά συνέπεια, από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει, με σαφή και όχι διφορούμενο τρόπο, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε τη βαλλόμενη πράξη. Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι στην απόφασή του της 1ης Απριλίου 1993, C‑260/91 και C‑261/91, Diversinte και Iberlacta (Συλλογή 1993, σ. I‑1885, σκέψη 10), το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο τον προσβληθέντα στην υπόθεση εκείνη κανονισμό εκτιμώντας ότι η αιτιολογία του δεν έδινε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει ειδικά αν έγινε σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των σχετικών οικονομικών μονάδων.

84      Πάντως, διαπιστώνεται ότι ο Κανονισμός ουδόλως αναφέρει τους λόγους για τους οποίους τα βαλλόμενα νέα μέτρα έπρεπε αμέσως να έχουν εφαρμογή στην υπό εξέλιξη συγκομιδή, η δε αιτιολογική σκέψη 9 αναφέρει μόνον ότι «[ο]ι τροποποιήσεις που προβλέπονται […] πρέπει να ισχύσουν για τις προσφορές σιτηρών στην παρέμβαση από την 1η Νοεμβρίου 2006», προσθέτοντας ότι, «[σ]υνεπώς, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η έναρξη ισχύος […] την ημέρα της δημοσίευσης […] στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

85      Η Επιτροπή περιορίζεται, στο υπόμνημα αντικρούσεως, να αναφέρει ότι η εφαρμογή από την 1η Νοεμβρίου 2006 δικαιολογείται, όπως εξ αρχής είχαν εκθέσει οι υπηρεσίες της Επιτροπής, από την έναρξη την ημερομηνία εκείνη της περιόδου παρεμβάσεως στα περισσότερα κράτη μέλη. Εξάλλου, η έναρξη, την 1η Ιανουαρίου 2007, της ισχύος της προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, που μαζί παράγουν ποσότητα μεταξύ 12 και 13 εκατομμυρίων τόνων αραβοσίτου, δικαιολογούσε τις επείγουσες ενέργειες.

86      Πέρα από το ότι η πλήρης έλλειψη αιτιολογίας, στον Κανονισμό, της ημερομηνίας θέσεώς του σε ισχύ δεν μπορεί να θεραπευθεί με ενδείξεις που παρασχέθηκαν κατά τη διαδικασία επεξεργασίας του, το γεγονός ότι η περίοδος παρεμβάσεως άρχισε την 1η Νοεμβρίου 2006 είναι μόνο μια γενική διαπίστωση που δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκεκριμένη αιτιολογία από την οποία προκύπτει το αποτέλεσμα που επιδιώχθηκε και η οποία παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ελέγξει αν έγινε σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των σχετικών οικονομικών μονάδων.

87      Όσο για το μέγεθος της παραγωγής αραβοσίτου της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, η ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της προσχωρήσεως των οποίων είχε καθοριστεί ότι θα είναι η 1η Ιανουαρίου 2007, διαπιστώνεται όχι μόνον ότι η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι σε οποιοδήποτε στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας έγινε αναφορά του μεγέθους αυτού, αλλά και ότι εύλογα δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το μέγεθος αυτό ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε να ληφθεί έγκαιρα υπόψη από την Επιτροπή για να μη διαψευστεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Άλλωστε, η αιτιολογία αυτή ενισχύει την άποψη της προσφεύγουσας ότι η εισαγωγή του κριτηρίου του ειδικού βάρους δεν είχε ως σκοπό να βελτιώσει τις συνθήκες αποθεματοποιήσεως ούτε να εναρμονίσει τα καθεστώτα παρεμβάσεως, αλλά να περιορίσει τις ποσότητες αραβοσίτου που είναι επιλέξιμες για την παρέμβαση.

88      Κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες διατάξεις πρέπει να ακυρωθούν και για τον λόγο ότι ο Κανονισμός εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

89      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Πρωτοδικείο ρώτησε τους διαδίκους σχετικά με τις διαχρονικές συνέπειες τυχόν ακυρώσεως λόγω διαψεύσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, μια και το ζήτημα αυτό δεν εξετάστηκε στα δικόγραφα των διαδίκων.

90      Όπως σωστά υποστήριξε η Επιτροπή, εφόσον στο πλαίσιο του υπό εξέταση σκέλους του λόγου ακυρώσεως παράβαση του κοινοτικού δικαίου διαπιστώθηκε μόνο στο μέτρο που οι προσβαλλόμενες διατάξεις καθορίζουν ένα νέο κριτήριο ελάχιστου ειδικού βάρους που ίσχυσε αμέσως για τη συγκομιδή του φθινοπώρου του 2006 χωρίς να έχουν ενημερωθεί εγκαίρως οι σχετικοί παραγωγοί, η ακύρωση για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί παρά να αφορά μόνο τον αραβόσιτο που φυτεύθηκε και καλλιεργήθηκε πριν από τη θέσπιση των προσβαλλομένων διατάξεων.

91      Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του υπό εξέταση σκέλους του λόγου ακυρώσεως, οι προσβαλλόμενες διατάξεις πρέπει να ακυρωθούν τουλάχιστον στο μέτρο που έχουν εφαρμογή επί της συγκομιδής αραβοσίτου του 2006.

92      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστούν οι λοιποί ισχυρισμοί και τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

93      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας καθόσον, με τη δημοσίευση του Κανονισμού μόνο δώδεκα ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου παρεμβάσεως στην Ουγγαρία, η νέα κοινοτική ρύθμιση ήταν εντελώς απρόβλεπτη από τους παραγωγούς. Η ρύθμιση αυτή ήταν ακόμη περισσότερο απρόβλεπτη καθόσον ο σκοπός της δεν είναι η γρήγορη προσαρμογή σε ένα νέο οικονομικό δεδομένο της αγοράς, αλλά η τυποποίηση κριτηρίων ποιότητας των επιλέξιμων για την παρέμβαση σιτηρών, η οποία εκ των προτέρων είναι ένας στόχος τεχνικής φύσεως και μακράς πνοής.

94      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των Ούγγρων παραγωγών και να προσαρμόσει την εφαρμογή των νέων κριτηρίων αγοράς στην παρέμβαση, σύμφωνα με τις αρχές που το Δικαστήριο διατύπωσε στις αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C‑487/01 και C‑7/02, Gemeente Leusden και Holin Groep (Συλλογή 2004, σ. I‑5337), και της 7ης Ιουνίου 2005, C‑17/03, Vereniging voor Energie κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑4983). Η κατάσταση των γεωργών χαρακτηρίζεται από την προσαρμογή της γεωργικής δραστηριότητας στους βιολογικούς κύκλους και στους κύκλους παραγωγής αραβοσίτου που αρχίζουν με τη λήψη αποφάσεων ακολουθουμένων με πράξεις εκτελέσεώς τους (αγορά σπόρων, σπορά κ.λπ.) και ολοκληρώνονται με τη συγκομιδή μετά από πλείστους μήνες.

