Language of document : ECLI:EU:C:2024:295

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Σύμβαση του Μόντρεαλ – Άρθρο 19 – Αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν λόγω καθυστέρησης της μεταφοράς των αποσκευών – Εκχώρηση σε εμπορική εταιρία της απαίτησης του επιβάτη έναντι του αερομεταφορέα – Συμβατική ρήτρα που δεν επιτρέπει τέτοια εκχώρηση – Οδηγία 93/13/ΕΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1 – Αυτεπάγγελτος έλεγχος του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας που απαγορεύει την εκχώρηση των δικαιωμάτων των επιβατών – Τρόπος άσκησης του ελέγχου αυτού στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας στην οποία έχουν εκχωρηθεί οι απαιτήσεις και του αερομεταφορέα – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως»

Στην υπόθεση C‑173/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil n.o 1 de Palma de Mallorca (δικαστήριο εμπορικών διαφορών αριθ. 1 της Πάλμα ντε Μαγιόρκα, Ισπανία), με απόφαση της 10ης Μαρτίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Μαρτίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

Eventmedia Soluciones SL

κατά

Air Europa Líneas Aéreas SAU,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Eventmedia Soluciones SL, εκπροσωπούμενη από την A.‑M. Martínez Cuadros, abogada,

–        η Air Europa Líneas Aéreas SAU, εκπροσωπούμενη από τον N. de Dorremochea Guiot, procurador, και τον E. Olea Ballesteros, abogado,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Ballesteros Panizo,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. L. Buendía Sierra και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Eventmedia Soluciones SL (στο εξής: Eventmedia), εκδοχέα της απαίτησης επιβάτη προγραμματισμένης αεροπορικής μεταφοράς, και της Air Europa Líneas Aéreas SAU (στο εξής: Air Europa), με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω καθυστέρησης της μεταφοράς των αποσκευών του εν λόγω επιβάτη σε πτήση της Air Europa.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το άρθρο 19 της Σύμβασης για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνήφθη στο Μόντρεαλ στις 28 Μαΐου 1999, υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999 και εγκρίθηκε εξ ονόματός της με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2001 (ΕΕ 2001, L 194, σ. 38, στο εξής: Σύμβαση του Μόντρεαλ), φέρει τον τίτλο «Καθυστέρηση» και ορίζει τα εξής:

«Ο μεταφορέας ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται εξ αιτίας της καθυστέρησης της αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, αποσκευών ή φορτίου. Ωστόσο, ο μεταφορέας δεν ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται λόγω καθυστέρησης εάν αποδείξει ότι αυτός, οι υπάλληλοι και οι πράκτορές του έλαβαν όλα τα μέτρα τα οποία μπορούν να επιβάλλονται ευλόγως για να αποφευχθεί η ζημία ή ότι ήταν αδύνατον σε αυτόν ή τους υπαλλήλους ή τους πράκτορές του να λάβουν τα εν λόγω μέτρα.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

4        Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 αναφέρει ότι «οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

5        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, η οδηγία αυτή έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή.

6        Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«“καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες».

7        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»

8        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

9        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Επιβάτης αεροπορικής μεταφοράς του οποίου οι αποσκευές καθυστέρησαν να παραδοθούν κατόπιν πτήσης από τη Μαδρίτη (Ισπανία) προς το Cancún (Μεξικό), εκχώρησε την απαίτησή του για αποζημίωση έναντι της αεροπορικής εταιρίας Air Europa στην Eventmedia, εμπορική εταιρία.

11      Στη συνέχεια, η Eventmedia ενήγαγε την Air Europa ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil n.o 1 de Palma de Mallorca (δικαστηρίου εμπορικών διαφορών αριθ. 1 της Πάλμα ντε Μαγιόρκα, Ισπανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας την επιδίκαση ποσού 766 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την καθυστέρηση αυτή, βάσει του άρθρου 19 της Σύμβασης του Μόντρεαλ.

12      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Air Europa αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση της Eventmedia. Κατά την άποψή της, η εκχώρηση απαίτησης δεν ήταν νομικώς έγκυρη, καθότι παραβίαζε την απαγόρευση εκχώρησης των δικαιωμάτων του επιβάτη την οποία προβλέπει η ρήτρα 15.1 των γενικών όρων μεταφοράς της Air Europa (στο εξής: επίμαχη ρήτρα). Κατά τη ρήτρα αυτή, «[η] ευθύνη της Air Europa και κάθε μεταφορέα, κατά την έννοια του άρθρου 1, καθορίζεται από τους όρους μεταφοράς του μεταφορέα που εκδίδει το εισιτήριο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Τα δικαιώματα του επιβάτη είναι προσωποπαγή και δεν επιτρέπεται η εκχώρησή τους».

