Language of document : ECLI:EU:T:2015:698

Υπόθεση T‑268/10 RENV

Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG)

και

SNF SAS

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA)

«REACH — Χαρακτηρισμός του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής — Ενδιάμεσα προϊόντα — Προσφυγή ακυρώσεως — Άμεσος επηρεασμός — Παραδεκτό — Αναλογικότητα — Ίση μεταχείριση»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο πενταμελές τμήμα)
της 25ης Σεπτεμβρίου 2015

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Προσφυγή ασκηθείσα από ευρωπαϊκό όμιλο οικονομικού σκοπού — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Άμεσος επηρεασμός — Κριτήρια — Απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής — Προσφυγή ασκηθείσα από εταιρίες που παράγουν ή εισάγουν την εν λόγω ουσία — Χαρακτηρισμός που επιβάλλει την υποχρέωση να γνωστοποιείται στους χρήστες της ουσίας ένα επικαιροποιημένο δελτίο δεδομένων ασφαλείας — Παραδεκτό

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 31 § 9, στοιχείο α΄, 57, στοιχεία α΄ και β΄, και 59 και παράρτημα II· κανονισμός 453/2010 της Επιτροπής, άρθρο 1)

3.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά — Κανονισμός REACH — Λίαν ανησυχητικές ουσίες — Διαδικασία χαρακτηρισμού των ουσιών — Δυνατότητα εφαρμογής επί των ουσιών που χρησιμοποιούνται ως ενδιάμεσα προϊόντα

(Κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, σημείο 15, 57 και 59)

4.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά — Κανονισμός REACH — Λίαν ανησυχητικές ουσίες — Διαδικασία χαρακτηρισμού των ουσιών — Διακριτική ευχέρεια των αρχών της Ένωσης — Περιεχόμενο — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 57 και 59)

5.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά — Κανονισμός REACH — Λίαν ανησυχητικές ουσίες — Διαδικασία χαρακτηρισμού των ουσιών — Απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 16, άρθρα 1 § 1, 2 § 1, στοιχείο γ΄, 8, στοιχείο β΄, 55 και 59 και παράρτημα XVII]

6.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά — Κανονισμός REACH — Λίαν ανησυχητικές ουσίες — Διαδικασία χαρακτηρισμού των ουσιών — Υποχρέωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) να παραθέσει αιτιολογία ως προς την επιλογή της ουσίας που πρόκειται να χαρακτηρισθεί — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 57 και 59)

1.      Μια ένωση που είναι επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των μελών της μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ μόνον αν οι επιχειρήσεις που εκπροσωπεί ή ορισμένες από αυτές έχουν ατομικό έννομο συμφέρον ή αν η ένωση αυτή μπορεί να προβάλει ίδιο συμφέρον για την άσκηση της εν λόγω προσφυγής. Η λύση αυτή είναι, επίσης, επιβεβλημένη στην περίπτωση ευρωπαϊκού ομίλου οικονομικού σκοπού ο οποίος έχει συσταθεί για να εκπροσωπεί τα συμφέροντα μιας κατηγορίας επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψη 32)

2.      Η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, επιτάσσει ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει, πρώτον, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στους αποδέκτες της εν λόγω πράξεως που είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεσή της, δεδομένου ότι η εκτέλεση έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη νομοθεσία της Ένωσης χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων δικαίου.

Συναφώς, στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής ουσίας, ο οποίος αποδίδεται κατόπιν της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου ως τέτοιας ουσίας, ο οποίος βασίζεται στο ότι η εν λόγω ουσία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού αυτού, είναι ικανή να παραγάγει άμεσα αποτελέσματα ως προς την έννομη κατάσταση των προμηθευτών της ουσίας αυτής, στο μέτρο που, εφόσον ο χαρακτηρισμός της ουσίας αυτής αποτελεί νέα πληροφορία ικανή να επηρεάσει τα μέτρα διαχειρίσεως των πιθανών κινδύνων ή σχετική με τους πραγματικούς κινδύνους κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, οι προμηθευτές υποχρεούνται να επικαιροποιήσουν το δελτίο δεδομένων ασφαλείας, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ του εν λόγω κανονισμού.