95      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας τις προσβαλλόμενες διατάξεις χωρίς μεταβατική περίοδο ή χωρίς προοδευτική εφαρμογή τους, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθώς και την αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ, η οποία απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη να γίνονται σταδιακά οι κατάλληλες προσαρμογές στον γεωργικό τομέα. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει το μέγεθος της ουγγρικής παραγωγής στην Κοινότητα (17 έως 18 %) και τη σημασία των αποτελεσμάτων ενός νέου απαιτητικού κριτηρίου ποιότητας το οποίο έχει ως συνέπεια να μην είναι επιλέξιμη για την παρέμβαση η μισή ουγγρική παραγωγή. Σημειώνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξαιρετικής ποιότητας του ουγγρικού αραβοσίτου, το νέο αυτό κριτήριο θα έχει ως συνέπεια να μην είναι επιλέξιμο για την παρέμβαση και σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής παραγωγής. Επιπλέον, ο σκοπός τυποποιήσεως που επιδιώκεται με τη νέα ρύθμιση δικαιολογεί ακόμη λιγότερο την άμεση εφαρμογή του νέου κριτηρίου του ελάχιστου ειδικού βάρους.

96      Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η νέα αυτή παράμετρος, η οποία δεν χρησιμοποιείται στις εμπορικές πρακτικές για τον αραβόσιτο στην Ευρώπη, δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί αυτή καθ’ εαυτή. Συγκεκριμένα, οι γεωργοί δεν είναι σε θέση να καθορίσουν την ποικιλία η οποία παράγει σπόρο που να ικανοποιεί το νέο αυτό κριτήριο ποιότητας, και τούτο ιδίως αν ληφθούν υπόψη τόσο οι κατάλογοι σπόρων για σπορά, οι οποίοι δεν διευκρινίζουν το ειδικό βάρος, όσο και το ειδικό βάρος της καλλιεργούμενης στην Ουγγαρία ποικιλίας αραβοσίτου «δόντι αλόγου», το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 68 και 74 kg/hl. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι γύρω στο μισό των ποικιλιών σπόρου δεν θα παράγει, ανεξάρτητα από τη θέληση των γεωργών, σπόρο αραβοσίτου επιλέξιμο για την παρέμβαση. Εξάλλου, η εισαγωγή νέων ποικιλιών σπόρου που θα μπορούν να παράγουν σπόρο ο οποίος θα ικανοποιεί το κριτήριο του ελάχιστου ειδικού βάρους θα απαιτήσει πολύ χρόνο, δηλαδή μια δεκαετία, οπότε για τους Ούγγρους παραγωγούς θα είναι σχεδόν αδύνατον να προετοιμαστούν για την τήρηση του Κανονισμού.

97      Η Επιτροπή υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την ενίσχυση των κριτηρίων ποιότητας του επιλέξιμου για την παρέμβαση αραβοσίτου δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα ζήτημα τυποποιήσεως. Ο πραγματικός σκοπός είναι να αποφευχθεί υποβάθμιση των αποθεμάτων και να καταστεί δυνατή η μελλοντική χρησιμοποίησή τους.

98      Στη συνέχεια, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Εφόσον ο Κανονισμός δημοσιεύθηκε δώδεκα ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου παρεμβάσεως για την Ουγγαρία, την 1η Νοεμβρίου 2006, η εφαρμογή του ήταν προβλέψιμη. Ομοίως, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπήρξε αναδρομικότητα αν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο του Κανονισμού (προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Crispoltoni I). Συγκεκριμένα, εφόσον το κριτήριο του ειδικού βάρους δεν εξαρτάται κυρίως από την ποικιλία του σπόρου του αραβοσίτου, αλλά από τις κλιματολογικές συνθήκες κατά την περίοδο εμπορίας, δεν αποδεικνύεται ότι η τήρηση του κριτηρίου αυτού έχει αντίκτυπο στις επενδύσεις στις οποίες οι παραγωγοί προέβησαν πριν από τη συγκομιδή. Επομένως, όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες για τους γεωργούς, η κατάσταση εν προκειμένω διακρίνεται από τις καταστάσεις που αφορά η νομολογία σχετικά με τον δημοσιονομικό ή τον γεωργικό τομέα την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

99      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν απαιτεί να μη τροποποιούνται τα νομοθετήματα. Πάντως, η επιλογή της Επιτροπής να ενισχύσει τα κριτήρια ποιότητας για την αγορά στην παρέμβαση ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη ανάγκη, την οποία έχει η διαχείριση των αποθεμάτων με νοοτροπία καλού οικογενειάρχη, και δικαιολογείται από σκέψεις τεχνικής φύσεως που έχουν ως σκοπό να εξασφαλιστεί κάποια ποιότητα των αγοραζομένων σπόρων για να μπορέσουν να πωληθούν ακόμη και μετά την αποθεματοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα.

100    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προβληματική της ποιότητας του αποθεματοποιημένου αραβοσίτου και οι συνέπειές της στο νέο πρόβλημα της για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποιήσεως ήσαν προβλέψιμες από τους ενδιαφερόμενους, καθόσον το ζήτημα αυτό είχε εξεταστεί τον Μάρτιο του 2006 και μετά είχε γίνει το αντικείμενο συζητήσεως στην ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα σιτηρά την 1η και στις 29 Ιουνίου 2006 (δηλαδή ένα και ενάμισι μήνα μετά τη σπορά των καλλιεργημένων εκτάσεων). Στη συνέχεια, το σχέδιο να ενισχυθούν τα κριτήρια ποιότητας έγινε κατ’ επανάληψη το αντικείμενο επίσημων συζητήσεων κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τα σιτηρά.

101    Άλλωστε, η αργοπορημένη θέσπιση των προσβαλλομένων διατάξεων οφείλεται στην ουσία στο ότι δεν έγινε αμέσως αντιληπτό, λόγω των παρεκκλίσεων που είχαν επιτραπεί στις ουγγρικές αρχές για την αγορά στην παρέμβαση, ότι η περίοδος εμπορίας 2005/2006 είναι εξαιρετική και συνεπάγεται πρόσθετη αύξηση των αποθεμάτων δικαιολογούσα επείγουσες ενέργειες. Οι συζητήσεις άρχισαν μόνον από τη στιγμή που η Επιτροπή ειδοποιήθηκε από τα κράτη μέλη ότι υποβαθμίζονται γρήγορα τα αποθέματά τους.

102    Η Επιτροπή υποστηρίζει επιπλέον ότι έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των παραγωγών αραβοσίτου της Κεντρικής Ευρώπης, καθόσον μείωσε το ελάχιστο ειδικό βάρος από 73 σε 71 kg/hl. Θεωρεί ότι το κριτήριο αυτό είναι κατάλληλο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό και δεν θίγει τους Ούγγρους γεωργούς. Συγκεκριμένα, η εισαγωγή μόνο του κριτηρίου του ελάχιστου ειδικού βάρους δεν έχει για τις συγκομιδές τον αντίκτυπο που περιγράφει η προσφεύγουσα, καθόσον η μείωση του ανώτατου ποσοστού υγρασίας την οποία προβλέπει ο Κανονισμός (13,5 % αντί 14,5 %) και η οποία δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της προσφυγής συνεπάγεται αύξηση από 0,5 σε 1 kg/hl του ειδικού βάρους του αραβοσίτου που προσφέρεται στην παρέμβαση. Κατά συνέπεια, η εισαγωγή αυτού του νέου κριτηρίου ποιότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

103    Τέλος, όσον αφορά τη φερόμενη δυσκολία των γεωργών να καθορίσουν το ειδικό βάρος της συγκομιδής αραβοσίτου, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι υπάρχουν σε όλη την Κοινότητα και ότι η επιλογή της Ουγγαρίας να χρησιμοποιεί τη μέθοδο ISO, η οποία χρησιμοποιείται για τη σίκαλη, δεν δημιουργεί σήμερα καμία δυσκολία για τη μέτρηση του ειδικού βάρους. Εν πάση περιπτώσει, το ειδικό βάρος του αραβοσίτου δεν μπορεί να προβλεφθεί πριν από τη συγκομιδή.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

104    Ενώ δέχεται ότι οι παραγωγοί πρέπει να προσαρμόζονται σε κάποιο επίπεδο οικονομικών δυσκολιών που απορρέουν από μεταβολές της νομοθεσίας που ενδέχεται να επέλθουν κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εν προκειμένω η Επιτροπή, καθιστώντας αμέσως εφαρμοστέο το νέο κριτήριο του ειδικού βάρους και αποκλείοντας το μεγαλύτερο μέρος του ουγγρικού αραβοσίτου από τη δυνατότητα αγοράς στην παρέμβαση, παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.