13      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ευθύνη του αερομεταφορέα, την οποία προβλέπει το άρθρο 19 της Σύμβασης του Μόντρεαλ για τις περιπτώσεις καθυστέρησης κατά τη μεταφορά αποσκευών, θεμελιώνει συμβατική αξίωση προς αποζημίωση. Κατά συνέπεια, η εκχώρηση της απαίτησης προς αποζημίωση λόγω τέτοιας καθυστέρησης εμπίπτει στην απαγόρευση εκχώρησης την οποία προβλέπει η επίμαχη ρήτρα.

14      Υπενθυμίζοντας τη νομολογία του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι διαθέτει επαρκή πραγματικά και νομικά στοιχεία προκειμένου να ελέγξει το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής και να την κηρύξει καταχρηστική, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, κατόπιν κατ’ αντιμωλία συζητήσεως. Διερωτάται, ωστόσο, αν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα της. Ο λόγος είναι, αφενός, ότι η εκκρεμής ενώπιόν του διαδικασία δεν κινήθηκε από έναν εκ των συμβαλλομένων μερών της σύμβασης μεταφοράς στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά από τον εκδοχέα της απαίτησης του επιβάτη προς αποζημίωση, δηλαδή από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του καταναλωτή. Αφετέρου, δεδομένου ότι ο καταναλωτής δεν μετέχει στη διαδικασία αυτή, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η βούλησή του να επικαλεστεί, αφού ενημερώθηκε σχετικά από το αιτούν δικαστήριο, τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας.

15      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Mercantil n.o 1 de Palma de Mallorca (δικαστήριο εμπορικών διαφορών αριθ. 1 της Πάλμα ντε Μαγιόρκα) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας 93/13] την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής με την οποία ασκείται το δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω καθυστερήσεως στη μεταφορά αποσκευών βάσει του άρθρου 19 της Συμβάσεως του Μόντρεαλ οφείλει να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιληφθείσας στη σύμβαση μεταφοράς βάσει της οποίας ο επιβάτης δεν δικαιούται να εκχωρεί τις απαιτήσεις του, όταν η αγωγή ασκείται από τον εκδοχέα, ο οποίος, εν αντιθέσει προς τον εκχωρητή, δεν έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ή του χρήστη;

2.      Εάν ο ως άνω έλεγχος πρέπει να διενεργείται αυτεπαγγέλτως, παύει να ισχύει η υποχρέωση ενημερώσεως του καταναλωτή και η υποχρέωση διαπιστώσεως του αν ο καταναλωτής επικαλείται τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας ή του αν συγκατατίθεται σε αυτήν, λαμβανομένης υπόψη της βουλήσεώς του την οποία εκδήλωσε εκχωρώντας την απαίτησή του, κατά παράβαση της ενδεχομένως καταχρηστικής ρήτρας η οποία δεν επέτρεπε την εν λόγω εκχώρηση;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

16      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση μεταφοράς συναφθείσα μεταξύ επιβάτη και αερομεταφορέα και απαγορεύει την εκχώρηση των δικαιωμάτων του επιβάτη έναντι του αερομεταφορέα, όταν επιλαμβάνεται αγωγής αποζημίωσης ασκηθείσας κατά του αερομεταφορέα από εμπορική εταιρία στην οποία έχει εκχωρηθεί η απαίτηση του επιβάτη προς αποζημίωση.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13

17      Όσον αφορά την περίπτωση εκχώρησης απαιτήσεων επιβάτη αεροπορικής μεταφοράς σε εταιρία είσπραξης οφειλών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αποκλειστικώς επαγγελματίες δεν εμποδίζει την εφαρμογή της οδηγίας 93/13, στο μέτρο που το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής δεν εξαρτάται από την ταυτότητα των διαδίκων της οικείας διαφοράς, αλλά από την ιδιότητα των συμβαλλομένων μερών (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, DelayFix, C‑519/19, EU:C:2020:933, σκέψεις 53 και 54).

