Language of document : ECLI:EU:T:2023:847

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 20ής Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Χειραγώγηση των διατραπεζικών επιτοκίων αναφοράς του Euribor – Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών – Ως εκ του αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού – Ενιαία και διαρκής παράβαση – ‟Υβριδική διαδικασία” σε στάδια – Τεκμήριο αθωότητας – Αμεροληψία – Πρόστιμα – Βασικό ποσό – Αξία των πωλήσεων – Άρθρο 23, παράγραφος 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Τροποποιητική απόφαση για τη συμπλήρωση της αιτιολογίας – Ίση μεταχείριση – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T-113/17,

Crédit agricole SA, με έδρα το Montrouge (Γαλλία),

Crédit agricole Corporate and Investment Bank, με έδρα το Montrouge,

εκπροσωπούμενες από τους J.-P. Tran Thiet, M. Powell και J. Jourdan, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους M. Farley και T. Baumé, επικουρούμενη από την N. Coutrelis, δικηγόρο,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, A. Kornezov, E. Buttigieg (εισηγητή), K. Kowalik-Bańczyk και G. Hesse, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, μεταξύ άλλων:

–        τις αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 2019 και της 30ής Μαρτίου 2021 περί αναστολής της διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

–        το υπόμνημα προσαρμογής το οποίο κατέθεσαν οι προσφεύγουσες στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 2021 και τις παρατηρήσεις της Επιτροπής επί του υπομνήματος αυτού, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2021,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Μαρτίου 2022,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-883/19 P, EU:C:2023:11), και τις παρατηρήσεις των μερών επ’ αυτής,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την προσφυγή που άσκησαν δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες Crédit agricole SA και Crédit agricole Corporate and Investment Bank (στο εξής: CACIB) (καλούμενες στο εξής από κοινού: Crédit agricole) ζητούν, αφενός, τη μερική ακύρωση της απόφασης C(2016) 8530 final της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ [υπόθεση AT.39914 - Παράγωγα επιτοκίου σε ευρώ (EIRD)] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και, αφετέρου, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή. Εξάλλου, ζητούν την ακύρωση της απόφασης C(2021) 4610 final της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2021, με την οποία τροποποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (στο εξής: τροποποιητική απόφαση) ή, άλλως, να κριθεί ότι η τελευταία αυτή απόφαση δεν μπορούσε να θεραπεύσει την πλημμελή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

[παραλειπόμενα]

Γ.      Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της άσκησης της υπό κρίση προσφυγής

21      Με την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-105/17, EU:T:2019:675), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης με το οποίο η Επιτροπή είχε επιβάλει πρόστιμο στην HSBC, για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον γιατί ο ενιαίος συντελεστής μείωσης, ο οποίος εφαρμόστηκε στα έσοδα σε μετρητά των οικείων επιχειρήσεων για τον υπολογισμό των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί (στο εξής: συντελεστής μείωσης), είχε καθοριστεί σε 98,849 % και όχι σε υψηλότερο επίπεδο, ενώ απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

22      Με επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2021, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες και την JP Morgan για την πρόθεσή της να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-105/17, EU:T:2019:675). Με την ίδια επιστολή, καθώς και με επιστολή της 16ης Απριλίου 2021, η Επιτροπή παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες και διευκρινίσεις σε όλους τους αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τους λόγους για τους οποίους καθόρισε το επίπεδο του συντελεστή μείωσης σε 98,849 %. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των εγγράφων της Επιτροπής στις 7 Μαΐου 2021.

23      Στις 28 Ιουνίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε την τροποποιητική απόφαση. Έκρινε ότι, εφόσον ο συντελεστής μείωσης στην προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ο ίδιος για όλους τους αποδέκτες της, ήταν πιθανόν το Γενικό Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σκεπτικό της απόφασης της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-105/17, EU:T:2019:675), σχετικά με την ανεπαρκή αιτιολόγηση του καθορισμού του εν λόγω συντελεστή μείωσης, θα ίσχυε κατ’ αναλογίαν και για τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες και στον έτερο αποδέκτη της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι, ως εκ τούτου, η αρχή της χρηστής διοίκησης της επέβαλλε να διορθώσει τα σφάλματα τα οποία εντόπισε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφασή του και να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις προσφεύγουσες και ως προς τον έτερο αποδέκτη της, συμπληρώνοντας την αιτιολογία αναφορικά με τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης.

24      Με την απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-883/19 P, EU:C:2023:11), το Δικαστήριο, αφενός, αναίρεσε την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑105/17, EU:T:2019:675), κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το κύριο αίτημα ακύρωσης του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης απόφασης και το επικουρικό αίτημα ακύρωσης του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης. Αφετέρου, κρίνοντας επί της προσφυγής την οποία άσκησε η HSBC στην υπόθεση T-105/17, στο μέτρο που αυτή είχε ως αίτημα την ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης απόφασης και, επικουρικώς, του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

25      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, καθώς και το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης·

–        επικουρικώς, να μειώσει σημαντικά, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης·

–        επιπλέον, να ακυρώσει τις αποφάσεις του συμβούλου ακροάσεων της 2ας Οκτωβρίου 2014, της 4ης Μαρτίου, της 27ης Μαρτίου και της 29ης Ιουλίου 2015 καθώς και της 16ης Σεπτεμβρίου 2016 και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης·

–        να ακυρώσει την τροποποιητική απόφαση ή, άλλως, να κρίνει ότι η απόφαση αυτή δεν μπορούσε να θεραπεύσει την πλημμελή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως τροποποιήθηκε·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

[παραλειπόμενα]

III. Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Α.      Επί του αιτήματος ακύρωσης του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω απόφασης, καθόσον το τελευταίο αυτό αίτημα βασίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω άρνησης πρόσβασης στο φάκελο

[παραλειπόμενα]

1.      Επί της διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (πρώτος και δεύτερος λόγος ακύρωσης που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής και τρίτο σκέλος του ένατου λόγου ακύρωσης που προβάλλεται με το ίδιο δικόγραφο) 

[παραλειπόμενα]

β)      Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

[παραλειπόμενα]

2)      Επί της άρνησης της Επιτροπής να απαντήσει στις ερωτήσεις που έθεσαν οι προσφεύγουσες κατά την ακρόαση

52      Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτίασης του πρώτου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους και παραβίασε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, αρνούμενη να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις που της είχαν απευθύνει κατά την ακρόαση.

[παραλειπόμενα]

57      Τέλος, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η ακρόαση από τον σύμβουλο ακροάσεων, η οποία συγκαταλέγεται στις εγγυήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας την οποία διεξάγει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, έχει ως σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα, ιδίως στους αποδέκτες της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, να αναπτύξουν την άποψή τους επί των προκαταρκτικών διαπιστώσεων της Επιτροπής, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από το άρθρο 12 του κανονισμού 773/2004 και από το άρθρο 10, παράγραφος 4, της απόφασης 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ 2011, L 275, σ. 29). Βεβαίως, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 7, του κανονισμού 773/2004 και το άρθρο 12, παράγραφος 3, της απόφασης 2011/695, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να επιτρέψει, μεταξύ άλλων, στα συμμετέχοντα μέρη στους οποίους έχει απευθυνθεί ανακοίνωση των αιτιάσεων, να θέσουν ερωτήσεις κατά την ακρόαση. Εντούτοις, πρόκειται για δυνατότητα, δεδομένου ότι ο κύριος σκοπός της ακρόασης είναι να δοθεί η ευκαιρία, ιδίως στους αποδέκτες της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, να αναπτύξουν την επιχειρηματολογία τους, όπως επισήμανε, εν προκειμένω, ο σύμβουλος ακροάσεων κατά την ακρόαση της Crédit agricole.

58      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι οι επίμαχες ερωτήσεις, τις οποίες απηύθυναν οι προσφεύγουσες στην Επιτροπή, αφορούσαν, όπως οι ίδιες αναφέρουν, τις προβαλλόμενες αντιφάσεις ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ύψους της χρηματικής κύρωσης που επρόκειτο να επιβληθεί.

59      Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή επικαλείται το ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν της επιβάλλουν να παρέχει, κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να εφαρμόσει τα κριτήρια που αφορούν τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης ενόψει του καθορισμού του ύψους των προστίμων.

60      Επομένως, ενώ ο αποδέκτης της ανακοίνωσης των αιτιάσεων έχει την ευχέρεια είτε να προβάλει, μεταξύ άλλων κατά την ακρόαση, όλα τα επιχειρήματα που θεωρεί λυσιτελή, προκειμένου να επιστήσει την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι στις απαντήσεις των λοιπών συμμετεχόντων μερών προς τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών υπήρχαν ορισμένες αντιφάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφαση που θα λάβει η Επιτροπή σε σχέση με τον ίδιο, είτε να προτείνει στην Επιτροπή να συνεχίσει την έρευνά της προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης προς όφελός του, η διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν επιβάλλει στην Επιτροπή να απαντήσει, κατά το στάδιο της ακρόασης, σε τέτοια επιχειρήματα ή ερωτήσεις των διαδίκων.

[παραλειπόμενα]

δ)      Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας λόγω των αρνήσεων πρόσβασης στο φάκελο (τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακύρωσης που προβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής και τρίτο σκέλος του ένατου λόγου ακύρωσης που προβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής)

[παραλειπόμενα]

2)      Επί του αιτήματος πρόσβασης σε έγγραφα σχετικά με την αξία των πωλήσεων

171    Διαπιστώνεται ότι, κατόπιν της αίτησης της Crédit agricole να της παρασχεθεί πρόσβαση στα σχετικά με την αξία των πωλήσεων στοιχεία τα οποία υποβλήθηκαν στην Επιτροπή από τα λοιπά συμμετέχοντα μέρη καθώς και στα στοιχεία σχετικά με τις μεθόδους τις οποίες τα συμμετέχοντα μέρη χρησιμοποίησαν για την προσκόμισή τους, ο σύμβουλος ακροάσεων, με την απόφασή του της 2ας Οκτωβρίου 2014, έθεσε σε εφαρμογή σύστημα μικτής πρόσβασης παρέχοντας στις προσφεύγουσες άμεση πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία και στους εξωτερικούς συμβούλους τους τη δυνατότητα πρόσβασης στις εμπιστευτικές εκδοχές των οικείων εγγράφων μέσω της επονομαζόμενης διαδικασίας «αίθουσας δεδομένων» (data room) (αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλόμενης απόφασης). Μια άλλη αίθουσα δεδομένων στήθηκε αφού η Επιτροπή εξέδωσε τη διορθωτική απόφαση όσον αφορά τη Société Générale, λαμβανομένων υπόψη των διορθωμένων οικονομικών στοιχείων που υπέβαλε η εν λόγω εταιρία (αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επιπλέον, ο σύμβουλος ακροάσεων, με τις αποφάσεις του της 4ης Μαρτίου 2015 και με την από 25 Μαρτίου 2015 παρέμβασή του όπως αυτή καταχωρίστηκε στην απόφασή του της 27ης Μαρτίου 2015, παρέσχε ευρύτερη άμεση πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία τα οποία είχαν ζητήσει οι προσφεύγουσες με τις αιτήσεις τους.

172    Στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης και του τρίτου σκέλους του ένατου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, επιβάλλοντάς τους, μέσω της διαδικασίας της αίθουσας δεδομένων, περιορισμούς στον τρόπο πρόσβασης στα επίμαχα έγγραφα και αρνούμενη να τους επιτρέψει την άμεση πρόσβαση σε όλες αυτές τις πληροφορίες, οι οποίες δεν μπορούσαν πλέον να χαρακτηριστούν ως ευαίσθητες, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους.

173    Κατ’ αρχάς, είναι απορριπτέα η αιτίαση στο πλαίσιο της οποίας οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς εφαρμόστηκε η διαδικασία της αίθουσας δεδομένων για την παροχή πρόσβασης στον φάκελο.

174    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και εξειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεσμεύεται να μην αποκαλύπτει στους ανταγωνιστές ενός ιδιώτη επιχειρηματία εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από αυτόν (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C-621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο έρευνας μιας υπόθεσης ανταγωνισμού, από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004 προκύπτει ότι το ως άνω δικαίωμα δεν καλύπτει τα επιχειρηματικά απόρρητα και τις λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες. Εντούτοις, σε ορισμένες περιστάσεις, είναι απαραίτητο να επιτυγχάνεται ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας των συμμετεχόντων μερών και στην υποχρέωση της Επιτροπής να προστατεύει τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας μιας υπόθεσης ανταγωνισμού και προέρχονται από άλλους διαδίκους, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από το άρθρο 27, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 και από το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004 (πρβλ., επίσης, σημείο 24 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο της Επιτροπής).

175    Επομένως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, η διαδικασία της αίθουσας δεδομένων αποτελούσε κατάλληλο εργαλείο για τον συγκερασμό των νομίμων συμφερόντων που όφειλε να προστατεύσει η Επιτροπή, ήτοι, αφενός, των συμφερόντων εμπιστευτικότητας, τα οποία μπορούσαν να επικαλεστούν οι τράπεζες που προσκόμισαν τις πληροφορίες στις οποίες οι προσφεύγουσες είχαν ζητήσει να τους παρασχεθεί πρόσβαση και, αφετέρου, των δικαιωμάτων άμυνας των τελευταίων, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, και ο σύμβουλος ακροάσεων με τις αποφάσεις του της 2ας Οκτωβρίου 2014 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2016.

176    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, ωστόσο, κατά πόσον οι επίμαχες πληροφορίες εξακολουθούσαν να είναι εμπιστευτικές, λαμβανομένων υπόψη της παλαιότητάς τους και του περιορισμένου χαρακτήρα τους, λόγω του οποίου ήταν αδύνατον να συναχθούν εμπιστευτικά στοιχεία όπως η ταυτότητα των πελατών. Θεωρούν, συνεπώς, ότι οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να είχαν γνωστοποιηθεί απευθείας στην Crédit Agricole, όπερ, σε αντίθεση με την πρόσβαση που δόθηκε μόνο σε εξωτερικούς συμβούλους εντός της αίθουσας δεδομένων, θα εξασφάλιζε την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας.

