Language of document : ECLI:EU:T:2015:517

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκές αγορές των σταθεροποιητών θερμότητας — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ — Παράβαση διαπραχθείσα από κοινή θυγατρική — Πρόστιμα — Εις ολόκληρον ευθύνη της θυγατρικής και των μητρικών εταιριών — Δεκαετής παραγραφή για μια εκ των μητρικών εταιριών — Απόφαση περί επανεκδόσεως — Μείωση του ποσού του προστίμου για μια εκ των μητρικών εταιριών — Επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής του μειωμένου ποσού στη θυγατρική και στην άλλη μητρική εταιρία — Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T‑485/11,

Akzo Nobel NV, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Akcros Chemicals Ltd, με έδρα το Warwickshire (Ηνωμένο Βασίλειο),

εκπροσωπούμενες από τους C. Swaak και R. Wesseling, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικά από τους F. Ronkes Agerbeek και J. Bourke, στη συνέχεια, από τους F. Ronkes Agerbeek και P. Van Nuffel, επικουρούμενους από τον J. Holmes, barrister,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2011 για την τροποποίηση της αποφάσεως C(2009) 8682 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας) καθόσον αυτή απευθυνόταν στην Akzo Nobel και στην Akcros Chemicals, ή, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού των επιβληθέντων προστίμων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση διαφορά αφορά την απόφαση της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), για την τροποποίηση, καθόσον απευθυνόταν στις προσφεύγουσες, την Akzo Nobel NV και την Akcros Chemicals Ltd, της αποφάσεως C(2009) 8682 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας) (στο εξής: πρώτη απόφαση).

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

35      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

[παραλειπόμενα]

56      Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό των προστίμων που τους επιβλήθηκαν,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

57      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

58      Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως.

59      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους, καθότι παρέλειψε, ενώ ήταν υποχρεωμένη, να τους απευθύνει νέα ανακοίνωση αιτιάσεων προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

[παραλειπόμενα]

66      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο αποτελεί ουσιαστική συνιστώσα των δικαιωμάτων άμυνας, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πρέπει να τηρείται σε κάθε διαδικασία, ακόμα και διοικητικού χαρακτήρα, ειδικά όταν αυτή ενδέχεται να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων, ιδίως σε πρόστιμα, όπως επίσης ότι η αρχή αυτή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση εδόθη η δυνατότητα, κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, 85/76, Συλλογή, EU:C:1979:36, σκέψη 9· της 7ης Ιουνίου 1983, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, 100/80 έως 103/80, EU:C:1983:158, και της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 64 έως 66).

67      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 αντανακλά την αρχή αυτή στο μέτρο που προβλέπει ότι στους διαδίκους αποστέλλεται ανακοίνωση των αιτιάσεων η οποία πρέπει να εκθέτει σαφώς όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, ούτως ώστε να είναι οι ενδιαφερόμενοι σε θέση να αντιληφθούν πράγματι ποιες ενέργειες τους προσάπτει η Επιτροπή, καθώς και ποια αποδεικτικά στοιχεία έχει στη διάθεσή της (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Συλλογή, EU:C:2002:582, σκέψεις 315 και 316, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψεις 66 και 67).

68      Πράγματι, για τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας απαιτείται, μεταξύ άλλων, να παρέχεται στην επιχείρηση για την οποία διεξάγεται έρευνα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει την εκτίμησή της ότι συντρέχει παράβαση της Συνθήκης (αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, EU:C:1983:158, σκέψη 10· της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C‑407/04 P, Συλλογή, EU:C:2007:53, σκέψη 44, και της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑328/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:277, σκέψη 71).

69      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και ανεξαρτήτως του ζητήματος κατά πόσον η Επιτροπή όφειλε να απευθύνει στις προσφεύγουσες νέα κοινοποίηση αιτιάσεων προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις επιστολές και στο ηλεκτρονικό μήνυμα της Επιτροπής, που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 20 έως 22 και 25 ανωτέρω, η Επιτροπή κάλεσε, όντως, τις προσφεύγουσες να προβάλουν τις απόψεις τους.

70      Εντούτοις, για τον σκοπό αυτό, οι προσφεύγουσες διέθεταν τέσσερις μόνον εργάσιμες ημέρες, ήτοι από την Τετάρτη 1η Ιουνίου έως τη Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011, κατόπιν των επιστολών της Επιτροπής, και τρεις εργάσιμες ημέρες, ήτοι από την Τετάρτη 15 Ιουνίου έως την Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011, κατόπιν του ηλεκτρονικού μηνύματος της Επιτροπής.