18      Πράγματι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις ρήτρες οι οποίες περιλαμβάνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, DelayFix, C‑519/19, EU:C:2020:933, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19      Εν προκειμένω, η σύμβαση μεταφοράς από την οποία απορρέει η απαίτηση της Eventmedia και η οποία περιέχει την επίμαχη ρήτρα συνήφθη μεταξύ ενός επαγγελματία, ήτοι της Air Europa, και ενός επιβάτη. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο επιβάτης αυτός αγόρασε το αεροπορικό του εισιτήριο στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, και, ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου του σχετικού ζητήματος από το αιτούν δικαστήριο, ο ίδιος φαίνεται να συνήψε τη σύμβαση με την ιδιότητα του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13.

20      Επομένως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που προεκτέθηκε στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως, η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13.

21      Η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 63 της αποφάσεως της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C‑32/14, EU:C:2015:637), και στη σκέψη 29 της αποφάσεως της 11ης Μαρτίου 2020, Lintner (C‑511/17, EU:C:2020:188), των οποίων γίνεται, κατ’ ουσίαν, επίκληση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δεν είναι ικανή να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό.

22      Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο είχε κρίνει, με τις προαναφερθείσες σκέψεις των αποφάσεων εκείνων, ότι, για να μπορεί να παρασχεθεί η επιδιωκόμενη από την οδηγία 93/13 προστασία του καταναλωτή, είναι αναγκαίο να έχει κινηθεί ένδικη διαδικασία από έναν εκ των συμβαλλομένων. Εντούτοις, η εν λόγω διαπίστωση πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι ως άνω αποφάσεις, όπου επρόκειτο πράγματι για διαφορές μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία που είχαν συνάψει σύμβαση.

23      Πιο συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C‑32/14, EU:C:2015:637), το Δικαστήριο κλήθηκε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινίσει αν το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει σε συμβολαιογράφο που κατήρτισε νομοτύπως δημόσιο έγγραφο σχετικό με σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή να προβεί στην περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στο έγγραφο ή να αρνηθεί να την άρει, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει, ούτε στο ένα ούτε στο άλλο στάδιο, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης. Εξετάζοντας το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο διέκρινε, κατ’ ουσίαν, μεταξύ μιας τέτοιας συμβολαιογραφικής διαδικασίας και της ένδικης διαδικασίας, υπογραμμίζοντας ότι μόνον στο πλαίσιο της δεύτερης το σύστημα προστασίας το οποίο επιδιώκει η οδηγία 93/13 απαιτεί από τον εθνικό δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary, C‑32/14, EU:C:2015:637, σκέψεις 33, 41 έως 47 και 59). Ωστόσο, πρέπει προηγουμένως να έχει κινηθεί διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Σε αυτήν ακριβώς την κατευθυντήρια αρχή της δίκης, σύμφωνα με την οποία την πρωτοβουλία της δίκης έχουν μόνον οι διάδικοι, αναφέρεται η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 63 της ως άνω αποφάσεως.

24      Η δε σκέψη 29 της αποφάσεως της 11ης Μαρτίου 2020, Lintner (C‑511/17, EU:C:2020:188), εντάσσεται στο πλαίσιο συλλογιστικής που αφορά τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς και την αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της. Συνεπώς, από το σύνολο των σκέψεων 26 έως 34 της προαναφερθείσας αποφάσεως προκύπτει ότι πρόθεση του Δικαστηρίου δεν ήταν να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 ώστε να καλύπτει μόνον ένδικες διαφορές με διαδίκους τον καταναλωτή και τον επαγγελματία, αλλά μάλλον να εμμείνει στο γεγονός ότι η επιδιωκόμενη με την οδηγία 93/13 προστασία του καταναλωτή προϋποθέτει την κίνηση ένδικης διαδικασίας και ότι η θετική παρέμβαση του εθνικού δικαστηρίου δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του αντικειμένου ενώπιόν του διαφοράς.

25      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν θέλησε, με τις δύο αποφάσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 23 και 24 της παρούσας αποφάσεως, να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 μόνο στις ένδικες διαφορές μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία που έχουν συνάψει σύμβαση.

26      Υπό το πρίσμα των προκαταρκτικών αυτών παρατηρήσεων, πρέπει να κριθεί αν, όταν διάδικοι της ένδικης διαφοράς δεν είναι ο καταναλωτής και ο επαγγελματίας, αλλά δύο επαγγελματίες εκ των οποίων ο ένας είναι εμπορική εταιρία-εκδοχέας των δικαιωμάτων του καταναλωτή, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης.

 Επί της αυτεπάγγελτης εξέτασης του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας

27      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και ως προς το επίπεδο πληροφόρησης (αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 25, καθώς και της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 51).