177    Επ’ αυτού, πρώτον, από τη νομολογία στην οποία στηρίζονται συναφώς οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι πληροφορίες οι οποίες ήταν απόρρητες ή εμπιστευτικές αλλά χρονολογούνται πλέον από πέντε έτη και άνω πρέπει, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, να θεωρείται κατ’ αρχήν ότι είναι παρωχημένες και έχουν απολέσει τον απόρρητο ή εμπιστευτικό χαρακτήρα τους, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, ο διάδικος που επικαλείται την εμπιστευτικότητά τους αποδείξει ότι, παρά την παλαιότητά τους, εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής θέσης του ή της εμπορικής θέσης ενδιαφερομένων τρίτων (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, Evonik Degussa κατά Επιτροπής, C-162/15 P, EU:C:2017:205, σκέψη 64).

178    Στην απόφασή του της 16ης Σεπτεμβρίου 2016, ο σύμβουλος ακροάσεων έλαβε υπόψη παρόμοιο επιχείρημα της Crédit agricole, το οποίο προβλήθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία. Έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, λόγω της φύσης τους, τα επίμαχα στοιχεία δεν είχαν απολέσει τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα παρά την παλαιότητά τους. Συγκεκριμένα, κατά τον σύμβουλο ακροάσεων, επρόκειτο για δεδομένα τόσο πολύπλοκα, εξειδικευμένα και ογκώδη που δεν ήταν δυνατόν να εξομοιωθούν απλώς με κύκλους εργασιών των εμπλεκομένων τραπεζών. Λαμβανομένης υπόψη αυτής της φύσης των επίμαχων στοιχείων, ο σύμβουλος ακροάσεων ορθώς έκρινε ότι η παρέλευση και μόνον του χρόνου δεν αρκούσε για να μειώσει επαρκώς τον κίνδυνο σοβαρής προσβολής των εννόμων συμφερόντων των τραπεζών αυτών εάν οι συγκεκριμένες πληροφορίες γνωστοποιούνταν απευθείας στους ειδικούς της Crédit agricole.

179    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, τα δικαιώματα άμυνας των οικείων επιχειρήσεων διασφαλίζονται ενώπιόν της μέσω της δυνατότητάς τους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της διάρκειας, της σοβαρότητας και του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των πράξεων που τους προσάπτονται, αλλά δεν απαιτείται, αντιθέτως, η δυνατότητα αυτή να καλύπτει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα επιτακτικά κριτήρια της σοβαρότητας και της διάρκειας της παράβασης για τις ανάγκες του προαναφερθέντος καθορισμού (βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C‑208/02 P και C-213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 428 και 439 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το εν λόγω στοιχείο πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη στάθμιση μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων που έχουν τα λοιπά συμμετέχοντα μέρη να παραμείνουν εμπιστευτικά ορισμένα στοιχεία τα οποία είχαν υποβάλει για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που τα αφορά, όπως εν προκειμένω τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να υπολογιστεί η αξία των πωλήσεων, και, αφετέρου, των δικαιωμάτων άμυνας των λοιπών συμμετεχόντων μερών, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο σύμβουλος ακροάσεων στις αποφάσεις του της 4ης Μαρτίου 2015 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2016.

180    Οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα προκειμένου να τεκμηριώσουν ότι η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνάς τους έπρεπε, εν προκειμένω, να υπερισχύσει των νομίμων συμφερόντων εμπιστευτικότητας τα οποία θα μπορούσαν να επικαλεστούν οι άλλες τράπεζες όσον αφορά τις επίμαχες πληροφορίες. Επομένως, δεν απέδειξαν ότι ήταν εσφαλμένα τα προεκτεθέντα στις ανωτέρω σκέψεις 171, 178 και 179 συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο σύμβουλος ακροάσεων με τις αποφάσεις του της 2ας Οκτωβρίου 2014, της 4ης Μαρτίου και της 27ης Μαρτίου 2015 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2016.

[παραλειπόμενα]

2.      Επί της ύπαρξης παραβατικής συμπεριφοράς καταλογιστέας στις προσφεύγουσες (τρίτος, τέταρτος και όγδοος λόγος ακύρωσης που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής)

[παραλειπόμενα]

β)      Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης της προσφυγής, ο οποίος αφορά τη συμμετοχή της Crédit agricole στις ενέργειες που αποσκοπούσαν στη χειραγώγηση του Euribor

[παραλειπόμενα]

2)      Επί της αμφισβήτησης της συμμετοχής της Crédit agricole στις πρακτικές χειραγώγησης του επιτοκίου Euribor

[παραλειπόμενα]

213    Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τις μνημονευόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των διαπραγματευτών, όπως συνοψίζονται στις σκέψεις 203 έως 210 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή διέθετε στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να συναχθεί η συμμετοχή των διαπραγματευτών της Crédit agricole στις επικοινωνίες που αφορούσαν τη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor.

214    Συγκεκριμένα, πρώτον, κατά τη συζήτηση της 1ης Μαρτίου 2007, ο διαπραγματευτής της Crédit agricole ανέλαβε την πρωτοβουλία να ζητήσει από τον διαπραγματευτή της Barclays να υποβάλει η τράπεζά του στην ομάδα Euribor μια προσφορά συμφέρουσα για τον πρώτο («έχω συμφέρον να ανέβει ψηλά»), πράγμα το οποίο ο δεύτερος δέχθηκε να κάνει («εντάξει, θα τους πω»).

215    Δεύτερον, κατά τις συζητήσεις της 16ης Οκτωβρίου, της 13ης Νοεμβρίου και της 5ης Δεκεμβρίου 2006, καθώς και της 16ης Μαρτίου και της 19ης Μαρτίου 2007, ο διαπραγματευτής της Βarclays ζήτησε από τον διαπραγματευτή της Crédit agricole να πιέσει το ταμείο της τράπεζάς του για μια προσφορά όπως την ήθελε ο πρώτος, πράγμα που ο δεύτερος δέχθηκε να κάνει και μάλιστα, εν συνεχεία, επιβεβαίωσε ότι είχε κάνει προσδιορίζοντας και το επίπεδο της εισφοράς που προτάθηκε ή τέθηκε από το ταμείο [βλ. επικοινωνίες της 16ης Οκτωβρίου 2006 στις 7:33 («τους είπα να δοκιμάσουν το 3.36») και στις 7:46 («θα εισφέρουν 3.36»), της 13ης Νοεμβρίου 2006 («εντάξει κανένα πρόβλημα[,] δεν έχω θέμα, θα το κάνω», ύστερα «τους είπα να βάλουν τριάντα επτά»), της 16ης Μαρτίου 2007 στις 14:06 («Της είπα ότι μας συμφέρει πιο χαμηλά. Είπε εντάξει το σημειώνει») και της 19ης Μαρτίου 2007 στις 14:24 («Ναι τους είπα το τάδε, θέλησαν να βάλουν 91, […] μου είπαν “εντάξει θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε”»).

216    Τρίτον, από την επικοινωνία της 16ης Νοεμβρίου 2006 προκύπτει σαφώς ότι οι διαπραγματευτές της Barclays και της Crédit agricole γνωστοποίησαν ο ένας στον άλλον τις προτιμήσεις τους αναφορικά με το επίπεδο του fixing Euribor-3M της ημέρας εκείνης και τις σχετικές θέσεις τους διαπραγμάτευσης. Η επικοινωνία τους αυτή έγινε με σκοπό να εξακριβώσουν αν τα συμφέροντά τους συνέκλιναν προκειμένου να συνεχίσουν, ενδεχομένως, τη μεταξύ τους συνεννόηση με σκοπό να επηρεάσουν τις αντίστοιχες προσφορές Euribor των τραπεζών τους προς εξυπηρέτηση των αμοιβαίων συμφερόντων. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο διαπραγματευτής της Barclays εξέφρασε τη λύπη του για το ότι τα δικά του συμφέροντα ήταν αντίθετα προς εκείνα του διαπραγματευτή της Crédit agricole αναφορικά με το επίπεδο του fixing. Ανέφερε ωστόσο στον διαπραγματευτή της Crédit agricole ότι επρόκειτο να «επαληθεύσει», αφού τον είχε ρωτήσει σχετικά με το ύψος του επιτοκίου Euribor που τον βόλευε.

217    Τέταρτον, κατά την τηλεφωνική συνομιλία της 14ης Φεβρουαρίου 2007, ο διαπραγματευτής της Barclays ενημέρωσε τον διαπραγματευτή της Crédit agricole ως προς τα βασικά στοιχεία της πράξη χειραγώγησης που σχεδιαζόταν για τις 19 Μαρτίου 2007. Επιπλέον, από την επικοινωνία της 16ης Μαρτίου 2007 προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της Crédit agricole ήταν διατεθειμένος να επωφεληθεί από την εν λόγω πράξη χειραγώγησης, επιβεβαιώνοντας ότι το συμφέρον του όσον αφορά τον καθορισμό του Euribor-3M την ημέρα εκείνη συνέπιπτε με το συμφέρον του διαπραγματευτή της Barclays («όλοι έχουμε συμφέρον να είναι χαμηλό», «μας συμφέρει πολύ επίσης») και επιβεβαιώνοντας στον τελευταίο, κατά την επικοινωνία της 19ης Μαρτίου 2007, ότι είχε επίσης κερδίσει ένα σχετικά υψηλό χρηματικό ποσό χάρη στον καθορισμό αυτό («κέρδισα 156 000 ευρώ χάρη σ’ αυτό»).

218    Πέμπτον, μετά από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, οι διαπραγματευτές ευχαρίστησαν ο ένας τον άλλον για τον ρόλο που διαδραμάτισε ο καθένας στο πλαίσιο των επίμαχων πρακτικών και εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την επιτυχία σχεδίων τους (βλ., ειδικότερα, επικοινωνία της 19ης Μαρτίου 2007) παρακολουθώντας έτσι το αποτέλεσμα ή τις προσδοκώμενες συνέπειες των συντονισμένων ενεργειών τους.

219    Η συμμετοχή των διαπραγματευτών της Crédit agricole στους χειρισμούς που απέβλεπαν στη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor δεν αντικρούεται από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

220    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο διαπραγματευτής της Crédit agricole επικοινώνησε πράγματι με το ταμείο του προκειμένου να υλοποιήσει την υπόσχεση που έδωσε στον συνομιλητή του και ότι θα μπορούσε να του έχει πει ψέματα όταν του ανέφερε ότι το έκανε. Κατά την άποψή τους, η συμμετοχή της Crédit Agricole στους χειρισμούς που απέβλεπαν στη χειραγώγηση των επιτοκίων αναφοράς δεν τεκμηριώνεται εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι πράγματι ενεπλάκη το ταμείο της στους χειρισμούς αυτούς.

221    Συναφώς, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες που προσάπτονται στην Crédit agricole δεν συνίστανται στην καθεαυτήν χειραγώγηση του Euribor, αλλά σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των διαπραγματευτών, οι οποίες αντανακλούν την πρόθεσή τους να επηρεάσουν τις προσφορές των τραπεζών τους στην ομάδα Euribor προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 113, στοιχεία αʹ έως στʹ, την αιτιολογική σκέψη 358, στοιχεία αʹ έως στʹ, και την αιτιολογική σκέψη 392, στοιχεία αʹ έως στʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες συνοψίζονται στη σκέψη 15 ανωτέρω, οι σχετικές επικοινωνίες αφορούσαν τις προτιμήσεις τους για τον καθορισμό του επιτοκίου Euribor σε συγκεκριμένο επίπεδο, συνοδευόμενες ενίοτε από γνωστοποίηση των θέσεων διαπραγμάτευσης που κατείχαν, τη δυνατότητα ευθυγράμμισης των θέσεων διαπραγμάτευσης και των προσφορών στο Euribor, μια υπόσχεση εκ μέρους του εμπλεκόμενου διαπραγματευτή να επικοινωνήσει με τον υπεύθυνο για τις προσφορές του επιτοκίου Euribor εντός της τράπεζάς του προκειμένου να του ζητηθεί να υποβληθεί προσφορά συγκεκριμένης κατεύθυνσης ή συγκεκριμένου επιπέδου και μια ενημέρωση όσον αφορά την απάντηση του υπευθύνου.

222    Συνεπώς, από τις επικοινωνίες μεταξύ των διαπραγματευτών προκύπτει σαφώς ότι δηλώνονταν οι προτιμήσεις ως προς τα επιτόκια, οι σχετικές θέσεις διαπραγμάτευσης και μια προσφορά ή πρόθεση των διαπραγματευτών της Crédit agricole να επηρεάσουν την προσφορά της τράπεζάς τους.

223    Επ’ αυτού, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η συμμετοχή επιχείρησης σε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συνάντηση συνιστά τεκμήριο περί του παράνομου χαρακτήρα της συμμετοχής αυτής, τεκμήριο το οποίο η επιχείρηση αυτή οφείλει να ανατρέψει αποδεικνύοντας δημόσια αποστασιοποίηση η οποία πρέπει να γίνει αντιληπτή ως τέτοια από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 81 και 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Μαΐου 2012, Comap κατά Επιτροπής, C-290/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:271, σκέψεις 74 έως 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας συμμετάσχει στη συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς συμμετέχοντες να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 82, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, C-403/04 P και C-405/04 P, EU:C:2007:52, σκέψη 48).

224    Εν προκειμένω, από τις ανταλλαγές πληροφοριών τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή, όπως αυτές συνοψίζονται στις σκέψεις 214 και 218 ανωτέρω, προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της Crédit agricole σε μία περίπτωση, δρομολόγησε την υποβολή μιας συμφέρουσας για τον ίδιο προσφοράς στην ομάδα Euribor με σκοπό τη χειραγώγηση του εν λόγω επιτοκίου και ότι, σε άλλες περιπτώσεις, όχι μόνο δεν αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από τα αιτήματα του διαπραγματευτή της Barclays, αλλά δημιούργησε στον τελευταίο την εντύπωση ότι η τράπεζά του θα υπέβαλλε ή είχε πράγματι υποβάλει εισφορά στην ομάδα Euribor με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα και τον καθησύχασε διαβεβαιώνοντάς τον ότι είχε μιλήσει στους υπευθύνους του για τις προσφορές και μεταφέροντάς του μάλιστα το ακριβές περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών.

