Language of document : ECLI:EU:T:2014:739

Υπόθεση T‑471/11

Éditions Odile Jacob SAS

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων — Αγορά των εκδόσεων βιβλίων — Απόφαση με την οποία η συγκέντρωση κρίθηκε συμβατή με την κοινή αγορά, υπό τον όρο της μεταπώλησης στοιχείων του ενεργητικού — Απόφαση για την έγκριση του αγοραστή των μεταβιβαζόμενων στοιχείων — Απόφαση η οποία ελήφθη κατόπιν της ακύρωσης από το Γενικό Δικαστήριο της αρχικής αποφάσεως επί της ίδιας διαδικασίας — Έννομο συμφέρον — Παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ — Παραβίαση των δεσμεύσεων που επιβλήθηκαν με την απόφαση για έγκριση υπό όρους — Διάκριση μεταξύ όρων και υποχρεώσεων — Αρχή της μη αναδρομικότητας — Αξιολόγηση της υποψηφιότητας του αγοραστή — Ανεξαρτησία του αγοραστή έναντι του μεταβιβάζοντος — Κατάχρηση εξουσίας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 5ης Σεπτεμβρίου 2014

1.      Ένδικη διαδικασία — Παρέμβαση — Ένσταση απαραδέκτου που δεν προβλήθηκε από τον καθού — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 4, και 53· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 116 § 3)

2.      Ένδικη διαδικασία — Παρέμβαση — Λόγοι ακυρώσεως διαφορετικοί από αυτούς του κυρίου διαδίκου υπέρ του οποίου ασκήθηκε παρέμβαση — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 4, και 53· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 116 § 3)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Έννομο συμφέρον — Απαίτηση υπάρξεως γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος — Συμφέρον αφορών μελλοντική αλλά βέβαιη κατάσταση — Παραδεκτό

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή προσώπου το οποίο αφορά μια απόφαση δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά πράξεως εκδοθείσας από θεσμικό όργανο στο πλαίσιο εκτελέσεως της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως — Παραδεκτό — Βάση ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

5.      Ένδικη διαδικασία — Ισχυρισμοί — Νομικός χαρακτηρισμός ισχυρισμού διαφορετικός από εκείνον που έγινε δεκτός σε άλλη διαφορά — Παραδεκτό

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Περιεχόμενο — Απόλυτη ισχύς του δεδικασμένου — Περιεχόμενο — Συνεκτίμηση τόσο του σκεπτικού όσο και του διατακτικού — Νομικό ζήτημα το οποίο συνιστά obiter dictum υπερβαίνον τα όρια της υποβληθείσας στην κρίση του δικαστή της Ένωσης — Αποκλείεται — Αποτελέσματα της ακυρωτικής αποφάσεως — Υποχρέωση του εκδότη της νέας αποφάσεως να αναχθεί στον χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως και να λάβει υπόψη τις διατάξεις που ίσχυαν τότε

(Άρθρα 264 ΣΛΕΕ και 266 ΣΛΕΕ)

7.      Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Μέτρα εκτελέσεως — Άρνηση λήψεως μέτρων που να βαίνουν πέρα από την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξης — Αμφισβήτηση ως προς το περιεχόμενο της υποχρεώσεως εκτελέσεως — Ένδικο μέσο — Προσφυγή κατά παραλείψεως — Αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξεως που εκδόθηκε προς αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως — Ένδικο μέσο — Προσφυγή ακυρώσεως

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ, 265 ΣΛΕΕ και 266 ΣΛΕΕ)

8.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων — Εξέτασή τους από την Επιτροπή — Διάκριση μεταξύ των όρων και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις στο πλαίσιο διαδικασίας εγκρίσεως της συγκεντρώσεως υπό όρους — Αποτελέσματα

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 2 και 5, και 14 § 2, στοιχεία β΄ και γ΄· ανακοίνωση της Επιτροπής 2001/C 68/03, σκέψη 12)

9.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Ασφάλεια δικαίου — Προστασία μη παρεχόμενη σε περίπτωση πρόδηλης παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας — Υπεροχή της αρχής της νομιμότητας έναντι της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δικαιολογούμενη από την ανάγκη τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