105    Στο μέτρο που η επιχειρηματολογία αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των προσβαλλομένων διατάξεων κατά το μέρος που έχουν εφαρμογή στην υπό εξέλιξη συγκομιδή, δεν είναι πλέον αναγκαίο να εξεταστεί η επιχειρηματολογία αυτή εφόσον στο σημείο αυτό έχει ήδη συναχθεί ότι ο Κανονισμός είναι ακυρωτέος.

106    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα, μολονότι στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως προβάλλει στην ουσία επιχειρήματα που αφορούν τη συγκομιδή του 2006, θέλει παρά ταύτα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των προσβαλλομένων διατάξεων για τις μεταγενέστερες περιόδους παρεμβάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία απαιτεί ειδικά η ρύθμιση να είναι σαφής και ακριβής, για να μπορούν τα υποκείμενα δικαίου να γνωρίσουν χωρίς διφορούμενο τρόπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λάβουν τα ανάλογα μέτρα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C‑143/93, Van Es Douane Agenten, Συλλογή 1996, σ. I‑431, σκέψη 27, και της 14ης Απριλίου 2005, C‑110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑2801, σκέψη 30), και ότι οι οικονομικές μονάδες δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση μιας υπάρχουσας καταστάσεως που μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας των κοινοτικών οργάνων, και τούτο ειδικά σε έναν τομέα όπως αυτός της κοινής οργανώσεως των αγορών της οποίας το αντικείμενο συνεπάγεται συνεχή προσαρμογή στις μεταβολές της οικονομικής καταστάσεως (προαναφερθείσα στη σκέψη 63 απόφαση Crispoltoni II, σκέψη 57).

107    Πάντως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, αφενός, δεν εκθέτει ως προς τι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν είναι αρκούντως σαφείς για να μπορέσουν οι σχετικοί παραγωγοί να καθορίσουν χωρίς διφορούμενο τρόπο τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να προσφέρουν τον αραβόσιτό τους στην παρέμβαση και, αφετέρου, δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι παραγωγοί αυτοί δεν είναι σε θέση να λάβουν από την προσεχή συγκομιδή τα αναγκαία μέτρα προκειμένου ο αραβόσιτος που παράγουν να ικανοποιεί το απαιτούμενο κριτήριο του ειδικού βάρους. Άλλωστε, πέρα από το ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας φαίνεται να αφορά μόνο την υπό εξέλιξη συγκομιδή, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ειδικό βάρος εξαρτάται ουσιωδώς από την ποικιλία των σπόρων που χρησιμοποιήθηκαν και ότι, σύμφωνα με τη μελέτη που αποτελεί το παράρτημα Α.6 του δικογράφου της προσφυγής, δύο ποικιλίες σπόρων παράγουν αραβόσιτο ειδικού βάρους πολύ μεγαλύτερου από το ελάχιστο που απαιτούν οι προσβαλλόμενες διατάξεις.

108    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα ότι ο Κανονισμός συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας στο μέτρο που έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει το μεγαλύτερο μέρος της ουγγρικής παραγωγής από την παρέμβαση, αρκεί η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός αυτός ρητώς αμφισβητείται από την Επιτροπή και δεν συνοδεύεται με κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Επιπλέον, από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι ακόμη και κατά τα προηγούμενα έτη σημαντικό ποσοστό της ουγγρικής παραγωγής έφθανε το ελάχιστο ειδικό βάρος που απαιτούν οι νέες διατάξεις. Τέλος, όπως εκτέθηκε πιο πάνω, σύμφωνα με τη μελέτη που προσκόμισε η προσφεύγουσα, υπάρχουν ποικιλίες σπόρων που καθιστούν δυνατή την παραγωγή αραβοσίτου με ειδικό βάρος μεγαλύτερο από το ελάχιστο που απαιτείται.

109    Κατόπιν των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται αναρμοδιότητα του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε τον Κανονισμό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

110    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κατά το άρθρο 5 του κανονισμού ΚΟΑ η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εισαγάγει το νέο κριτήριο ποιότητας σχετικά με το ελάχιστο ειδικό βάρος του αραβοσίτου λόγω του ότι το κριτήριο αυτό δεν είναι κατάλληλο κριτήριο ποιότητας.

111    Συγκεκριμένα, πρώτον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι κατ’ επανάληψη ισχυρίστηκε κατά την επεξεργασία του Κανονισμού ότι το κριτήριο του ελάχιστου ειδικού βάρους δεν είναι κατάλληλο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με τον Κανονισμό σκοπό διατηρήσεως των αποθεμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα.

112    Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι το ειδικό βάρος είναι ζήτημα ποιότητας. Από ένα από τα έγγραφα που η Επιτροπή προσκόμισε προς στήριξη της προτάσεώς της να εισαχθεί το νέο κριτήριο (παράρτημα A.3c του δικογράφου της προσφυγής, σ. 5) προκύπτει ότι το ειδικό βάρος του αραβοσίτου δεν έχει καμία συνέπεια για τη θρεπτική αξία των σιτηρών αυτών, ανεξαρτήτως του αν προορίζονται για τη διατροφή ανθρώπων ή ζώων. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από ένα δημοσίευμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Α.10 του δικογράφου της προσφυγής, κατά το οποίο δημοσίευμα το ειδικό βάρος και το ποσοστό υγρασίας δεν επηρεάζουν την ποιότητα του αραβοσίτου για τη διατροφή ζώων, λαμβανομένης υπόψη της ποιότητας των ξηρών ουσιών που υπάρχουν στα σιτηρά αυτά.

113    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στην Ευρώπη το κριτήριο του ειδικού βάρους δεν εφαρμόζεται για τον αραβόσιτο στις εμπορικές πρακτικές και ότι δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, ο παράγοντας αυτός δεν διαδραματίζει ρόλο κατά τον καθορισμό της τιμής των σιτηρών αυτών και δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη προϋπόθεση ποιότητας υπό την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού ΚΟΑ.

114    Τέταρτον, η παράμετρος αυτή χρησιμοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, αλλά μόνον καθόσον ο αραβόσιτος προορίζεται στην ουσία για τη διατροφή ανθρώπων. Πάντως, στην Ευρώπη ο αραβόσιτος προορίζεται προ πάντων για τη διατροφή αγελαίων ζώων, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1068/2005 της Επιτροπής, της 6ης Ιουλίου 2005, για τροποποίηση του κανονισμού 824/2000 (ΕΕ L 174, σ. 65).

115    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εισαγωγή για τον αραβόσιτο, όπως έγινε με άλλα σιτηρά, του κριτηρίου του ελάχιστου ειδικού βάρους για να εξασφαλιστεί κάποια ποιότητα του αραβοσίτου εμπίπτει κάλλιστα στην αρμοδιότητα που της έχει παρασχεθεί από το Συμβούλιο σύμφωνα με τον κανονισμό ΚΟΑ.