225    Ειδικότερα, το γεγονός ότι, κατά τη συνομιλία της 14ης Φεβρουαρίου 2007, ο διαπραγματευτής της Crédit agricole φάνηκε επιφυλακτικός όσον αφορά την επιτυχία του σχεδίου χειραγώγησης της 19ης Μαρτίου 2007  δεν συνιστά απόδειξη σαφούς αποστασιοποίησης από τη συμπεριφορά που βασιζόταν στο σχέδιο το οποίο του είχε εξηγήσει ο διαπραγματευτής της Barclays.

226    Οι αιτιολογικές σκέψεις 125, 135 και 634 της προσβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες στηρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν θέτουν εν αμφιβόλω τα ανωτέρω συμπεράσματα. Πιο συγκεκριμένα, στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν ότι οι χειρισμοί των διαπραγματευτών είχαν ολοκληρωθεί και υλοποιηθεί μέσω των επικοινωνιών μεταξύ των ιδίων και των υπευθύνων των ταμείων των τραπεζών τους και, «ενίοτε», μέσω προσφοράς, την οποία πράγματι υπέβαλλαν οι τελευταίοι, των γνωστοποιηθέντων, συντονισμένων ή συμφωνηθέντων επιτοκίων Euribor. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τη μη εμπλοκή του ταμείου της Crédit Agricole στις πρακτικές που αποσκοπούσαν να επηρεάσουν το επιτόκιο Euribor είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ικανά να τεκμηριώσουν ότι το ταμείο της τράπεζας δεν υλοποίησε την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, και όχι ότι οι διαπραγματευτές δεν είχαν συμμετοχή σε αυτήν (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1991, Atochem κατά Επιτροπής, T-3/89, EU:T:1991:58, σκέψη 100).

227    Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με το επιχείρημα ότι οι προσφορές που πράγματι υπέβαλε η Crédit Agricole κατά τις σχετικές ημερομηνίες ήταν συνεπείς με τις άλλες εισφορές της και με την αγορά, καθώς και ότι αντέβαιναν μάλιστα στο συμφέρον της σύμπραξης. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης και των προσαπτόμενων στην Crédit agricole ενεργειών, στο μέτρο που αφορούν τους «χειρισμούς» των διαπραγματευτών με σκοπό να επηρεάσουν τα επιτόκια αναφοράς με βάση τα συμφέροντά τους, αλλά όχι την πραγματική χειραγώγηση των επιτοκίων αυτών με εμπλοκή των ταμείων, το ως άνω επιχείρημα είναι αλυσιτελές προς αμφισβήτηση της συμμετοχής της Crédit agricole στις ενέργειες αυτές τις οποίες η Επιτροπή έλαβε υπόψη εις βάρος της.

228    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, από διάφορα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή προκύπτει ότι οι διαπραγματευτές της Crédit agricole επιχείρησαν να επηρεάσουν το επίπεδο της εισφοράς του ταμείου της τράπεζάς τους ή τουλάχιστον υπερηφανεύονταν ότι το πέτυχαν. Πράγματι, κατά τη διάρκεια των επικοινωνιών της 16ης Οκτωβρίου, 13ης Νοεμβρίου και 5ης Δεκεμβρίου 2006 και της 16ης και 19ης Μαρτίου 2007, ο διαπραγματευτής της Crédit Agricole γνωστοποίησε στον διαπραγματευτή της Barclays την απάντηση που είχε λάβει αφού είχε απευθυνθεί στο ταμείο της τράπεζάς του (βλ. σκέψη 215 ανωτέρω). Επιπλέον, από τις επικοινωνίες της 27ης Οκτωβρίου (αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλόμενης απόφασης) και της 5ης Δεκεμβρίου 2006 (αιτιολογική σκέψη 224 της προσβαλλόμενης απόφασης) καθώς και της 19ης Μαρτίου 2007 (αιτιολογική σκέψη 319 της προσβαλλόμενης απόφασης) προκύπτει ότι οι διαπραγματευτές θεωρούσαν ότι οι συντονισμένες ενέργειές τους με στόχο τη χειραγώγηση του fixing είχαν στεφθεί με επιτυχία και εξέφρασαν την ικανοποίησή τους σχετικά. Οι επικοινωνίες αυτές, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της επικοινωνίας της 16ης Μαρτίου 2007 μεταξύ του διαπραγματευτή της Crédit agricole και της υπεύθυνης για προσφορές της τράπεζας αυτής (αιτιολογική σκέψη 305 της προσβαλλόμενης απόφασης), η οποία καταδεικνύει ότι οι διαπραγματευτές διατηρούσαν με το τμήμα ταμειακών διαθεσίμων επαφές στο πλαίσιο των οποίων συζητούσαν το επίπεδο του μελλοντικού καθορισμού των επιτοκίων και ενδεχόμενα συμφέροντα των διαπραγματευτών για καθορισμό των επιτοκίων σε συγκεκριμένο επίπεδο, αρκούν για να αποδειχθεί ότι οι διαπραγματευτές της Crédit agricole συνέχισαν τις συζητήσεις με τον διαπραγματευτή της Barclays αναφορικά με το επιθυμητό επίπεδο του επιτοκίου Euribor, ξεκινώντας επαφές με τους υπεύθυνους για τις προσφορές της τράπεζάς τους, και προέβησαν, ως εκ τούτου, σε συμπαιγνιακές επικοινωνίες.

229    Δεύτερον, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στηριζόμενες σε έκθεση πραγματογνωμοσύνης της οποίας η αξιοπιστία αμφισβητείται από την Επιτροπή, ότι, λαμβανομένων υπόψη των θέσεων διαπραγμάτευσης που κατείχαν, οι διαπραγματευτές της Crédit agricole δεν είχαν κανένα συγκεκριμένο συμφέρον να συμμετάσχουν στις επίμαχες πράξεις χειραγώγησης, ιδίως σε εκείνη της 19ης Μαρτίου 2007. Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή στις πρακτικές που είχαν ως στόχο να επηρεάσουν το επίπεδο των επιτοκίων αναφοράς «δεν είχε νόημα», εκτός εάν οι διαπραγματευτές είχαν εγκαίρως στη διάθεσή τους τις πληροφορίες για να μπορέσουν να επωφεληθούν από τις πρακτικές και είχαν κτίσει «πανίσχυρες θέσεις διαπραγμάτευσης».

230    Εντούτοις, και ανεξαρτήτως του ζητήματος αν τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται οι προσφεύγουσες είναι αξιόπιστα, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά ως εκ του αντικειμένου περιορισμούς του ανταγωνισμού, όπερ συντρέχει, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, στην περίπτωση των επικοινωνιών με αντικείμενο τη χειραγώγηση των επιτοκίων αναφοράς, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν μια επιχείρηση είχε εμπορικό συμφέρον να μετάσχει στις πράξεις χειραγώγησης, εφόσον αποδεικνύεται η συμμετοχή της σε ενέργειες ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, C-403/04 P και C-405/04 P, EU:C:2007:52, σκέψεις 44 έως 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

231    Από τις περιστάσεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, μπορεί το πολύ να προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της Crédit agricole, μη έχοντας ισχυρή θέση διαπραγμάτευσης, ιδίως στις 19 Μαρτίου 2007, δεν αποκόμισε σημαντικά οφέλη από το σχέδιο στο οποίο συμμετείχε και, ως εκ τούτου, ότι οι επικοινωνίες μεταξύ των διαπραγματευτών δεν είχαν αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα στην αγορά. Το ζήτημα όμως αυτό δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τις ως εκ του αντικειμένου περιοριστικές του ανταγωνισμού συμπεριφορές (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, C-49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψεις 123 και 124). Επομένως, ένα τέτοιο επιχείρημα θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποδειχθεί λυσιτελές αν οι προσφεύγουσες αποδείκνυαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι οι επίμαχες ενέργειες περιόριζαν τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου, πράγμα που πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακύρωσης.

232    Στο μέτρο που, προβάλλοντας το επιχείρημα αυτό, οι προσφεύγουσες αποσκοπούν να προσκομίσουν απόδειξη περί του αντιθέτου προκειμένου να ανατρέψουν το τεκμήριο ότι, ερχόμενος σε συνεννόηση με τον διαπραγματευτή της Barclays και δραστηριοποιούμενος στην αγορά, ο διαπραγματευτής της Crédit Agricole έλαβε οπωσδήποτε υπόψη του τις πληροφορίες που είχε ανταλλάξει με τον ανταγωνιστή του για να καθορίσει τη συμπεριφορά του στην αγορά αυτή, εν προκειμένω τη στρατηγική διαπραγμάτευσής του, βάσει της μελλοντικής χειραγώγησης (βλ. σχετικά, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni C-49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 121, και της 8ης Ιουλίου 1999, Hüls κατά Επιτροπής, C-199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψη 162), διαπιστώνεται ότι μόνον ο ισχυρισμός ότι ο διαπραγματευτής δεν κατείχε σημαντική θέση κατά την ημερομηνία της σχεδιαζόμενης χειραγώγησης ή ότι η τράπεζά του κατείχε θέση αντίθετη προς τη σύμπραξη δεν αποτελεί τέτοια επαρκή απόδειξη περί του αντιθέτου, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν αποκλείουν από μόνα τους το τεκμήριο ότι η συνεννόηση επέτρεψε στον διαπραγματευτή να εξαλείψει τις αβεβαιότητες ως προς τη συμπεριφορά του στην αγορά, με αποτέλεσμα να εμποδιστεί, να περιοριστεί ή να νοθευτεί ο κανονικός ανταγωνισμός (πρβλ. κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, C‑449/11 P, Solvay Solexis κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:802, σκέψη 39).

233    Τρίτον, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλες τις συνιστώσες μιας σύμπραξης ή ότι έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο στις πτυχές στις οποίες έχει μετάσχει δεν ασκεί επιρροή για την απόδειξη της ύπαρξης παράβασης εκ μέρους της. Τα στοιχεία αυτά, σχετικά με το πλήθος και την εντατικότητα των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό ενεργειών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης ή των ελαφρυντικών περιστάσεων και, ενδεχομένως, κατά την επιμέτρηση του προστίμου (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C-99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψεις 197 και 199 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να αποδείξουν τον ήσσονος σημασίας, από ποιοτικής και ποσοτικής απόψεως, ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε η Crédit agricole στις επίμαχες πράξεις χειραγώγησης, λαμβανομένου υπόψη του ότι η σύλληψη, η οργάνωση και η εφαρμογή τους υπήρξαν έργο ενός διαπραγματευτή της τράπεζας A και ενός διαπραγματευτή της τράπεζας D, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή στο πλαίσιο της εξέτασης της συμμετοχής της Crédit agricole στις επίμαχες ενέργειες.

234    Ομοίως, τέταρτον, το γεγονός ότι η Crédit agricole είναι ήσσονος σημασίας παράγων στην αγορά των EIRD, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν μπορεί να αναιρέσει τη συμμετοχή της στις επίμαχες ενέργειες, από τη στιγμή που η Crédit agricole όντως δραστηριοποιείται στη συγκεκριμένη αγορά. Πράγματι, όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, οι ανταλλαγές εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με τις σχεδιαζόμενες χειραγωγήσεις των επιτοκίων αναφοράς παρείχαν τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες στις ανταλλαγές αυτές, ανεξαρτήτως της θέσης της τράπεζάς τους στην αγορά, να προσαρμόσουν τη στρατηγική διαπραγμάτευσης τους διαμορφώνοντας ανάλογα τα χαρτοφυλάκιά τους κατά τρόπον ώστε να αντλήσουν όφελος από το γεγονός ότι γνώριζαν τις επικείμενες πράξεις χειραγώγησης και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους ή να ελαχιστοποιήσουν τις ζημίες τους.

235    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, υπό την επιφύλαξη της εξέτασης του τετάρτου λόγου ακύρωσης (βλ. σκέψεις 230 και 231 ανωτέρω), ο τρίτος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

[παραλειπόμενα]

3.      Επί του χαρακτηρισμού της παράβασης από την Επιτροπή ως ενιαίας και διαρκούς (πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγος ακύρωσης που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής)

[παραλειπόμενα]

β)      Επί του έκτου λόγου ακύρωσης της προσφυγής, με τον οποίο αμφισβητείται ότι η Crédit agricole γνώριζε την ύπαρξη «συνολικού σχεδίου» και είχε τη βούληση να συμμετάσχει σε αυτό

[παραλειπόμενα]

1)      Επί του κατά πόσον η Crédit agricole γνώριζε την ύπαρξη «συνολικού σχεδίου»

[παραλειπόμενα]

i)      Επί του κατά πόσον η Crédit agricole γνώριζε τις παράνομες ενέργειες οι οποίες σχεδιάζονταν ή εφαρμόζονταν από άλλες επιχειρήσεις και συνίσταντο σε απόπειρες χειραγώγησης του Euribor

[παραλειπόμενα]

402    Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή διαθέτει, όπως επισήμανε και η ίδια, άμεσα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία τεκμηριώνουν ότι η Crédit agricole γνώριζε ότι συμμετείχε σε ενιαία παράβαση με άλλες τράπεζες, δεδομένου ότι οι διαπραγματευτές της ήξεραν ή μπορούσαν ευλόγως να προβλέψουν ότι οι επικοινωνίες για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 401 ανωτέρω εντάσσονταν σε «συνολικό σχέδιο» που υπερέβαινε το πλαίσιο των διμερών επαφών.

403    Πράγματι, πρώτον, ορθώς η Επιτροπή παραπέμπει, με την αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλόμενης απόφασης, στη συνομιλία της 16ης Οκτωβρίου 2006 ως ενδεικτική του ότι η Crédit agricole γνώριζε την ύπαρξη «συνολικού σχεδίου» και το γεγονός ότι άλλες τράπεζες συμμετείχαν στο σχέδιο αυτό.