10.    Πράξεις των οργάνων — Διαχρονική εφαρμογή — Μη αναδρομικότητα — Εξαιρέσεις — Προϋποθέσεις — Εκπλήρωση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Ακύρωση αποφάσεως περί εγκρίσεως του αγοραστή των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο πράξεως συγκεντρώσεως, λόγω ελλείψεως ανεξαρτησίας του εντολοδόχου — Λήψη αναδρομικής αποφάσεως προκειμένου να καλυφθεί η αρχική παρανομία — Επιτρέπεται

11.    Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση απορρίπτουσα προσφυγή ακυρώσεως — Αποτελέσματα — Ισχύς του δεδικασμένου — Διατήρηση του τεκμηρίου νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξεως — Απαράδεκτο νέας προσφυγής που έχει το ίδιο αντικείμενο, αφορά τους ίδιους διαδίκους και στηρίζεται στην ίδια αιτία

(Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ)

12.    Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Ακύρωση αποφάσεως περί εγκρίσεως του αγοραστή των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο πράξεως συγκεντρώσεως — Απόφαση η οποία δεν επαναλαμβάνει απαραίτητα το ίδιο σκεπτικό με εκείνο που περιλαμβάνεται στην ακυρωθείσα πράξη — Συνεκτίμηση δεδομένων που αφορούν τη μεταγενέστερη περίοδο του χρόνου εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως — Επιτρέπεται

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

13.    Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων — Εξέτασή τους από την Επιτροπή — Εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως — Διακριτική εξουσία εκτιμήσεως — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

14.    Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων — Εξέτασή τους από την Επιτροπή — Δεσμεύσεις ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων που καθιστούν την κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά — Δέσμευση μεταπωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού — Κριτήρια επιλογής του αγοραστή — Δυνατότητα της Επιτροπής να επιλέξει τον αγοραστή που είναι ικανότερος να διασφαλίσει έναν τέλειο ανταγωνισμό — Δεν υφίσταται — Μεταπώληση στοιχείων του ενεργητικού σε αγοραστή ο οποίος δεν έχει καμία εμπειρία στον οικείο τομέα — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1, στοιχείο α΄, και 2 και 3· ανακοίνωση της Επιτροπής 2001/C 68/03, σκέψη 49)

15.    Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων — Εξέτασή τους από την Επιτροπή — Δεσμεύσεις ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων που καθιστούν την κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά — Δέσμευση μεταπωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού — Κριτήρια επιλογής του αγοραστή — Υφιστάμενος ή δυνητικός ανταγωνιστής — Ανεξαρτησία του αγοραστή έναντι του μεταβιβάζοντος — Συμμετοχή του ίδιου προσώπου σε ορισμένα όργανα του αγοραστή και του μεταβιβάζοντος — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1, στοιχείο α΄, και 2 και 3· ανακοίνωση της Επιτροπής 2001/C 68/03, σκέψη 49)

16.    Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Απόφαση εφαρμογής των κανόνων στον τομέα των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων — Απόφαση με την οποία επετράπη η πράξη συγκεντρώσεως — Αιτιολόγηση η οποία συμπληρώνει μια αιτιολογία που, αφ’ εαυτής, είναι ήδη επαρκής

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 36)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 36, 37)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 39)

4.      Tα πρόσωπα τα οποία αφορά απόφαση δικαστηρίου της Ένωσης με την οποία ακυρώθηκε πράξη θεσμικού οργάνου έχουν έννομο συμφέρον στο πλαίσιο διαφοράς που αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής από το εν λόγω όργανο, ακόμη και στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη εξήντλησε τα αποτελέσματά της. Tο γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα εταιρία δεν θα διέθετε, ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, κανένα μέσο για να αποκτήσει τα στοιχεία του ενεργητικού που είχαν μεταβιβαστεί σε άλλη εταιρία, πράξη επικυρωμένη από την ακυρωθείσα απόφαση, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την εν λόγω αρχή. Πράγματι, δεδομένου ότι η έκδοση αποφάσεως αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή θέλησε να εκτελέσει την απόφαση, η προσφεύγουσα εταιρία έχει έννομο συμφέρον να βάλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως με μόνη την ιδιότητά της ως διαδίκου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω δικαστική απόφαση.

Εξάλλου, μια επιχείρηση που περιλαμβανόταν στον περιορισμένο κατάλογο πέντε πιθανών αγοραστών των στοιχείων του ενεργητικού που επρόκειτο να μεταβιβαστούν στο πλαίσιο πράξεως συγκεντρώσεως έχει συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί εγκρίσεως μιας άλλης εκ των πέντε αυτών επιχειρήσεων, καθόσον η απόφαση αυτή είναι κατ’ ανάγκην ικανή να επηρεάσει την εμπορική της κατάσταση, ανεξαρτήτως του κατά πόσον, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα μπορούσε να εγκριθεί ως αγοράστρια των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού.

