Language of document : ECLI:EU:F:2013:175

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 7ης Νοεμβρίου 2013

Υπόθεση F‑132/11

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 6, του Κανονισμού Διαδικασίας – Δικόγραφο προσφυγής το οποίο κατατέθηκε εμπροθέσμως διά τηλεομοιοτυπίας – Χειρόγραφη υπογραφή του δικηγόρου που διαφέρει από εκείνη επί του πρωτοτύπου του ταχυδρομικώς αποσταλέντος δικογράφου της προσφυγής – Εκπρόθεσμο της προσφυγής – Προδήλως απαράδεκτο – Δεν υφίσταται»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο L. Marcuccio ζητεί, ιδίως, την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την από 25 Απριλίου 2011 ένστασή του κατά της απορρίψεως της από 25 Σεπτεμβρίου 2010 αιτήσεώς του. Της ταχυδρομικής καταθέσεως του πρωτοτύπου της προσφυγής προηγήθηκε η αποστολή με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, στις 5 Δεκεμβρίου 2011, ενός εγγράφου το οποίο παρουσιάστηκε ως αντίγραφο του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής που είχε κατατεθεί μέσω ταχυδρομείου.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο L. Marcuccio φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Χειρόγραφη υπογραφή δικηγόρου – Ουσιαστικός κανόνας αυστηρής εφαρμογής – Απουσία – Απαράδεκτο

(Κανονισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 19, εδ. 3, και 21, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 §1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 34 § 1)

2.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσφυγή που κατατέθηκε εμπροθέσμως με τηλεομοιοτυπία – Χειρόγραφη υπογραφή του δικηγόρου που διαφέρει από εκείνη επί του πρωτοτύπου του ταχυδρομικώς αποσταλέντος δικογράφου της προσφυγής – Συνέπεια – Δεν λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία λήψεως της τηλεομοιοτυπίας για να κριθεί αν τηρήθηκε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 34· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 3)

3.      Πράξεις των οργάνων – Τεκμήριο νομιμότητας – Ανυπόστατη πράξη – Έννοια

(Άρθρο 288 ΣΛΕΕ)

1.      Από το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, και από το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε διάδικος πρέπει να εκπροσωπείται από πρόσωπο που νομιμοποιείται προς τούτο και, επομένως, ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης μπορεί να υποβάλλεται νομοτύπως μόνο δικόγραφο που υπογράφεται από τέτοιο πρόσωπο. Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Δεν προβλέπεται καμία απόκλιση ή εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή ούτε στον Οργανισμό του Δικαστηρίου ούτε στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Η απαίτηση χειρόγραφης υπογραφής του εκπροσώπου του διαδίκου εγγυάται, προς τον σκοπό της ασφάλειας δικαίου, την αυθεντικότητα του δικογράφου της προσφυγής και αποκλείει τον κίνδυνο το δικόγραφο αυτό να μην έχει συνταχθεί από τον δικηγόρο ή τον σύμβουλο που νομιμοποιείται προς τούτο. Ως εκ τούτου, ο τελευταίος, ως αρωγός της δικαιοσύνης, επιτελεί τον ουσιώδη ρόλο που του απονέμει ο Οργανισμός του Δικαστηρίου και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, καθιστώντας δυνατή, με την άσκηση του λειτουργήματός του, την πρόσβαση του διαδίκου στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Επομένως, η απαίτηση αυτή πρέπει να θεωρείται ουσιώδης τύπος και να εφαρμόζεται αυστηρά, η δε παραβίασή της πρέπει να επισύρει το απαράδεκτο της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 19 και 20)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Δεκεμβρίου 1996, C‑174/96 P, Lopes κατά Δικαστηρίου, σκέψη 8 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 23 Μαΐου 2007, T‑223/06 P, Κοινοβούλιο κατά Eistrup, σκέψεις 50 έως 52

2.      Στο πλαίσιο των υπαλληλικών διαφορών της Ένωσης, για την κατάθεση του πρωτοτύπου των διαδικαστικών εγγράφων εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, το άρθρο 34 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν επιτρέπει στον εκπρόσωπο του διαδίκου να θέσει δύο διαφορετικές χειρόγραφες υπογραφές, έστω και γνήσιες, την πρώτη επί του εγγράφου που διαβιβάζεται με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και τη δεύτερη επί του πρωτοτύπου που θα κατατεθεί ταχυδρομικώς ή ιδιοχείρως στην εν λόγω Γραμματεία.

Ως εκ τούτου, αν διαπιστωθεί ότι η υπογραφή την οποία φέρει το πρωτότυπο του διαδικαστικού εγγράφου το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία εντός της δεκαήμερης προθεσμίας μετά τη διαβίβασή του με τηλεομοιοτυπία στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν ταυτίζεται με την υπογραφή επί του εγγράφου που διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δύο διαφορετικά έγγραφα, καθένα εκ των οποίων φέρει τη δική του υπογραφή, έστω και αν η υπογραφή τέθηκε από το ίδιο πρόσωπο. Αφ’ ης στιγμής η διαβίβαση του κειμένου που εστάλη με τηλεομοιοτυπία δεν πληροί τις απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου που επιβάλλει το άρθρο 34 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου που διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για να κριθεί αν τηρήθηκε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής.

Εξάλλου, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής καθορίζεται στο άρθρο 91, παράγραφος 3, του Οργανισμού, από το οποίο δεν μπορεί να αποκλίνει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Κατά συνέπεια, το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να έχει συνταχθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Από αυτή την άποψη, η αποστολή με τηλεομοιοτυπία δεν αποτελεί απλώς τρόπο διαβιβάσεως, αλλά καθιστά επίσης δυνατό να αποδειχθεί ότι το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης μετά το πέρας της προθεσμίας είχε συνταχθεί εντός της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 22 έως 24)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Σεπτεμβρίου 2011, C-426/10 P, Bell & Ross BV κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 37 έως 43

ΔΔΔΕΕ: 21 Φεβρουαρίου 2013, F‑113/11, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 22

3.      Προκειμένου να θεωρηθεί παραδεκτό ένα αίτημα υπαλλήλου τόσο σοβαρό όσο το αίτημα να κηρυχθεί ανυπόστατη μια διοικητική πράξη, το εν λόγω αίτημα πρέπει να περιλαμβάνει πραγματικό ή νομικό ισχυρισμό ικανό να στηρίξει, εκ πρώτης όψεως, είτε κάποιο άκρως σοβαρό περιστατικό είτε κάποια παρατυπία τόσο κατάφωρη ώστε να μην μπορεί να γίνει ανεκτή από την έννομη τάξη της Ένωσης.

Όταν πρέπει να κριθεί το ανυπόστατο διοικητικής πράξεως, ήτοι η σοβαρότερη μορφή παρατυπίας στην έννομη τάξη της Ένωσης, τυχόν καταγγελλόμενες από τον υπάλληλο παρατυπίες όπως η αοριστία και η ασάφεια διοικητικής πράξεως δεν μπορούν να θεωρηθούν ακραίες περιπτώσεις παρατυπίας.

(βλ. σκέψεις 32, 34 και 35)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 5 Οκτωβρίου 2009, T‑40/07 P και T‑62/07 P, de Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής, σκέψεις 150 έως 152

ΓΔΕΕ: 24 Νοεμβρίου 2010, T‑9/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 και επ.