Language of document : ECLI:EU:T:2022:854

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Κοινωνική πολιτική – Επιχορηγήσεις για δράσεις που αποσκοπούν στην προώθηση πρωτοβουλιών στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης – Πρόσκληση προς υποβολή προτάσεων VP/2020/008 – Αποκλεισμός των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα – Άρθρο 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1046»

Στην υπόθεση T‑330/21,

EWC Academy GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από την H. Däubler-Gmelin, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Pethke και B.‑R. Killmann,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τις M. J. Costeira, πρόεδρο, T. Perišin και P. Zilgalvis (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη τον ορισμό άλλου δικαστή προς συμπλήρωση του τμήματος κατόπιν κωλύματος ενός από τα μέλη του,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, EWC Academy GmbH, ζητεί την ακύρωση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 2021, με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση επιχορήγησης που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα, ως συντονίστρια κοινοπραξίας, στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων VP/2020/008, σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων στην εταιρική διακυβέρνηση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

 Πρόσκληση υποβολής προτάσεων

2        Στις 2 Ιουνίου 2020 δημοσιεύθηκε η πρόσκληση υποβολής προτάσεων VP/2020/008 (information, consultation and participation of representatives of undertakings) (ενημέρωση, διαβούλευση και συμμετοχή των εκπροσώπων των επιχειρήσεων, στο εξής: πρόσκληση υποβολής προτάσεων), σχετικά με την παροχή επιχορηγήσεων για δράσεις που αποσκοπούν στην προώθηση των πρωτοβουλιών στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης.

3        Η δημοσίευση της εν λόγω πρόσκλησης εντασσόταν στο πλαίσιο της απόφασης C(2019) 6522 final της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2019, σχετικά με την έγκριση του ετήσιου προγράμματος εργασίας του 2020 για τις επιχορηγήσεις και συμβάσεις σχετικά με τα προνόμια και τις ειδικές αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και κοινωνικής ένταξης, η οποία επέχει θέση απόφασης χρηματοδότησης.

4        Κατά το σημείο 2.1 της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, οι διαθέσιμες πιστώσεις προορίζονται, κατ’ ουσίαν, για τη χρηματοδότηση μέτρων που θα παράσχουν στους κοινωνικούς εταίρους και φορείς τη δυνατότητα να εξοικειωθούν με το δίκαιο και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων σε επιχείρηση και να εργαστούν με σκοπό τη διαμόρφωση και την υλοποίηση συγκεκριμένων απαντήσεων στις προκλήσεις που θέτει η συμμετοχή αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, οι προτεραιότητες που καθορίστηκαν για το οικονομικό έτος 2020 αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την προώθηση της διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, την ανταλλαγή και διάδοση γνώσεων και βέλτιστων πρακτικών, καθώς και την ανάπτυξη δράσεων με σκοπό την υποστήριξη μηχανισμών και διασυνοριακών οργάνων ενημέρωσης, διαβούλευσης και συμμετοχής, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων.

5        Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσκληση υποβολής προτάσεων διευκρινίζει, στο σημείο 6.1, στοιχείο βʹ, ότι οι επιλέξιμοι για συμμετοχή στην εν λόγω πρόσκληση αιτούντες, επικεφαλής αιτούντες και συναιτούντες πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, νομικά πρόσωπα ή εκπρόσωποι των εργαζομένων, όπως τα συμβούλια εργαζομένων. Ομοίως, οι οργανώσεις κοινωνικών εταίρων που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου είναι επίσης επιλέξιμες να υποβάλουν αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193 της, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), υπό την επιφύλαξη της συμμόρφωσης προς τους όρους του εν λόγω κανονισμού.

6        Δυνάμει του σημείου 8.1 της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, οι αιτούντες, οι επικεφαλής αιτούντες και οι συναιτούντες πρέπει να διαθέτουν ισχυρή χρηματοδοτική ικανότητα προκειμένου να είναι σε θέση να ασκούν τη δραστηριότητά τους σε όλη τη διάρκεια της δράσης και να συμμετάσχουν, εν ανάγκη, στη χρηματοδότησή της.

