Language of document : ECLI:EU:T:2008:96

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 8ης Απριλίου 2008 (*)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Προκηρύξεις διαγωνισμών για σύναψη συμβάσεων για την υποβοήθηση της οικονομικής ανάπτυξης του βόρειου τμήματος της Κύπρου – Αιτήσεις αναστολής της εκτέλεσης – Δεν συντρέχει επείγον»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑54/08 R, T‑87/08 R, T‑88/08 R και T‑91/08 R έως T‑93/08 R,

Κυπριακή Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Π. Κληρίδη,

αιτούσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους P. van Nuffel και Ι. Ζέρβα,

καθής,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις αναστολής της εκτέλεσης διαφόρων προκηρύξεων διαγωνισμών από την Επιτροπή για την υποβοήθηση της οικονομικής ανάπτυξης του βόρειου τμήματος της Κύπρου στους τομείς της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της γεωργίας, των τηλεπικοινωνιών, της εκπαίδευσης, της διαχείρισης των συγκομιδών και της άρδευσης,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1        Η Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και περί των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη Προσχώρησης) περιλαμβάνει ορισμένα πρωτόκολλα τα οποία, δυνάμει του άρθρου 60 της Πράξης αυτής, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της και μεταξύ των οποίων καταλέγεται το πρωτόκολλο αριθ. 10 για την Κύπρο (ΕΕ 2003, L 236, σ. 955, στο εξής: «πρωτόκολλο 10»).

2        Το πρωτόκολλο 10 προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι αναστέλλεται η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο (στο εξής: επίμαχες περιοχές). Εντούτοις, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, τίποτε στο πρωτόκολλο αυτό δεν αποκλείει τη λήψη μέτρων για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης των επίμαχων περιοχών.

3        Για την επίτευξη ακριβώς του σκοπού αυτού το Συμβούλιο εξέδωσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 308 ΕΚ, δηλαδή κατόπιν ομόφωνης απόφασης, τον κανονισμό (ΕΚ) 389/2006, της 27ης Φεβρουαρίου 2006, για τη σύσταση μέσου χρηματοδοτικής στήριξης για την προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης της τουρκοκυπριακής κοινότητας και για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2667/2000 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ανασυγκρότησης (ΕΕ L 65, σ. 5).

4        Κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 389/2006, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομική ολοκλήρωση της νήσου και στη βελτίωση των επαφών μεταξύ των δύο κοινοτήτων, η δε βοήθεια προορίζεται, μεταξύ άλλων, για τους τοπικούς φορείς και τους φορείς που επιτελούν λειτουργίες κοινής ωφελείας στις επίμαχες περιοχές, ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει ρητά ότι η παροχή της βοήθειας δεν συνεπάγεται αναγνώριση άλλης δημόσιας αρχής στις επίμαχες περιοχές πλην της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

5        Δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 389/2006, η βοήθεια χρησιμοποιείται για να στηριχθούν, μεταξύ άλλων, η προαγωγή της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη, την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και την περιφερειακή ανάπτυξη, καθώς και η ανάπτυξη και η αναδιάρθρωση της υποδομής, ιδίως στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, του περιβάλλοντος, των τηλεπικοινωνιών και της υδροδότησης. Επιπλέον, η βοήθεια προορίζεται να διευκολύνει τη συμφιλίωση, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τη στήριξη της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και την προσέγγιση μεταξύ της τουρκοκυπριακής κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6        Όσον αφορά τις προσκλήσεις υποβολής προσφορών, το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 389/2006 ορίζει ότι όλες οι προμήθειες και τα υλικά που αγοράζονται δυνάμει σύμβασης χρηματοδοτούμενης δυνάμει του εν λόγω κανονισμού πρέπει να κατάγονται, μεταξύ άλλων, από την Κοινότητα ή τις επίμαχες περιοχές.

 Ιστορικό των διαφορών

7        Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2007 η Επιτροπή δημοσίευσε έξι προκηρύξεις για την υποβολή προσφορών για τη σύναψη συμβάσεων που αφορούσαν το βόρειο τμήμα της Κύπρου, και συγκεκριμένα την προκήρυξη EuropeAid/125051/D/SUP/CY «Αναβάθμιση της διαχείρισης του ενεργειακού τομέα — “Μέτρηση ενέργειας και αντιστάθμιση αέργου ισχύος”», την προκήρυξη EuropeAid/126225/C/SER/CY «Τεχνική βοήθεια για μηχανολογικές εργασίες για υποδομή διαχείρισης αποβλήτων και αποκατάσταση χώρων απόρριψης αποβλήτων», την προκήρυξη EuropeAid/125242/C/SER/CY «Τεχνική βοήθεια για την εφαρμογή του τομεακού προγράμματος ανάπτυξης της υπαίθρου», την προκήρυξη EuropeAid/126172/C/SER/CY «Ανάπτυξη και αναδιάρθρωση της τηλεπικοινωνιακής υποδομής – “Επιμόρφωση, ανάπτυξη ικανοτήτων και διαχείριση σχεδίων”», την προκήρυξη EuropeAid/126111/C/SER/CY «Τεχνική βοήθεια για την τρέχουσα μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» και την προκήρυξη EuropeAid/125671/C/SER/CY «Τεχνική βοήθεια για την εκμετάλλευση των συγκομιδών και τη χωροταξική διαρρύθμιση για την άρδευση».

8        Καθεμία από τις προκηρύξεις αυτές προβλέπει χρονοδιάγραμμα για τη διεξαγωγή της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης.

9        Όσον αφορά την προκήρυξη EuropeAid/125051/D/SUP/CY, την οποία αφορά η υπόθεση T‑54/08 R, η προθεσμία για την υποβολή των προσφορών έληξε στις 28 Ιανουαρίου 2008, οπότε η επιτροπή αξιολόγησης εξέτασε τις υποβληθείσες προσφορές και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καμία προσφορά δεν ικανοποιούσε τις τεχνικές προδιαγραφές της προκήρυξης του διαγωνισμού. Κατά συνέπεια, ο διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος και η διαδικασία για τη σύναψη της σύμβασης ολοκληρώθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2008 χωρίς να επιλεγεί κανείς υποψήφιος.

10      Όσον αφορά τις λοιπές προκηρύξεις, η προθεσμία εκδήλωσης προς την Επιτροπή ενδιαφέροντος για υποβολή προσφοράς έληγε τον Ιανουάριο του 2008 και η προεπιλογή των επιχειρηματιών που θα καλούνταν να υποβάλουν προσφορά προβλεπόταν να γίνει κατά τον Φεβρουάριο του 2008. Η εκτέλεση των διαφόρων συμβάσεων προβλέπεται να αρχίσει κατά τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 2008, οπότε η ανάθεση και η σύναψη των συμβάσεων θα γίνουν πιθανότατα τον Απρίλιο του 2008.

11      Το άρθρο 5 κάθε προκήρυξης προβλέπει ότι αναθέτουσα αρχή είναι η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκ μέρους και για λογαριασμό της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας».

12      Κατά το άρθρο 22 της προκήρυξης την οποία αφορά η υπόθεση T‑54/08 R και το άρθρο 30 των λοιπών προκηρύξεων, όλες οι προκηρύξεις στηρίζονται στον κανονισμό 389/2006.

13      Το άρθρο 23 της προκήρυξης την οποία αφορά η υπόθεση T‑54/08 R και το άρθρο 28 των λοιπών προκηρύξεων έχουν κατ’ ουσία την ακόλουθη διατύπωση:

– Ο Πρακτικός Οδηγός για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων για εξωτερικές ενέργειες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο οποίος εφαρμόζεται στην παρούσα σύμβαση προμηθειών, αναφέρεται σε χρηματοδοτικές συμφωνίες τις οποίες υπογράφει η Επιτροπή υπό κανονικές συνθήκες με τη δικαιούχο τρίτη χώρα. Αυτές οι χρηματοδοτικές συμφωνίες συμπληρώνονται συνήθως με συμφωνίες-πλαίσια μεταξύ της Επιτροπής και της δικαιούχου τρίτης χώρας. Και οι δύο αυτές συμφωνίες ρυθμίζουν τους βασικούς κανόνες, βάσει των οποίων υλοποιείται η παροχή της χρηματοδοτικής βοήθειας στη δικαιούχο χώρα, και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, τους κανόνες αναφορικά με την εγκατάσταση και το δικαίωμα διαμονής, τα προνόμια και τις ασυλίες, τις φορολογικές και τις τελωνειακές ρυθμίσεις και την εισαγωγή και εξαγωγή του εξοπλισμού και άλλων αγαθών.