116    Πρώτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτός ο νέος παράγοντας του ελάχιστου ειδικού βάρους είναι κατάλληλος σε σχέση με τον σκοπό βελτιώσεως της ποιότητας του αραβοσίτου για τη διατήρησή του σε μεγάλο χρονικό διάστημα και για τη μεταγενέστερη χρησιμοποίησή του. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι, εφόσον η περιεκτικότητα των σπόρων σε νερό έχει συνέπειες για το ειδικό βάρος τους καθώς και για τη διατήρησή τους, το κριτήριο του ειδικού βάρους θα καταστήσει δυνατό να βελτιωθεί η ποιότητα του αραβοσίτου.

117    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ειδικό βάρος είναι το κριτήριο που χρησιμοποιείται γενικά για να κατατάσσονται τα είδη σπόρων αραβοσίτου ανάλογα με την ποιότητά τους. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το τεστ του ειδικού βάρους είναι ένα στοιχείο που καθιστά δυνατό να διακρίνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες οι πέντε αμερικανικές ποιότητες σπόρων. Εξάλλου, η Επιτροπή σημειώνει ότι το κριτήριο του ελάχιστου ειδικού βάρους που ο Κανονισμός καθόρισε σε 71 kg/hl είναι ελαφρώς κατώτερο του κριτηρίου των σπόρων πρώτης ποιότητας των Ηνωμένων Πολιτειών (71,4 kg/hl), ενώ οι σπόροι αυτοί αποθεματοποιούνται μόνο για πολύ μικρά χρονικά διαστήματα, σε αντίθεση με την κατάσταση στην Κοινότητα. Απεναντίας, το νέο κριτήριο του ειδικού βάρους βρίσκεται κάτω από το τυποποιημένο πρότυπο που στη Γαλλία γίνεται δεκτό από το Τεχνικό Ινστιτούτο Σιτηρών και Αρόσεως και είναι τουλάχιστον 75 kg/hl για τον αραβόσιτο καλής ποιότητας.

118    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι πουθενά δεν επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι ο αμερικανικός αραβόσιτος πρώτης ποιότητας προορίζεται μόνο για ανθρώπινη διατροφή. Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ακριβής, η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός ότι το επιλεγμένο κριτήριο του ειδικού βάρους αντιστοιχεί στο κριτήριο αναφοράς για την ανθρώπινη διατροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα εχέγγυο ποιότητας των σπόρων αραβοσίτου.

119    Τρίτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η θρεπτική αξία των σπόρων αραβοσίτου εξαρτάται από το ειδικό βάρος. Συγκεκριμένα, ανάλυση διαφόρων παρτίδων αραβοσίτου με διαφορετικά ειδικά βάρη δείχνει απόκλιση τόσο ως προς τη χημική σύνθεση όσο και ως προς τη θρεπτική αξία (ενέργεια και αμινοξέα) των διαφόρων ειδών σπόρου. Η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς ότι η ανάλυση την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Α.10 του δικογράφου της προσφυγής αφορά τη θρεπτική αξία «σε ξηρές ουσίες» και επομένως έχει μόνο σχετική αξία στο μέτρο που ο πλήρης σπόρος (που αποτελείται από ξηρές ουσίες και νερό) είναι εκείνος που χρησιμεύει για τη διατροφή αγελαίων ζώων.

120    Τέλος, το γεγονός ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση το κριτήριο του ειδικού βάρους δεν χρησιμοποιείται στις εμπορικές πρακτικές στερείται σημασίας, καθόσον το ζήτημα ήταν να καθοριστούν οι προϋποθέσεις της παρεμβάσεως για να εξασφαλιστεί η για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποίηση σπόρων καλής ποιότητας και όχι να ρυθμιστεί το εμπόριο αραβοσίτου στην Κοινότητα. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η κατοπινή χρησιμοποίηση των σιτηρών είναι άγνωστη τη στιγμή της αγοράς τους από τον οργανισμό παρεμβάσεως, οπότε είναι θεμιτό να εξασφαλιστεί να είναι διαθέσιμοι σπόροι καλής ποιότητας, ανεξάρτητα από το αν προορίζονται για τη διατροφή ανθρώπων ή ζώων.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

121    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κατά το άρθρο 5 του κανονισμού ΚΟΑ η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εισαγάγει το νέο κριτήριο σχετικά με το ελάχιστο ειδικό βάρος του αραβοσίτου καθόσον το κριτήριο αυτό δεν είναι κατάλληλο κριτήριο ποιότητας.

122    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, το Συμβούλιο δύναται να παράσχει στην Επιτροπή ευρεία εκτελεστική εξουσία, καθόσον η Επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να παρακολουθεί συνεχώς και προσεκτικά την εξέλιξη των γεωργικών αγορών και να λαμβάνει τα επείγοντα μέτρα που απαιτεί η κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Οκτωβρίου 1975, 23/75, Rey Soda, Συλλογή τόμος 1975, σ. 399, σκέψη 11). Έτσι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C‑296/93 και C‑307/93, Γαλλία και Ιρλανδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑795), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός του βάρους των σφαγίων που γίνονται δεκτά στην παρέμβαση εντάσσεται στα εκτελεστικά μέτρα που η Επιτροπή είναι εξουσιοδοτημένη να λαμβάνει, ακόμη και αν ο περιορισμός αυτός μπορούσε να οδηγήσει σε αναπροσανατολισμό της παραγωγής βοείου κρέατος και ακόμη και αν οι προσφεύγουσες είχαν ισχυριστεί ότι η διάταξη βάσει της οποίας επιβλήθηκε ο περιορισμός αυτός έδινε στην Επιτροπή την εξουσία μόνο να καθορίσει τις κατηγορίες (δηλαδή το φύλο και την ηλικία του ζώου) και τις ιδιότητες (που ορίζονταν από τη διάπλαση του ζώου και από την κατάσταση της παχύνσεώς του) του κρέατος ενώ η Επιτροπή είχε μεταβάλει τον κατάλογο των προϊόντων που γίνονταν δεκτά στην παρέμβαση.

123    Κατά το άρθρο 6, στοιχείο β΄, του κανονισμού ΚΟΑ, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να καθορίζει, με τη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως, «τους ελάχιστους όρους, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητα που απαιτούνται για κάθε σιτηρό, ώστε να είναι επιλέξιμο για την παρέμβαση».

124    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 του Κανονισμού, το κριτήριο του ειδικού βάρους εισήχθη για να βελτιωθεί η ποιότητα του αραβοσίτου ή τουλάχιστον σε συνοχή με τις προϋποθέσεις ποιότητας που έχουν καθοριστεί για τα λοιπά σιτηρά, αλλά περιορίζεται να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια καθόσον το ειδικό βάρος δεν είναι κατάλληλο κριτήριο ποιότητας και καθόσον η Επιτροπή στην πραγματικότητα σκοπό είχε να περιορίσει τις ποσότητες που γίνονται δεκτές στην παρέμβαση. Πάντως, το περιστατικό αυτό, αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, θα οδηγήσει στη διαπίστωση ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, αλλά δεν δύναται να επιφέρει ακύρωση λόγω αναρμοδιότητας. Εξ ορισμού, η κατάχρηση εξουσίας προϋποθέτει ότι το διοικητικό όργανο που ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας ήταν αρμόδιο να εκδώσει μια πράξη, αλλά τη χρησιμοποίησε για να πετύχει σκοπούς άλλους από εκείνους που επικαλέστηκε. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ανάγονται στους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται κατάχρηση εξουσίας και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, οπότε τα επιχειρήματα αυτά θα εξεταστούν στο πλαίσιο αυτό.