 Διοικητική διαδικασία

7        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία που παρέχει υπηρεσίες κατάρτισης και συμβουλευτικές υπηρεσίες, με ειδίκευση στα ζητήματα που αφορούν την εκπροσώπηση των εργαζομένων σε διασυνοριακό πλαίσιο.

8        Η προσφεύγουσα καθώς και τα ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων των εταιριών Mayr-Melnhof Packaging και DS Smith plc δημιούργησαν κοινοπραξία προκειμένου να συμμετάσχουν στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων. Το έργο της κοινοπραξίας αφορούσε κατ’ ουσίαν την ανάπτυξη και υλοποίηση εργαστηρίων, διαλέξεων και καταρτίσεων που θα απευθύνονταν στους εργαζομένους της βιομηχανίας συσκευασίας.

9        Στις 30 Ιουλίου 2020, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση επιχορήγησης και όρισε ως συναιτούντα τα ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων της Mayr-Melnhof Packaging και της DS Smith (στο εξής: συναιτούντα συμβούλια). Η αίτηση συνοδευόταν, μεταξύ άλλων, από υπεύθυνη δήλωση των προέδρων των εν λόγω συμβουλίων με την οποία βεβαιωνόταν ότι διέθεταν την αναγκαία χρηματοδοτική και επιχειρησιακή ικανότητα σύμφωνα με τους όρους της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων.

10      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2020, η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την καταχώριση των συναιτούντων συμβουλίων στα μητρώα που τηρούν οι εθνικές δημόσιες αρχές.

11      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2020, η προσφεύγουσα απάντησε ότι τα συμβούλια αυτά ήταν ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων των οποίων η σύσταση δεν απαιτούσε καταχώριση και ότι εκπροσωπούνταν από τους προέδρους τους.

12      Με έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2021, η Επιτροπή επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι το αποτέλεσμα του σταδίου της επί της ουσίας αξιολόγησης της αίτησης της κοινοπραξίας ήταν θετικό και της ζήτησε να διαβιβάσει συμπληρωματικά έγγραφα, ιδίως δε το έντυπο με τίτλο «Νομική οντότητα».

13      Στις 25 Ιανουαρίου 2021, η προσφεύγουσα δήλωσε στην Επιτροπή ότι τα συναιτούντα συμβούλια δεν είναι νομικά πρόσωπα και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να προσκομίσει κανένα σχετικό έγγραφο.

14      Βάσει του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη χρηματοδοτική ικανότητα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων της Mayr-Melnhof Packaging, ζητώντας, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 24ης Μαρτίου 2021, τον ισολογισμό και τα αποτελέσματα χρήσης του εν λόγω συμβουλίου.

15      Με το από 29 Μαρτίου 2021 έγγραφό της, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να αποδείξει τη χρηματοδοτική ικανότητα των συναιτούντων συμβουλίων διότι, με την εξαίρεση της περίπτωσης της Γαλλίας, τα ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων δεν διέθεταν δικό τους τραπεζικό λογαριασμό και δεν κατάρτιζαν ισολογισμό.

16      Με το έγγραφο Ares(2021) 2519314, της 14ης Απριλίου 2021, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απέρριψε την αίτηση επιχορήγησης την οποία είχε υποβάλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων ως συντονίστρια της κοινοπραξίας.

17      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή επισήμανε ότι, παρά τις υπεύθυνες δηλώσεις που προσκόμισαν τα συναιτούντα συμβούλια, στις οποίες αναφερόταν ότι είχαν επαρκή χρηματοδοτική ικανότητα για να πραγματοποιήσουν τη δράση που αποτελούσε το αντικείμενο της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, τα συμβούλια αυτά δεν διέθεταν ούτε ετήσιους λογαριασμούς (ισολογισμό ή/και αποτελέσματα χρήσης) ούτε τραπεζικό λογαριασμό. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι τα δύο αυτά συμβούλια εργαζομένων δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού και τους όρους του σημείου 8.1 της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων.