28      Ακριβώς λόγω της ασθενέστερης θέσης στην οποία βρίσκονται οι καταναλωτές, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι αυτοί δεν δεσμεύονται από τις καταχρηστικές ρήτρες. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία έχει ως σκοπό να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro, C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 36, καθώς και της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 52).

29      Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να επανορθώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία έλλειψη ισορροπίας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Επιπλέον, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική της σκέψη, να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές (αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 68, και της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 54).

31      Μολονότι το Δικαστήριο έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο οριοθετήσει, επανειλημμένως και λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τον τρόπο με τον οποίο ο εθνικός δικαστής οφείλει να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που οι καταναλωτές αντλούν από την οδηγία αυτή, εντούτοις το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει καταρχήν τις διαδικασίες εξέτασης του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας. Ως εκ τούτου, οι διαδικασίες αυτές εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υποκείμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψεις 45 και 46, και της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 55).

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί αν οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας, σε συνδυασμό με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, επιβάλλουν στον εθνικό δικαστή ενώπιον του οποίου ασκείται αγωγή από εμπορική εταιρία που είναι εκδοχέας της απαίτησης αποζημίωσης την οποία είχε καταναλωτής έναντι του επαγγελματία που ήταν αντισυμβαλλόμενός του, να ελέγχει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιεχόμενης στη σύμβαση την οποία συνήψαν ο καταναλωτής και ο επαγγελματίας.

33      Πρώτον, όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εξακριβώσει, υπό το φως των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται στο εσωτερικό δίκαιο, αν τηρείται η αρχή αυτή λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου, της αιτίας και των βασικών στοιχείων των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να θεωρείται ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, κανόνες δημοσίας τάξεως (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 52, και της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 24).

35      Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, όταν, βάσει του εσωτερικού δικαίου, ο εθνικός δικαστής έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως αν μια συμβατική ρήτρα αντιβαίνει στους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως, πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως αν μια τέτοια ρήτρα αντιβαίνει στο άρθρο 6 της οδηγίας 93/13, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει καμία πληροφορία ως προς το αν το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 19 της Σύμβασης του Μόντρεαλ μπορεί, ή και οφείλει, δυνάμει του ισπανικού δικαίου, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν μια ρήτρα, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, αντιβαίνει τυχόν στους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως. Σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει το ζήτημα αυτό προκειμένου να κρίνει αν μπορεί, ή και οφείλει, δυνάμει της αρχής της ισοδυναμίας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας.

37      Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη της θέσης που έχει η διάταξη αυτή μες στην όλη διαδικασία, του τρόπου με τον οποίο διεξάγεται η διαδικασία και των ιδιαιτεροτήτων της καθώς και, ενδεχομένως, των αρχών που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας (αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck, C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 14, και της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 60).

38      Όσον αφορά αγωγή αποζημίωσης ασκηθείσα από εμπορική εταιρία στην οποία έχει εκχωρηθεί η απαίτηση καταναλωτή έναντι του επαγγελματία αντισυμβαλλομένου του, διαπιστώνεται ότι αγωγή μεταξύ δύο επαγγελματιών δεν χαρακτηρίζεται από την ανισότητα που υπάρχει στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του καταναλωτή και του αντισυμβαλλομένου επαγγελματία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León, C‑413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 50).

39      Επομένως, σε αντίθεση με την περίπτωση την οποία αφορά η νομολογία που προεκτέθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του συστήματος προστασίας του καταναλωτή το οποίο επιδιώκει η οδηγία 93/13, ο εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ δύο επαγγελματιών, όπως είναι η εταιρία στην οποία έχουν εκχωρηθεί τα δικαιώματα καταναλωτή και ο επαγγελματίας αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται στη συναφθείσα από τον καταναλωτή σύμβαση.

