Language of document : ECLI:EU:T:2015:1002

Υπόθεση T‑486/11

Orange Polska S.A., πρώην Telekomunikacja Polska S.A.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Πολωνική αγορά τηλεπικοινωνιών – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ – Προϋποθέσεις επιβληθείσες από τον ιστορικό επιχειρηματικό φορέα εκμεταλλεύσεως προκειμένου να επιτρέψει την έναντι καταβολής αντιτίμου πρόσβαση νέων φορέων στο ευρυζωνικό δίκτυο και τις υπηρεσίες χονδρικής προσβάσεως – Έννομο συμφέρον για τη διαπίστωση παραβάσεως – Πρόστιμα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Αναλογικότητα – Πλήρης δικαιοδοσία – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 17ης Δεκεμβρίου 2015

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Έλεγχος νομιμότητας ως προς τα νομικά και τα πραγματικά ζητήματα – Αποτελέσματα – Εξουσία τροποποιήσεως του ύψους του προστίμου

(Άρθρα 102 ΣΛΕΕ, 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 και 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες της Επιτροπής – Διαπίστωση παραβάσεως που έχει τερματιστεί – Υποχρέωση της Επιτροπής να αποδείξει έννομο συμφέρον για τη διαπίστωση τέτοιας παραβάσεως

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Μνεία των κύριων πραγματικών και νομικών στοιχείων που μπορούν να προκαλέσουν την επιβολή προστίμου – Περιεχόμενο – Παράθεση των κρίσιμων παραγόντων που αφορούν τις επιβαρυντικές και τις ελαφρυντικές περιστάσεις – Επαρκής χαρακτήρας

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 27 § 1, και 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη – Περιεχόμενο – Έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας – Δεν επηρεάζει το περιεχόμενο της αρχής της δίκαιης δίκης

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Περιεχόμενο – Συνεκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και των κριτηρίων για την εκτίμησή της

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Μη δεσμευτική ή εξαντλητική απαρίθμηση των κριτηρίων – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως των συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά – Δεν υφίσταται – Συνεκτίμηση των κριτηρίων που δεν αναφέρονται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 1A, και 2006/C 210/02, σημείο 22)

8.      Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Άρνηση παροχής – Παράβαση χαρακτηρισθείσα ως πολύ σοβαρή – Κριτήρια εκτιμήσεως – Δεσπόζουσα θέση η οποία αποτελεί συνέπεια πρώην νόμιμου μονοπωλίου – Πολλαπλές, σοβαρές, συνεχιζόμενες και εσκεμμένες παραβάσεις εκτεινόμενες στο σύνολο της επικράτειας κράτους μέλους

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως κατόπιν παρεμβάσεως της Επιτροπής – Απαιτείται αιτιώδης συνάφεια

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 3, τρίτη περίπτωση, και 2006/C 210/02, σημείο 29, πρώτη περίπτωση)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις –Αποτελεσματική συνεργασία της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας, εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας – Εμπίπτει – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29, τέταρτη περίπτωση)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 66-68, 114, 115)

2.      Από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού αυτού, απορρέει ότι απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για τη διαπίστωση παραβάσεως διαπραχθείσας στο παρελθόν όταν, ταυτοχρόνως, η παράβαση αυτή έχει παύσει και η Επιτροπή δεν επιβάλλει πρόστιμο.

Συγκεκριμένα, υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της υποχρεώσεως της Επιτροπής να αποδείξει το έννομο συμφέρον για τη διαπίστωση παραβάσεως και, αφετέρου, της παραγραφής του δικαιώματός της να επιβάλλει πρόστιμα. Η παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα δεν επηρεάζει το σιωπηρώς προβλεπόμενο δικαίωμά της περί διαπιστώσεως της παραβάσεως. Πάντως, η άσκηση του σιωπηρού αυτού δικαιώματος εκδόσεως αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση μετά την πάροδο της προθεσμίας παραγραφής εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή αποδεικνύει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος να προβεί στη διαπίστωση αυτή.

Επομένως, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για τη διαπίστωση παραβάσεως διαπραχθείσας στο παρελθόν όταν τιμωρεί την παράβαση αυτή επιβάλλοντας πρόστιμο.

(βλ. σκέψεις 76-78)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 90-92)

4.      Η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία περιλαμβάνει τη συμπερίληψη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, δεν τροποποίησε επί της ουσίας το περιεχόμενο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπως απορρέει ιδίως από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καi των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως αναγνωρίσθηκε στο επίπεδο της Ένωσης ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Οι εκτιμήσεις αυτές δύναται να επεκταθούν στο δικαίωμα ακροάσεως και, γενικότερα, στα δικαιώματα άμυνας στο σύνολό τους, καθόσον τα εν λόγω δικαιώματα συμβάλλουν στη διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.