404    Κατά την ως άνω συνομιλία, ο διαπραγματευτής της Barclays ζήτησε από τον διαπραγματευτή της Crédit agricole να πιέσει το ταμείο της τράπεζάς του για υποβολή υψηλής προσφοράς όσον αφορά το επιτόκιο Euribor-1M. Πριν από την αποδοχή του αιτήματος που του απευθύνθηκε, ο διαπραγματευτής της Crédit agricole ρώτησε ποιο όφελος θα μπορούσε να αποκομίσει από αυτό και ο διαπραγματευτής της Barclays τού απάντησε ότι θα μπορούσε να του ζητήσει «fixing» σύμφωνα με τις δικές του θέσεις διαπραγμάτευσης («ό,τι θέλεις, το δικαίωμα να μου ζητάς fixing στο ύψος που θέλεις και όταν το χρειάζεσαι»). Αργότερα, ο διαπραγματευτής της Crédit agricole ρώτησε τον διαπραγματευτή της Barclays πώς τα κατάφερε, παρά το χαμηλό επίπεδο του επιτοκίου Euribor. Σε απάντηση, ο διαπραγματευτής της Barclays τον ευχαρίστησε για τη συνεργασία του αναφορικά με την προσφορά από την τράπεζά του δηλώνοντας ότι, χάρη στις υψηλές προσφορές ορισμένων τραπεζών («φίλων»), μπόρεσε να αντισταθμίσει τις χαμηλές προσφορές των άλλων τραπεζών («εάν ορισμένα φιλαράκια δεν ήταν εκεί … είχα τουλάχιστον τέσσερις τράπεζες εναντίον μου σε αυτό το πράγμα»).

405    Από την ανάγνωση των συνομιλιών αυτών προκύπτει, αφενός, ότι ο διαπραγματευτής της Crédit agricole είχε επίγνωση του ότι η υψηλή προσφορά που είχε υποσχεθεί να ζητήσει από το ταμείο του αποτελούσε μέρος ενός «συνολικού σχεδίου» που αποσκοπούσε στη χειραγώγηση του επιπέδου του Euribor-1M της ημέρας εκείνης, κι ειδικότερα στην αύξησή του μέσω των συντονισμένων προσφορών διαφόρων τραπεζών. Με τον τρόπο αυτό συνέβαλε, με τη συμπεριφορά του, στην υλοποίηση του σχεδίου. Αφετέρου, επισημαίνοντας του ότι μπορούσε να του ζητήσει σε άλλες χρονικές στιγμές «fixing» για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, ο διαπραγματευτής της Barclays κατέστησε σαφές στον διαπραγματευτή της Crédit agricole ότι δεν επρόκειτο για απόπειρα μεμονωμένης χειραγώγησης του επιτοκίου Euribor, αλλά μάλλον για πρακτική που θα μπορούσε να επαναληφθεί.

406    Ομοίως, δεύτερον, επίσης ορθώς η Επιτροπή παραπέμπει, με την αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλόμενης απόφασης, και στη συνομιλία της 14ης Φεβρουαρίου 2007 ως ενδεικτική του ότι η Crédit agricole γνώριζε τόσο την ύπαρξη ενός «συνολικού σχεδίου» όσο και το γεγονός ότι οι άλλες τράπεζες συμμετείχαν σε αυτό.

407    Πράγματι, αφενός, από τη εν λόγω συζήτηση προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της Barclays αποκάλυψε στον διαπραγματευτή της Crédit agricole τα συστατικά στοιχεία της σχεδιαζόμενης χειραγώγησης για την ημερομηνία IMM της 19ης Μαρτίου 2007, ζητώντας του να την κρατήσει μυστική, ήτοι χειραγώγηση του spread μεταξύ δύο παραγώγων προϊόντων, των «futures» που αναπροσαρμόζονταν βάσει του Euribor-3M και των swaps που βασίζονταν στον EONIA στις 19 Μαρτίου 2007 [«η βάση θα πέσει», «spread στις τέσσερις μονάδες», (δηλαδή το spread μεταξύ EONIA και Euribor-3M επρόκειτο να μειωθεί στις τέσσερις μονάδες βάσης)]. Του γνωστοποίησε επίσης άλλα στοιχεία του σχεδίου τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επιτυχία του, επισημαίνοντάς του ότι έπρεπε να γίνει σταδιακή αύξηση των θέσεων «αγοράς» σε «futures» αναπροσαρμοζόμενα με βάση το Euribor-3M και παράλληλα να μειωθεί η αγορά σε μετρητά μέσω συντονισμένων ενεργειών («πληρώνεις EONIA και αγοράζεις future ... επί του IMM [·] την ημέρα του [IMM] σπρώχνεις το cash προς τα κάτω»), δηλαδή να δημιουργήσει θέσεις «πώλησης» στον EONIA και θέσεις «αγοράς» στο Euribor ενόψει του fixing της 19ης Μαρτίου 2007 και να μειώσει την αγορά σε μετρητά την ημέρα του fixing. Αφετέρου, ο διαπραγματευτής της Barclays ενημέρωσε τον διαπραγματευτή της Crédit agricole ότι η Deutsche Bank συμμετείχε σ’ αυτό το «συνολικό σχέδιο» («το ταμείο της Deutsche, είναι μέσα στο κόλπο») και του ανέφερε ότι θα ήταν συμφέρον να εμπλακούν τέσσερις ή πέντε τράπεζες στο σχέδιο («αν καταφέρουμε να βάλουμε τέσσερα-πέντε ταμεία μέσα σε αυτό, βλέπεις;»).

408    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της Crédit agricole ήταν ενήμερος για τη συμμετοχή της Deutsche Bank στο σχέδιο που περιγράφηκε ανωτέρω Επιπλέον, ακόμη και αν η ταυτότητα των άλλων τραπεζών δεν αποκαλύφθηκε στον διαπραγματευτή της Crédit agricole, ο τελευταίος γνώριζε ότι ο διαπραγματευτής της Barclays σκόπευε να κινητοποιήσει ικανό αριθμό τραπεζών για να εμπλακούν στο σχέδιο.

409    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Crédit agricole γνώριζε τις παράνομες ενέργειες τις οποίες σχεδίασαν ή πραγματοποίησαν άλλοι συμμετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας την αλλοίωση των ταμειακών ροών μέσω συντονισμένων δράσεων που απέβλεπαν στη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor στις 16 Οκτωβρίου 2006 και στις 19 Μαρτίου 2007.

410    Επιπλέον, ακόμη και αν δεν διέθετε άμεσες αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι οι διαπραγματευτές της Crédit agricole γνώριζαν για τη συμμετοχή άλλων τραπεζών σε άλλες απόπειρες χειραγώγησης του επιτοκίου Euribor που είχαν ληφθεί υπόψη εις βάρος της Crédit agricole, η Επιτροπή μπορούσε να συναγάγει ότι οι διαπραγματευτές αυτοί ήταν ευλόγως σε θέση να προβλέψουν μια τέτοια συμμετοχή, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 354 ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη του ότι η Crédit agricole ήταν ενήμερη για τη συμμετοχή των άλλων τραπεζών σε αυτό το είδος συμπεριφοράς ήδη από τις 16 Οκτωβρίου 2006. Η Crédit Agricole θα μπορούσε επομένως ευλόγως να προβλέψει ότι κάθε περαιτέρω προσπάθεια χειραγώγησης θα γινόταν μόνο μέσω συντονισμένης δράσης πολλών τραπεζών. Συνεπώς, κακώς οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι διαπραγματευτές γνώριζαν για τη συμμετοχή των άλλων τραπεζών στις απόπειρες χειραγώγησης των επιτοκίων μόνον όσον αφορά τις πράξεις χειραγώγησης της 16ης Οκτωβρίου 2006 και της 19ης Μαρτίου 2007 ή μια ορισμένη περίοδο συμμετοχής της Crédit agricole στην ενιαία παράβαση την οποία διαπίστωσε η Επιτροπή.

411    Στο πλαίσιο αυτό, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η Crédit agricole δεν γνώριζε ότι οι επαφές, ιδίως μεταξύ των διαπραγματευτών της Barclays και της Deutsche Bank, ήταν εντατικές και καθημερινές ούτε ότι ο διαπραγματευτής της Barclays είχε περισσότερο ή λιγότερο εντατικές επαφές με τις άλλες εμπλεκόμενες τράπεζες.

412    Επίσης δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο διαπραγματευτής της Crédit agricole εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον ήταν εφικτό να υλοποιηθεί το σχέδιο για την πράξη χειραγώγησης της 19ης Μαρτίου 2007. Πράγματι, το ότι δεν πίστευε στην προοπτική επιτυχίας του σχεδίου, καίτοι όχι κατηγορηματικά, αφού δηλώνει ότι «σε κάθε περίπτωση, αξίζει μια προσπάθεια», ουδόλως αποδεικνύει ότι δεν ήταν ενήμερος για τη συμμετοχή της Deutsche Bank και, ενδεχομένως, των άλλων τραπεζών στην εφαρμογή του σχεδίου αυτού.

ii)    Επί του κατά πόσον η Crédit agricole γνώριζε τις λοιπές ενέργειες που εντάσσονταν στο πλαίσιο της ενιαίας παράβασης και σχεδιάζονταν ή πραγματοποιούνταν από άλλες επιχειρήσεις

413    Αναφορικά με το ζήτημα εάν η Επιτροπή μπορούσε να καταλογίσει στην Crédit agricole, λόγω της συμμετοχής της στην ενιαία παράβαση, το σύνολο των ενεργειών των άλλων εμπλεκόμενων τραπεζών, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει για τη διαπίστωση ότι η Crédit agricole γνώριζε την ύπαρξη συνολικού σχεδίου με σκοπό τη χειραγώγηση, σε διάφορες ημερομηνίες, του επιτοκίου Euribor (βλ. σκέψεις 402 έως 408 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε κανένα άμεσο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η Crédit agricole γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το ότι επικοινωνίες που είχαν οι διαπραγματευτές της με τον διαπραγματευτή της Barclays όσον αφορά τις πληροφορίες για τις στρατηγικές ή τις προθέσεις στον τομέα του καθορισμού των τιμών υπερέβαιναν το πλαίσιο των διμερών επαφών και αποτελούσαν μέρος ενός «συνολικού σχεδίου» στο οποίο συμμετείχαν άλλες τράπεζες.

414    Ομοίως, τα έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία, θεωρούμενα συνολικά ως δέσμη ενδείξεων, δεν αρκούν για να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον ότι η Crédit agricole γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι υπήρχε τέτοιο συνολικό σχέδιο ή ότι μπορούσε ευλόγως να προβλέψει την ύπαρξή του, ώστε να δικαιολογείται ο καταλογισμός στην Crédit agricole του συνόλου των ενεργειών των άλλων τραπεζών οι οποίες εντάσσονταν στον εν λόγω ενιαίο σκοπό, ανεξαρτήτως του αν συμμετείχε η ίδια άμεσα σε αυτές ή όχι.

415    Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει μόνον, στις αιτιολογικές σκέψεις 457 έως 465, λόγους σχετικούς με την ίδια τη φύση της σύμπραξης και τη λειτουργία της αγοράς των EIRD, οι οποίοι αφορούν το σύνολο των τραπεζών που μετείχαν στη σύμπραξη και οι οποίοι υπομνήσθηκαν στη σκέψη 396 ανωτέρω. Οι λόγοι αυτοί, εξεταζόμενοι μεμονωμένα ή συνολικά, δεν δικαιολογούν τον καταλογισμό στην Crédit agricole των ενεργειών των άλλων τραπεζών στις οποίες η ίδια, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συμμετείχε άμεσα, πέραν των περιγραφόμενων στις σκέψεις 409 και 40 ανωτέρω, διότι κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 360 ανωτέρω.

416    Πράγματι, ορθώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν τεκμηριώνει την ύπαρξη κανενός συνδέσμου μεταξύ, αφενός, του ειδικού πλαισίου εντός του οποίου λειτουργούν οι διαπραγματευτές, όπως αυτό περιγράφηκε στην αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι του ότι οι συνομιλίες τους καταγράφονται και ελέγχονται, ότι οι επαφές τους είναι αποκλειστικά διμερείς, ότι χρησιμοποιούν κωδικοποιημένη γλώσσα και ότι επικοινωνούν μεταξύ τους τακτικά, πάντοτε για το ίδιο είδος συναλλαγών, και, αφετέρου, του ότι η Crédit agricole γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις ενέργειες των λοιπών τραπεζών όσον αφορά τις στρατηγικές και τις προθέσεις στον τομέα του καθορισμού των τιμών στις οποίες η ίδια δεν συμμετείχε.

417    Η Επιτροπή υποστηρίζει επ’ αυτού ότι η αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές της σκέψεις 459 έως 464. Ωστόσο, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι οι λόγοι που προβάλλονται στις αιτιολογικές σκέψεις 459 έως 462 της προσβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσαν να στηρίξουν, στην καλύτερη περίπτωση, το συμπέρασμα ότι οι διαπραγματευτές όφειλαν να γνωρίζουν την εμπλοκή των άλλων τραπεζών στις ενέργειες που απέβλεπαν στη χειραγώγηση των επιτοκίων Euribor, αλλά όχι στις ενέργειες οι οποίες συνίσταντο σε επικοινωνίες με αντικείμενο τις στρατηγικές ή τις προθέσεις αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών.

418    Πρώτον, η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 459 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση ότι, μέσω των διμερών επαφών τους, οι διαπραγματευτές γνώριζαν ότι οι διαπραγματευτές άλλων τραπεζών ήταν διατεθειμένοι να μετάσχουν στον ίδιο τύπο συμπαιγνιακών ενεργειών όσον αφορά τις συνιστώσες καθορισμού των τιμών και άλλων όρων διαπραγμάτευσης των EIRD, ισχύει για την Crédit agricole μόνον όσον αφορά τις επικοινωνίες σχετικά με τη χειραγώγηση του Euribor (βλ. σκέψεις 403 έως 408 ανωτέρω). Αντιθέτως, σε καμία από τις διμερείς συνομιλίες ως προς τις στρατηγικές καθορισμού των τιμών, ο διαπραγματευτής της Barclays δεν αποκάλυψε στον διαπραγματευτή της Crédit agricole ότι οι λοιποί διαπραγματευτές μετείχαν σε τέτοιες επικοινωνίες ή ότι οι ίδιες πληροφορίες αντηλλάγησαν με τους άλλους διαπραγματευτές.