– Δεν υπάρχει καμία τέτοια συμφωνία που να μπορεί να εφαρμοστεί στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Δεν υπάρχει καμία παρόμοια συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η Δικαιούχος συμφωνεί ότι:

– Ο ανάδοχος της σύμβασης απαλλάσσεται από τελωνειακούς δασμούς, εισαγωγικούς φόρους, τέλη και φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ή οποιουσδήποτε άλλους φόρους που επιβάλλονται σε αγαθά τα οποία εισέρχονται στο βόρειο τμήμα της Κύπρου για τη σύμβαση που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Δικαιούχος θα εφοδιάσει τον ανάδοχο της σύμβασης με επιστολές απαλλαγής από όλους τους εισαγωγικούς δασμούς και φόρους αναφορικά με όλα τα εισαχθέντα τεμάχια τα oποία θα ενσωματωθούν σε μόνιμα έργα. Η Δικαιούχος θα βοηθήσει πλήρως τον ανάδοχο της σύμβασης να εξασφαλίσει όλες τις σχετικές φορολογικές απαλλαγές.

– Ο ανάδοχος της σύμβασης θα προετοιμάσει τα απαραίτητα έγγραφα, κυρίως τα έγγραφα απαλλαγής, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των τελωνειακών και των άλλων αρμόδιων αρχών και με οποιεσδήποτε άλλες εύλογες απαιτήσεις της αναθέτουσας αρχής. Ο ανάδοχος θα είναι πλήρως υπεύθυνος για την παρουσίαση των εγγράφων προκειμένου να εκτελωνίσει τα αγαθά και θα θεωρείται ότι έχει τηρήσει (πριν την υποβολή της προσφοράς) όλες τις σχετικές διαδικασίες.

– Όλα τα εισαχθέντα αγαθά τα οποία δεν θα ενσωματωθούν ή δεν θα χρειαστούν σε σχέση με τη σύμβαση θα επανεξαχθούν με την ολοκλήρωση της εκτέλεσης της σύμβασης. Αν δεν επανεξαχθούν ή αν χρησιμοποιηθούν σε σχέση με άλλες συμβάσεις, τα αγαθά θα υπόκεινται στους ισχύοντες γι’ αυτά δασμούς, τους οποίους οφείλει να καταβάλει ο ανάδοχος της σύμβασης.

– Η πληρωμή και η εξόφληση των φόρων και τελών θα πραγματοποιηθούν σε νέες τουρκικές λίρες (TRY).

– Ο υποβάλλων προσφορά θα πρέπει να λάβει γνώση του Κανονισμού της Πράσινης Γραμμής και να υπολογίσει τις συνέπειες όταν θα προβαίνει σε μεταφορές εμπορευμάτων προς και από τις περιοχές που δεν υπόκεινται στον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυβέρνησης της Κύπρου: κανονισμός (ΕΚ) 866/2004 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το καθεστώς βάσει του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 10 της Πράξης Προσχώρησης του 2003 (ΕΕ L 161, σ. 128).

– Η Δικαιούχος θα εξασφαλίσει πιστοποιητικά απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τον ανάδοχο της σύμβασης για την αξία της σύμβασης.

– Τα αγαθά και τα υλικά που θα εισαχθούν μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας θα υπόκεινται σε ΦΠΑ σύμφωνα με την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, για το κοινό σύστημα ΦΠΑ (ΕΕ L 347, σ.  1).

– Για τα αγαθά που θα εισαχθούν στο βόρειο τμήμα της Κύπρου η Δικαιούχος θα βοηθήσει τον ανάδοχο της σύμβασης να εξασφαλίσει τις αναγκαίες άδειες εισαγωγής, Η αναθέτουσα αρχή και η Δικαιούχος θα βοηθήσουν τον ανάδοχο να εξασφαλίσει τις φορολογικές απαλλαγές και να διεκπεραιώσει τις τελωνειακές διατυπώσεις.

– Το αποσπασμένο από άλλο κράτος προσωπικό, οι υπάλληλοι και οι εργάτες του αναδόχου της σύμβασης θα απαλλάσσονται από δασμούς, φόρους εισοδήματος, φόρους και άλλα τέλη ως προς τα προσωπικά τους αντικείμενα και την οικοσκευή τους, εφόσον αυτά εξαχθούν ή χρησιμοποιηθούν, μετά την ολοκλήρωση της σύμβασης, στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, σύμφωνα με την εκεί ισχύουσα νομοθεσία. Η φορολογική αυτή απαλλαγή δεν θα ισχύσει για το προσωπικό που θα προσληφθεί επιτόπου στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και ο ανάδοχος θα οφείλει να εκπληρώσει τις τυχόν υποχρεώσεις του ως προς τις φορολογικές εκπτώσεις.

– Η αναθέτουσα αρχή και η Δικαιούχος θα βοηθήσουν τον ανάδοχο της σύμβασης να εξασφαλίσει τις άδειες που είναι αναγκαίες για την εισαγωγή και τη μετέπειτα επανεξαγωγή του επαγγελματικού εξοπλισμού που χρειάζεται για την εκτέλεση της σύμβασης.

–Η αναθέτουσα αρχή θα βοηθήσει τον ανάδοχο να εξασφαλίσει τις αναγκαίες άδειες για τα μέλη του προσωπικού του που θα εργαστούν για την εκτέλεση της σύμβασης και για τα μέλη των υπό στενή έννοια οικογενειών τους, για να εισέλθουν, να εγκατασταθούν, να εργαστούν και να εξέλθουν από το βόρειο τμήμα της Κύπρου, ανάλογα με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης.

– Κατά την προετοιμασία ή την εκτέλεση της σύμβασης ούτε κανείς υποψήφιος ούτε ο ανάδοχος θα προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια που να υπονοεί αναγνώριση οποιασδήποτε δημόσιας αρχής άλλης από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

14      Στις 22 Ιανουαρίου 2008 η Κυπριακή Δημοκρατία διαμαρτυρήθηκε στην Επιτροπή για το περιεχόμενο των επίδικων προκηρύξεων (στο εξής: απλώς «προκηρύξεις» ή «προσβαλλόμενες πράξεις») και ζήτησε την απόσυρσή τους και τη διακοπή των διαδικασιών για τη σύναψη των συμβάσεων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4, 18 και 22 Φεβρουαρίου 2008, η Κυπριακή Δημοκρατία άσκησε προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων ή τουλάχιστον του άρθρου 5 κάθε προσβαλλόμενης πράξης, του άρθρου 23 της πράξης που προσβάλλεται στην υπόθεση T-54/08 R και του άρθρου 28 των πράξεων που προσβάλλονται στις λοιπές υποθέσεις (στο εξής: επίδικα άρθρα).

16      Με χωριστά δικόγραφα, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7, 21 και 22 Φεβρουαρίου 2008, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε τις υπό κρίση αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        κυρίως, να αναστείλει τις διαδικασίες ανάθεσης και/ή να απαγορεύσει την υπογραφή των συμβάσεων τις οποίες αφορούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, μέχρι την έκδοση των αποφάσεών του επί των κύριων προσφυγών,

–        επικουρικά, εφόσον αποδειχθεί ότι οι συμβάσεις έχουν ήδη ανατεθεί και/ή συναφθεί, να αναστείλει την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων μέχρι την έκδοση των αποφάσεών του επί των κύριων προσφυγών,

–        να διατάξει, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, την αναστολή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων ή την αναστολή της εκτέλεσής τους μέχρι την έκδοση της απόφασής του επί του ανωτέρω κύριου και του ανωτέρω επικουρικού αιτήματος,

–        να λάβει oπoιoδήποτε άλλο μέτρο ήθελε κρίνει πρόσφορο,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή, με τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Φεβρουαρίου και στις 3 και 7 Μαρτίου 2008, ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        κυρίως, να απορρίψει τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ως απαράδεκτες,

–        επικουρικά, να τις απορρίψει ως αβάσιμες,

–        να καταδικάσει την Κυπριακή Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

18      Στις 11 Μαρτίου 2008 ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων απηύθυνε ορισμένες ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν εγγράφως και εμπροθέσμως.