(βλ. σκέψη 95)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 109, 176)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 110-113)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 163)

8.      Κατά την εξέταση καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως κατά παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, όταν η ύπαρξη της δεσπόζουσας θέσεως αποτελεί συνέπεια πρώην νόμιμου μονοπωλίου, το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας του επιβληθέντος προστίμου για καταχρηστική συμπεριφορά επιχειρήσεως τηλεπικοινωνιών και, ειδικότερα, του αναλογικού χαρακτήρα του βασικού ποσού του προστίμου, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη,

–        πρώτον, το ότι η επιχείρηση αυτή κατέχει δεσπόζουσα θέση συνεπεία πρώην νομίμου μονοπωλίου,

–        δεύτερον, το ότι η παράβαση την οποία διέπραξε συνίσταται σε πολλαπλές, σοβαρές, συνεχιζόμενες και εσκεμμένες παραβιάσεις του ρυθμιστικού πλαισίου δυνάμει του οποίου η επιχείρηση αυτή έφερε την υποχρέωση, ως φορέας εκμεταλλεύσεως με σημαντική ισχύ στην αγορά, να χορηγήσει στους εναλλακτικούς φορείς εκμεταλλεύσεως αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό της βρόχο και στις συναφείς υπηρεσίες υπό διαφανείς, δίκαιους και ισότιμους όρους,

–        τρίτον, το ότι η επιχείρηση αυτή έχει επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της, τόσο από απόψεως ρυθμιστικού πλαισίου, καθώς είχε διωχθεί και καταδικασθεί με αποφάσεις της εθνικής ρυθμιστικής αρχής επιβεβαιωθείσες με οριστικές αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, όσο και από απόψεως του δικαίου του ανταγωνισμού, καθόσον σκοπός των πρακτικών της ήταν να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την είσοδο νέων φορέων στις οικείες αγορές προϊόντων, και,

–        τέταρτον, το ότι οι αγορές προϊόντων που επηρεάσθηκαν από τις καταχρηστικές πρακτικές της επιχειρήσεως αυτής, αγορές σημαντικών διαστάσεων, καθόσον εκτείνονται στο σύνολο της επικράτειας ενός από τα μεγαλύτερα κράτη μέλη της Ένωσης, είναι αγορές μεγάλης σημασίας, τόσο από οικονομικής όσο και από κοινωνικής απόψεως, καθότι η ευρυζωνική διαδικτυακή πρόσβαση αποτελεί βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας.

Τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή ώστε να θεωρηθεί ότι η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως που προσάπτεται στην εν λόγω επιχείρηση και έχει τη μορφή αρνήσεως παροχής υπηρεσίας, συνιστά σοβαρή παράβαση.

Στο πλαίσιο αυτό, καθόσον συντρέχουν, αφενός, το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση δεν είναι δυνατό να αγνοεί τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της, αφετέρου, τον εσκεμμένο χαρακτήρα της συμπεριφοράς αυτής και, τέλος, το γεγονός ότι ο ιστορικός φορέας εκμεταλλεύσεως κατέχει οιονεί μονοπωλιακή θέση στην αγορά χονδρικής ευρυζωνικής προσβάσεως και ιδιαίτερα ισχυρή δεσπόζουσα θέση στις αγορές λιανικής, ορθώς η Επιτροπή χαρακτηρίζει την παράβαση αυτή ως κατάφωρη κατάχρηση ιδιαίτερης σοβαρότητας. Λαμβανομένης υπόψη αυτής της ιδιαίτερης σοβαρότητας, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας καθορίζοντας σε 10 % το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων το οποίο λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, σύμφωνα με τις παραγράφους 19 έως 22 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 177-183, 185, 186)

9.      Όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού προστίμου επιβαλλόμενου για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού, η παύση της παραβάσεως ταυτόχρονα με τις πρώτες παρεμβάσεις της Επιτροπής δεν μπορεί λογικά να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, παρά μόνον αν υπάρχουν λόγοι να υποτεθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να σταματήσουν τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους από τις εν λόγω παρεμβάσεις. Ως εκ τούτου, προκειμένου η παύση της παραβάσεως να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παρεμβάσεων της Επιτροπής και της παύσεως της οικείας παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 213)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 219-221, 224)