18      Κατόπιν της διαπιστώσεως της μη επιλεξιμότητας των συναιτούντων συμβουλίων, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε το ελάχιστο κριτήριο επιλεξιμότητας του σημείου 6.1, στοιχείο βʹ, της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, και επομένως η ως άνω αίτηση έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να διατάξει την Επιτροπή να εκδώσει νόμιμη απόφαση περί έγκρισης της επιχορήγησης και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να εκδώσει νόμιμη απόφαση περί έγκρισης της επιχορήγησης,

–        κατά τα λοιπά, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

21      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του δευτέρου αιτήματος, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατυπώσει δήλωση σχετικά με τις συνέπειες ενδεχόμενης ακυρωτικής απόφασης, η οποία θα συνιστούσε διαταγή όσον αφορά τον τρόπο εκτέλεσης της απόφασης αυτής.

22      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πράγματι, με το αίτημα αυτό ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή να εκδώσει νομότυπη απόφαση περί παροχής επιχορήγησης.

23      Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης (διάταξη της 22 Σεπτεμβρίου 2016, Γάκη κατά Επιτροπής, C‑130/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:731, σκέψη 14), ακόμη και αν αυτές αφορούν τον τρόπο εκτέλεσης των αποφάσεών του (διάταξη της 19 Ιουλίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑169/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:441, σκέψη 13).

24      Επομένως, το δεύτερο αίτημα πρέπει να απορριφθεί λόγω αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επ’ αυτού.

 Επί της ουσίας

25      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως, ο πρώτος από τους οποίους αφορά παράβαση του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το σημείο 8.1 της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 197, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού και ο τρίτος παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

26      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το σημείο 8.1 της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων. Θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει στα ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων χωρίς νομική προσωπικότητα την υποχρέωση να αποδείξουν ότι διαθέτουν δικό τους τραπεζικό λογαριασμό ή ετήσιο ισολογισμό.

27      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το σύνολο των μελών της κοινοπραξίας απέδειξε ότι διαθέτει πρόσβαση σε επαρκείς οικονομικούς πόρους. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη στην ανάλυσή της το γεγονός ότι το αυστριακό και το βρετανικό δίκαιο, που εφαρμόζονται αντιστοίχως στο ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων της Mayr-Melnhof Packaging και της DS Smith, προέβλεπαν για τα συμβούλια αυτά τη δυνατότητα να προβάλουν έναντι της επιχείρησης δικαίωμα επιστροφής των εξόδων που προκύπτουν από τη δραστηριότητά τους, περιλαμβανομένου του δικαιώματος για συνέχιση της καταβολής των αποδοχών των προέδρων και των μελών που συμμετέχουν στο έργο.

28      Εξάλλου, το άρθρο 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού δεν απαιτεί, όσον αφορά τις οντότητες χωρίς νομική προσωπικότητα, να προσκομιστούν αποδείξεις παρόμοιες προς εκείνες που απαιτούνται από νομικά πρόσωπα, αλλά ισοδύναμες αποδείξεις.

29      Τέλος, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον να αποκλειστεί από την πρόσκληση υποβολής προτάσεων η αιτούσα κοινοπραξία αλλά και η πλειονότητα των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων των κρατών μελών που δεν έχουν νομική προσωπικότητα.

30      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόδειξη της χρηματοδοτικής ικανότητας που προβλέπει το άρθρο 198, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού απαιτείται από όλους τους αιτούντες, είτε έχουν νομική προσωπικότητα είτε όχι.

31      Κατά την Επιτροπή, η επαλήθευση της χρηματοδοτικής ικανότητας πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τα στοιχεία και τα δικαιολογητικά που μνημονεύονται στο άρθρο 196, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού. Σκοπός της επαλήθευσης αυτής είναι η παροχή πληροφοριών σχετικά με τη σταθερότητα και την οικονομική φερεγγυότητα του οικείου αιτούντος.