125    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται αναρμοδιότητα είναι απορριπτέος.

126    Όσον αφορά τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντιστοίχως κατάχρηση εξουσίας και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, εφόσον οι λόγοι αυτοί συνδέονται στενά μεταξύ τους το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι πρέπει να τους εξετάσει μαζί.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται κατάχρηση εξουσίας και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

127    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή άσκησε καταχρηστικά την εκτελεστική εξουσία που της έδωσε το Συμβούλιο σύμφωνα με τον κανονισμό ΚΟΑ, καθόσον, υπό το πρόσχημα να ενισχύσει τα κριτήρια ποιότητας για την αγορά αραβοσίτου στην παρέμβαση, στην πραγματικότητα μετέβαλε αυτή ταύτη την ουσία του καθεστώτος παρεμβάσεως σχετικά με τα σιτηρά αυτά.

128    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι με την εισαγωγή του κριτηρίου του ελάχιστου ειδικού βάρους επιδιώχθηκε σκοπός τυποποιήσεως. Η εισαγωγή αυτής της νέας παραμέτρου ποιότητας σχετικά με τον αραβόσιτο είναι εμφανώς ακατάλληλη για να επιτευχθεί ο σκοπός τυποποιήσεως, καθόσον εξακολουθεί να μην αποτελεί κριτήριο επιλεξιμότητας για την παρέμβαση όσον αφορά το σόργο.

129    Αν υποτεθεί ότι η επιβολή της προϋποθέσεως του ειδικού βάρους ήταν αναγκαία για την εναρμόνιση και στο μέτρο που ο σκοπός αυτός αφήνει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, η κατάσταση της Ουγγαρίας καθώς και η κατάσταση άλλων κρατών μελών έπρεπε να κάνει την Επιτροπή να καθορίσει την προϋπόθεση του ειδικού βάρους σε χαμηλότερο επίπεδο και να επιβάλει μείωση μεγαλύτερη από την κατά δύο μονάδες μείωση που τελικά έγινε δεκτή.

130    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν αποβλέπουν σε μια τυποποίηση, αλλά στο να αποκλείσουν από την παρέμβαση σημαντικό μέρος της παραγωγής αραβοσίτου στην Ουγγαρία και στην Κεντρική Ευρώπη λόγω του προβλήματος της διαχειρίσεως των αποθεμάτων. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το μισό περίπου των ποικιλιών «δόντι αλόγου» που καλλιεργούνται από τους Ούγγρους παραγωγούς δεν ικανοποιεί το κριτήριο ειδικού βάρους που καθόρισε η Επιτροπή.

131    Η προσφεύγουσα αναφέρεται εν προκειμένω σε μια ομιλία της Επιτρόπου Fischer Boel της 11ης Μαΐου 2006 στη Βουδαπέστη, όπου η Επίτροπος υπογράμμισε ότι ο τομέας των σιτηρών αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα αυξήσεως των αποθεμάτων, το οποίο μόνον εν μέρει είναι η συνέπεια της πολύ μεγάλης συγκομιδής των δύο τελευταίων ετών, καθόσον στην πραγματικότητα οφείλεται σε δυσλειτουργίες της εσωτερικής αγοράς, δηλαδή στη δυσκολία εξαγωγής των πλεοναζόντων αποθεμάτων των περιοχών όπου η τιμή είναι κατώτερη της τιμής παρεμβάσεως, προς περιοχές όπου οι τιμές είναι ανώτερες. Κατά τη συνέντευξη αυτή, η Επιτροπή γνωστοποίησε την επιθυμία της να βρεθεί λύση μακράς πνοής σε αυτό το νέο πρόβλημα.

132    Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν ο πραγματικά επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η αναμόρφωση του καθεστώτος παρεμβάσεως, η Επιτροπή, ενισχύοντας τα κριτήρια ποιότητας τα οποία αφορά ο κανονισμός 824/2000, υπερέβη τις εκτελεστικές εξουσίες της και παρέβλεψε την αρμοδιότητα του Συμβουλίου του οποίου έργο ήταν να τροποποιήσει τον κανονισμό ΚΟΑ.

133    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον, καθορίζοντας σε τόσο υψηλό επίπεδο το ειδικό βάρος του αραβοσίτου, δεν έλαβε υπόψη την κύρια χρήση του αραβοσίτου ως είδους διατροφής αγελαίων ζώων ούτε τη μέση ποιότητα των σιτηρών που συλλέγονται στην Κοινότητα, όπως διευκρινίζει η αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 824/2000.

134    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η χρήση του αραβοσίτου ως είδους διατροφής ανθρώπων ή ζώων επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο των κριτηρίων που ορίζουν τη μέση ποιότητα των σιτηρών αυτών οπότε, όταν ο αραβόσιτος προορίζεται για τη διατροφή ανθρώπων, δικαιολογείται υψηλό επίπεδο των κριτηρίων ποιότητας.

135    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι στην Κοινότητα ο αραβόσιτος προορίζεται κυρίως για τη διατροφή αγελαίων ζώων και ότι μέχρι την έναρξη της ισχύος του Κανονισμού το κριτήριο του ειδικού βάρους δεν χρησιμοποιούνταν για τα σιτηρά αυτά. Οι τυποποιημένες αριθμητικές αξίες που έχουν καθοριστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά δικαιολογούνται καθόσον, αντιθέτως προς αυτόν που καλλιεργείται στην Ευρώπη, ο αραβόσιτος της Βόρειας Αμερικής προορίζεται για τη διατροφή ανθρώπων. Το κριτήριο του ειδικού βάρους των 71 kg/hl που δέχθηκε η Επιτροπή αντιστοιχεί, σύμφωνα με τα τυποποιημένα αυτά πρότυπα, σε ανώτερης ποιότητας αραβόσιτο που προορίζεται για τη διατροφή ανθρώπων, ενώ, στις χώρες αυτές, ο αραβόσιτος που χρησιμοποιείται ως χορτονομή για αγελαία ζώα αντιστοιχεί σε ποιότητα κατώτερη της προοριζομένης για τη διατροφή ανθρώπων και έχει ειδικό βάρος 64,8 kg/hl στον Καναδά και 67,2 kg/hl στις Ηνωμένες Πολιτείες.

136    Η προσφεύγουσα θεωρεί κατά συνέπεια ότι το επίπεδο του ειδικού βάρους όπως καθορίστηκε από την Επιτροπή σε 71 kg/hl είναι αδικαιολόγητο για τον αραβόσιτο που προορίζεται κυρίως για τη διατροφή ζώων και έπρεπε να προσαρμοστεί στη μέση ποιότητα του αραβοσίτου που χρησιμοποιείται προς τούτο και να είναι μεταξύ 64,8 και 67,2 kg/hl, αν όχι μικρότερο.

137    Τέλος, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι τα ειδικά βάρη που η Επιτροπή δέχθηκε για τα λοιπά είδη σιτηρών είναι ίδια με τις αμερικανικές αριθμητικές τιμές.