419    Δεύτερον, η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλόμενης απόφασης μνεία σε «ευρέως διαδεδομένη γνώση», μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, του γεγονότος ότι η διαδικασία καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς είχε δηλωτικό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, ότι οι τράπεζες-μέλη της ομάδας μπορούσαν να καθυστερήσουν να υποβάλουν προσφορά αναλόγως με το συμφέρον τους κατά τον χρόνο υποβολής της, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε αποδεδειγμένο γεγονός, ασκεί επιρροή μόνον όσον αφορά τις πρακτικές με σκοπό τη χειραγώγηση των εν λόγω επιτοκίων αναφοράς. Το ίδιο ισχύει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ασκεί επιρροή προς απόδειξη της γνώσης της εμπλοκής των άλλων τραπεζών στις συμπαιγνιακές πρακτικές, για το γεγονός που επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 461 και 462 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διαπραγματευτές δεν ήταν δυνατόν να αγνοούν ότι, αν περισσότερες τράπεζες τροποποιούσαν τις προσφορές τους την ίδια ημέρα και για τον ίδιο χρόνο λήξης του Εuribor, ο δυνητικός αντίκτυπος επί του επιτοκίου αναφοράς θα αυξανόταν κατ’ αναλογία προς τον αριθμό των εμπλεκόμενων τραπεζών, οπότε ο βαθμός επιτυχίας των συμπαιγνιακών πρακτικών εξαρτιόταν, σε μεγάλο βαθμό, από τη συμμετοχή περισσότερων τραπεζών. Αντιθέτως, καμία σχέση δεν μπορεί να αποδειχθεί μεταξύ των διεργασιών καθορισμού του επιπέδου του Euribor μέσω των προσφορών των μελών της ομάδας, στις οποίες αναφέρονται οι ως άνω διαπιστώσεις, και των μνημονευόμενων στην αιτιολογική σκέψη 358, στοιχείο ζʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης ενεργειών, οι οποίες αφορούν επικοινωνίες σχετικά με τις προθέσεις και τις στρατηγικές στον τομέα του καθορισμού των τιμών, όπως οι «runs» ή οι «mids».

420    Εν συνεχεία, τα γεγονότα τα οποία εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή ότι, πρώτον, οι διαπραγματευτές των οικείων τραπεζών δραστηριοποιούνταν στον τομέα των EIRD εδώ και πολλά έτη, δεύτερον, οι διμερείς επαφές γίνονταν μεταξύ των διαπραγματευτών των τραπεζών που ήταν ανάμεσα στους σημαντικότερους παράγοντες της αγοράς και, τρίτον, οι διαπραγματευτές δεν εξέφραζαν έκπληξη όταν τους προσέγγιζαν για ενδεχόμενη συνεννόηση, είναι άνευ σημασίας όσον αφορά τη διαπίστωση του κατά πόσον η Crédit agricole είχε γνώση των ενεργειών στις οποίες δεν συμμετείχε άμεσα. Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η γνώση του ότι «υπήρχε ένα ισχυρό δίκτυο πίσω από τον διαπραγματευτή που διεξήγε με αυτούς αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συζητήσεις», στην οποία επίσης αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλόμενης απόφασης, εκκινεί από απλή εικασία που δεν τεκμηριώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο μιας τέτοιας γνώσης εκ μέρους της Crédit agricole, σχετικά με την ύπαρξη και την ισχύ ενός τέτοιου δικτύου, και δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από την επικοινωνία της 14ης Φεβρουαρίου 2007 μεταξύ του διαπραγματευτή της Crédit agricole και του διαπραγματευτή της Barclays, την οποία επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της εκτίμησης αυτής. Πράγματι, από τη συγκεκριμένη επικοινωνία προκύπτει, βεβαίως, ότι ο διαπραγματευτής της Crédit agricole ενημερώθηκε για την εμπλοκή της Deutsche Bank στις απόπειρες χειραγώγησης των επιτοκίων και για την πρόθεση του διαπραγματευτή της Barclays να εμπλέξει περισσότερες τράπεζες στις σχετικές απόπειρες (βλ. σκέψεις 406 έως 408 ανωτέρω). Εντούτοις, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Crédit agricole είχε λάβει γνώση της εμπλοκής των λοιπών τραπεζών σε ενέργειες άλλες από εκείνες που απέβλεπαν στη χειραγώγηση των επιτοκίων και, ακόμη λιγότερο, της ύπαρξης δικτύου επαφών το οποίο είχε ως αντικείμενο την ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών επί των στρατηγικών ή των προθέσεων αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών.

421    Τέλος, το στοιχείο το οποίο επισημαίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 465 της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή ότι οι καταγραφές των συνομιλιών των διαπραγματευτών διευκολύνουν την τράπεζα να εντοπίσει τυχόν αθέμιτη συμπεριφορά των υπαλλήλων της, άπτεται, στην καλύτερη περίπτωση, του ζητήματος αν οι ενέργειες στις οποίες μετείχαν οι διαπραγματευτές της τράπεζας μπορούν να της καταλογιστούν, πλην όμως το σχετικό επιχείρημα απορρίφθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του όγδοου λόγου ακύρωσης (βλ. σκέψη 350 ανωτέρω). Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 413 ανωτέρω, κανένα αποδεικτικό στοιχείο προερχόμενο από τις καταγραφές των διμερών επικοινωνιών μεταξύ του διαπραγματευτή της Barclays και των διαπραγματευτών της Crédit agricole με αντικείμενο τις πληροφορίες για τις στρατηγικές ή τις προθέσεις αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών δεν μπορεί να θεμελιώσει το συμπέρασμα ότι οι επικοινωνίες αυτές υπερέβαιναν τα όρια των διμερών επαφών και αποτελούσαν μέρος ενός «συνολικού σχεδίου» στο οποίο μετείχαν άλλες τράπεζες.

422    Η Επιτροπή φαίνεται επίσης να υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι όλες οι επίμαχες ενέργειες κατέτειναν στον ίδιο σκοπό (ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο του πέμπτου λόγου ακύρωσης), το γεγονός ότι διαπιστώθηκε ότι η Crédit agricole γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την εμπλοκή των άλλων τραπεζών σε ενέργειες που απέβλεπαν σε απόπειρες χειραγώγησης του επιτοκίου Euribor αρκούσε για να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα αναφορικά με την εκ μέρους της Crédit agricole γνώση της συμμετοχής των άλλων τραπεζών στις άλλες ενέργειες.

423    Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι η διαπίστωση της ύπαρξης ενιαίας παράβασης διαφέρει από το ζήτημα εάν η ευθύνη για το σύνολο της παράβασης αυτής μπορεί να καταλογιστεί σε μια επιχείρηση (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C-99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 174). Εξάλλου, το γεγονός ότι συγκεκριμένη συμφωνία στην οποία μετέσχε μια επιχείρηση επιδίωκε τον ίδιο σκοπό με μια συνολική σύμπραξη δεν αρκεί ώστε να καταλογιστεί στην ως άνω επιχείρηση συμμετοχή στη συνολική σύμπραξη. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται μόνο εάν υπάρχει σύμπτωση βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να γνωρίζει τη γενική έκταση και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συνολικής σύμπραξης (βλ. απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2014, Soliver κατά Επιτροπής, T-68/09, EU:T:2014:867, σκέψεις 62 και 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

424    Επομένως, εν προκειμένω, δεν είναι δυνατόν να καταλογιστεί στην Crédit agricole η ευθύνη για το σύνολο των παράνομων ενεργειών στο πλαίσιο της ενιαίας παράβασης, συμπεριλαμβανομένων των επικοινωνιών οι οποίες αφορούσαν τις στρατηγικές και τις προθέσεις αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών και στις οποίες αυτή δεν συμμετείχε άμεσα, απλώς και μόνον επειδή, αφενός, γνώριζε τις ενέργειες των λοιπών τραπεζών με στόχο τη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor και, αφετέρου, οι πρακτικές αυτές επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό με εκείνες που αφορούσαν τις στρατηγικές και τις προθέσεις αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών.

425    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δέσμη ενδείξεων στην οποία στηρίζεται η Επιτροπή, εκτιμώμενη συνολικά και σε συνδυασμό με τα άμεσα αποδεικτικά στοιχεία της γνώσης των παραβατικών ενεργειών που σχεδιάστηκαν ή πραγματοποιήθηκαν από άλλες επιχειρήσεις και συνίσταντο σε απόπειρες χειραγώγησης του Euribor, όπως εξετάστηκαν στις σκέψεις 402 έως 412 ανωτέρω, δεν αντιστοιχεί σε σοβαρές, ακριβείς και συγκλίνουσες αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει χωρίς καμία αμφιβολία ότι η Crédit agricole γνώριζε ότι οι επικοινωνίες της με την Barclays όσον αφορά τις προθέσεις και τις στρατηγικές αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών υπερέβαιναν το διμερές πλαίσιο και εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχέδιο στο οποίο εμπλέκονταν και άλλες τράπεζες ή ότι μπορούσε ευλόγως να το προβλέψει και να αποδεχθεί τον σχετικό κίνδυνο.

426    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η συμμετοχή της Crédit agricole σε ενιαία παράβαση μπορούσε να διαπιστωθεί μόνον όσον αφορά, αφενός, τις δικές της ενέργειες για την τέλεση της εν λόγω παράβασης και, αφετέρου, τις ενέργειες των λοιπών τραπεζών οι οποίες εντάσσονταν στο πλαίσιο των προσπαθειών χειραγώγησης του επιτοκίου Euribor.

427    Συναφώς, πρέπει ακόμη να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απόφαση της Επιτροπής με την οποία μια συνολική σύμπραξη χαρακτηρίζεται ως ενιαία και διαρκή παράβαση δεν μπορεί να κατατμηθεί παρά μόνον εάν, αφενός, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι της προσαπτόταν επίσης καθεμία από τις ενέργειες που συγκροτούσαν την παράβαση, και επομένως να μπορέσει να προβάλει σχετικούς αμυντικούς ισχυρισμούς, και εάν, αφετέρου, η απόφαση της Επιτροπής ήταν αρκούντως σαφής επί του ζητήματος (πρβλ. απόφαση της 6η Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C-441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 46). Εν προκειμένω, η Επιτροπή προέβη σαφώς σε διάκριση, τόσο με την ανακοίνωση των αιτιάσεων όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), μεταξύ των διαφόρων ενεργειών που προσάπτονταν στις μετέχουσες στη σύμπραξη τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Crédit agricole, και συγκροτούσαν την ενιαία και διαρκή παράβαση. Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 363 ανωτέρω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 365, 387, 393 και 442 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενέργειες αυτές είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού όχι μόνον συλλογικά, αλλά και σε ατομική βάση.

428    Επομένως, ορθώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακύρωσης, ότι η Επιτροπή κακώς καταλόγισε στην Crédit agricole και άλλες ενέργειες πέραν εκείνων που προσδιορίστηκαν στη σκέψη 426 ανωτέρω. Επομένως, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακύρωσης είναι εν μέρει βάσιμο.

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί του αιτήματος ακύρωσης του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης και του αιτήματος μείωσης του προστίμου

[παραλειπόμενα]

1.      Επί του αιτήματος ακύρωσης του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

[παραλειπόμενα]

α)      Επί της χρήσης των εσόδων σε μετρητά για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων

[παραλειπόμενα]

2)      Επί του καθορισμού του συντελεστή μείωσης 98,849 % τον οποίο εφάρμοσε η Επιτροπή

[παραλειπόμενα]

i)      Επί της τήρησης της υποχρέωσης αιτιολόγησης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ο συντελεστής μείωσης

[παραλειπόμενα]

512    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης στο 98,849 %.

513    Εντούτοις, η υπό κρίση αιτίαση του τέταρτου σκέλους του ένατου λόγου ακύρωσης θα μπορούσε να κριθεί εν τέλη αβάσιμη εφόσον προκύψει ότι η Επιτροπή είχε θεραπεύσει τη διαπιστωθείσα ανεπαρκή αιτιολογία εκδίδοντας την τροποποιητική απόφαση (βλ. σκέψεις 21 έως 23 ανωτέρω). Επομένως, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης τους οποίους προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπομνήματος προσαρμογής αμφισβητώντας τη νομιμότητα της έκδοσης της τροποποιητικής απόφασης από την Επιτροπή.

ii)    Επί της τροποποιητικής απόφασης

[παραλειπόμενα]

516    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να θεραπεύσει, μέσω της τροποποιητικής απόφασης, την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, την οποία διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-105/17, EU:T:2019:675).

517    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, μολονότι η Επιτροπή μπορεί, κατ’ αρχήν, να τροποποιήσει μια απόφαση μετά την έκδοσή της, δεν έχει, αντιθέτως, αρμοδιότητα να εκδώσει, όπως εν προκειμένω, απόφαση που να διορθώνει ή να συμπληρώνει την ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να προσαρμόζει το διατακτικό της, ενόσω εκκρεμεί ένδικη διαδικασία με αντικείμενο την ακύρωσή της. Εν προκειμένω, η Επιτροπή ήταν κατά μείζονα λόγο αναρμόδια να εκδώσει την τροποποιητική απόφαση διότι, στην πραγματικότητα, αναπτύσσει εκεί διαφορετική αιτιολογία από εκείνη της προσβαλλόμενης απόφασης.