32      Συναφώς, υφίσταται μεγαλύτερη αβεβαιότητα όσον αφορά την χρηματοδοτική ικανότητα των οντοτήτων που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα. Το γεγονός αυτό ενισχύει τον συνδεόμενο με την παροχή επιχορήγησης οικονομικό κίνδυνο για τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και για τα οικονομικά της συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτώντας αποδείξεις ισοδύναμες προς εκείνες που μνημονεύονται στο άρθρο 196, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού, αποσκοπεί απλώς στην αντιστάθμιση των κινδύνων που συνδέονται με το νομικό καθεστώς των οντοτήτων αυτών, γεγονός που δικαιολογεί τη δυνατότητα επιβολής αυστηρότερων απαιτήσεων σε σχέση με εκείνες που επιβάλλονται στα νομικά πρόσωπα.

33      Κατά την Επιτροπή, εναπόκειτο στα συναιτούντα συμβούλια να προσκομίσουν όχι μόνο αποδείξεις παρόμοιες προς εκείνες που απαριθμούνται στο άρθρο 196, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, αλλά και αποδείξεις για την ισοδυναμία τους, σύμφωνα με το άρθρο 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού. Μια απόδειξη είναι ισοδύναμη αν αντιστοιχεί σε εκείνη που απαιτείται από νομικό πρόσωπο και περιλαμβάνει, υπό την έννοια αυτή, τις πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 196, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού.

34      Η Επιτροπή υποστηρίζει περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αξιολογεί την ισοδυναμία μεταξύ της χρηματοδοτικής ικανότητας των συναιτούντων συμβουλίων και της χρηματοδοτικής ικανότητας ενός νομικού προσώπου, δεδομένου ότι τα εν λόγω συμβούλια δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν την εν λόγω ικανότητα βάσει του άρθρου 198 του δημοσιονομικού κανονισμού. Συναφώς, τα συμβούλια αυτά δεν απέδειξαν ότι διέθεταν οικονομικούς πόρους τους οποίους μπορούσαν να διαθέτουν ελεύθερα.

35      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 198, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει ότι ο αιτών την επιχορήγηση πρέπει να διαθέτει «σταθερές και επαρκείς πηγές χρηματοδότησης, ώστε να είναι σε θέση να ασκεί τη δραστηριότητά του σε όλη τη διάρκεια της χρονικής περιόδου για την οποία εγκρίθηκε η επιχορήγηση και να συμμετέχει στη χρηματοδότησή της (“χρηματοδοτική ικανότητα”)». Δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, η επαλήθευση της χρηματοδοτικής ικανότητας βασίζεται ιδίως στην εξέταση των τυχόν πληροφοριών ή των δικαιολογητικών που προβλέπονται στο άρθρο 196 του δημοσιονομικού κανονισμού, σχετικά με το περιεχόμενο των αιτήσεων επιχορήγησης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των αποτελεσμάτων χρήσης και του ισολογισμού έως και των τριών τελευταίων οικονομικών ετών για τα οποία έχει γίνει εκκαθάριση.

36      Επιπλέον, το άρθρο 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει ότι οι οντότητες που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα είναι επιλέξιμοι αιτούντες για συμμετοχή σε πρόσκληση υποβολής προτάσεων εφόσον παρέχουν εγγυήσεις για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ισοδύναμες με εκείνες που παρέχουν τα νομικά πρόσωπα. Στο πλαίσιο αυτό, ο αιτών πρέπει να διαθέτει χρηματοδοτική ικανότητα ισοδύναμη με τα εν λόγω πρόσωπα και να αποδεικνύει, μέσω των εκπροσώπων του, ότι οι όροι αυτοί πληρούνται.

37      Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, σκοπός του οποίου είναι να παράσχει στις οντότητες που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα τη δυνατότητα να συμμετέχουν, όπως και τα νομικά πρόσωπα, στις προσκλήσεις υποβολής προτάσεων της Ένωσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ερμηνεία βάσει της οποίας οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 196, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού, τα οποία είναι αναγκαία για να αποδειχθεί η ύπαρξη χρηματοδοτικής ικανότητας στο πλαίσιο αίτησης επιχορήγησης και τα οποία συνίστανται, μεταξύ άλλων, στα αποτελέσματα χρήσης και στον ισολογισμό έως και των τριών τελευταίων οικονομικών ετών για τα οποία έχει γίνει εκκαθάριση, είναι τα μόνα στοιχεία δυνάμει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι υφίσταται η ως άνω ικανότητα.