Επιπλέον, ένας προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση πράξεως που τον επηρεάζει άμεσα για να επιτύχει τη διαπίστωση, από τον δικαστή της Ένωσης, παρανομίας που διαπράχθηκε σε βάρος του, καθόσον η διαπίστωση αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως με σκοπό την πρόσφορη αποκατάσταση της προκληθείσας με την προσβαλλόμενη πράξη ζημίας.

(βλ. σκέψεις 40, 41, 43, 44)

5.      Ουδεμία διάταξη του Οργανισμού του Δικαστηρίου ή του Κανονισμού Διαδικασίας απαγορεύει σε διάδικο να προβεί σε νομικό χαρακτηρισμό ισχυρισμού διαφορετικό από εκείνο στον οποίο είχε προβεί σε άλλη διαφορά. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο διαθέτει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να περιοριστεί ελλείψει ρητώς προβλεπομένης προς τούτο νομικής βάσεως χωρίς να παραβιαστούν οι θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής και το δικαίωμα του ιδιώτη να εκδικασθεί η υπόθεσή του ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου που διασφαλίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ναι μεν οι διάδικοι καθορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί από τον δικαστή, πλην όμως στον δικαστή απόκειται να ερμηνεύσει τους ισχυρισμούς βάσει της ουσίας τους και όχι βάσει του χαρακτηρισμού τους και, συνεπώς, να προβεί στον χαρακτηρισμό των ισχυρισμών και επιχειρημάτων της προσφυγής.

Το αξίωμα non concedit venire contra factum proprium αναφέρεται, στο δίκαιο της Ένωσης, μόνο στην αδυναμία του διαδίκου να αμφισβητήσει, ενώπιον του αναιρετικού δικαστή, πραγματικό ή διαδικαστικό στοιχείο το οποίο είχε αναγνωρίσει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και το οποίο έχει αναγραφεί στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του τελευταίου.

(βλ. σκέψεις 50-52)

6.      Οι ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήρια της Ένωσης αποκτούν, μόλις καταστούν απρόσβλητες, ισχύ δεδικασμένου. Το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει μόνον το διατακτικό της ακυρωτικής αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο.

Το δεδικασμένο δικαστικής αποφάσεως καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία πράγματι ή κατ’ ανάγκη επιλύθηκαν. Επιπλέον, obiter dictum περιλαμβανόμενο σε ακυρωτική απόφαση δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου. Κατά συνέπεια, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν δεσμεύει το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη παρά μόνον εντός των ορίων αυτού που είναι αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως.

Η διαδικασία που αποσκοπεί στην αντικατάσταση ακυρωθείσας πράξεως πρέπει να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρατυπία. Η ακύρωση πράξεως περατώνουσας διοικητική διαδικασία, η οποία περιέχει διάφορα στάδια, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την ακύρωση ολόκληρης της διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβληθείσας πράξεως, ανεξαρτήτως του αν η αιτιολογία της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως αφορά ουσιαστικούς ή διαδικαστικούς λόγους. Ο εκδότης της πράξεως πρέπει, συνεπώς, να αναχθεί στον χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως, προκειμένου να εκδώσει την πράξη που την αντικαθιστά, βάσει των διατάξεών που ίσχυαν τότε και των κατά τον χρόνο εκείνο κρίσιμων πραγματικών στοιχείων. Μπορεί εντούτοις να επικαλεστεί, με τη νέα του απόφαση, άλλους λόγους πλην εκείνων επί των οποίων είχε στηρίξει την πρώτη του απόφαση. Επιπλέον, δεν είναι υποχρεωμένος να αποφανθεί εκ νέου επί των στοιχείων της αρχικής αποφάσεως που δεν ακυρώθηκαν με την ακυρωτική δικαστική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 56-59, 63, 66, 67, 125)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 71)