40      Ούτε επιβάλλει η αρχή της αποτελεσματικότητας για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως στον εθνικό δικαστή να προβεί αυτεπαγγέλτως στην ως άνω εξέταση, σε περίπτωση που, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, η εμπορική εταιρία στην οποία εκχωρήθηκε η απαίτηση του καταναλωτή έχει ή είχε πράγματι τη δυνατότητα να επικαλεστεί, ενώπιον του εθνικού δικαστή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση την οποία υπέγραψε ο καταναλωτής.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:

–        το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση μεταφοράς συναφθείσα μεταξύ επιβάτη και αερομεταφορέα και απαγορεύει την εκχώρηση των δικαιωμάτων του επιβάτη έναντι του αερομεταφορέα, όταν επιλαμβάνεται αγωγής αποζημίωσης ασκηθείσας κατά του αερομεταφορέα από εμπορική εταιρία στην οποία έχει εκχωρηθεί η απαίτηση του επιβάτη προς αποζημίωση, εφόσον η εταιρία αυτή έχει ή είχε πράγματι τη δυνατότητα να επικαλεστεί, ενώπιον του εθνικού δικαστή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας·

–        η αρχή της ισοδυναμίας έχει την έννοια ότι όταν, δυνάμει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, ο εθνικός δικαστής έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως αν μια συμβατική ρήτρα αντιβαίνει στους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως, πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως αν μια τέτοια ρήτρα αντιβαίνει στο άρθρο 6 της οδηγίας 93/13, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

42      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής, όταν διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση μεταφοράς συναφθείσα μεταξύ επιβάτη και αερομεταφορέα στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης ασκηθείσας κατά του μεταφορέα από εμπορική εταιρία στην οποία εκχωρήθηκε η απαίτηση αποζημίωσης του επιβάτη έναντι του αερομεταφορέα, υποχρεούται να ενημερώνει σχετικώς τον επιβάτη και να τον ρωτά αν προτίθεται να επικαλεστεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής ή αν συγκατατίθεται στην εφαρμογή της.

43      Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι η απάντηση στο παρόν προδικαστικό ερώτημα είναι κρίσιμη για την περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, αφού εκτιμήσει την αρχή της ισοδυναμίας υπό το πρίσμα των σκέψεων 33 έως 36 της παρούσας αποφάσεως ή την αρχή της αποτελεσματικότητας υπό το πρίσμα των σκέψεων 37 και 40 της παρούσας αποφάσεως, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μπορεί, ή και οφείλει, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας.

44      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως εμπεριέχει, κατά κανόνα, το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση των νομικών ζητημάτων τα οποία ο δικαστής έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψη και προτίθεται να χρησιμοποιήσει ως βάση προς θεμελίωση της αποφάσεώς του, καθώς και να τα συζητούν. Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, προς τήρηση των επιταγών που συνδέονται με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, πρέπει συγκεκριμένα οι διάδικοι να γνωρίζουν και να μπορούν να συζητούν κατ’ αντιμωλία τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία τα οποία έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της δίκης (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψεις 55 και 56, και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank, C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 30).

45      Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία ο εθνικός δικαστής, αφού έχει καταλήξει, βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που διαθέτει ή που του γνωστοποιήθηκαν κατόπιν διεξαγωγής αποδείξεων την οποία διέταξε αυτεπαγγέλτως για αυτόν τον σκοπό, στο συμπέρασμα ότι μια ρήτρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, διαπιστώσει κατόπιν, κατά το πέρας εκτιμήσεως στην οποία προέβη αυτεπαγγέλτως, ότι η ρήτρα αυτή έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, τότε οφείλει, κατά κανόνα, να ενημερώσει σχετικά τους διαδίκους και να τους καλέσει να συζητήσουν επ’ αυτής κατ’ αντιμωλία σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπει σχετικά το εθνικό δικονομικό δίκαιο (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank, C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 31).

46      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο εθνικός δικαστής, εφόσον διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως ότι ρήτρα που περιλαμβάνεται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία είναι καταχρηστική, οφείλει, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του εν λόγω επαγγελματία και της εμπορικής εταιρίας στην οποία έχουν εκχωρηθεί τα δικαιώματα του καταναλωτή, να ενημερώσει σχετικά τους δύο διαδίκους της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, ήτοι την εμπορική εταιρία που είναι ο εκδοχέας και τον επαγγελματία αντισυμβαλλόμενο του καταναλωτή. Πρέπει, δηλαδή, να τους παράσχει τη δυνατότητα να προβάλουν, έκαστος, τα επιχειρήματά τους στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως.

47      Αυτή η δυνατότητα η οποία παρέχεται στην εμπορική εταιρία που είναι εκδοχέας των δικαιωμάτων του καταναλωτή να εκφέρει την άποψή της επί του ζητήματος ανταποκρίνεται επίσης στην υποχρέωση την οποία υπέχει ο εθνικός δικαστής να λάβει ενδεχομένως υπόψη τη βούληση που εκφράζει η εταιρία όταν, όντας ενήμερη για τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα μιας καταχρηστικής ρήτρας, δηλώνει εντούτοις ότι αντιτίθεται στο να μείνει η επίμαχη ρήτρα ανεφάρμοστη, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την εφαρμογή της (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank, C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 35).