38      Επιπλέον, τυχόν ερμηνεία του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού η οποία θα είχε ως συνέπεια να επιβάλλεται σε οντότητες που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα η υποχρέωση να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία που συνδέονται κατά κανόνα με την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας θα υπονόμευε την πρακτική αποτελεσματικότητα της διάταξης αυτής, δημιουργώντας εμπόδια όσον αφορά τη συμμετοχή τέτοιων οντοτήτων στις αιτήσεις επιχορήγησης.

39      Μολονότι η απόδειξη χρηματοδοτικής ικανότητας ισοδύναμης προς εκείνη ενός νομικού προσώπου είναι, επομένως, δυνατόν να χωρεί με μέσα διαφορετικά από εκείνα που μνημονεύονται, ενδεικτικώς, στο άρθρο 196, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, γεγονός παραμένει ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται προς απόδειξη της ύπαρξης τέτοιας ικανότητας πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα επαλήθευσης ότι η οντότητα που δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα είναι σε θέση να παρέχει εγγυήσεις για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ισοδύναμες με εκείνες που παρέχει ένα νομικό πρόσωπο, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού.

40      Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα συναιτούντα συμβούλια δεν πληρούσαν τους όρους του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού και του σημείου 8.1 της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων δυνάμει του οποίου οι αιτούντες, οι επικεφαλής αιτούντες και οι συναιτούντες πρέπει να διαθέτουν ισχυρή χρηματοδοτική ικανότητα προκειμένου να είναι σε θέση να ασκούν τη δραστηριότητά τους σε όλη τη διάρκεια της δράσης και να συμμετάσχουν, εν ανάγκη, στη χρηματοδότησή της, για τον λόγο και μόνον ότι τα εν λόγω συμβούλια δεν διέθεταν ούτε ετήσιους λογαριασμούς (ισολογισμό ή/και αποτελέσματα χρήσης) ούτε τραπεζικό λογαριασμό (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω). Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, η απόδειξη της ισχυρής χρηματοδοτικής ικανότητας απαιτεί την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων που συνδέονται με την ύπαρξη ετήσιων λογαριασμών (ισολογισμού ή/και αποτελεσμάτων χρήσης) ή τραπεζικού λογαριασμού.

41      Όπως όμως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 36 έως 39 ανωτέρω, το άρθρο 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 196, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, δεν προβλέπει ότι τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν τη χρηματοδοτική ικανότητα οντοτήτων χωρίς νομική προσωπικότητα περιορίζονται σε αποδείξεις περί του ότι οι εν λόγω οντότητες διαθέτουν δικούς τους ετήσιους λογαριασμούς (ισολογισμό ή/και αποτελέσματα χρήσης) ή τραπεζικούς λογαριασμούς.

42      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού.

43      Εξάλλου, και παρά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή ότι, μεταξύ άλλων, τα συναιτούντα συμβούλια δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν τη χρηματοδοτική τους ικανότητα, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεμελιώνεται σε αυτή την περίσταση, την οποία δεν μνημονεύει και, κατά συνέπεια, δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τυχόν στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα για λογαριασμό της κοινοπραξίας δεν συνιστούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία για τη χρηματοδοτική της ικανότητα κατά την έννοια του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού.

44      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 197, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το σημείο 8.1 της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, πρέπει να γίνει δεκτός.

45      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως καθώς και το τεθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ζήτημα σχετικά με προβαλλόμενη τροποποίηση του ποσού της αρχικώς διαβιβασθείσας αίτησης επιχορήγησης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

46      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 2021, περί απόρριψης της αίτησης επιχορήγησης την οποία υπέβαλε η EWC Academy GmbH στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων VP/2020/008.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η EWC Academy.

Costeira

Perišin

Zilgalvis

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 21 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.