 Σκεπτικό

19      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 242 ΕΚ καθιερώνει την αρχή ότι οι προσφυγές δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα (βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2000, C‑377/98 R, Κάτω Χώρες κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑6229, σκέψη 44, και τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2000, T‑191/98 R II, Cho Yang Shipping κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2551, σκέψη 42). Μόνο κατ’ εξαίρεση δηλαδή ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης που ζητεί ο αιτών.

20      Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ αφενός και του άρθρου 225, παράγραφος l, ΕΚ αφετέρου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης ενώπιόν του πράξης ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

21      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υπόθεσης, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Επομένως, η αναστολή εκτέλεσης και τα άλλα προσωρινά μέτρα χορηγούνται από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων αν αποδεικνύεται ότι η χορήγησή τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως από τα πραγματικά και νομικά περιστατικά (fumus boni juris) και ότι είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι ανάγκη, για την αποφυγή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της απόφασης επί της κύριας προσφυγής. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται αν δεν συντρέχει μία έστω από τις προϋποθέσεις αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, εφόσον είναι αναγκαίο, στη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων (βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξέτασης, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υπόθεσης, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο ανάλυσης για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της λήψης των προσωρινών μέτρων [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25].

23      Με βάση τα στοιχεία των δικογραφιών, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να αποφανθεί επί των υπό κρίση αιτήσεων λήψης προσωρινών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως να παράσχουν προφορικώς οι διάδικοι σχετικές διευκρινίσεις.

 Επί της συνεκδίκασης των υποθέσεων T‑54/08 R, T‑87/08 R, T‑88/08 R και T‑91/08 R έως T‑93/08 R

24      Οι διάδικοι δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις, όταν το ζήτημα τους τέθηκε από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, για τη συνεκδίκαση των έξι υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων προς τον σκοπό της έκδοσης της παρούσας διάταξης.

25      Με δεδομένο ότι οι υποθέσεις T‑54/08 R, T‑87/08 R, T‑88/08 R και T‑91/08 R έως T‑93/08 R αφενός αφορούν περιστατικά που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα και αφετέρου έχουν συναφές αντικείμενο, διατάσσεται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η συνεκδίκασή τους προς τον σκοπό της έκδοσης της παρούσας διάταξης.

 Επί των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του παραδεκτού

26      Η Επιτροπή εκφράζει τις αμφιβολίες της για το αν οι προκηρύξεις και, πιο συγκεκριμένα, τα επίδικα άρθρα τους μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις θεσμικού οργάνου που να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακύρωσης και, κατά συνέπεια, αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Πράγματι, είναι αμφίβολο εάν οι προκηρύξεις παράγουν έννομες συνέπειες για την Κυπριακή Δημοκρατία. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επιφυλάσσεται να αναπτύξει, κατά την εκδίκαση των κύριων προσφυγών, τις απόψεις της για το παραδεκτό των προσφυγών ακύρωσης.

27      Η Κυπριακή Δημοκρατία φρονεί ότι οι προσφυγές ακύρωσης που έχει ασκήσει είναι παραδεκτές, διότι οι προκηρύξεις είναι πράξεις δεκτικές προσφυγής, δηλαδή πράξεις κοινοτικού θεσμικού οργάνου που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407) που είναι ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντά της μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική της κατάσταση. Η Κυπριακή Δημοκρατία προσθέτει ότι μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της προκήρυξης χωρίς να χρειάζεται να αναμείνει την έκδοση της απόφασης ανάθεσης (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-230/02, Grossmann Air Service, Συλλογή 2004, σ. I‑1829, σκέψη 28). Τέλος, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει να μπορεί να ασκείται προσφυγή σε στάδιο όπου είναι ακόμη δυνατή η διόρθωση των παραβάσεων. Κατ’ αναλογία, παρόμοια προστασία θα πρέπει να παρέχεται αναφορικά με τις συμβάσεις που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα.

–       Επί του εκ πρώτης όψεως βασίμου (fumus boni juris)

28      Η Κυπριακή Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίδικα άρθρα είναι ασυμβίβαστα με τον κανονισμό 389/2006, με το πρωτόκολλο 10 και το άρθρο 299 ΕΚ, καθώς και με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από κανόνες αναγκαστικού διεθνούς δικαίου και με τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Ως προς τις λοιπές υποθέσεις πλην της υπόθεσης T‑54/08 R, η Κυπριακή Δημοκρατία προσθέτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως απαιτεί το άρθρο 90 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός).

29      H Κυπριακή Δημοκρατία διευκρινίζει ότι τα επίδικα άρθρα αντιμετωπίζουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως αυτόνομη κρατική οντότητα με νομική προσωπικότητα που θα μπορούσε να αποτελεί τον δικαιούχο της βοήθειας, ενώ η κοινότητα αυτή αποτελεί ένα μέρος του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο, βάσει του Συντάγματος του 1960, έχει το δικαίωμα να εκπροσωπείται στους θεσμούς της Δημοκρατίας. Ο κανονισμός 389/2006 δεν επιτρέπει τη συναγωγή αντίθετου συμπεράσματος. Αντιθέτως, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού καθορίζει ποιοι είναι οι δικαιούχοι της βοήθειας και σε αυτούς δεν περιλαμβάνεται η τουρκοκυπριακή κοινότητα ως αυτοτελής οντότητα.

30      Η Κυπριακή Δημοκρατία κατηγορεί την Επιτροπή ότι αντιμετωπίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα σαν να αποτελεί τρίτη χώρα. Με τα επίμαχα άρθρα η Επιτροπή χαρακτηρίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως «τη Δικαιούχο» της βοήθειας, πράγμα που ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό της ως τρίτης χώρας. Κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 389/2006, οι δράσεις που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό υλοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο IV του μέρους 2 του δημοσιονομικού κανονισμού. Στο άρθρο 166, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ο όρος «δικαιούχος» ορίζεται είτε ως «τρίτη χώρα» είτε ως «οργανισμός που υποδεικνύεται από τρίτη χώρα». Επομένως, εφόσον η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν αποτελεί οργανισμό που έχει υποδειχθεί από τρίτη χώρα, είναι προφανές ότι αντιμετωπίζεται από την Επιτροπή ως τρίτη χώρα.

31      Επιπλέον, η Επιτροπή εμφανίζεται να αναγνωρίζει την ύπαρξη δημόσιων αρχών που εκπροσωπούν την τουρκοκυπριακή κοινότητα, διαφορετικών από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι προφανές ότι οι «αρχές» στις οποίες γίνεται αναφορά στα επίδικα άρθρα είναι οι «αρχές» της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου» (στο εξής: ΤΔΒΚ), η οποία όμως δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος, με μοναδική εξαίρεση την Τουρκία, και κανένα διεθνή οργανισμό, δεδομένου ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών καλεί, με τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984), όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν την ΤΔΒΚ, να σεβαστούν την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μη διευκολύνουν και να μην υποβοηθούν με οποιοδήποτε τρόπο την ΤΔΒΚ, την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας χαρακτηρίζει ως αποσχιστική οντότητα.