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι το παράρτημα II του κανονισμού 1907/2006 τροποποιήθηκε, κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 453/2010, μόνον έπειτα από την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής, εφόσον το γεγονός ότι τα αποτελέσματα μιας πράξεως δεν επέρχονται παρά μόνο σε μεταγενέστερη ημερομηνία, που καθορίζεται με την ίδια αυτή πράξη, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αφορά άμεσα κάποιον ιδιώτη λόγω υποχρεώσεως απορρέουσας από την εν λόγω πράξη.

(βλ. σκέψεις 34, 42, 43, 47)

3.      Το γεγονός ότι μια ουσία ενδέχεται να εμπίπτει στο καθεστώς του ενδιάμεσου προϊόντος κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω ουσία εκφεύγει του χαρακτηρισμού ως ουσίας λίαν ανησυχητικής, ο οποίος αποδίδεται κατόπιν της διαδικασίας του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού 1907/2006. Συγκεκριμένα, ενώ μια ουσία κατά την έννοια του κανονισμού 1907/2006 προσδιορίζεται βάσει των εγγενών ιδιοτήτων της, η σχετική με το ενδιάμεσο προϊόν αντίληψη που προβλέπεται από τον εν λόγω κανονισμό δεν αφορά τις ιδιότητες μιας ουσίας και ουδόλως μεταβάλλει τις ιδιότητες αυτές, αλλά προσδιορίζει μια ουσία ως ενδιάμεσο προϊόν με γνώμονα τον σκοπό που επιδιώκεται με την παρασκευή και με τη χρήση της ουσίας αυτής.

Κατά συνέπεια, στον βαθμό που κάθε ουσία μπορεί, κατ’ αρχήν, να παρασκευάζεται προκειμένου να υποστεί χημική μετατροπή και να καταναλώνεται ή να χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της μετατροπής αυτής προκειμένου να αποτελέσει το αντικείμενο συνθέσεως και, ως εκ τούτου, να διέπεται από το καθεστώς του ενδιάμεσου προϊόντος, το γεγονός ότι μια ουσία διαθέτει, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, το καθεστώς του ενδιάμεσου προϊόντος δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι η εν λόγω ουσία εξαιρείται από τη διαδικασία χαρακτηρισμού των ουσιών που προβλέπεται από το άρθρο 59 του κανονισμού 1907/2006.

(βλ. σκέψεις 66, 67)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 73, 74)

5.      Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε έναν τομέα στον οποίο καλείται να προβεί σε επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως καθώς και σε σύνθετες εκτιμήσεις. Η νομιμότητα των μέτρων που θεσπίζονται στον τομέα αυτό μπορεί να επηρεαστεί μόνον αν το σχετικό μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει ο νομοθέτης. Λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογικής σκέψεως 16 του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), ο νομοθέτης έχει θέσει ως πρωταρχικό σκοπό τον πρώτο από τους τρεις σκοπούς για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, και συγκεκριμένα τον σκοπό διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.

Δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας απόφαση του ECHA περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου ως λίαν ανησυχητικής ουσίας κατόπιν της εφαρμογής της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, Συγκεκριμένα, πρώτον, μια τέτοια απόφαση είναι πρόσφορη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με τον κανονισμό 1907/2006 σκοπών, καθόσον ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής χρησιμεύει στη βελτίωση της πληροφορήσεως του κοινού και των επαγγελματιών για τους πιθανούς και πραγματικούς κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν και, συνεπώς, ο χαρακτηρισμός αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως μέσο βελτιώσεως της προστασίας αυτής. Επιπλέον, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι θα ήταν δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο υπάρξεως και άλλων χρήσεων του ακρυλαμιδίου, πλην των χρήσεών του ως ενδιαμέσου προϊόντος, η εν λόγω ουσία δεν εξαιρείται από τον τίτλο VII του κανονισμού 1907/2006 δυνάμει του άρθρου του 2, παράγραφος 8, στοιχείο β΄.