71      Τέτοιες, όμως, τόσο σύντομες προθεσμίες δεν είναι δυνατόν να συνάδουν προς τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

72      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, εφόσον οι προσφεύγουσες κατέδειξαν επαρκώς όχι ότι, εάν δεν συνέτρεχε η διαδικαστική αυτή παρατυπία, δηλαδή εάν τους είχε δοθεί επαρκής προθεσμία προκειμένου να προβάλουν την άποψή τους, η προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα είχαν μπορέσει να διασφαλίσουν καλύτερα την άμυνά τους εάν δεν συνέτρεχε η εν λόγω παρατυπία (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2013, Fluorsid και Minmet κατά Επιτροπής, T‑404/08, Συλλογή, EU:T:2013:321, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), υπό τη διευκρίνιση ότι πρέπει, προς τούτο, να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι ο χρόνος πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 30 Ιουνίου 2011 (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, T‑329/01, Συλλογή, EU:T:2006:268, σκέψη 377).

73      Συναφώς, πρώτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά τον χρόνο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το κρίσιμο ζήτημα ήταν ποιες ήταν οι υποχρεώσεις τις οποίες έφερε η Επιτροπή ως προς την αλληλέγγυα σχέση μεταξύ των εις ολόκληρον συνοφειλετριών εταιριών, στο μέτρο που αυτές είχαν συναποτελέσει μια επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

74      Πράγματι, με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, δηλαδή λιγότερο από τέσσερις μήνες πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειτο αποκλειστικώς στην Επιτροπή, στο πλαίσιο ασκήσεως της αρμοδιότητάς της να επιβάλει πρόστιμα, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, να καθορίσει το ποσοστό που αναλογεί στις διάφορες εταιρείες, όσον αφορά το πρόστιμο στο οποίο καταδικάστηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, κατά το μέτρο που αυτές αποτελούσαν τμήμα μιας και μόνης επιχειρήσεως, και ότι το καθήκον αυτό δεν μπορούσε να ανατεθεί στα εθνικά δικαστήρια (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής, T‑122/07 έως T‑124/07, Συλλογή, EU:T:2011:70, σκέψη 157).

75      Το ζήτημα αυτό ήταν ακόμα πιο κρίσιμο κατά τον χρόνο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεδομένου ότι, μεταγενέστερα, η απόφαση Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπή, σκέψη 74 ανωτέρω (EU:T:2011:70), ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ο επιμερισμός του προστίμου μεταξύ εις ολόκληρον συνοφειλετριών εμπίπτει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή (απόφαση Siemens, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:C:2014:256, σκέψη 62).

76      Επομένως, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να έχουν προβάλει, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, πριν από την έκδοση της αποφάσεως Siemens, σκέψη 42 ανωτέρω (EU:C:2014:256), ότι είχαν δικαίωμα σε μείωση του ποσού του προστίμου της Elementis, με την οποία είχαν καταδικασθεί αλληλεγγύως για την παράβαση που διέπραξε η σύμπραξη Akcros καθότι, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, είχαν αποτελέσει, από κοινού, μια επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

77      Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες θα είχαν μπορέσει, κατά τον χρόνο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να διασφαλίσουν καλύτερα την άμυνά τους, εάν τους είχε χορηγηθεί επαρκής προθεσμία για να προβάλουν την άποψή τους.

78      Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρόθεση της Επιτροπής ήταν να εφαρμόσει τις συνέπειες που είχε η απόφαση ArcelorMittal, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2011:190).

79      Επομένως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η αναστολή της παραγραφής, ως προς τις προσφεύγουσες, δεν ίσχυε erga omnes, αλλά μόνον inter partes, δηλαδή, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι η εν λόγω αναστολή δεν ίσχυε για την Elementis.

80      Αφενός, πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση ArcelorMittal, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2011:190), το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των επιπτώσεων, inter partes, της αναστολής της παραγραφής αναφορικά με διάφορες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι οποίες είχαν συμμετάσχει στην ίδια παράβαση (απόφαση ArcelorMittal, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2011:190, σκέψη 148).

81      Αφετέρου, εν προκειμένω, η Elementis και οι προσφεύγουσες συναποτέλεσαν, κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου παραβάσεως, μια και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, όπως κρίθηκε στη σκέψη 405 της αποφάσεως που εκδόθηκε την ημέρα εκείνη στην υπόθεση T‑47/10.

82      Επομένως, ανεξαρτήτως του ζητήματος κατά πόσον η Επιτροπή μπορούσε, ορθώς, να επεκτείνει τη λύση που προέκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση ArcelorMittal, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2011:190), η οποία αφορούσε διάφορες επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην ίδια παράβαση, σε μια περίπτωση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, η οποία αφορά διάφορες επιχειρήσεις που συνιστούσαν μια και μόνη επιχείρηση κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου παραβάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ιδίως ως προς αυτό το ζήτημα, οι προσφεύγουσες θα ήταν σε θέση, κατά τον χρόνο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να διασφαλίσουν καλύτερα την άμυνά τους εάν διέθεταν επαρκή προθεσμία για να προβάλουν την άποψή τους.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2011 για την τροποποίηση της αποφάσεως C(2009) 8682 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 —      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.