32      Με βάση τα επίδικα άρθρα, ο ανάδοχος της σύμβασης «απαλλάσσεται από τελωνειακούς δασμούς, φόρους εισαγωγής, τέλη και ΦΠΑ ή οποιουσδήποτε παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται σε αγαθά τα οποία εισέρχονται στο βόρειο τμήμα της Κύπρου». Επιπλέον, τα ίδια αυτά άρθρα προβλέπουν ότι «η Δικαιούχος θα εφοδιάσει τον ανάδοχο με τις επιστολές απαλλαγής από όλους τους εισαγωγικούς δασμούς και φόρους», ότι «ο ανάδοχος θα προετοιμάσει τα αναγκαία έγγραφα απαλλαγής και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα σύμφωνα με τις απαιτήσεις των τελωνειακών και των άλλων αρμόδιων αρχών» και ότι θεσπίζεται συγκεκριμένη ρύθμιση που θα διέπει αφενός την κατάσταση των εισαγωγών και εξαγωγών των αγαθών που θα ενσωματωθούν στην ή θα χρειασθούν για τη σύμβαση και αφετέρου τις άδειες εισαγωγής, τους φόρους εισαγωγής και τους φόρους εισοδήματος του αλλοδαπού και του επιτόπιου προσωπικού του αναδόχου.

33      Ομοίως, η Επιτροπή αποδέχεται προφανώς, κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, ότι στις επίμαχες περιοχές, όπου θα εκτελεστεί η σύμβαση, υπάρχουν άλλη νομοθεσία και άλλο νόμισμα απ’ ό,τι στην Κυπριακή Δημοκρατία, μολονότι με βάση το άρθρο 299 ΕΚ και το πρωτόκολλο 10 αναγνωρίζεται ότι οι επίμαχες περιοχές αποτελούν τμήμα της εδαφικής επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι, συνεπώς, ο μόνος κυρίαρχος επί των εν λόγω περιοχών είναι η Κυπριακή Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η τουρκοκυπριακή κοινότητα όχι μόνο δεν διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα ώστε να μπορεί να συνάπτει οποιαδήποτε συμφωνία δυνάμει της οποίας να δημιουργεί δεσμευτικά αποτελέσματα, αλλά δεν μπορεί ούτε με μονομερείς πράξεις να επιβάλλει δεσμευτικά αποτελέσματα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την αρχή περί κρατικής κυριαρχίας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, εναπόκειται καταρχήν σε κάθε κράτος να νομοθετεί στο έδαφός του και, συνακολούθως, ένα κράτος μπορεί, καταρχήν, να επιβάλλει μονομερώς δεσμευτικούς κανόνες μόνο στο δικό του έδαφος (διάταξη του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουλίου 2007, T‑212/02, Commune de Champagne κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 89).

34      Επιπλέον, τα επίδικα άρθρα προβλέπουν ότι η Επιτροπή συνεργάζεται με τις «αρχές» της «Δικαιούχου», δηλαδή με την ΤΔΒΚ. Η συνεργασία αυτή όμως είναι αντίθετη προς τα προαναφερθέντα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η Κοινότητα δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, Τ-306/01, Yusuf και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3533, σκέψη 243). Επισημαίνεται συναφώς ότι το ψήφισμα 550 (1984) αποκλείει οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με τις «αρχές» της ΤΔΒΚ, καθώς και την αναγνώριση «πράξεων» των «αρχών» αυτών, όπως είναι η επιβολή τελωνειακών δασμών, φόρων εισαγωγής, τελών, ΦΠΑ, καθώς και η λειτουργία αεροδρομίων και λιμανιών κ.ο.κ. Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 5ης Ιουλίου 1994, C‑432/92, Αναστασίου κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑3087, σκέψη 40), απέκλεισε ρητά κάθε δυνατότητα συνεργασίας με τις αρχές μιας οντότητας όπως αυτή που είναι εγκατεστημένη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Το Διεθνές Δικαστήριο μάλιστα, με τη συμβουλευτική του γνώμη για τη Ναμίμπια, τόνισε ότι τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών οφείλουν να απέχουν από «οποιεσδήποτε πράξεις και ιδιαίτερα συναλλαγές» με παράνομα καθεστώτα που θα παρείχαν βοήθεια ή θα ενίσχυαν τα καθεστώτα αυτά [γνώμη σχετικά με τις νομικές συνέπειες που έχει για τα κράτη η συνεχιζόμενη παρουσία της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια (Νοτιοδυτική Αφρική) παρά το ψήφισμα 276 (1970) του Συμβουλίου Ασφαλείας, ICJ Reports 1971, σ. 16, σκέψη 133 (2)].

35      Κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, η Επιτροπή χρησιμοποιεί στα επίδικα άρθρα τη φράση «αγαθά και υλικά που εισάγονται μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας», αφήνοντας σαφώς να νοηθεί ότι οι επίμαχες περιοχές δεν αποτελούν τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, πράγμα που παραβιάζει τόσο το διεθνές δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας περιλαμβάνει τις εν λόγω περιοχές, όσο και το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 299 ΕΚ και το πρωτόκολλο 10. Επιπλέον, η Επιτροπή αναφέρεται στο «επιτόπιο προσωπικό της τουρκοκυπριακής κοινότητας», το οποίο διακρίνεται από το «ξένο προσωπικό». Από τον διαχωρισμό αυτόν προκύπτει ότι οι Ελληνοκύπριοι αντιμετωπίζονται ως «ξένοι», πράγμα από το οποίο προκύπτει κατ’ ανάγκη ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα διαθέτει κρατική υπόσταση και δική της χωριστή ιθαγένεια.

36      Τέλος, κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, η Επιτροπή, προβλέποντας ότι ο υποβάλλων προσφορά θα πρέπει «να λάβει γνώση του Κανονισμού της Πράσινης Γραμμής και να υπολογίσει τις συνέπειες όταν θα προβαίνει σε μεταφορές εμπορευμάτων προς και από» τις επίμαχες περιοχές, αποδέχεται ότι τα φυσικά πρόσωπα και τα αγαθά μπορούν να εισέρχονται στις επίμαχες περιοχές και να εξέρχονται από αυτές μέσω των λιμανιών και αεροδρομίων που λειτουργούν παράνομα στις εν λόγω περιοχές. Έτσι, η Επιτροπή δείχνει ασέβεια προς την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία, ασκώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αφενός έκλεισε το 1974 τα λιμάνια της Αμμοχώστου, του Καραβοστασίου και της Κερύνειας, τα οποία βρίσκονται στις επίμαχες περιοχές, και αφετέρου καθόρισε ως μόνα αεροδρόμια της Κυπριακής Δημοκρατίας τα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου, πράγμα που σημαίνει ότι τα αεροδρόμια που δημιουργήθηκαν στις επίμαχες περιοχές λειτουργούν παράνομα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, το οποίο αναγνωρίζει ότι η ρύθμιση της εισόδου στα λιμάνια και αεροδρόμια αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα των κρατών (βλ. την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 1986 στην υπόθεση αναφορικά με τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες εντός και εναντίον της Νικαράγουας, ICJ Reports 1986, σ. 111, σκέψη 213).

37      Κατά την Επιτροπή, από το κείμενο των προσβαλλόμενων πράξεων ουδόλως προκύπτει ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει δημόσιες αρχές στις επίμαχες περιοχές άλλες από τη νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, τα επίδικα άρθρα αναφέρουν ρητά ότι, ενώ συνήθως η Επιτροπή υπογράφει συμφωνίες-πλαίσια με τις κυβερνήσεις των χωρών που δέχονται οικονομική βοήθεια, δεν υπάρχει καμία τέτοια συμφωνία με τις επίμαχες περιοχές. Αυτό δείχνει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη οποιασδήποτε, χωριστής από την Κυπριακή Δημοκρατία, ψευδοκρατικής οντότητας στις επίμαχες περιοχές. Επιπλέον, τα επίδικα άρθρα επιβάλλουν τις ίδιες υποχρεώσεις στους υποψηφίους που συμμετέχουν στη διαδικασία ανάθεσης και στον ενδεχόμενο ανάδοχο.

38      Οι ισχυρισμοί της Κυπριακής Δημοκρατίας στηρίζονται κυρίως στην ερμηνεία που δίδει η ίδια στα επίδικα άρθρα. Η Επιτροπή θεωρεί όμως ότι αυτή η ερμηνεία είναι προφανώς εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, τα επίδικα άρθρα θα πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο σύμφωνο με τον κανονισμό 389/2006, κατά τον οποίο δεν αναγνωρίζεται καμία άλλη υποτιθέμενη δημόσια αρχή στις επίμαχες περιοχές.