48      Όταν, όπως συμβαίνει στη διαφορά της κύριας δίκης, η εμπορική εταιρία στην οποία έχουν εκχωρηθεί τα δικαιώματα του καταναλωτή προσφεύγει ενώπιον του εθνικού δικαστή παρά την ύπαρξη ρήτρας που περιλαμβάνεται, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, στη σύμβαση μεταξύ του καταναλωτή και ενός επαγγελματία και απαγορεύει στον καταναλωτή να εκχωρεί τα δικαιώματά του, ευλόγως τεκμαίρεται ότι η ως άνω εμπορική εταιρία δεν αντιτάσσεται στη μη εφαρμογή της ρήτρας αυτής από τον δικαστή μετά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της.

49      Αντιθέτως, δεδομένου ότι ο καταναλωτής, ο οποίος εκχώρησε την απαίτησή του για αποζημίωση έναντι του επαγγελματία, δεν είναι διάδικος της διαφοράς μεταξύ του επαγγελματία και του εκδοχέα της απαίτησης, ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται ούτε να τον ενημερώσει για την εν λόγω αυτεπάγγελτη εξέταση ούτε να τον καλέσει να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του ζητήματος.

50      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής, εφόσον διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση μεταφοράς συναφθείσα μεταξύ επιβάτη και αερομεταφορέα, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης ασκηθείσας κατά του αερομεταφορέα από εμπορική εταιρία στην οποία εκχωρήθηκε η απαίτηση του επιβάτη έναντι του αερομεταφορέα προς αποζημίωση, δεν υποχρεούται ούτε να ενημερώσει σχετικά τον επιβάτη ούτε να τον ρωτήσει αν προτίθεται να επικαλεστεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής ή αν συγκατατίθεται στην εφαρμογή της. Αντιθέτως, ο εθνικός δικαστής οφείλει να ενημερώσει σχετικά τους διαδίκους της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να προβάλουν, έκαστος, τα επιχειρήματά τους στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως, και να βεβαιωθεί ότι η εκδοχέας εμπορική εταιρία επιθυμεί να κηρυχθεί η επίμαχη ρήτρα ανεφάρμοστη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας,

έχουν την έννοια ότι:

ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση μεταφοράς συναφθείσα μεταξύ επιβάτη και αερομεταφορέα και απαγορεύει την εκχώρηση των δικαιωμάτων του επιβάτη έναντι του αερομεταφορέα, όταν επιλαμβάνεται αγωγής αποζημίωσης ασκηθείσας κατά του αερομεταφορέα από εμπορική εταιρία στην οποία έχει εκχωρηθεί η απαίτηση του επιβάτη προς αποζημίωση, εφόσον η εταιρία αυτή έχει ή είχε πράγματι τη δυνατότητα να επικαλεστεί, ενώπιον του εθνικού δικαστή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας.

Η αρχή της ισοδυναμίας έχει την έννοια ότι:

όταν, δυνάμει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, ο εθνικός δικαστής έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως αν μια συμβατική ρήτρα αντιβαίνει στους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως, πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως αν μια τέτοια ρήτρα αντιβαίνει στο άρθρο 6 της οδηγίας 93/13, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.

2)      Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως έχει την έννοια ότι:

ο εθνικός δικαστής, εφόσον διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση μεταφοράς συναφθείσα μεταξύ επιβάτη και αερομεταφορέα, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης ασκηθείσας κατά του αερομεταφορέα από εμπορική εταιρία στην οποία εκχωρήθηκε η απαίτηση του επιβάτη έναντι του αερομεταφορέα προς αποζημίωση, δεν υποχρεούται ούτε να ενημερώσει σχετικά τον επιβάτη ούτε να τον ρωτήσει αν προτίθεται να επικαλεστεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής ή αν συγκατατίθεται στην εφαρμογή της. Αντιθέτως, ο εθνικός δικαστής οφείλει να ενημερώσει σχετικά τους διαδίκους της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να προβάλουν, έκαστος, τα επιχειρήματά τους στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως, και να βεβαιωθεί ότι η εκδοχέας εμπορική εταιρία επιθυμεί να κηρυχθεί η επίμαχη ρήτρα ανεφάρμοστη.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.