138    Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι, υπό το πρόσχημα να ενισχύσει τα κριτήρια ποιότητας του αραβοσίτου, θέλησε να μεταβάλει εκ βάθρων το καθεστώς παρεμβάσεως. Θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν παραθέτει καμία δέσμη στοιχείων προς στήριξη της απόψεως αυτής, η οποία βασίζεται μόνο σε μια ομιλία της Επιτρόπου Fischer Boel τον Μάιο του 2006. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ναι μεν, στην ομιλία εκείνη, η Επίτροπος όντως αναφέρθηκε στην ανάγκη να βρεθούν λύσεις μακράς πνοής για να διευθετηθεί το νέο πρόβλημα που επηρεάζει το καθεστώς παρεμβάσεως, πλην όμως εννοούσε μια πρόταση κανονισμού που να τροποποιεί την κοινή οργάνωση της αγοράς των σιτηρών την οποία αφορά ο κανονισμός ΚΟΑ, προκειμένου να παύσει ο αραβόσιτος να υπάγεται στο καθεστώς παρεμβάσεως. Η Επιτροπή αναφέρει εν προκειμένω ότι διατύπωσε τέτοια πρόταση κανονισμού στις 15 Δεκεμβρίου 2006.

139    Η Επιτροπή, ενώ αναγνωρίζει ότι η θέσπιση των προσβαλλομένων διατάξεων συνδέεται με το πρόβλημα της αυξήσεως των αποθεμάτων παρεμβάσεως το οποίο προέκυψε ιδίως από τις εξαιρετικές περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006, ισχυρίζεται ότι από το αιτιολογικό μέρος του Κανονισμού προκύπτει ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι να εξασφαλιστεί ότι τα τωρινά αποθέματα παρεμβάσεως αποτελούνται από σιτηρά καλής ποιότητας ικανά να διατηρηθούν και να εξασφαλίσουν το να χρησιμοποιηθούν αργότερα. Αμφισβητεί ότι ο Κανονισμός περιορίζεται να δώσει απάντηση σε μια φροντίδα απλώς και μόνο τυποποιήσεως, δεδομένου ότι κανένα κριτήριο ειδικού βάρους δεν καθορίστηκε για το σόργο εφόσον οι οργανισμοί παρεμβάσεως δεν αντιμετωπίζουν σχετικά με αυτό το είδος σιτηρών πρόβλημα αποθεματοποιήσεως για μεγάλο χρονικό διάστημα.

140    Η Επιτροπή αμφισβητεί και ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ενισχύοντας τα κριτήρια ποιότητας του αραβοσίτου.

141    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η έλλειψη κριτηρίου σχετικά με το ειδικό βάρος του αραβοσίτου δικαιολογούνταν μέχρι τότε από την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 824/2000, η οποία αναφέρεται σε κριτήρια ποιότητας «που αντιστοιχούν, κατά το μέτρο του δυνατού, στις μέσες ποιότητες» των σιτηρών που συλλέγονται στην Κοινότητα. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο, όπως έγινε με τα λοιπά σιτηρά που είναι επιλέξιμα για την παρέμβαση, να ανέλθει η ποιότητα του αραβοσίτου που προσφέρεται στην παρέμβαση προκειμένου να αποφευχθεί υπερβολικά γρήγορη υποβάθμιση των αποθεμάτων και να εξασφαλιστεί ποιότητα αραβοσίτου «που να μπορεί να πωληθεί» αργότερα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι τωρινές τροποποιήσεις υπαγορεύθηκαν από τον σκοπό του Κανονισμού και ότι δεν δεσμεύεται από την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 824/2000.

142    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επιλογή του ελάχιστου ειδικού βάρους που καθορίστηκε σε 71 kg/hl ανταποκρίνεται στο αμερικανικό τυποποιημένο πρότυπο και παρέχει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής παραγωγής τη δυνατότητα να ικανοποιήσει το κριτήριο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των κλιματολογικών συνθηκών κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007.

143    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι ο αμερικανικός αραβόσιτος ανώτερης ποιότητας προορίζεται μόνο για τη διατροφή ανθρώπων. Σημειώνει ότι ο αραβόσιτος που προορίζεται για τη διατροφή ανθρώπων αποτελείται από πολύ ιδιαίτερες ποικιλίες τις οποίες δεν αφορούν οι προσβαλλόμενες διατάξεις (αραβόσιτος «flint», μαλακός αραβόσιτος). Επιπλέον, η αμερικανική και η ευρωπαϊκή κατάσταση δεν είναι συγκρίσιμες καθόσον η αποθεματοποίηση στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει μικρή διάρκεια και γενικά η εμπορία του αραβοσίτου γίνεται αμέσως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

144    Κυρίως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει στην ουσία ότι το ειδικό βάρος δεν είναι παράγοντας ποιότητας, τουλάχιστον όταν, όπως στην Κοινότητα, ο αραβόσιτος ουσιαστικά προορίζεται για τη διατροφή ζώων. Επικουρικώς, ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προσβαλλόμενες διατάξεις καθόρισαν το ελάχιστο ειδικό βάρος σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο.

145    Σύμφωνα με μια πρώτη εξήγηση που ανέφερε παρεμπιπτόντως η Επιτροπή, το ειδικό βάρος αποτελεί κατάλληλο κριτήριο για τον αραβόσιτο λόγω του ότι υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ της περιεκτικότητας σε νερό και του ειδικού βάρους του αραβοσίτου.

146    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ευθύς εξ αρχής. Συγκεκριμένα, αφενός, όχι μόνον η δικαιολογία αυτή δεν βρίσκει κανένα στήριγμα στο κείμενο του Κανονισμού, αλλά επιπλέον η Επιτροπή ρητώς υποστήριξε ότι το γεγονός ότι έγιναν αυστηρότερα τα κριτήρια ως προς το ποσοστό υγρασίας και ως προς τα ποσοστά των θραυσμένων σπόρων και των σπόρων που προσβλήθηκαν κατά τη θέρμανση σκοπό είχε να αποφευχθεί η υπερβολικά γρήγορη υποβάθμιση των σπόρων αραβοσίτου, ενώ το κριτήριο του ειδικού βάρους αφορούσε την εγγενή ποιότητα του αραβοσίτου. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν δύναται να δικαιολογήσει την καταλληλότητα του κριτηρίου του ειδικού βάρους επικαλούμενη τις τυχόν έμμεσες συνέπειες του ειδικού βάρους επί του ποσοστού υγρασίας όταν ο Κανονισμός ήδη προβλέπει ένα κριτήριο το οποίο ευθέως και ρητώς καθορίζει το ανώτατο ποσοστό υγρασίας προκειμένου να γίνει ο αραβόσιτος δεκτός στην παρέμβαση.

147    Βασικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ειδικό βάρος έχει επίδραση στην ποιότητα των σπόρων και ότι είναι κατάλληλο το επίπεδο που έγινε δεκτό. Διευκρινίζει ότι, ενώ οι τρεις προϋπάρχοντες παράγοντες (υγρασία, ποσοστό θραυσμένων σπόρων και ποσοστό σπόρων που προσβλήθηκαν κατά τη θέρμανση) καθιστούν δυνατό να αποφευχθεί η υπερβολικά γρήγορη υποβάθμιση, το κριτήριο του ειδικού βάρους καθιστά δυνατό να εξασφαλιστεί εγγενής ποιότητα του αραβοσίτου.