39      Κατά την Επιτροπή, δεν είναι δυνατό να αναγνωρισθούν άλλες υποτιθέμενες δημόσιες αρχές στις επίμαχες περιοχές μέσω προκηρύξεων για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων. Τα επίδικα άρθρα έχουν σκοπό απλώς να ενημερώσουν τους υποβάλλοντες προσφορά για τις συνθήκες που επικρατούν στις επίμαχες περιοχές, έτσι ώστε να μπορέσουν να υπολογίσουν με ακρίβεια το κόστος τους και να προετοιμάσουν καλύτερα τις προσφορές τους. Παράλληλα, η πλήρης περιγραφή των τοπικών συνθηκών προστατεύει την Επιτροπή, ως αναθέτουσα αρχή, από μελλοντικές νομικές επιπλοκές σε περίπτωση υπερημερίας του αναδόχου: ο ανάδοχος δεν θα μπορεί να δικαιολογήσει την υπερημερία του ισχυριζόμενος ότι οι τοπικές συνθήκες τού προκαλούν ανυπέρβλητα εμπόδια στην εκτέλεση της σύμβασης και ότι αυτές οι τοπικές συνθήκες αποτελούν γεγονός ανωτέρας βίας ή απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει όταν υπέγραφε τη σύμβαση. Είναι σαφές ότι η απλή περιγραφή των τοπικών συνθηκών στο κείμενο μιας τέτοιας πρόσκλησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επίσημη νομική πράξη αναγνώρισης «δημοσίων αρχών» στις επίμαχες περιοχές.

40      Κατά την Επιτροπή, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η περιγραφή των τοπικών συνθηκών στα επίδικα άρθρα είναι εσφαλμένη και δεν δίδει ακριβή εικόνα των δυσχερειών που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο ανάδοχος κατά την εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων, αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι οι προκηρύξεις αντιβαίνουν στον κανονισμό 389/2006 και στις λοιπές διατάξεις που αναφέρει η Κυπριακή Δημοκρατία.

41      Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό που προβάλλει η Κυπριακή Δημοκρατία στις λοιπές υποθέσεις πλην της T‑54/08 R, ότι δηλαδή οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί προφανώς προϊόν παρεξήγησης, αφού οι πράξεις αυτές δημοσιεύθηκαν στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας. Συναφώς η Επιτροπή παραπέμπει στα αντίγραφα των δημοσιεύσεων, τα οποία έχει επισυνάψει ως παραρτήματα στις παρατηρήσεις που κατέθεσε στις εν λόγω υποθέσεις.

–       Επί του επείγοντος και της στάθμισης των συμφερόντων

42      Η Κυπριακή Δημοκρατία εκτιμά ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητά της, ο οποίος συνίσταται στον κίνδυνο να αναγνωρίσει η Επιτροπή την αποσχιστική οντότητα στις επίμαχες περιοχές ή/και να διευκολύνει την αναγνώρισή της ή/και να τη βοηθήσει οικονομικά, μολονότι η οντότητα αυτή οφείλει την ύπαρξή της στη χρήση βίας από την Τουρκία και σε παράνομες αποσχιστικές πράξεις που έχουν καταδικαστεί από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και την Κοινότητα. Τούτο δε ενδέχεται να αποτελέσει προηγούμενο για ανάλογες ενέργειες αναγνώρισης και/ή διευκόλυνσης και/ή υποβοήθησης της εν λόγω αποσχιστικής οντότητας από ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή τρίτες χώρες.

43      Κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, η ζημία που ενδέχεται να υποστεί θα είναι ανεπανόρθωτη, καθότι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης οικονομικής αντιστάθμισης (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουλίου 2000, Τ‑169/00 R, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2951, σκέψη 44).

44      Κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, θα υπάρχει αδυναμία αποκατάστασης της ζημίας, αν αφεθεί η Επιτροπή να συνάψει τις συμβάσεις ή/και αν αφεθεί να αρχίσει η εκτέλεση των συμβάσεων, υπό τους όρους που περιγράφονται στα επίδικα άρθρα. Το γενικό συμφέρον της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι εντελώς διαφορετικό από το οικονομικό συμφέρον ενός υποβάλλοντος προσφορά που θίγεται από τους όρους μιας προκήρυξης και του οποίου η οικονομική ζημία μπορεί να αντισταθμιστεί είτε με χρηματική αποζημίωση είτε με την παροχή της δυνατότητας συμμετοχής σε νέο διαγωνισμό που θα προκηρυχθεί. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, λόγω της πιθανότητας να προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό ή να ολοκληρωθεί η εκτέλεση της σύμβασης, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν συντρέχει ούτε το στοιχείο του επείγοντος ούτε εκείνο της ανεπανόρθωτης ζημίας (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2004, Τ-148/04 R, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3027, σκέψεις 53 και 55).

45      Εξάλλου, η Κυπριακή Δημοκρατία επισημαίνει ότι, λόγω της φύσης της ζημίας και με δεδομένο το γεγονός ότι όχι μόνο η σύναψη των συμβάσεων, αλλά και η εκτέλεσή τους, ενδέχεται να προηγηθούν χρονικά της έκδοσης των αποφάσεων στις κύριες υποθέσεις, οι εν λόγω αποφάσεις, αν δεν ληφθούν τα ζητούμενα μέτρα, θα στερούνται πλήρους αποτελεσματικότητας [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1999, C‑65/99 P(R), Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1857].

46      Όσον αφορά τη στάθμιση των συμφερόντων, η Κυπριακή Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η εκτέλεση της σύμβασης υπό τους όρους που περιγράφονται στα επίδικα άρθρα θα δημιουργούσε τετελεσμένα γεγονότα, που θα της προξενούσαν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Αντίθετα, η αναθέτουσα αρχή δεν κινδυνεύει να υποστεί οποιαδήποτε ζημία. Τυχόν ζημία, η οποία θα μπορούσε να προκύψει μόνο αν η αναθέτουσα αρχή υποχρεωνόταν να καταβάλει αποζημιώσεις στους υποψηφίους/προσφέροντες, θα ήταν οικονομικής φύσης και, ως εκ τούτου, μη συγκρίσιμη με τη ζημία που θα υποστεί η Κυπριακή Δημοκρατία αν δεν ληφθούν τα προσωρινά μέτρα. Εν πάση περιπτώσει, η αναθέτουσα αρχή αποκλείεται να υποστεί τέτοια ζημία, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 101, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, η αναθέτουσα αρχή μπορεί, έως την υπογραφή της σύμβασης, είτε να παραιτηθεί από τη σύμβαση είτε να ακυρώσει τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης, χωρίς οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες να μπορούν να αξιώσουν οποιαδήποτε αποζημίωση.

47      Η Επιτροπή φρονεί ότι η ζημία που ισχυρίζεται ότι θα υποστεί η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι ούτε σοβαρή ούτε ανεπανόρθωτη. Εν πάση περιπτώσει, αν οι αποφάσεις που θα εκδοθούν στις κύριες υποθέσεις ακυρώσουν τις προσβαλλόμενες πράξεις, η Επιτροπή θα είναι υποχρεωμένη να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου. Κατά συνέπεια, κατά την Επιτροπή, η όποια εσφαλμένη εντύπωση είχε ενδεχομένως δημιουργηθεί έως τότε θα διαλυθεί δια παντός και η «ζημία» που θα έχει προκληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία θα αποκατασταθεί πλήρως.

48      Όσον αφορά τη στάθμιση των συμφερόντων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ευδοκίμηση των αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης θα προκαλούσε σοβαρή βλάβη στα συμφέροντα τρίτων προσώπων που δεν είναι διάδικοι και των οποίων τις απόψεις δεν άκουσε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή των κατοίκων των επίμαχων περιοχών. Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων που αφορούν οι συμβάσεις θα διαιωνίσει τη διαρθρωτική και οικονομική υπανάπτυξη των περιοχών αυτών και τις δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων τους.