518    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων των προσφευγουσών και εκτιμά ότι είχε τη δυνατότητα να εκδώσει, τηρώντας τους τύπους και τις διαδικασίες που προβλέπει συναφώς η Συνθήκη, την τροποποιητική απόφαση προκειμένου να συμπληρώσει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, διευκρινίζοντας περαιτέρω τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης, χωρίς να την τροποποιήσει. Κατά την άποψή της, η νομολογία σχετικά με την αδυναμία θεραπείας της πλημμελούς αιτιολογίας ατομικής απόφασης κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Δεδομένου ότι με την έκδοση της τροποποιητικής απόφασης δόθηκε στις προσφεύγουσες η δυνατότητα να προσαρμόσουν την προσφυγή τους προκειμένου να αντικρούσουν το κύρος της επίμαχης μεθοδολογίας, διασφαλίστηκαν τα διαδικαστικά δικαιώματά τους και το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να ασκήσει πλήρως τον δικαστικό του έλεγχο.

519    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε και η ίδια η Επιτροπή, η εξουσία της να εκδίδει συγκεκριμένη πράξη πρέπει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει και την εξουσία τροποποίησής της, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις οι οποίες διέπουν την αρμοδιότητά της καθώς και ο τύπος και οι διαδικασίες που προβλέπονται σχετικά από τη Συνθήκη (απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Lucchini κατά Επιτροπής, T-91/10, EU:T:2014:1033, σκέψη 108), πράγμα το οποίο δέχονται οι προσφεύγουσες. 

520    Εντούτοις, διαπιστώνεται επίσης ότι, όπως υποστηρίζουν και οι προσφεύγουσες, από το διατακτικό της τροποποιητικής απόφασης, καθώς και από τις αιτιολογικές της σκέψεις 11 έως 13, προκύπτει σαφώς ότι η απόφαση αυτή αποσκοπεί μόνον στη συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να τροποποιεί το διατακτικό της, και ότι, ως εκ τούτου, το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης «παραμένουν σε ισχύ».

521    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εκδίδοντας την τροποποιητική απόφαση, η Επιτροπή δεν εξέδωσε απόφαση που να τροποποιεί το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά μόνον συμπλήρωσε την αιτιολογία στην οποία φέρεται να στηριζόταν το διατακτικό της, όπερ επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, και η ίδια η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 518 ανωτέρω).

522    Επομένως, η τροποποιητική απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί νέα απόφαση με την οποία τροποποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 519 ανωτέρω, αλλά πρέπει να εξομοιωθεί με συμπλήρωση αιτιολογία στην οποία προέβη η καθής στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας. Κατά πάγια νομολογία όμως, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται δεκτό ότι η έλλειψη αιτιολογίας καλύπτεται επειδή ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της απόφασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C-521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 149, της 19ης Ιουλίου 2012, Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής, C-628/10 P και C-14/11 P, EU:C:2012:479, σκέψη 74, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-95/15, EU:T:2016:722, σκέψη 46).

523    Δεν υφίσταται ούτε δικαίωμα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να θεραπεύουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης τις ανεπαρκώς αιτιολογημένες αποφάσεις τους ούτε υποχρέωση του τελευταίου να λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολόγησης, τις συμπληρωματικές εξηγήσεις τις οποίες παρέχει ο εκδότης της επίμαχης πράξης για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της δίκης. Σε μια τέτοια νομική κατάσταση, θα υπήρχε ο κίνδυνος να συσκοτιστεί η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Διοίκησης και του δικαστή της Ένωσης, να αποδυναμωθεί ο έλεγχος νομιμότητας και να υπονομευθεί η άσκηση του δικαιώματος προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C-114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψη 58).

524    Τυχόν διευκρινίσεις οι οποίες παρέχονται από τον εκδότη της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας και συμπληρώνουν μια αιτιολογία που δεν είναι, από μόνη της, ήδη επαρκής είναι αδύνατον να εξομοιωθούν με την καθεαυτήν εκπλήρωση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, έστω και αν ενδέχεται, στον βαθμό που παρέχουν στο θεσμικό όργανο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η απόφασή του, να είναι χρήσιμες για τον έλεγχο της εσωτερικής συνοχής της αιτιολογίας της απόφασης, όπως αυτός ασκείται από τον δικαστή της Ένωσης. Επομένως, πρόσθετες εξηγήσεις, οι οποίες βαίνουν πέραν των επιταγών της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ενδέχεται να συμβάλλουν στο να αντιληφθούν καλύτερα οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους επιβάλλεται και, γενικότερα, να εξυπηρετούν τη διαφάνεια της δράσης της Διοίκησης και να διευκολύνουν το Γενικό Δικαστήριο στην άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να κρίνει, πέραν της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, τον πρόσφορο χαρακτήρα του επιβληθέντος προστίμου. Ωστόσο, η ευχέρεια αυτή δεν σημαίνει ότι μεταβάλλεται το εύρος των απαιτήσεων που απορρέουν από την υποχρέωση αιτιολόγησης (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, Cascades κατά Επιτροπής, C-279/98 P, EU:C:2000:626, σκέψεις 45 και 47).

525    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 512 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης. Η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τελούσε σε πραγματική αδυναμία να αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να γίνει, κατ’ εξαίρεση, δεκτή η συμπληρωματική αιτιολογία που παρασχέθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C-114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψη 59). Ως εκ τούτου, και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα αν η μεθοδολογία που επεξηγείται λεπτομερέστερα στην τροποποιητική απόφαση ήταν όντως αυτή στην οποία στηριζόταν η προσβαλλόμενη απόφαση και, κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί το μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων το οποίο πρότεινε η Επιτροπή, κρίνεται ότι, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 522 έως 524 ανωτέρω, δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης στην οποία προχώρησε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης.

526    Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον γίνονται δεκτές οι αιτιάσεις τις οποίες διατύπωσαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακύρωσης που προέβαλαν με το υπόμνημα προσαρμογής, πρέπει να απορριφθεί η συμπληρωματική αιτιολογία η οποία προστέθηκε με την τροποποιητική απόφαση κατά τη διάρκεια της δίκης, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά αιτήματα, οι αιτιάσεις και οι λόγοι ακύρωσης που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπομνήματος αυτού ή να ληφθεί το μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας το οποίο πρότειναν, δεδομένου ότι αφορά το βάσιμο των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην τροποποιητική απόφαση σχετικά με τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης.

527    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι είναι βάσιμη η αιτίαση με την οποία προσάπτεται στην Επιτροπή ανεπαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης.

β)      Επί της ανακολουθίας των μεθόδων που χρησιμοποίησαν οι τράπεζες για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων και επί της παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης λόγω της έλλειψης ελέγχου του ζητήματος αυτού από την Επιτροπή

[παραλειπόμενα]

2)      Επί της αιτίασης με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης λόγω ανεπαρκούς εξακρίβωσης των στοιχείων που προσκομίστηκαν οι τράπεζες

557    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του ένατου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης, στον βαθμό που δεν ήλεγξε αν ήταν συνεπείς οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο σχετικά με την αξία των πωλήσεων και δεν προέβη σε κανένα συμπληρωματικό μέτρο έρευνας, προκειμένου να βεβαιωθεί για την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

558    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είχε λάβει «όλες τις προφυλάξεις για να αποφύγει τις αποκλίσεις μεταξύ των αξιών που γνωστοποίησαν οι τράπεζες», δεδομένου ότι, αφενός, υπέβαλε την ίδια ακριβώς σαφή και λεπτομερή αίτηση παροχής πληροφοριών σε όλα τα συμμετέχοντα μέρη, ανέλαβε τον συντονισμό και απαίτησε να συνοδεύονται οι απαντήσεις από μεθοδολογικό σημείωμα και, αφετέρου, ανεξάρτητος εξωτερικός έλεγχος πιστοποίησε την ακρίβεια των υπολογισμών που της υποβλήθηκαν.

559    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν υφίσταται γενική υποχρέωση της Επιτροπής να προβαίνει σε εξακρίβωση των πληροφοριών που παρέχονται σε απάντηση αίτησης παροχής πληροφοριών, εφόσον δεν υφίστανται ενδείξεις περί της ανακρίβειας των προσκομισθέντων πληροφοριακών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Spira κατά Επιτροπής, T-108/07 και T-354/08, EU:T:2013:367, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

560    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι πλείονες ενδείξεις κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 559 ανωτέρω θα έπρεπε να έχουν δημιουργήσει στην Επιτροπή αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως ομοιόμορφο χαρακτήρα των μεθοδολογιών τις οποίες ακολούθησαν οι ενδιαφερόμενες τράπεζες για να παράσχουν τα ζητηθέντα στοιχεία.

561    Πρώτον, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι είχε ειδοποιηθεί από τα συμμετέχοντα μέρη για τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν απαντώντας στο ερωτηματολόγιο. Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, το γεγονός το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δηλαδή ότι η Société Générale (αιτιολογική σκέψη 703 της προσβαλλόμενης απόφασης, βλ. σκέψη 11 ανωτέρω) και η JP Morgan (αιτιολογική σκέψη 680 της προσβαλλόμενης απόφασης) υπέβαλαν αυθορμήτως διορθωμένα στοιχεία προβαίνοντας σε σημαντικές αναθεωρήσεις των αρχικώς υποβληθέντων, αποδεικνύει την ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών. Επισημαίνεται ότι τα αναθεωρημένα αυτά στοιχεία έγιναν δεκτά από την Επιτροπή.

562    Δεύτερον, ορθώς επίσης οι προσφεύγουσες επισημαίνουν τις διαφορές μεταξύ των μεθοδολογικών σημειωμάτων των ενδιαφερόμενων τραπεζών, τόσο όσον αφορά τη σημαντική απόκλιση στην έκτασή τους όσο και την ανομοιογένεια του επιπέδου των πληροφοριών που παρείχαν οι τράπεζες.

563    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τις ανακολουθίες μεταξύ των πλασματικών ποσών που δήλωσαν οι ενδιαφερόμενες τράπεζες ως ένδειξη ανακολουθιών στα στοιχεία τα οποία υπέβαλαν οι διάδικοι σε απάντηση της αίτησης παροχής πληροφοριών. Βεβαίως, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 700 της προσβαλλόμενης απόφασης, εν προκειμένω δεν στήριξε την αξία των πωλήσεων σε πλασματικά ποσά αλλά στα έσοδα των τραπεζών σε μετρητά. Ωστόσο, από την έκθεση επί της αξίας των πωλήσεων προκύπτει ότι τα πλασματικά ποσά και τα έσοδα σε μετρητά τα οποία παρέδωσαν οι διάφορες τράπεζες δεν παρουσιάζουν συνοχή μεταξύ τους. Εξ αυτού προκύπτει ότι το ύψος των πλασματικών ποσών δεν στερείται παντελώς σημασίας ως ένδειξη ανακολουθίας στις μεθοδολογίες που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο των απαντήσεων στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον καθορισμό των εσόδων των τραπεζών σε μετρητά.

564    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ακόμη ότι, κατά την ακρόαση, οι προσφεύγουσες είχαν επιστήσει την προσοχή της Επιτροπής στην ύπαρξη ορισμένων αντιφάσεων στις απαντήσεις που είχαν δώσει στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών τα άλλα συμμετέχοντα μέρη (βλ. σκέψεις 58 και 60 ανωτέρω).

565    Δεδομένων των ενδείξεων αυτών, η Επιτροπή όφειλε να συνεχίσει την έρευνά της, τηρώντας την αρχή της χρηστής διοίκησης και, ειδικότερα, την υποχρέωσή της επιμελούς εξέτασης, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι τα στοιχεία σχετικά με τα έσοδα σε μετρητά, τα οποία αποτελούσαν τη βάση υπολογισμού του προστίμου, θα υπολογίζονταν σύμφωνα με αρκούντως ομοιόμορφες μεθόδους ώστε να δοθεί προσήκουσα απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών.

566    Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι δεν ζήτησε διευκρινίσεις από τους διαδίκους ούτε όσον αφορά τα στοιχεία των απαντήσεών τους στην αίτηση παροχής πληροφοριών ούτε όσον αφορά τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν για τον υπολογισμό των ζητούμενων δεδομένων.

567    Στο μέτρο που η Επιτροπή παραπέμπει στην έκθεση οικονομικού ελέγχου η οποία συνοδεύει καθεμία από τις απαντήσεις των ενδιαφερόμενων τραπεζών, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι εναπέκειτο στους ελεγκτές να εξακριβώσουν την καταλληλότητα των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο των απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών (αιτιολογική σκέψη 678 της προσβαλλόμενης απόφασης), ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί να ευδοκιμήσει.

568    Συγκεκριμένα, από το τμήμα I.2. σημείο ii, των οδηγιών που συνοδεύουν την αίτηση παροχής πληροφοριών προκύπτει ότι τα ζητηθέντα «στοιχεία» έπρεπε να εξακριβωθούν από ελεγκτική εταιρία ή από ελεγκτή και ότι η απάντηση έπρεπε να συνοδεύεται από βεβαίωση στην οποία να αναφέρεται ότι τα «στοιχεία» εξακριβώθηκαν. Αντιθέτως προς ό, τι προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 678 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είναι απαραίτητο μια τέτοια οδηγία να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι εκθέσεις ή τα πορίσματα των ανεξάρτητων ελεγκτών έπρεπε να επιβεβαιώνουν, πέραν του ότι τα παρασχεθέντα δεδομένα ήταν ορθά, και ότι η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τον υπολογισμό τους ήταν κατάλληλη προς απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών. Οι προσφεύγουσες στηρίζονται συναφώς στα σχόλια που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις λογιστικού ελέγχου τις οποίες συνέταξε ελεγκτική εταιρία όσον αφορά τους υπολογισμούς τους και στις καταρτισθείσες, μεταξύ άλλων, για την τράπεζα A, την τράπεζα C και την JP Morgan εκθέσεις, των οποίων η ορθότητα, από πλευράς αριθμητικών δεδομένων, δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή. Από τα σχόλια αυτά προκύπτει ότι οι ανεξάρτητοι ελεγκτές είχαν θεωρήσει ότι η αποστολή τους συνίστατο στην εξακρίβωση της ορθής εφαρμογής της εκάστοτε μεθόδου την οποία είχε επιλέξει κάθε τράπεζα και όχι στην αμφισβήτηση της μεθόδου αυτής με γνώμονα την περίμετρο του πεδίου που οριοθετούσαν οι απαντήσεις ατην αίτηση παροχής πληροφοριών.

