Language of document : ECLI:EU:F:2010:125

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2010

Υπόθεση F-86/09

W

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχοι υπάλληλοι — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Ζεύγος προσώπων του ιδίου φύλου — Επίδομα στέγης — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Δυνατότητα τελέσεως γάμου — Έννοια — Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, περίπτωση iv, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο W ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2009 και της 17ης Ιουλίου 2009, περί μη χορηγήσεως σε αυτόν του επιδόματος στέγης που προβλέπει το άρθρο 1 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

Απόφαση: Οι αποφάσεις της Επιτροπής της 5ης Μαρτίου 2009 και της 17ης Ιουλίου 2009, περί μη χορηγήσεως στον W του επιδόματος στέγης που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ακυρώνονται. Η Επιτροπή καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Απόφαση απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως — Σαφής και αμιγής απόρριψη — Βεβαιωτική πράξη — Απαράδεκτο — Εξαίρεση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα στέγης — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Υπάλληλος ο οποίος έχει καταχωρισθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης

(Άρθρο 19 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7 και 21 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 1 § 2, στοιχείο γ΄, περίπτωση iv· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

1.      Το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως ενστάσεως στερείται, αυτό καθεαυτό, αυτοτελούς περιεχομένου και, στην πραγματικότητα, ταυτίζεται με το αίτημα ακυρώσεως της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση. Πράγματι, κάθε απορριπτική απόφαση, είτε ρητή είτε σιωπηρή, όταν δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία διαμαρτύρεται ο ενιστάμενος δεν συνιστά, μεμονωμένως λαμβανομένη, πράξη δεκτική προσβολής.

Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βλαπτική μια καθαρώς επιβεβαιωτική πράξη, όπως είναι η πράξη η οποία δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προγενέστερη βλαπτική πράξη την οποία, επομένως, δεν αντικαθιστά. Εντούτοις, μια ρητή απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της πράξεως την οποία προσβάλλει ο προσφεύγων. Αυτό συμβαίνει όταν η απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος βάσει νέων νομικών και πραγματικών στοιχείων ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της ενστάσεως αποτελεί πράξη υποκείμενη στον έλεγχο του δικαστή, ο οποίος τη λαμβάνει υπόψη κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως.

(βλ. σκέψεις 26 έως 29)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Μαΐου 1980, 33/79 και 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 221, σκέψη 9· 10 Δεκεμβρίου 1980, 23/80, Grasselli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 451, σκέψη 18· 16 Ιουνίου 1988, 371/87, Προγούλης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 3081, σκέψη 17

ΓΔΕΕ: 27 Ιουνίου 2000, T‑608/97, Plug κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑125 και II‑569, σκέψη 23· 12 Δεκεμβρίου 2002, T‑338/00 και T‑376/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑301 και II‑1457, σκέψη 34· 2 Μαρτίου 2004, T‑14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑43 και II‑167, σκέψη 54· 10 Ιουνίου 2004, T‑258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑167 και II‑747, σκέψη 31· 7 Ιουνίου 2005, T‑375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑151 και II‑673, σκέψεις 63 έως 66

ΔΔΔΕΕ: 9 Σεπτεμβρίου 2008, F‑18/08, Ritto κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑281 και II‑A‑1‑1495, σκέψη 17· 23 Φεβρουαρίου 2010, F‑7/09, Faria κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η επέκταση του δικαιώματος επιδόματος στέγης στους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν καταχωρισθεί ως σύντροφοι σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων του ιδίου φύλου, ανταποκρίνεται, κατά την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 723/2004, περί τροποποιήσεως του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, στη φροντίδα του νομοθέτη να μεριμνά για την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και να επιδιώκει, με τον τρόπο αυτό, την ανάπτυξη μιας πολιτικής προσωπικού που εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους, ανεξαρτήτως γενετήσιου προσανατολισμού ή οικογενειακής κατάστασης του ενδιαφερομένου, πράγμα που ανταποκρίνεται και στην απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Εξάλλου, η επέκταση του δικαιώματος επιδόματος στέγης στους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν καταχωρισθεί ως σύντροφοι σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων του ιδίου φύλου, εκφράζει την απαίτηση προστασίας των υπαλλήλων από την επέμβαση της διοικήσεως στην άσκηση του δικαιώματός τους σε σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όπως αυτό αναγνωρίζεται από το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Κατά το πρότυπο της προστασίας των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ, πρέπει οι κανόνες του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) που επεκτείνουν το δικαίωμα επιδόματος στέγης στους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν καταχωρισθεί ως σύντροφοι σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων του ιδίου φύλου, να ερμηνεύονται κατά τρόπο ικανό να εξασφαλίσει καλύτερη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, ώστε το εν λόγω δικαίωμα να μην παραμένει θεωρητικό ή ψευδώνυμο, αλλά να αποδεικνύεται συγκεκριμένο και πραγματικό.

Για τους υπαλλήλους όμως οι οποίοι έχουν καταχωρισθεί ως σύντροφοι σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων του ιδίου φύλου, το δικαίωμα επιδόματος στέγης, όπως καθιερώνεται από την πρώτη επίδικη διάταξη, θα κινδύνευε να αποδειχθεί θεωρητικό και ψευδώνυμο εάν στη «δυνατότητα νόμιμης τελέσεως γάμου σε κράτος μέλος», η έλλειψη της οποίας αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις για να δικαιούται ένας τέτοιος υπάλληλος επίδομα στέγης, αποδιδόταν μια έννοια αποκλειστικά τυπική, που θα εξαρτούσε την εφαρμογή της πρώτης επίδικης διατάξεως από το κατά πόσον το ζεύγος πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις που θέτει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, χωρίς να ελέγχεται ο συγκεκριμένος και πραγματικός χαρακτήρας της δυνατότητας τελέσεως γάμου κατά την έννοια της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Επομένως, η διοίκηση, ερευνώντας κατά πόσον ένα ζεύγος προσώπων του ιδίου φύλου δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους, δεν μπορεί να αγνοήσει τις διατάξεις νόμου άλλου κράτους, με το οποίο η συγκεκριμένη κατάσταση συνδέεται στενά λόγω της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων, εφόσον ο νόμος αυτός, ο οποίος δεν εφαρμόζεται βέβαια επί των ζητημάτων τελέσεως του γάμου, υπάρχει κίνδυνος να καταστήσει θεωρητική και ψευδώνυμη τη δυνατότητα τελέσεως γάμου και, συνεπώς, το δικαίωμα επιδόματος στέγης. Αυτό συμβαίνει ειδικότερα στην περίπτωση εθνικού νόμου που ποινικοποιεί τις ομοφυλοφιλικές πράξεις, χωρίς μάλιστα να διακρίνει ανάλογα με τον τόπο τελέσεως της ομοφυλοφιλικής πράξεως.

(βλ. σκέψεις 42 έως 45)