49      Κατά πάγια νομολογία όμως, δεν διατάσσονται καταρχήν προσωρινά μέτρα, όταν με αυτά πρόκειται να θιγούν σοβαρά τα συμφέροντα τρίτων προσώπων των οποίων οι απόψεις δεν έχουν ακουστεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, εκτός αν καθίσταται εμφανές ότι χωρίς τα μέτρα αυτά ο αιτών θα μπορούσε να εκτεθεί σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του [διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1993, T‑12/93 R, CCE Vittel και CE Pierval κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑785, σκέψη 20, και της 17ης Ιανουαρίου 2001, T‑342/00 R, Petrolessence και SG2R κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑67, σκέψεις 51 και 53· βλ. επίσης διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 1978, 92/78 R, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή 1978 (μόνο σε ξενόγλωσσες εκδόσεις), σ. 1129, σκέψεις 18 και 19].

 Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

–       Επί του παραδεκτού

50      Κατά πάγια νομολογία, το παραδεκτό της κύριας προσφυγής δεν πρέπει καταρχήν να εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, διότι έτσι θα προδικαζόταν η κύρια υπόθεση. Μόνον αν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η κύρια προσφυγή, προς την οποία συναρτάται η αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, είναι προδήλως απαράδεκτη, ενδέχεται να αποδειχθεί αναγκαία η διαπίστωση της ύπαρξης ορισμένων στοιχείων από τα οποία να μπορεί να συναχθεί εκ πρώτης όψεως το παραδεκτό της προσφυγής [βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C‑300/00 P(R), Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8798, σκέψη 34, και διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2001, T‑236/00 R, Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑15, σκέψη 42, και της 8ης Αυγούστου 2002, T‑155/02 R, VVG International κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3239, σκέψη 18]· η εξέταση αυτού του παραδεκτού της προσφυγής είναι πάντως κατ’ ανάγκη συνοπτική, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (προπαρατεθείσα διάταξη Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 35).

51      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να εκτιμηθεί μόνον εκ πρώτης όψεως και ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να κρίνει την εν λόγω αίτηση απαράδεκτη μόνον αν το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να αποκλειστεί τελείως. Η έκδοση δηλαδή απόφασης επί του παραδεκτού κατά τη φάση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το παραδεκτό αυτό εκ πρώτης όψεως δεν αποκλείεται τελείως, θα προδίκαζε την απόφαση του Πρωτοδικείου επί της κύριας προσφυγής (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου Petrolessence και SG2R κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 49 της παρούσας, σκέψη 17, της 19ης Δεκεμβρίου 2001, Τ‑195/01 R και Τ‑207/01 R, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-3915, σκέψη 47, και της 7ης Ιουλίου 2004, T‑37/04 R, Região autónoma dos Açores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑2153, σκέψη 110).

52      Στις υπό κρίση υποθέσεις η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ότι οι προσφυγές ακύρωσης προς τις οποίες συναρτώνται οι αιτήσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι προδήλως απαράδεκτες, αλλά απλώς εξέφρασε τις σχετικές αμφιβολίες της, επιφυλασσόμενη του δικαιώματός της να θέσει το ζήτημα του παραδεκτού κατά την εκδίκαση των κύριων προσφυγών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν οφείλει, ενόψει και του περιεχομένου των προσβαλλόμενων πράξεων, να εξετάσει κατά την παρούσα διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων τις αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή σε σχέση με το παραδεκτό των κύριων προσφυγών (βλ. συναφώς τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 1986, 23/86 R, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1085, σκέψη 21).

–       Επί της ουσίας

53      Επιβάλλεται να τονιστεί ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευθύνη της προάσπισης των συμφερόντων τα οποία θεωρούνται ως γενικά συμφέροντα σε εθνικό επίπεδο, όπως είναι η προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας τους. Κατά συνέπεια, μπορούν, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, να ισχυρίζονται βασίμως ότι το προσβαλλόμενο κοινοτικό μέτρο ζημιώνει τα συμφέροντα αυτά (βλ. συναφώς τις διατάξεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1993, C-280/93 R, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. Ι‑3667, σκέψη 27, και της 12ης Ιουλίου 1996, C‑180/96 R, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑3903, σκέψη 85).

54      Εν προκειμένω οι διάδικοι συμφωνούν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι η μόνη κρατική οντότητα της νήσου που αναγνωρίζεται διεθνώς και ότι οι επίμαχες περιοχές αποτελούν μέρος του εδάφους της και εμπίπτουν στην κυριαρχία της και μόνο.

55      Η Κυπριακή Δημοκρατία φρονεί πάντως ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις, και κυρίως τα επίδικα άρθρα, καταλήγουν ουσιαστικά να αντιμετωπίζουν –κατά κατάφωρη παράβαση του διεθνούς και του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα του άρθρου 299 ΕΚ, του πρωτοκόλλου 10 και του κανονισμού 389/2006– την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα. Η Κυπριακή Δημοκρατία φρονεί ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει έτσι, σιωπηρά έστω, την ύπαρξη στις εν λόγω περιοχές «αρχών» που δεν εξαρτώνται από την Κυπριακή Κυβέρνηση και την ύπαρξη επίσης διαφορετικής νομοθεσίας και διαφορετικού νομίσματος από ό,τι στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ παράλληλα αποδέχεται τη διακίνηση προσώπων και αγαθών μέσω λιμανιών και αεροδρομίων που η Κυπριακή Δημοκρατία, ασκώντας την κυριαρχία της, έχει κηρύξει κλειστά ή για τη λειτουργία των οποίων δεν έχει παράσχει καμία άδεια. Αυτή η στάση της Επιτροπής θέτει σε κίνδυνο, κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, την κυριαρχία της, την ανεξαρτησία της, την εδαφική της ακεραιότητα, την ενότητά της και τη συνταγματική της τάξη.

56      Επομένως, η ζημία στην οποία αναφέρεται η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή ο κίνδυνος παραβίασης της κρατικής κυριαρχίας της, συνίσταται ακριβώς στην κατά τους ισχυρισμούς της παραβίαση του διεθνούς και του κοινοτικού δικαίου με τις προσβαλλόμενες πράξεις.

57      Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας των υπό κρίση υποθέσεων, η προϋπόθεση για το εκ πρώτης όψεως βάσιμο (fumus boni juris) πρέπει να συνεξεταστεί με την προϋπόθεση του επείγοντος.

58      Όσον αφορά την αλληλεξάρτηση των δύο αυτών προϋποθέσεων, έχει γίνει δεκτό βέβαια ότι το επείγον πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ιδιαίτερα όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για το εκ πρώτης όψεως βάσιμο (βλ. συναφώς τη διάταξη Αυστρία κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 21 της παρούσας, σκέψη 110). Εντούτοις, η ενδεχόμενη παράβαση υπέρτερου ιεραρχικά κανόνα δικαίου δεν μπορεί να αποτελεί, αφεαυτής, απόδειξη της σοβαρότητας και του ανεπανόρθωτου χαρακτήρα της ζημίας που προκαλεί ενδεχομένως η παράβαση αυτή [βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 1998, C-159/98 P(R), Ολλανδικές Αντίλλες κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I‑4147, σκέψη 62, και διάταξη Κάτω Χώρες κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 19 της παρούσας, σκέψη 45].

59      Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας περί κατάφωρης παραβίασης του διεθνούς και του κοινοτικού δικαίου δεν αρκεί προς απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων του επείγοντος, δηλαδή του σοβαρού και ανεπανόρθωτου χαρακτήρα της ζημίας που θα μπορούσε να προκληθεί από την παραβίαση αυτή, αλλά η Κυπριακή Δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν τον ισχυρισμό της σχετικά με την προοπτική επέλευσης της ζημίας αυτής [βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C‑335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑8705, σκέψη 67, και τις διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2001, T‑151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3295, σκέψη 188, της 25ης Ιουνίου 2002, T‑34/02 R, B κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2803, σκέψη 86, και της 7ης Ιουνίου 2007, T‑346/06 R, IMS κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 121 και 123 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

60      Με βάση τις παραπάνω σκέψεις πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά τα διάφορα ενδεχόμενα ζημίας στα οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί της Κυπριακής Δημοκρατίας.