148    Πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 2 του Κανονισμού εκθέτει ότι πρέπει να μη γίνονται δεκτά στην παρέμβαση σιτηρά των οποίων η ποιότητα δεν επιτρέπει προσήκουσα χρήση ή προσήκουσα αποθεματοποίηση και προς τούτο πρέπει να ληφθούν υπόψη η νέα κατάσταση που συνδέεται ιδίως με τη για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθεματοποίηση και οι συνέπειές της για την ποιότητα των προϊόντων. Στη συνέχεια, η αιτιολογική σκέψη 3 αναφέρει:

«Ως εκ τούτου, για να καταστούν τα προϊόντα της παρέμβασης λιγότερο ευπαθή από την άποψη της υποβάθμισης της ποιότητας και της μεταγενέστερης χρήσης, κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση των κριτηρίων ποιότητας του αραβοσίτου, τα οποία προβλέπονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού […] 824/2000. Για τον σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να μειωθεί η μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία καθώς και το ανώτατο ποσοστό θραυσμένων σπόρων και σπόρων που έχουν προσβληθεί από τη θέρμανση της ξηράνσεως. […] Επιπλέον, για λόγους συνοχής με τα λοιπά σιτηρά που είναι επιλέξιμα στο πλαίσιο του καθεστώτος παρέμβασης, είναι επίσης σκόπιμο να εισαχθεί ένα νέο κριτήριο ειδικού βάρους για τον αραβόσιτο.»

149    Έτσι, ναι μεν διαπιστώνεται ότι, τυπικά, η εισαγωγή ενός νέου κριτηρίου σχετικά με το ειδικό βάρος του αραβοσίτου περιλαμβάνεται, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, μεταξύ των μέτρων που εισάγονται για να επιτευχθεί ο γενικός σκοπός της αποθεματοποιήσεως σιτηρών τον οποίο αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 2, πλην όμως από τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 3 προκύπτει ότι η εισαγωγή του εν λόγω κριτηρίου δεν δικαιολογήθηκε ρητώς με την ανάγκη να γίνουν τα προϊόντα παρεμβάσεως λιγότερο ευπαθή όσον αφορά την υποβάθμιση και τη μεταγενέστερη χρήση –εκείνο που εν προκειμένω αφορά η αιτιολογική σκέψη είναι μόνο να γίνουν αυστηρότερα τα κριτήρια ποιότητας όπως το ανώτατο ποσοστό υγρασίας και το ανώτατο ποσοστό θραυσμένων σπόρων και σπόρων που προσβλήθηκαν κατά τη θέρμανση–, αλλά αποτελεί το αντικείμενο ειδικής αιτιολογίας, η οποία ανάγεται στην ανάγκη να εξασφαλιστεί συνοχή με τα καθεστώτα που ισχύουν για τα λοιπά σιτηρά που είναι επιλέξιμα για την παρέμβαση.

150    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι ο Κανονισμός δεν είναι σαφής και ρητός ως προς το ότι η εισαγωγή του κριτηρίου του ειδικού βάρους του αραβοσίτου σκοπό έχει, πέρα από την ανάγκη να εξασφαλιστεί συνοχή με τα καθεστώτα που ισχύουν για τα λοιπά σιτηρά, να ενισχύσει τα κριτήρια ποιότητας του αραβοσίτου.

151    Έτσι, ο Κανονισμός δεν αναφέρει ότι το ειδικό βάρος είναι κριτήριο ποιότητας του αραβοσίτου και, κατά μείζονα λόγο, δεν εκθέτει κατά ποιον τρόπο ο παράγοντας αυτός μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος για να εκτιμηθεί η ποιότητα του αραβοσίτου.

152    Επομένως, οι εξηγήσεις που δόθηκαν από την Επιτροπή κατά τη δίκη, σύμφωνα με τις οποίες το ειδικό βάρος είναι κατάλληλο κριτήριο ποιότητας, δεν στοιχούν με τη ratio της εισαγωγής του εν λόγω κριτηρίου όπως αυτή προκύπτει από στενή ερμηνεία του Κανονισμού. Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω εξηγήσεις, μολονότι διαφέρουν αισθητώς από την αιτιολογία που παρατίθεται στον Κανονισμό, μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικές και όχι αντιφατικές με την αιτιολογία αυτή, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει αν η Επιτροπή χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεώρησε ότι το ειδικό βάρος όντως αποτελεί κριτήριο ποιότητας κατάλληλο για τον αραβόσιτο, πράγμα που αμφισβητεί η προσφεύγουσα.

153    Εν προκειμένω, προς στήριξη της αιτιάσεώς της, η προσφεύγουσα προσκόμισε δύο μελέτες (παράρτημα A.3c και παράρτημα A.10 του δικογράφου της προσφυγής), κατά τις οποίες το ειδικό βάρος του αραβοσίτου δεν έχει συνέπειες για τη θρεπτική αξία του προϊόντος ως είδους ζωικής και ανθρώπινης διατροφής.

154    Σε απάντηση αυτών των δεόντως στηριγμένων επιχειρημάτων, η Επιτροπή περιορίστηκε να ισχυριστεί κατ’ επανάληψη ότι το ειδικό βάρος έχει επίδραση στην ποιότητα των σπόρων αραβοσίτου. Με εξαίρεση μόνον ένα χωρίο του υπομνήματος αντικρούσεως, η Επιτροπή δεν ανέφερε κατά ποιον τρόπο το κριτήριο αυτό είναι κατάλληλο για να αξιολογηθεί η εγγενής ποιότητα του αραβοσίτου ούτε προσκόμισε την παραμικρή μελέτη ή το παραμικρό έγγραφο προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού. Ομοίως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να δώσει ακριβείς εξηγήσεις εν προκειμένω.

155    Όσο για τη μοναδική περίπτωση που στο υπόμνημα αντικρούσεως (παράγραφος 90) καταβλήθηκε προσπάθεια να εξηγηθεί κατά ποιον τρόπο το ειδικό βάρος είναι κατάλληλο για την αξιολόγηση της ποιότητας του αραβοσίτου, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την εξήγηση αυτή, το ειδικό βάρος έχει σημασία για τη θρεπτική αξία του αραβοσίτου.

156    Πάντως, όπως ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα, διαπιστώνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται ρητώς από τη μοναδική μελέτη που η ίδια η Επιτροπή προσκόμισε εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, κατά το σαφές κείμενο του εγγράφου που αποτελεί το παράρτημα B.20 του υπομνήματος αντικρούσεως και φέρει τον τίτλο «Πρακτικός οδηγός – Αποθεματοποίηση και διατήρηση των σπόρων στις μονάδες παραγωγής – Γενικές αρχές», «[ω]στόσο, δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της θρεπτικής αξίας για τη διατροφή ζώων και ανθρώπων και του ειδικού βάρους ενός σπόρου». Εξάλλου, το έγγραφο αυτό εξηγεί ότι, άλλοτε, η γνώση του ειδικού βάρους μιας παρτίδας αραβοσίτου ήταν απαραίτητη δεδομένου ότι, εφόσον μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα συχνά τα σιτηρά εξακολουθούσαν να πωλούνται με τον όγκο, έπρεπε να μετρείται το ειδικό τους βάρος για να γίνουν επακριβώς γνωστές οι μάζες που παραδίδονταν. Το ειδικό βάρος δεν είναι πια χρήσιμο σήμερα, λόγω της γενικευμένης χρήσεως της ζυγογέφυρας.

157    Ερωτηθείσα από το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με αυτή την πρόδηλη αντίφαση μεταξύ των ισχυρισμών της και των εγγράφων που προορίζονται να τους στηρίξουν, η Επιτροπή αρκέστηκε να παρατηρήσει ότι το ίδιο έγγραφο αναφέρει ότι το ειδικό βάρος αντικατοπτρίζει κάποια φυσική ιδιότητα. Πάντως, πέρα από το ότι η αναφορά αυτή δεν έχει σχέση με το ζήτημα αν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ του ειδικού βάρους και της θρεπτικής αξίας του αραβοσίτου, προσεκτική ανάγνωση του εν λόγω εγγράφου αποκαλύπτει ότι, ναι μεν το ειδικό βάρος διατηρήθηκε, πλην όμως τούτο έγινε μόνο «στις εμπορικές συναλλαγές σχετικά με τα σιτηρά χορτονομής» και στο μέτρο που τούτο «στην καλύτερη περίπτωση αντικατοπτρίζει κάποια φυσική ιδιότητα των σπόρων».