8.      Ο κανονισμός 4064/89 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με διορθωτικά μέτρα που γίνονται αποδεκτά στο πλαίσιο του κανονισμού 4064/89 και του κανονισμού 447/98 προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ των όρων και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις στο πλαίσιο διαδικασίας εγκρίσεως της συγκεντρώσεως υπό όρους. Αν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παραβούν κάποιον από τους όρους που συνοδεύουν την απόφαση της Επιτροπής, αυτή μπορεί να ανακαλέσει την εν λόγω απόφαση και να επιβάλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις αυτές. Αντιθέτως, όσον αφορά την παράβαση όρου, ο κανονισμός 4064/89 δεν προβλέπει ρητώς ειδικές συνέπειες.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός, όταν ένα από τα μέρη παραβαίνει όρο, διαρθρωτικό μέτρο χωρίς το οποίο η συγκέντρωση δεν θα μπορούσε να έχει εγκριθεί, η απόφαση που κηρύσσει την πράξη συμβατή με την κοινή αγορά παύει να ισχύει. Αφετέρου, σε περίπτωση παραβάσεως υποχρεώσεως που προβλέπεται από απόφαση περί κηρύξεως συγκεντρώσεως συμβατής με την κοινή αγορά, η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει την εν λόγω απόφαση και να επιβάλει πρόστιμο στην επιχείρηση που παρέβη την εν λόγω υποχρέωση, αλλά δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει τέτοιου είδους μέτρα.

(βλ. σκέψεις 73, 76, 77, 80, 83)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 92-94)

10.    Η αρχή της ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, αντιτίθεται, κατά γενικό κανόνα, στον καθορισμό ενάρξεως της χρονικής ισχύος των πράξεων από ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς τους. Κατά πάγια νομολογία, επιτρέπεται εντούτοις, κατ’ εξαίρεση, το αντίθετο, όταν το επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός και όταν η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων γίνεται πλήρως σεβαστή. Αυτή η διαπίστωση δεν στηρίζεται σε διάκριση μεταξύ των ατομικών αποφάσεων και των κανονιστικών πράξεων.

Η τήρηση της νομιμότητας και του δεδικασμένου εκ μέρους της διοικήσεως αποτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, η εν λόγω επιδίωξη εκπληρώνεται από μια απόφαση της Επιτροπής αποσκοπούσα στην πλήρωση του νομικού κενού που προκάλεσε η ακύρωση από τον δικαστή της Ένωσης μιας πρώτης αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία ενέκρινε μια επιχείρηση ως αγοράστρια των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν δυνάμει των δεσμεύσεων που συνοδεύουν την απόφαση με την οποία επετράπη η πράξη συγκεντρώσεως επιχειρήσεων, και, συνεπώς, στην ασφάλεια δικαίου για τις επιχειρήσεις επί των οποίων εφαρμόζεται ο κανονισμός για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων.

Όσον αφορά την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν προσκρούει επίσης σε αυτήν η έκδοση νέας αποφάσεως περί εγκρίσεως με αναδρομική ισχύ, καθόσον η εφαρμογή των δεσμεύσεων που προέβλεπε η απόφαση περί εγκρίσεως της συγκεντρώσεως υπό όρους, που εξακολουθεί, κατά τον χρόνο εκδόσεως της νέας αποφάσεως, να δεσμεύει την επιχείρηση η οποία υποχρεούται να μεταβιβάσει στοιχεία του ενεργητικού προκειμένου να υλοποιηθεί η συγκέντρωση, συνεπάγεται, αφενός, ότι η εν λόγω επιχείρηση θα προτείνει στην Επιτροπή την έγκριση αγοραστή των στοιχείων του ενεργητικού που πρέπει να μεταπωληθούν για την υλοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή θα αποφανθεί επί της προτάσεως της επιχειρήσεως σχετικά με τον αγοραστή.

(βλ. σκέψεις 102, 103, 106, 108)

11.    Οι αποφάσεις περί απορρίψεως προσφυγής ακυρώσεως πράξεως εκδοθείσας από θεσμικό όργανο της Ένωσης έχουν ισχύ δεδικασμένου, η οποία έχει ως μόνη συνέπεια να καθιστά απαράδεκτη κάθε νέα προσφυγή που έχει το ίδιο αντικείμενο, αφορά τους ίδιους διαδίκους και στηρίζεται στην ίδια αιτία. Η απορριπτική απόφαση δεν σημαίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ισχυρή, αλλά μόνον ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων δεν ήταν βάσιμος και το ίδιο ίσχυε και για τους λόγους δημοσίας τάξεως που ο δικαστής υποχρεούται να ερευνά αυτεπαγγέλτως. Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη εξακολουθεί να απολαύει του τεκμηρίου νομιμότητος, που συνεπάγεται επίσης, για όλα τα υποκείμενα του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση αναγνωρίσεως της πλήρους αποτελεσματικότητας της εν λόγω πράξεως, εφόσον δεν διαπιστώθηκε ότι είναι παράνομη.