61      Πρώτον, όσον αφορά τη ζημία που συνίσταται στο ότι το ίδιο το κείμενο των προσβαλλόμενων πράξεων εκφράζει μια παράνομη αναγνώριση της ΤΔΒΚ στις επίμαχες περιοχές, η Επιτροπή τόνισε ορθά ότι η ζημία αυτή επήλθε οριστικά κατά τη δημοσίευση των πράξεων αυτών. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζουν πράγματι το διεθνές και το κοινοτικό δίκαιο, οι αναστολές εκτέλεσης που αποτελούν το αντικείμενο των αιτήσεων δεν θα ήσαν επομένως πρόσφορες για την αναδρομική εξάλειψη της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η Κυπριακή Δημοκρατία. Αφού τα προσωρινά μέτρα δεν είναι πρόσφορα για την αποτροπή της ζημίας αυτής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για επείγον (βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα στη σκέψη 21 διάταξη Αυστρία κατά Συμβουλίου, σκέψεις 112 και 113).

62      Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι κινδυνεύει να υποστεί ζημία από το γεγονός ότι το κακό παράδειγμα της Επιτροπής θα μπορούσε να ωθήσει τα κράτη μέλη της Κοινότητας ή τρίτες χώρες να προβούν σε ανάλογες ενέργειες αναγνώρισης ή υποβοήθησης της ΤΔΒΚ.

63      Συναφώς αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως άλλωστε επισήμανε και η Επιτροπή, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη η έλλειψη νομιμότητας της στάσης της, θα πρόκειται για τελείως υποθετική ζημία, αφού η επέλευσή της εξαρτάται από μελλοντικά και αβέβαια γεγονότα. Ενόψει αυτού του είδους ζημίας δεν δικαιολογείται να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης (βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα στη σκέψη 51 διάταξη Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, σκέψεις 101 και 105). Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι επίκεινται οι επιζήμιες συνέπειες τις οποίες φοβείται. Αντίθετα, η Κυπριακή Δημοκρατία, απαντώντας σε ερώτηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, ομολόγησε ότι καμία χώρα δεν έχει δηλώσει δημόσια ότι δίνει στο κείμενο των προσβαλλόμενων πράξεων την ίδια ερμηνεία με την Κυπριακή Δημοκρατία ή ότι είναι διατεθειμένη να ακολουθήσει το υποτιθέμενο παράδειγμα της Επιτροπής.

64      Τρίτον, οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων αφορούν τη ζημία που προκλήθηκε από την υποτιθέμενη παραβίαση του διεθνούς και του κοινοτικού δικαίου κατά τη διεξαγωγή των διαδικασιών σύναψης των επίδικων συμβάσεων, κυρίως κατόπιν της ανάθεσης των συμβάσεων με την υπογραφή των σχετικών εγγράφων και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των συμβάσεων αυτών σύμφωνα με τους όρους που εκτίθενται στα επίδικα άρθρα. Το χαρακτηριστικό της ζημίας αυτής έγκειται στην εφαρμογή των επίδικων άρθρων, πράγμα που συνεπάγεται, κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, την υλική στήριξη και την παράνομη αναγνώριση στην πράξη, κατά προτροπή της Επιτροπής, της ΤΔΒΚ και της ύπαρξης στις επίμαχες περιοχές διαφορετικών δημόσιων αρχών και διαφορετικής νομοθεσίας απ’ ό,τι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η ζημία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ότι έχει επέλθει οριστικά ούτε ότι είναι καθαρά υποθετική.

65      Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις για το ότι η συγκεκριμένη αυτή ζημία είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη και για το ότι συντρέχει εκ πρώτης όψεως η προϋπόθεση του fumus boni juris, όσον αφορά τον ισχυρισμό της για έλλειψη νομιμότητας των επίδικων άρθρων και της εφαρμογής τους.

66      Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο, συνοψίζοντας τη νομική κατάσταση της νήσου Κύπρου με την προπαρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 34 απόφασή του στην υπόθεση Αναστασίου κ.λπ. (σκέψεις 40 και 47), αφενός απέκλεισε οποιαδήποτε διοικητική συνεργασία με τις αρχές μιας οντότητας όπως αυτή που είναι εγκατεστημένη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, η οποία δεν έχει αναγνωριστεί ούτε από την Κοινότητα ούτε από τα κράτη μέλη, τα οποία δεν αναγνωρίζουν άλλο κυπριακό κράτος από την Κυπριακή Δημοκρατία, και αφετέρου αποφάνθηκε ότι η Κοινότητα δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθόσον τα προβλήματα που ανακύπτουν από την εκ των πραγμάτων διχοτόμηση της νήσου αφορούν αποκλειστικά την Κυπριακή Δημοκρατία, το μόνο διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος.

67      Το γεγονός όμως ότι, όπως υποστηρίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, ένα κοινοτικό θεσμικό όργανο, όπως η Επιτροπή, προβλέπει σε επίσημα κείμενα, τα οποία πρόκειται να εφαρμοστούν στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που θα αναπτυχθούν στις επίμαχες περιοχές, ότι η αναθέτουσα αρχή είναι η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, «εκ μέρους και για λογαριασμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας» (άρθρο 5 καθεμιάς από τις προσβαλλόμενες πράξεις), θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να ερμηνευθεί ως έκφραση υποστήριξης προς την οντότητα που κατέχει την πραγματική πολιτική εξουσία στις επίμαχες περιοχές, δεδομένου μάλιστα ότι δικαιούχος της χορηγούμενης κοινοτικής βοήθειας θεωρείται η τουρκοκυπριακή κοινότητα, κατά το πρότυπο προφανώς των τρίτων χωρών στις οποίες χορηγείται συνήθως αυτού του είδους η βοήθεια.

68      Προστίθεται ότι τα επίδικα άρθρα δημιουργούν την εντύπωση ότι προβλέπουν ότι η εκτέλεση των συμβάσεων στις επίμαχες περιοχές θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με διαφορετική νομοθεσία και σε διαφορετικό νόμισμα από ό,τι της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθόσον ο ανάδοχος απαλλάσσεται από τους φόρους επί των αγαθών που εισέρχονται στις επίμαχες περιοχές, πράγμα που σημαίνει ότι λαμβάνονται υπόψη μια ειδική ρύθμιση για την τουρκοκυπριακή κοινότητα για τις εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών καθώς και ένας ιδιαίτερος τρόπος φορολόγησης του εισοδήματος του αλλοδαπού και του επιτόπιου προσωπικού του αναδόχου στις επίμαχες περιοχές. Επιπλέον, γίνεται λόγος για «αρχές» της τουρκοκυπριακής κοινότητας και για την ύπαρξη ορισμένων πράξεων όπως η επιβολή δασμών και φόρων. Τέλος, η φράση «υλικά που εισάγονται μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας» αφήνει να νοηθεί, εκ πρώτης όψεως, ότι οι επίμαχες περιοχές δεν αποτελούν τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ το διεθνές δίκαιο, το άρθρο 229 ΕΚ και το πρωτόκολλο 10 προβλέπουν ότι το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας περιλαμβάνει τις επίμαχες περιοχές.

69      Επομένως, μολονότι η επιχειρηματολογία της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι καταρχήν επαρκής για την απόδειξη του fumus boni juris, δεν μπορεί, αντίθετα, να γίνει δεκτό, εκ πρώτης όψεως, ότι η Επιτροπή παραβίασε κατάφωρα και σοβαρά το διεθνές και το κοινοτικό δίκαιο, πράγμα που σημαίνει ότι η ζημία που υποτίθεται ότι απορρέει από την παραβίαση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρή (βλ., κατ’ αναλογία, τη διάταξη του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1994, C‑120/94 R, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1994, σ. I‑3037, σκέψεις 91 και 92).