569    Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, παρότι υπήρχαν ενδείξεις επαρκείς για να γεννήσουν αμφιβολίες ως προς την ομοιομορφία των μεθοδολογιών που ακολούθησαν οι ενδιαφερόμενες τράπεζες για τον υπολογισμό των εσόδων τους σε μετρητά, η Επιτροπή δεν έλαβε πρόσθετα μέτρα έρευνας, κατά παράβαση της υποχρέωσης επιμελούς εξέτασης την οποία υπέχει κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 537 ανωτέρω. Εντούτοις, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, μια τέτοια παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης θα μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον εφόσον οι προσφεύγουσες αποδείξουν ότι οι επίμαχες μεθοδολογικές αποκλίσεις είχαν ως συνέπεια να υπολογιστούν τα βασικά ποσά των επιβληθέντων προστίμων κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

3)      Επί της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου

570    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης οδήγησε, εν προκειμένω, σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης από την Επιτροπή, καθόσον, χωρίς συμπληρωματικά μέτρα έρευνας, η Επιτροπή καθόρισε τα ποσά των προστίμων λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία που δεν ήταν αρκούντως αξιόπιστα και συνεπή ώστε να χρησιμεύσουν ως βάση υπολογισμού των προστίμων.

571    Εντούτοις, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι, εν προκειμένω, η εφαρμογή από τις τράπεζες διαφορετικών μεθοδολογιών για τον υπολογισμό των εσόδων τους σε μετρητά και το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε τις διαφορετικές αυτές μεθοδολογίες είχαν ως συνέπεια να λάβει υπόψη η Επιτροπή μη συγκρίσιμα δεδομένα για κάθε τράπεζα και, συνακόλουθα, να καθορίσει το ποσό του προστίμου ως προς την Crédit agricole με τέτοιον τρόπο ώστε να συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

572    Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την Επιτροπή, η ύπαρξη αποκλίσεων όσον αφορά, πρώτον, το εύρος των ροών που έλαβε υπόψη η τράπεζα A, καθόσον η τράπεζα αυτή δεν συνυπολόγισε το σταθερό σκέλος συμβάσης swap, εξαιρώντας το στην περίπτωση που η σύμβαση αυτή περιελάμβανε συγχρόνως και σταθερό και κυμαινόμενο σκέλος, δεύτερον, το εύρος των συμψηφισμών (netting) μεταξύ των ροών που καταβλήθηκαν και εισπράχθηκαν επί των συναλλαγών και, τρίτον, την εξαίρεση των «εξωτικών» προϊόντων, είχε αμελητέο αντίκτυπο επί του αποτελέσματος των υπολογισμών των εσόδων σε μετρητά και, επομένως, επί του καθορισμού της αξίας των πωλήσεων (βλ. σκέψεις 549, 551 και 554 ανωτέρω).

573    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον αμελητέο χαρακτήρα του αντικτύπου που είχαν, κατά την Επιτροπή, οι μεθοδολογικές αποκλίσεις επί του επιπέδου των εσόδων σε μετρητά.

574    Πρώτον, θεωρούν ότι είναι μη επαληθεύσιμη η περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση της Επιτροπής ότι ο αντίκτυπος της μεθοδολογίας που ακολούθησε η τράπεζα Α επί της αξίας των εσόδων της σε μετρητά όσον αφορά την εξαίρεση του σταθερού σκέλος αναφορικά με τις συμβάσεις που διέθεταν τόσο σταθερό όσο και κυμαινόμενο σκέλος ανερχόταν μόλις στο 0,1 % και, ως εκ τούτου, ήταν αμελητέος. Υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα χρηματοοικονομικά στοιχεία των λοιπών συμμετεχόντων στα οποία μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση μέσω της διαδικασίας της αίθουσας δεδομένων, δεν αρκούσαν για να τους δοθεί η δυνατότητα να προβούν, όπως έκανε η Επιτροπή, σε τέτοιους υπολογισμούς, λόγω του αποκλεισμού ή του περιορισμένου χρόνου της πρόσβασης των εμπειρογνωμόνων της Crédit agricole στα επίμαχα δεδομένα.

575    Ειδικότερα, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή υπολόγισε σε 0,1 % τον αντίκτυπο της μεθόδου την οποία εφάρμοσε η Τράπεζα Α επί της αξίας των εσόδων της σε μετρητά, στηριζόμενη σε φύλλα υπολογισμού που περιείχαν ορισμένους κωδικούς και υποβλήθηκαν από την τράπεζα αυτή μαζί με την απάντησή της στην αίτηση παροχής πληροφοριών (αιτιολογική σκέψη 685 της προσβαλλόμενης απόφασης). Οι νομικοί και οικονομικοί σύμβουλοι των προσφευγουσών είχαν πρόσβαση στα έγγραφα αυτά στο πλαίσιο της διαδικασίας της αίθουσας δεδομένων (βλ. υποσημείωση υπ’ αριθ. 720 της προσβαλλόμενης απόφασης).

576    Επιπλέον, αφενός, από την εξέταση των αιτιάσεων που αφορούν την άρνηση πρόσβασης στα στοιχεία σχετικά με την αξία των πωλήσεων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών εφαρμόζοντας σύστημα μικτής πρόσβασης στα επίμαχα στοιχεία, στο πλαίσιο του οποίου παρασχέθηκε μόνο στους εξωτερικούς συμβούλους της Crédit agricole πρόσβαση στα εμπιστευτικά στοιχεία, μέσω της διαδικασίας της αίθουσας δεδομένων (βλ. σκέψεις 173 έως 180 ανωτέρω). Αφετέρου, αν οι προσφεύγουσες θεωρούσαν ότι ο χρόνος πρόσβασης που χορηγήθηκε με τον τρόπο αυτό στους εξωτερικούς συμβούλους δεν ήταν επαρκής, τίποτα δεν τις εμπόδιζε να απευθύνουν στις υπηρεσίες της Επιτροπής ή στον σύμβουλο ακροάσεων αίτηση παράτασης του χρόνου πρόσβασης ή συμπληρωματική αίτηση πρόσβασης κατά την ίδια διαδικασία. Ωστόσο, δεν κατέθεσαν τέτοια αίτηση.

577    Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες δεν είναι ικανά να αντικρούσουν την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση της Επιτροπής ότι ο αντίκτυπος 0,1 % επί της αξίας των εσόδων σε μετρητά της τράπεζας Α ήταν αμελητέος.

578    Δεύτερον, όσον αφορά τις διαφορές των μεθόδων συμψηφισμού, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι ο ημερήσιος συμψηφισμός, όπως αυτός που εφαρμόζεται από την Crédit agricole, αποτελεί κανόνα της αγοράς. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν επιχειρούν καν να αποδείξουν ότι η εφαρμογή μηνιαίου συμψηφισμού, αντί του ημερήσιου, θα είχε σημαντικό αντίκτυπο επί των δικών τους στοιχείων όσον αφορά τα έσοδα σε μετρητά.

579    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 702 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το γεγονός ότι οι τράπεζες ακολουθούσαν διαφορετικές μεθόδους συμψηφισμού δεν προκάλεσε σημαντικές αποκλίσεις ούτε προκάλεσε άνιση μεταχείριση, διαψεύδεται από το γεγονός ότι το πρόστιμο της Société Générale μειώθηκε κατά το ήμισυ στο πλαίσιο της διορθωτικής απόφασης.

580    Εντούτοις, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 703 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία τροποποίησε, όσον αφορά τη Société Générale, την απόφαση που είχε εκδοθεί κατόπιν της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, όταν η τελευταία την ενημέρωσε ότι δεν είχε προβεί σε συμψηφισμό για σημαντικό μέρος των συναλλαγών της, και όχι επειδή αναθεώρησε τα δεδομένα της εφαρμόζοντας άλλη μέθοδο συμψηφισμού. Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 702 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα αποτελέσματα των υπολογισμών με βάση τις δύο προσεγγίσεις (ήτοι τον ημερήσιο και τον μηνιαίο συμψηφισμό), όπως τέθηκαν σε εφαρμογή από την τράπεζα C, δείχνουν διαφορά περίπου 0,4 %. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι μια τέτοια διαφορά είναι αμελητέα.

581    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα προς αμφισβήτηση των μνημονευόμενων στην αιτιολογική σκέψη 694 της προσβαλλόμενης απόφασης διευκρινίσεων της τράπεζας Α όσον αφορά τον αμελητέο αντίκτυπο τον οποίο είχε το γεγονός ότι εξαίρεσε τα «εξωτικά» προϊόντα από τους υπολογισμούς της.

582    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες στηρίζονται επίσης στα αναθεωρημένα στοιχεία, τα οποία υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στις 14 Οκτωβρίου 2016 και οποία υπολογίστηκαν σύμφωνα με τη μεθοδολογία που οι προσφεύγουσες θεωρούσαν ότι ακολούθησε η τράπεζα Α, ήτοι την «εξουδετέρωση» του σταθερού σκέλους και την εξαίρεση των «εξωτικών» προϊόντων.

583    Διαπιστώνεται επ’ αυτού ότι, στην αιτιολογική σκέψη 687 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αιτιολόγησε την άρνηση αποδοχής των αναθεωρημένων στοιχείων που υπέβαλε η Crédit agricole, επισημαίνοντας ότι η μέθοδος την οποία ακολούθησε η εταιρία για την υποβολή των συγκεκριμένων στοιχείων ήταν ακατάλληλη και ότι τα εν λόγω στοιχεία ήταν ανακριβή. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε ότι η προτεινόμενη μέθοδος, πρώτον, δεν ανταποκρινόταν ούτε στις οδηγίες της αίτησης παροχής πληροφοριών ούτε στη μέθοδο που ακολούθησε η τράπεζα Α και, δεύτερον, είχε υποβληθεί χωρίς επαλήθευση εκ μέρους του ελεγκτή. Κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες είχαν, μεταξύ άλλων, εξαιρέσει από τους υπολογισμούς τους τα έσοδα σε μετρητά του σταθερού σκέλους των swaps, αλλά δεν είχαν αναθεωρήσει τα ποσά των εσόδων σε μετρητά, τα οποία προέκυψαν μέσω συμψηφισμού μεταξύ του κυμαινόμενου και του σταθερού σκέλους, όπερ θα σήμαινε χαμηλότερα έσοδα σε μετρητά. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αντίκτυπος της μεθόδου την οποία προτείνει η Crédit agricole επί των εσόδων της σε μετρητά θα ήταν περίπου 43 %, οπότε θα οδηγούσε σε σημαντικές διαφορές. Τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή προκειμένου οι προσφεύγουσες να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή αρνήθηκε να δεχθεί τα αναθεωρημένα δεδομένα και το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 255 ανωτέρω. Επομένως, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

584    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, κατά την Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 687 της προσβαλλόμενης απόφασης), ο αντίκτυπος της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε επί των στοιχείων της Crédit agricole ανέρχεται σε 43 %, όπερ προκύπτει επίσης, κατ’ ουσίαν, από το αίτημα των προσφευγουσών προς το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει στο ύψος αυτό το ποσό του προστίμου της Crédit agricole, στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του.

585    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγουσες επιχειρούν κατ’ αυτό τον τρόπο να αποδείξουν ότι ο αντίκτυπος της μεθοδολογίας που ακολούθησε η τράπεζα Α επί των δικών τους στοιχείων σχετικά με τα έσοδα σε μετρητά δεν ήταν αμελητέος, και όχι να εφαρμοστεί ως προς τις ίδιες η μεθοδολογία που ακολούθησε η τελευταία αυτή τράπεζα (βλ. σκέψη 588 κατωτέρω), το εν λόγω επιχείρημα και πάλι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, αφενός, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η μεθοδολογία την οποία εφάρμοσε η τράπεζα Α δεν είναι σύμφωνη προς την αίτηση παροχής πληροφοριών.

586    Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η μεθοδολογία την οποία αυτές ακολούθησαν για να παρουσιάσουν τα αναθεωρημένα στοιχεία τους ήταν εκείνη που εφάρμοσε η τράπεζα Α. Συναφώς, επ’ ουδενί αμφισβητούν τη διαπίστωση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 687 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 583 ανωτέρω) και δεν επιχειρούν καν να αποδείξουν ότι η «εξουδετέρωση» του σταθερού σκέλους είσπραξης, στην οποία οι προσφεύγουσες προέβησαν για να υπολογίσουν τα αναθεωρημένα στοιχεία, οφειλόταν μόνον στην εξαίρεση του σταθερού σκέλους από τις συμβάσεις swap, οι οποίες διέθεταν συγχρόνως σταθερό και κυμαινόμενο σκέλος, όπως στη μεθοδολογία που ακολούθησε η τράπεζα A, και όχι, επιπλέον, από τον συμψηφισμό του σταθερού σκέλους πληρωμής με το κυμαινόμενο σκέλος είσπραξης, όπως έκρινε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 687 της προσβαλλόμενης απόφασης.

587    Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι αποκλίσεις μεταξύ των μεθοδολογιών που εφάρμοσαν οι τράπεζες για τον υπολογισμό των εσόδων τους σε μετρητά είχαν οδηγήσει σε αμελητέες αποκλίσεις επί των υποβληθέντων στοιχείων. Τέτοιες αμελητέες αποκλίσεις, ωστόσο, δεν συνεπάγονται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, εφόσον δεν καταλήγουν στο να λαμβάνονται υπόψη μη συγκρίσιμες αξίες για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων.