(βλ. σκέψεις 117, 144)

12.    Μετά την ακύρωση διοικητικής πράξεως, ο εκδότης της πρέπει να εκδώσει νέα πράξη που να την αντικαθιστά, αναγόμενος στον χρόνο εκδόσεως της πρώτης πράξεως, βάσει των διατάξεων που ίσχυαν τότε και των κατά τον χρόνο εκείνο κρίσιμων πραγματικών στοιχείων. Μπορεί εντούτοις να επικαλεστεί, με τη νέα του απόφαση, άλλους λόγους πλην εκείνων επί των οποίων στήριξε την πρώτη του απόφαση.

Ο έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως απαιτεί ανάλυση των προοπτικών της καταστάσεως του ανταγωνισμού που μπορεί να προκύψει στο μέλλον από την πράξη συγκεντρώσεως, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση της βιωσιμότητας του αγοραστή και της ικανότητάς του να διατηρεί και να αναπτύσσει πραγματικό ανταγωνισμό στις οικείες αγορές.

Επομένως, εφόσον η Επιτροπή πρέπει να πραγματοποιήσει a posteriori ανάλυση σχετικά με την κατάσταση του ανταγωνισμού που ήταν απόρροια της πράξεως συγκεντρώσεως, μπορεί ορθώς να εξετάσει κατά πόσον η ανάλυση, που πραγματοποίησε βάσει των στοιχείων που είχαν περιέλθει σε γνώση της κατά την ημερομηνία εκδόσεως της ακυρωθείσας αποφάσεως, επιβεβαιωνόταν από δεδομένα σχετικά με τη μεταγενέστερη της ημερομηνίας αυτής περίοδο.


(βλ. σκέψεις 125, 127, 128, 134)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 135-138)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 145, 146, 148)

15.    Στο πλαίσιο μιας πράξεως συγκεντρώσεως, ο όρος της ανεξαρτησίας του αγοραστή έχει, συγκεκριμένα, ως σκοπό να διασφαλίσει την ικανότητα του αγοραστή να συμπεριφέρεται στην αγορά ως πραγματικός και αυτόνομος ανταγωνιστής, χωρίς η στρατηγική και οι επιλογές του να μπορούν να επηρεαστούν από τον μεταβιβάζοντα. Η εν λόγω ανεξαρτησία μπορεί να εκτιμηθεί αν εξετασθούν οι κεφαλαιουχικοί, οικονομικοί, εμπορικοί, προσωπικοί και ουσιαστικοί δεσμοί μεταξύ των δύο εταιριών.

Το γεγονός ότι το ίδιο πρόσωπο συμμετείχε στα όργανα διοικήσεως του αγοραστή και στα όργανα εποπτείας του μεταβιβάζοντος δεν αποδεικνύει κατ’ ανάγκη ότι ο αγοραστής ήταν εξαρτημένος από τον μεταβιβάζοντα.

Πράγματι, εφόσον, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο αγοραστής είχε δεσμευθεί ρητώς, αφενός, ότι το οικείο πρόσωπο θα έπαυε, εντός προθεσμίας ενός έτους από την έγκριση της υποψηφιότητας της εν λόγω εταιρίας, να κατέχει αξιώματα σε αυτή και, αφετέρου, ότι στο μεσοδιάστημα δεν θα συμμετείχε στη λήψη αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και των λοιπών εσωτερικών επιτροπών, όταν αυτές αφορούσαν τις εκδοτικές δραστηριότητες του ομίλου, και δεν θα ελάμβανε καμία εμπιστευτική πληροφορία σχετική με τον εκδοτικό τομέα από τους διευθυντές ή τα επιχειρησιακά στελέχη της, μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μερίμνησε ώστε η παρουσία του ίδιου προσώπου στα όργανα διοικήσεως του αγοραστή και στα όργανα εποπτείας του μεταβιβάζοντος να μην μπορεί να επηρεάσει την ανεξαρτησία του αγοραστή και, κατά συνέπεια, τη διατήρηση και την ανάπτυξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην οικεία αγορά.

(βλ. σκέψεις 152, 155, 158, 159)

16.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 175-177, 182)