158    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να άρει την αντίφαση που διαπιστώθηκε, οπότε ο ισχυρισμός της ότι το ειδικό βάρος αντικατοπτρίζει τη θρεπτική αξία του αραβοσίτου όχι μόνον δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αλλά και συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με τα μόνα στοιχεία που το Πρωτοδικείο διαθέτει στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

159    Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν είναι έργο του Πρωτοδικείου να υποκαταστήσει τους διαδίκους κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι ο Κανονισμός φέρει το στίγμα πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

160    Τα επιχειρήματα της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που στηρίζονται σε τρία αποσπάσματα δημοσιευμάτων τα οποία επισυνάφθηκαν στην προσφυγή ως παραρτήματα A.3b, A.3d και A.11 δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό.

161    Όσον αφορά το έγγραφο του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ το οποίο φέρει τον τίτλο «Τα μετά τη συγκομιδή των σπόρων – οργάνωση και τεχνικές» (παράρτημα A.3b του δικογράφου της προσφυγής), αρκεί η διαπίστωση ότι το έγγραφο αυτό ουδόλως εξετάζει το ζήτημα του ειδικού βάρους του αραβοσίτου.

162    Όσον αφορά τη μελέτη του Πανεπιστημίου της Μινεσότα η οποία φέρει τον τίτλο «Drying, Handling, and Storing Wet, Immature, and Frost-Damaged Corn» («Ξήρανση, χειρισμός και αποθήκευση υγρού, πρώιμου και πληγέντος από το κρύο αραβοσίτου») (παράρτημα A.3d του δικογράφου της προσφυγής), ναι μεν, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, η μελέτη αυτή αναφέρει ότι ένας σπόρος χαμηλής ποιότητας διατηρείται λιγότερο καλά απ’ ό,τι ένας σπόρος ανώτερης ποιότητας, πλην όμως ουδόλως συνδέει την ποιότητα του σπόρου με το ειδικό βάρος του, το οποίο ούτε καν αναφέρει.

163    Όσον αφορά το έγγραφο της καναδικής επιτροπής σπόρων το οποίο αποτελεί το παράρτημα A.11 του δικογράφου της προσφυγής, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για εκτύπωση μιας ιστοσελίδας η οποία φέρει τον τίτλο «Πίνακας μετατροπής του ειδικού βάρους» και παραθέτει συνδέσμους με δικτυακούς τόπους μετατροπής των αγγλοσαξονικών και ευρωπαϊκών μονάδων μετρήσεως του ειδικού βάρους διαφόρων σιτηρών, οπότε ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω.

164    Τέλος, σε απάντηση των ερωτήσεων του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε μια μελέτη που αναγνώρισε ότι δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία, αλλά αποτελεί παράρτημα των δευτέρων παρατηρήσεών της που κατέθεσε στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Πάντως, εφόσον το έγγραφο αυτό δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, το Πρωτοδικείο δεν δύναται να αξιολογήσει τη σημασία του. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέβαλε ρητή αίτηση να κατατεθεί το έγγραφο αυτό στη δικογραφία. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απάντηση της Επιτροπής πρέπει να ερμηνευθεί ως τέτοια αίτηση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 46 του Κανονισμού Διαδικασίας, τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα καθώς και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα πρέπει, κατ’ αρχήν, να περιληφθούν στο υπόμνημα αντικρούσεως. Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, οι διάδικοι μπορούν ακόμα να προτείνουν αποδεικτικά μέσα με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως υπό την προϋπόθεση ότι αιτιολογούν την καθυστέρηση που σημειώθηκε σχετικά, αλλιώς τα αποδεικτικά αυτά μέσα απορρίπτονται (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1993, T‑84/92, Nielsen και Møller κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1993, σ. II‑949, σκέψη 39· της 14ης Ιουλίου 1994, T-66/92, Herlitz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-531, σκέψη 41, και της 6ης Μαρτίου 2001, T–100/00, Συλλογή Υπ.υπ. 2001, σ. Ι–Α–71 και ΙΙ–347, σκέψη 19). Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η σημασία του ειδικού βάρους ως κριτηρίου ποιότητας του αραβοσίτου αποτελούσε το βασικό ζήτημα που τέθηκε από την προσφεύγουσα με την άσκηση της προσφυγής και που ήδη είχε τεθεί, από την προσφεύγουσα και άλλα κράτη μέλη, κατά την επεξεργασία του σχεδίου κανονισμού. Επομένως, ελλείψει οποιασδήποτε αιτιολογίας σχετικά με την καθυστέρηση με την οποία προτάθηκε το αποδεικτικό μέσο, το μέσο αυτό είναι εν πάση περιπτώσει απαράδεκτο.

165    Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι διατάξεις του Κανονισμού σχετικά με το κριτήριο του ειδικού βάρους του αραβοσίτου πρέπει να ακυρωθούν σύμφωνα με αίτημα της προσφεύγουσας.

166    Άλλωστε, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η από 15 Δεκεμβρίου 2006 πρόταση κανονισμού να παύσει από την περίοδο εμπορίας 2007/2008 ο αραβόσιτος να υπάγεται στο καθεστώς παρεμβάσεως αναφέρει μεταξύ των κριτηρίων ποιότητας που ενισχύθηκαν με τον Κανονισμό μόνο το ποσοστό υγρασίας και τα ποσοστά θραυσμένων σπόρων και σπόρων που προσβλήθηκαν κατά τη θέρμανση, χωρίς καν να υπαινιχθεί το κριτήριο του ειδικού βάρους.

167    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν είναι αναγκαίο να εξετάσει ούτε αν η δέσμη στοιχείων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα δύναται να αποδείξει κατάχρηση εξουσίας από την πλευρά της Επιτροπής ούτε τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται παράβαση τόσο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσο και του κανονισμού διαδικασίας της επιτροπής διαχειρίσεως σιτηρών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

168    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με αίτημα της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφαίνεται:

1)      Ακυρώνει τις σχετικές με το κριτήριο του ειδικού βάρους του αραβοσίτου διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1572/2006 της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 824/2000 περί των διαδικασιών αναλήψεως σιτηρών από τους οργανισμούς παρεμβάσεως καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας, και συγκεκριμένα:

–        στο άρθρο 1, σημείο 1, τις λέξεις «και, στην περίπτωση του αραβοσίτου, οι εφαρμοζόμενες παραδοσιακές μέθοδοι»·

–        στο άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο β΄, τις λέξεις «73 kg/hl για τον αραβόσιτο»·

–        στη γραμμή «E. Ελάχιστο ειδικό βάρος (kg/hl)» του πίνακα του σημείου 1 του παραρτήματος, την αριθμητική τιμή «71» σχετικά με τον αραβόσιτο·

–        στον πίνακα III του σημείου 2 του παραρτήματος, τις αριθμητικές τιμές της μειώσεως της τιμής παρεμβάσεως σχετικά με τον αραβόσιτο.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Jaeger

Tiili

Azizi

Cremona

 

       Czúcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 15 Νοεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.