588    Δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η μεθοδολογία την οποία ακολούθησε η τράπεζα Α για τον υπολογισμό των εσόδων σε μετρητά δεν είναι σύμφωνη με την αίτηση παροχής πληροφοριών, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε, για να τηρήσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν τα στοιχεία τα οποία υπολογίστηκαν σύμφωνα με τη μεθοδολογία που εφάρμοσε η τράπεζα Α ή να κάνουν δεκτά τα αναθεωρημένα στοιχεία που υποβλήθηκαν στις 14 Οκτωβρίου 2006. Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της νομιμότητας, αρχή κατά την οποία δεν νοείται ισότης εν τη παρανομία (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, C-155/14 P, EU:C:2016:446, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το επιχείρημα των προσφευγουσών ισοδυναμεί, ωστόσο, στην πραγματικότητα με απαίτηση να εφαρμόσει η Επιτροπή ως προς τις προσφεύγουσες μεθοδολογία αντίθετη προς την αίτηση παροχής πληροφοριών.

589    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι, εν προκειμένω, η αποδοχή από την Επιτροπή των δεδομένων που υπολογίστηκαν σύμφωνα με αποκλίνουσες μεθόδους είχε ως συνέπεια να λάβει υπόψη η Επιτροπή μη συγκρίσιμα στοιχεία σχετικά με τα έσοδα σε μετρητά και, συνακόλουθα, να υπολογίσει το πρόστιμο της Crédit agricole κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, και η δεύτερη αιτίαση του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου ακύρωσης και το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού.

[παραλειπόμενα]

2.      Επί του αιτήματος μείωσης του ποσού του προστίμου

[παραλειπόμενα]

657    Εν προκειμένω, ακόμη και αν έγινε δεκτό το κύριο αίτημα περί ακύρωσης του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει την εξουσία να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του στο μέτρο που υποβλήθηκε στην κρίση του το ζήτημα του ύψους του προστίμου, τούτο δε έστω και αν το αίτημα περί μείωσης του ποσού του προστίμου υποβλήθηκε επικουρικώς σε σχέση με το αίτημα ακύρωσης του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, T-827/14, EU:T:2018:930, σκέψεις 551 έως 562).

[παραλειπόμενα]

662    Εν προκειμένω, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος του προστίμου για την παραβατική συμπεριφορά της Crédit agricole, όπως αυτή προκύπτει από την εξέταση των οκτώ πρώτων λόγων ακύρωσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες περιστάσεις.

663    Κατά πρώτον, όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

664    Πρώτον, κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε εν προκειμένω από την Επιτροπή και στηρίζεται στον καθορισμό, σε πρώτο στάδιο, ενός βασικού ποσού του προστίμου, το οποίο μπορεί, στη συνέχεια, να προσαρμοστεί ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

665    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την αξία των πωλήσεων ως αρχικό στοιχείο, πρέπει να ληφθούν υπόψη, ως βάση αντικατάστασης για την αξία αυτή, τα μειωμένα έσοδα σε μετρητά. Πράγματι, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου ακύρωσης, η αξία των μειωμένων εσόδων σε μετρητά μπορεί, εν προκειμένω, να αποτελέσει την κατάλληλη βάση για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, στο μέτρο που η αξία αυτή αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία της παράβασης και το βάρος συμμετοχής της επιχείρησης στην παράβαση.

666    Συναφώς, διαπιστώθηκε, βεβαίως, στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου ακύρωσης, ότι ο εκ μέρους των τραπεζών καθορισμός των εσόδων σε μετρητά είχε οδηγήσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε διαφορετικές προσεγγίσεις. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 571 ανωτέρω, από τις αποκλίσεις αυτές δεν προκύπτει καμία παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

667    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι άλλη μεθοδολογία υπολογισμού των εσόδων σε μετρητά, όπως αυτή που ακολούθησαν οι προσφεύγουσες για να προσδιορίσουν τα αναθεωρημένα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στις 14 Οκτωβρίου 2006, δεν θα ήταν καταλληλότερη για τον προσδιορισμό των εσόδων σε μετρητά. Πράγματι, μια μεθοδολογία με βάση την εξαίρεση του σταθερού σκέλους από τις συμβάσεις που έχουν τόσο σταθερό όσο και κυμαινόμενο σκέλος, την εξαίρεση των «εξωτικών» προϊόντων ή την εφαρμογή μηνιαίου και όχι ημερήσιου συμψηφισμού δεν είναι καταλληλότερη για τον υπολογισμό, εν προκειμένω, της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση για την οποία επιβάλλονται κυρώσεις και, ως εκ τούτου, για την πιστότερη αντανάκλαση των πραγματικών δεδομένων και της οικονομικής έκτασης της παράβασης αυτής, καθώς και της θέσης της κάθε επιχείρησης στην παράβαση αυτή. Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά τις συμβάσεις EIRD, οι οποίες διαθέτουν συγχρόνως σταθερό και κυμαινόμενο σκέλος, η ταμειακή ροή αντικατοπτρίζει την απόκλιση μεταξύ του σταθερού και του κυμαινόμενου επιτοκίου κατά την ημερομηνία καθορισμού, όπως προκύπτει από τη σκέψη 188 ανωτέρω. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ουδείς λόγος συντρέχει για να αποκλειστούν ειδικότερα οι ροές που απορρέουν από το ένα από τα δύο «σκέλη» των EIRD. Δεύτερον, τίποτα δεν δικαιολογεί την εξαίρεση των «εξωτικών» προϊόντων από τους υπολογισμούς των εσόδων σε μετρητά, ενώ αυτά αποτελούν επίσης μέρος της σχετικής αγοράς των EIRD. Τρίτον, από τη στιγμή που οι διάδικοι συμφωνούν ότι ο ημερήσιος συμψηφισμός είναι ο κανόνας της αγοράς, καμία ιδιαίτερη περίσταση που προσιδιάζει στην υπό κρίση υπόθεση δεν δικαιολογεί παρέκκλιση από τον ως άνω κανόνα.

668    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, την αξία των εσόδων σε μετρητά της Crédit agricole, όπως υπολογίστηκε από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση.

669    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι το να ληφθούν υπόψη, ως βάση υπολογισμού του προστίμου, μόνον τα έσοδα σε μετρητά θα κατέληγε στην επιβολή προστίμου με υπερβολικά αποτρεπτικό χαρακτήρα. Επομένως, οι διάδικοι συμφωνούν ότι αυτά τα έσοδα σε μετρητά πρέπει να μειωθούν κατ’ εφαρμογήν συντελεστή μείωσης.

670    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εφάρμοσε ενιαίο συντελεστή μείωσης που καθορίστηκε σε 98,849 %.

671    Όσον αφορά τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης, υπενθυμίζεται ότι αυτός είναι το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης άσκησης που αντικατοπτρίζει διάφορα στοιχεία, μεταξύ άλλων, τον συμψηφισμό που είναι εγγενής στη διαπραγμάτευση των παραγώγων εν γένει, καθώς και τις ιδιαιτερότητες του συμψηφισμού των προϊόντων αυτών και, ειδικότερα, των EIRD. Πρόκειται συνεπώς για μια κατά προσέγγιση εκτίμηση μιας κατασκευασμένης αξίας. Κατά συνέπεια, εξ ορισμού, δεν υφίσταται ένας και μόνον πιθανός συντελεστής μείωσης, πράγμα που επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γεγονός ότι οι ίδιες οι προσφεύγουσες προέβαλαν, με τα δικόγραφά τους, πολλούς διαφορετικούς συντελεστές μείωσης.

672    Επομένως, για παράδειγμα, σύμφωνα με μελέτη που παρατίθεται σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, ένας εναλλακτικός συντελεστής μείωσης 99,849 % «θα μπορούσε επίσης να δικαιολογηθεί». Επιπλέον, στο πλαίσιο άλλης μελέτης που επισυνάφθηκε στο υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων, οι προσφεύγουσες προτείνουν διάφορους εναλλακτικούς συντελεστές μείωσης, υπολογιζόμενους βάσει εξατομικευμένης προσέγγισης, οι οποίοι κυμαίνονται από 99,54 % έως 99,90 %. Ωστόσο, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της αποδεικτικής αξίας των μελετών αυτών ούτε επί της βασιμότητας των εναλλακτικών μεθόδων καθορισμού αυτών των εναλλακτικών συντελεστών μείωσης που πρότειναν οι προσφεύγουσες, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η εφαρμογή τέτοιων ιδιαιτέρως υψηλών ή και υπερβολικών εναλλακτικών συντελεστών μείωσης θα ενείχε τον κίνδυνο να καταστήσει την κύρωση άνευ αντικειμένου, καθιστώντας την αμελητέα και υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανάγκη διασφάλισης του αρκούντως αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου. Επομένως, η εφαρμογή τέτοιων εναλλακτικών παραγόντων μείωσης τους οποίους προτείνουν οι προσφεύγουσες θα οδηγούσε στην επιβολή προστίμου, το οποίο δεν θα αντανακλούσε ούτε την οικονομική σημασία της παράβασης ούτε το σχετικό βάρος συμμετοχής της Crédit agricole στην παράβαση αυτή.

673    Εν πάση περιπτώσει, αφενός, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι ο συντελεστής μείωσης ανέρχεται τουλάχιστον σε 98,849 %. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο καθορισμός ενός προστίμου στο πλαίσιο της άσκησης της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση.

674    Δεύτερον, όσον αφορά τη βαρύτητα της παράβασης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να λάβει υπόψη τη φύση της παράβασης. τη γεωγραφική της έκταση καθώς και το αν η παράβαση έχει τελεστεί στην πράξη ή όχι.

675    Όσον αφορά τη φύση της παράβασης, στο μέτρο που οι επίμαχες ενέργειες αφορούσαν τους κρίσιμους παράγοντες για τον καθορισμό των τιμών των EIRD, συγκαταλέγονται ως εκ της φύσεώς τους στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι επίμαχες πρακτικές είναι ιδιαιτέρως σοβαρές και επιζήμιες στο μέτρο που είναι ικανές όχι μόνο να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά των προϊόντων EIRD, αλλά και, γενικότερα, να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές στο σύνολό τους, καθώς και την αξιοπιστία τους.

676    Πράγματι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 721 της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς τα στοιχεία αυτά να αντικρουσθούν από τις προσφεύγουσες, οι σχετικοί δείκτες αναφοράς, οι οποίοι αντικατοπτρίζονται στην τιμολόγηση των EIRD εφαρμόζονται σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά των EIRD. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα επιτόκια αυτά βασίζονται στο ευρώ, έχουν κεφαλαιώδη σημασία για την εναρμόνιση των χρηματοπιστωτικών όρων στην εσωτερική αγορά και για τις τραπεζικές δραστηριότητες στα κράτη μέλη.

677    Όσον αφορά τη γεωγραφική έκταση της παράβασης, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 47 και 721 της προσβαλλόμενης απόφασης, η σύμπραξη κάλυπτε τουλάχιστον το σύνολο του ΕΟΧ, οπότε οι επίμαχες ενέργειες ήταν ικανές να επηρεάσουν τις τραπεζικές δραστηριότητες στο σύνολο των κρατών μελών.

678    Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι διαπραγματευτές της Crédit agricole παραδέχθηκαν ότι υλοποίησαν τις ενέργειες που είχαν συμφωνηθεί με τον διαπραγματευτή της Barclays καθιερώνοντας επαφές με τους υπευθύνους για τις προσφορές από την τράπεζά τους (βλ. σκέψη 641 ανωτέρω).

679    Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση, όπως αυτή προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η διάρκεια αυτή δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες και δεν επηρεάζεται από το συμπέρασμα, το οποίο διατυπώνεται στη σκέψη 426 ανωτέρω, σχετικά με τη συμμετοχή της Crédit agricole στην επίμαχη ενιαία παράβαση.

680    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Crédit agricole διαδραμάτισε λιγότερο σημαντικό ρόλο στην παράβαση απ’ ό,τι οι βασικοί συμμετέχοντες, ιδίως η τράπεζα D και η τράπεζα A. Ομοίως, η συχνότητα των επαφών στις οποίες συμμετείχαν οι διαπραγματευτές της Crédit agricole ήταν μικρότερη από εκείνη των βασικών αυτών συμμετεχόντων. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η Crédit agricole γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να υποθέσει ότι άλλες τράπεζες συμμετείχαν στις ανταλλαγές σχετικά με τις προθέσεις και τις στρατηγικές στον τομέα καθορισμού των τιμών, οι οποίες δεν είχαν πραγματοποιηθεί με την προοπτική χειραγώγησης των επιτοκίων.

681    Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η συμμετοχή της Crédit agricole στις παράνομες ενέργειες ήταν ηθελημένη και ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι συντρέχει, στην περίπτωσή τους, η ελαφρυντική περίσταση της αμέλειας. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 675 ανωτέρω, οι επίμαχες ενέργειες χαρακτηρίζονται από αυξημένη σοβαρότητα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να είναι παρά οριακός ο αντίκτυπος που θα έχουν επί του τελικού ποσού του προστίμου οι ελαφρυντικές περιστάσεις της λιγότερο εντατικής συμμετοχής της Crédit agricole στην επίμαχη παράβαση καθώς και της μικρότερης σημασίας του ρόλου της σε αυτήν, σε σύγκριση με τους ρόλους που διαδραμάτισαν οι βασικοί συμμετέχοντες.

682    Κατά τρίτον, στο ποσό του προστίμου που θα καθορίζει το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη η ανάγκη να επιβληθεί στην Crédit agricole πρόστιμο που να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 618 έως 624 ανωτέρω.

683    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, το ποσό του προστίμου, για το οποίο η Crédit agricole SA και η CACIB ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, πρέπει να καθοριστεί υπό το πρίσμα της αρχής της εξατομίκευσης και της αναλογικότητας των κυρώσεων, σε 110 000 000 ευρώ.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της απόφασης C(2016) 8530 final της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ [Υπόθεση AT.39914 – Παράγωγα Επιτοκίου σε Ευρώ (ΕΙRD)].

2)      Ορίζει τo ποσό του προστίμου, για το οποίο οι Crédit agricole και Crédit agricole Corporate and Investement Bank ευθύνονται εις ολόκληρον, σε 110 000 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Παπασάββας

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Banczyk

 

Hesse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Δεκεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.