70      Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις, παρά τον επίσημο χαρακτήρα τους, δεν έχουν εγγενή πολιτικό χαρακτήρα και, ειδικότερα, δεν αποσκοπούν στο να προσεγγίσουν το πρόβλημα της ενδεχόμενης επανένωσης της νήσου Κύπρου. Ούτε περιλαμβάνουν καμία δήλωση ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ρητά την τουρκοκυπριακή κοινότητα ή την ΤΔΒΚ ως την οντότητα που κατέχει την πολιτική εξουσία στις επίμαχες περιοχές.

71      Πρόκειται για τεχνικής φύσης κείμενα, σκοπός των οποίων είναι η παροχή χρήσιμων πληροφοριών στους ενδιαφερόμενους, ώστε να μπορούν να αποφασίσουν με πλήρη επίγνωση αν θα μετάσχουν στη διαδικασία υποβολής προσφορών και να ετοιμάσουν τον φάκελο της προσφοράς τους. Προς τον σκοπό αυτό οι προσβαλλόμενες πράξεις, χρησιμοποιώντας τις ανωτέρω επικρινόμενες φράσεις, εκθέτουν τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να ενημερώνονται κατά τον πληρέστερο και πιο αξιόπιστο τρόπο, που είναι βέβαια διφορούμενος, αλλά δεν εκφράζει καμία εσκεμμένη και πρόδηλη προσβολή της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

72      Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις περιέχουν ρητές, μονοσήμαντες και ανεπιφύλακτες δηλώσεις κατά τις οποίες οι πράξεις αυτές αφενός δεν συνιστούν αναγνώριση καμιάς άλλης δημόσιας αρχής στις επίμαχες περιοχές πέρα από την Κυπριακή Κυβέρνηση και αφετέρου υποχρεώνουν τους υποβάλλοντες προσφορά και τους αναδόχους να μην προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια που να υπονοεί τέτοια αναγνώριση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να γίνει δεκτό ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν σοβαρή προσβολή της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

73      Επιπλέον, δεδομένου ότι όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίζονται ρητά στον κανονισμό 389/2006, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός αυτός προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 3, ότι η παροχή της χρηματοδοτικής στήριξης δεν συνεπάγεται αναγνώριση άλλης δημόσιας αρχής στις επίμαχες περιοχές πλην της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον, οι πράξεις αυτές υπενθυμίζουν ότι οι υποβάλλοντες προσφορά και οι ανάδοχοι πρέπει να έχουν επίγνωση της πολιτικής, διπλωματικής και νομικής κατάστασης στη νήσο Κύπρο και να απέχουν από κάθε επαφή πολιτικής φύσης με τις δύο κοινότητες.

74      Τέλος, ο κανονισμός 389/2006, ο οποίος εκδόθηκε κατόπιν ομόφωνης απόφασης, επομένως με τη συγκατάθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας, και του οποίου τη νομιμότητα δεν έχει θέσει εν αμφιβόλω το κράτος μέλος αυτό, χρησιμοποιεί τον όρο «τουρκοκυπριακή κοινότητα» –συγκεκριμένα, στον τίτλο του, στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και στο άρθρο 2, τέταρτη περίπτωση– κατά τόσο ασαφή τρόπο, ώστε δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να καλύπτει ο όρος αυτός, με δεδομένο τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, το τμήμα του κυπριακού πληθυσμού που έχει συγκεντρωθεί στις επίμαχες περιοχές και μόνο. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θέτει πάντως ζήτημα αρχής σχετικά με τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής στήριξης προς την κοινότητα αυτή. Εξάλλου, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 389/2006 προβλέπει ρητά ότι η στήριξη αυτή προορίζεται, μεταξύ άλλων, για τους τοπικούς φορείς και τους φορείς που επιτελούν λειτουργίες κοινής ωφελείας στις επίμαχες περιοχές, πράγμα που προϋποθέτει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως και με βάση την κατάσταση που επικρατεί στη νήσο, ορισμένες επαφές με φορείς στους οποίους έχουν ανατεθεί διοικητικά καθήκοντα κατά την υλοποίηση της χρηματοδοτικής στήριξης αυτής.

75      Όσον αφορά την επίκληση της προπαρατεθείσας ανωτέρω στις σκέψεις 34 και 66 απόφασης Αναστασίου κ.λπ., κατά την οποία απαγορεύεται, κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, οποιαδήποτε διοικητική συνεργασία με την ΤΔΒΚ και οποιαδήποτε παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων, σε άμεση διοικητική συνεργασία με κάποια από τις «αρχές» της ΤΔΒΚ δεν πρόκειται να έλθει η ίδια η Επιτροπή. Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι πράξεις αυτές συνιστούν άμεση παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας.

76      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η έλλειψη νομιμότητας κατά της οποίας βάλλει η Κυπριακή Δημοκρατία στις υπό κρίση υποθέσεις αφορά μόνο τη διατύπωση των όρων χορήγησης και την εφαρμογή των διαφόρων τρόπων χορήγησης της χρηματοδοτικής στήριξης για την προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο πλαίσιο του κανονισμού 389/2006 και σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό και ότι η έλλειψη νομιμότητας αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σοβαρή.

77      Κατά συνέπεια, ούτε η ζημία την οποία προξενεί αυτή η έλλειψη νομιμότητας, δηλαδή η προσβολή της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή.

78      Εξάλλου, η ζημία αυτή δεν είναι ανεπανόρθωτη. Συγκεκριμένα, αν ληφθεί υπόψη ότι η ζημία αυτή συνίσταται αποκλειστικά σε ηθική βλάβη, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι η ενδεχόμενη ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων μετά την εκδίκαση των κύριων προσφυγών θα αποτελέσει επαρκή επανόρθωση. Πράγματι, αν εκδοθούν τέτοιες ακυρωτικές αποφάσεις, θα αναγνωριστεί επίσημα ότι η Επιτροπή επέδειξε παράνομη συμπεριφορά ως προς τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων, λόγω προσβολής της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, πράγμα που θα ικανοποιήσει το κράτος μέλος αυτό.

79      Η ορθότητα της παραπάνω λύσης επιβεβαιώνεται από τη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων. Όπως ορθά τόνισε η Επιτροπή (βλ. παραπάνω τις σκέψεις 48 και 49), η αποδοχή των αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης θα έβλαπτε τα συμφέροντα τρίτων προσώπων που δεν είναι διάδικοι και των οποίων τις απόψεις δεν άκουσε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, τα μέτρα κοινοτικής βοήθειας που προβλέπονται από τον κανονισμό 389/2006 και έχουν αρχίσει να υλοποιούνται με τις προσβαλλόμενες πράξεις –και αφορούν την τεχνική βοήθεια στους τομείς της οικολογίας, της ανάπτυξης της υπαίθρου, των τηλεπικοινωνιών και της εκπαίδευσης– έχουν μεγάλη σημασία για την ποιότητα ζωής των κατοίκων των επίμαχων περιοχών. Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων αυτών ενέχει τον κίνδυνο διαιώνισης της διαρθρωτικής και οικονομικής υπανάπτυξης των περιοχών αυτών και των δυσχερών συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων τους, δεδομένου μάλιστα ότι η κοινοτική βοήθεια αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου αυτού κανονισμού, στην προαγωγή της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως της αγροτικής ανάπτυξης, στην ανάπτυξη της υποδομής και στην προσέγγιση μεταξύ της τουρκοκυπριακής κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

80      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το συμπέρασμα είναι ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος, οπότε οι υπό κρίση αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί του ζητήματος αν η Κυπριακή Δημοκρατία εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της προκήρυξης EuropeAid/125051/D/SUP/CY, την οποία αφορά η υπόθεση T‑54/08 R, κατόπιν της κήρυξης του σχετικού διαγωνισμού άγονου (βλ. ανωτέρω σκέψη 9).


Για τους λόγους αυτούς,


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:


1)      Οι υποθέσεις T‑54/08 R, T‑87/08 R, T‑88/08 R και T‑91/08 R έως T‑93/08 R συνεκδικάζονται προς έκδοση της παρούσας διάταξης.

2)      Απορρίπτει τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 8 Απριλίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.