Δεύτερον, η εν λόγω απόφαση δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με τον κανονισμό 1907/2006 σκοπών, στον βαθμό που η δυνατότητα αποχής από οποιαδήποτε ενέργεια δεν αποτελεί μέτρο εξίσου πρόσφορο με τον χαρακτηρισμό της ουσίας αυτής ως λίαν ανησυχητικής. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν τη χρήση του ακρυλαμιδίου, εφόσον, όπως προκύπτει από το παράρτημα XVII του κανονισμού 1907/2006, τα περιοριστικά μέτρα, τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με τη διαδικασία περί της οποίας γίνεται λόγος στον τίτλο VIII του εν λόγω κανονισμού και ισχύουν για την παρασκευή, τη διάθεση στην αγορά και τη χρησιμοποίηση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και ορισμένων επικίνδυνων μειγμάτων και προϊόντων, δύνανται να κυμαίνονται από την επιβολή ιδιαίτερων όρων στην παρασκευή ή στη διάθεση στην αγορά ουσίας έως την πλήρη απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως ουσίας. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα περιοριστικά μέτρα είναι επίσης πρόσφορα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με τον κανονισμό αυτό σκοπών, δεν συνιστούν, επομένως, καθεαυτά, λιγότερο επαχθή μέτρα σε σχέση με τον χαρακτηρισμό ουσίας ο οποίος συνεπάγεται μόνον υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως πληροφοριών. Ομοίως, η υφιστάμενη στον τομέα της προστασίας των εργαζομένων νομοθεσία δεν μπορεί να συνιστά κατάλληλο και λιγότερο επαχθές μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με τον κανονισμό 1907/2006 σκοπών σχετικά με την επεξεργασία των λίαν ανησυχητικών ουσιών και, ιδίως, του σκοπού σταδιακής αντικαταστάσεως των λίαν ανησυχητικών ουσιών με άλλες κατάλληλες, οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες, ουσίες ή τεχνολογίες. Τέλος, ο χαρακτηρισμός του ακρυλαμιδίου ως λίαν ανησυχητικής ουσίας μόνον κατά το μέτρο που η εν λόγω ουσία δεν χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο προϊόν δεν αποτελεί, επίσης, πρόσφορο μέτρο καθόσον ο νομοθέτης έχει θεσπίσει ειδικούς κανόνες σχετικά με τα ενδιάμεσα προϊόντα στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και παράγραφος 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1907/2006.

(βλ. σκέψεις 82-86, 88-93)

6.      Εφόσον η διαδικασία χαρακτηρισμού μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 59 του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), δεν παρέχει στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA) καμία εξουσία σχετικά με την επιλογή της ουσίας που πρόκειται να χαρακτηρισθεί, με δεδομένο ότι το προνόμιο αυτό ανήκει αποκλειστικώς στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στον ECHA ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ως εκ του ότι χαρακτήρισε το ακρυλαμίδιο και όχι τις προβαλλόμενες συγκρίσιμες ουσίες ως ουσία λίαν ανησυχητική. Ομοίως, εφόσον, δυνάμει του άρθρου 59, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, κάθε κράτος μέλος δύναται να καταρτίζει φάκελο σύμφωνα με το παράρτημα XV του κανονισμού αυτού όσον αφορά τις ουσίες για τις οποίες κρίνει ότι αυτές πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του εν λόγω κανονισμού, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στον ECHA ότι δεν προέβαλε καμία αιτιολογία αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους επελέγη, εκ μέρους ενός κράτους μέλους, το ακρυλαμίδιο και όχι άλλες ουσίες που έχουν πανομοιότυπες ιδιότητες.

(βλ. σκέψεις 99-101)